Escape to Victory
Η μεγάλη απόδραση των 11 (Escape to Victory) – 1981
Απόδραση στην αιώνια εφηβεία…
Ήμουν 15 χρόνων περίπου, όταν προβλήθηκε η θρυλική αυτή ταινία στους κινηματογράφους. Την εμπειρία είναι δύσκολο να την ξεχάσω και φυσικά, δεν θέλω με τίποτα να την ξεχάσω. Και ποια εμπειρία; Την πρώτη; Τη δεύτερη; Την όγδοη; Δεν θυμάμαι πόσες φορές είδα και ξαναείδα την ταινία… στις αίθουσες, σε βίντεο αργότερα, σε dvd πιο μετά… η απόλαυση παρέμενε σχεδόν πάντα η ίδια… το ρίγος του φανατικού ποδοσφαιρόφιλου έφηβου που αιχμαλωτίζεται μαγεμένος από τους ήρωες της μπάλας… ο έφηβος που ανατριχιάζει βλέποντας τον Πελέ να κάνει το ανάποδο ψαλίδι, τον Αρντίλες να περνάει μαγικά την μπάλα πάνω από τον Γερμαναρά αμυντικό, τον Σταλόνε να αποκρούει το καθοριστικό πέναλτι… ο έφηβος των 15 ετών και ο έφηβος των 25 ετών αλλά και ο έφηβος των 45 ετών… δεν αλλάζει τίποτα.
Μια περιοχή μέσα μας, δόξα στο Γιαραμπή το Μεγάλο, δεν γερνάει ποτέ. Μια αιώνια λίμνη νεότητας μέσα μας δεν λέει να στερέψει. Και όποτε πίνουμε από τα ιερά της νερά, είμαστε ξανά σε κείνη την ευλογημένη εποχή όπου οι ήρωες ήταν ζωντανοί, ολοζώντανοι, σε αφίσες στα δωμάτια, σε φωτογραφίες στα άλμπουμ, σε αποσπάσματα από ταινίες… περισσότερο, στις φανταστικές ιστορίες που πλάθαμε μέσα μας… και όσο οι ήρωες αυτοί είναι ζωντανοί, όσο η καρδιά πεταρίζει και ο νους ξεκουράζεται σε αυτές τις ηλιόλουστες απλάδες, νομίζω μπορεί κανείς να ελπίζει ότι αυτή η ουτοπία που λέγεται αθανασία, είναι στην ουσία ένας χωροχρονικός εγκλωβισμός, όπως και η θνητότητα. Γιατί τη στιγμή που νιώθουμε ελεύθεροι ο χρόνος καταργείται.
Ο κρατούμενος σε στρατόπεδο αιχμαλώτων, λοχαγός Τζον Κόλπμι, (Μάικλ Καίην), πρώην άσσος της Γουέστ Χαμ και της Εθνικής ομάδας της Αγγλίας με τη συνεργασία και την στήριξη του ποδοσφαιρόφιλου Ταγματάρχη της Βέρμαχτ Καρλ φον Στάινερ (Μαξ φον Σύντοφ) γίνεται εκλέκτορας και προπονητής μιας παράξενης ποδοσφαιρικής ομάδας αιχμαλώτων πολέμου. Αιχμαλώτων αρχικά από τις χώρες του δυτικού κόσμου και αργότερα και από την «καταραμένη» ανατολική Ευρώπη. Τούτη η ομάδα θα δώσει έναν διεθνή φιλικό αγώνα με την εθνική ομάδα της ναζιστικής Γερμανίας! Η υπόθεση παίρνει διαστάσεις και σοβαρεύει καθώς για τους Γερμανούς προσφέρεται μια θαυμάσια και πρωτότυπη ευκαιρία προπαγάνδας ενώ για τους Συμμάχους γίνεται το όχημα μιας μεγάλης απόδρασης. Όλα πρέπει να σχεδιαστούν προσεκτικά καθώς ο αγώνας θα γίνει στο κατεχόμενο Παρίσι παρουσία 50 χιλιάδων θεατών αλλά και χιλιάδων πάνοπλων γερμανών.
Ο Αμερικανός λοχαγός Ρόμπερτ Χατς (ο απολαυστικός Συλβέστερ Σταλόνε) είναι ίσως το κλειδί της όλης υπόθεσης. Προσπαθεί μάταια να πείσει τον Κόλμπι να τον βάλει στην ομάδα για να βρει την ευκαιρία να αποδράσει αλλά καθώς δεν έχει ιδέα από ποδόσφαιρο (soccer) αποτυγχάνει. Ο Κόλπμι έχει ήδη επιλέξει τους καλύτερους. Και ο πρώτος των πρώτων δεν είναι άλλος από τον Λουί Φερνάντεζ (Πελέ) που μαγεύει με τα κόλπα του τους συγκρατούμενούς του, τον Τέρι Μπράντι (Μπόμπι Μουρ), τον Κάρλος Ρέι (Οσβάλντο Αρντίλες) και μια πλειάδα άλλων εξαιρετικών ποδοσφαιριστών που ενσαρκώνουν στην οθόνη ο Τζον Ουόρκ, ο Κάζιμιερ Ντέινα, ο Μάικ Σάμπερμπι, ο Πωλ βαν Χιμστ και άλλοι σπουδαίοι παίκτες της δεκαετίας του 70 και του 80 που άφησαν εποχή.
Ο πεισματάρης Χατς, καταφέρνει τελικά να γίνει δεκτός στην ομάδα του Κόλμπι ως τερματοφύλακας (αφού τα χέρια του μπορεί να τα δουλέψει καλύτερα από τα πόδια του) και με τη βοήθεια του… επιτελείου αποδράσεων του στρατοπέδου, αποδρά με κατεύθυνση το Παρίσι και την προετοιμασία σε συνεργασία με Γάλλους αντιστασιακούς, της απόδρασης όλης της ομάδας από το στάδιο Κολόμπ, στο ημίχρονο του αγώνα. Εκεί τα πράγματα περιπλέκονται ελαφρώς και ο Χατς είναι αναγκασμένος να… επιστρέψει και πάλι στην αιχμαλωσία και να ενταχθεί κανονικά αυτή τη φορά στην θρυλική ενδεκάδα του Κόλμπι. Και η περιπέτεια συνεχίζεται βέβαια.
Πέρα από την ωραία αφήγηση της δράσης και την ισορροπημένη δόμηση όλης της εξέλιξης, ο (κουρασμένος και γηρασμένος αλλά με σπινθηροβόλο πνεύμα) μεγάλος Τζον Χιούστον σκηνοθετεί έξοχα όλους τους χαρακτήρες και με τις οδηγίες του, ο Τζέρρυ Φίσερ (διευθυντής φωτογραφίας) κάνει μια εκπληκτική δουλειά στην κινηματογράφηση του μεγάλου αγώνα μεταξύ των Συμμάχων και των Γερμανών. Είναι γνωστό πως είναι ζόρικη δουλειά να κινηματογραφήσεις ποδοσφαιρικούς αγώνες και αποτελεί ναρκοπέδιο στο οποίο ουκ ολίγοι έχουν πέσει. Όχι όμως ο Χιούστον. Ο βετεράνος σκηνοθέτης δημιουργεί ένα μικρό έπος με καταπληκτικές λήψεις, αληθινές χορογραφίες, σκηνές που έμειναν θρυλικές και αγαπήθηκαν από εκατομμύρια φίλους του ποδοσφαίρου παγκοσμίως με αποκορύφωμα της έντασης και της αγωνίας τόσο το μαγικό ανάποδο ψαλίδι του Πελέ όσο και το κρίσιμο χτύπημα πέναλτι που αποσοβεί με θεαματικό μπλονζόν ο Σταλόνε και αποθεώνεται από δεκάδες χιλιάδες θεατών στο κατάμεστο γήπεδο!
Η μουσική του Μπιλ Κόντι είναι επίσης κάτι περισσότερο από ιδανική και αναδεικνύει με υπέροχο τρόπο όλη την ένταση και τις σκηνές δράσης της ταινίας. Οι δε διάσημοι ποδοσφαιριστές που λαμβάνουν μέρος, στέκονται αξιοπρεπώς και στις εκτός ποδοσφαιρικής δράσης σκηνές με ιδιαίτερη αναφορά στον Πελέ που ‘δένει’ πολύ όμορφα με όλο το καστ και ειδικά με τον Κόλμπι - Μάικλ Καίην. Ο Μαξ φον Σύντοφ, επιβλητικός, στιβαρός αλλά και συμπαθής αξιωματικός της Βέρμαχτ που τα φίλαθλα αισθήματά του βλέπει να προδίδονται κατά τη διάρκεια του αγώνα ενώ ο Μάικλ Καίην κάνει έναν ‘εύκολο’ ρόλο αλλά με αποχρώσεις ζεστές και όχι ‘παιδιάστικες’ γιατί τέτοιες ταινίες έχουν τη ροπή να εκφυλιστούν σε παρωδίες του ποδοσφαίρου ή σε εξωφρενικές και σουρεαλιστικές αποτυπώσεις ηρωικών κατορθωμάτων που απλώς προκαλούν το γέλωτα. Ο Χιούστον ‘παντρεύει’ ιδανικά το ποδόσφαιρο με τον πόλεμο σε μια δημιουργία που έχει στοιχεία αντιπολεμικού σχολίου σε light δόσεις και με μαστορική σκηνοθετική διαχείριση.
Η γεύση που μένει στο τέλος είναι γλυκιά και λίγο στυφή μαζί. Το όνειρο τελείωσε, η απόδραση από την καθημερινότητα το ίδιο, πίσω στις έγνοιες και στις μέριμνες της βιωτής.
Κι όμως, το συναίσθημα είναι όμορφο, αυτό που ζήσαμε έχει το αποτύπωμά του, το ανεξίτηλο ίχνος του. Γιατί… Μια περιοχή μέσα μας, αληθινά, δεν γερνάει ποτέ. Η λίμνη αυτή με τα πεντακάθαρα νερά της αιώνιας εφηβείας είναι εκεί, πάντα εκεί και μας περιμένει. Όσο μεγαλώνουμε χάνουμε το βλέμμα αλλά όχι εντελώς. Μπορούμε ακόμα να συνομιλήσουμε με αυτή τη διάσταση, τη δική μας διάσταση, μπορούμε να βουτήξουμε σ’αυτά τα μαγικά νερά, να πιούμε όσο αντέχει η ψυχή μας, να κοινωνήσουμε φως και νεότητα…
Αρκεί να το θέλουμε.