"Υπέρβαση" της Τούλας Μπούτου
Κάποιες σκέψεις μελετώντας την ποιητική γραφή της Τούλας Μπούτου
Υπέρβαση
Ποίηση, εκδ. Μαυρίδη 1996
Δεν είναι βέβαια πρωτότυπη η σκέψη πως παίρνοντας ένα βιβλίο στα χέρια σου, η πρώτη σου ματιά πέφτει μοιραία στον τίτλο ή στον συγγραφέα. Διότι έχεις τους δυο βασικούς, κύριους λόγους της ύπαρξης του βιβλίου: τον δημιουργό και το δημιούργημά του. Όμως ο ανθρώπινος νους εργάζεται με παράξενους τρόπους και πολλές φορές βιάζεται να ανοίξει τα εσωτερικά του συρταράκια και να τοποθετήσει εκεί το τάδε ή το δείνα πόνημα μόνο και μόνο από έναν τίτλο ή ακόμα και ένα εξώφυλλο. Να γιατί οι εκδότες παλεύουν πολλές φορές με το ‘αίνιγμα’ ή το ‘πρόβλημα’ ποιο τίτλο θα δώσουν σε ένα πόνημα που εκδίδουν και θα έλεγα, ακόμα και σε μια ποιητική συλλογή καθώς δεν είναι ήσσονος σημασίας η επιλογή ενός τίτλου. Παλιότερα, οι εκδότες κατέφευγαν σε μια μάλλον εύκολη λύση. Τιτλοφορούσαν τις ποιητικές συλλογές με ουδέτερους, θα έλεγα, ‘ανώδυνους’ τίτλους (Ποιήματα Ι, ΙΙ, κλπ.) για να αποφύγουν προφανώς έναν σημαντικό σκόπελο: Να δημιουργήσουν ένα κέντρο βάρους (που είναι μια λέξη ή μια φράση) που μπορεί να προσανατολίσει τον αναγνώστη και ίσως να τον… παραπληροφορήσει ακόμα. Μια λέξη ή φράση – παγίδα που μπορεί να ‘στοιχειώσει’ άδικα μια ολόκληρη ποιητική εργασία ή να την στρέψει σε περιοχές που δεν θα έπρεπε. Όμως, προσωπικά εκτιμώ το γενναίο βήμα που συνήθως ανήκει στους δημιουργούς να διαλέγουν έναν γενικό τίτλο γιατί αυτό δεν είναι ποτέ τυχαίο και μάλλον φωτίζει και υποβοηθά παρά ποδηγετεί τον αναγνώστη. Άλλωστε, τελικά, ο δημιουργός γνωρίζει πάντα καλύτερα από τον καθένα τα του έργου του.
Υπέρβαση λοιπόν. Αυτός είναι ο τίτλος της ποιητικής συλλογής μιας έμπειρης συγγραφέως, μιας δοκιμασμένης και επιτυχημένης συγγραφέως που δεν φοβάται να δοκιμαστεί σε όλα τα είδη του λόγου: διήγημα, αφήγημα, ποίηση, μυθιστόρημα, δοκίμιο, θεατρικό έργο κλπ… Μάλιστα, θα έλεγα πως μια τόσο δυνατή γραφίδα ειδικά στο διήγημα όπως αυτή της Τούλας Μπούτου (και πάνω σ’αυτό πολύ ειδικότεροι και εμπειρότεροι εμού έχουν αποφανθεί πέρα από προσωπικές σκέψεις) έχει ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς πώς απλώνει το συναίσθημα και το στοχασμό της στον ποιητικό λόγο. Διότι είναι διαφορετικά να δομείς έναν συγκροτημένο λόγο που αρθρώνεται μέσα από την πειθαρχημένη σκέψη και την ροή της δράσης στο διήγημα και διαφορετικά βέβαια να γράψεις ποιητικά… κάτι που αισθάνομαι ότι απαιτεί πρώτιστα μια ψυχική ενόρμηση, μια ματιά πολύ βαθιά και εσωτερική και ταυτόχρονα, έναν άλλο τρόπο… τον μαγικό τρόπο των ποιητών να χωρούν το απέραντο σε δυο γραμμές, το ασύνορο σε μια λέξη, το αείρροο σε μια συλλαβή…
Είναι προσωπική μου ‘παραξενιά’ επίσης να εμπιστεύομαι περισσότερο και από την φιλολογική ή ακαδημαϊκή συγκρότηση και τον εγκυκλοπαιδικό εξοπλισμό ή την εν γένει κουλτούρα του συγγραφέα, αυτό που θα λέγαμε, την ανάσα του ποιητή… Τι θα πει αυτό; Θα πει πώς μεταφράζεται το βλέμμα του ποιητή μέσα από τις λέξεις και το ύφος του. Πώς τούτο το βλέμμα μεταβολίζεται και προβάλλεται τελικά πάνω στο χαρτί… πώς αναπνέουν οι λέξεις, οι φράσεις, οι στροφές, ολόκληρα τα ποιήματα τον ψυχισμό του, την αγωνία του, το στοχασμό του. Κι αυτό είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο στην ποίηση που πολλές φορές αντιμετωπίζεται ως δευτερεύον αφού για τους μη μυημένους πρωτεύει το φλύαρο συναίσθημα, οι μεγαλαυχίες, οι κατασκευές, οι υπερφίαλες λέξεις, ο έντονος λυρισμός, αυτό που φωνάζει πως είναι ποίηση ενώ είναι απλά κάποιες αράδες γραμμένες σε παράταξη… Για τους μυημένους όμως στον ιερό λόγο της ποίησης, εκείνο που περισσότερο βαραίνει και αντιμετωπίζεται ως εκπλήρωση αυτού που θα λέγαμε ποιητικό γεγονός, είναι η σχέση του ποιητή με το ίδιο το υλικό του και η αποτύπωση αυτής της σχέσης μέσα από τις λέξεις που έτσι παύουν να είναι απλοί σηματοδότες, νοηματοδοτούνται διαφορετικά και φορτίζονται υπαρξιακά… γίνονται λέξεις δύναμης. Κι αυτές δημιουργούν ένα ποιητικό ανάγλυφο που δεν σβήνει ποτέ…
Με την πρώτη κιόλας ανάγνωση των 38 αυτών ποιημάτων που απαρτίζουν την Υπέρβαση έχεις μια δυνατή αίσθηση, μια ολοκληρωμένη γεύση αυτού που ονόμασα ‘ποιητικό γεγονός’. Μια ιεροπραξία δηλαδή που απαιτεί αίμα και πνεύμα από τον ποιητή για να περάσει μέσα στις λέξεις, να γίνει ακέραιος λόγος, να γίνει ποίηση… Ακόμα κι αν πρόκειται για την οργανική σύμπτυξη μεγάλων αληθειών σε τόσο λίγα ρήματα μέσα από την υποτακτική τους έγκλιση, όπως εδώ:
Να…
Να εικάζεις
Να προσμένεις
Να ελπίζεις
Να δέεσαι…
Κι ύστερα Σιωπή
Η αφηγηματική σειρά του στοχασμού έχει μεγάλο ενδιαφέρον… Στην ουσία πρόκειται για μια αλληλουχία εσωτερικής δράσης που απευθύνεται πρώτιστα στον ίδιο τον γράφοντα. Η εικονοποίηση του κόσμου (πάει να πει, η κοσμοθέασή σου, η εν γένει φιλοσοφική υπερ-αντίληψή σου για τον Κόσμο και ό,τι τον αποτελεί) – εικάζεις - μέσα από την απαραίτητη νοητική εργασία που πάει μαζί με την φιλοσοφημένη αναμονή – προσμένεις –, την αιμοδότρια αδελφή της, ελπίδα – ελπίζεις – αλλά και την γνώση των συντεταγμένων σου και της αναφορικής σου σχέσης με το Όλο – δέεσαι. Κι όλα αυτά, ακόμα και στην ιδανική τους συναρμογή και επίτευξη θα οδηγήσουν στη Σιωπή και αυτό να το γνωρίζεις. Η ποιήτρια δεν είναι απαισιόδοξη αλλά δεν υπάρχουν αληθινά μεγάλοι ποιητές αισιόδοξοι ή απαισιόδοξοι. Η ποιήτρια δεν εγκλωβίζεται σε τόσο απλοϊκές σχηματοποιήσεις. Η αλήθεια είναι και δεν έχει να κάνει με τις δικές μας ψυχικές μεταβολές και πρόσκαιρες θεωρήσεις.
Το εν γένει φορτίο της ποίησης της Τούλας Μπούτου δεν έχει ένα καθορισμένο πρόσημο, συν ή πλην. Δεν θα αποφανθείς διαβάζοντάς την πως είναι ‘φωτεινή’ ή ‘σκοτεινή’, θετική ή αρνητική, συναισθηματική ή διανοητική… Αισθάνεσαι περισσότερο πως έχεις να κάνεις με έναν άνθρωπο που είναι ολοκληρωμένος, με γνώση της ζωής και των δυσκολιών της αλλά και με ματιά υψιπέτιδα, πάνω από τις δεδομένες και τετριμμένες κοινωνικές ορίζουσες. Αισθάνεσαι πως έχεις να κάνεις με έναν άνθρωπο που έχει βιώσει ισοδύναμα τον πόνο αλλά και τη χαρά, την αγάπη αλλά και τη μοναξιά, το μεθύσι της δημιουργίας αλλά και το αδιέξοδο της ματαίωσης… Κι όλα περνούν μέσα από τη γραφίδα της και στοιχειοθετούν ένα ποιητικό ταξίδι γοητευτικό και πολύ ενδιαφέρον.
Το ταξίδι
Ένα ταξίδι είν’η ζωή. Που σύγκαιρα
μέσα στη χάρτινη βαρκούλα σου τ’αρχίζεις.
Γαλάζια τα νερά. Καινούργια η Πλάση.
Κι όλο το αρμένισμα, μια γαλανή οπτασία.
Για των Θαυμάτων το Παλάτι θάναι η ρότα.
. . . . . .
Και να που η ματιά σου απορημένη
καινούργια γύρω σου ξεκρίνει.
Πώς και τόσον καιρό δεν τα’δες;
Τάφοι τα κύματα π’ανοίγονται τριγύρω.
Πώς και τον ουρανό που σκοτεινιάζει
στο ζαφειρένιο το ζωγράφισες εντός σου;
. . . . . .
Ισορροπία λοιπόν. Ένας άξονας που γίνεται ορατός με την προσεκτικότερη μελέτη των ποιημάτων της. Ούτε απόλυτο μαύρο ούτε το ρηχό λευκό. Δεν της ταιριάζει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Δεν είναι φυσικά άσχετο το ότι είναι γιατρός, λειτουργός της πλέον ιερής επιστήμης, δίπλα στον άνθρωπο, στον άγνωστο άνθρωπο, τον πονεμένο και ταλαιπωρημένο άνθρωπο σε όλη της τη ζωή. Η ιατρική δεν συγχωρεί τους καταθλιπτικούς πενθούντες τη ζωή και τους μαυροφορεμένους πεσιμιστές. Δεν τους χωράει μέσα της, τους αποβάλει. Από την άλλη όμως δεν θωπεύει και τους ολιγόνοες και ανόητους. Η ιατρική επιστήμη σφυρηλατεί μια προσωπικότητα που πάντα ισορροπεί. Ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Ανάμεσα στο θρίαμβο της επίτευξης και την αμηχανία της ανθρώπινης ανεπάρκειας μπροστά στο Αήττητο του θανάτου. Αλλά ενώ ο ιατρός είναι επιστήμων και εργάζεται με βασικό εργαλείο του το νου και τις γνώσεις του, ο ποιητής είναι ένας ιχνηλάτης του Απείρου και δεν φοβάται να το επικαλεστεί.
Ισορροπία λοιπόν. Άξονας θαυμαστός, σημαντικός. Βασικός αλλά όχι ο μόνος. Διότι υπάρχει βέβαια ο Χρόνος. Και μάλιστα και με τα δυο του πρόσωπα, τις δυο του διαστάσεις. Ο Μεγάλος Χρόνος (δικαιοσύνη, αποκατάσταση ως και Νέμεση) αλλά και ο μικρός, καθημερινός, ροϊκός χρόνος (φθορά, απουσία, μεταβολή). Ο Χρόνος και η Μνήμη. Δυο άξονες που διατρέχουν την προβληματική της γραφής της Τούλας Μπούτου ολοκάθαρα. Άλλωστε, δεν υπάρχει πνευματικός άνθρωπος που δεν στέκεται με δέος αλλά και τόλμη μπροστά σε τούτους τους άξονες. Το άγγιγμά της όμως είναι στοχαστικό, έχει ακόμη και τρυφερότητα, αποδοχή της συντριπτικής αλήθειας για την φθαρτότητα αλλά και την αέναη Ηρακλείτεια μεταβλητότητα. Υπάρχουν στίχοι που μετουσιώνουν την φοβερή αυτή αλήθεια της ματαιότητας σε απαλό χάδι επίγνωσης:
Το Χτες
Σήμερα πλημμύρισα από Χτες…
Το κράτησα στις φούχτες μου
Το ψηλάφισα γωνιά-γωνιά του.
Το ήπια μέσ’από τον Αμφορέα της θύμησης.
Το γλυκοτραγούδησα με την παιδική μου φωνή
Το ράντισα με τα δάκρυα της εφηβείας μου
Κι ύστερα το πήρα πλάι μου
Ακουμπιστό στο μαξιλάρι μου…
Για να μου δροσίζει τ’άνυδρα όνειρα
μιας ατέλειωτης νύχτας…
Και όλα αυτά θα ήταν αρκετά για να θεμελιώσουν μια ολοκληρωμένη ποιητική γραφή. Όμως η Τούλα Μπούτου απλώνει το εσωτερικό, καρδιακό της βλέμμα και στο Μεγάλο Μυστικό Θέαμα, καθώς θα έλεγε και ο Κλάιβ Μπάρκερ. Το Αχανές, το Άπειρο, το Απεριόριστο όπως το λέει εκείνη. Τον αρχέγονο ειναιικό βιότοπο. Το Μέγα Σκότος από τη μια αλλά και από την άλλη, τη μοναδική ευκαιρία να αυτοτελειωθείς, να αυτοπραγματωθείς ως ύπαρξη, ως ον, ως Άνθρωπος που κληρονόμησε ένα σύμπαν και δεν το αρνείται.
Απεριόριστο
Απεριόριστο…
Να το πούμε απεριόριστο
αυτό που μας κυκλώνει.
Κύκλοι απεριόριστοι.
Επάλληλοι κύκλοι ασφυχτικοί.
Κι ούτε μια χαραμάδα διαρροής
διαφυγής… απόδρασης μικρή σχισμή
κι αν συνθλιβείς ανάμεσά της
μόνον για μια Διάβαση.
Να τη διαβείς, έστω κι αν έτσι χάσεις
τα μέτρα της σωστής σου διάστασης.
Για πάντα…
Θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω: το ποίημα – λυδία λίθο όλης της συλλογής. Κι είναι η προσωπική μου ανάγνωση βέβαια. Γιατί τούτο το ‘απεριόριστο’ από μόνο του αρκεί να δικαιώσει τον μεγάλο Κίρκεγκαρντ, τον υπαρξιστή φιλόσοφο που έφερε στο κέντρο της φιλοσοφικής σκέψης την έννοια της αγωνίας για την οποία αποφαίνεται πως δεν ταυτίζεται με το συναίσθημα του φόβου, του άγχους και της ανησυχίας, αλλά πως συνδέεται με το γεγονός της ύπαρξης του ανθρώπινου ατόμου. Τι είναι το ‘απεριόριστο’ λοιπόν από την ίδια την ενσάρκωση αλλά και τη μήτρα της Αγωνίας;
…επάλληλοι κύκλοι ασφυχτικοί. Κι ούτε μια χαραμάδα διαρροής / διαφυγής…
Και ποια είναι η στάση του ποιητή; Δεν είναι η καταφυγή σε μια άγονη καταναλωτική υπερ-δραστηριότητα που απλά μεταθέτει το πρόβλημα και το σκεπάζει κάτω από το χαλί της πολύβουης καθημερινότητας. Ούτε βέβαια είναι ένας συναισθηματικός αρνητισμός, ένας κοινωνικός αυτισμός, μια περιθωριοποίηση. Αλλά είναι μια στάση ευθύνης. Ας μην το ξεχνάμε, ο ποιητής είναι πριν απ’όλα ένα ον ευθύνης. Κι αυτό σημαίνει πως αγωνίζεται, μάχεται, αναζητά συνεχώς ένα διέξοδο στα μεγάλα και απέραντα και ωκεάνια προβλήματα και μεταφυσικά ερωτήματα. Και η Τούλα Μπούτου, κάνοντας χρήση της υποτακτικής σήμανσης, το επιχειρεί. Με σαφήνεια, λιτότητα, επάρκεια, σοφία.
κι αν συνθλιβείς ανάμεσά της / μόνον για μια Διάβαση / Να τη διαβείς…
έστω κι αν έτσι χάσεις / τα μέτρα της σωστής σου διάστασης / Για πάντα…
Το κόστος λοιπόν είναι μεγάλο. Όσο μεγάλο ήταν εκείνο των Αργοναυτών που έπρεπε να διασχίσουν τη δική τους χαραμάδα στις Συμπληγάδες και ήξεραν πως όλα θα κρίνονταν σε ένα εκατοστό ή σε ένα κλάσμα του χρόνου. Κι όμως, το ρίσκο αξίζει τον κόπο. Ακόμα κι αν αφανιστείς. Ακόμα κι αν μοιάζει να είσαι ‘καταδικασμένος’… στο κάτω κάτω, από την πρώτη ώρα της ζωής, το ρολόι χτυπάει αντίστροφα… και το απεριόριστο είναι εκεί… ένα θεόρατο στόμα που καραδοκεί να σε καταναλώσει… κι όμως, η πρόταση – κι εδώ έχουμε αυθεντικό ποιητικό γεγονός – είναι σαφής: να τη διαβείς… Και ας είναι η τελευταία σου πράξη…
Τούτο το ποίημα, το Απεριόριστο, που προσωπικά θεωρώ ένα αληθινό διαμάντι μέσα στα ποιήματα της Υπέρβασης θα έμενε ως νησίδα μοναχική σε ένα πέλαγος αν δεν υπήρχαν και πολλές άλλες σημαντικότατες στιγμές σε αυτό το ταξίδι της ανάγνωσης και απόλαυσης ακόμα της ποιητικής γραφής της Τούλας Μπούτου. Και υπάρχουν στιγμές που αληθινά η ποιήτρια καταφάσκει τη ζωή και την ομορφιά της μέσα από την Αγάπη με την προσφιλή της υποτακτική παρότρυνση – ενθάρρυνση – προτροπή:
Αγάπη
Να τραγουδάμε την ΑΓΑΠΗ
Κι αν όλα γύρω,
μια τυμπανοκρουσία μίσους και χαλασμού.
. . . . .
Και ακόμη στιγμές, φωτογραφικής αποτύπωσης της ίδιας της ομορφιάς που κι εδώ έχει μυητικές ορίζουσες και άρωμα βαθιάς εσωτερικής ενδοσκόπησης:
Το ρόδο
Ανάμεσα σε δυο σιδερόφραχτα φυλάκια
Ανάμεσα στις δυο αντικριστές όμορες χώρες
Ένα ρόδο μοναχικό στο παρτέρι
σκόρπιζε την απρόσμενη ευωδιά του
Καταργώντας έτσι αμετάκλητα
τα ανθρώπινα σύνορα…
Αλλά και στιγμές που η ίδια η ‘απλή’ καθημέρια δεξαμενή εικόνων και περιστατικών τροφοδοτεί με στοχασμό την ποιήτρια:
Τα πρόσωπα
. . . . .
Τα πρόσωπα των περαστικών
μισογραμμένες ιστορίες δίχως τίτλο
Ημιτελείς συμφωνίες
σε κλίμακες ελάσσονες.
Ενός αόρατου θιάσου οι κομπάρσοι
που μια μυστική σκηνή διασχίζοντας
προσμένουν κάποιο προβολέα
για ν’ανακαλύψει τη μοναδικότητά τους.
. . . . .
Κι αν αναρωτηθεί κάποιος μετά από όλα αυτά, αν ο Έρωτας είναι απών από την Υπέρβαση, ίσως να μην έχει ήδη συνειδητοποιήσει πως στην ουσία, η ποιητική γραφή της Τούλας Μπούτου είναι βαθιά ερωτική, με την αρχετυπική σημασία της λέξης. Διότι η αγάπη για τη ζωή αλλά και η καταφατική φιλοσοφική της θεώρηση τι άλλο είναι από την ενσάρκωση του ερωτικού στοιχείου; Κι όμως, σε ένα υπέροχο Χάι Κάι της, υπάρχουν και στίχοι που αποδεικνύουν πως το δροσερό αεράκι της ερωτικής εμπειρίας είναι κι αυτό άξονας υπαρκτός στην καρδιά της, στη γραφή της αλλά με τη διαρκή ενθύμηση πως τίποτα δεν ενοικεί μέσα μας χωρίς την κατοπτρική του όψη, χωρίς το σκοτεινό του ισοδύναμο:
Χάι Κάι ΙΙΙ
Έρωτα πρώτε!
Αξεπέραστη χαρά
Ξημέρωμά μου
Κατάντικρύ σου
το φως και το σκοτάδι
Διάλεξε, πάρε!
. . . . .
Ολοκληρώνοντας τούτες τις λίγες σκέψεις πάνω στην ποιητική γραφή της Τούλας Μπούτου όσον αφορά την Υπέρβαση, αισθάνομαι πως έχει μεγάλη αξία να υπογραμμίσω πως είναι πάντοτε μεγάλη η χαρά να ανταμώνεις έναν ποταμό αληθινής πνευματικής δημιουργίας που πηγάζει από τις πρωτογενείς πηγές του Ανθρώπου και αρδεύει τους αγρούς του είναι με ποιότητες σπάνιες και ξεχωριστές. Κι αν έχει κανείς την ένσταση πως ακόμα και τούτες οι ποιότητες είναι προσωρινές και θα χαθούν μετά από χρόνια, την απάντηση ψηλαφεί η ποιήτρια με τον ωραιότερο τρόπο:
Όλα
Και θα σκορπίσουν όλα!
Σαν τον καπνό μοναχικής καμινάδας
Μέσα στην αιθρία
Ενός θριαμβευτικού ανοιξιάτικου πρωινού
Θα καταλυθούν όλα!
. . . . .
Μόνη αλήθεια
Η αθανασία των οστών
Και των γραφτών μου
Η πεισματική παρουσία
Αντώνης Μυκονιάτης
Ιούνιος 2013