το χωράφι του εαυτού...
Ο ποιητής όργωνε με μανία το χωράφι του εαυτού του
Χρόνια και χρόνια δούλευε, κοπίαζε, στερήθηκε τον ύπνο, στερήθηκε τον κόσμο, στερήθηκε τη γλυκιά ανάπαυση της παραίτησης…
‘αφρόντιστο τούτο το κληροδότημα της Ειμαρμένης δεν θα αφήσω’ έλεγε και αρνιόταν την ‘πνευματικότητα’ με ένα μειδίασμα εωθινής ηδύτητας…
‘Ποιος είναι ο... 'πνευματικός' άνθρωπος;’, ρωτούσε τον εαυτό του, ‘μονάχα εκείνος που ξέχασε πως ποίηση είναι τα χέρια, είναι το βλέμμα, είναι η απαντοχή… 'πνευματικός' είναι κείνος που λησμόνησε τον εαυτό του σε μια πολυθρόνα και αρνείται να επιστρέψει στη σκληρή καρέκλα… 'πνευματικός' είναι κείνος που αφέθηκε στη τρυφή του μαλακού στρώματος και παράτησε το άβολο ντιβάνι εκστρατείας…’
‘στρατευμένος γεννήθηκα… στο χαράκωμα του είναι μου θα τελευτήσω…’ μονολογούσε
Την ιερότητα δεν ήθελε να εξοστρακίσει ο ποιητής
Κείνη τη μυστική ανάσα που σχηματίζει τον Λόγο στο θολό τζάμι της μοναχικής του καλύβης
Κείνο τον ερωτικό εαυτό που αναρπάζεται από τη Νύχτα και αξιώνει μια ομορφότερη μέρα…
Κείνο το σεμνό χαμόγελο της παιδικότητας που ζωγραφίζεται στα χείλη όταν όλος ο υπόλοιπος εαυτός δεν το γνωρίζει
Όταν ο νους δεν το γνωρίζει
Όταν η ψυχή δεν το γνωρίζει
Όταν ο χρόνος δεν το γνωρίζει…
Την μυστική συνάφεια με την Αλήθεια δεν ήθελε να προδώσει ο ποιητής
Και στερήθηκε Κυριακές με ηλιόλουστα παραδείσια βουλεβάρτα γεμάτα κοπελιές χαρούμενες και παιδιά θορυβώδη
Και στερήθηκε απογεύματα δίπλα στην αιωνιότητα της σιωπηλής θάλασσας
Και στερήθηκε πρωινά ζεστά που ακουμπάς τον ήλιο στο μάγουλο και είναι σα χάδι ερωμένης
Και είναι σα φιλί μοναχοκόρης πριν φύγει για το σχολειό…
Την αδειοσύνη της επίγνωσης αναζήτησε ο ποιητής
Και εργάστηκε σκληρά
Απάνθρωπα
Φιλόπονα
Στο εργαστήρι του εαυτού
Στο λατομείο της θλίψης
Στο εργοτάξιο της φθοράς
Έμεινε ως το τέλος όρθιος
Δάκρυσε μονάχα λίγο στο στερνό του συναπάντημα με τον ήλιο
‘δεν σε γνώρισα καλά αδελφέ μου, δεν σε φίλεψα σάρκα, δεν σου χάρισα αίμα, δεν σ’έκλεισα στη χούφτα μου με μανία…’ ψιθύρισε κομπιάζοντας
‘με συγχωρείς… απλώθηκα πολύ ως το απέραντο του φόβου και δεν σε πρόλαβα… χάραξέ μου το σαρκίο πριν αποδρομήσω… δεν φεύγω ικέτης… έρχομαι θεωμένος, έρχομαι φωτεινός!’
Κοίταξε τα κουρασμένα χέρια του
Και δεν λυπήθηκε
Άγγιξε τα κουρασμένα μάτια του
Και δεν λυπήθηκε
Χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά του
Και δεν λυπήθηκε
Γύρισε, κοίταξε το φτωχικό του δώμα
Και δεν λυπήθηκε
Έγλειψε τα στερημένα χείλια του
Και αναλύθηκε σε λυγμούς…
"Temenos #8: The Poet" Oil, Acrylic on Canvas (46 in x 66 in) (Collection of Jason Hughes)