το βλέμμα κερδίζεται
την κοίταξε με ένα παράξενο, δειλινό βλέμμα
γιατί θέλησες να με δεις;
οι λέξεις βγήκαν διστακτικά από το στόμα της… κι όμως γρήγορα το ρυάκι έγινε ποταμός
γιατί αναρωτιέμαι για το τέλος. γιατί κάποτε φοβόμουν τόσο πολύ που δεν τολμούσα να σκεφτώ. γιατί είχα βλέμμα μονάχα για το προσιτό, το προσηνές, το απλό. και τώρα δεν ξέρω πώς να διαβάσω πια όλα αυτά που απαιτούν μια άλλη γλώσσα.
δεν μπορώ να κάνω τίποτα για το φόβο
ίσως να μπορείς
μπορώ μονάχα να τον δω πλέον…
κάνε με κι εμένα να τον δω
δεν έχεις το βλέμμα
δώσε μου το βλέμμα
το πρόσωπό του παραμορφώθηκε… πτυχώσεις αρχαίες πήραν τη θέση αυτών που εκείνη γνώριζε. το θέαμα ήταν δύσκολο να το αντέξεις.
το βλέμμα κερδίζεται
πως;
με τη σιωπή.
φοβάμαι τη σιωπή
γιατί δεν την γνώρισες αληθινά ποτέ
δώσε μου τη σιωπή
άπλωσε τα χέρια του κι εκείνη τα δικά της.
κι ύστερα τον άκουσε μέσα της
η σιωπή μοιράζεται με το άγγιγμα
με το άγγιγμα γινόμαστε κοινωνοί του αχανούς
τόλμησε να πλημμυρίσεις
αφέσου να γεμίσεις
το βλέμμα γεννιέται μονάχα στο αχανές
δες!
όπου υπήρχε χώρος για το φόβο
τώρα…
πετάχτηκε από το κρεβάτι της κάθιδρη.
τα χέρια της… ήταν ζεστά…
στα σωθικά της
κάτι αναδευόταν…