Μέδουσες
Κάτι λείπει εδώ…
Κάτι που φοβάται να υπάρξει…
Κοιτάμε μέσα απ’το γυαλί του ενυδρείου τα πλάσματα με τα πτερύγια… τον κόσμο εκείνο που απλώνεται μακριά… και είναι εχθρικός… δεν τον αναγνωρίζουμε… είναι όμορφος και ξένος…
Και μέσα μας γεμίζει το απεριόριστο με κάτι ψηλαφητό… με κάτι που μοιάζει με εσωτερική μέδουσα με ίνες που μας μαστιγώνουν και πονάμε… κάτι σαν ζελές που πάλλεται, ανασαίνει ανεξάρτητα από εμάς, ζει βυθισμένο στα αρχαία του βάθη… και που και που αναδύεται, μας ενοχλεί, μας πονά και μετά χώνεται πάλι στην άβυσσό του…
Ξαφνικά, όλα μάς μιλούν για εκείνο που κάποτε ήμασταν και τώρα το χάσαμε… το χάσαμε για πάντα…
Η νοσταλγία μάς πλημμυρίζει όπως η πλημμυρίδα… αυτό που ήμασταν κάποτε
Αυτό που χάσαμε για πάντα…
Όμως, είμαστε ακόμη ικανοί να κοιτάζουμε… ίσως κάποτε να μάθουμε να βλέπουμε… κάποτε όμως, όχι ακόμα.
Μα είμαστε ικανοί να κοιτάζουμε. Μέσα απ’το γυαλί του ενυδρείου. Τα αλλόμορφα πλάσματα με τα άδεια μάτια και τα μεγάλα σκοτεινά πτερύγια… κολυμπούν στο αμνιακό υγρό της Ύπαρξης και δεν φοβούνται… ή κι αν φοβούνται σιωπούν, εργάζονται το επόμενο λεπτό, την ίδια τη μακάβρια και υπέροχη στιγμή που ζουν… χωρίς το χρόνο… χωρίς το τσεκούρι της μνήμης… χωρίς το μαχαίρι της ελπίδας…
Εκεί εμείς δεν θα μπορέσουμε να ξαναγυρίσουμε… δεν έχει σημασία… αυτό που ήμασταν τότε, έφυγε… κάποιες ποιότητες σαν μακρινή αύρα έρχονται στο στόμα μας και είναι γεύσεις γλυκόπικρες, παράξενες.
Ευτυχώς, μένουν για λίγο. Αρκεί να πλύνουμε το στόμα μας με τη σκέψη και όλα καθαρίζουν…
Γυρνάμε το βλέμμα απ’το μονότονο θέαμα των πλασμάτων που πλησιάζουν το γυαλί για μια στιγμή και ύστερα συνεχίζουν την περιπλάνησή τους και απομακρυνόμαστε…
Αυτό δα το μάθαμε καλά.
Αιώνες τώρα…
Να απομακρυνόμαστε…