7

 

Επτά

Δεν είναι για να παίζεις μ’αυτά τα πράγματα…

 

Δούλευα, ως συνήθως, αργά, χωμένος στις δικές μου ώρες, ανάμεσα στα χαρτιά μου, στο μεγάλο, επιβλητικό γραφείο με το ταλαιπωρημένο φωτιστικό να σκύβει σαν βραχίονας εξωγήινου πλάσματος πάνω από το μαύρο πληκτρολόγιο… αριστερά μου ένας σταυροφόρος με κοιτούσε μέσα από το μεταλλικό του προσωπείο, δεξιά μου ένα μισοδιαβασμένο βιβλίο του Γκέρσομ Σόλεμ περίμενε τη σειρά του…

…εσύ, σ’εκείνη την αποβάθρα, πρωί, αξημέρωτα σχεδόν, να με κοιτάζεις με τα παράξενα και λυπημένα μάτια σου και τα μαλλιά σου, απείθαρχα, να χορεύουν σαν ζωντανό στεφάνι γύρω από το κεφάλι σου…

…δεν μπορώ να τον ξεχάσω. Τον άνθρωπο που σου έλεγα τις προάλλες, τον άνθρωπο με τις μεθυσμένες λίμνες στο βλέμμα του… τον άνθρωπο που με απείλησε με τις 7 ‘υποσχέσεις’ του…

‘Σου υπόσχομαι τα πάντα και δεν σου οφείλω τίποτε. Σου έχω έτοιμες τις 7 υποσχέσεις. Σου έχω έτοιμους 7 θανάτους, 7 ζωές, 7 αφανισμούς, 7 αναγεννήσεις, 7 σαρκώσεις, 7 ταξιδέματα… Το άλλο Σάββατο, εδώ, στο παγκάκι που έρχομαι πάντα να πεθάνω, θα σου μιλήσω για την Πένα… έλα άδειος, έλα καθαρός, έλα χωρίς τον εαυτό σου να καθίσεις δίπλα μου...’…

… εσύ, να λοξοκοιτάζεις το μεγάλο πλοίο με την κόκκινη φαρδιά ζώνη πάνω από την ίσαλο, να θέλεις να με αποχαιρετήσεις, να θέλεις να με φιλήσεις, να θέλεις να με χαστουκίσεις. Εγώ σιωπηλός, δεν λοξοκοιτούσα πουθενά, έχανα το βλέμμα μου όσο περνούσε η ώρα και υποδεχόμασταν τη πολύβουη μέρα… ο θόρυβος του λιμανιού γεννιόταν σιγά σιγά, απλωνόταν ολόγυρα σα ζωντανό σεντόνι… έχανα το βλέμμα μου εκείνο το πρωινό αλλά ακόμα δεν είχα χάσει εσένα…

…όχι ακόμα…

 

Όχι βέβαια. Δεν είναι για να παίζεις μ’αυτά τα πράγματα…

 

‘Είμαι έτοιμος’, του είπα.

‘Ποτέ δεν είσαι έτοιμος για να πεθάνεις’, απάντησε και έτεινε το αριστερό του χέρι στο οπτικό μου πεδίο.

‘Κοίτα τις φλέβες μου. Μιλούν για μένα καθαρότερα απ’τη φωνή μου’, είπε σχεδόν ψιθυριστά. Η φωνή του ερχόταν ολόισια από το στομάχι του, δεν ξέρω γιατί αλλά αυτό σκέφτηκα όταν τον άκουσα να μου πρωτομιλάει, καιρό πριν, σ’αυτό το ίδιο λερό παγκάκι που μας φιλοξενούσε.

‘Πρόσεχε, το βλέμμα σου να μην πέφτει πάνω μου σαν άδειο τσουβάλι! Χειρούργησέ με… με τα μάτια σου φίλε μου! Ο άνθρωπος είναι τα χέρια του! Έλα λοιπόν! Δες!’

Η νύχτα κατέβαινε με γοργά βήματα και μια αύρα δροσερή με σκαμπίλισε ελαφρά. Τούτο το χέρι όμως δροσιά δεν είχε.

Ο άνθρωπος είναι τα χέρια του

Στην αρχή δεν μπορούσα να διακρίνω τίποτα πέρα από ένα ταλαιπωρημένο αντρικό χέρι που πρόδιδε απλά και μόνο το πέρασμα 70 ίσως και περισσότερων γεμάτων και αμείλικτων χρόνων από πάνω του. Οι φλέβες, πρησμένες, διακλαδώνονταν σε μια αλλόκοτη σύνθεση… ξεκινούσαν από το πουθενά και χάνονταν πάλι στο πουθενά… το δέρμα, γερασμένο, χωρίς χυμούς πάλευε να τις κρατήσει κάτω από τη ρηχή του επιφάνεια…

Στην αρχή δεν έβλεπα τίποτα.

Στην αρχή είπα.

Γιατί λίγο μετά…

 

‘έλα μαζί μου’

‘…’

‘έλα μαζί μου… σε μια βδομάδα θα γυρίσουμε… παράτα τα όλα και έλα…’

‘…’

‘δε θυσίασες ποτέ σου ένα καλοκαίρι για μένα… κάντο τώρα, σήμερα… έλα μαζί μου…’

‘…’

 

‘Δεν γράφεις με τη πένα, γράφεις με τα σωθικά σου. Ποιος ηλίθιος πιστεύει ότι Τέχνη είναι ό,τι αποτυπώνει το μελάνι πάνω στις επεξεργασμένες φλούδες των ξύλων; Ποιος σου είπε ότι κάνεις Τέχνη επειδή ζαρώνεις το μέτωπο κάθε φορά που ο εγκέφαλός σου πέρδεται και τούτη τη κλανιά τη κάνεις λέξεις;

Τι βλέπεις στο χέρι μου;’

Τώρα πια μπορούσα να το δω ολοκάθαρα. Σχεδόν μου ήρθε να ουρλιάξω. Διαγραφόταν σαν ανάγλυφο πάνω σε βράχο… στο σάρκινο βράχο του ανθρώπου αυτού με τα μεθυσμένα μάτια και την αρχαία φωνή…

Το έβλεπα και… με έβλεπε κι εκείνο!

‘γράφω κάτι πάνω στη Τέχνη αυτό τον καιρό και…’

‘σκατά! Αυτό μου’ρχεται να σου φωνάξω… σκατά!’

‘σε παρακαλώ… μην…’

‘βγες απ’τη σπηλιά σου και έλα μαζί μου… πεθαίνεις εκεί μέσα… κάθε μέρα βυθίζεσαι, όλο και πιο πολύ… Θεέ μου, τι με έπιασε και τα λέω όλα αυτά πρωί πρωί…’

‘δάνεισέ μου λίγο χρόνο… μην μου τον χαρίσεις… δάνεισέ μου τον…’

‘τι έπαθες πάλι; Ποιος είναι αυτός ο γερο-ξεκούτης που σ’έχει πιάσει απ’το λαιμό και δεν μπορείς ν’ανασάνεις;’

‘…’

‘φεύγω… έλα, τώρα...’

 

‘Μείνε ακίνητος, ασάλευτος… άνθρωπος της Τέχνης είναι αυτός που μπορεί να μείνει ασάλευτος μπροστά στο αναπάντεχο, στο ακατανόητο, στο μεγαλειώδες… κανείς δεν μπορεί να είναι άνθρωπος της Τέχνης αν δεν έχει πεθάνει εφτά φορές… άπειρες φορές… μείνε ακίνητος, παρακολούθησέ το… είναι ζωντανό… όλο αυτό που είμαι εγώ… που είσαι εσύ… γράφεις για πολλά αλλά δεν ξέρεις ότι όλοι γράφουν μέσα από σένα… κάθε συγγραφέας είναι όλη η ανθρωπότητα… αν δεν είναι γράφει μονάχα για να διεκδικήσει ένα στενό δωμάτιο αυταρέσκειας σε ένα κύκλο νεκροζώντανων διανοούμενων… βγες από το κύκλο φίλε μου… δεν έχει τίποτε εκεί μέσα που ζητάει η ψυχή σου…’

Δεν μπορούσα να μιλήσω, να πω τίποτα, να αντιδράσω. Το έβλεπα, με απορροφούσε, με ρούφαγε σαν βαμπίρ…

‘Φύγε τώρα!’, τον άκουσα ξαφνικά να φωνάζει αλλά δεν μπορούσα να ξεκολλήσω το βλέμμα μου από πάνω του.

Το χέρι αποσύρθηκε, συνήλθα, τον άκουσα καθαρά.

‘Φύγε. Το άλλο Σάββατο ξανά εδώ. Θα σου φανερώσω τον καμβά… είναι η δεύτερη υπόσχεσή μου’

 

Το δωμάτιο χρειαζόταν καθάρισμα.

Το σπίτι χρειαζόταν βάψιμο.

Το μυαλό μου χρειαζόταν φρεσκάρισμα.

Ποιος ήταν ο παράξενος αυτός γέρος;

Δεν μου είχε επιτρέψει να τον δω… όταν το επιχείρησα κάλυψε το πρόσωπό του με το χέρι του.

‘Θα με δεις… θα έρθω σε κάποιο όνειρό σου… θα δεις τα μάτια μου… αυτό είναι όλο’, μου είχε πει και το ίδιο βράδυ τον ονειρεύτηκα. Ήμουν μαθητής στο Γυμνάσιο, κάποια Δευτέρα μεσημέρι, με περίμενε έξω από το σχολείο. Δεν χαμογελούσε. Περίμενε όρθιος στο απέναντι πεζοδρόμιο χωμένος μέσα σε ένα μαύρο παλτό. Ήξερα ότι ήταν αυτός… τον πλησίασα με περίεργα συναισθήματα. Δεν μου έδωσε το χέρι του. Μου έδωσε τα μάτια του. Και ήταν η πρώτη φορά που μου έκαναν τόσο απρόκλητη επίθεση δυο μάτια… δυο μάτια που έσταζαν…

Το αιώνιο…

Έσταζαν το αιώνιο… δυο αρχαίες λίμνες μέσα σε δυο βολβούς…

Και ξύπνησα κάθιδρος, φοβισμένος και… γερασμένος…

‘Όλο σου το σώμα είναι ένας καμβάς… στο είπε ποτέ κανείς αυτό; Είσαι ένα δίκτυο νεύρων, αγγείων, χιλιάδων αγγείων μικρών και μεγάλων… μην γελιέσαι, δεν υπάρχει τίποτε που να φανερώνει κάποιο θεϊκό σχέδιο… κι έτσι να είναι δεν μας πέφτει λόγος φίλε μου… το ξέρεις πως δεν υπάρχει ούτε ένα ανθρώπινο πλάσμα που να μην έχει ζωγραφίσει κάτι έστω και μια φορά στη ζωή του;’

Ξαφνικά, καθώς τον άκουγα να μου μιλά με κείνη τη μυστήρια φωνή του, είχα την ακατανίκητη επιθυμία να τον αντικρίσω…

‘Μη βάλεις τη ψυχή σου ποτέ πάνω σε ένα τελάρο… βάλε τις εμμονές σου όμως… δώσε τους χρώμα, δώσε τους σχήμα, γνώρισέ τις, πάλεψε μαζί τους… αυτά είχα να σου πω απόψε… στην επόμενη συνάντησή μας θα βρέχει και θα σου γνωρίσω τη τρίτη μου υπόσχεση… τη μάσκα…’

 

‘σε έχουν κατακλύσει οι εμμονές σου…’

Το βλέμμα μου άστραψε.

‘μην με μαστιγώνεις άλλο’

‘σε σκοτώνει αυτός ο άνθρωπος αγάπη μου… έλα μαζί μου…’

‘μην με χαρακώνεις άλλο…’

Και είχα πάλι μπροστά μου εκείνο που είχα δει να ζωντανεύει στο χέρι του γέρου…

 

‘Ήρθα στο όνειρό σου φορώντας μια μάσκα. Δεν μπορούσες να με δεις. Δεν θα σου το επέτρεπε η δική σου μάσκα’

Έβρεχε. Το είχε προβλέψει. Το ήξερε. Δεν ήθελα να σηκωθώ και να φύγω, δεν με ενδιέφερε το νερό που ζωντάνευε με τη δροσιά του τα κύτταρά μου…

‘Ήμουν κάποτε ηθοποιός… έχουν περάσει αιωνιότητες από τότε. Δεν το διάλεξα. Το έκανα για να γλιτώσω τη ζωή μου από έναν παρανοϊκό άρχοντα… δεν ξέρω τι απέγινε αυτός ο μαυρόψυχος… ‘

‘Γλίτωσες τη ζωή σου όμως…’

‘Ποιος στο είπε αυτό;’

Η βροχή δυνάμωνε. Για λίγο μείναμε και οι δυο σιωπηλοί. Λιμνούλες σχηματίζονταν κιόλας ολόγυρά μας. Κρύωνα.

‘Θέλω να περπατήσω λίγο. Πήγαινε φίλε μου. Στην άλλη μας συνάντηση θα έχω μαζί μου ένα βιολί. Πρέπει να μάθεις να ακούς. Κι αυτό στο υπόσχομαι… για 4η φορά…’

Είδα ξανά το ίδιο όνειρο. Έβγαινα από το σχολείο μονάχα που ήμουν μεγαλύτερος, τελειόφοιτος Λυκείου πια… ο γέρος στεκόταν στο ίδιο σημείο. Ακίνητος, ανέκφραστος, δεν έχω ιδέα γιατί το λέω αυτό, έτσι με έπεισε το όνειρό μου.

Τον πλησίασα με επιφυλακτικά βήματα. Άρχισε να περπατάει και τον ακολούθησα. Ξαφνικά αριστερά μου, στην αντίθετη κατεύθυνση, εμφανίστηκε το είδωλο του γέρου που με πλησίαζε. Γύρισα το βλέμμα, ο γέρος είχε πολλαπλασιαστεί, αμέτρητοι κλώνοι του παντού περπατούσαν προς όλες τις κατευθύνσεις… με κύκλωναν, με…

Πετάχτηκα από το κρεβάτι μου κάθιδρος πάλι, φοβισμένος… πάλι… άνοιξα το φως… για μια στιγμή, μέχρι να πάρω ανάσα, είχα την αίσθηση ότι όλοι αυτοί οι κλώνοι βρίσκονταν στο δωμάτιο…

Θυμάμαι ότι έβαλα τις φωνές…

 

Δεν είναι πράγματα για να αστειεύεσαι μαζί τους αυτά…

 

 

‘Μου το χάρισε ο πατέρας μου πριν από αναρίθμητα χρόνια… μην εγκλωβίζεσαι σε χρονικές μεταβολές… η μόνη συνάρτηση που πρέπει να σε ενδιαφέρει είναι αυτή που περιέχει τη σταθερά της ψυχής σου… και να ξέρεις… δεν θα την επιλύσεις ποτέ… σκεφτόμουν, να παίξουμε μουσική σήμερα… να προσπαθήσεις να βρεις τον ήχο του ύπαρξής σου… κάθε ύπαρξη στο σύμπαν είναι μια μοναδική σύνθεση, μια ανεπανάληπτη μουσική… η ταυτότητά σου… οι Μάγοι του Μεσαίωνα έλεγαν πως το εκατοστό όνομα, το αληθινό όνομα του Θεού είναι αυτή η σύνθεση που όποιος τη γνωρίζει και την παίξει σε ένα όργανο… ο Θεός θα εμφανιστεί με όλη Του την Δύναμη εμπρός του… ποιοι τρελοί το επιχείρησαν άραγε αυτό; Ποιος θα μπορούσε να χωρέσει το σύμπαν σε ένα μπουκάλι;

Ίσως να μπορεί να χωρέσει όμως σ’ένα βιολί…’

Δεν είπε άλλα… άρχισε μονάχα να παίζει… δεν ξέρω… δεν ξέρω αν έχω υποδεχτεί κάτι παρόμοιο στ’ αυτιά μου… ήταν μια μουσική που με τάραζε αλλά δεν μου ήταν ανεπιθύμητη… την γνώριζα τούτη τη μουσική αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω από πού… να θυμηθώ ή να ανακαλέσω ένα ανάλογο βίωμα…

‘Σταμάτα να σκέφτεσαι! Ο θόρυβος του μυαλού σου σκεπάζει τη μουσική μου!’

Δεν μπορούσα να καθίσω περισσότερο μαζί του. Ήθελα να φύγω.

‘Σε μια βδομάδα, πέμπτη υπόσχεση… στο Μουσείο!’, με διέταξε σχεδόν και άρχισα να τρέχω…

 

‘ξέρεις τι αγάπησα περισσότερο σε σένα;’

‘…’

‘την αθωότητα που έχει το βλέμμα σου… που είχε τουλάχιστον…’

‘…’

‘είχες όλες σου τις υποσχέσεις μέσα σε κείνο το βλέμμα αγάπη μου… και όλο σου το είναι…’

Υποσχέσεις…

 

‘Τι βλέπεις;’

‘Έναν Κούρο…’

‘Μια μορφή βλέπεις… μια μορφή σκαλισμένη πάνω στο μάρμαρο… αν λέγεται Κούρος ή όπως αλλιώς δεν έχει σημασία… στο είπαν, κάπου το διάβασες… μην σκέφτεσαι… σου είπα να έρθεις καθαρός, σου είπα να έρθεις χωρίς τον εαυτό σου… τι βλέπεις;’

‘έναν άνδρα… έχει μακριά μαλλιά’

‘σαν τα δικά μου… σαν τα δικά σου…’

‘είναι όμορφος…’

‘γιατί;’

‘δεν ξέρω…’

‘πάλι αναμασάς λέξεις άλλων… είναι ένας άντρας με γερό κορμί, χοντρά πόδια και μακριά μαλλιά… γιατί είναι όμορφος;’

‘έχει μορφή… εύ-μορφος…’

‘είναι απλά ένας άντρας… σε συγκινεί αυτό;’

‘δεν ξέρω’

‘γιατί ασχολήθηκε κάποιος να σμιλέψει έναν άντρα στο μάρμαρο, στο χαλκό ή στο ξύλο;’

‘δεν…’

‘σε συγκινεί γιατί είναι ακίνητος; Θα ήθελες να έπαιρνε ζωή; Να περπατούσε;’

‘…ναι… ίσως…’

‘αυτό που συν-κινεί είναι η ίδια η κίνηση λοιπόν; Το ακίνητο δεν συγκινεί; Ή ίσως ό,τι υπόσχεται την κίνηση;’

‘ναι… ίσως γι αυτό να είναι… να θεωρείται όμορφος…’

‘αν ήσουν καθηλωμένος, αν ήσουν μόνιμα ακίνητος, πιστεύεις ότι θα ήσουν όμορφος;’

‘…’

‘έμειναν δυο υποσχέσεις… σε περιμένω στο δωμάτιό μου…’

‘δεν ξέρω που μένεις’

‘θα στο πω σύντομα’

Ξεκίνησα να μελετώ πάλι τον Σόλεμ… μάταιος κόπος. Δεν μπορούσα να συνδεθώ με τα προηγούμενα. Τα μάτια μου πονούσαν, είχα να φάω δυο μέρες σχεδόν, τα αυτιά μου βούιζαν… ήθελα να κοιμηθώ… φοβόμουν να κοιμηθώ…

Χτύπησε το τηλέφωνο και απάντησα με δισταγμό.

 

‘ήξερα ότι δεν θα κοιμάσαι’

‘τι ώρα είναι;’

‘περασμένες τρεις’

‘πώς είσαι; πώς περνάς;’

‘πήρα την απόφασή μου’

‘…’

‘και νιώθω καλύτερα’

‘…’

‘έχει μια υπέροχη θάλασσα… κρίμα που δεν την απολαμβάνουμε μαζί’

‘…’

‘κρίμα που ποτέ δεν θα απολαύσουμε κάτι μαζί…’

 

Ξανά το ίδιο όνειρο… μονάχα που τώρα πια σα να ήμουν προετοιμασμένος για το απίθανο, δεν φοβήθηκα όταν ο γέρος με οδήγησε ανάμεσα σε δρόμους και στενά μιας πόλης που για πρώτη φορά έβλεπα στη ζωή μου… σταματήσαμε έξω από ένα ερειπωμένο διώροφο αρχοντικό… στάθηκε για λίγο μονάχα, η παλιά δίφυλλη πόρτα άνοιξε, κυμάτισε το χέρι του σε μια χειρονομία που με καλούσε να τον ακολουθήσω στο εσωτερικό… δεν ξέρω αν έκανα καν ένα κυματιστό βήμα κι εγώ, λες και είχαμε περάσει σε αργή κίνηση, βρέθηκα όμως ακριβώς δίπλα του, σε ένα τεράστιο σκοτεινό χώρο και ξαφνικά… και στις τέσσερις πλευρές της μεγάλης αίθουσας, άρχισε να προβάλλεται μια ταινία… χαμογέλασα… το βίωμα ήταν τόσο ευεργετικό που αφέθηκα… ήμουν σίγουρος, ναι, ήμουν σίγουρος πως χαμογελούσε κι εκείνος… με ένα παράξενο, στοιχειακό χαμόγελο που δεν θύμιζε σε τίποτα τον μορφασμό των χειλιών και του προσώπου των ανθρώπων… δεν με ένοιαξε…

…κείνο που γεννιόταν και χόρευε ζωντανεμένο στους τοίχους ήταν αυτό που με άρπαξε από τη ψυχή και δεν είχε τίποτε άλλο σημασία…

Δίνες… θάλασσες… ωκεάνια βάθη… πλάσματα του βυθού… δελφίνια που χόρευαν χαρούμενα και φάλαινες που ερωτοτροπούσαν ζωηρά και τραγουδούσαν… περίεργα ψάρια, φυτά με πολύχρωμα άνθη που κυμάτιζαν πέρα δώθε… κι ύστερα έξω από τη θάλασσα, σε αλλόκοσμες πόλεις, μέσα από δρόμους, σοκάκια, ανθρώπους με παράξενα ρούχα, πολύχρωμες φορεσιές, υπέροχα αρχιτεκτονήματα, τρούλοι και αψίδες και τόξα Γοτθικά και ύστερα το χάσιμο… πτήσεις υπερουράνιες μέσα από τούνελ χιλιόχρωμων και απειρόχρωμων γραμμών και επιπέδων… δυο διαστάσεις, τρεις, άπειρες διαστάσεις… και το τρελό ταξίδι τελειωμό δεν είχε… όλα χόρευαν γύρω μου… κάτι επικοινωνούσε μέσα μου με όλο τούτο τα γιορτάσι των χρωμάτων, των αισθήσεων και των παραισθήσεων!... ναι, κάτι επικοινωνούσε με το κάθε τι και με όλα μαζί… …και ξαφνικά… τούτη η τρελή κάμερα του απείρου ακινητοποιήθηκε… μπορούσα να δω ένα φάρο, τη σκοτεινή θάλασσα να απλώνεται μακριά και μια φιγούρα να περπατάει στην οριογραμμή των βράχων… πλησίασα, έτσι αισθάνθηκα τουλάχιστον και η κάμερα ζουμάρισε στην μοναχική ύπαρξη… ήξερα ποια ήταν… το ήξερα και η καρδιά μου φούσκωνε από λυγμούς… μόνη της… στην άκρη του γκρεμού… η κάμερα διέκοψε τη προβολή, το απόλυτο σκοτάδι μας έλουσε σαν βραδινή βροχή…

Τον ένιωσα να γυρνάει το κεφάλι του προς το μέρος μου… δεν ήθελα να τον δω να χαμογελάει… δεν θα το άντεχα…

Πετάχτηκα… κάθιδρος πάλι με τη καρδιά μου να βροντάει μέσα στο στήθος μου, το κεφάλι μου να γυρίζει σαν τρελό… τι ήπια, μονολόγησα…

Εμένα! Άκουσα κάτι να μου απαντάει και πάγωσε το αίμα μου.

Εμένα ήπιες!!

‘πήρα την απόφασή μου’, είπε…

Τι εννοούσε;

 

 

‘Ό,τι σου υποσχέθηκα σου το έδωσα… όχι ολόκληρο, όχι ακόμα…’

Τελευταίο μας Σάββατο λοιπόν;

Και γιατί πάντα Σάββατο;

‘Δεν χόρεψες ακόμα… και το ταγκό θέλει δυο φίλε μου…’

Ήθελα να γελάσω αλλά δεν το τόλμησα.

‘δεν μου πάει να χορέψω μαζί σου’

‘ποιος σου είπε να χορέψεις μαζί μου; Μονάχα βιάσου… ίσως να έχεις μια τελευταία ευκαιρία…’

Ένιωσα για πρώτη φορά το χέρι του να με ακουμπάει στον ώμο… μια γλυκιά θέρμη με πλημμύρισε ως τα βάθη του είναι μου… λες και ήταν χέρι πατρικό, σα να ήταν…

Μονάχα βιάσου…

‘Μια τελευταία ερώτηση’, του είπα και ένιωσα πως χαλάρωνα όλο και περισσότερο

‘Είχες πει ότι έρχεσαι σ’αυτό το παγκάκι να πεθάνεις… τι εν…’

‘Κανείς δεν είναι ίδιος πια… ούτε εσύ, ούτε κι εγώ…’

Είχα κλείσει τα μάτια αλλά δεν το είχα καταλάβει. Κόντευα να αποκοιμηθώ και όταν συνήλθα ήμουν μόνος στο παγκάκι.

Ήρθε στο μυαλό μου εκείνη.

‘πήρα την απόφασή μου’, είχε πει…

Μ’έπιασε πανικός και άρχισα να τρέχω

 

 

Ήξερα που να την αναζητήσω.

Αυτό που δεν ήξερα ήταν αν θα την έβρισκα.

Και τούτο με τυραννούσε το κάθε δευτερόλεπτο μέχρι να φτάσω ως εκεί.

Δεν είναι για να παίζεις μ’αυτά τα πράγματα…

Την είδα να κάθεται σ’ένα μοναχικό βραχάκι κοντά στο φάρο. Τα μαλλιά της, σαν τρελά άλογα έτρεχαν πίσω στη πλάτη της… χιλιάδες μαύρα αλλοπαρμένα και πανέμορφα άλογα που εναλλάσσονταν στο ίδιο σκηνικό… έγραφε… το ξέρω πως κάτι έγραφε… και τούτο δεν έπρεπε να το ολοκληρώσει… ίσως τότε να ήταν πια αργά…

Ο ήλιος βιαζόταν να βουτήξει στα μαύρα νερά του ορίζοντα. Έπρεπε να βιαστώ.

Γύρισε και με κοίταξε μια στιγμή μονάχα πριν βρεθώ δίπλα της.

Ήταν δακρυσμένη. Τα μάτια της είχαν διασταλεί, τα χείλη της ήταν φουσκωμένα. Ανάσαινε με προσπάθεια.

‘γιατί ήρθες;’, με ρώτησε χωρίς να κινηθούν τα χείλη της

‘δεν είχα που αλλού να πάω’ της απάντησα σιωπηλός κι εγώ

‘δεν είμαι η ψυχή σου… εκεί να πας’

‘δεν έχω ψυχή που να μην σε περιέχει’

Είδα το χαρτί της. Δεν έγραφε. Διέκρινα ένα σκίτσο. Δυο άνθρωποι σε ένα μοναχικό παγκάκι. Ο ένας φαινόταν σκυθρωπός, γερασμένος, ο άλλος νεότερος… είχαν και οι δυο μακριά μαλλιά…

Πήρα το μπλοκάκι της… προσπάθησε να με εμποδίσει αλλά της το απέσπασα.

Γύρισα σελίδα.

Το σκίτσο ήταν πιο λεπτομερές.

Ο γέρος καθόταν σκυφτός. Πρόσωπο δεν φαινόταν. Μονάχα που έδειχνε το χέρι του στον άνθρωπο δίπλα του. Το πρόσωπο του τελευταίου έλαμπε.

Γύρισα σελίδα.

‘μη… μην…’ την ‘άκουσα’ να μου μιλάει στο μυαλό μου

‘πρέπει να δω!’ της ‘είπα’ με ένταση

Ο γέρος φαινόταν ολοκάθαρα. Χαμογελούσε. Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει. Τα γόνατά μου λύθηκαν. Σωριάστηκα στο βράχο δίπλα της.

Ο γέρος… ήμουν εγώ… το χαμόγελο που είχα στα 20 μου… τα ολόλευκα δόντια μου, το βλέμμα μου με την κούραση των 40, τις μικρές σακούλες κάτω από τα μάτια και τα μαλλιά μου… ολόλευκα και αραιωμένα πια τα μαλλιά των 70 μου… και το χέρι εκείνο… ήταν το δικό μου… είκοσι ή τριάντα χρόνια μετά…

 

Κι ανάμεσα στις φλέβες ολοκάθαρα, ανάγλυφα, εκείνη η αμυχή, εκείνο το σημάδι που είχα από παιδί όταν είχα σκίσει το χέρι μου σε ένα παιχνίδι, κάποιο μαγικό καλοκαίρι… και θυμάμαι πως όλοι έλεγαν, όταν το τραύμα επουλώθηκε και έμειναν μονάχα δυο λεπτές γραμμές να θυμίζουν την αγωνία εκείνης της ημέρας, πως τούτες οι γραμμές, έτσι όπως συναντιούνται σε οξεία γωνία, μοιάζουν τόσο πολύ με τον αριθμό 7…

 

 

https://nimertis.blogspot.gr/