Advocatus Sancti Sepulchri

 

 

Γιατί ήρθες ως εδώ

ταπεινέ ιππότη της Λωρραίνης

χωρικέ της Προβηγκίας

ανώνυμε άνθρωπε της Εσπερίας;

συντρίμμια είναι τα ιδανικά σου

πριν καν ξεκινήσεις από τη μακρινή σου εστία

στα σάπια δόντια σου

κρατούσες έναν εφιάλτη

από τα οράματά σου

δεν ερμήνευσες σωστά κανένα

η καρδιά σου είχε ένα παλμό αλλόκοτο

η ματιά σου έχει ερωτευτεί την αρπαγή

την απληστία

στο δρόμο προς τη Βασιλεύουσα

δήωσες

βίασες

έκλεψες

σταύρωσες το Χριστό ξανά

άπειρες φορές

κάρφωσες το σώμα Του

έφτυσες στο τάφο Του

και ήρθες απόψε να τον λευτερώσεις…

 

ιερέ πολεμιστή

με το κόκκινο σταυρό στο στήθος

είσαι ακόμη ρυπαρός

χαμερπής και ανόητος

χάραξες το σύμβολο της ζωής

και έγινες κιόλας ο ίδιος

θάνατος και καταστροφή

γύρισε πίσω!

άδραξε την ευκαιρία που σου δίνω

γύρισε στη πατρίδα σου

εκεί να ανακαλύψεις το βασίλειο

της καρδιάς σου

γίνε της ζωής σου σταυροφόρος

γίνε των παιδιών σου ήρωας

με την απαντοχή σου

με το άδολο χαμόγελό σου

με το ζεστό σου χάδι

και μέρεψε επιτέλους

για μια αιωνιότητα

τη καταιγίδα της ψυχής σου…

 

θωρακοφόρε μαχητή του Χριστού

σε απεχθάνομαι!

ήρθες να ιδρύσεις ένα μυθικό Βασίλειο

ήρθες να στοιχειώσεις τα βήματα Εκείνου

στο βρώμικό σου χνώτο

το αίμα όσων έσφαξες

στη Νίκαια

στο Δορύλαιο

στην Αντιόχεια

πηχτό το άλικο ιερό ποτάμι

ακόμα ζέχνει

πίσω από τούτη τη γυαλισμένη πανοπλία

χτυπάει του σταυρωτή η καρδιά

κι όμως

ακόμη δεν τελειώσαν όλα

γίνε ξανά παιδί!

και τότε έλα πάλι

να σε υποδεχθώ όπως σου πρέπει

γίνε ξανά παιδί

πέτα τις πανοπλίες

χαμογέλασε στον άνεμο

στη θάλασσα

στο χώμα

κι έλα ξανά

να σου ανοίξω την Πύλη για το μοναδικό Βασίλειο

του αληθινού εαυτού σου!

 

μικρέ πολεμιστή

με το μικρό σου ανάστημα

και τα μεγάλα όνειρα

τους κόκκινους μανδύες

τους πορφυρούς χιτώνες

σε αποδιώχνω!

τα χέρια σου στάζουν θάνατο

τα μάτια σου στάζουν λάγνα φρίκη

και σηώδεις σκέψεις

κλωθογυρίζουν στο κεφάλι σου

γύρισε πίσω!

ψάξε ξανά

βαθιά

αν θέλεις τείχη να γκρεμίσεις

γκρέμισε τα δικά σου

κι αν δεν σου κάνει ο ουρανός που άφησες

στη Νορμανδία

στη Βουλώνη

στις ακτές της Ιταλίας

φτιάξε λοιπόν ένα καινούργιο

κι αν δεν ξεδίψασες

απ’το νερό που έπινες

άντλησε απ’τα φρέατα της ψυχής σου

όση αθανασία σου απέμεινε

που να μην σε σκοτώνει!

 

ξανθομάλλη πορθητή του Ωραίου

φυλακισμένε ελεύθερε

γοργά βαδίζει η νύχτα σε τούτη τη γη

πρέπει να φύγω

πάνω απ΄τα θεόκτιστα τείχη

που ονειρεύεσαι να πάρεις

ξημερώνει ένας ήλιος άρρωστος

ξημερώνουν ατσάλινες ώρες

και μέρες οργής

οιμωγές αθώων

νεκρών αποφορές

ράκη ιδεών

αποστάγματα φωτιάς

του Εσταυρωμένου ο βηματισμός

του Ανθρώπου ο ρόγχος

κι έχω για αιώνες

τόσα βλέμματα να ορθώσω

κι έχω για νύχτες αναρίθμητες

τόση ελπίδα να στερεώσω…

 

Νοε 2009