ο άνθρωπος των Ημερών που...

 

Κάποτε ο άνθρωπος των Ημερών που Κάποτε Ήταν, πλησίασε το μοναχικό κορίτσι που έπαιζε μόνο στην αμμουδιά.

Σε μια αμμουδιά που δεν είχε θάλασσα.

-είσαι ο θάνατος, του είπε

-είμαι ο απρόσωπος, απάντησε εκείνος

-δεν θα σου δώσω το χέρι μου… μπορώ αν θέλεις να σου δώσω μια ανάσα μου, ένα από τα όνειρά μου, αυτό το μικρό κάστρο που φτιάχνω στην άμμο…, του είπε ξανά.

-δεν σου ζητώ τίποτα, της είπε, τίποτε από όσα έχω…

-δεν ρέεις ποτέ;, τον μάλωσε εκείνη

-δεν έχω την εποπτεία της ροής μου, της είπε…

-δεν θα σου δώσω το χέρι μου… του ξανάπε

-μπορώ να διεκδικήσω ένα από τα χαμόγελά σου;, την ρώτησε σιωπηλός

-δεν ξέρω να χαμογελώ σε έναν άνθρωπο χωρίς πρόσωπο, είπε σιωπηλά κι εκείνη

-αν μου αρνούνται συρρικνώνομαι… , είπε με παράπονο εκείνος

-να γίνεις μικρός, να χωρέσεις στο κάστρο μου, είπε εκείνη

Και τον έκλεισε μέσα στο κάστρο

 

Αργότερα την πλησίασε ο άνθρωπος των Ημερών που Είναι.

-είσαι ο πόνος, του είπε.

-είμαι ο πόνος αλλά και ό,τι ακυρώνει το πόνο, της απάντησε

-χορεύεις;

-μπορώ να χορεύω όσο θέλεις αρκεί να μου χαμογελάσεις, της είπε

-δεν μπορώ να χαμογελάσω σε έναν άνθρωπο που είναι ο πόνος, του είπε

-είμαι η μήτρα και ο φόβος… θέλεις να παίξουμε;, την προσκάλεσε

-μπορείς να γίνεις άμμος;

-μπορώ να γίνω ό,τι θέλεις αρκεί να μην το ψελλίσεις, της είπε

-γίνε άμμος και μεγάλωσε το κάστρο μου, σκέφτηκε εκείνη

Και το κάστρο της έγινε μεγάλο όσο κι εκείνη.

 

Κι ύστερα την πλησίασε ο άνθρωπος των Ημερών που Είναι Να’ρθουν

-είσαι ο έρωτας, του είπε

-και αποσπώ από το σήμερα ό,τι μου αρνείται το όνομά του, της είπε

-δεν θα σου πω ποτέ το όνομά μου, απάντησε εκείνη

-αρκεί να μου χαμογελάσεις μια στιγμή

-πώς να χαμογελάσω στον άνθρωπο που ξέρει μονάχα να κλέβει, τον μάλωσε

-είμαι κλέφτης των προσευχών, μείνε ήσυχη και στατική για μια στιγμή, την προσκάλεσε

-κάνε μου μια θάλασσα, του είπε.

-αν σου κάνω μια θάλασσα θα μου χαμογελάσεις;

-κάνε μου μια θάλασσα, του είπε ξανά.

-αν σου κάνω θάλασσα θα χαθώ.

-κάνε μου μια θάλασσα να ξεπλύνει το κάστρο μου, του ξανάπε

 

Και η θάλασσα απλώθηκε μπροστά τους.

Το κάστρο διαλύθηκε στους αφρούς της.

Και το κορίτσι χαμογέλασε.

 

Και ο άνθρωπος των Ημερών που Είναι Να’ρθουν αφανίστηκε…