Το Ανάγλυφο της Υποταγής

 

"... το να υποταχθείς, να υποταχθείς ολοκληρωτικά, δεν είναι τέχνη, είναι αποστολή. Το κορμί αντιδρά, το πνεύμα επαναστατεί, η ψυχή ορθώνεται. Κι αυτό γιατί το κορμί δεν έχει γνώση της ηδονής που θα του δώσει η σάρκα, το πνεύμα δεν έχει γνώση της αδειοσύνης που θα του δώσει ο νους, η ψυχή δεν έχει γνώση της αθανασίας που θα της δώσει το συναίσθημα... ναι, το να υποταχθείς, να υποταχθείς, όχι να παραδοθείς, είναι η συνάντηση με εκείνη την ιερή Γλώσσα της Ουσίας κι είναι μια μυστική γέφυρα που σε ενώνει με το Απόλυτο..."
 
"Το Ανάγλυφο της Υποταγής"

 

 

 

Η αρχή του κύκλου

 

 

Άρπαγες

φονιάδες σιωπηλοί

σύμβολα που ακόμα καίνε

αιώνες που ματωμένοι σέρνονται

όπως τα πληγιασμένα πόδια

ορφανών παιδιών

 

Άρπαγες

ληστές εσταυρωμένοι

βασιλιάδες πατροκτόνοι

και μοιχοί αυτοκράτορες

λάβαρα που κυματίζουν έρημα

όπως οι γενναίες ψυχές

φυλακισμένων ασκητών

 

Άρπαγες

θνητοί θεοί

κι ανάξιοι ρασοφόροι

στου Γολγοθά το πανίερο αίμα

έσκυψαν να πιούν

οι Πρίγκιπες της Αδειοσύνης

και δίπλα στο Πανάγιο Τάφο

έχτισαν ένα ναό

αφιερωμένο στο Τίποτε…

 

 

(Αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα, σε ένα ακριβό προάστιο του Λονδίνου…)

 

O

 νεαρός άντρας με το βαθύ, σκοτεινό βλάσφημο βλέμμα, αγκάλιασε με τα χέρια του το γυμνό του κορμί. Κρύωνε λίγο. Ήταν οι τελευταίες ημέρες του χειμώνα εκείνου. Και του δικού μου επίσης. Στη σκέψη της αναλογίας αυτής επέτρεψε στον αυστηρό εαυτό του ένα… αυστηρό χαμόγελο. «Από δω και πέρα, οι άθλιοι, παγεροί χειμώνες σε πνιγηρά δωμάτια, συντροφιά με τρωκτικά και αράπηδες θα είναι για άλλους…», είπε και γύρισε το βλέμμα του κάποιες μοίρες αριστερά. Το νεκρό σώμα του Μεγάλου Φύλακα της Αλβιόνης ήταν ζεστό ακόμη. Τα μάτια του ηλικιωμένου άντρα είχαν σχεδόν πεταχτεί από τις κόχες τους και το δέρμα στο πρόσωπό του είχε αρχίσει να μελανιάζει λίγο αλλά κατά τα άλλα δεν είχε καμιά σπουδαία διαφορά από τον γνωστό σερ Τίμοθυ Κάλστοουν, της μεγάλης και παλιάς και σπουδαίας και όλα τα συναφή και εντελώς… Εγγλέζικα, οικογένειας των Κάλστοουν, που πριν από πέντε χρόνια είχε μπει σε κείνο το μπαρ στο Σόχο και τον είχε «ψωνίσει» για να απολαύσει μια βραδιά απαγορευμένων ηδονών.

            «Ο σπουδαίος ιππότης της Αυτού Μεγαλειότητας!», σάρκασε χαμηλόφωνα ο νεαρός και χαμογέλασε πάλι. Γύρισε το βλέμμα του λίγο δεξιότερα, πάνω στο κομοδίνο και στάθηκε στο μικρό δερματόδετο βιβλίο. Το πήρε στα χέρια του με δέος.

            «Σπάνιο!», μονολόγησε και χάιδεψε με ευλάβεια προσκυνητή το φθαρμένο δέρμα που κάλυπτε τις κιτρινισμένες χειρόγραφες σελίδες. «Σπάνιο και υπέροχο», είπε πάλι και άνοιξε το βιβλίο που δεν είχε ούτε τίτλο ούτε συγγραφέα. Στην πρώτη εσωτερική σελίδα, σε ελληνικά καλλιγραφικά με κόκκινη μελάνη, διάβασε: Το ανάγλυφο της υποταγής και ανατρίχιασε. Τράβηξε το μεταξωτό σεντόνι και κάλυψε το σώμα του. Ήθελε να γευτεί για λίγο, μόνο για λίγο, κάποιες γουλιές απ’αυτό το σπάνιο και πολύτιμο κρασί του ανωνύμου αυτού αδελφού από το 1711. Και διάλεξε στη τύχη μια σελίδα…

             "... το να υποταχθείς, να υποταχθείς ολοκληρωτικά, δεν είναι τέχνη, είναι αποστολή. Το κορμί αντιδρά, το πνεύμα επαναστατεί, η ψυχή ορθώνεται. Κι αυτό γιατί το κορμί δεν έχει γνώση της ηδονής που θα του δώσει η σάρκα, το πνεύμα δεν έχει γνώση της αδειοσύνης που θα του δώσει ο νους, η ψυχή δεν έχει γνώση της αθανασίας που θα της δώσει το συναίσθημα... ναι, το να υποταχθείς, να υποταχθείς, όχι να παραδοθείς, είναι η συνάντηση με εκείνη την ιερή Γλώσσα της Ουσίας κι είναι μια μυστική γέφυρα που σε ενώνει με το Απόλυτο..."

            Ο νεαρός άντρας τυλίχτηκε από ρίγη ηδονής και αισθάνθηκε το πέος του να πιέζει τους μηρούς του καθώς γέμιζε αίμα. Έκλεισε το βιβλίο τα μάτια του και βυθίστηκε στην αιώνια αυτή στιγμή. Με το δεξί του χέρι άγγιξε τον ανδρισμό του αλλά δεν αφέθηκε στο να δώσει ικανοποίηση στον εαυτό του όσο κι αν το ήθελε. Είχε πράγματα να κάνει κι είχε ήδη καθυστερήσει πολύ. Πέταξε το σεντόνι από πάνω του, και πλησίασε τον άψυχο Διδάσκαλο που επί πολλά χρόνια υπήρξε ο μέντοράς του, ο αγαπημένος πνευματικός του πατέρας και ο άνθρωπος που τον μύησε στην Αριστερή Ατραπό. Όσα μπορούσε να κάνει ο γέρο-Τίμοθυ όμως τα είχε κάνει και με το παραπάνω. Μοναδικό αντάλλαγμα κάποιες καυτές νύχτες όπου ικανοποιούσε τις απόκρυφες μαζοχιστικές του επιθυμίες με τον άνθρωπο που τον πέρασε από την ερωτική υποδούλωση στην βιολογική εξόντωση.

            Ο γυμνός άντρας με τα όμορφα μάτια και τα μακριά μαλλιά, έβγαλε το δαχτυλίδι από το δεξί παράμεσο του σερ Τίμοθυ και το κράτησε για λίγα δευτερόλεπτα για να το θαυμάσει. Τούτο το δώρο ήταν το σπουδαιότερο που θα μπορούσε να του κάνει ποτέ ο νεκρός μέντοράς του. Δεν θα μπορούσε να φανταστεί ο τιμημένος από το Στέμμα εβδομηντάχρονος άντρας πόσο ευτυχισμένο έκανε τον λατρεμένο εραστή του με τούτο το ανεκτίμητο δαχτυλίδι. Σε λίγα λεπτά είχε ντυθεί, είχε κρύψει στο ακριβό του σακάκι το βιβλιαράκι και το δαχτυλίδι και κατευθυνόταν προς ένα τηλεφωνικό θάλαμο για να αναφέρει την ειδεχθή δολοφονία του ευεργέτη του από κάποιον άθλιο κακοποιό.

 

 

* * *

 

 

 

πρώτο μέρος

 

αιχμάλωτη του φιδιού

                                                                  

 

1

 

 

Είναι κάποια αρχή

που πρέπει πάλι να γίνει

μου τέλειωσαν τα παραμύθια

πως να σε πείσω να αντέξεις

με την πραγματικότητα μονάχα;

 

Μα είναι πάλι ανάγκη

μια νέα αρχή να γίνει

εγώ θα βρω για σένα

μια πριγκίπισσα κι έναν μάγο

κι εσύ θα βρεις για μένα

έναν ένδοξο θάνατο για το τέλος...

 

H

 Μάρω έφερε την κούπα με τον αχνιστό καφέ στα χείλη της. Τα χέρια της έτρεμαν ελαφρά και το βλέμμα της είχε χαθεί πάλι στο πουθενά.

            "Μάρω;"

            Η Σόνια άρχισε να ανησυχεί. Όχι για τον Παύλο. Για κείνον δεν της καιγόταν καρφί. Εκτός φυσικά του ότι ήταν αρραβωνιασμένος με την καλύτερή της φίλη. Κάτι που δεν κατάλαβε ποτέ, που δεν ενέκρινε ποτέ όμως ήταν επιλογή της Σόνιας και δεν θα εκδήλωνε ποτέ ανοιχτά την διαφωνία της.

            Ποτέ;

            "Μάρω!".

            "Συγνώμη, που είχαμε μείνει;"

            Η Σόνια ήρθε και κάθισε στον καναπέ, δίπλα στην φίλη της. Δεν την αναγνώριζε πια τον τελευταίο καιρό. Που ήταν η χαρούμενη, αισιόδοξη και ανέμελη Μάρω που έλαμπε από ομορφιά και θετική σκέψη στο Πανεπιστήμιο; Που ήταν το πρότυπο της σύγχρονης, μοντέρνας και έξυπνης γυναίκας που όλοι πίστευαν πως θα καταπλήξει μια μέρα τον κόσμο; Πάντως το πλάσμα που ήταν δίπλα της δεν θύμιζε σε τίποτε την παλιά Μάρω. Ήταν η σκιά του εαυτού της. Βυθισμένη σε αγωνίες, σκέψεις και μελαγχολία. Και ποιος έφταιγε για όλα αυτά;

            Η Σόνια πήρε την κούπα από τα χέρια της φίλης της και την ακούμπησε στο τραπεζάκι.

            "Μάρω, δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση. Πρέπει να δεις τι θα κάνεις. Όχι αύριο ή μεθαύριο. Σήμερα, τώρα!"

            Η Μάρω σαν να βγήκε από τον λήθαργό της, έριξε μια ματιά γύρω της και μετά στην φίλη της.

            "Τι εν... τι θες να πεις;"

            "Ξέρεις πολύ καλά τι θέλω να πω. Ρε γαμώ το, έχεις δει τον εαυτό σου τελευταία σε κανένα καθρέφτη; Αναρωτιέμαι, κοιμάσαι καθόλου; Τρως;"

            Η Μάρω έκρυψε το πρόσωπό της στις παλάμες της κι άρχισε να κλαίει βουβά.

            "Δεν ωφελεί αγάπη μου να κλαις. Αρκετά έκλαψες, αρκετά έμεινες μέσα, αρκετά σκότωσες τον εαυτό σου. Έλα, πάμε έξω. Πάμε μαζί μια βόλτα να σε χτυπήσει ο αέρας. Πάω στοίχημα ότι..."

            "Όχι, όχι, σε παρακαλώ. Μην... μην με πιέζεις κι εσύ, σε παρακαλώ. Είναι μια φάση, είναι... κοίτα, όλα θα φτιάξουν, το ξέρω, το..."

            "Σκατά ξέρεις και με συγχωρείς που σου μιλάω έτσι!". Η Σόνια σηκώθηκε από τον καναπέ και άρχισε να στριφογυρίζει στο σαλόνι. Είχε έρθει η ώρα να μιλήσει, να μιλήσει ανοιχτά. Δεν υπήρχαν άλλα περιθώρια.

            "Οχτώ μήνες τώρα, από την καταραμένη ώρα και στιγμή που έκανες εκείνο το πάρτι και γνώρισες αυτό τον άνθρωπο, άρχισε ο κατήφορος Μάρω. Κι ενώ στην αρχή δεν το καταλάβαινε κανείς, ούτε εσύ η ίδια ίσως, τα πράγματα τώρα έχουν πάρει άσχημη τροπή. Κοίτα τον εαυτό σου! Κοίτα πως έγινες, πως σε κατάντησε αυτός! Ναι, δεν σου είχα μιλήσει κι εγώ από ευγένεια. Δεν μου άρεσε αυτός ο τύπος, ποτέ δεν μου άρεσε. Δεν με ενδιαφέρει που ήταν απένταρος και τον βοήθησες να σταθεί στα πόδια του, δεν με ενδιαφέρει που σου είχε κρύψει τις περίεργες ενασχολήσεις του με αυτή την περίεργη Αδελφότητα, με νοιάζει που άρχισε να σε ρουφάει Μάρω! Να σε ρουφάει, να σε απομυζεί ενεργειακά. Έψαχνε κάποιο θύμα και το βρήκε! Και τώρα..."

            Η Σόνια ήρθε πάλι και κάθισε δίπλα στη φίλη της. Ήταν αναστατωμένη αλλά και λυτρωμένη. Για πρώτη φορά εξέφραζε όσα ένιωθε και πίστευε και αυτό της είχε κάνει καλό. Η Μάρω την κοιτούσε σχεδόν έκπληκτη αλλά τουλάχιστον είχε ξεφύγει από την περίεργη βυθιότητα που βρισκόταν πριν. Το βλέμμα της είχε ζωηρέψει. Η Σόνια άναψε ένα τσιγάρο πριν συνεχίσει και έδωσε άλλο ένα στην φίλη της.

            "Και τώρα ήρθε η στιγμή να αντιμετωπίσεις αυτή την μεγαλειώδη αποτυχία με θάρρος και να κοιτάξεις μπροστά. Ακριβώς όπως έκανες πάντα, όσο σε ξέρω, αγάπη μου. Αν και ποτέ πριν βέβαια δεν είχες πέσει σε μια τέτοια απίστευτη παγίδα!"    

            "Παγίδα;"

            "Ναι, κορίτσι μου, απ'όλα όσα σου είπα αυτό σε παραξένεψε; Ναι, παγίδα. Για να μην χρησιμοποιήσω καμιά άλλη λέξη, βαρύτερη. Σημασία έχει πως ακόμη είναι νωρίς. Για σκέψου να είχατε παντρευτεί ας πούμε. Ο Χριστός και η Παναγία, τουλάχιστον αυτό το προλάβαμε!".

            Η Μάρω δεν αντιδρούσε καθόλου. Τουλάχιστον εξωτερικά. Το ξέσπασμα της φίλης της την είχε καθηλώσει και επεξεργαζόταν όσα είχε ακούσει.

            Κάποια στιγμή έσβησε το τσιγάρο της, σηκώθηκε από τον καναπέ και πήγε και στάθηκε δίπλα από τη βιβλιοθήκη απέναντι από τον μεγάλο καθρέφτη. Η Σόνια είχε δίκιο. Αυτό που αντίκρισε ήταν το φάντασμα του εαυτού της. Άγγιξε με τα δάχτυλά της το πρόσωπό της, τις ρυτίδες που είχαν αρχίσει να σχηματίζονται γύρω από τα όμορφα γαλανά της μάτια, χάιδεψε τα ξανθά της μαλλιά και έκανε απότομα μεταβολή. Το βλέμμα της είχε αποκτήσει μια άλλη λάμψη, την λάμψη του ανθρώπου που άξαφνα αφυπνίστηκε από έναν μακροχρόνιο λήθαργο. Την λάμψη του ανθρώπου που συνειδητοποίησε μια μεγάλη αλήθεια που αγνοούσε, τη λάμψη του ανθρώπου που είναι έτοιμος να...

            Κι εκείνη τη στιγμή ακούστηκε το κλειδί στην πόρτα.

            Η Σόνια πετάχτηκε από την θέση της σαν ηλεκτρισμένη, η Μάρω απομακρύνθηκε από τον καθρέφτη και ήρθε δίπλα στην φίλη της. Η περίφημη λάμψη είχε πάει περίπατο. Την θέση της πήρε ένα τρελό καρδιοχτύπι.

            Ο Παύλος εμφανίστηκε στο σαλόνι με ένα πλατύ, ζεστό χαμόγελο. Ήταν ένα από τα ακαταμάχητα όπλα του. Ίσως το καλύτερο.

            "Καλησπέρα κορίτσια", είπε ανάλαφρα και πλησίασε την αρραβωνιαστικιά του. Της έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο και ύστερα χαιρέτησε και την πανικόβλητη Σόνια. Σωριάστηκε έπειτα φαρδύς πλατύς σε μια πολυθρόνα αφήνοντας έναν αναστεναγμό κούρασης.

            "Τι μέρα κι αυτή σήμερα! Αγάπη μου, δεν μου ετοιμάζεις ένα ουισκάκι;"

            Η Μάρω έσπευσε σαν ρομπότ να ικανοποιήσει την διαταγή του αφέντη της.

            "Κάθισε Σόνια. Ή μήπως έφευγες;"

            Η Σόνια δεν ήξερε τι να κάνει. Αποφάσισε να ξανακαθίσει κυρίως για να μην δώσει αφορμή για σχόλια. Μισούσε τον εαυτό της για την αντίδρασή της, ήξερε πως ο Παύλος διασκέδαζε με αυτές τις επιδείξεις αντρικής ισχύος και δεν ήθελε να του δίνει αφορμές να επαληθεύει την απόλυτη κυριαρχία του πάνω στη ζωή της φίλης της.

            "Τα λέγατε;", την ρώτησε δήθεν αδιάφορα αλλά ήξερε πόσο "αδιάφορος" ήταν όταν άρχιζε το "ψάρεμα" πληροφοριών. Ήθελε να ξέρει τα πάντα για την Μάρω, την παραμικρή λεπτομέρεια που αφορούσε το 24ωρό της και το είχε καταφέρει θαυμάσια.

            "Ναι, τα λέγαμε".

            Η Μάρω επέστρεψε από το μπαρ με ένα δίσκο. Ο Παύλος πήρε το ποτήρι του με το ουίσκι και τους ξηρούς καρπούς.

            "Στην υγειά σας", είπε χαρούμενα και ήπιε μια μικρή γουλιά.

            "Πως πέρασες σήμερα; Όλα καλά;", ρώτησε η Μάρω με σχεδόν τρεμάμενη φωνή. Η Σόνια την κοιτούσε και δεν πίστευε στα μάτια της. Η φίλη της έτρεμε σαν πουλάκι από τον φόβο της. Κάθε κίνησή της περνούσε από δεκάδες φίλτρα και κανονισμούς για να μην κάνει το παραμικρό λάθος που μπορεί να εκνεύριζε τον "καλό" της. Η φίλη της ήταν δυστυχισμένη και η ψυχή της Σόνιας έκλαιγε.

            "Πως να τα περάσω βρε μικρή; Τα ξέρεις τώρα. Ετοιμάζομαι πυρετωδώς για την νέα έκδοση και όλα πρέπει να περάσουν απ'τα χέρια μου. Ευτυχώς που εσύ γλίτωσες απ'ολα αυτά και έχεις πια να κάνεις μονάχα με το σπίτι και... αλήθεια, ήρθε ο υδραυλικός;"

            Το αίμα πάγωσε στις φλέβες της Μάρως. Είχε ξεχάσει να τηλεφωνήσει στον υδραυλικό για την μικρή διαρροή στο μπάνιο. Έπρεπε να βρει αμέσως μια δικαιολογία, κάτι πιστευτό, κάτι...

            "Δε… δεν τηλεφώνησε γιατί της είπα πως θα φέρω εγώ έναν δικό μου, αν δεν σε πειράζει Παύλο. Αύριο κιόλας!", έσπευσε να παρέμβει η Σόνια που οσμίστηκε την επερχόμενη θύελλα.

            Ο Παύλος αγνόησε την Σόνια και απευθύνθηκε ξανά στην Μάρω.

            "Δηλαδή δεν του τηλεφώνησες!". Η φωνή του τώρα είχε αλλάξει, το ίδιο και το ύφος του. Άφησε το ποτήρι του στο τραπεζάκι και σηκώθηκε όρθιος. Είχε εκνευριστεί.

            "Μια απλή δουλειά σου ζήτησα κοπέλα μου να κάνεις και συ τα σκάτωσες. Ως συνήθως! Μου κουβαλάς εδώ χάμω τις φιλενάδες σου, αρχίζετε το κουτσομπολιό και οι δουλειές του σπιτιού... στο διάολο οι δουλειές του σπιτιού έτσι;".

            Η Σόνια άρπαξε το χέρι της φίλης της. Η Μάρω έτρεμε χειρότερα από πριν.

            "Σόνια, θα σου ζητήσω να αποχωρήσεις τώρα σε παρακαλώ. Νομίζω πως αρκετά τα είπατε για σήμερα, έτσι;"

            Η Σόνια σηκώθηκε και την ακολούθησε σαν μηχανή η φίλη της. Ο Παύλος στεκόταν στην εξώπορτα έτοιμος να την κλείσει πίσω από την πλάτη της. Έκρυβε καλά τον εκνευρισμό του αλλά ο Θεός ήξερε τι θα επακολουθούσε. Η Σόνια φίλησε απαλά στο μάγουλο την σιωπηλή της φίλη.

            "Καληνύχτα καλή μου. Γεια σου Παύλο".

            "Καληνύχτα", ήταν η ξερή απάντηση και ύστερα ο γδούπος της πόρτας που έκλεινε πίσω της.

            Δεν θα περάσει έτσι αυτό, μονολόγησε η Σόνια καθώς απομακρυνόταν από την μονοκατοικία της φίλης της. Όχι, μα το Θεό, δεν θα περάσει έτσι.

 

 

* * *

 

 

2

 

 

Σου ζητάω μια χάρη

να ξεχάσεις τον εαυτό σου

είδες αγάπες να χάνονται

να βυθίζονται είδες πλοία

μα δυστυχώς δεν γύρισες ολόκληρη

μια παρουσία έχεις γίνει δανεική

κι είσαι πια σχεδόν μια απουσία

 

Σου ζητάω μια χάρη

να φτιάξεις απ'την αρχή ένα μύθο

δεν θα ξεφύγεις εύκολα απ'την Ανάγκη

και από την Δύναμη δεν θα ξεφύγεις

ήσουν μια λάμψη από καθαρό χρυσάφι

κι έγινες σπασμένο παιγνίδι

στη βιτρίνα του εαυτού σου...

 

εν ξέρω τι λέει το 'Εγχειρίδιο των Καλών Τρόπων' σ'αυτές τις περιπτώσεις, όχι πως με νοιάζει δηλαδή, αλλά οφείλω κορίτσι μου να σου εκφράσω το βαθύ μου θαυμασμό. Δεν έχει περάσει ούτε ώρα από πάνω σου. Εφτά χρόνια κι εσύ μοιάζεις με κείνο το σούπερ κορίτσαρο που είχα ερωτευτεί στο Πανεπιστήμιο σαν τρελός!"

            Κάποτε, στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, είχαν υπάρξει ζευγάρι. Ο Σέργιος ήταν τελειόφοιτος της Φιλοσοφικής και η Σόνια πρωτοετής. Η σχέση τους δεν κράτησε πολύ. Ο Σέργιος ήταν τρελά ερωτευμένος μα εκείνη είχε αποφασίσει να αφοσιωθεί στις σπουδές της και να αφήσει τις δυνατές συγκινήσεις για άλλες εποχές. Ύστερα, ο καθένας ακολούθησε το δρόμο του. Ο Σέργιος άλλαξε κατεύθυνση και σπούδασε Σκηνοθεσία στο Παρίσι και έγινε επιτυχημένος ντοκιμαντερίστας. Το όνομά του απασχολούσε συχνά τις στήλες των κριτικών των εφημερίδων ενώ μόλις πριν ένα χρόνο είχε αποσπάσει διεθνή βραβεία για την ταινία του Αιγαίου πόλεις που είχε συγκλονίσει τους πάντες. Η Σόνια δεν παρακολουθούσε τα καλλιτεχνικά δρώμενα από τόσο κοντά αλλά τον Σέργιο τον θαύμαζε και τον παραδεχόταν πάντα. Είχε απολαύσει κι εκείνη την τελευταία του αυτή δουλειά αλλά δεν είχε αποφασίσει ως τώρα να συναντήσει ξανά, ύστερα από εφτά ολόκληρα χρόνια τον διάσημο πια σκηνοθέτη.

            Για την Σόνια, η πορεία ήταν περισσότερο προβλέψιμη. Τελείωσε το Πανεπιστήμιο με άριστα και ασχολήθηκε με αυτό που αγαπούσε πιο πολύ. Να διδάσκει. Εδώ και τρία χρόνια ήταν καθηγήτρια Νέων Ελληνικών σε κάποιο καλό ιδιωτικό σχολείο της Αθήνας περιμένοντας κι αυτή όπως χιλιάδες άλλοι τον πολυπόθητο διορισμό της στην δημόσια εκπαίδευση.

            Τώρα έπιναν καφεδάκι στο στέκι του Σέργιου, κάπου στο Κολωνάκι. Η Σόνια θυμόταν καλά τις φιλοσοφικές και αποκρυφιστικές αναζητήσεις του Σέργιου. Ήταν κι αυτό ένα σημείο διαφωνίας. Η Σόνια ήταν συνειδητή χριστιανή και δεν ήθελε να αναζητήσει τίποτε περισσότερο και βαθύτερα. Ο Σέργιος όμως της μιλούσε συχνά για τον Ανώτερο Εαυτό, την Βουδιστική Διαμαντένια Οδό, την Πυθαγόρεια αριθμοσοφία και άλλα πολλά. Θυμόταν καλά τις ατελείωτες συζητήσεις τους, πόσο παθιασμένος ήταν εκείνος με αυτά που εκείνη την απασχολούσαν μονάχα σαν ιστορικό αντικείμενο, σαν απλές εκδοχές του ίδιου πράγματος. Γιατί να αναζητήσω κάπου αλλού αυτό που μου δίνει η Ορθοδοξία;, τον ρωτούσε και εκείνος της χαμογελούσε συγκαταβατικά και της χάιδευε τα μαλλιά.

            "Σου είχα στείλει πρόσκληση για την πρεμιέρα του τελευταίου ντοκιμαντέρ μου. Μάλλον όμως δεν την έλαβες ποτέ. Την έστειλα στην διεύθυνση του πατρικού σου".

            Η Σόνια χαμογέλασε συγκρατημένα. Άλλα πράγματα την απασχολούσαν και ήθελε γρήγορα να αλλάξει το θέμα της συζήτησης.

            "Την έλαβε ο πατέρας μου αλλά ήμουν στη Ρώμη εκείνες τις μέρες. Την είδα την ταινία όταν γύρισα. Και δεν χρειάζεται να σου πω ότι ενθουσιάστηκα με το αποτέλεσμα".       

            "Τι συμβαίνει όμως Σόνια; Δεν μπορείς να κρύψεις την εσωτερική σου αγωνία. Κάτι σε τρώει. Για να με θυμηθείς άλλωστε ύστερα από τόσα χρόνια... Έλα, πες μου, μίλησέ μου, τι συμβαίνει;"

            Η Σόνια αποφάσισε να του μιλήσει ανοιχτά. Να του τα πει όλα.

            "Πρόκειται για την Μάρω. Την θυμάσαι καθόλου;"

            "Μια όμορφη ξανθιά που κάνατε παρέα στη Σχολή;"

            "Ναι. Είναι... πως να σου το πω... είναι κάπως περίεργο αυτό που θα σου ζητήσω..."

            Ο Σέργιος έβγαλε τα γυαλιά του -ποτέ σχεδόν δεν τα αποχωριζόταν- και τα ακούμπησε στο τραπέζι. Η αμηχανία της παλιάς του φίλης τον αναστάτωσε. Το ύφος της πρόδιδε πως κάτι πολύ σοβαρό συνέβαινε.

            Της άγγιξε το χέρι.

            "Εντάξει, δεν χρειάζονται πρόλογοι. Μπες στο ψητό. Είναι μπλεγμένη;"

            Η Σόνια τον κοίταξε σχεδόν με απόγνωση.

            "Φοβάμαι Σέργιο, φοβάμαι για κείνη και πρέπει να την βοηθήσω. Όσο πιο γρήγορα και όσο καλύτερα μπορώ. Αλλά είμαι μπερδεμένη κι εγώ..."

            "Οικονομικό είναι το θέμα;"

            Η Σόνια κούνησε το κεφάλι της.

            "Θα σου πω, θα στα πω όλα".

            Η Μάρω είχε τελειώσει το Πανεπιστήμιο με άριστα κι εκείνη και είχε σκοπό να αναλάβει την εκδοτική επιχείρηση του πατέρα της. Πρώτα όμως θέλησε να σπουδάσει δημοσιογραφία και Μεσαιωνική Λογοτεχνία στο Λονδίνο, μια πόλη που αγαπούσε από μικρή. Ο πατέρας της, ο Περικλής Χριστοφόρου, ο σπουδαίος και δυναμικός ιδρυτής των περίφημων Εκδόσεων Πενθεσίλεια, θα την περίμενε να ολοκληρώσει τις ακαδημαϊκές της αναζητήσεις. Είχε σκοπό να παραδώσει κάποια στιγμή το τιμόνι του μεγάλου και ιστορικού Οίκου στην κόρη του αλλά δεν ήθελε να την πιέσει. Ήταν γεμάτος περηφάνια για το κορίτσι αυτό που μεταμορφωνόταν μέρα με τη μέρα σε μια έξυπνη, δυναμική και πανέμορφη γυναίκα.           

            Η Μάρω γύρισε από το Λονδίνο και έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά. Έφερνε μαζί της από την πρωτεύουσα της Γηραιάς Αλβιόνης, ιδέες και όνειρα για να δημιουργήσει τρεις νέες Σειρές, τρεις νέες Βιβλιοθήκες. Μια με καθαρά παιδική Λογοτεχνία, μια με νέους συγγραφείς και μια αφιερωμένη στην Ασιατική Λογοτεχνία και τις θρησκείες όλου του κόσμου. Είχε φιλόδοξα σχέδια και ήξερε πως να τα οργανώσει και να τα περάσει στο αναγνωστικό κοινό. Ο πατέρας της την καμάρωνε και δεχόταν καθημερινά συγχαρητήρια για το ταλέντο και τον δυναμισμό της όμορφης κόρης του. Ήταν μια εποχή δημιουργίας και ευτυχίας.

            Ώσπου μπήκε στη ζωή της αυτός.

            "Δεν είχε κανέναν δεσμό ως εκείνη την ώρα;", διέκοψε την αφήγηση ο Σέργιος που παρακολουθούσε με τις αισθήσεις του σε συναγερμό.

            "Όχι. Στην ουσία όχι δηλαδή, περιστασιακά φλερτ, ξέρεις. Με την Μάρω μοιάζαμε σε πολλά. Όπως κι εγώ, έτσι κι εκείνη έβαζε τις σπουδές και την σταδιοδρομία της πάνω απ'όλα".

            "Για συνέχισε λοιπόν", είπε ο Σέργιος και ανακάθισε στην καρέκλα του.

            "Ήταν εκείνο το καταραμένο πάρτι..."

            Προηγήθηκε ο  Εκδοτικός Οίκος που έκανε μια λαμπρή δεξίωση για να γιορτάσει τα εγκαίνια των τριών νέων Βιβλιοθηκών που θα ξεκινούσαν την ερχόμενη σαιζόν κιόλας, σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας με καλεσμένους όλους τους επώνυμους Αθηναίους και τις πλέον κοσμικές κυρίες. Όλοι ήταν εκεί και το γεγονός προβλήθηκε ακόμη και από κεντρικά δελτία ειδήσεων πολλών τηλεοπτικών σταθμών. Ο Παύλος δεν ήταν προσκεκλημένος στη δεξίωση, ήταν όμως προσκεκλημένη στο πάρτι που έδωσε για στενό φιλικό κύκλο μια βδομάδα μετά η Μάρω στο σπίτι της η τότε κοπέλα του, μια νεαρή αλλά καταξιωμένη κιόλας ποιήτρια που ο Παύλος φυσικά είχε χρησιμοποιήσει ως όχημα για να εισέλθει στα άδυτα του εκδοτικού κυκλώματος. Κι εκείνο το βράδυ είχε φροντίσει να παρουσιάσει τον γοητευτικότερο, τον γλυκύτερο και τον αρρενωπότερο από τους πολλούς εαυτούς του. Και φυσικά, φρόντισε να βρίσκεται συνεχώς κοντά στην οικοδέσποινα την οποία ξεκίνησε να φλερτάρει από την πρώτη στιγμή.

            "Και άμαθη όπως ήταν η καημένη...", συμπλήρωσε ο Σέργιος κουνώντας το κεφάλι του.

            Η Σόνια κατένευσε και συνέχισε.

            "Όλα έγιναν αστραπιαία. Μέσα σε ένα μήνα κιόλας ο άθλιος τυχοδιώκτης είχε αιχμαλωτίσει την Μάρω, μετακόμισε στην πολυτελή μονοκατοικία και άρχισε να έχει αξιώσεις".

            "Αξιώσεις;", ρώτησε με ενδιαφέρον ο Σέργιος.

            "Μα, εκεί είναι που αρχίζει το αληθινό δράμα της Μάρως. Ξέρεις που βρίσκεται σήμερα αυτός ο παλιάνθρωπος;"

            "Άσε με να μαντέψω. Τριγυρνάει με πιτσιρίκες στην Ευρώπη και η φίλη μας είναι όλη μέρα στη δουλειά για να..."

            "Μη συνεχίζεις, έπεσες πολύ έξω".

            "Δηλαδή;", έκανε έκπληκτος ο σκηνοθέτης.

            "Έγινε το αντίθετο. Ο κύριος φρόντισε πρώτα απ'όλα να ποτίσει το μυαλό της Μάρως με τις παλιομοδίτικες ιδέες περί του ρόλου του άντρα και της γυναίκας και όλα τα συναφή και τελικά την έπεισε, άκουσον άκουσον, την έπεισε να εγκαταλείψει την δουλειά της, το όραμα και το μεράκι της και να αναλάβει εκείνος την διεύθυνση του νέου Τμήματος που είχε ιδρύσει η Μάρω, μια θέση ακριβώς κάτω από τον πατέρα της!"

            Ο Σέργιος κόντευε να πέσει από την καρέκλα του.

            "Δεν το πιστεύω! Μιλάμε για μαφιόζο κανονικό! Μα, καλά, έχει τα προσόντα; Τι δουλειά κάνει αυτός;"

            "Καμία. Δουλειές του ποδαριού από δω κι από κει. Η καλύτερη απ'όσες έκανε ποτέ ήταν... ασφαλιστής".

            "Τι λες ρε Σόνια. Και ο πατέρας της Μάρως; Πως δεν τον πέταξε έξω με τις κλωτσιές;"

            "Δεν είσαι καλά. Τον πέταξε. Όμως η Μάρω, ξέρεις τι έκανε η Μάρω;"

            "Δεν αντέχω, θέλω να ακούσω".

            "Απόπειρα αυτοκτονίας. Και έτσι ο μάγκας στρογγυλοκάθισε στην πολυθρόνα του και δεν τον κουνάει κανείς πια από κει".

            Ο Σέργιος άναψε ένα τσιγάρο και σφύριξε με θαυμασμό.

            "Δηλαδή εδώ μιλάμε για πολύ ζόρικο τύπο. Ναι, εντάξει, τέλος πάντων. Εμένα όμως γιατί..."

            "Θα έρθω και σε σένα βρε Σέργιο. Θέλω να σου ολοκληρώσω πρώτα όμως. Μήπως σε κούρασα;"

            "Αστειεύεσαι; Ανυπομονώ να ακούσω τα περαιτέρω".

            "Ή μάλλον, πριν συνεχίσω, να σε ρωτήσω κάτι. Ασχολείσαι ακόμη με τις αναζητήσεις σου; Εννοώ τα αποκρυφιστικά και τα υπόλοιπα;"

            "Πως σου ήρθε τώρα αυτό;"

            "Πες μου".

            "Δεν σταματά ποτέ η αναζήτηση Σόνια".

            "Και τώρα μια άλλη ερώτηση. Μπας και έχεις ακουστά κάποια οργάνωση, ή μάλλον μια 'Αδελφότητα του Μαύρου Φιδιού' ή Ιερού Φιδιού';"

            Τώρα ο Σέργιος είχε μείνει πραγματικά με ανοιχτό το στόμα.

            "Τι είπες μωρέ τώρα; Που τα ξέρεις εσύ όλα αυτά;"

            "Απάντησέ μου Σέργιο. Έχει απόλυτη σχέση με την ιστορία μας. Γιατί βλέπεις, η Μάρω έχει κάθε λόγο να πιστεύει πως ο Παύλος  -φτου που τον έβαλα και στο στόμα μου- είναι μέλος μιας τέτοιας Αδελφότητας".

            Ο Σέργιος είχε μείνει σιωπηλός και σκεφτόταν.

            "Λοιπόν;"

            Ο σκηνοθέτης κούνησε με νόημα το κεφάλι του.

            "Μέχρι τώρα φίλη μου, άκουγα από τα χείλη σου μια ιστορία από αυτές που, επίτρεψέ μου να σου πω, είναι σχεδόν καθημερινές. Μπορεί η Μάρω να είναι φίλη σου αλλά ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία είναι που ερωτεύτηκε έναν αλήτη. Όμως, αν έχει εμπλακεί στην υπόθεση η Μαύρη Αδελφότητα..."

            "Πως είπες;"

            "Τίποτα, ακόμη δεν λέω τίποτα γιατί πρέπει να δω. Και πριν δω πρέπει να ακούσω".

            "Τι να ακούσεις;"

            "Την φίλη σου να μου λέει πολλά για τον ομορφονιό που αγάπησε".

 

 

* * *

 

 

 

 

Ο χρόνος ψέμα

απ’το χρόνο δανείζεται

κι ο πόνος αίμα

απ’το πόνο ποτίζεται

φλογερά φιλιά

από άσαρκα χείλη

στο απόγειο της μάχης

στης ζωής σου το δείλι

 

Ο φόβος σπέρμα

απ’το φόβο δανείζεται

κι ο θάνατος σκοτάδι

απ’τη ψυχή σου στολίζεται…

 

 

Μ

ε μήκος πάνω από είκοσι μέτρα και πλάτος περίπου το μισό, η «Αίθουσα των Παλαιών Διδασκάλων» ήταν η επιβλητικότερη και ομορφότερη από της τέσσερις συνολικά του τριώροφου νεοκλασικού που στέγαζε της δραστηριότητες της Αδελφότητας. Τα μεγάλα της παράθυρα κάλυπταν βαριές, μαύρες και μπορντό κουρτίνες ενώ σε όλους της τοίχους ήταν ανηρτημένοι πίνακες με τα αυστηρά πορτρέτα των παλαιών Ιεροδιδασκάλων και Ηγητόρων της Αδελφότητας από της αρχές του 20ου αιώνα που το Τάγμα ιδρύθηκε έως τον παρόντα χρόνο. Η Αίθουσα ήταν προσανατολισμένη και διαμορφωμένη κατά το αρχαιοελληνικό Λ ή το αντίστοιχο Καμπαλιστικό Δένδρο, όπως όλοι οι Ναοί Τεκτονικού τύπου. Στις τέσσερις πλευρές της ήταν τοποθετημένα τέσσερις έδρες, σε αντιστοιχία με τον Βορρά, τη Δύση, το Νότο και την Ανατολή όπου επάνω τους υπήρχαν τελετουργικά σκεύη και κάποια βιβλία. Στο κέντρο του δαπέδου της Αίθουσας, όλου επενδεδυμένου από λευκό μάρμαρο, υπήρχε σκαλισμένο σε μεγάλη κλίμακα και ζωγραφισμένο το έμβλημα της Αδελφότητας. Ένας μαύρος ουροβόρος Όφις να περικλείει στο εσωτερικό του τον Αιγυπτιακό Παντεπόπτη Οφθαλμό της Ουζάτ. Όλες οι μυήσεις και τα Μεγάλα Τυπικά της Αδελφότητας ελάμβαναν χώρα σ’αυτή την Αίθουσα.

            Ο  Παύλος δεν είχε καταλάβει γιατί ο Έβεστρος, ο Μεγάλος Μάγιστρος, του είχε ζητήσει να συναντηθούν εδώ αντί για το γραφείο του στον δεύτερο όροφο όπου συνήθως αντάμωναν και συζητούσαν. Από την πρώτη στιγμή, εδώ και τρία χρόνια που η Αδελφότητα είχε δεχθεί της κόλπους της τον Παύλο, ο Έβεστρος είχε αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση μαζί του, κάτι που δεν ήταν και πολύ συνηθισμένο. Ο Μεγάλος Μάγιστρος που ήταν και ο ιδρυτής του Τάγματος στην Ελλάδα, δεν είχε προσωπικές επαφές με κανέναν Αδελφό, ενώ ηγείτο μόνον των Μεγάλων Τυπικών και των Εορτών της Αδελφότητας. Οι υπόλοιπες δραστηριότητες ήταν ανατεθειμένες σε Αδελφούς μικρότερων βαθμών. Ο Έβεστρος είχε διακρίνει από την αρχή στον Παύλο ιδιαίτερα ταλέντα και ξεχωριστές ικανότητες που του χρειάζονταν και είχε φροντίσει να τον προωθήσει στην ιεραρχία του Τάγματος. Και κάθε τόσο, τον καλούσε κατ’ιδίαν στο γραφείο του και συζητούσαν. Οι σχέσεις τους, ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό είχαν γίνει πολύ στενές και θα μπορούσε να πει κανείς και φιλικές.

            Σήμερα όμως ο Παύλος είχε ένα παράξενο καρδιοχτύπι. Είχε την αίσθηση ότι παρά την θριαμβευτική επιτυχία του σχεδίου που είχαν καταστρώσει οι δυο τους πριν από ένα χρόνο περίπου –βασικός άξονας του οποίου ήταν η αναρρίχηση του Παύλου σε ηγετική θέση στον εκδοτικό κόσμο και ο έλεγχος ανθρώπων και καταστάσεων στο άμεσο μέλλον αλλά και η γενναία οικονομική ενίσχυση του Τάγματος μέσα από την μεγάλη περιουσία της Μάρως που ήδη διαχειριζόταν ο Παύλος- κάτι είχε ενοχλήσει τον Διδάσκαλο, κάτι δεν πήγαινε καλά. Ίσως να του ζητούσε κάτι περισσότερο. Κάτι σπουδαιότερο. Και θα το εκτελούσε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ο Παύλος ήταν ευτυχισμένος και πλήρης μέσα στο Τάγμα και θεωρούσε απίστευτη τιμή το γεγονός ότι ήταν ήδη ομοτράπεζος του Μεγάλου Μάγιστρου κι ένας εκ των ελαχίστων αδελφών που είχε την εύνοια και την  προσοχή του. Το μεγάλο όνειρο του Παύλου ήταν κάποια στιγμή να αποτελέσει μέλος της ελίτ του Τάγματος, να ταξιδέψει στην Έδρα της Αδελφότητας στην Ζυρίχη, να γίνει ίσως κάποτε δεκτός στην θρυλική Μέλαινα Ιεραρχία, μέλος δηλαδή της ισχυρότερης ομάδας Μυημένων της Μαύρης Αδελφότητας του πλανήτη! Αυτά τα όνειρα πύρωναν τα όνειρά του και ζέσταιναν την καρδιά του κάθε μέρα και ήταν πρόθυμος να κάνει τα πάντα, οτιδήποτε για να τα κάνει πραγματικότητα.

            «Στην ώρα σου, όπως πάντα», άκουσε την βαθιά φωνή του Μάγιστρου που τον έβγαλε από το εσωτερικό του ταξίδεμα. Γύρισε το βλέμμα του και τον είδε να εισέρχεται στην αίθουσα από την Ανατολική Πύλη και να βαδίζει αργά της το μέρος του. Ο Έβεστρος ήταν ένας εντυπωσιακός άντρας. Γύρω στα πενήντα με πυκνά ψαρά μαλλιά που κατέληγαν σε μια μικρή αλογοουρά, κατάμαυρα μάτια με βαθύ βλέμμα, ψαρό και πυκνό μούσι πάντα περιποιημένο και ντυμένος άψογα, ακριβά και με γούστο Εγγλέζου Λόρδου. Η είσοδός του δεν περνούσε ποτέ απαρατήρητη, ακόμα και στον πιο πολύβουο και πολυπληθή χώρο. Οι κινήσεις του και το περπάτημά του απέπνεαν έναν αέρα αριστοκρατικό, μια αίσθηση κύρους και υπεροχής που ταυτόχρονα είχε και την ζεστασιά και την απλότητα του ανθρώπου που έχει απολαύσει τη ζωή και έχει πραγματώσει μια ζηλευτή εσωτερική ισορροπία και μια αρμονία με οτιδήποτε γύρω του.

            «Κάθισε αδερφέ. Σήμερα θα μιλήσουμε εδώ», του είπε και του χαμογέλασε πλατιά εμφανίζοντας δυο σειρές κατάλευκων δοντιών. Ο Παύλος υπάκουσε αμέσως και σταύρωσε σαν καλός μαθητής τα χέρια του στο τραπέζι.

            Ο Διδάσκαλος δεν κάθισε κοντά του αλλά άρχισε να βηματίζει ολόγυρα στην μεγάλη αίθουσα. Τα τακούνια των ακριβών ιταλικών παπουτσιών του έκαναν αντίλαλο στο γυμνό μάρμαρο και έδιναν μια περίεργη διάσταση στην αναμονή του Παύλου.

            «Πως είσαι τελευταία;», τον ρώτησε τελικά ο Μάγιστρος από την απέναντι πλευρά της αίθουσας χωρίς να τον κοιτάζει.

            «Καλά Διδάσκαλε. Μια χαρά», απάντησε εκείνος περιμένοντας με αγωνία να έρθουν «στο ψητό».

            «Μπράβο, μπράβο. Οι εκδόσεις Πενθεσίλεια; Ευημερούν;», ξαναρώτησε ο Έβεστρος που άρχισε να βηματίζει της την Δυτική πλευρά αργά και με τα χέρια στις τσέπες.

            «Εεε, ναι, βέβαια. Πάμε πολύ καλά.», αποκρίθηκε ο Παύλος.

            «Ωραία, ωραία. Και η… οικογενειακή σου… ευτυχία;», ρώτησε ξανά ο ηγέτης της Αδελφότητας, τονίζοντας μια μια τις λέξεις και ο Παύλος αισθάνθηκε ξαφνικά την τεράστια αίθουσα παγωμένη. Η δηκτική διάθεση ήταν παραπάνω από έντονη στην χροιά του Εβεστρου και ο Παύλος κατάλαβε ότι το θέμα της συζήτησης θα ήταν η Μάρω.

            Ο Έβεστρος σταμάτησε να βηματίζει ακριβώς κάτω από το τεράστιο πορτρέτο ενός εκ των σημαντικότερων Ηγητόρων του Τάγματος.

            «Ζάλφιους!», είπε με σεβασμό και δέος θαυμάζοντας το πρόσωπο στον πίνακα. «Ίδρυσε μια ολόκληρη αυτοκρατορία, Μέγας Μάγιστρος της Μέλαινας Ιεραρχίας, επιστήμων, καλλιτέχνης, συγγραφέας και εξερευνητής! Κι ένας από τους στενότερους συνεργάτες και πνευματικός αδελφός του Άλιστερ Κρόουλυ! Στα δοξασμένα του χρόνια το Τάγμα μας άνθισε, ήλεγχε σχεδόν τον μισό πλανήτη, είχε αμύθητο πλούτο και…», η φωνή του Διδασκάλου κόμπιασε. Είχε συγκινηθεί. «Είχαμε φτάσει τόσο κοντά στο όραμά μας, τόσο κοντά…», είπε και έστρεψε το υγρό βλέμμα του στον καθηλωμένο μαθητευόμενό του.

            «Έπρεπε να περάσει βέβαια μέσα από την μήτρα και το αίμα. Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό αδελφέ μου;», τον ρώτησε και ρίγη κρύου ιδρώτα τύλιξαν τον Παύλο που ξαφνικά, σαν μυητική έκρηξη, συνειδητοποίησε τη σπουδαιότητα της συνάντησης. Τη μήτρα και το αίμα.

           

* * *

 

3

 

Έμαθες να παραδίνεσαι

όχι να υποτάσσεσαι στο δείλι της μάχης

το οχυρό σου έπεσε χωρίς να πολεμήσεις

και στη φωτιά παρέδωσες το Ιερό σου

 

Έμαθες να γονατίζεις

χωρίς το βλέμμα να κρατάς ψηλά

έφτιαξες φυλαχτά από όνειρα και αίμα

και δίχως μάχη τα'ριξες στο Καιάδα του φόβου...

 

Η

 Μάρω είναι γονατιστή και ολόγυμνη. Τα χέρια της είναι δεμένα πίσω από την πλάτη της στους αστραγάλους της και στο πρόσωπό της κυλούν ζεστά δάκρυα. Δεν τον κοιτάζει πια. Τον αφήνει να μιλά. Είναι καλύτερα έτσι. Ξέρει πως του αρέσει να της κάνει κηρύγματα, να την ταπεινώνει, να την εξευτελίζει. Ίσως μετά να την λύσει, να την αγκαλιάσει τρυφερά και να κάνουν έρωτα όπως τότε στην αρχή, όταν πρωτογνωρίστηκαν. Τότε που ήταν όλα μαγικά. Τότε που πίστευε με όλη της την καρδιά πως είχε γνωρίσει τον παράδεισο.

            Ο Παύλος είναι κι αυτός γυμνός, όρθιος, με μια κοντή βέργα στο ένα του χέρι. Την έχει ήδη τιμωρήσει απόψε, της έχει σημαδέψει τους γλουτούς και την πλάτη, αλλά δεν έχει ικανοποιηθεί. Το αποψινό μάθημα υποταγής δεν έχει ολοκληρωθεί. Όχι ακόμη.

            Έρχεται μπροστά της και ο μαλακός ανδρισμός του πάλλεται ελαφρά μπροστά στο πρόσωπό της. Τούτη η εικόνα τον ερεθίζει και το πέος του γεμίζει αίμα και ορθώνεται. Όμως δεν έχει σκοπό να την αγγίξει ερωτικά ακόμη. Όχι ακόμη.

            "Τι ήσουν λοιπόν όταν σε πρωτογνώρισα; Θυμάσαι τι ήσουν;"

            Ο Παύλος έχει ένα χαμόγελο ικανοποίησης. Έχει αρχίσει να ιδρώνει. Το παιγνίδι αυτό του αρέσει πολύ. Κι αφού αρέσει σε κείνον θα πρέπει να αρέσει και στην μικρή ξανθομάλλα.

            "Θα σου πω εγώ τι ήσουν", συνεχίζει και απομακρύνεται προς την άλλη πλευρά του δωματίου χτυπώντας ελαφρά με την βέργα του τον μηρό του. "Ένα κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο ήσουν, να τι ήσουν μωρό μου. Χωρίς κανένα πρόβλημα, χωρίς καμιά έγνοια, με τον μπαμπά να σου ανοίγει όλες τις πόρτες και να σου στρώνει τα κόκκινα χαλιά για να αναλάβεις την σπουδαία επιχείρηση μόλις γυρίσεις από τα Λονδίνα! Και εσωτερικά; Τι γινόταν μέσα σου μικρή μου;"

            Το βλέμμα του γυμνού άντρα σκοτείνιασε. Η δέσμια αρραβωνιαστικιά του ανάσαινε κουρασμένα, με το κεφάλι σκυφτό.

            "Άδεια και σκότεινη ήσουν μέσα σου αγάπη μου, πριν εμφανιστώ εγώ στην ζωή σου που ήταν γεμάτη περιττές πολυτέλειες και ανόητες ενασχολήσεις. Τώρα ανακαλύπτεις την ουσία της ύπαρξης αγάπη μου. Τώρα ανακαλύπτεις ποιος είναι ο αληθινός προορισμός ενός Ιερού Πολεμιστή του Φιδιού".

            Ο Παύλος χαμογέλασε ελαφρά και γύρισε το σώμα του να αντικρίσει την κοπέλα.

            "Βέβαια, ακόμη δεν έχεις δει τίποτα. Τα ωραία δεν έχουν αρχίσει ακόμα. Έχουμε να το γλεντήσουμε πολύ από δω και πέρα. Δεν φαντάζεσαι πόσο, αληθινά δεν φαντάζεσαι", είπε και άρχισε να την πλησιάζει χτυπώντας με δύναμη την μικρή άκαμπτη βέργα στην ελεύθερη ανοιχτή του παλάμη.

           

 

* * *

 

 

4

 

Ό,τι πριν άγγιζες και άνθιζε

τώρα μες στην παλάμη σου πεθαίνει

ό,τι πριν κοίταζες και ομόρφαινε

τώρα αλλοιώνεται και θάνατο ανασαίνει

 

Ό,τι πριν αγαπούσες και ελευθερωνόταν

τώρα φυλακίζεται σε μια βλάσφημη ιαχή

ό,τι πριν λαχταρούσες και απλόχερα δινόταν

τώρα σαπίζει αιχμάλωτο σε μια πόρνη προσευχή...

 

 

Τ

ο γιοτ του μεγαλοπαραγωγού και στενού φίλου του Σέργιου, Αντώνη Μανιάτη ήταν από εκείνα που όταν ταξιδεύουν μεσοπέλαγα ή προσαράζουν σε κάποιο λιμάνι προκαλούν τον θαυμασμό όλων και ιδιαίτερα εκείνων που αγαπούν την πολυτέλεια και τα θαλασσινά ταξίδια παρέα με πανέμορφα και εξωτικά μοντέλα, αν και σχεδόν πάντα τα πραγματοποιούν μονάχα στα όνειρά τους. Μια υπερπολυτελής θαλαμηγός, 45 μέτρων φιλοξενούσε στο πρυμνιό κατάστρωμα γι’αυτό το ζεστό απόγευμα του Αυγούστου στην Γλυφάδα την συντροφιά των τριών που σύντομα θα γίνονταν τέσσερις. Ήταν ο Σέργιος, η Σόνια και ο ιδιοκτήτης του γιοτ. Από στιγμή σε στιγμή περίμεναν να καταφτάσει και η Μάρω. Είχαν περάσει κιόλας έξι μέρες από την συνάντηση του Σέργιου με την Σόνια και ο ταλαντούχος σκηνοθέτης δεν είχε μείνει άπραγος. Το αντίθετο. Ο φίλος του και παραγωγός κάποιων παλιότερων, πρωτολείων, ταινιών μικρού μήκους, Αντώνης Μανιάτης, ήταν από χρόνια μέλος κάποιας μεγάλης Αδελφότητας που είχε την έδρα της στην Αυστρία αλλά τα τελευταία χρόνια δραστηριοποιείτο και στην Ελλάδα. Ο Σέργιος φυσικά δεν επρόκειτο να αποκαλύψει στις γυναίκες λεπτομέρειες για τις δραστηριότητες αυτές, δεν υπήρχε και λόγος άλλωστε. Ο σκοπός της συνάντησης ήταν άλλος. Και ο Αντώνης τους είχε ζητήσει να έρθουν μια ώρα νωρίτερα από την Μάρω, ακριβώς για να τους κατατοπίσει σχετικά με το αντικείμενο της συνάντησης.

            Ο σαραντάρης παραγωγός είχε κεράσει χυμούς και καφέ τους φιλοξενούμενούς του και αφού τελείωσαν τα τυπικά με τους συστάσεις, μπήκε στο θέμα.

            «Ήθελα να ξέρεις Σόνια πως σε καμιά άλλη περίπτωση δεν θα δεχόμουν μια τέτοια συνάντηση, αν δεν μου το ζητούσε ο Σέργιος. Δεν ξέρω αν σου έχει μιλήσει ποτέ για την σχέση μας αλλά δεν έχει σημασία. Το σημαντικό είναι αυτό που συμβαίνει στην ζωή της φίλης σου, ή μάλλον αυτό που θα πρέπει να προλάβουμε πριν συμβεί».

            Τα μάτια της Σόνιας άστραψαν. Έριξε ένα βλέμμα στον Σέργιο κι ύστερα στον Αντώνη.

            «Τι... τι θέλετε να πείτε;»

            «Θέλω να πω –και θα με διευκόλυνε να μου μιλάς κι εσύ στον ενικό- πως έχουμε να κάνουμε με κάτι ιδιαίτερα σοβαρό, ίσως πολύ σοβαρότερο κι απ’ο,τι κι εμείς πιστεύουμε. Ο άνθρωπος που έχει μπει στη ζωή της Μάρως δεν είναι απλά ένας αλήτης με περίσσεια θράσους και αναίδειας, είναι ένας...»

            Ο Αντώνης δίστασε να συνεχίσει. Η Σόνια είχε πάρει φωτιά.

            «Μιλήστε... μίλησε, σε παρακαλώ Αντώνη, ξεκάθαρα και ανοιχτά».

            «Πριν μιλήσω ανοιχτά, θα ήθελα να σε πληροφορήσω για μερικά πράγματα που ασφαλώς θα αγνοείς και θα εξακολουθούσες να αγνοείς ως το τέλος τους ζωής σου αν δεν συνέβαινε να συναντηθεί σε κείνο το πάρτι η Μάρω με τον φίλο μας».

            Τον λόγο πήρε ο Σέργιος.

            «Ο Αντώνης θέλει να σου πει ότι θα πρέπει να μάθεις –εσύ κυρίως και όχι η Μάρω- κάποια στοιχεία για αυτή την Οργάνωση και για τους ανθρώπους της. Όχι μονάχα πληροφοριακά αλλά και για την πληρότητα της εικόνας που έχουμε για τον Παύλο».

            Ο Αντώνης σηκώθηκε από την καρέκλα του και βημάτισε στο κατάστρωμα. Πριν αρχίσει να μιλάει, εμφανίστηκε κάποιος καμαρότος με ένα κινητό στο χέρι.

            «Συγχωρήστε με, δεν θα αργήσω», είπε και απομακρύνθηκε προς την πλώρη της θαλαμηγού.

            Η Σόνια άρπαξε το χέρι του Σέργιου.

            «Η Μάρω κινδυνεύει. Αυτό δεν προσπαθείτε να μου πείτε με μισόλογα και υπονοούμενα; Πες μου Σέργιο, στη παλιά μας φιλία, κινδυνεύει η Μάρω;»

            Το βλέμμα του σκηνοθέτη σκοτείνιασε.

            «Δεν ξέρω Σόνια, ίσως... τι πάει να πει κινδυνεύει, ας είμαστε ψύχραιμοι...»

            «Μόλις μου επιβεβαίωσες τους χειρότερους φόβους μου».

            Ο Αντώνης εμφανίστηκε ξανά και κάθισε στην θέση του.

            «Λέγατε κάτι;»

            «Όχι, περιμένουμε να συνεχίσεις εσύ Αντώνη. Καταλαβαίνεις την αγωνία της Σόνιας», είπε ο Σέργιος και κοίταξε με συμπόνια την παλιά του ερωμένη.

            «Ναι, καταλαβαίνω αν και το θέμα μας εδώ είναι πολύ πιο σύνθετο από τα συναισθήματά μας. Πρέπει να... Αλλά ας πάρω τα πράγματα από την αρχή. Σόνια, είσαι φιλόλογος, έτσι δεν είναι;»

            «Ναι. Μπορώ να καπνίσω;»

            «Ελεύθερα. Λοιπόν, θα γνωρίζεις φυσικά πως, εκεί, προς τα τέλη του  19ου αιώνα εμφανίστηκε το περίφημο Τάγμα της Χρυσής Αυγής, ή «Hermetic Order of Golden Dawn» πιο σωστά,  που ίδρυσε ο ‘πολύς’ Μακ Γκρέγκορ Μάθερς. Σ’αυτήν μαθήτευσε και ένας πολύ περίεργος αλλά και πολύ σπουδαίος, από τους  σπουδαιότερους Αποκρυφιστές του 20ου αιώνα, ο Άλιστερ Κρόουλυ».

            «Ναι, είναι γνωστά όλα αυτά».

            «Ωραία. Και θα έχεις ακούσει φυσικά και για το περίφημο Ordo Templi Orientis, μια ομάδα που... «.

            «Αντώνη, με όλη την εκτίμηση, μάθημα Ιστορίας του Αποκρυφισμού ήρθαμε να κάνουμε;»

            Ο Αντώνης ενοχλήθηκε πολύ με την ελαφρώς αναιδή παρατήρηση της φιλοξενούμενής του αλλά αποφάσισε να μην το δείξει. Στο κάτω κάτω η Σόνια ήταν μια γυναίκα κάτω από έντονη πίεση. Ο Σέργιος της έριξε ένα επιτιμητικό βλέμμα.

            «Λίγη υπομονή, θα δεις που θέλω να καταλήξω. Πολλά έχουν γραφτεί για το περίφημο αυτό Τάγμα. Ότι, ας πούμε, υπήρξε τρόπον τινα μια ‘σχολή εκπαίδευσης’ για πολλά στελέχη του Ναζιστικού Κόμματος του Χίτλερ ή πως μέλη της υπήρξαν επιστήμονες που είχαν κιόλας εξελίξει υπερ-όπλα που αργότερα... «

            «Αντώνη, συγνώμη που σε διακόπτω αλλά δεν μπορώ να συγκεντρωθώ απόψε και να ακούσω όλα αυτά τα πολύ ενδιαφέροντα που συνέβησαν το 1920 ή το 1930. Έλα σε παρακαλώ στο σήμερα, στον Παύλο, στην Αδελφότητα του Μαύρου Φιδιού ή όπως στο διάολο την λένε».

            Για μερικά δευτερόλεπτα δεν ακουγόταν τίποτα, απόλυτη σιωπή. Ο Σέργιος είχε καλύψει το πρόσωπό του με την παλάμη του, η ανυπομονησία της φίλης του είχε εξελιχθεί σε κανονική αγένεια. Και ήξερε πολύ καλά και τον Αντώνη. Ήταν ικανός να διαλύσει, έτσι, απλά, όλη την βραδιά μόνο και μόνο από μια τέτοια αγενή παρατήρηση.

            Ο Αντώνης ήρθε δίπλα στη Σόνια, κάθισε δίπλα της και την κοίταξε ολόισια στα μάτια σαν πατέρας που είναι έτοιμος να κατσαδιάσει την άτακτη κόρη του.

            «Σου είπα λίγη ώρα πριν πως αν δεν ήταν ο Σέργιος, δεν επρόκειτο ποτέ να εμπλακώ σε μια τέτοια υπόθεση και δεν με απασχολεί αν η φιλενάδα σου έχει μπλέξει με το Μαύρο Φίδι ή τους χίλιους Δαίμονες των Εφτά Κολάσεων! Αν θέλεις να βοηθήσουμε, και θα δούμε με ποιο τρόπο θα το κάνουμε αυτό, αν, λέω, θέλεις να βοηθήσουμε την Μάρω θα μάθεις να είσαι πιο υπομονετική, πιο ήρεμη και πιο ευγενική. Τουλάχιστον εδώ, στο σκάφος μου. Εντάξει Σόνια;»

            Η Σόνια ξεροκατάπιε και κατένευσε σιωπηλά.

            «Λίγο ουίσκι ίσως θα σε βοηθήσει καλή μου», έσπευσε σε ρόλο πυροσβέστη, αν και κάπως καθυστερημένα ο Σέργιος που έβλεπε την βραδιά να παίρνει άσχημη τροπή.

            «Όχι, όχι, δεν θέλω αλκοόλ απόψε», είπε εκείνη και ύστερα γύρισε στον Αντώνη που είχε ξανακαθίσει στην παλιά του θέση. «Με συγχωρείς, έχουν σπάσει τα νεύρα μου τελευταία... δεν ξέρω κι εγώ γιατί».

            «Ίσως γιατί αγαπάς πολύ την φίλη σου. Αποδεκτό. Όμως το εκφράζεις με λάθος τρόπο. Θα μεθοδεύσουμε το σωστό τρόπο. Μην ανησυχείς, γι’αυτό είμαστε εδώ», απάντησε εκείνος και της χαμογέλασε ζεστά.

            Η Σόνια του ανταπέδωσε το χαμόγελο με ένα βεβιασμένο δικό της.

            «Και τώρα συνέχισε Αντώνη», είπε ο Σέργιος βάζοντας τέλος στο μικρό επεισόδιο.

            «Έλεγα λοιπόν για το Τάγμα τους Χρυσής Αυγής και το Ο.Τ.Ο αν κι αυτό δεν ενδιαφέρει τόσο όσο μια άλλη θρυλούμενη σέχτα, η περίφημη ‘Κοινότητα ή Αδελφότητα του Μαύρου Φιδιού’».

            Το βλέμμα της Σόνιας ζωήρεψε μαζί με το ενδιαφέρον της.

            «Είναι τόσο παλιά αυτή η Ομάδα;», ρώτησε και άναψε ακόμη ένα τσιγάρο.

            «Εμφανίστηκε ίσως λίγο πριν τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν ξέρουμε και πολλά για το ποιος ή ποιοι την ίδρυσαν, άλλωστε δεν έχει και τόση σημασία. Σημασία έχει ότι πρόκειται για μια Αδελφότητα που δρα στην Αριστερή Όχθη, στην Μαύρη δηλαδή και είναι ερμητικά κλειστή και εξαιρετικά επικίνδυνη», είπε ο Αντώνης και προκάλεσε νέα αναστάτωση στην συντροφιά.

            «Τι θέλεις να πεις Αντώνη;», ρώτησε με όση ηρεμία μπορούσε να επιστρατεύσει ο Σέργιος.

            «Εννοώ αυτό που λέει η λέξη. Δεν είναι μονάχα ότι τα μέλη της ασκούν διάφορες πολύ ακραίες εκδοχές της Μαγείας, όπως  ας πούμε την Σεξουαλική Μαγεία –που τόσο πολύ απασχόλησε τον Κρόουλυ-, την παραδοσιακή Τελετουργική Μαγεία με στοιχεία Καμπαλά κλπ, είναι περισσότερο ότι όσοι ανήκουν σε τέτοια Τάγματα είναι αποφασισμένοι. Δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό να δώσουν την ζωή τους για τον Ιερό Σκοπό τους, άλλωστε την ζωή τους την έχουν κιόλας αφιερώσει στην Αδελφότητα. Οι συγκεκριμένοι δε αποκαλούν τους εαυτούς τους Πολεμιστές του Φιδιού και σε όλη τους την μαθητεία στην Σχολή εξελίσσουν σώμα και πνεύμα για τον Ιερό Σκοπό».

            «Και ποιος είναι τους ο Σκοπός;», ρώτησε η Σόνια που βρισκόταν σε συναγερμό.

            Ο Αντώνης ήπιε μια γουλιά ουίσκι.

            «Η Δύναμη, Σόνια, τι άλλο; Η εξουσία, η κυριαρχία, πνευματική και υλική. Τώρα, αν με ρωτήσεις λεπτομέρειες, τι να σου πω. Όσο χώνεσαι στο σκότος τόσο τα πράγματα αγαπητή μου μπερδεύονται, θολώνουν. Τίποτε δεν είναι ξεκάθαρο. Βλέπεις κι εγώ όσα γνωρίζω είναι μονάχα όσα μπορεί να μάθει τους αμύητος. Μην με ρωτήσεις πως τα γνωρίζω κι αυτά. Είναι μια άλλη ιστορία. Το σημαντικό είναι πως αυτή τη στιγμή ξέρουμε πως η Αδελφότητα έχει ένα παρακλάδι στην Αθήνα, ίσως και σε άλλες πόλεις. Το ακόμη σημαντικότερο όμως είναι άλλο».

            «Ποιο», ρώτησαν μαζί ο Σέργιος και η Σόνια αλλά το χτύπημα του κινητού της τελευταίας δεν επέτρεψε στον παραγωγό να συνεχίσει.

            «Είναι η Μάρω!», ανακοίνωσε ανήσυχη η Σόνια βλέποντας στην οθόνη τον αριθμό της κλήσης. «Ναι... τι συμβαίνει καλή μου;... μα, είχες πει πως... σε περιμένουμε όμως και... καλά, εντάξει, καταλαβαίνω», είπε και έκλεισε την σύνδεση. Το κινητό της έπεσε από τα χέρια και κοίταξε τον Σέργιο παγωμένη.

            «Δεν... δεν θα έρθει».

            «Το περίμενα!», φώναξε σχεδόν ο Αντώνης. «Από δω και πέρα, θα είναι πολύ δύσκολο για οποιονδήποτε να δει την φίλη σου. Γι’αυτό και θα πρέπει να δράσουμε γρήγορα. Και αποφασιστικά».

            «Δηλαδή, τι μπορούμε να κάνουμε; Να καλέσουμε την Αστυνομία;», είπε ο Σέργιος που είχε ήδη καθίσει δίπλα στην Σόνια και της κρατούσε το χέρι.

            «Το να καλέσουμε την Αστυνομία θα είναι το μεγάλο μας λάθος. Δεν έχουμε κανένα στοιχείο στα χέρια μας και δεν μπορούμε ούτε τρίχα από το κεφάλι του κου Παύλου να πειράξουμε...»

            «Ακουγόταν τόσο... τόσο φοβισμένη», μονολόγησε η Σόνια και έτρεμε σύγκορμη.

            «Πιες λίγο, θα σε ηρεμήσει», συνέστησε γλυκά ο Αντώνης και συνέχισε. «Μια άλλη, πολύ καλύτερη ιδέα έχω στο μυαλό μου και την επεξεργάζομαι εδώ και κάμποση ώρα».

            «Πες λοιπόν», είπε ανυπόμονα ο Σέργιος που πάλευε τρίβοντας την παλάμη τους Σόνιας να ηρεμήσει και ο τους.

            «Η Σόνια είναι το κλειδί. Αν αγαπάς την φίλη σου, εσύ θα την βοηθήσεις καλή μου»

            «Πως;», ψιθύρισε σχεδόν εκείνη. «Ο,τι είναι για καλό της θα το κάνω. Έχω αρκετά χρήματα και...»

            «Μα ποιος μίλησε αγαπητή μου για χρήματα», έκανε ο Αντώνης και κοίταξε την γυναίκα ολόισια στα μάτια. «Πρέπει να γνωρίσουμε αυτόν τον Παύλο από κοντά. Πολύ κοντά. Καταλαβαίνεις τι εννοώ. Κι αυτό μονάχα με έναν τρόπο μπορεί να γίνει».

            «Δηλαδή;»

            «Να εισέλθεις στην Αδελφότητα!», ανακοίνωσε ο Αντώνης και τους παρατηρούσε και τους δυο για κάμποσα δευτερόλεπτα να είναι ακινητοποιημένοι σαν κεραυνόπληκτοι τους θέσεις τους.

 

 

* * *

 

5

 

Κράτησε τούτο που έχω να σου πω

η αλήθεια κρύβεται σε μυστικά δωμάτια

αθέατη για τον μιαρό όχλο είναι

και στην διάπυρη ψυχή του αγνού Πολεμιστή

μονάχα αποκαλύπτεται

 

Θυμήσου αυτό που έχω να σου πω

μην πολεμήσεις τον Απρόσωπο με την Αγάπη

μην ξεκλειδώσεις την καρδιά σου στην Εκάτη

φυλάξου στο Δωμάτιο των Χιλιάδων Παιχνιδιών

και προετοιμάσου για την θύελλα που έρχεται...

         

 

Γ

ια της επόμενες δυο εβδομάδες όλοι εργάζονταν πυρετωδώς, σύμφωνα με το σχέδιο που είχε καταστρώσει ο Αντώνης και στο οποίο είχαν και την αμέριστη συνδρομή της ‘Αδελφότητας του Κυανού Ρόδου’, στην οποία ήταν ενταγμένος ο Αντώνης και μάλιστα κατείχε και έναν από της υψηλότερους βαθμούς. Το σχέδιο ήταν απλό αλλά εξαιρετικά επικίνδυνο. Ο αντικειμενικός στόχος ήταν φυσικά το να μπορέσει η Σόνια να συλλέξει το απαραίτητο εκείνο υλικό ώστε να είναι δυνατή η παρέμβαση της δικαιοσύνης. Ο εισαγγελέας θα περιμένει νέα σου, της έλεγε χαριτολογώντας ο Αντώνης αλλά το εννοούσε. Και η συλλογή του υλικού θα έπρεπε να γίνει γρήγορα και χωρίς, φυσικά, να πάρει μυρωδιά κανείς. Αλλιώς η Σόνια κινδύνευε και κινδύνευε σοβαρά. Για να ανταποκριθεί της απαιτήσεις ενός τέτοιου ρόλου, η Σόνια θα υφίστατο ένα ταχύρυθμο «σεμινάριο Αποκρυφιστικών σπουδών» με ιδιαίτερη έμφαση της θρυλούμενες δραστηριότητες της σκοτεινής Αδελφότητας του Μαύρου Φιδιού, την Σεξουαλική Μαγεία, την Αλχημεία και την Τελετουργική Μαγεία. Όλα αυτά ήταν απίστευτα για την Σόνια που δεν ήθελε ποτέ της να ακούει για πράγματα που ούτε και στον κινηματογράφο δεν μπορούσε να βλέπει. Κι όμως, μέσα σε 15 ημέρες, έπρεπε να ετοιμαστεί, να αποκτήσει τα όπλα εκείνα, και ιδιαίτερα το υποτιθέμενο εκείνο πάθος για να πείσει τον Παύλο ότι μπορούν οι Αδελφοί του Φιδιού να την εμπιστευτούν και να την εντάξουν στις τάξεις τους, έστω σαν δόκιμη, σαν μαθητευόμενη ή Νεόφυτη. Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα και υπήρχαν στιγμές που η Σόνια λύγιζε, λιγοψυχούσε και έχανε το κουράγιο της. Όμως, ο Αντώνης, ο Σέργιος και όλοι οι υπόλοιποι που βοηθούσαν στην μεταμόρφωση της σε μια έξοχη, δόκιμη σπουδάστρια της Ιερής Επιστήμης του Αποκρυφισμού, την ενεθάρρυναν, της έδιναν δύναμη, της θύμιζαν πως και η ζωή ακόμη της Μάρως εξηρτάτο από την επιτυχία του σχεδίου. Και άξονας του σχεδίου ήταν η Σόνια.

            Είχε κλειστεί ένα ραντεβού στο γραφείο του Παύλου στον Εκδοτικό Οίκο, ένα ραντεβού που εκείνος είχε αντιμετωπίσει με κάποια καχυποψία καθώς δεν συμπαθούσε την φίλη της Μάρως και της το έδειχνε φανερά.

            «Ξέρω πως δεν με συμπαθείς Παύλο», του είχε πει από το τηλέφωνο, παλεύοντας να κυριαρχήσει στα αληθινά της συναισθήματα. «Πρόκειται όμως για ένα θέμα που έχει μεγάλη σημασία για μένα. Και νομίζω πως μονάχα εσύ μπορείς να με βοηθήσεις. Τι λες λοιπόν;», του είπε και πέρασαν στιγμές αγωνίας μέχρι την απόκρισή του. Ένα δυο δευτερόλεπτα σιωπής που φάνηκαν αιώνες αλλά τελικά ο Παύλος δεν της αρνήθηκε αυτή την συνάντηση έστω κι αν ο τόνος της φωνής του πρόδιδε κάποια ανησυχία «Με χαρά μου να σε δεχθώ», ήταν η απάντηση και όλοι είχαν μορφάσει από ικανοποίηση. Το ραντεβού είχε κλειστεί για την Παρασκευή της 11:00. Το πρώτο βήμα είχε γίνει.

           

            Την παραμονή της συνάντησης, όλοι βρίσκονταν επί ποδός. Τα μαθήματα είχαν τελειώσει, ό,τι καλύτερο μπορούσε να γίνει είχε γίνει. Η Σόνια έδειχνε δυνατή αν και κανείς δεν ήξερε, πως θα αντιδρούσε αν ο Παύλος την στρίμωχνε με τίποτε περίεργες ερωτήσεις. Ο Αντώνης πάντως ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένος και στην συνάντηση που είχε κανονίσει στην βίλα του στην Γλυφάδα, είχε σκοπό να τονώσει ακόμη περισσότερο το ηθικό της Σόνιας. Όλη αυτή η προετοιμασία τον είχε ενθουσιάσει, ζούσε κι εκείνος την δράση και την απολάμβανε πραγματικά. Ο Αποκρυφισμός και ό,τι αφορούσε σ’αυτόν ήταν το πάθος του από παιδί. Και τώρα είχε την ευκαιρία να βιώσει μια ακόμη κρίσιμη μάχη με τους εκπροσώπους της Αριστερής Όχθης.

            Η Σόνια απολάμβανε τον χυμό της στο μπαμπού καθιστικό δίπλα στην μεγάλη πισίνα. Ήταν απογευματάκι και είχε δροσιά. Μια όμορφη, συνηθισμένη μέρα. Κι εκείνη την επομένη θα έμπαινε εθελόντρια στο στόμα του λύκου.

            «Σε βλέπω σκεφτική», την διέκοψε ο Αντώνης που καθόταν δίπλα της.

            «Ναι, είμαι λιγάκι».

            «Φοβάσαι;», την ρώτησε ο Σέργιος που συμπλήρωνε την συντροφιά Είχε κι εκείνος συμβάλλει με της όποιες δυνάμεις του στην ψυχική περισσότερο προετοιμασία της φίλης του. Ανησυχούσε όμως περισσότερο από όλους καθώς δεν μπορούσε να φανταστεί την μέχρι πρόσφατα παντελώς άσχετη με όλα αυτά Σόνια να συμμετέχει σε ανίερες σκοτεινές επικλήσεις μιας Μαύρης Αδελφότητας.

            «Είναι φυσικό να φοβάται», απάντησε για λογαριασμό της ο οικοδεσπότης. «Κι εγώ θα φοβόμουν στη θέση της. Το αφύσικο θα ήταν το αντίθετο».

            «Το σημαντικό είναι της να μην το καταλάβει ο Παύλος», συμπλήρωσε ο Σέργιος.

            «Εχτές το βράδυ σκέφτηκα πολύ», είπε η Σόνια ξαφνικά και δεν κοιτούσε κανέναν από της δύο. «Ναι, σκέφτηκα τα πάντα. Και πιστεύω ότι αξίζει τον κόπο. Ακόμη κι αν αποτύχω εννοώ, αξίζει. Κι εδώ που τα λέμε, αυτό είναι και το πιθανότερο. Όχι μόνο να αποτύχω αλλά να βρεθεί και η Μάρω...»

            Η Σόνια σώπασε. Ο Σέργιος έσπευσε να ανατρέψει το κλίμα πεσιμισμού.

            «Δεν θα αποτύχεις Σόνια. Έχεις προετοιμαστεί τέλεια. Είσαι μια νέα, καλλιεργημένη και γοητευτική γυναίκα και ο Παύλος δεν θα χάσει την ευκαιρία να σε ‘γνωρίσει’ καλύτερα. Το ίδιο νομίζω πιστεύει και ο Αντώνης, έτσι δεν είναι παλιόφιλε;»

            «Ναι, εκεί ποντάρω κι εγώ, για να πω την αλήθεια», είπε ο Αντώνης. «Ο Παύλος θα παραξενευτεί σίγουρα από την περίεργη επιθυμία της Σόνιας να ενταχθεί στην Αδελφότητα αλλά από την άλλη, το πάθος του για τις ωραίες γυναίκες και η σκέψη ότι θα εξουσιάζει μια από της πλέον έμπιστες φίλες της Μάρως θα τον πείσουν να σε εντάξει στον κύκλο. Ίσως όχι στα ενδότερα, φυσικά, αλλά έστω στον εξωτερικό κύκλο, στους μαθητές. Ώστε μην ανησυχείς Σόνια. Θα έχεις άφθονο χρόνο αντίδρασης και θα τα συζητάμε άλλωστε συνέχεια όσα συμβαίνουν. Δεν θα είσαι ποτέ σου μόνη».

            Η Σόνια σηκώθηκε και τους χάρισε ένα ζεστό, πλατύ χαμόγελο.

            «Θα της αποχαιρετήσω τώρα. Θέλω να μείνω λίγο μόνη. Θα τα πούμε αύριο, μετά την συνάντηση».

            «Καλή επιτυχία κορίτσι μου», της ευχήθηκε ολόψυχα ο Σέργιος και την φίλησε στο μάγουλο.

            «Καλή επιτυχία και όλα θα πάνε καλά», της είπε χαμογελώντας ο Αντώνης και της έσφιξε με θέρμη το χέρι. «Έκανες θαυμάσια δουλειά αυτό το 15ήμερο. Είμαι περήφανος για σένα. Αν θέλεις όταν όλα τελειώσουν με το καλό, να ενταχθείς στο Κυανό Ρόδο, να ξέρεις θα σε περάσω αμέσως στην 2η Βαθμίδα», συμπλήρωσε και όλοι γέλασαν.

            Η Σόνια απομακρύνθηκε και οι δυο άντρες έμειναν λίγο σιωπηλοί.

            «Τι λες φίλε; Θα τα καταφέρει, την αλήθεια θέλω», ρώτησε ο Σέργιος και κοιτούσε τον φίλο του στα μάτια. Ο Αντώνης γύρισε και τον κοίταξε κι της κατάματα και φάνηκε να διαλέγει της λέξεις του μια μια.

            «Ένα θα σου πω Σέργιο. Δεν έχει άλλη επιλογή από το να πετύχει. Ούτε αυτή ούτε η φίλη της. Καμιά άλλη επιλογή».

 

 

* * *

 

6

 

Οι αδελφοί των εποχών που πέρασαν

έλεγαν ιστορίες για τον Απρόσωπο

αυτόν που κλέβει τις ανθρώπινες φωνές

και κεραυνούς τις κάνει

στους ασύνορους κόσμους της Κόλασης

 

Οι αδελφοί των χρόνων που πέρασαν

μιλούσαν για τον Μαύρο Γητευτή

που τα όνειρα των αβάφτιστων παιδιών ληστεύει

και αλυχτίσματα λύκων τα κάνει

στα δάση των δυστυχισμένων τρελών...

         

Ο

 Παύλος έστριψε ακόμη μια φορά τον φοβερό διαστολέα που είχε τοποθετήσει στην Μάρω. Η τελευταία έβγαλε μια κραυγή πόνου που κατέληξε σε ένα κλαμένο ουρλιαχτό.

            "Δεν ήσουνα καλό κορίτσι αγάπη μου. Καθόλου καλό κορίτσι", είπε εκείνος και της χάιδεψε τα γυμνά οπίσθια. Ο διαστολέας είχε διευρύνει αφύσικα πολύ την πίσω "οδό" του κορμιού της και της προξενούσε αφόρητο πόνο.

            "Τι σου είπα να πεις στον αξιαγάπητο μπαμπά σου στο τηλέφωνο;"

            Η Μάρω ήταν γυμνή, με το κεφάλι στο χαλί, μπρούμυτα, σε στάση κάποιου ζώου που έχει προτάξει τους γλουτούς του. Έκλαιγε πάλι και παρακαλούσε τον βασανιστή της να την λύσει, να την απαλλάξει από τον εξευτελισμό και τον πόνο αλλά εκείνος ερεθιζόταν περισσότερο.

            "Τι σου είπα να πεις, απάντησέ μου!", φώναξε τώρα και την χτύπησε στα γυμνά της οπίσθια με δύναμη.

            "Πως... είμαστε πολύ... πολύ καλά αλλά δεν... δεν μπορούμε να έρθουμε στην δεξίωση γιατί..."

            "Γιατί;"

            "Γιατί έχουμε κανονίσει κάπου αλλού και..."

            "Και;", συνέχισε ο Παύλος με μια δήθεν γλυκιά έκφραση χαϊδεύοντας με τα δάχτυλά του τις γάμπες της.

            "Και πως όλα είναι καλά. Πολύ καλά", είπε η Μάρω και έβαλε πάλι τα κλάματα.

            "Τελικά μου φαίνεται πως θα παντρευτώ μια κλαψιάρα γυναικούλα", είπε με αηδία ο άντρας και τράβηξε από το μαλλί την ανήμπορη γυναίκα. "Κι εσύ τι είπες μαλακισμένο θηλυκό;"

            "Λύσε με Παύλο, σε παρακαλώ!", έσκουζε η Μάρω αλλά εκείνος επέμενε.

            "Τι είπες; Ότι εσύ θέλεις αλλά εγώ είμαι άρρωστος και δήθεν δεν μπορώ! Και πώς θα εμφανιστώ αύριο βρε ζώον στην δουλειά αν είμαι άρρωστος; Τι θα πω στον μαλάκα τον καχύποπτο τον πατέρα σου; Άσε που αύριο περιμένω ένα πρόσωπο πολύ ενδιαφέρον στο γραφείο μου", συμπλήρωσε και σταμάτησε να της τραβάει τα μαλλιά.

            "Ποιόν;", ρώτησε εκείνη με ανησυχία.

            "Την φίλη σου την Σόνια! Απίστευτο ε; Μήπως τυχαίνει να ξέρεις εσύ τι μπορεί να θέλει αυτή η βρομιάρα;", ρώτησε ξανά εκείνος.

            Η Μάρω είχε γουρλώσει τα μάτια της. Ο διαστολέας την πονούσε αφόρητα, τα δεσμά στους αστραγάλους και τους καρπούς την είχαν πεθάνει αλλά τα ξέχασε όλα και ένα νέο κύμα ανησυχίας την πλημμύρισε.

            "Η Σόνια;"

            "Ακριβώς. Θέλει λέει να με δει για κάτι πολύ σημαντικό για κείνη. Αναρωτιέμαι αγάπη μου, ποιος κακός άνεμος να την φέρνει από το γραφείο. Εσύ, φυσικά, δεν ξέρεις τίποτα, έτσι δεν είναι;"

            "Όχι, δεν ξέρω", είπε με ειλικρίνεια η Μάρω. "Λύσε με τώρα, δεν ευχαριστήθηκες ακόμα να με εξευτελίζεις;", τον ρώτησε με θυμό κι αυτό της κόστισε είκοσι βουρδουλιές και μια βίαιη είσοδο του Παύλου στον ερεθισμένο πρωκτό της.

            "Κάποια μέρα θα σου δώσω να διαβάσεις ένα πολύ ενδιαφέρον σύγγραμμα που έγραψε πριν από αιώνες κάποιος εμπνευσμένος Ιησουίτης μοναχός. Μπορεί και να το εκδώσουμε μια μέρα," της είπε αφού είχε εκσπερματώσει με λύσσα και γκαρίζοντας σαν άγριο ζώο και την είχε λύσει. Ήταν ακόμα λουσμένη στον ιδρώτα, σωριασμένη στο χαλί, ημιλυπόθυμη όταν ένιωσε την γυμνή του πατούσα να πιέζει το μάγουλό της.

            "Έτσι ίσως μάθεις να φέρεσαι στον άντρα σου και πάψεις τις μαλακίες", ολοκλήρωσε και τον άκουσε ανακουφισμένη να πηγαίνει στο λουτρό.

 

* * *

 

 

 

δεύτερο μέρος

 

στη φωλιά του φιδιού

 

 

 

1

 

Είναι κάποια αρχή

που πρέπει πάλι να γίνει

αν αγαπάς το φως

σύντριψε τις νύχτες στα όνειρά σου

πυρπόλησε τους εφιάλτες στα ουρλιαχτά σου

και ξεκίνα πάλι!

 

Ναι, είναι ανάγκη

μια νέα αρχή να κάνεις

αν θες τον ήλιο ν'αντικρίζεις κάθε πρωινό

φτιάξε σχεδίες να πλεύσεις το ποτάμι της ζωής σου

και πνίξε στα βουρκόνερα ό,τι εσένα

στον πυρετό σε πνίγει...

 

Τ

ις πρώτες βδομάδες που είχε γνωρίσει η Μάρω τον Παύλο, όταν όλα ήταν 'υπέροχα και συναρπαστικά' και κανένα σύννεφο δεν είχε εμφανιστεί στον ουρανό της ζωής της, η Σόνια άκουγε και ξανάκουγε από τα χείλη της ενθουσιασμένης -μαγεμένης μάλλον- φίλης της το πόσο όλοι αγαπούν στη δουλειά τον Παύλο και το πόσο τους έχει γοητεύσει όλους, κλπ. Και σήμερα, που είχε την ευκαιρία να ανταλλάξει κουβέντες με διάφορα στελέχη του Οίκου, διαπίστωσε πως η φίλη της δεν είχε άδικο. Όλοι έσταζαν μέλι για τον διευθυντή τους. Για όλους είχε ένα καλό λόγο, είχε αυξήσει τις αποδοχές τους, σε όλους χαμογελούσε ζεστά.

            "Δεν λέω πως ο κος Περικλής, ο πατέρας της κας Μάρως δεν είναι θαυμάσιος, αλλά και ο κος Παύλος, ο κος Σωτηρίου δηλαδή είναι πολύ... καλός.", είπε το κορίτσι του ασανσέρ με νόημα στην Σόνια λίγο πριν την αφήσει στον όγδοο και τελευταίο όροφο του κτιρίου που στέγαζε τα γραφεία της διοίκησης και του ανώτερου προσωπικού.

            "Το γραφείο του κου Παύλου είναι στο βάθος, δεξιά", της είπε με χαμόγελο και έκλεισε την πόρτα του ανελκυστήρα πίσω της.

            Η Σόνια διέσχισε τον μακρύ διάδρομο με την παχιά μοκέτα και τους καλαίσθητους πίνακες στους τοίχους, με ανάμικτα συναισθήματα. Δεν φοβόταν πάντως. Ήξερε πως ο Παύλος ήταν φίδι -τι ταιριαστό με την Αδελφότητα που είχε μπλέξει- αλλά κι εκείνη ήταν αποφασισμένη. Θα βοηθούσε την φίλη της πάση θυσία. Δεν ήταν δυνατόν να ηττηθούν όλοι από έναν τυχοδιώκτη που έχει ένα ζεστό χαμόγελο και κάποιες αδιαμφισβήτητες ικανότητες στο κρεβάτι. Έφτασε μπροστά από έναν καθρέφτη και έριξε μια τελευταία ματιά στον εαυτό της. Χωρίς καμιά αμφιβολία ήταν εντυπωσιακή. Είχε διαλέξει ένα ακριβό, μαύρο και εφαρμοστό σύνολο που τόνιζε τις όμορφες καμπύλες της χωρίς χυδαιότητα πάντως, που, έτσι κι αλλιώς, δεν της πήγαινε καθόλου. Τα χυτά, μακριά της πόδια κατέληγαν σε δυο όμορφες γόβες, ενώ για το πρόσωπό της είχε διαλέξει ένα απαλό, γλυκό μεικ απ. Το σημαντικό εδώ ήταν τα σγουρά, καστανόξανθα μαλλιά της που φρόντισε να τα έχει ριχτά και άναρχα, όπως ήξερε πως προκαλούσαν κάθε καθαρόαιμο αρσενικό. Με δυο λόγια, είχε φροντίσει να μην περάσει καθόλου απαρατήρητη από το αρπακτικό που πήγαινε να συναντήσει.

            Η γραμματέας του Παύλου την υποδέχθηκε με ένα ζεστό, επαγγελματικό χαμόγελο.

            "Ο κος διευθυντής σας περιμένει", της είπε και της άνοιξε την βαριά, μεταλλική πόρτα με ανάγλυφο το σύμβολο των Εκδόσεων. Την μυθική Αμαζόνα Πενθεσίλεια του Τρωικού Πολέμου.

            Ο Παύλος την υποδέχθηκε κι αυτός χαμογελαστός, πραγματικά κομψός μέσα στο πανάκριβο κοστούμι του. Το γραφείο του -αυτό που είχε επιπλώσει και διακοσμήσει η Μάρω αφού ήταν δικό της- απέπνεε κύρος και ακριβό γούστο.

            Της έσφιξε με θέρμη το χέρι και της έδειξε μια από τις μεγάλες, δερμάτινες πολυθρόνες.

            "Κάθισε Σόνια. Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω", είπε και φαινόταν να το εννοεί. Την κοιτούσε με έκδηλο θαυμασμό, εντυπωσιασμένος από την εμφάνιση της επισκέπτριάς του. "Ομολογώ πως πρώτη φορά σε βλέπω τόσο εκθαμβωτική! Τι θα σου προσφέρω;"

            "Ευχαριστώ για το κομπλιμέντο. Μην μου προσφέρεις τίποτα, όχι ακόμη τουλάχιστον", απάντησε η Σόνια και κάθισε αναπαυτικά φροντίζοντας να διπλώσει με τον πανάρχαιο γυναικείο τρόπο τα όμορφα πόδια της. "Θα ανάψω ένα τσιγάρο όμως", είπε και έσυρε κοντά της ένα σταχτοδοχείο.

            "Λοιπόν, αληθινά είμαι πολύ περίεργος να ακούσω τι είναι αυτό στο οποίο μπορώ να σε βοηθήσω. Και αν μπορώ, αλήθεια στο λέω, θα το κάνω", είπε ο Παύλος που δεν χόρταινε να την κοιτάζει. Σχεδόν την έτρωγε με τα μάτια.

            "Θα το κάνεις, αλήθεια;", ρώτησε η Σόνια και φύσηξε τον καπνό.

            Τα βλέφαρα του Παύλου έσμιξαν. Ύστερα χαμογέλασε.

            "Εντάξει, το ξέρω, δεν με συμπαθείς. Δεν σε αδικώ. Ίσως μέσα σου να πιστεύεις ότι η απομάκρυνση της Μάρως από τις παλιές της παρέες οφείλεται σε μένα. Ουδέν αναληθέστερον τούτου, σε διαβεβαιώ".

            "Δεν ήρθα να μιλήσουμε για την Μάρω", τον διέκοψε η Σόνια με ένα ιδιαίτερα σκληρό τόνο στη φωνή της που εξέπληξε τον Παύλο.

            "Δεν ήρθες να μιλήσουμε για την Μάρω; Μα, τότε, τι είναι; Σκέφτεσαι να εκδόσεις κανένα σύγγραμμα; Καμιά μελέτη φιλοσοφικού ή ιστορικού ενδιαφέροντος μήπως;"

            "Πολύ ανιαρό, δεν νομίζεις;", του απάντησε η Σόνια και τον κοίταξε με νάζι. Ύστερα αποφάσισε πως η υπερβολική χάρη έπρεπε να δώσει τη θέση της στο κύρος καθώς δεν είχε έρθει με σκοπό να αποπλανήσει τον Παύλο.

            "Δεν διαφωνώ, αν και υπάρχει πολύς κόσμος που τα διαβάζει αυτά. Ωραία λοιπόν, περί τίνος πρόκειται;", ξαναρώτησε και σηκώθηκε για να φτιάξει ένα ποτό από το μπαρ.

            "Βάλε μου μια βοτκίτσα. Με πορτοκαλάδα", του είπε και του χαμογέλασε.

            "Εντάξει", της απάντησε εύθυμα, "ας πιω κι εγώ μια από τα ίδια".

            "Ξέρεις, δεν είναι και τόσο εύκολο αυτό που θέλω να σου ζητήσω. Ας πούμε όμως ότι την αφορμή μου την έδωσε κάτι που είδα στο σπίτι σας".

            Ο Παύλος άλλαξε ύφος αλλά είχε γυρισμένη την πλάτη του στην Σόνια φτιάχνοντας τα ποτά και δεν το έδειξε. Η φωνή του όμως ακούστηκε σε πλήρη αρμονία με το ύφος του.

            "Στο σπίτι μας; Τι εννοείς;"

            "Μην ανησυχείς. Δεν μου το έδειξε η Μάρω. Το βρήκα εγώ μια μέρα καθώς δοκίμαζα κάποια αξεσουάρ από την ντουλάπα της φιλενάδας μου".

            Ο Παύλος είχε ανησυχήσει για τα καλά. Επέστρεψε στο γραφείο με τα ποτά και της πρόσφερε το δικό της.

            "Ευχαριστώ. Στην υγειά μας".

            "Στην υγειά μας. Πες μου όμως, τι είναι αυτό που βρήκες;"

            "Ένα βιβλιαράκι. Ένα τόσο δα μικρό καφέ βιβλιαράκι με ένα κουλουριασμένο μαύρο φίδι απ'έξω. Είχε τίτλο..."

            "Πως στο διάβολο το βρήκες αυτό;", ρώτησε αναστατωμένος ο Παύλος και το ύφος του τρόμαξε την Σόνια για τα καλά.

            "Ηρέμησε Παύλο. Σου είπα, το βρήκα στη ντουλάπα σας. Και πρόλαβα να το διαβάσω κιόλας".

            Ο Παύλος σκέφτηκε πιο ψύχραιμα. Δεν έφταιγε η Μάρω. Ο ίδιος της το είχε δώσει παλαιότερα και δεν ήταν κάτι σπουδαίο. Κάποιες γενικές αρχές περί Εσωτερισμού, απ'αυτές που βρίσκει κανείς με το κιλό στα βιβλιοπωλεία.

            "Α, θα λες γι'αυτό που έχει τίτλο: 'Εξέλιξη και δράση του Αποκρυφισμού στην Ευρώπη'. Αυτό δεν λες;", την ρώτησε.

            "Μπράβο. Πειράζει που το διάβασα; Γιατί πρέπει να σου πω ότι το βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρον. Και ήθελα να μου πεις πως μπορώ να μάθω περισσότερα. Γι'αυτό και θέλησα να σε συναντήσω εδώ και όχι στο σπίτι. Να μην ακούει η Μάρω, καταλαβαίνεις".

            Ο Παύλος την κοιτούσε εξεταστικά.

            "Ώστε, σε ενδιαφέρει ο Αποκρυφισμός;"

            "Δεν με ενδιέφερε πάντα. Να σου πω την αλήθεια, από τα βιβλία δεν μπορείς να καταλάβεις πολλά. Θα με ενδιέφερε να μαθητεύσω δίπλα σε κάποιον που είναι, πως να το πω, μυημένος ας πούμε, να με πάρει από το χεράκι και να με πάει βήμα βήμα. Γι'αυτό ήρθα σήμερα εδώ".

            "Γι'αυτό ε;", αναρωτήθηκε ο Παύλος και ξάπλωσε στην αναπαυτική του πολυθρόνα πίνοντας μια γουλιά από την βότκα του.

            "Εσύ θα πρέπει να είσαι ενημερωμένος φαντάζομαι. Ίσως να μπορείς να με καθοδηγήσεις καλύτερα. Αυτό ήθελα να σου ζητήσω".

            "Ναι, θα μπορούσα να σε βοηθήσω...", της απάντησε με δήθεν ενδιαφέρον. "Αλλά, ξέρεις, σ'αυτά τα πράγματα, δεν είναι τόσο απλό να βρεις ένα καλό δάσκαλο. Χρειάζονται κάποιες προϋποθέσεις".

            "Όπως;"

            "Όπως ας πούμε, η σοβαρότητα στις προθέσεις του μαθητή. Μπορεί να είναι ένας ενθουσιασμός που θα ξεθυμάνει γρήγορα. Ο Αποκρυφισμός απαιτεί αφοσίωση. Και πολλή δουλειά".

            Η Σόνια δεν βιάστηκε να απαντήσει. Τελείωσε το ποτό της και άλλαξε στάση στα πόδια της.

            "Καταλαβαίνω απόλυτα τι θέλεις να πεις. Να σε ρωτήσω κάτι ευθέως; Μου επιτρέπεις;"

            "Ελεύθερα", την παρότρυνε ο Παύλος που πάλευε μέσα του να χαρτογραφήσει το μυαλό της επισκέπτριάς του και να μαντέψει τα κίνητρά της.

            "Εσύ, ανήκεις σε κάποια Ομάδα; Στους Τέκτονες ας πούμε; Γιατί ξέρω ότι εκεί δεν δέχονται γυναίκες".

            Ο Παύλος γέλασε με την παρατήρηση της Σόνιας.

            "Όχι, δεν είμαι Τέκτονας. Ούτε ανήκω σε κάποια ομάδα ή Αίρεση αν αυτό εννοείς".

            "Α, έτσι", απάντησε αδιάφορα εκείνη και ετοιμάστηκε για τα τελευταία λεπτά της άγονης συνάντησής τους.

            "Όπως βλέπεις, μάλλον δεν μπορώ να σε βοηθήσω Σόνια μου. Όχι τουλάχιστον με τον τρόπο που θέλεις. Τώρα αν θέλεις να σου συστήσω κάποια βιβλιογραφία..."

            "Όχι, άσε καλύτερα. Φλυαρίες πολλές και ουσία λίγη. Έβγαλα Πανεπιστήμιο και ξέρω".

            Αυτό ήταν και το τέλος της συνάντησής τους που είχε καταλήξει σε ένα ωραιότατο ναυάγιο. Η Σόνια σηκώθηκε από την θέση της και έδωσε το χέρι της στον Παύλο.

            "Σου έφαγα κάμποση ώρα, με συγχωρείς", του είπε και τον είδε να της ασπάζεται ευγενικά το απλωμένο της χέρι.

            "Καθόλου, ήταν χαρά μου. Και παρότι νομίζεις πως δεν σε συμπαθώ, μια από τις επόμενες ημέρες θα σε καλέσω σπίτι για φαγητό. Δεν θέλω να νομίζει η Μάρω ότι σε εμποδίζω να την βλέπεις".

            "Να την φιλήσεις εκ μέρους μου. Τσάο", του είπε με ανάλαφρο ύφος και βγήκε με αργά βήματα από το γραφείο του.

            Σκατά!, φώναξε όταν βρέθηκε στον διάδρομο προς το ασανσέρ, θάλασσα τα έκανες μαντάμ, επέπληξε τον εαυτό της και περίμενε να ανοίξει η πόρτα και να εμφανιστεί το κορίτσι του ανελκυστήρα με το δροσερό χαμόγελο.

 

            Όταν έφτασε στο όμορφο διαμέρισμά της -προσεκτικά διαλεγμένο στο Παλαιό Φάληρο, στην παραλιακή ζώνη για να έχει ανεμπόδιστη θέα στην θάλασσα-, μια ευχάριστη έκπληξη την περίμενε. Πάνω στην πόρτα της, υπήρχε τοποθετημένη μια μεγάλη ανθοδέσμη με άσπρα και ροζ τριαντάφυλλα, τα αγαπημένα της. Την πήρε  στην αγκαλιά της και το άρωμα των λουλουδιών πέρασε ως τα κατάβαθα της ψυχής της. Το είχε ανάγκη αυτό και το ηθικό της ανέβηκε.

            Μπήκε στο σπίτι της με την ανθοδέσμη στην αγκαλιά της, πέταξε βιαστικά τις γόβες της και ξάπλωσε στον αναπαυτικό λευκό καναπέ της. Ύστερα διάβασε το μήνυμα στο μικρό καρτελάκι που ήταν καρφιτσωμένο πάνω στην ανθοδέσμη.

Στην πιο συγκλονιστική γυναίκα που πέρασε από τη ζωή μου.

Τι θα'λεγες το βράδυ να δειπνήσουμε μαζί;

            Ήταν από τον Σέργιο. Η Σόνια χαμογέλασε και κράτησε το καρτελάκι σφιχτά στην παλάμη της. Της άρεσε η κίνηση αυτή. Κάπου μέσα της, όλο αυτό το διάστημα των μαθημάτων της, ευχόταν να ξεκινούσε από την αρχή κάτι με τον παλιό της εραστή. Δεχόταν τα κομπλιμέντα του, το διακριτικό του φλερτ και δεν το απέρριπτε, χωρίς να τον ενθαρρύνει και ιδιαίτερα. Δεν ήταν πολλά όμως δυο χρόνια μοναξιάς, μετά από μια επιπόλαιη σχέση με έναν συνάδελφό της καθηγητή Μαθηματικών στο σχολείο που δίδασκε; Ναι, δυο χρόνια μοναξιάς είναι πολλά για μια όμορφη, ζωντανή και δυναμική γυναίκα. Ίσως πάρα πολλά.

            Κάπου εκεί άκουσε τον ήχο του κινητού της.

            "Ναι;"

            "Το πρώτο που θέλω να σε ρωτήσω είναι αν είσαι καλά".

            Η φωνή του Σέργιου. Ζεστή, όμορφη, ερωτική.

            "Μμμ... με 15 υπέροχα τριαντάφυλλα στην αγκαλιά μου, και βέβαια είμαι καλά. Σ'ευχαριστώ".

            "Το δεύτερο είναι τι ώρα να έρθω να σε πάρω. Εννιά είναι καλά; Θα έχεις ξεκουραστεί;"

            Η Σόνια δεν σκέφτηκε καν να αρνηθεί. Ήθελε να δει τον Σέργιο, ήθελε να τον συναντήσει, να αφεθεί στις περιποιήσεις του.

            "Έχουμε κάποια γιορτή, κάτι ιδιαίτερο;", τον ρώτησε με αρκετό νάζι και δεν ήταν ψέμα ότι επιζητούσε κάποιο κομπλιμέντο.

            "Το ιδιαίτερο είσαι εσύ. Αλλά και όλα αυτά που έχω να σου πω. Κι είναι αρκετά και θέλουν ώρα. Επίσης θέλουν καλό φαγητό και ακριβό κρασί".

            "Εντάξει κύριε σκηνοθέτα. Στις εννιά θα σε αναμένω. Φιλιά"

            "Καλή ξεκούραση", απάντησε εκείνος και η σύνδεση έκλεισε.

            Τελικά η μέρα μπορεί να μην άρχισε πολύ καλά αλλά μπορεί να τελειώσει όμορφα, είπε στον εαυτό της και απλώθηκε αναπαυτικά στον καναπέ για έναν σύντομο υπνάκο.

 

 

* * *

 

 

 

Ο φθόνος βλέμμα

απ’τη Στύγα δανείζεται

κι ο τρόμος αίμα

απ’το τρόμο ποτίζεται

Άρπυιες νύχτες

συλλέγουν σάρκες

κραυγές αντάρτες

θανατοδείχτες

 

Όλα τελειώνουν

τούτες οι ώρες

σαν φίδια ζώνουν

άρρωστο αίμα

σεντόνια θάνατοι

το μαύρο σπέρμα

 

Άρπαγες ήλιοι

νοσηροί και πόρνοι

της ζωής σου έδυσε

το πρωτονεύμα

εκπορνεύτηκες

στον Χιλιονόματο δόθηκες

πρόστυχο γεύμα…

 

 

Η

 γυαλιστερή γκρί Τζάγκιουαρ με τις Βρετανικές πινακίδες περίμενε  κρυμμένη στο βρόμικο στενό. Τα φιμέ τζάμια απομόνωναν τους ψηλομύτες επιβάτες της από τους κοινούς θνητούς, τον υπόλοιπο κόσμο. Ο Παύλος όμως ήξερε καλά ποιον θα αντίκριζε όταν θα άνοιγε την πόρτα και θα καθόταν στο ακριβό δερμάτινο σαλόνι της λιμουζίνας.

            Όταν πλησίασε σε απόσταση μερικών βημάτων, η καρδιά του άρχισε να χτυπά έντονα. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ο Έβεστρος είχε διαλέξει έναν τέτοιο τόπο και τρόπο –που του θύμιζε έργα με μυστικούς πράκτορες- για να συναντηθούν. Τον τελευταίο καιρό όλο και λιγότερο καταλάβαινε τον Μεγάλο Μάγιστρο. Είχαν περάσει λίγες ημέρες από την τελευταία τους συνάντηση και τα όσα φοβερά είχαν συζητηθεί τον βασάνιζαν έντονα Δεν ήξερε αν ήταν έτοιμος να προχωρήσει σ’αυτό που του είχε ζητήσει ο Διδάσκαλος. Είχε δείξει μια απαράδεκτη ατολμία, μια ελαφρά αμηχανία, μια θλιβερή διστακτικότητα που είχε αφήσει τον Έβεστρο απογοητευμένο. Του είχε δώσει μια διορία δέκα ημερών να το σκεφτεί. Σήμερα η διορία εξέπνεε.

            Όταν άνοιξε η πόρτα πίσω από τον συνοδηγό προσκαλώντας τον να εισέλθει στο εσωτερικό, η καρδιά του πήγε να σπάσει. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή του πέρασε η τρελή ιδέα από το μυαλό πως ο Έβεστρος είχε αποφασίσει να τον…

            Κοντοστάθηκε για δυο δευτερόλεπτα πριν ακούσει την καθαρή και αυστηρή φωνή του Μάγιστρου.

            «Είσελθε αδελφέ και μην αδρανείς!».

             Ήταν μια διαταγή που δεν σήκωνε δεύτερη σκέψη. Ο Παύλος έσκυψε και χώθηκε στο αυτοκίνητο.

            «Οι τέσσερις άξονες του εσωτερικού καθήκοντος!», τον διέταξε ο Εβεστρος και πριν καλά καλά συνέλθει από το σοκ ο Παύλος έσπευσε σαν αυτόματο να απαντήσει.

            «Γιγνώσκειν, βούλεσθαι, τολμάν, σιγάν».

            Ο Μεγάλος Μάγιστρος έβγαλε τα μαύρα, ακριβά γυαλιά του και μειδίασε ελαφρά.

            «Πάντα σε ετοιμότητα αδελφέ. Κι όμως, είναι καιρός να αποδείξεις αν πραγματικά είσαι έτοιμος. Στο γιγνώσκειν είσαι παραπάνω από επαρκής. Στο βούλεσθαι έχεις αποδείξει τις ικανότητές σου. Στο σιγάν είμαι απολύτως ικανοποιημένος. Στο τολμάν όμως…»

            Ο Παύλος κοιτούσε τον Διδάσκαλο σιωπηλός. Είχε αρχίσει να ιδρώνει. Στο μαύρο αλεξίσφαιρο διαχωριστικό τζάμι εμπρός του καθρεφτιζόταν το χλομιασμένο του πρόσωπο. Αριστερά του καθρεφτιζόταν το είδωλο του Εβεστρου. Αυστηρό, δωρικό και δυνατό.

            «Εχτές ξέρεις με ποιον μιλούσα;», άκουσε την φωνή του Εβεστρου να γλυκαίνει και τον είδε μέσα από το τζάμι να ξαναβάζει τα γυαλιά του. «Με τους αδελφούς στην Ζυρίχη. Για σένα μιλούσαμε λοιπόν. Το πιστεύεις;», συμπλήρωσε τη φράση του ο Μάγιστρος και γύρισε ελαφρά το κεφάλι του μας το μέρος του.

            «Ξέρεις τι είναι αυτό;», τον ρώτησε μετά και έφερε την δεξιά του παλάμη εμπρός στα μάτια του. Τον παράμεσο στόλιζε ένα λευκόχρυσο δαχτυλίδι. Ο Παύλος παρατήρησε αμέσως σκαλισμένο με περισσή δεξιοτεχνία το έμβλημα του Τάγματος από μαύρο ζαφείρι ενώ ο οφθαλμός της Ουζάτ ήταν διαμαντένιος. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε κάτι τέτοιο και είχε αποσβολωθεί. Μονάχα από θρύλους είχε ακούσει για το περίφημο δαχτυλίδι που φορούσαν αποκλειστικά οι εκλεκτοί της Μέλαινας Ιεραρχίας!  Ώστε ο Έβεστρος…

            «Δεν το γνωρίζει κανείς φίλε μου. Και δεν πρόκειται να το μάθει φυσικά. Σε σένα μας αποφάσισα να το αποκαλύψω. Εδώ και δυο χρόνια είμαι μέλος της Φρουράς του Οσίριδος της Μέλαινας Ιεραρχίας. Και είσαι ο μόνος στην Ελλάδα που το γνωρίζει».

            Ο Παύλος είχε μείνει άφωνος. Ήταν συγκλονισμένος. Δεν πίστευε ποτέ πως θα βρισκόταν στον ίδιο χώρο και θα συνομιλούσε με έναν ζωντανό εκπρόσωπο μας Μαύρης Αδελφότητας! Έναν Πρίγκιπα της Αριστερής Ατραπού! Δεν μπορούσε να του συμβαίνει αυτό. Τον έπιανε ίλιγγος!

            «Οι Πρίγκιπες δεν θα έχουν καμιά αντίρρηση να σε δεχθούν σύντομα στον Εσωτερικό Κύκλο της Ζυρίχης από τον επόμενο Οκτώβρη», συνέχισε ο Έβεστρος και έτριψε με αργές κινήσεις το δαχτυλίδι του. «Μόχθησα βέβαια να τους πείσω πως είσαι άξιος μιας τέτοιας σπάνιας τιμής, όμως…»

            «Διδάσκαλε!», αναφώνησε με γουρλωμένα μάτια ο Παύλος έσκυψε να φιλήσει το χέρι του Εβεστρου που παρέμενε παγωμένος και αυστηρός.

            «Σύνελθε Φύλακα του Φιδιού! Μην γίνεσαι έρμαιο των συναισθημάτων σου! Πως ξέχασες τα πρώτα μαθήματα που σου δίδαξα;»

            Ο Παύλος ήταν έτοιμος να καταρρεύσει από την συγκίνηση. Ένιωθε ευτυχισμένος, πλήρης και δυνατός. Τα όνειρά του γίνονταν πραγματικότητα. Εκείνος στην Ζυρίχη, στον Εσωτερικό Κύκλο της Αδελφότητας όταν ήξερε πως ελάχιστοι από κάθε χώρα επιλέγονταν κάθε τρία χρόνια για να μπουν σε μια μακρόχρονη και οδυνηρή δοκιμασία, ψυχική και σωματική, με πλήθος ασκήσεων και αποστολών, εργασιών και μυήσεων που, κάποιους ελάχιστους οδηγούσε εν τέλει στον προθάλαμο της Μέλαινας Ιεραρχίας. Μέλαινα Ιεραρχία! Που να το φανταστεί πριν λίγα χρόνια όταν…

            «Παύλο!…», άκουσε ξανά την μεταλλική φωνή του Διδασκάλου να ανεβαίνει μια οκτάβα και βγήκε από την ονειροπόλησή του. Ο Έβεστρος τον κοιτούσε αυτή τη φορά ολόισια στα μάτια. Κι είχε το βλέμμα του ένα βάθος απύθμενο, μια ευφυΐα μοχθηρή σαν μια απέραντη σκοτεινή θάλασσα από… σκοτωμένο αίμα! Τούτες οι λέξεις του ήρθαν στο μυαλό και δεν ήξερε γιατί.

            «Θα πρέπει να τελειώνουμε με την μικρή μας εκκρεμότητα. Και σύντομα μάλιστα. Εργάζεσαι επ’αυτού;»

            Ο Παύλος έφερε στο νου του τη Μάρω.

            «Ναι, και βέβαια Διδάσκαλε»

            «Και τι απόφαση πήρες;»

            Ο Παύλος έσκυψε το βλέμμα του στα παπούτσια του. Δεν άντεχε το βλέμμα του Εβεστρου πάνω του. Ήταν παγωμένο, τον ανατρίχιαζε

            «Απόψε», είπε τελικά και δεν είδε τον Έβεστρο που μειδιούσε ικανοποιημένος.

 

 

* * *

 

 

2

 

Είσαι η φλόγα και είσαι η φωτιά

δίνεις τη θέρμη και το φως

και ακέραια μένεις

Τόλμησε να αγγίξεις το τρόπαιο της αλήθειας!

να ζεις αξίζει, όχι να επιβιώνεις

 

Είσαι απέραντη και είσαι ωκεανός

στα άπειρα βάθη σου κοιμάται η αθανασία

Χώρισε με την θλίψη οριστικά

και άρπαξε τη Νίκη από τα μύχια της ψυχής σου...

 

 

Τ

α είχε μαζέψει όλα. Όλα ήταν εδώ, μπροστά στα πόδια της. Ένα κουβάρι, ένας σωρός, σκόρπια ερείπια των ονείρων και των ελπίδων της. Τα ρούχα του, τα πράγματά του, όσα είχε κάποτε πολύ αγαπημένα, ακριβά και σπάνια. Και όλα θα γίνονταν σε λίγο στάχτη και σκόνη. Όπως και η ζωή της.

            Τα έχωσε μέσα στο βαρέλι που είχε στην αποθήκη και το είχε με προσπάθεια μεγάλη σύρει έξω, στο υπόστεγο. Τα περιέλουσε με βενζίνη, άναψε το σπίρτο, το κοίταξε για μια στιγμή και το πέταξε μέσα στο βαρέλι. Έριξε μονάχα μια τελευταία ματιά στην πανέμορφη πυρκαγιά που είχε ανάψει και ύστερα γύρισε προς το εσωτερικό του σπιτιού. Θυμόταν καλά που θα έβρισκε εκείνο το αντικείμενο που της είχε κάνει δώρο πριν από πολλά πολλά χρόνια ο πατέρας της.

            Έσφιξε τα δόντια της, άγγιξε τους πονεμένους μελανιασμένους καρπούς της, το πρησμένο πρόσωπό της, πλήγωσε τις παλάμες της με το ίδιο της το αίμα και άνοιξε το κρυφό συρτάρι της κουζίνας που φιλοξενούσε τον λυτρωτή από τα βάσανά της...

 

            Ο Παύλος χάιδεψε απαλά το κιτρινισμένο, διαφανές εξώφυλλο του ντοσιέ που φιλοξενούσε το σύγγραμμα του ανώνυμου Ιησουίτη μοναχού, το σημαντικότερο κείμενο που είχε διαβάσει ποτέ, το κείμενο που είχε αλλάξει πριν από χρόνια όλη του τη ζωή και της είχε δώσει το αληθινό της περιεχόμενο. Χαμογέλασε. Άρχισε να γυρίζει τις σελίδες αργά αργά και να διαβάζει αποσπάσματα από Το Ανάγλυφο της Υποταγής...

...πρέπει να με θέλεις, να με θέλεις πολύ. Θα είσαι σκυφτή, γονατιστή και αφημένη σε μένα. Δεν ήξερες πως να υποταχθείς και εγώ σου τα έμαθα όλα. Η σχέση μας είναι ιερή, βαθιά και απρόσιτη στην εμετική ανοησία που οι κοσμικοί ονομάζουν "σαρκική επαφή". Τι να ξέρουν όλοι αυτοί, τι μπορούν να ξέρουν από τον Απόλυτο Έρωτα;... θα νιώθεις τον κνούτο να σημαδεύει το λευκό σου κορμί και θα ξέρεις πως έτσι αγαπάω εγώ και θα μου ζητάς να δυναμώσω τα χτυπήματα, να σε αγαπάω πιο πολύ, ώσπου να σχιστούν οι σάρκες σου και να τρέξει το αίμα σου. Για μένα. Για μένα που σου δόθηκα με όλη μου την ψυχή... θα πλένεις με το στόμα σου τον ορθωμένο ανδρισμό μου και θα υποδέχεσαι το λευκό μου νέκταρ και θα ξέρεις πως έτσι αγιάζομαι και αγιάζεσαι κι εσύ, γιατί αυτό είναι το αθάνατο νερό που θα σε τρέφει όσο είμαστε μαζί. Και θα είμαστε μαζί πια για πάντα. Για πάντα αγάπ...

 

Ο ήχος της συσκευής ενδοσυνεννόησης διέκοψε την απόλαυση της βύθισης του Παύλου στα χειρόγραφά του και δεν μπόρεσε να κρύψει τον εκνευρισμό του.

            "Τι είναι Μάγδα;"

            "Συγνώμη κε Παύλο", απάντησε αιφνιδιασμένη η ιδιαιτέρα του, "ο κος Χριστοφόρου σας θέλει, στην γραμμή 2".

            Τι θέλει πάλι αυτός ο μαλάκας, είπε χαμηλόφωνα ο Παύλος και πάτησε το αντίστοιχο πλήκτρο. Ο πατέρας της Μάρως του είχε γίνει στενός κορσές τελευταία. Έπρεπε όμως να κρατάει τα προσχήματα. Για λίγο καιρό ακόμη. Μέχρι να ολοκληρωθεί το σχέδιό του.

            "Έλα Περικλή", απάντησε με ανάλαφρο και χαρούμενο ύφος.

            "Καλημέρα", ακούστηκε η ξερή, βραχνή φωνή του 70χρονου παλιού Εκδότη. "Σε απασχολώ;"

            "Ρίχνω μια ματιά στην αλληλογραφία μου. Συμβαίνει κάτι;"

            "Είσαι καλά σήμερα;"

            "Καλά; Α, εννοείς για την αδιαθεσία που είχα χτες και δεν ήρθαμε στην δεξίωση... Ε, το στομάχι μου είναι πάντα πρόθυμο να με εκθέτει βλέπεις. Σας χαλάσαμε την βραδιά μήπως; Εγώ είπα στην Μάρω να έρθει. Εκείνη δεν ήθελε", αποκρίθηκε ο Παύλος και είχε αρχίσει να ιδρώνει κάπως.

            "Α, έτσι. Τέλος πάντων. Τελευταία έχετε χαθεί. Και η Μάρω... καλά, δεν είναι η στιγμή να τα πούμε. Το βράδυ, κατά τις εννιά χωρίς αναβολή σας περιμένουμε στο σπίτι. Μην διανοηθεί το στομάχι σου να σε κρατήσει στο σπίτι. Και το εννοώ", είπε ξερά ο εκδότης και έκλεισε το τηλέφωνο.

            «Άντε γαμήσου, κωλόγερε!», φώναξε σχεδόν ο Παύλος και πέταξε με μανία το μολύβι που κρατούσε στον απέναντι τοίχο. Έτσι κι αλλιώς, απόψε τελειώνουν όλα, όλα!, είπε μέσα από τα δόντια του και γέλασε σαρκαστικά. Και εννοούσε κάθε λέξη.

 

* * *

 

 

 

Ο

 Ιωακείμ Νατζάρ, περισσότερο γνωστός στους αδελφούς ως Έβεστρος, έριξε μια ματιά στη τηλεφωνική συσκευή και άφησε ένα μικρό αναστεναγμό. Ήταν μόνος, ολομόναχος στο σκοτεινό του γραφείο και μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του μια στιγμή συναισθηματικής αδυναμίας. Συμπαθούσε τον Παύλο, αληθινά τον συμπαθούσε. Ήταν ένας νέος φέρελπις, υπάκουος, σεμνός και μαζί αποφασιστικός, τάφος σε ό,τι αφορούσε την Αδελφότητα και απόλυτα αφοσιωμένος στον σκοπό. Ο Εβεστρος συνοφρυώθηκε. Ο Παύλος του θύμιζε τον εαυτό του. Ναι, υπήρχαν τόσα κοινά. Όμως, ο Παύλος δεν ήταν τόσο έξυπνος. Ούτε τυχερός.

            Ο Μέγας Μάγιστρος, έφερε τη συσκευή του τηλεφώνου πιο κοντά και δίστασε ακόμη για μια στιγμή πριν καλέσει σε κείνο τον αριθμό που θα σήμαινε το τέλος της σύντομης ζωής του μαθητή του.

            Κι ύστερα θυμήθηκε πως ήταν ένας Πρίγκιπας της Μέλαινας Ιεραρχίας και οι περιττοί συναισθηματισμοί στοίχιζαν. Και μάλιστα ακριβά. Πάτησε τα πλήκτρα και περίμενε.

            «Τι συμβαίνει φίλε;», άκουσε τη ζεστή, βαθιά φωνή από την άλλη πλευρά.

            «Είμαστε έτοιμοι. Απόψε κλειδώνει το δωμάτιο. Από αύριο μπορούμε να αρχίσουμε την ‘μετακόμιση’».

            «Είσαι σίγουρος φίλε μου; Μήπως ο ‘ιδιοκτήτης’ του σπιτιού έχει καμιά αντίρρηση;»

            «Ναι, υπήρξαν κάποιες συζητήσεις. Αλλά όλα απόψε τελειώνουν. Πότε θα γίνει η μετακόμιση;»

            Αυτό δεν έπρεπε να το ρωτήσει ο Εβεστρος αλλά ένας κόμπος του είχε κάτσει στο λαιμό. Ήταν έτοιμος να κλάψει. Φαίνεται πως είχε γεράσει επικίνδυνα και είχε γίνει ευσυγκίνητος και αυτό δεν έπρεπε να γίνει αντιληπτό ούτε γι’αστείο στην Μέλαινα Ιεραρχία.

            «Τι με ρώτησες;»

            «Απλά…»

            «Σύντομα, πάντως. Μην σε απασχολεί. Σε περιμένω επάνω μετά τη ‘μετακόμιση’. Να τα πούμε».

            «Ναι… χαρά μου. Καληνύχτα».

            Ο Μάγιστρος έκλεισε τη γραμμή και άφησε τον εαυτό του ελεύθερο. Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά του.

            Ο Παύλος θα μπορούσε να είναι, να γίνει δηλαδή ένας εξαιρετικός Πολεμιστής, ένας τέλειος αδελφός. Το είχε στο αίμα του, ήταν γεννημένος για την Αριστερή Όχθη. Η Αδελφότητα είχε αποδεχθεί την εύνοια του Εβεστρου απέναντι στον νεαρό και είχε εγκρίνει τα σχέδια προώθησής του στην κλίμακα. Μέχρι πρόσφατα όλα πήγαιναν ρολόι. Όμως, τα σχέδια είχαν αλλάξει ξαφνικά. Ο Εβεστρος δεν είχε ιδέα γιατί κι ούτε που θα μπορούσε να μάθει. Ο Παύλος θα εκτελούσε την αποστολή του όμως δεν θα έμενε για πολύ στην διεύθυνση των Εκδόσεων. Ίσως τελικά από την αρχή, στόχος να ήταν η μοναδική κληρονόμος των εκδόσεων, ίσως ο Παύλος να ήταν καταδικασμένος από την αρχή. Ποιος να κρυβόταν άραγε πίσω απ’αυτή την άθλια ιστορία; Ο Εβεστρος είχε κάποια υποψία αλλά δεν τολμούσε να την διερευνήσει. Θα ήταν αδιανόητο. Ασύλληπτο. Όμως, στο κόσμο των σκοτεινών συμφερόντων των μεγάλων συγκροτημάτων και των μαύρων Αδελφοτήτων όλα θα έπρεπε να τα υπολογίζει κανείς.

            Την ίδια στιγμή που μερικά χιλιόμετρα μακριά ο αγαπημένος του μαθητής ξεκινούσε την επιστροφή του από τα γραφεία των εκδόσεων στο σπίτι του, κάποιος άλλος, δεκάδες χιλιόμετρα μακριά ενημερωνόταν για την επόμενη… ‘μετακόμιση’ που θα αναλάμβανε έναντι κάποιας αμοιβής.

            «Συγνώμη αδελφέ!», ψιθύρισε ο Εβεστρος και πήρε το ποτήρι με το ακριβό του ουίσκι στο χέρι. «Συγνώμη», είπε πιο δυνατά και το ποτήρι έγινε θρύψαλα στο χέρι του.

 

* * *

 

3

 

Είσαι η πριγκίπισσα και είσαι το στέμμα

να ξέρεις πως μιλούν στα άστρα οι νεράιδες

να περπατάς ξυπόλητη στα μαγεμένα δάση

έτσι ονειρευόσουν σαν ήσουνα μικρή

το γάλα που σε έθρεψε είχε του φεγγαριού το ασήμι

 

Είσαι η Κυρά των Λουλουδιών και είσαι η Άνοιξη

να λούζεσαι στα νερά των άγριων ποταμών

και να χορεύεις τα πρωινά στα ξέφωτα με τον Αυγερινό

τούτος ήταν ο μαστός που σε γαλούχησε

οι ανάσες που σε νανούρισαν είχαν την ευωδιά του Έρωτα...

 

Η

 Σόνια κοίταζε το είδωλό της στον καθρέφτη του μπάνιου. Δεν ήταν κακή, καθόλου κακή, και αν και ποτέ δεν ήταν νάρκισσος, χαμογέλασε με ικανοποίηση. Ήταν ακόμη μια νέα, ποθητή, όμορφη γυναίκα και ο Σέργιος ένας γοητευτικός, επιτυχημένος και κοσμοπολίτης άντρας. Τούτο το δείπνο το αποψινό ίσως να έκρυβε το κλειδί που θα άνοιγε μια νέα πόρτα στη ζωή της. Εκείνος ήταν χωρισμένος με ένα παιδί, πολλά χρόνια μόνος. Εκείνη τότε, στο Πανεπιστήμιο τον είχε αρνηθεί, τώρα θα του παραδινόταν με όλη της την καρδιά.

            Ξαφνικά μελαγχόλησε.

            «Ξέχασα την φίλη μου που κινδυνεύει και χαριεντίζομαι στον καθρέφτη», είπε με ενοχικά συναισθήματα και σκοτείνιασε. «Αχ, βρε Μάρω, που να το φανταστείς κι εσύ τι...»

            Και άκουσε τον ήχο του τηλεφώνου της.

            «Ο Σέργιος!», είπε με χαρά και έτρεξε να το σηκώσει.

            "Καλησπέρα", άκουσε από την άλλη άκρη την φωνή του Παύλου και πάγωσε.

            "Εεε, καλησπέρα. Πως βρήκες το..."

            "Σήμερα σε είχα στο νου μου. Για να πω την αλήθεια, με δυσκολία δούλευα".

            Η φωνή του Παύλου είχε ένα ηχόχρωμα περίεργο, μοναδικό, σαγηνευτικό, σχεδόν σε παρέλυε. Δεν μπορούσε να αδικήσει την Μάρω που τον είχε ερωτευτεί από την πρώτη στιγμή.

            Η Σόνια κάθισε στον καναπέ της κι άναψε ένα τσιγάρο.

            "Λοιπόν, ξέρεις, σκεφτόμουν την πρωινή μας συνάντηση. Εσύ, με σκεφτόσουν καθόλου;", την ρώτησε και δεν μπορούσε να του πει όχι.

            "Ναι... δηλαδή, σκεφτόμουν πως..."

            "Πως ήμουν κάπως περίεργα απόμακρος, έτσι δεν είναι;"       

            "Δεν σε αδικώ. Ίσως να σε αιφνιδίασα".

            "Πράγματι, αυτό έκανες. Και δεν είμαι από τους τύπους που αιφνιδιάζονται εύκολα. Μπορεί και να θύμωσα ξέρεις λιγάκι. Με τον εαυτό μου όμως", είπε εύθυμα.

            "Να θεωρήσουμε λοιπόν την πρωινή μας επαφή μια απλή παρένθεση; Να την αφήσουμε πίσω και να κάνουμε μια νέα αρχή;", επιτέθηκε τώρα η Σόνια που ξανάμπαινε στο πετσί του πρωινού ρόλου της.

            "Χμμ... βλέπω είσαι αποφασισμένη να εντρυφήσεις στην Ιερή Επιστήμη. Μπράβο σου! Είσαι μια γενναία γυναίκα".

            Η Σόνια ικανοποιήθηκε με την φιλοφρόνηση και την θεώρησε απόλυτα σωστή. Τώρα ήταν αυτή που κινούσε τα νήματα και απολάμβανε την αντιστροφή των ρόλων.

            "Πότε θα ξεκινήσουν τα μαθήματα λοιπόν;", επιτέθηκε ξανά και τον ανάγκασε να κοντοσταθεί για λίγο.

            "Στον Εσωτερισμό δεν πρέπει να βιαζόμαστε. Θα σου ξανατηλεφωνήσω. Με μια συμφωνία όμως".

            "Να την ακούσω".

            "Να ξεκαθαρίσουμε τους ρόλους. Εγώ είμαι ο δάσκαλος κι εσύ η καλή και υπάκουη μαθήτρια. Ο,τι λέω είναι νόμος, αμφισβητήσεις και αντιρρήσεις δεν υπάρχουν. Σύμφωνοι;"

            Η Σόνια δεν άργησε να συμφωνήσει.

            "Σύμφωνοι. Και θα περιμένω τηλεφώνημά σου".

            "Σύντομα καλή μου, σύντομα. Καλό βράδυ", ήταν τα τελευταία του λόγια και η Σόνια άφησε το τηλέφωνο στον καναπέ με ανάμικτα συναισθήματα χαράς και φόβου.

            «Αρχίζει λοιπόν», μονολόγησε και ένιωσε την καρδιά της να επιταχύνει τον ρυθμό της. «Αρχίζει...»

 

* * *

 

 

4

 

Τα σύννεφα που γέμισαν τον ουρανό

είναι γεμάτα αίμα

χλομιάζει η γη στο κάθε Του βήμα

και αρνείται ν’ανασάνει ο ουρανός

 

Μα εσύ

στα μάτια κοίταξε τον

πιο δυνατή να γίνεις απ’το αίμα

πιο στέρεη απ’τη περπατησιά του φόβου

 

Ο άνεμος που σηκώθηκε από τα δυτικά

φέρνει μαζί του οιμωγές και βογκητά θανάτου

μονάχα βλάσφημα ερπετά Τον καλοδέχονται

ως και ο χρόνος ακυρώνεται μπροστά Του

 

Μα εσύ

τον άνεμο που ουρλιάζει ν’αγνοήσεις

κλείσε Του τα περάσματα, φυλάκισέ Τον

γιατί η ζωή σου πια μετριέται με στιγμές...

 

 

Ο

 Παύλος άγγιξε ξανά το ντοσιέ και ένα περίεργο ρίγος τον διαπέρασε. Ύστερα έσβησε την μηχανή και άναψε το εσωτερικό φως. Ήθελε πριν συναντήσει απόψε την αγαπημένη του, για τελευταία φορά, να πάρει ακόμη της δόσεις αυθεντικής ιδεολογίας την υποταγής από αυτόν τον εμπνευσμένο αδελφό του 1710...

 

...πέρασαν μέρες, μήνες, χρόνια, αιωνιότητες ολόκληρες ίσως μέχρι ο Κύριος να της φέρει σε επαφή, στην ευλογημένη επαφή που ιδρύσαμε εμείς οι δυο. Εσύ πια ξέρεις πολύ καλά ποια είσαι, ποιος είναι ο ρόλος σου. Κι αν ακόμη στερηθείς κάποτε την όρασή σου, μικρή σημασία θα έχει, γιατί τα μάτια σου είμαι εγώ και ό,τι βλέπω εγώ είναι αρκετό και για της δυο. Κι αν κάποτε στερηθείς την λαλιά σου, ασήμαντο κι αυτό θα είναι. Ο,τι χρειάζεται να ειπωθεί, το λέω εγώ και για τους δυο μας. Εσύ χρειάζεται να γνωρίζεις μονάχα να υποτάσσεσαι, να ευθυγραμμίζεις το κορμί σου στο χτύπημα του φραγγελίου, να προσφέρεις τα στήθη και το αιδοίο σου για να χαράξω ξανά και ξανά πάνω τους το σημάδι της Αγάπης μου. Γιατί αυτή είναι η ευλογία η δική σου και η ευλογία η δική μου. Γιατί αυτό είναι το κέντρο πια της ύπαρξής σου. Χωρίς εμένα, όλα αφανίζονται και γίνονται απλές, καθημερινές μέριμνες...

 

            Ο Παύλος έκλεισε το ντοσιέ και αναστέναξε. Τι οίστρος, τι θεία έμπνευση, τι χάρη απέπνεαν τα λόγια του ανθρώπου αυτού! Και αφού απήλαυσε την επιρροή του κειμένου πάνω του για λίγα δευτερόλεπτα, βγήκε από το αυτοκίνητο. Η καλή του θα τον περίμενε με το φαγητό ζεστό, την αγαπημένη του μπίρα παγωμένη και το κορμάκι της πρόθυμο να οργωθεί. Σ’αυτή την σκέψη ένιωσε να ερεθίζεται κιόλας αλλά αποφάσισε να κάνει υπομονή. Κάθε πράγμα στην ώρα του. Είχε οργανώσει το σχέδιό του προσεκτικά, με κάθε λεπτομέρεια. Πρώτα θα απολάμβανε για στερνή φορά την υψίστη ηδονή που θα του προσέφερε η σφιχτή στενωπός και το στόμα με τα βελούδινα χείλη της κι ύστερα θα την έσερνε ως το λουτρό για να την συνοδέψει στην απόδρασή της από το μάταιο τούτο κόσμο. Κι εκεί…, έφερε την εικόνα της σκοτωμένης από ηλεκτροπληξία Μάρως στο μυαλό του, ακίνητης, με τα μάτια γουρλωμένα να αντικρίζουν το τίποτε και τη γλώσσα έξω από το στόμα, καλοψημένης και υπέροχα… νεκρής και αισθάνθηκε να πρήζεται ο ανδρισμός του μέσα στο παντελόνι του. Πόσο ηλίθιος ήταν να έχει δισταγμούς στον Διδάσκαλο για κάτι που θα διαρκούσε τόσο λίγο και θα του έδινε τόση ηδονή! Όλα θα φαίνονταν ένα συνηθισμένο,  δυστύχημα ρουτίνας στο μπάνιο απ’αυτά που οι αστυνομικοί όλου του κόσμου αντιμετωπίζουν με βαριεστημένα μούτρα. Και ύστερα για κείνον ανοίγονταν οι ουρανοί για να πετάξει της το Υψηλό Πεπρωμένο του. Πλούσιος, ισχυρός και κάτοικος Ζυρίχης! Πόσο όμορφη τελικά μπορεί να είναι η ζωή!!

            Άνοιξε την εξώπορτα σιγοτραγουδώντας κάποιο σκοπό και ένιωσε έκπληξη που είδε όλα τα φώτα κλειστά. Ήταν περασμένες εννιά, νύχτα, δεν έβλεπε μπροστά του.

            «Μα, τι διάολο..»., αναρωτήθηκε και πίεσε τον διακόπτη δεξιά του. Δεν άναψε το φως. Βρισκόταν ξαφνικά μέσα στο πυκνό σκοτάδι κι αυτό τον ανησύχησε.     

            «Μάρω, Μάρω! Που είσαι;», φώναξε αλλά δεν πήρε καμιά απόκριση. Κάτσε να ανάψω το φως και θα δεις, μονολόγησε οργισμένος και θυμήθηκε πως στο σαλόνι υπήρχαν τα ασημένια κηροπήγια. Προχώρησε προσεκτικά, πιάνοντας τοίχους και σε λίγο μπόρεσε να φτάσει στο τραπεζάκι δίπλα στο τηλέφωνο που ήξερε πως υπήρχε ένα από τα κηροπήγια.

            «Μάρω, που είσαι; Δεν με ακούς, κοιμάσαι;», φώναξε πάλι αλλά δεν πήρε ξανά απάντηση.

            Βρήκε το κηροπήγιο αλλά δεν είχε πάνω του σπίρτα ή αναπτήρα.

            «Γαμώ το κέρατό μου, Μάρω, κατέβα αμέσως, δεν πήρες χαμπάρι ότι γύρισα;», φώναξε εις μάτην και πάλι.

            Σπίρτα είχε μονάχα στην κουζίνα. Προχώρησε προσεκτικά, σαν διαρρήκτης και αφού χτύπησε μια δυο φορές της τοίχους και βλαστήμησε της τόσες, άνοιξε κάποιο συρτάρι που ήξερε πως αυτή η μαλακισμένη έκρυβε τσιγάρα και σπίρτα –παρά την ρητή του απαγόρευση να καπνίζει, τώρα θα του χρειάζονταν- και άρχισε να ψαχουλεύει.

            «Θα δεις τι της να πάθεις, ασυνείδητη, ηλίθια!», συνέχισε να βρίζει αλλά τελικά βρήκε ένα κουτί σπίρτα και άναψε το κερί του. Το χλομό φως γέμισε τον χώρο. Τώρα τα πράγματα ήταν καλύτερα. Τώρα έπρεπε απλώς να ανέβει στην κρεβατοκάμαρα, να την ξυπνήσει και να της δώσει ένα καλό μάθημα που θα το θυμόταν για πολύ καιρό.

            «Είκοσι βουρδουλιές, στο πρόσωπο, ναι στο πρόσωπο, να δω εγώ αν θα ξαναβγείς από το σπίτι για κανά εξάμηνο, παλιομαλακισμένη!», μονολογούσε και η οργή τον είχε πλημμυρίσει, τον είχε μεθύσει σχεδόν.

            Άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά της εσωτερικής σκάλας και με γρήγορα βήματα έφτασε έξω από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Η πόρτα ήταν κλειστή.         

            «Κοιμάσαι ε; Και μου θρέφεις νιάτα, τεμπέλα, άχρηστη γαϊδούρα!», φώναξε με λύσσα και με μια κλωτσιά άνοιξε διάπλατα την πόρτα και εισέβαλλε στο δωμάτιο.

            Το τελευταίο πράγμα που πρόλαβε να αντικρίσει, ήταν την Μάρω  στην απέναντι γωνία να τον σημαδεύει με ένα περίστροφο. Ύστερα ακούστηκαν οι πυροβολισμοί.

 

 

* * *

 

 

5

 

Κράτησε τούτο που έχω να σου πω

η αλήθεια κρύβεται σε μυστικά δωμάτια

αν θες να βρεις αυτό που σε σκοτώνει

πρώτα να βρεις εκείνο που σε γέννησε

 

Θυμήσου αυτό που έχω να σου πω

κανέναν δεν νικάς, κανένας δεν σε νίκησε

εσύ ο όμως ήσουν εκείνος που σημάδευες

κι εσύ είσαι όμως που αναζητάς στην άλλη όχθη.

 

 

Τ

ο εστιατόριο ήταν ακριβό, για εκείνους που έχουν λεπτό γούστο και γεμάτο πορτοφόλι. Η Σόνια ήταν εκθαμβωτική στην λευκή τουαλέτα όμως και ο Σέργιος μεταμορφωμένος μέσα στο βραδινό του κοστούμι.

            «Είσαι η πιο όμορφη γυναίκα που γνώρισα ποτέ»,  της είπε λίγο αφότου κάθισαν και παρήγγειλαν το κρασί.

            «Νομίζω πως σε εμπνέει το περιβάλλον για να κάνεις φιλοφρονήσεις», του απάντησε εκείνη χαμογελώντας του γλυκά.

            «Το ίδιο θα σου πω και αύριο που θα σε κεράσω σουβλάκι στου Καράμπαμπα, στον Άγιο Διονύση. Έχεις πάει;», την ρώτησε και απολάμβανε το γέλιο της και την λάμψη των ματιών της.

            «Όχι, αλλά θέλω να με πας εσύ. Άλλωστε και τότε, παλιά, δεν σε ακολουθούσα όπου με πήγαινες;»

            «Ναι, ήσουνα καλό κορίτσι, δεν μπορώ να πω», είπε εκείνος και γέλασαν και οι δυο.

            Η ώρα ήταν περίπου 10 όταν χτύπησε το κινητό της Σόνιας και την διέκοψε από το φαγητό της. Μέχρι εκείνη την ώρα είχε προλάβει να του πει για τον τηλεφώνημα του Παύλου και την αλλαγή της στάσης του στο αίτημά της να γίνει μαθήτριά του. Ο Σέργιος δεν ήταν ενθουσιασμένος, κάποιο μικρό τσιμπηματάκι μάλιστα ζήλιας τον έπεισε πως στην πραγματικότητα το είχε μετανιώσει να ενθαρρύνει την Σόνια να μπει σ’αυτό το επικίνδυνο παιχνίδι. Ο Παύλος, όφειλε να το παραδεχτεί, δεν ήταν μόνο ένας επικίνδυνος τρελός, ήταν και πολύ γοητευτικός άντρας. Όμως, δεν μπορούσε να εμποδίσει την Σόνια να προσπαθήσει να σώσει την φίλη της. Και θα είχε το νου του σε κάθε της βήμα να την προσέχει και να είναι κοντά της.

            «Ώστε έτσι λοιπόν με τον κο Παύλο», είπε σε κάποια αποστροφή του λόγου του ο Σέργιος και δεν του άρεσε καθόλου ούτε το όνομα αυτού του αλήτη να προφέρει.

            Κι εκεί χτύπησε το κινητό της Σόνιας.

            «Όχι ρε γαμώ το, πάνω στο καλύτερο με κόβουνε», είπε παραπονιάρικα και απάντησε στην κλήση.

            Σε λιγότερα από είκοσι λεπτά, βρίσκονταν και οι δυο στο Αστυνομικό Τμήμα. Εκεί είχε βρεθεί και ο Αντώνης. Ένας αρχιφύλακας τους περιέγραψε τι είχε γίνει. Η Μάρω είχε αδειάσει έξι σφαίρες στον Παύλο που είχε πεθάνει σχεδόν ακαριαία μέσα σε μια λίμνη αίματος. Μάλιστα, το κρανίο του είχε σχεδόν πολτοποιηθεί, οι τελευταίες σφαίρες ήταν εξ’επαφής όταν είχε ήδη παραδώσει το πνεύμα. Ύστερα εκείνη πήγε και παραδόθηκε. Με την μπλούζα όμως μέσα στα αίματα. Και τα ομολόγησε όλα. Ήσυχα και απλά. Ο Αξιωματικός Υπηρεσίας δεν πίστευε στ’αυτιά του. Και όλα έπαιρναν τον δρόμο τους. Η Μάρω ήταν τώρα με τον δικηγόρο της οικογένειας σε κάποιο δωμάτιο του κτιρίου και συζητούσαν. Ο νεαρός αστυνομικός τους είπε πως είχε την όψη νεκροζώντανου, «κάτι το φοβερό», αλλά ήταν «ψύχραιμη και συγκροτημένη», πρόσθεσε κουνώντας το κεφάλι του με θαυμασμό.

            Η Σόνια χρειάστηκε να καθίσει για να μην λιποθυμήσει. Ο Σέργιος δεν ήξερε τι να πει. Ο Αντώνης ύστερα από λίγη ώρα αποχώρησε αλλά είπε και όμως δυο πως θα βοηθούσε την Μάρω με όποιες γνωριμίες είχε, και δεν ήταν λίγες.

            «Θέλω να την δω Σέργιε», είπε η Σόνια και το βλέμμα της έδειχνε το δράμα της ψυχής της.

            «Κάτσε να μιλήσω στο Διοικητή, περίμενε», της απάντησε εκείνος και απομακρύνθηκε.

            «Ο πατέρας της, η μητέρα της...», ρώτησε η Σόνια τον αστυνομικό.

            «Δεν έχουν έρθει ακόμη», απάντησε εκείνος και μετά πρόσθεσε «Τι σοκ θα πάθουν κι εκείνοι»

            «Να σου πω την αλήθεια, κανένας δεν θα ομολογήσει τα αληθινά του συναισθήματα», είπε εκείνη και έκανε τον αστυνομικό να απορήσει.

            «Δηλαδή;»

            «Όταν θα γίνει η δίκη θα το καταλάβεις», συμπλήρωσε η Σόνια και γέλασε πικρά. «Δυστυχώς για κείνη όμως, θα είναι αργά. Πολύ αργά».

 

* * *

 

 

 

 

Το τέλος του κύκλου

 

 

Άδειος ο ουρανός

τα σύννεφα τεμαχισμένα όνειρα

το στερέωμα

ένα ματωμένο πρόσωπο

κι ο ήλιος που ανατέλλει

ξερνάει ένα άρρωστο

σκοτωμένο φως…

 

Ένοχος ο ουρανός

και η σελήνη θριαμβεύει πάλι

πως επιτρέπεις Ασημένιε Χορευτή

να διακορεύουν τα παιδιά σου;

πως αντέχεις Μέλαινα Κυρά

που βλέπεις να ανασκολοπίζουν

τα ακριβά σου τέκνα;

 

Έχει δύσει τούτος ο κόσμος

και αρνείται να πενθήσει ο χρόνος

φύλαξε όμως τις παλιές μοναξιές σου

κράτησε την οργή, το θυμό σου,

ένα σύμπαν καινούργιο χτίζεται τώρα

και χρειάζεσαι θύελλες στο βλέμμα σου

για ν’αντέξεις το τρόμο

και χρειάζεσαι όλη την αγάπη σου

για ν’αντέξεις το άδειο…

 

…ένα σύμπαν ολοκαίνουργιο

ετοιμάζεται τώρα  

διάλεξε με ποιον θα κατοικήσεις

στη φωλιά των νεκρών προσευχών

με τη φωτιά Προμηθέας σε αφιλόξενη κλίνη

με το χώμα σάβανο, γενέθλια γη

ή με το όνειρο αντάρτη

φωτοδότη αστέρα

και πολεμιστή…

 

 

Ο

Περικλής Χριστοφόρου έκλεισε την πόρτα του γραφείου του και σωριάστηκε στην μεγάλη, δερμάτινη πολυθρόνα του. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει, η ψυχή του έκλαιγε, το σύμπαν είχε καταρρεύσει γύρω του. Το βλέμμα του έπεσε άδειο και κουρασμένο στη φωτογραφία της Μάρως που χαμογελούσε ανάλαφρα στη βεράντα του σπιτιού τους, κάποια χρόνια, κάποιους αιώνες πριν. Αναλύθηκε σε λυγμούς. Είχε γυρίσει πάλι από τη φυλακή. Άλλη μια μέρα στη φυλακή, κοντά της, ένα μήνα τώρα, δίπλα στην αγαπημένη του κόρη, τον ατίμητο θησαυρό του. Άλλη μια μέρα που το παράλογο πλημμύριζε τη ζωή του. Ήταν απίστευτο, όλα ήταν απίστευτα τον τελευταίο καιρό.

            Δεν είχε καταφέρει ακόμη να συνέλθει όταν τον τάραξε ο ήχος του τηλεφώνου. Δεν είχε ούτε το κέφι ούτε την ενέργεια να μιλήσει με κανέναν αλλά αποφάσισε να απαντήσει στην κλήση, δεν κατάλαβε γιατί. Σήκωσε με αργές κινήσεις το ακουστικό έτοιμος να αντιμετωπίσει άλλον έναν δήθεν σοκαρισμένο συγγενή που θα ήθελε να πληροφορηθεί όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες των γεγονότων.

            Όμως η φωνή που άκουσε τον έκανε να παγώσει.

            «Καλησπέρα».

            Αυτός! Ύστερα από τόσο καιρό, μετά από όσα είχαν γίνει… Είχε βουβαθεί. Δεν έβρισκε τίποτε να πει.

            «Ξέρω πως είσαι στην πιο δύσκολη περίοδο της ζωής σου. Σε νιώθω, αλήθεια στο λέω».

            «Πως… εσύ!…», προσπάθησε να ψελλίσει αλλά ο συνομιλητής του δεν είχε σκοπό να του επιτρέψει να αρθρώσει λέξη.

            «Τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα είχαμε κατά νου, έτσι δεν είναι; Όμως, τι να πεις, από μια άποψη δεν είναι και τόσο άσχημες οι εξελίξεις. Όταν θα ηρεμήσεις και το ξανασκεφτείς αδελφέ μου, θα συμφωνήσεις μαζί μου».

            Η θλίψη για την κατεδάφιση της ζωής της Μάρως είχε δώσει τώρα τη θέση της σε μια οργή που φούσκωνε σαν κύμα μέσα του. Αυτός ο άνθρωπος ήταν αδίστακτος. Και μόνο που τον άκουγε ένιωθε σαν να του μιλάει ένα φίδι.

            «Ξέρω τι σκέφτεσαι. Έχω συνηθίσει να με απεχθάνονται όσοι δεν με καταλαβαίνουν. Όμως να ξέρεις αδελφέ μου, είμαι, είμαστε μάλλον, ακόμη μαζί σου. Μπορεί να μας εγκατέλειψες κάποτε για να ακολουθήσεις την… ορθή οδό αλλά εμείς δεν σε ξεχάσαμε. Ποτέ δεν ξεχνούν οι Πρίγκιπες. Καλό σου βράδυ. Και καλή τύχη»

            Η σύνδεση διακόπηκε και άφησε τον πατέρα της Μάρως άλαλο σαν υπνωτισμένο. Τα λόγια του ανθρώπου αυτού τον είχαν παραλύσει όπως το δηλητήριο της κόμπρας.

            Ο Χριστοφόρου κατέβασε το ακουστικό και κοίταξε ξανά τη φωτογραφία με την ευτυχισμένη Μάρω μιας άλλης εποχής.

            «Εσύ όμως μάτια μου σε τι έφταιξες;», αναρωτήθηκε και νέοι λυγμοί ήρθαν πάλι να σπαράξουν το καταπονημένο σώμα του.

 

 

* * *

 

Αύγουστος 2004

Δεκέμβριος 2005