Π ο ί η σ η

 

 

Η μυητική έκρηξη...

 

Ποια είναι η αυγή της ποίησης; Είναι δυνατόν να καθορίσεις μια σταθερή αρχή; Μια εκκίνηση; Ίσως να θυμάσαι το πότε πρωτόγραψες, το πότε έπιασες μολύβι και χαρτί και σκάρωσες μερικούς στίχους, όμως, μπορείς αληθινά να ισχυριστείς ότι ‘τότε και εκεί’ ξεκίνησες να είσαι ‘ποιητής’; Μπορείς, αληθινά, να έχεις ένα σημείο αναφοράς; Δεν έχω απαντήσει ακόμα σε όλες αυτές τις ερωτήσεις αλλά και σε πολλές άλλες ‘ακανθώδεις’. Όπως, π.χ., τι είναι αυτό που ωθεί κάποιον να γράψει; Γιατί το χέρι υπακούει και σε ποίου την εντολή να αρχίσει να οικοδομεί λεκτικά αρχιτεκτονήματα πάνω σ’ένα λευκό χαρτί; Και, πως επικοινωνείς με όλο τούτο; Πόσα κομμάτια από σένα συμμετέχουν σ’αυτή τη δράση; Είναι μια αυθεντική έκφραση του είναι ή μήπως κάποια στιγμή αποκεκαλύπτεται πως είναι άλλη μια δράση διαφυγής; Μια έντεχνη κατασκευή; Μια περίπου προκάτ διαδικασία;

Ερωτήματα, ερωτήματα… συνεχή και σφυροκοπητά! Κείνο που ξέρω πάντως είναι πως ποιητή με έκανε… ο Εγκέλαδος!

Το καλοκαίρι του 1981, μετά τους σεισμούς στις Αλκυονίδες, το Λουτράκι έμοιαζε με εργοτάξιο. Πολλές πολυκατοικίες είχαν σωριαστεί καταγής και η δική μας, στο μέτωπο της παραλίας, δεν είχε υποστεί και λίγες ζημιές. Είχε αντέξει όμως. Και ο πατέρας μου, ως έμπειρος Μηχανικός, είχε αποφασίσει να συνεργαστεί με τον συνάδελφό του που είχε χτίσει την πολυκατοικία περίπου 8 χρόνια πριν και κρατούσε ένα διαμέρισμα στο ισόγειο για τις καλοκαιρινές του διακοπές. Έπρεπε να ενδυθούν όλες οι κολώνες, κυρίαρχα οι γωνιακές με τους περίφημους ‘μανδύες’ αλλά  να ελεγχθούν ξανά και ξανά όλα τα διαμερίσματα –και ήταν πάρα πολλά – για τυχόν –τυχούσες είναι το σωστό αλλά… τέλος πάντων - σοβαρές ζημιές στον φέροντα οργανισμό. ‘Εκείνο το καλοκαίρι’ λοιπόν, [κατά τον τίτλο της περίφημης ταινίας του ’70 με Κομνηνό – Ναθαναήλ που έκλαιγαν ως και τα φύκια στις αμμουδιές με τη μουσική του Σπανού αλλά και το τραγικό τέλος της ωραιοτάτης πρωταγωνίστριας], ξεκίνησε η μεγαλειώδης και θριαμβική ποιητική μου πορεία προς τα Ολύμπια Δώματα της αιωνίου Δόξης!  Αφορμή υπήρξε μια γλυκυτάτη νεαρά ονόματι Μίνα –Ασημίνα την είχαν βαφτίσει οι γονείς της μην και χαθεί το πολύ καλόγουστο αυτό όνομα – εις την οποία και έστρεψα την προσοχή μου ευθύς αμέσως με την εγκατάστασή μας στο μικρό μας διαμέρισμα, αρχές Ιούλη. Η Μίνα συνόδευε την μητέρα της και τον μικρότερο αδελφό της καθ’εκάστην στην ωραία παραλία και απολάμβανε τον ήλιο, τη θάλασσα, τους λουκουμάδες των περαστικών μικροπωλητών αλλά δεν απολάμβανε εμένα! Αυτή ήταν μια παράλειψη που αισθάνθηκα ότι έπρεπε να αποκαταστήσω ταχέως. Όμως, δεν ήταν καθόλου εύκολο. Η νεαρή –περίπου στην ηλικία μου, ίσως λίγο μικρότερη – κοπέλα, ευρισκόταν υπό στενή παρακολούθηση διαρκώς. Τα μέλη της οικογενείας της είχαν μετακομίσει στο διαμέρισμα αυτό μετά τις σοβαρές ζημιές της οικίας των στην Περαχώρα, που, πραγματικά παρουσίαζε ένα σπαρακτικό θέαμα ερειπωμένης κώμης. Συχνά πυκνά, έκανε την εμφάνισή του και ο πατέρας και αρχηγός κλείοντας έτι περισσότερον τον ήδη ασφυκτικόν κλοιόν γύρωθεν της χαριτοβρύτου νέας. Το να την πλησιάσω λοιπόν, να της εκφράσω τον πάναγνο και αμόλυντο εφηβικό έρωτά μου ήταν εξαιρετικά δύσκολο έργο! Την παρακολουθούσα να κάθεται στην παραλία, να παίζει με τον αδελφό της, να συνομιλεί με τους δικούς της και ως εκεί. Τούτη η απόσταση εγέννησε πιθανώς και τους πρώτους στίχους, τους γενέθλιους στίχους μου! Ένα απόγευμα, καθισμένοι και οι δυο στα μικρά μπαλκονάκια μας, παρακολουθούντες την αργήν πορείαν του ηλίου προς τη νυχτερινή του ανάπαυσιν, οι κάτωθι στίχοι αβιάστως εξεχύθησαν εις το ριγέ χαρτί της κόλλας αναφοράς:

 

Δυο ματιές

Δυο κύματα

Κι ο αέρας που σου παίρνει τα μαλλιά

 

Δειλές φωνές

Κάποια αισθήματα

Ένα παιδί που σ’αγαπούσε σιωπηλά…

 

Το έμπλεο αχράντου λυρισμού ποίημα, απόσπασμα του οποίου παρέθεσα, ήταν αρκετό για να απελευθερώσει έναν ποταμό στο εσωτερικό μου σύμπαν. Είχα ανακαλύψει την γραφή! Κι όσο κι αν τα πρωτόλεια πονήματά μου φαντάζουν σήμερα ‘παιδιάστικα’, ακατέργαστα και πλήρη ρομαντικών χρωματισμών –μην ξεχνούμε πως ήμην ένας νεανίσκος 14 ετών – δεν μπορώ να μην αισθάνομαι ιδιαιτάτην συγκίνησιν κάθε φορά που αναμιμνήσκομαι τα θερινά εκείνα απογεύματα που, εξ’ αφορμής του σφοδρού εκείνου ‘ρομάντσου’ –που παρέμεινε μια μοναχική υπόθεσις πάντως – συνέγραφα τα πρώτα ποιήματά μου!

Τι υπέροχος ήταν ο νέος κόσμος τον οποίο μόλις δειλά δειλά ανίχνευα με κάθε μου λέξη, με κάθε στίχο, με κάθε ‘ολοκληρωμένο’ ποίημα! Ανάλογα συναισθήματα θα πρέπει να είχε και αυτός ακόμη ο ammiraglio - comandante Χριστόφορος Κολόμβος ότε αντίκριζε τις αμμουδιές του Νέου Κόσμου! Και σύντομα, πολύ σύντομα, η αρχική μου απόφασις να επιδώσω τα ποιήματά μου αυτά εις την μούσαν μου, ήτις αμέριμνος ατένιζε μεταμεσηβρίως τον ορίζοντα από τον εξώστη της, πέρασε μάλλον σε δεύτερη μοίρα. Το μείζον πλέον, δεν ήτο ο παραλήπτης αλλά ο αποστολεύς, ο συγγραφεύς! Η εσωτερική αυτή αποκάλυψη με γέμισε με ηδονάς που παρομοίους μόνον εις την ερωτικήν συνεύρεση μπορεί κανείς να αισθανθεί και να βιώσει ως τα κατάβαθα του είναι του. Ακόμη τότε ίσως να μην μπορούσα, βεβαίως, να το αντιληφθώ στην ολότητά του, να μην ήμουν σε θέση να το γευτώ, να το εμπεδώσω σε όλες του τις διαστάσεις. Είναι βέβαιον όμως, πως από εκείνο το καλοκαίρι κι έπειτα, η πορεία προς τα Ηλύσια Πεδία της Αθανασίας και των Άμβροτων Θεών είχε χαραχτεί!

Παραλλήλως με την συγγραφή, ξεκίνησα δειλά δειλά και την ανάγνωση ενίοτε δε και την μελέτη ποιητών και λογοτεχνών εν γένει [με ή δίχως γένι… κρύο αστείο, εντάξει, αλλά μου’ρθε και το σερβίρισα…]. Τα χρόνια που ηκολούθησαν τις πρώτες μου ‘μουτζούρες’, συναντήθηκα με πάμπολλες αδελφές ψυχές. Οι περισσότερες, ομολογώ, δεν ήταν πλέον με το ένσαρκο μανδύα τους ανάμεσόν μας. Είχον προ πολλού ίσως και προ αιώνων εκδημήσει. Όμως, για μένα δεν είχε καμιά σημασία να ‘συνομιλώ’ με τεθνεώτες ομογάλακτους και ‘ομόσταυλους’ θεράποντες των Μουσών. Μορφές όπως ο Πόε, ο Μποντλαίρ, ο Ρεμπώ, ο Βερλαίν, ο Απολλιναίρ, ο Καρυωτάκης, ο Καβάφης και πολλοί άλλοι άρχισαν να με συντροφεύουν σταθερά στις ποιητικές μου εξερευνήσεις. Δεν μπορώ να ισχυριστώ όμως πως η Ποίησις ήταν η περιοχή στην οποία παρέμεινα πιστός. Δια μέσου της ποίησης αίφνης ανεκάλυψα πως και πολλά άλλα είδη γραφής και ιδιαίτερα ο φιλοσοφικός στοχασμός, μού μετέδιδαν ρίγη συγκινήσεως και αφορμές για εσωτερικές καταρριχήσεις!

Εύκολα λοιπόν, μπορεί κάποιος να κατανοήσει πλέον και μετά από 17 περίπου σελίδες εξομολογητικών περιγραφών το γιατί τολμώ να ισχυρίζομαι πως από ‘βρεφικής’ σχεδόν ηλικίας θεωρώ εαυτόν σύσκηνον των μυστικιστών και εναύλιον του Ναού του Μυστικού Δόγματος. Δεν ήτο πλέον μακρινή η μαγική Ήπειρος του Εσωτερισμού, του Αποκρυφισμού και της Ιεράς Επιστήμης! Θα περνούσαν πολλά χρόνια βεβαίως μέχρι να καταπλεύσω στα άγια ύδατά της όμως, ήμουν κιόλας επιβάτης του μοναχικού μου πλοίου που ως αδήριτος ανάγκη με οδηγούσε εκεί!

Η ‘μυητική έκρηξις’, καθώς την χαρακτηρίζουν οι παλαιοί μύσται, θα ερχόταν στα φοιτητικά μου χρόνια και θα ήταν τρομακτική, εγκατιαίας και τεκτονικής ισχύος και θα άλλαζε τη ζωή μου για πάντα!!