Call me Ishmael…
Το τέρας είναι αληθινό… πάντοτε ήταν… ξέραμε πως κρυβόταν σε εκείνα τα αρχαία βάθη, σε κείνα τα ανήλιαγα έγκατα του Απείρου και δεν τολμούσαμε να σκεφτούμε παρά μόνο τη μέρα που θα ερχόμασταν αντιμέτωποι με τη μοχθηρία του, το βλέμμα του, την αβυσσαλέα ψυχή του. Γιατί το ξέραμε πως είχε κι αυτό ψυχή. Μονάχα που δεν μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε πόσο σκοτεινά, πόσο απόκοσμα ήταν τα χρώματά της. Κι όμως, έπρεπε κάποια στιγμή να αναμετρηθούμε μαζί του. Οι φωνές των προγόνων μας καλούσαν, οι ιαχές του χρόνου που ρυτίδωνε τη σκέψη μας, οι εφιάλτες που μας μαστίγωναν κάθε βράδυ. Το τέρας ήταν εκεί, βαθιά στις σπηλιές του Απέραντου και μας περίμενε. Κάπου κάπου ανέβαινε στην επιφάνεια, εμφανιζόταν σε όλη του τη φριχτή μεγαλοπρέπεια και ύστερα πάλι βυθιζόταν στα ανεξερεύνητα στρώματα της Δημιουργίας.
Δέσαμε την ύπαρξή μας με τη δική του. Τούτο θα γινόταν χωρίς αμφιβολία κάποτε. Και όσο αυτός ο νοσηρός ομφάλιος λώρος σφιγγόταν γύρω από το λαιμό μας, τόσο πιο καθαρό γινόταν το βλέμμα μας. Το τέρας είχε γεννηθεί μαζί μας. Ήταν ο Κάιν με το σημάδι στο μέτωπο που ζητούσε να μας παρασύρει στη δική του Άβυσσο. Ήταν ο Λεβιάθαν και όλα τα ανοσιουργήματα του Κακού που αιμοδοτούσαμε από την ώρα που είδαμε το φως αυτού του κόσμου. Και όσο αυξανόμασταν εμείς και ο κόσμος, τόσο κι αυτό αυξανόταν μέσα μας. Και θα ερχόταν η στιγμή που ως και τα αρχέγονα βάθη του είναι δεν θα του ήταν αρκετά. Θα ερχόταν η ώρα που θα διεκδικούσε το φως και τον ορίζοντα. Και τότε, οι φωνές στο κεφάλι μας θα γίνονταν κραυγές και ουρλιαχτά και ριπές πύρινης βροχής.
Και αναλάβαμε κάποια μέρα την μεγάλη και σπουδαία αποστολή. Και βγήκαμε στα ανοιχτά της ύπαρξης για να το ανταμώσουμε. Και φορέσαμε μονάχα το πανωφόρι της ελπίδας και στα χέρια μας κρατάμε σφιχτά τα καμάκια με τις ποτισμένες στο δηλητήριο του μίσους αιχμές. Χρειάζεται όλο το κουράγιο των αιώνων για να ανοιχτούμε μεσοπέλαγα και για τούτη την αναμέτρηση με το τέρας δεν περισσεύει κανείς.
Και είμαστε ακόμα σε τούτη την αρχαία σιωπή, στη θάλασσα των ναυαγίων και το περιμένουμε. Το ξέρουμε, είναι εκεί, κάτω, μας περιμένει, μας μετράει… μας ανασαίνει… συσσωρεύει όλη του τη δύναμη, καταστρώνει το τελικό του σχέδιο. Θα μας αφανίσει ακέραιους. Έτσι το θέλει. Θα μας οργώσει, θα μας αναλώσει.
Και έχει πέσει ο άνεμος εδώ και χρόνια αμέτρητα πια που δεν μετριέται σε ζωές ανθρώπινες. Και στην απόλυτη νηνεμία, την αρρωστημένη αυτή άπνοια, γεννιούνται οι πιο φρικαλέοι στοχασμοί… καλύτερα έτσι… για να μπορέσουμε να το αντικρίσουμε ολοκάθαρα όταν θα αναδυθεί κάποια στιγμή που οι καρδιές όλων μας θα συντονιστούν… καλύτερα έτσι… για να μιχτεί το αίμα μας με τη πηχτή αυτή παράξενη θάλασσα που μας σηκώνει αφιλόξενα στη ράχη της…
Και ο πρώτος που θα το δει απ’το ψηλότερο κατάρτι και θα ουρλιάξει ‘εκεί ξεφυσάει!’ θα ξέρει μέσα στη βασανισμένη του ψυχή πως θα είναι και ο πρώτος που γιορτάζει με μια κραυγή το χαμό του…