Υδρονόη

 

Πρωινό Χριστουγέννων

 

Ο Αντώνης διέκοψε το διάβασμα του βιβλίου του, έσυρε το βλέμμα του έξω από τις σελίδες και το άπλωσε στο πουθενά.

            “Να υπάρχουν άραγε κι άλλοι άνθρωποι σαν κι εμένα;”, αναρωτήθηκε φωναχτά και άκουσε τη φωνή του σαν φριχτό αντίλαλο που του επέστρεψε το ερώτημά του αμέτρητες, βασανιστικές φορές..

            Κατέβασε το ανοιχτό βιβλίο και το άφησε στα πόδια του. Έκλεισε τα μάτια και επανέλαβε την ερώτηση από μέσα του. Το βουητό ήταν το ίδιο ενοχλητικό και μόρφασε. Ύστερα άρχισε να κλαίει. Να κλαίει με λυγμούς και διπλώθηκε στα δυο. Το βιβλίο έπεσε στο πάτωμα. Μετά από λίγο έπεσε δίπλα του κι εκείνος.

            Έκλαψε για ώρα, πολλή ώρα και αφού χαλάρωσε, αποκοιμήθηκε. Μισόγυμνος, στο χαλάκι του υπνοδωματίου του, δίπλα σε ένα ανοιχτό βιβλίο του Μπόρχες.

 

            Με ξύπνησε ο ήχος του κουδουνιού. Κι αμέσως μετά ένα ισχυρό σοκ. Μια κακόηχη συμφωνία πόνων με πλημμύρισε. Ήμουν παγωμένος, ξυλιασμένος και τα μέλη μου δεν λάμβαναν καμιά εντολή απ’τον εγκέφαλο. Το κουδούνι επέμενε. Έψαξα με το βλέμμα μου το ψηφιακό ρολόι του κομοδίνου αλλά δεν μπορούσα να διακρίνω τίποτε. Και τότε συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν στο πάτωμα. Με το δεξί μου πόδι κλώτσησα το βιβλίο που βρέθηκε με μιας κάτω από το γραφείο, στον απέναντι τοίχο.

            “Τι σκ...”, ψέλλισα και μάζεψα όλες μου τις δυνάμεις για να σηκώσω το κοκαλωμένο κορμί μου από το δάπεδο. Τα κουδουνίσματα συνεχίζονταν σαν δαιμονισμένα.

            “Ποιος μαλ… είναι τέτοια ώρα, γαμώτο!”, φώναξα και άκουσα τη φωνή μου βραχνή, αλλόκοτη. Καθώς έκανα μια κίνηση να σηκωθώ, χτύπησα το δεξί μου αγκώνα στο ένα πόδι του κρεβατιού.

            “Να πάρει!”, ξαναφώναξα και η φωνή μου ήταν λίγο πιο καθαρή. Τελικά, μετά από αρκετές προσπάθειες σηκώθηκα, στάθηκα με δυσκολία στα πόδια μου και αμέσως μια φριχτή ζαλάδα, σαν σκοτοδίνη με πλημμύρισε, με χτύπησε σαν θύελλα και παρά λίγο να με ξαναστείλει στην οριζόντια θέση. Μπόρεσα να κρατηθώ μέχρι να περάσει το ανεπιθύμητο φαινόμενο και μετά, ψαχουλεύοντας ανάμεσα στα βιβλία της ραφιέρας, βρήκα τον διακόπτη στο τοίχο και άνοιξα το φως. Με βήματα ασταθή πλησίασα την  καρέκλα πίσω από το κρεβάτι μου, πήρα, χωρίς να κοιτάζω ένα μπλουζάκι από το σωρό των ρούχων, το φόρεσα και άκουσα ξανά το αναθεματισμένο το κουδούνι.

            “Κάτι σοβαρό θα είναι... έρχομαι!”, είπα ανεβάζοντας τη φωνή μου στο τέλος και άνοιξα τα μάτια μου αποφασιστικά για να προσαρμοστώ στο περιβάλλον. Τα ερεθίσματα ήταν οδυνηρά, η ζαλάδα μαινόταν αλλά το σώμα μου άρχιζε να ανεβάζει σταθερά την θερμοκρασία του.

            Τα βήματα μέχρι την εξώπορτα μου φάνηκαν μια απίστευτη δοκιμασία. Και μονάχα όταν άνοιξα την πόρτα συνειδητοποίησα ότι εκτός από το t-shirt και το σλιπάκι μου, δεν φορούσα τίποτε άλλο.

            Και στο κατώφλι με κοιτούσε χαμογελαστή η πιο όμορφη γυναίκα που είχε δει ποτέ μου!

 

            Μέσα από το θολό μου βλέμμα διέκρινα ένα υπέροχο κεφάλι μιας κοπέλας με μακριά ξανθά μαλλιά που είχαν μια περίεργη λάμψη. Πριν προλάβω να διακρίνω λεπτομέρειες στην μορφή της, ένας ανεμοστρόβιλος με ταρακούνησε και η μορφή εξαφανίστηκε από μπρος μου. Το μόνο που αισθάνθηκα ήταν πως τα ρούχα της… αυτό που φορούσε έμοιαζε με κείνα τα περίεργα φορέματα των γυναικών στο Μεσαίωνα ή κάπως έτσι, όμως, κάτι δεν πήγαινε καλά… αλλά τι σημασία είχε; Κάποιο αποκύημα της ζωηρής φαντασίας μου ήταν, γέννημα της ζάλης, της θολούρας και…

 

            Ο Αντώνης απέμεινε για λίγο ακίνητος με ένα αξιοθρήνητο ύφος να κοιτάζει τον διάδρομο της πολυκατοικίας και να αναρωτιέται αν όντως χτυπούσε το κουδούνι κανείς ή ήταν μια ανόητη φάρσα από κάποιο καλόπαιδο της γειτονιάς. Μετά αποφάσισε να κλείσει την πόρτα καθώς κρύωνε πολύ και να γυρίσει στο δωμάτιό – καταφύγιό του. Σαν σε κάποιο όνειρο, σαν σε σκηνή από τα διηγήματα του Μπόρχες που διάβαζε τελευταία, κάποια πανέμορφη κοπέλα είχε εμφανιστεί στο κατώφλι της εξώπορτάς του αλλά, βέβαια, σκέφτηκε και χαμογέλασε πικρά, ποια κοπέλα θα μπορούσε να ενδιαφέρεται για κείνον και μάλιστα όμορφη σαν θεά...

 

            Όταν την είδα να με περιμένει όρθια στη μέση του δωματίου, έβγαλα μια κραυγή τρόμου. Τα μάτια μου ήταν βέβαια πρησμένα και το κεφάλι μου βούιζε σαν καζάνι έτοιμο να εκραγεί αλλά δεν μπορούσα να λαθεύω τόσο. Ήταν όντως εκεί, ήταν πραγματική! Μια ψηλή, ξανθιά θεά, σαν μυθική Βαλκυρία, στεκόταν αγέρωχη, περήφανη και εκπληκτική στη μέση του άθλιου δωματίου μου και...

            Το φόρεμά της... ή είχα αρχίσει να τρελαίνομαι ή αυτό το πρωινό συνέβαιναν όλα τα παράλογα μαζί. Το φόρεμά της, μακρύ, γαλάζιο και ασημένιο, σαν ποδήρης χιτώνας ή μάλλον, σαν μεταξένια νυχτικιά, από αυτές που φορούν κάποιες πλούσιες ηθοποιοί του σινεμά, της έδινε ακόμη μεγαλύτερο ύψος και... ανέμιζε! Αυτό ήταν το παλαβό της υπόθεσης! Ανέμιζε λες και βρισκόταν στο κατάστρωμα κάποιου πλοίου και το έπαιρνε απαλά η βραδινή αύρα!

            Δεν μπορούσα να βγάλω μιλιά. Δεν ήμουν ικανός να αρθρώσω λέξη. Στεκόμουν σαν πρόπλασμα και την κοιτούσα. Όχι στα μάτια της όμως. Για κάποιο λόγο δεν μπορούσα να την κοιτάξω στα μάτια.

            “Πλησίασε”, την άκουσα να λέει αλλά δεν μπορούσα να δώσω ακόμη εντολή στα πόδια μου να κινηθούν.

            “Πλησίασε!”, επανέλαβε πιο δυνατά και έκανα ένα δειλό βήμα εμπρός. Όταν την πλησίασα στα δυο μέτρα, ένιωσα αυτή την... μεταφυσική αύρα να με τυλίγει αλλά δεν ήταν δυσάρεστη ούτε ψυχρή. Αντίθετα ένιωσα καλύτερα και έκπληκτος διαπίστωσα μάλιστα ότι δεν ένιωθα τα μέλη μου παγωμένα όπως πριν. Η ζαλάδα είχε εξαφανιστεί, το ίδιο και η θολούρα στο βλέμμα. Μέσα σε χρόνο μηδέν ένιωθα καλύτερα, το αίμα άρχισε να κυλάει ζωηρά στις φλέβες, αισθανόμουν πιο  ζωηρός και σε εγρήγορση, όπως δεν θυμόμουν έτσι για καιρό τον εαυτό μου. Και εξακολουθούσα να μην την κοιτάζω ολόισια στα μάτια.

 

            “Πρέπει να με βοηθήσεις. Κάθισε ήρεμα στην κλίνη σου και άκουσέ με”, είπε εκείνη και για πρώτη φορά ύστερα από πολύ καιρό, ο Αντώνης ήθελε να βάλει τα γέλια, να ξεκαρδιστεί στη κυριολεξία. Στη ‘κλίνη’ σου! Πως διάβολο της ήρθε να χρησιμοποιήσει αυτή τη λέξη; Παρ'όλα αυτά, αποφάσισε να την υπακούσει και κάθισε στο κρεβάτι του σε μια απόσταση... ασφαλείας από την παράξενη επισκέπτριά του. Σίγουρα ήταν κάποια όμορφη πλην δυστυχισμένη τρόφιμος ψυχιατρικής κλινικής που το είχε σκάσει χρονιάρες μέρες και ζητούσε βοήθεια. ‘Χρονιάρες μέρες’, ψέλλισε σχεδόν και έριξε μια ματιά στο ρολόι του. Είχαν ξημερώσει Χριστούγεννα! Χρόνια πολλά ξωτικά, νεράιδες και τρελάρες όλου του κόσμου. Ξαφνικά, είχε ξαναβρεί το χαμένο του από αιώνες κέφι. Και, να πάρει και να σηκώσει, αισθανόταν ένα συναγερμό σε όλο του το σώμα λες και μόλις πριν κανά μισάωρο είχε πει το μαγικό φίλτρο του Αστερίξ και ήταν έτοιμος να σαρώσει τα πάντα στο πέρασμά του.

 

            “Το ξέρω  πως σου φαίνεται λίαν παράδοξη η επίσκεψίς μου στην οικία σου. Όμως, συντόμως θα κατανοήσεις πως δεν είχα άλλη επιλογή. Και εσύ τώρα θα πρέπει να με βοηθήσεις. Πως σε αποκαλούν;”

            Άκουγα τη φωνή της πολύ καθαρά τώρα και την περίεργη καθαρεύουσα που χρησιμοποιούσε και ήθελα να χαχανίσω αλλά δεν τολμούσα να το κάνω.

            “Σε ηρώτησα, πως σε αποκαλούν και με αγνοείς!”, άκουσα ξανά και της είπα το όνομά μου.

            “Αντώνης; Ήτοι Άδωνις. Δεν μου είναι κατανοητή η ανθρώπινη εμμονή στην αλλοίωση των ονομάτων. Δεν γνωρίζεις βέβαια πως τα ονόματα είναι λέξεις Δύναμης!”.

            Η ξανθιά είχε θυμώσει τώρα θα έπρεπε να είμαι προσεκτικός μαζί της. Όταν σε βαρέσει η τρέλα στο κεφάλι δεν σηκώνει αστεία. Σε λίγο θα μπορούσε να βγάλει κανά ρόπαλο από την ασημογάλαζη νυχτικιά της και να μου το φέρει στο κεφάλι. Μέχρι να την παραδώσω ξανά στα ασφαλή χέρια των νοσοκόμων στο Δαφνί ή όπου αλλού, έπρεπε να πηγαίνω με τα νερά της. Πετάει ο γάιδαρος; Πετάει!

 

            “Με φοβάσαι;”, με ρώτησε με κάπως πιο γλυκό ύφος.

            “Ε, λιγάκι. Βλέπεις... βλέπετε, δεν σας περίμενα κιόλας Χριστουγεννιάτικα!”, απάντησα και αμέσως το μετάνιωσα για το αστειάκι.

            “Δεν χρειάζεται να φοβάσαι τίποτε. Όσον θα συνεργάζεσαι αρμονικώς μαζί μου όλα θα βαίνουν καλώς. Όσον αφορά εις το άλλο που ανέφερες, Χριστ... δεν ανακαλώ την λέξη, δεν έχει σημασία. Είναι η ημέρα εορτής; Σημαντικής εορτής;”, ρώτησε με ειλικρινή απορία εξωγήινου που μελετά τα ήθη και έθιμα των γήινων και άρχισα να αναρωτιέμαι για την επικινδυνότητα της μούρλας της. Το κορίτσι δεν ήταν καλά. Έπρεπε επειγόντως να γυρίσει στο θάλαμό της, στα φάρμακά της και στην φροντίδα των γιατρών. Αλλά... με γάρμπος, σκέφτηκα και έτσι έπρεπε. Με γάρμπος.

            “Εεε, ναι, έχουμε μεγάλη γιορτή σήμερα”, της απάντησα και ανακάθισα στο κρεβάτι. Ένιωσα γύρω μου την αύρα του πλάσματος αυτού να αναδεύεται. Σαν να προσπαθούσε να προσαρμοστεί σε νέα δεδομένα, η απλά, είχε μετακινηθεί.

            “Μάλιστα! Μα, δεν βλέπω εορταστικόν διάκοσμον στην κάμαρή σου. Η οποία, θα παρατηρήσω, είναι και λίαν ρυπαρά. Δεν διαθέτεις οικονόμο, κάποια κοπέλα υπηρεσίας, κάποιον δούλο ή ανδράποδο έστω;”, αναφώνησε με έκπληξη ανάμικτη με περιφρόνηση και μη περιμένοντας κάποια απάντηση, συνέχισε. “Έστω, δεν έχω το χρόνο να διαλεχθώ περισσότερο μαζί σου επ'αυτών των θεμάτων οικιακής οικονομίας και υγιεινής. Άλλωστε, γνωστή είναι η ανικανότης των ανδρών σε αυτά τα θέματα. Τούτο που επείγει είναι η ανάλυσις της καταστάσεως και η οργάνωσις της δράσεώς μας”.

            Ένιωσα ξανά την αύρα να αναδεύεται και να αλλάζει η θερμοκρασία της. “Πρέπει να ενδυθείς Άδωνη. Θα εγκαταλείψουμε πάραυτα την οικία σου… μην με ερωτήσεις μόνον ποιος είναι ο προορισμός μας”.

            Δεν θα την… ερωτούσα τίποτα. Σηκώθηκα όρθιος και χωρίς να την κοιτάζω, έψαξα γρήγορα για τα ρούχα μου. Το πράγμα έπρεπε να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα. Και το να φύγουμε από το σπίτι ήταν μια καλή αρχή.

            Όσο ντυνόμουν, αισθάνθηκα το περιβάλλον του δωματίου να αλλάζει. Μια ανοιξιάτικη δροσιά, μια αύρα μυρωδάτη με τύλιξε και όμορφα συναισθήματα με πλημμύρισαν. Δεν ξέρω αν η κοπέλα ήταν τρελή για δέσιμο, ξέρω πως όλα αυτά δεν μπορούσαν να εξηγηθούν έτσι, εύκολα. Κάποια στιγμή μου πέρασε από το μυαλό πως αυτό το πλάσμα ερχόταν αληθινά από έναν άλλο κόσμο και είχε παγιδευτεί, άγνωστο πως, στον δικό μας. Ε, τότε ήταν που θα έπρεπε να τη χωθώ κι εγώ στο Δρομοκαϊτειο για κανά εξάμηνο.

            Ντύθηκα γρήγορα και εκεί που ήμουν έτοιμος να πω κάτι, είδα την αριστερή της παλάμη να σηκώνεται και να φτάνει σε απόσταση χιλιοστών από το μπράτσο μου. Τα δάχτυλά της, οστεώδη, κατάλευκα και μακριά. Και σα να μου φάνηκε πως ανάμεσα στα δάχτυλα διέκρινα κάποιες μεμβράνες… Όχι, δεν ήθελα να με αγγίξει, δεν το ήθελα με τίποτα και τραβήχτηκα.

            “Μην φοβάσαι Άδωνη. Δεν ημπορώ και να το θέλω να βλάψω ανθρώπινο πλάσμα. Έλα, άσε με να σε κρατήσω και θα ιδείς πως όλα θα πάνε καλά. Μπορείς να το κάνεις αυτό;”

            Πέρασε λίγη ώρα ώσπου να το αποφασίσω και ενστικτωδώς γύρισα το κεφάλι μου και, για πρώτη φορά, την κοίταξα στα μάτια. Μονάχα για ένα δευτερόλεπτο άντεξα το θέαμα αυτό. Νερά ταραγμένα, μπλε και πράσινα, θάλασσες άρρωστες, βαθιές και αφιλόξενες, πλάσματα… περίεργα βλέμματα από μάτια όχι ανθρώπινα… όλα αυτά μια τρομερή δύναμη που έσκασε στο κεφάλι μου σαν κεραυνός που λίγο έλειψε να με γονατίσει εμπρός της. Ο πονοκέφαλος που ακολούθησε αυτό το βλέμμα ήταν τρομακτικός.

            “Μην τολμήσεις να με κοιτάξεις ξανά, ανόητε!”, την άκουσα να με επιπλήττει σαν μαθητή που παράκουσε την δασκάλα του και απομακρύνθηκα φοβισμένος.

            “Ποια είσαι; Τι είσαι;”, τη ρώτησα για πρώτη φορά τρομοκρατημένος και την άκουσα να γελάει αλλά αυτό δεν ήταν γέλιο ανθρώπινο. Σαν φλοίσβος σε κάποιες αλλόκοσμες παραλίες του απείρου, σαν λαρυγγισμός φάλαινας που πεθαίνει και συριγμός δελφινιού που αναζητά το ταίρι του μάταια… όλο τούτο κόντεψε να με τρελάνει.

            “Έλα, πάμε, δεν έχουμε καιρό!… ”, με έφερε στα συγκαλά μου η προσταγή της. “Θα τα μάθεις όλα… ή σχεδόν όλα, εν καιρώ...

“Πως σε λένε; ”, τη ρώτησα ξαφνικά και την ένιωσα να αναδεύεται πάλι.

“Το πραγματικό μου όνομα θα σου είναι ακατάληπτο. Είναι μια υπέροχη σύνθεση από ήχους που δεν θα σου έκανε καλό να τους ακούσεις… όμως θα σου δώσω ένα άλλο κατάλληλο για την δική σου γλώσσα.... Υδρονόη”, είπε και ένιωσα το νεραϊδοχέρι της να με... διαπερνάει περισσότερο παρά να με αγγίζει. Και ύστερα, έχασα το κόσμο γύρω μου...

 

 

Ταξίδεμα...

 

Δεν ξέρω πως συνήλθα αλλά μάλλον δεν συνήλθα εντελώς ποτέ από κείνο το περίεργο πρωινό των Χριστουγέννων. Η Υδρονόη -πόσο ταιριαστό όνομα στο πλάσμα αυτό- με είχε αγγίξει στον ώμο, έτσι νόμισα στην αρχή, στην πραγματικότητα όμως με είχε αγγίξει πολύ βαθιά, στον πυρήνα της θνητής ύπαρξής μου και όλα άλλαξαν, με έναν μαγικό, απίστευτο τρόπο. Η συμπαγής, άρρηκτη, σκληρή μου φύση πήρε κάτι από την υγρή, ρέουσα δική της και ένιωσα πως ταξιδεύαμε μέσα σε μια ονειρική, μυθική, αρχέγονη θάλασσα. Μορφές περίεργες περνούσαν από δίπλα μας, άγνωστες, αλλόκοτες, κάποιες τρομακτικές και κάποιες φιλικές, κάποιες οικείες αλλά και εχθρικές. Σα να πετούσαμε πάνω από άγνωστα ανάγλυφα απρόσιτων βυθών, περνούσαμε με απίστευτη ταχύτητα πάνω από κοιλάδες και φαράγγια, πλαγιές και οροσειρές που έσφυζαν από ζωή ή ήταν εντελώς έρημες κι όμως υπέροχες. Τούτοι οι κόσμοι δεν ήταν οι κόσμοι που είχα δει στα ντοκιμαντέρ και στις ταινίες με εξερευνήσεις του υδάτινου κόσμου. Τούτοι οι αρχέγονοι κόσμοι δεν ήταν οι κοραλλιογενείς ύφαλοι και τα βυθισμένα σπήλαια που περίμενα να συναντήσω, γεμάτοι ψάρια, φάλαινες, καρχαρίες και μέδουσες. Τούτοι ήταν νεραϊδόκοσμοι και νεραϊδοβασίλεια, σύμπαντα κρυφά και χώρες των Νυμφών και των Συλφίδων,  πλάσματα του παραμυθιού, πλάσματα υπέροχα, περίεργα, δύσκολο να τα περιγράψεις καθώς δεν είχαν μια μορφή κι ένα σχήμα αλλά συνεχώς άλλαζαν, έρεαν, απλώνονταν και συρρικνώνονταν, γελούσαν και θύμωναν, συνεχώς, κάθε στιγμή.

            Αυτό το ταξίδεμα δεν είχε κούραση, δεν είχε μόχθο, δεν είχε βαριές ανάσες, βογκητά και λαχανιάσματα. Ήταν ένα απαλό θρόισμα, ένα χάιδεμα, ένα γλυκό τραγούδι, σαν κι αυτό που άκουγα που και που από τα χείλη της νεράιδάς μου, της δικιάς μου νεράιδας σαν συναντούσε κάποια πλάσματα από τους κόσμους της κι εκείνα της απαντούσαν με αντίστοιχα αλλόκοτα τραγούδια και χαιρετισμούς.

            Δεν ξέρω πόσο ταξιδέψαμε, που πήγαμε, πόσες φορές γυρίσαμε τη γη και που σταματήσαμε. Ξέρω πως το ίδιο ξαφνικά και ανεξήγητα, βρεθήκαμε στην είσοδο κάποιας θαλάσσιας σπηλιάς, να καθόμαστε πάνω σε έναν μεγάλο βράχο που έμοιαζε με φύλακα του περάσματος. Απέναντι η θάλασσα απλωνόταν και χανόταν στον ορίζοντα και συναντούσε το στερέωμα, ήρεμη, όμορφη και ζεστή. Ο ήλιος χαμήλωνε γλυκά και είχε εκείνα τα μοναδικά χρώματα της αθανασίας που βιώνει κανείς τέτοιες ώρες.

            Πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωθα γεμάτος, πλήρης, ευτυχισμένος, ακέραιος. Και η Υδρονόη μου το είχε χαρίσει αυτό.

            “Κουράστηκες;”, με ρώτησε απαλά.

            “Ναι, είναι η αλήθεια πως κουράστηκα λίγο. Όμως, νιώθω υπέροχα. Και σ'ευχαριστώ”, της απάντησα μέσα από τη ψυχή μου.

            Καθόταν λίγο πιο πίσω από μένα, έξω από το οπτικό μου πεδίο. Μπορούσα μονάχα να νιώσω τις αλλαγές στην θερμοκρασία και την πυκνότητα της αύρας της. Είχα αρχίσει πια να εξοικειώνομαι μ'αυτό.

            “Γιατί με έφερες εδώ;”, την ρώτησα.

            “Γιατί εδώ θα πεθάνω”, μου είπε ξαφνικά και ένιωσα τον αέρα να βαραίνει γύρω μου. Ενστικτωδώς έκανα να γυρίσω αλλά τελευταία στιγμή κρατήθηκα.

            “Τι είπες;”, την ρώτησα μην πιστεύοντας ό,τι είχα ακούσει.

            “Πως εδώ, σ'αυτό το σπήλαιο, σ'αυτό το λίκνο, θα αφομοιωθώ με την Μητέρα”, είπε ξανά και αισθάνθηκα έντονα κύματα... νεραϊδοθλίψης, αν μπορώ να το πω έτσι. Μια ιδιαίτερη αίσθηση δυσφορίας, σα να γινόταν ξαφνικά ο αέρας μολυσμένος και άρρωστος.

            “Μα, νόμιζα πως...”

            “Πως είμαι αθάνατη. Κι όμως, τίποτε σ'αυτό το κόσμο δεν είναι αθάνατο Άδωνη. Όλα φθείρονται, όλα πεθαίνουν. Ξέρεις πόσες ανθρώπινες ζωές έχω ζήσει;”

            Δεν τόλμησα να την ρωτήσω.

            “Περισσότερες από χίλιες! Κι όμως, ακόμη αισθάνομαι την Μητέρα να μου δίνει δύναμη και σφρίγος, όπως στην αυγή της ύπαρξής μου, στα βάθη του Απείρου!”

            Η αίσθηση της θλίψης και της μελαγχολίας ήταν ακόμη πιο έντονη.

            “Μα, τότε, πως εγώ... θέλω να πω...”, διαμαρτυρήθηκα αλλά η Υδρονόη είχε πολλά να μου πει ακόμη.

            “Σσσσ... δεν ήρθε η ώρα ακόμη να καταλάβεις. Πρώτα θα με ακούσεις και θα με ακούσεις καλά!”

            Και η ξανθιά μου νεράιδα άρχισε να μου εξιστορεί τα παρακάτω απίστευτα. Και με χαρά μου διαπίστωσα πως είχε εγκαταλείψει το λόγιο ύφος που είχε στην αρχή και η φωνή της έβγαινε ζεστή και απαλή, σαν τρυφερή ανάσα και σαν προσευχή…

 

 

Η Αφομοίωση

 

“Κάθε εκατό αιωνιότητες, αμέτρητα χρόνια για τους θνητούς ανθρώπους και όλα τα πλάσματα της φθοράς πάνω και κάτω από τη γη, η Μητέρα των Νυμφών αλλά και όλων των πλασμάτων του υδάτινου στοιχείου, διαλέγει ποιους θα κρατήσει κοντά Της και ποιους θα χαρίσει να οδηγούν τα υπόλοιπα παιδιά της και να κρατούν το κόσμο αυτό και όλους τους κόσμους σε ισορροπία και δύναμη. Τούτη η διαδικασία τη λέμε Αφομοίωση. Τα πλάσματα που είναι λοιπόν να αφομοιωθούν, δηλαδή να επιστρέψουν για πάντα στην αγκαλιά της Μητέρας, ό,τι οι άνθρωποι λένε εσφαλμένα θάνατο, οφείλουν να κάνουν ένα μεγάλο, ένα πολύ μεγάλο ταξίδι. Είναι το τελευταίο τους ταξίδι με την μορφή που έχουν. Και αυτό το ταξίδι έχει έναν και μόνο στόχο. Να βρουν ένα πλάσμα, ένα οποιοδήποτε πλάσμα, που είναι μοναχικό και θλιμμένο, να το παντρευτούν, να ζήσουν ένα υπέροχο βράδυ μαζί, να φέρουν στον κόσμο τον καρπό τούτης της ένωσης και μετά... να πεθάνουν!”

 

            Άκουγα έκπληκτος την διήγηση από τα χείλη της Υδρονόης και δεν ήξερα πως να αντιδράσω. Αποφάσισα να μην την διακόψω πάντως καθώς έτσι κι αλλιώς είχα βρεθεί σε μια απίστευτα παράξενη θέση.

 

“...Η Μητέρα δεν μας καθοδηγεί όσο ζούμε κοντά της για το ταξίδεμα και την επιλογή του πλάσματος που θα σταθεί δίπλα μας στην Αφομοίωση. Μονάχα λίγο πριν, λίγες στιγμές πριν, δεν ξέρω πόσο αντιστοιχεί στον δικό σας χρόνο, ίσως κάποιες μέρες, ίσως λίγα λεπτά, το ξέρουμε, το νιώθουμε, μας το ψιθυρίζει η φύση μας, η υδάτινη φύση μας, όλα τα αδέλφια μας το διαισθάνονται, μας συμπονούν και μας ζηλεύουν μαζί. Γιατί, ξέρεις, με την Αφομοίωση έρχεται και το πέρασμά μας στην Αιωνιότητα που είναι η ανταμοιβή μας για την προσφορά μας στο κόσμο και το κάθε τι γύρω μας. Με καταλαβαίνεις;”

            Δεν ήξερα αν καταλάβαινα, δεν ήξερα αν ήθελα να καταλάβω, δεν ήξερα αν ήθελα να ακούσω τα παρακάτω, όμως ήμουν τόσο γοητευμένος από την αφηγηματική δύναμη της Υδρονόης που πια αισθανόμουν αιχμάλωτος και δέσμιος μιας πραγματικότητας που με ξεπερνούσε και με περιείχε με έναν τρόπο απόλυτο και συγκλονιστικό.

            Όμως, είχα κιόλας πολλά ερωτήματα. Ερωτήματα που δεν ήξερα αν έπρεπε να θέσω κι αν ήθελα να απαντηθούν...

            “...Κι αν δεν με καταλαβαίνεις με τον ανθρώπινο τρόπο, εννοώ με τον τρόπο που δουλεύει το μυαλό των ανθρώπων, δεν έχει και τόση σημασία. Θα με καταλάβεις με την καρδιά και την ψυχή. Γιατί σ'αυτήν απευθύνομαι Άδωνη. Σ'αυτήν που διατηρεί την ξεχασμένη γλώσσα του κόσμου. Μια γλώσσα ενός χαμένου κόσμου ίσως, για σας αλλά τόσο πραγματικού και τόσο αληθινού για όλα τα υπόλοιπα πλάσματα της Δημιουργίας. Η δική μου ώρα έφτασε από καιρό. Η ώρα για το δικό μου ταξίδεμα που με γέμισε από χιλιάδες πρωτόγνωρα χρώματα, ήχους παράξενους, φόβους και αρνήσεις που δεν είχα δοκιμάσει ποτέ πριν. Το φαντάζεσαι; Εμείς, βλέπεις, δεν γνωρίζουμε το φόβο, είναι κάτι άγνωστο, όπως το ψέμα και η λατρεία του εαυτού. Καταστάσεις τόσο συνηθισμένες ανάμεσά σας, έτσι δεν είναι;”

            Τόση ώρα που μου μιλούσε η Υδρονόη, παρατηρούσα τον ήλιο που έγερνε και πλησίαζε σιγά σιγά η στιγμή να βουτήξει στη θάλασσα και να βάψει με πορφυρό και μοβ και πορτοκαλί το στερέωμα. Η στιγμή ήταν μαγική και τραγική μαζί. Για πρώτη φορά στη ζωή μου αισθανόμουν εκλεκτός, διαλεγμένος για κάτι σπουδαίο και όμορφο αλλά τα πόδια μου είχαν παραλύσει από το φόβο και η καρδιά μου χτυπούσε γοργά. Τι μου ετοίμαζε το αλλόκοτο αυτό ον; Για ποιο ρόλο ακριβώς είχα επιλεγεί και τι έπρεπε να κάνω; Και είχα άραγε επιλογή να το αποφύγω;

            “...Φοβάμαι πως δεν έχεις πια επιλογή”, μου απάντησε και ήμουν σίγουρος πως μπορούσε να διαβάσει τη σκέψη μου. “Την ώρα εκείνη που ευχήθηκες να ήσουν νεκρός και άρχισες να κλαις, η ύπαρξη μου συντονίστηκε με την δική σου. Άκουσα το κάλεσμά σου και έτρεξα να σε συναντήσω. Μου πήρε πολλή ώρα για να σε βρω, το κλάμα σου χανόταν μέσα στη νύχτα και κάποια στιγμή δεν μπορούσα να σε ακούσω άλλο πια. Μα, τελικά σε βρήκα και με βρήκες κι εσύ. Εσύ θα με βοηθήσεις να αφομοιωθώ με την Μητέρα. Θα ενωθούμε ερωτικά και αμέσως μετά… εγώ θα βιώσω τη γέννηση του καρπού αυτής της ένωσης. Κι εσύ με την ενέργεια τη δική μου, θα επιστρέψεις στη ζωή σου. Διαφορετικός βέβαια, ω, σίγουρα πολύ διαφορετικός. Κι αυτό θα είναι το δώρο μου για σένα αγαπημένε!”

            Η τελευταία της λέξη έφερε κύματα από κρύο ιδρώτα αλλά και εκρήξεις περίεργων συναισθημάτων στον εσώτατο πυρήνα μου. Ξαφνικά ένιωσα όλη τη δύναμή μου να εκρέει από τους πόρους του δέρματός μου σαν ιδρώτας και ξάπλωσα ανάσκελα σαν να επρόκειτο να πεθάνω.

            “Απόλαυσέ το αγάπη μου! Δεν δόθηκα ποτέ, δεν έμαθα ποτέ να ενώνομαι ερωτικά με τον ανθρώπινο τρόπο, όμως γνωρίζω τους δρόμους, τους γνωρίζω και θα σε οδηγήσω με δεξιοσύνη στις χώρες της ηδύτητας και της ηδονής πέρα από τα όρια που γνώρισες ως σήμερα. Κι εσύ θα μου δώσεις αυτό που έχεις και για πάντα θα είμαστε πια μαζί!”

           

 

Ο χορός των ηδονών

 

Όλα ξεκίνησαν απλά, πολύ απλά. Βρισκόμουν σε ένα μαγικό τόπο, άγνωστο, αχαρτογράφητο, πανέμορφο, κάποιο σούρουπο, το τελευταίο της ζωής μου ίσως, ολόγυμνος, πάνω σε ένα ζεστό, φιλόξενο βράχο στην είσοδο μιας σπηλιάς και έβλεπα από πάνω μου να στέκεται το πιο παράξενο και πιο σαγηνευτικό πλάσμα που είχαν πλέξει τα όνειρα και οι επιθυμίες μου. Μια πανύψηλη ξανθιά θεά, με πράσινα -ή μήπως γαλάζια;-, μεγάλα μάτια που με κοιτούσαν περίεργα, γυμνή κι εκείνη, τέλεια, ψεύτικη, ναι, σίγουρα όχι αληθινή και ετοιμαζόμασταν να κάνουμε έρωτα. Μια παρθένα Νεράιδα ενός άλλου, μακρινού, χαμένου κόσμου που με είχε επιλέξει ανάμεσα σε εκατομμύρια πλασμάτων του πλανήτη για να ενωθεί πρώτη και τελευταία φορά στην απειρόχρονη ύπαρξή της και μετά να περάσει στην αιωνιότητα!

            Ναι, όλα ξεκίνησαν απλά αλλά δεν ήταν καθόλου έτσι. Ένιωθα τον ανδρισμό μου πρησμένο, υπερφυσικό, έτοιμο να εισχωρήσει στα μυστικά βάθη ενός εξω-ανθρώπινου πλάσματος που έπρεπε να κάνει έρωτα και μετά να πεθάνει, όμως το μυαλό μου δεν ήταν έτοιμο να βιώσει, να επεξεργαστεί και να αντέξει όσα θα ακολουθούσαν. Κινδύνευα να βγω από αυτή την μοιραία ένωση σαλεμένος για πάντα και την τελευταία στιγμή πριν ξαπλώσει η Υδρονόη δίπλα μου και αρχίσει να με ταξιδεύει στις χώρες των θανατηφόρων ηδονών, έκλεισα όλες τις πόρτες του νου μου και επέτρεψα μονάχα στη καρδιά μου και στο σώμα μου να βιώνουν, να δέχονται, να ρουφούν και να μοιράζονται.

            Μα κι αυτό στάθηκε προσπάθεια μάταιη. Έμοιαζε σαν να προσπαθούσε μια φτωχή πορτούλα να κρατήσει έναν ολόκληρο πολιορκητικό κριό. Η πορτούλα μου έσπασε και τότε...

 

 

Ξανά στον κόσμο των λογικών τρελών       

 

Ο Αντώνης είχε χάσει τις αισθήσεις του όταν τον βρήκε εκείνο το πρωινό των Χριστουγέννων ο καλός του φίλος Μάριος στο σπίτι του, ξαπλωμένο στο πάτωμα του δωματίου, ολόγυμνο και παγωμένο. Ο Μάριος σκέφτηκε ότι ίσως ο φίλος του να ήταν νεκρός αλλά όταν έπιασε το καρπό του διαπίστωσε με χαρά πως ήταν απλώς λιπόθυμος. Χρειάστηκαν τρεις μέρες σε κάποια κλινική, βιταμίνες, κάποιες ενέσεις και καλό φαγητό για να επανέλθει το χρώμα στα μάγουλα του Αντώνη και το χαμόγελο στο πρόσωπο του Μάριου.

            Ο Αντώνης γύρισε στο σπίτι του και δεν θυμόταν απολύτως τίποτε. Οι γιατροί έξυναν τα κεφάλια τους, δεν μπορούσαν να εξηγήσουν αυτή τη τρομερή απώλεια δυνάμεων, 'λες και κάποιος του ρούφηξε το μεδούλι και τον άφησε να πεθάνει', είπε κάποιος ενώ κάποιος άλλος μεταξύ σοβαρού και αστείου απεφάνθη πως ο Αντώνης ασκούσε τελετές μαύρης μαγείας και είχε πέσει θύμα κάποιου δαίμονα που τον ξεζούμισε στην κυριολεξία. Επισήμως είπαν πως είχε υποστεί κάποιο ελαφρύ καρδιακό επεισόδιο ή κάτι τέτοιο που ξεπεράστηκε πάντως. Από κει και πέρα άρχισαν να συμβαίνουν θαυμαστά πράγματα στη ζωή του.

            Σύντομα ο Αντώνης άρχισε να δραστηριοποιείται έντονα στο επάγγελμά του. Οι πνευματικές του δυνάμεις είχαν ένα ασυνήθιστο σφρίγος, όλες του οι αισθήσεις είχαν αποκτήσει μια σχεδόν υπερφυσική οξύτητα, κοιμόταν ελάχιστα αλλά είχε πάντοτε περίσσεια ενέργειας. Οι ιδέες και οι προτάσεις του τον έφεραν σε θέση υπεροχής στη δουλειά του ενώ έδωσε εξετάσεις στην Φιλοσοφική και την τελείωσε σε ένα χρόνο με άριστα χωρίς να κοπιάσει καθόλου.

            Μέσα σε ένα χρόνο είχε αναλάβει θέση αντιπροέδρου στην εταιρεία

            Μέσα σε πέντε χρόνια ήταν απόφοιτος άλλων δυο σχολών!

            Μέσα στα επόμενα τρία χρόνια είχε εγκαταλείψει την Ελλάδα και διηύθυνε την δική του εταιρία από την Νέα Υόρκη.

            Ο Αντώνης είχε γίνει ένας σύγχρονος Κροίσος, ο,τι άγγιζε γινόταν χρυσός, και δεν κουραζόταν ποτέ, δεν χόρταινε ποτέ, δεν αισθανόταν τον κορεσμό, την ανία, την πλήξη, την ματαιότητα.

            Όλα ήταν τέλεια, όλα πήγαιναν τέλεια. Ο Αντώνης ήταν μια από τις δέκα σπουδαιότερες προσωπικότητες του πλανήτη. Παρέμενε όμως μόνος. Κι αυτό ήταν το μόνο που δεν μπορούσε να εξηγήσει κανείς...

 

 

Δώδεκα χρόνια μετά από εκείνα τα Χριστούγεννα

Δώδεκα χρόνια ακριβώς...

 

Ο Αντώνης, ανήμερα των Χριστουγέννων, ετοιμάζεται να ταξιδέψει από τη Νέα Υόρκη για Ελλάδα. Είναι ένα ταξίδι που θέλει να κάνει από καιρό. Κι όμως, το ανέβαλε συνεχώς. Στο ακριβό του οροφοδιαμέρισμα στο Μανχάταν με την ωραιότερη θέα του κόσμου είναι μόνος. Όχι εντελώς μόνος. Είναι μαζί του και η Ντία, η πιο στενή του συνεργάτις, η καλή φίλη απ'τα παλιά, απ'το ξεκίνημά του και του ετοιμάζει τα απαραίτητα. Η Ντία δεν θα ταξιδέψει στην Ελλάδα κι αυτό την έχει στεναχωρήσει λίγο. Είναι απαραίτητη στην Νέα Υόρκη καθώς τα τσακάλια παραμονεύουν πάντα.

            Η Ντία είναι κρυφά ερωτευμένη με τον Αντώνη αλλά δεν το έχει πει και δεν θα του το πει ποτέ.

            “Τελικά πόσες μέρες θα μείνεις στην Αθήνα;”, τον ρωτάει καθώς του διπλώνει ένα πουκάμισο για να μπει στην ακριβή δερμάτινη βαλίτσα -δικό της δώρο πριν χρόνια στα γενέθλιά του.       

            “Πρωτοχρονιά θα είμαι πίσω”, της απαντάει εκείνος και μασουλάει μια φρυγανιά με μαρμελάδα.

            Η Ντία είναι μια πολύ γοητευτική σαραντάρα που προσέχει πολύ το σώμα της όπως και το κάθε τι που αφορά τον Αντώνη. Καμιά φορά αισθάνεται πως είναι αόρατη δίπλα του όμως δεν θέλει να γκρινιάζει. Τον αγαπά αληθινά και έχει αποφασίσει να περιμένει. Αδιαφορεί πλήρως για τις φήμες που θέλουν τον Αντώνη ομοφυλόφιλο καθώς δεν τον έχει δει ποτέ κανείς συντροφιά με μια γυναίκα αλλά η Ντία ξέρει πως αυτό, όσο παράξενο κι αν είναι σημαίνει απλά πως δεν έχει βρεθεί η κατάλληλη να τον σαγηνεύσει. Συνεπώς...

            “Σου τα ετοίμασα όλα”, του λέει και βγάζει τις δυο βαλίτσες και το χαρτοφύλακα στο διάδρομο. Ο Αντώνης δένει την ακριβή, μεταξωτή του γραβάτα, βάζει το επώνυμο, κομψό σακάκι του και ρίχνει μια τελευταία ματιά στο καθρέφτη. Αυτό που βλέπει τον ικανοποιεί απόλυτα και χαμογελάει.

            Η Ντία σκέφτεται πόσο Νάρκισσος είναι και χαμογελάει κι αυτή.

            Η Ντία κοιτάει το ρολόι της κουζίνας.

            “Πάμε, καθυστερήσαμε”, του λέει και προηγείται για να ανοίξει την πόρτα.

            “Προχώρει κι έρχομαι”, της λέει εκείνος και της δίνει ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο. Η Ντία αισθάνεται ένα μικρό ρίγος αλλά δεν το αφήνει να την ταράξει.

            Η Ντία ανοίγει την πόρτα του διαμερίσματος και αυτό που βλέπει την αφήνει σκεπτική και απορημένη.

            Ένα μικρό κορίτσι, όχι πάνω από 12 ετών στέκεται στο κατώφλι και την κοιτάζει σιωπηλό.

            Η Ντία της χαμογελάει και είναι έτοιμη να της δώσει κάποιο μικρό ποσό. Είναι Χριστούγεννα και δεν είναι ασυνήθιστο να ζητιανεύουν παιδάκια, δυστυχώς, παντού ολόγυρα. Το μόνο ασυνήθιστο είναι όμως αυτό το συγκεκριμένο κοριτσάκι, για την ακρίβεια, το βλέμμα του, η στάση του, το...

            “Ποιος είναι Ντία;”, ακούγεται από το βάθος η φωνή του Αντώνη. Η Ντία δεν μπορεί να απαντήσει. Έχει αιχμαλωτισθεί από το παράξενο βλέμμα αυτού του παιδιού, ένα βλέμμα που μοιάζει με... θάλασσα, με χιλιάδες θάλασσες, είναι το ομορφότερο και βαθύτερο βλέμμα που έχει αντικρίσει ποτέ της η Ντία και δεν μπορεί να καταλάβει τι της συμβαίνει, ο χώρος και ο χρόνος μπερδεύονται, γίνονται ένα κουβάρι ενώ η διάθεσή της αλλάζει, γίνεται πιο χαλαρή, πιο... υδαρή, πιο...

            “Ντία, τι έπαθες κορίτσι μου;”, ακούγεται η ανήσυχη αυτή τη φορά φωνή του Αντώνη που μασουλώντας μια φρυγανιά και κρατώντας στο χέρι του το χαρτοφύλακά του -που δεν αποχωρίζεται ποτέ- έρχεται στην εξώπορτα να δει ο ίδιος τι συμβαίνει.

            Το μικρό κορίτσι εξακολουθεί να κοιτάζει επίμονα την αποσβολωμένη Ντία και η δεύτερη δεν μπορεί πια να σκεφτεί, να προσανατολιστεί, να αλλάξει θέση, να ξεφύγει από την πιο όμορφη και θαυμαστή βύθιση που έχει νιώσει ποτέ. Για την ακρίβεια, μονάχα μια φορά είχε νιώσει έτσι στη ζωή της, κορίτσι μικρό ακόμη όταν ο πατέρας της την είχε πάει στο Λούνα Παρκ και είχε στυλώσει το παιδικό της βλέμμα σε έναν μάγο που έκανε απίστευτα κόλπα και την είχε μαγνητίσει. Όμως, τούτη η βουτιά που έκανε τώρα ήταν μια κατάδυση ολόκληρης της ύπαρξής της σε βάθη άπειρα, σε χρώματα απίστευτα, σε κόσμους ευδαιμονίας και...

            “Ντία, τι στο κ...”, πρόλαβε να ψελλίσει ο Αντώνης και ήταν οι τελευταίες του λέξεις. Αμέσως μετά και αφού για λίγο, για πολύ λίγο συναντήθηκε το βλέμμα του με το βλέμμα της μικρής ξανθιά κοπελίτσας που στεκόταν ακίνητη στο κατώφλι ενός από τα μεγαλύτερα διαμερίσματα στην πιο ακριβή περιοχή του Μανχάταν και του κόσμου και στον 25ο όροφο μιας πολυκατοικίας που οι κοινοί θνητοί μόνο σε φωτογραφία θα μπορούσαν να δουν, έπεσε σαν κεραυνοβολημένος στο δάπεδο, πάνω στην πολύχρωμη μοκέτα της εισόδου και σχεδόν αμέσως άφησε την τελευταία του πνοή.

            Το κορίτσι εξαφανίστηκε και ύστερα από λίγο η Ντία βγήκε από την βαθιά της έκσταση και αντίκρισε τον πλούσιο εργοδότη της και αγαπημένο των ονείρων της να κείτεται νεκρός πίσω της με ένα βλέμμα που δεν θα ξεχνούσε πια ποτέ στην υπόλοιπη ζωή της.

            Το ιδιωτικό τζετ του Αντώνη τον μετέφερε τελικά, δυο μέρες αργότερα στην Αθήνα, μονάχα που βρισκόταν σε ένα μεταλλικό φέρετρο καθ'οδόν για το Α' Νεκροταφείο...

           

           

            ...Το πρώτο που αισθάνθηκα ήταν ένα απαλό στην αρχή κι ύστερα πιο δυνατό μούδιασμα σε όλα μου τα μέλη. Πρώτα στα πόδια, μετά στα χέρια, μετά σε όλο μου το σώμα, ως και στο κεφάλι. Ένα μούδιασμα υπέροχο, λίγο τρομακτικό στην αρχή κι όμως συγκλονιστικά ηδονιστικό. Κι ύστερα, καθώς ένιωθα τα χείλη της Υδρονόης, της Μάγισσας των Υδάτων να με φιλάει στο στόμα τούτο το μούδιασμα έγινε έκρηξη, έγινε σπασμός, κύματα και ρίγη απανωτά που με χτυπούσαν, ακριβώς όπως τα κύματα φουρτουνιασμένης θάλασσας τσακίζουν ένα ανυπεράσπιστο πλοίο στα μέσα του πελάγους.

            Τούτη η εμπειρία είχε στοιχεία από πόλεμο και πόλεμο αμείλικτο, τρομερό, αδύνατο να τον αντέξω. Στοιχεία χιλιόχρονα και μυριόχρονα έκρυβε τούτο το θεσπέσιο πλάσμα στο πυρήνα της υδάτινης ύπαρξής του και με τύλιγαν σαν τυφώνες, με σήκωναν ψηλά στον αέρα και με πέταγαν ύστερα να σκάσω ξανά στην επιφάνεια μιας μυστικής, μαύρης και προκατακλυσμιαίας θάλασσας της Δημιουργίας! Αυτή η Νύμφη των ωκεανών, όλων των ωκεανών του κόσμου και όλων των κόσμων, ερχόταν απ'την πρωταυγή της Ύπαρξης και συναντούσε έναν άμοιρο θνητό που είχε μιζεριάσει στα πρώτα τριάντα χρόνια της άθλιας ζωής του! Το Άπειρο συνευρισκόταν με το ασήμαντα πεπερασμένο, το χιλιόχρονο με το νεογέννητο, το ασύνορο με το ελάχιστο! Πως είχα δεχθεί να παίξω αυτό το παιγνίδι του θανάτου με την καταραμένη αυτή Μέγαιρα;

            Κι όμως, η εμπειρία γινόταν ολοένα και πιο δυνατή, δεν ήξερα αν η καρδιά μου θα το άντεχε κι όμως το άντεχε και συνέχιζα, η Υδρονόη με ταξίδευε μέσα από τους μυστικούς και απρόσιτούς δρόμους της Ηδονής των Αρχαίων Στοιχείων και της πιο σφριγηλής και ρωμαλέας ανάσας του Σύμπαντος και με προστάτευε μαζί καθώς την στιγμή που θα δεχόταν τους χυμούς αυτής της υπέρ-λογης και παράλογης επαφής, θα έπρεπε να είμαι στην υψηλότερη κορυφή της ηδονής...

            Δεν ξέρω πως, αλλά φαίνεται πως τα κατάφερνε μια χαρά. Πριν χάσω ολοκληρωτικά τις αισθήσεις μου -δικό μου σύστημα προστασίας αυτό για να μπορέσω να ξαναξυπνήσω κάποτε χωρίς να έχω απωλέσει κάθε ίχνος λογικής- μισάνοιξα τα μάτια μου για να απολαύσω την εικόνα της γυμνής γυναίκας απάνω μου. Μα τούτο που είδα με έκανε να αφήσω το τρομερότερο ουρλιαχτό που θα μπορούσε θνητός να ακούσει στους αιώνες. Πάνω και γύρω από το σώμα μου, χόρευαν δεκάδες τέρατα, πανάσχημα πλοκαμοειδή όντα, γοργόνες με σουβλερά δόντια και μαλλιά από φύκια, Μέδουσες με μάτια φωτιές της κόλασης και την Υδρονόη να έχει μεταμορφωθεί σε κάτι που δεν θα μπορούσε άνθρωπος ισορροπημένος να το περιγράψει. Πριν λιποθυμήσω εκσπερματώνοντας συνάμα, μου ήρθαν στο μυαλό εικόνες από τέρατα της Αποκάλυψης, η φράση 'μέσα από σένα υπάρχω' και μια φωνή, μια προειδοποίηση, απειλή ίσως... 'σε δώδεκα χρόνια θα ξανάρθω'.      

           

Ύστερα με πήρε στην αγκαλιά του το υγρό χάος και...

 

***