Το κουτί…
συνάντησα
εκείνον τον άνθρωπο
Κυριακή μεσημέρι
στον Ηλεκτρικό
καθισμένο σ’ένα παγκάκι
κάπως σκυφτό
κάπως νεκρό
πλησίασα
είδα στα άσπρα μαλλιά του
που είχε πιάσει με ένα φτηνό λάστιχο
ανταύγειες από κόσμους
ανταύγειες από ανθρώπους
που ξοδεμένοι πια
σαν αναμνήσεις πολέμων
μάτωναν μονάχα τον αιθέρα γύρω του
και εξατμίζονταν αμέσως
πλησίασα κι άλλο
είδα τα χέρια του
δεν είχε δάχτυλα
είχε μαχαίρια
είχε λάμες
είχε θυμό
και ακουμπούσαν στα πόδια του
που ήταν κομμένα από τα γόνατα
και αιμορραγούσαν
τον εαυτό του
οσμίστηκα τη φρίκη
οσμίστηκα τη φυλακή
οσμίστηκα το απόλυτο
που κιόλας είχε ξεπεράσει
αιωνιότητες πριν…
ήθελα
ή δεν ήθελα
να δω το πρόσωπό του
πλησίασα κι άλλο
ο κόσμος γύρω
βιαστικός
χωνόταν στα βαγόνια
περνούσε
έφευγε
χανόταν
κανείς δεν μας κοιτούσε
κανείς δεν είχε βλέμμα
ποτέ δεν είχε…
έπρεπε να ησυχάσω τη καρδιά μου
ήξερα ποιος ήταν
ο χρόνος μου το έλεγε
η μυρωδιά της Ανάγκης
η ηττημένη ανάσα
της σκοτωμένης νιότης
έκλεισα τα μάτια μου
έτσι είπα
θα τον δεις καλύτερα
οι άνθρωποι γύρω
φιγούρες
περνούσαν
άφηναν οσμές
άφηναν χνώτα
άφηναν θλίψη
και ρουφούσαν ματαιότητα…
τον άγγιξα
τον είδα
στο μέτωπο
η γνώριμη ρυτίδα
στα χείλη
εκείνη η παιδική αμυχή
ένιωσα να με τραντάζει
ολόκληρη η Αλήθεια
να με συντρίβει
να με κλειδώνει
σ’ένα στενόχωρο κουτί
άνοιξα τα μάτια
δεν είχε φύγει
όπως θα ευχόμουν
για να πάρω ανάσα
έφυγα εγώ
δεν βιάστηκα
δεν είχα βήμα
δεν έκλαψα
δεν είχα δάκρυα
πώς να χωρέσεις στο στενό κουτί
εσένα
και την αλήθεια
συντροφιά;
πριν απομακρυνθώ
μονάχα
γύρισα
για μια τελευταία ματιά
εκεί ήταν
ακίνητος
σαν πετρωμένος χρόνος
νικημένος
και ανίκητος
τώρα πια
ελεύθερος...