Μαινάδες

 

 

«Λ

οιπόν, ειλικρινά πιστεύω πως εδώ έχουμε κάτι πολύ ενδιαφέρον».

Ο Αντρέας είχε μιλήσει με ειλικρίνεια. Πήρε στα χέρια του έναν από τους τόμους που είχε μπροστά του και αφού τον ‘αισθάνθηκε’, τον ‘ζύγισε’ και τον επιθεώρησε εξωτερικά, άρχισε να τον φυλλομετρά με προσοχή. Το ογκώδες βιβλίο ήταν σε εξαιρετική κατάσταση όμως είχε μάθει στη δουλειά του να προσέχει και να μην εμπιστεύεται μονάχα την οπτική πιστοποίηση. Είχαν διαλυθεί αρκετά βιβλία στα απρόσεκτα χέρια του όταν ήταν στην αρχή της σταδιοδρομίας του και κάποιες φορές είχε κινδυνεύσει να βρει μεγάλο μπελά.

«Αλήθεια το λέτε κε Αντρέα;»

Το πρόσωπο της ηλικιωμένης γυναίκας φωτίστηκε. Εάν γυρνούσε το βλέμμα του θα την έβλεπε να έχει σχεδόν ανασηκωθεί στο αναπηρικό της αμαξίδιο και να τον κοιτάζει με αγωνία.

Η εκτίμηση του Αντρέα δεν είχε αλλάξει.

«Ναι… βεβαίως… έχουμε κάτι αξιόλογο εδώ…»

«Ω… θα χαρεί πολύ η Άλκηστη!», είπε με ανακούφιση η γιαγιά και μονομιάς αναλύθηκε σε λυγμούς.

Ο Αντρέας έβαλε ξανά τον τόμο στη θέση του και έστρεψε την προσοχή του στην κυρία που σπαρασσόταν από το κλάμα. Την πλησίασε με βιάση, χαμήλωσε το σώμα του δίπλα της και της άγγιξε τρυφερά τον ώμο.

«Σ’ευχαριστώ… το είπα εγώ… το είπα… από την πρώτη στιγμή που μπήκες στο σπίτι μας… είσαι καλός άνθρωπος… το είπα…»

Ο Αντρέας χαμογέλασε και κάθισε σε μια άδεια καρέκλα απέναντί της. Η γιαγιά φαινόταν να συνέρχεται. Είχε το μαντήλι της πρόχειρο και σκούπισε τα μάτια της. Φαινόταν αρκετά ταλαιπωρημένη αλλά ο Αντρέας σχημάτισε μπροστά του την ίδια γυναίκα σαράντα χρόνια πριν… όμορφη, ακμαία, ζωηρή, ποθητή… ακόμη διατηρούσε στοιχεία ελκυστικά στην έκφρασή της. Και τα μάτια της… είχαν μια βαθιά, όμορφη ησυχία… μια ήρεμη εσωτερική δύναμη.

«Να με συγχωρείς παιδί μου που…», απολογήθηκε η γυναίκα και ο νεαρός άντρας έσπευσε να την καθησυχάσει.

«Σας παρακαλώ… δεν υπάρχει απολύτως κανένα ζήτημα… εγώ μάλλον είμαι αυτός που σας αναστάτωσε… ήρθα εδώ να σας αφαιρέσω κάτι πολύτιμο… κάτι που ίσως στο μέλλον…»

«Ό,τι πολύτιμο είχα έχει πεθάνει αγόρι μου», τον διέκοψε με δυνατή φωνή η γυναίκα και ο Αντρέας σιώπησε ηττημένος. Η ρήση της γιαγιάς ήταν από μόνη της ο πυρήνας της ζωής της.

«Λοιπόν… μόλις κατέβει η Άλκηστη, μα πού είναι αυτό το κορίτσι;… μόλις κατέβει, να μιλήσετε για τα βιβλία…»

«Ναι», συμφώνησε ο Αντρέας και χαλάρωσε στην καρέκλα του σκεφτόμενος πως υπήρχε και το πρακτικό μέρος της άχαρης δουλειάς του… είχε βάλει στο νου του ένα ποσό… το αύξησε σιωπηρά αλλά και πάλι…

«Καλημέρα σας… δεν άργησα πολύ…»

Μια μελωδική, νεανική φωνή γυναίκας πλημμύρισε το σαλόνι. Ο Αντρέας βγήκε από τους οικονομικούς του υπολογισμούς και έστρεψε την προσοχή του στην κοπέλα.

«Άλκηστη! Μα, που ήσουν βρε παιδί μου;… περιμένει ώρα εδώ ο άνθρωπος…», γκρίνιαξε η γιαγιά.

«Να με συγχωρείτε… είχα επικοινωνία με τη Σχολή και…», απολογήθηκε δροσερά η Άλκηστη και ήρθε ανάμεσά στους άλλους δυο. Ένα ανοιξιάτικο, ελαφρύ άρωμα γέμισε το χώρο και το καλοδέχτηκε ο Αντρέας με χαμόγελο.

«Δεν πειράζει… κανένα πρόβλημα», είπε και παρατήρησε από πολύ κοντά την εγγονή της ηλικιωμένης κυρίας. Ήταν μια ψηλή, λυγερόκορμη κοπέλα με κοντοκουρεμένα μαλλιά που άφηναν ελεύθερο όλο της το ευγενικό και καλοσχηματισμένο πρόσωπο. Ίσως το πιο δυνατό της σημείο να ήταν τα ζωηρά, χαλκοπράσινα μάτια της. Και τα μακριά, λεπτά της δάχτυλα.

«Ο κος Αντρέας ενδιαφέρεται για τους Ρώσους… ξέρεις… την βυσσινί συλλογή…», είπε η γιαγιά και έδειξε προς τη βιβλιοθήκη.

«Αλήθεια;», είπε η Άλκηστη και γύρισε το βλέμμα της πάνω στον Αντρέα που δεν μπόρεσε να κρύψει την ταραχή του. Το βλέμμα αυτής της κοπέλας ήταν διαπεραστικό. Το χαμόγελό της πλατύ, φιλόξενο, ηλιόλουστο…

«Ναι… ναι… πράγματι… ενδιαφέρομαι… έχω ήδη καταλήξει», είπε ζωηρά ο Αντρέας προσπαθώντας να μείνει προσανατολισμένος στα της δουλειάς.

«Ήταν μια από τις αγαπημένες συλλογές του πατέρα…», είπε μελαγχολικά η Άλκηστη αλλά, σκέφτηκε ο Αντρέας, δεν της πηγαίνει η μελαγχολία αυτής της κοπέλας. Είχε μπροστά του μια πρωθιέρεια της ζωής, ένα πλάσμα που από μόνο του δοξολογούσε την ομορφιά και τις χαρές του βίου.

«Όλα τα βιβλία τα αγαπούσε ο πατέρας σου… τι να κάνουμε τώρα…», γκρίνιαξε πάλι η γιαγιά.

Η Άλκηστη πήρε μια από τις καρέκλες της τραπεζαρίας και κάθισε κοντά τους.

«Λοιπόν κε Αντρέα;»

Εκείνος πάνω στο ποσό που είχε υπολογίσει έβαλε κάτι ακόμα… η επιρροή αυτής της γυναίκας δίπλα του ήταν πολύ έντονη…

«Ναι… θα έλεγα… δεν μπορώ να ανέβω πάνω από τα 600 ευρώ!», είπε τελικά και έμεινε έκπληκτος που ξεστόμισε 100 ευρώ παραπάνω απ’όσα είχε καταλήξει.

Η γιαγιά κοίταξε την εγγονή με έκπληξη και η Άλκηστη πάλευε να κρύψει τη χαρά της.

«Εντάξει λοιπόν! Είναι δικά σας… Όλη η ρωσική ποίηση σε αυτή την παλιά έκδοση… δική σας…», του είπε και του πρότεινε την παλάμη της.

Ο Αντρέας την έσφιξε στην δική του επισφραγίζοντας τη συμφωνία τους. Η επαφή του πέρασε δονήσεις που αφορούσαν περισσότερο την αρσενική του φύση όμως δεν μπόρεσε να μην σημειώσει τη δύναμη και το σφρίγος αυτής της νεαρής γυναίκας.

«Πάω να φέρω μια κούτα να τα βάλουμε μέσα», είπε η Άλκηστη και σηκώθηκε ζωηρά.

«Πριν φέρεις την κούτα να πας στην κουζίνα και να φτιάξεις καφέ και να φέρεις και γλυκό… έχουμε τον άνθρωπο χωρίς νερό τόση ώρα εδώ πέρα… πω, πω κε Αντρέα, τι γνώμη θα σχηματίσατε για τη γιαγιά και την εγγονή!»

Ο Αντρέας ήταν ακόμη υπό την επίδραση της επαφής με την Άλκηστη και απρόθυμα έβαλε και πάλι τον εαυτό του σε ‘εργασιακή’ λειτουργία.

«Ναι γιαγιά, πόσο δίκιο έχεις. Πάω να φτιάξω καφέ για όλους και…»

«Μια στιγμή, τι ώρα είναι παιδί μου;», την πρόλαβε η γιαγιά.

«Τι ώρα; Περασμένες δώδεκα!»

«Ε, τότε παράτα τους καφέδες και τις ανοησίες. Θα κάνουμε το τραπέζι στο φίλο μας από δω! Ε, πως δηλαδή…», είπε με έμφαση η ηλικιωμένη γυναίκα.

«Όχι… δεν…», πάλεψε να αρνηθεί ο Αντρέας όμως ήταν ήδη αργά.

«Ναι γιαγιά μου… πάω να δω το φαγητό μας… έχουμε και λίγη τούρτα… θα τα καταφέρουμε», είπε και χάθηκε μέσα στο σπίτι.

«Μα, τώρα, τι κάνετε…», είπε ο Αντρέας ενώ ταυτόχρονα έβγαζε το πορτοφόλι του και ξεδιάλεγε το ποσό της αγοράς των ρώσων ποιητών σε αυτή την παλιά και ξεχασμένη απ’όλους έκδοση.

«Το λιγότερο κάνουμε παιδί μου… αυτό κάνουμε… κάποτε εδώ μέσα…» αναπόλησε η γιαγιά αλλά σταμάτησε πριν καν αρχίσει με ένα βαθύ αναστεναγμό.

Ο Αντρέας σκεφτόταν την Άλκηστη. Το λεπτό της σώμα, την ευκινησία και τη χάρη της, το φωτεινό της πρόσωπο, τα μεγάλα της μάτια… το δυνατό, σίγουρο σφίξιμο του χεριού της… άφησε τα χαρτονομίσματα πάνω στο τραπέζι και κατευθύνθηκε προς τη βιβλιοθήκη για να βγάλει τους τόμους σιγά σιγά από τη θέση τους.

«Ανύπαντρος είστε;», άκουσε την ερώτηση από την κυρία με γυρισμένη την πλάτη του προς εκείνη.

«Ναι…», απάντησε και παρατήρησε το πέρασμα στον πληθυντικό. Οι αδιάκριτες ερωτήσεις σερβίρονται καλύτερα στον πληθυντικό, του είχε πει κάποτε μια ψυχή.

«Α, μάλιστα… μήπως… αρραβωνιασμένος;», συνέχισε η γιαγιά ακάθεκτη και ο Αντρέας χαμογέλασε. Θυμήθηκε τη δική του γιαγιά. Και τη μητέρα του ακόμα. Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν.

«Όχι…», είπε δειλά. Οι τόμοι, ένας ένας εγκατέλειπαν την οικεία τους θέση και τοποθετούνταν προσεκτικά από τον Αντρέα ο ένας πάνω στον άλλο σε ένα γειτονικό τραπεζάκι. Τους χρυσοπλήρωσα, σκέφτηκε. Θα μου μείνουν στο μαγαζί για πάντα, είπε αλλά αμέσως το πλατύ χαμόγελο της Άλκηστης έδιωξε τα σύννεφα των λογισμών του.

«Και αν επιτρέπετε, είστε πάνω από 35 χρόνων;», συνέχισε την ανάκριση η γιαγιά.

«Τριάντα τριών», είπε ο Αντρέας.

«Ω, η καλύτερη ηλικία του άντρα…», είπε με έμφαση η γυναίκα.

Οι ογκώδεις βυσσινί τόμοι βγήκαν από την παλιά τους θέση και είχαν γίνει τώρα δυο εξάδες πάνω στο τραπεζάκι.

«Αφήστε τους εκεί και μετά το φαγητό μας θα φέρει μια γερή κούτα η εγγονή μου και θα τους τακτοποιήσετε μια χαρά», πρότεινε με ένταση η γιαγιά που επιθυμούσε να συνεχίσει την ανάκριση ολοφάνερα.

«Δεν έχετε άδικο», συμφώνησε ο Αντρέας και επέστρεψε στη θέση του.

«Και η δουλειά που κάνετε… θέλω να πω… είναι δική σας;», επέμεινε η γυναίκα.

«Ναι… εδώ κι ένα χρόνο… ήμουν υπάλληλος πριν… τώρα τρέχω για μένα μόνο!», είπε ο Αντρέας και σκέφτηκε πως το μαγαζί είχε μείνει κλειστό πολλές ώρες και με το τραπέζωμα θα τον έβλεπε καλό απόγευμα. Δεν μπορούσε να τους αρνηθεί όμως. Άλλωστε… ήθελε να μείνει κι άλλο χρόνο κοντά στην Άλκηστη.

«Μπράβο σου, μπράβο σου παιδί μου!», πέρασε στον ενικό οικειότητας με ένα μικρό άλμα η γυναίκα. Η ανάκριση είχε τελειώσει… προς στιγμήν τουλάχιστον.

Ο Αντρέας σταύρωσε τα χέρια του χωρίς να πει τίποτα.

«Να σου προτείνω κάτι; Τι λες; Δεν πάς στην κουζίνα να βοηθήσεις λιγάκι την εγγονή μου με τις ετοιμασίες;»

Ο Αντρέας πετάχτηκε από τη θέση του καλωσορίζοντας την προοπτική.

«Και βέβαια…», είπε.

«Καλός κι ευγενικός. Να ο καλός άντρας, ο σωστός άντρας!», αποφάνθηκε η γιαγιά και ο Αντρέας την προσπέρασε με ένα εγκάρδιο χαμόγελο στο πρόσωπό του.

 

***

 

Ο Αντρέας βρήκε την Άλκηστη να ετοιμάζει τρία σερβίτσια που είχε αποθέσει στο μικρό τραπέζι της κουζίνας. Μόλις τον είδε χαμογέλασε.

«Σας έστειλε η γιαγιά έτσι; Δεν λέει να το βάλει κάτω!», είπε με νόημα και ο Αντρέας με προθυμία την ρώτησε σε τι μπορούσε να φανεί χρήσιμος. Μια ωραία μυρωδιά ερχόταν από τον ηλεκτρικό φούρνο.

«Χμμ… ο πατέρας ήταν καλός στο να ανοίγει τα κρασιά», του είπε και του έδειξε μια μποτίλια κόκκινο κρασί πάνω στο τραπέζι. Ο Αντρέας πήρε το τιρμπουσόν και άρχισε την προσπάθεια να αφαιρέσει το φελλό από το μπουκάλι. Είχε χρόνια να ζήσει μια τέτοια στιγμή και τη χαιρόταν.

«Είχα βάλει κοτόπουλο ρολό με πατάτες. Σας αρέσει;», τον ρώτησε.

«Πολύ. Και πιο πολύ αν δεν υπήρχε αυτός ο πληθυντικός», της είπε βγάζοντας με μια απότομη τελική κίνηση το φελλό.

«Έτοιμο και το κρασί μας, ωραία!», είπε με κοριτσίστικη δροσιά η Άλκηστη και ένα ρίγος διαπέρασε τον Αντρέα. Ήταν όμορφη η συντροφιά με τούτο το πλάσμα και τη γευόταν γουλιά γουλιά.

Μετέφεραν μαζί όλα τα πράγματα ως την τραπεζαρία. Η μυρωδιά του κοτόπουλου γέμισε το χώρο.

«Μα, σήμερα λοιπόν έχουμε γιορτή!», αναφώνησε η γιαγιά και η Άλκηστη την μετέφερε ως τη θέση της στην κεφαλή της τράπεζας.

«Πρώτα η προσευχή μας!», είπε η γιαγιά όταν κάθισαν και οι άλλοι δυο δίπλα της.

«Ναι γιαγιά», συμφώνησε η Άλκηστη και έκλεισε τα μάτια της.

Η ηλικιωμένη γυναίκα είπε δυο λόγια ευχαριστίας προς τον Κύριο για το φαγητό και δεν παρέλειψε να Τον ευχαριστήσει και για τον φιλοξενούμενο που ήταν ταυτόχρονα και ένας κομιστής σημαντικής οικονομικής ανακούφισης για τις δυο γυναίκες.

Έφαγαν σιωπηλοί το πεντανόστιμο φαγητό τους.

«Πολύ ωραίο και το κρασάκι», σχολίασε ο Αντρέας που δεν χόρταινε να κοιτάζει την όμορφη Άλκηστη απέναντί του.

«Φτηνό βέβαια αλλά ό,τι πρέπει», συμπλήρωσε η γιαγιά.

«Μην σηκωθεί κανείς, έρχεται η τούρτα!», είπε γελώντας η εγγονή που χάθηκε για λίγο στην κουζίνα και επέστρεψε με τρία πιατάκια τούρτας.

«Πριγκηπικές περιποιήσεις βλέπω», σχολίασε ο Αντρέας και σκεφτόταν διάφορα σενάρια για το πώς θα εξασφάλιζε τη συνέχεια της επικοινωνίας του με την Άλκηστη.

«Και βέβαια… κατά πως πρέπει στους εκλεκτούς μας καλεσμένους», απάντησε η γιαγιά απολαμβάνοντας λίγο ακόμη κρασί.

«Μα, εσείς δεν θα φάτε;», είπε ο Αντρέας βλέποντας πως οι δυο γυναίκες είχαν αφήσει ανέγγιχτο το γλυκό τους σε αντίθεση με κείνον που το είχε καταβροχθίσει με δυο κουταλιές.

Δεν του απάντησαν.

Η γιαγιά κοίταξε με νόημα την εγγονή κι εκείνη της αντιγύρισε το βλέμμα.

Ο Αντρέας τις κοιτούσε απορημένος. Ξαφνικά, το κλίμα είχε αλλάξει, είχε βαρύνει.

«Είπα μήπως κάτι που δεν…»

Τη φράση του την διέκοψε μια ξαφνική ζάλη. Περισσότερο σαν ίλιγγος έμοιαζε. Κράτησε για πολύ λίγο και πέρασε.

«Είσαι… καλά;», ρώτησε η γιαγιά με ένα ύφος εντελώς ψυχρό και παγερό στη φωνή της. Η Άλκηστη κοιτούσε σιωπηλή.

«Μα… δεν… δεν ξέρω τι…», είπε ο Αντρέας και αμέσως μετά μια θύελλα ξέσπασε στο κεφάλι του. Τα είδωλα γύρω του άρχισαν να στριφογυρίζουν. Η εικόνα της Άλκηστης θόλωσε. Γύρισε το βλέμμα του προς τη γιαγιά της και δεν μπορούσε να διακρίνει σχεδόν τίποτα.

Πανικόβλητος έκανε να σηκωθεί και πιάστηκε από την πλάτη της καρέκλας για να μη σωριαστεί στο πάτωμα. Άρχισε να ιδρώνει.

«Δεν… δεν είμαι…», μπόρεσε να πει επιχειρώντας ένα βήμα προς τα αριστερά. Δεν το κατάφερε. Γονάτισε πιάνοντας το κεφάλι του κι έπειτα έχασε τις αισθήσεις του και ξάπλωσε στο χαλί.

«Φώναξε τον Ισμαήλ!», πρόσταξε η γιαγιά που αμέσως μετά σηκώθηκε από το αναπηρικό της αμαξίδιο.

Η Άλκηστη δεν είπε τίποτα μονάχα έσπευσε να εκτελέσει την προσταγή της μεγαλύτερης γυναίκας.

Η ‘γιαγιά’ έριξε μια ματιά στον αναίσθητο άντρα στο χαλί. Τον σκούντηξε με το παπούτσι της.

«Για να δούμε αν εσύ θα είσαι ο εκλεκτός», μονολόγησε και έψαξε μέσα στο σαλόνι για τα τσιγάρα της.

 

***

 

Το πρώτο που ήρθε μαζί με την αφύπνιση ήταν ένα ισχυρό βουητό. Το δεύτερο η σύγχυση. Το κεφάλι του ζύγιζε εκατό κιλά. Τα μάτια του και οι κρόταφοί του έστελναν σήματα πόνου σε όλο του το σώμα. Αμέσως μετά άρχισε να βήχει. Ο βήχας χειροτέρεψε την κατάσταση. Τρανταζόταν ολόκληρος, με δυσκολία ανάσαινε.

Κάποια στιγμή, μέσα σε μια εσωτερική θύελλα κατάφερε να ανοίξει τα μάτια του. Οι πληροφορίες από τον έξω κόσμο ήταν παράξενες. Και ανησυχητικές.

Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα σε κάποιο κρεβάτι. Το δωμάτιο τού ήταν εντελώς άγνωστο. Πού είμαι; αναρωτήθηκε. Πού στο διάολο είμαι;

Είδε αμέσως απέναντί του, καθισμένη σε μια καρέκλα μια γυναίκα. Δεν του φάνηκε γνωστή. Οι πληροφορίες έρχονταν με πόνο και ζάλη. Δεν αισθανόταν καλά. Ένιωθε ανακατωσούρες στο στομάχι, το στόμα του ήταν στεγνό.

Ποια είναι αυτή; Και τι κάνει;

Η γυναίκα κάπνιζε σιωπηλή. Μόλις τον είδε να συνέρχεται έσβησε το τσιγάρο της με αργές κινήσεις σε ένα τασάκι στο πάτωμα και επικεντρώθηκε να τον παρατηρεί. Κάτι του θύμιζε η έκφρασή της, περισσότερο το βλέμμα της. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι. Ακόμη δεν μπορούσε να καταλάβει σχεδόν τίποτε.

Μετά συνειδητοποίησε ότι ήταν ολόγυμνος.

Κι αμέσως μετά ότι ήταν χειροπόδαρα δεμένος.

Η γυμνότητά του προστατευόταν από μια λινή κουβέρτα. Τα χέρια του και τα πόδια του είχαν μια περιορισμένη ελευθερία κίνησης. Οι καρποί και οι αστράγαλοί του ήδη του περνούσαν σήματα αιχμαλωσίας.

Τι στο διάβολο συμβαίνει εδώ πέρα; Είχε ήδη αρχίσει να φοβάται. Και η μνήμη του πήρε μπρος. Μέσα από την ίδια θύελλα κι αυτή.

Η γυναίκα σηκώθηκε όρθια και τον πλησίασε από τα αριστερά του κρεβατιού. Το βλέμμα της ήταν σκοτεινό, η έκφρασή της είχε κάτι ανάμεσα σε δυσαρέσκεια, αγωνία και απολογία μαζί.

Κάθισε στο στρώμα κοντά του.

Η γιαγιά! Το κερατό μου!, είπε μέσα από τα δόντια του ο Αντρέας. Αυτή η παλιοσκρόφα… μαζί με την άλλη, την…

Δεν μπορούσε να θυμηθεί το όνομα της εγγονής. Η οργή έδωσε τη θέση της στην έκπληξη και στο φόβο. Τα πράγματα άρχισαν να μπαίνουν σιγά σιγά σε μια σειρά. Είχε στο μυαλό του πλέον όλη την αλληλουχία των εικόνων.

Με παγίδεψαν, με δηλητηρίασαν…

«Συνήλθες βλέπω», του είπε η ‘γιαγιά’ που από κοντά φαινόταν μια εντελώς διαφορετική γυναίκα πλέον. Πολύ νεότερη, με τα μαλλιά της λυμένα και ριχτά στους ώμους της. Έμοιαζε πολύ τώρα με την άλλη… την ‘εγγονή’…

Άλκηστη! Ο Αντρέας θυμήθηκε το όνομά της. Της ‘γιαγιάς’ το όνομα παρέμενε μυστήριο.

«Τι… τι μού κάνατε;», βρήκε να ρωτήσει ο Αντρέας και άκουσε τη φωνή του βραχνή, ξένη.

Η γυναίκα έσκυψε από πάνω του και τον παρατήρησε με τα μεγάλα της μάτια.

«Τι θέλετε; Χρήματα; Πάρτε τα… όσα έχω… γιατί με δέσατε; Τι στο δ…»

«Σσσσς…», έκανε με ένα σπασμένο χαμόγελο η γυναίκα από πάνω του. «Ηρέμησε… όλα θα πάνε καλά… το πιστεύω… αυτή τη φορά όλα θα πάνε καλά», είπε αινιγματικά κι ο Αντρέας ένιωσε ξαφνικά πως η γυναίκα αυτή δεν ήταν στα καλά της. Το χαμόγελό της ήταν το ίδιο σκοτεινό με τα μάτια της.

Τράνταξε τα χέρια του και τα πόδια του. Τα σημεία που είχε περιδεθεί είχαν πρηστεί κιόλας και τον πονούσαν.

Και τότε η γυναίκα έκανε κάτι το απροσδόκητο.

Κατέβασε με το ένα της χέρι την κουβέρτα του ως τα πόδια του. Τώρα ήταν εντελώς γυμνός μπροστά της!

«Τι κάνεις; Ποια είσαι;», ρώτησε πανικόβλητος εκείνος. Ένα κακό, πολύ κακό σενάριο ξεδιπλώθηκε στο φουρτουνιασμένο του μυαλό.

Η γυναίκα επικέντρωσε το εξεταστικό της βλέμμα στην ευαίσθητη περιοχή του.

«Τι κοιτάς; Τι θέλεις από μένα;», φώναξε ο άντρας και άρχισε να βήχει πάλι.

Η γυναίκα τον αγνόησε. Το βλέμμα της είχε εστιάσει στο ζαρωμένο του πέος.

«Χμμ…», έκανε και με το αριστερό της χέρι το άγγιξε απαλά. Η αντίδραση του αιχμαλωτισμένου άντρα ήταν άμεση. Το συρρικνωμένο πέος ‘ζωντάνεψε’ σαν μικρό ζωάκι που βγαίνει από τη νάρκη του.

«Είσαι τρελή… και οι δυο είστε τρελές… τι θέλετε;», φώναξε και παρακολουθούσε έντρομος τη σκηνή, χαμηλά στο σώμα του.

Η γυναίκα με μια ήρεμη κίνηση πίεσε απαλά το πέος και τους όρχεις του. Η ανταπόκριση ήταν άμεση. Ικανοποιημένη γύρισε και τον κοίταξε.

«Όλα δείχνουν μια χαρά γλυκέ μου», του είπε σαν τρυφερή σύζυγος. «Ναι, το πιστεύω… αυτή τη φορά θα έχουμε επιτυχία», είπε και με μια επόμενη κίνηση έφερε ξανά την κουβέρτα στη θέση της σκεπάζοντας ως το λαιμό τον Αντρέα.

Το ορθωμένο του πέος συνέχιζε να διογκώνεται κάτω από το λεπτό σκέπασμα.

«Α, χα… με καλωσόρισε λοιπόν!», είπε η γυναίκα και γύρισε και τον κοίταξε με λαγνεία.

«Λύσε με… σε παρακαλώ… δεν ξέρω ποιος πιστεύεις ότι είμαι… έκανες λάθος… αυτό είναι, έχει γίνει κάποιο λάθος εδώ…», είπε ικετευτικά ο άντρας.

«Κοιμόσουν περίπου έξι ώρες. Ο οργανισμός έχει τις ανάγκες του. Κι εμείς θέλουμε έναν υγιή και δυνατό οργανισμό», αποφάνθηκε εκείνη αγνοώντας εντελώς τις ικεσίες του. Έπειτα γύρισε και του έριξε μια ακόμη ματιά. Αυτή τη φορά το ύφος της είχε αλλάξει.

«Να είσαι φρόνιμος», του είπε στεγνά και αυστηρά. «Μην με αναγκάσεις να σου δέσω το στόμα… όχι πως θα σε ακούσει κανείς εδώ κάτω… όμως… συνεννοηθήκαμε

Ο Αντρέας την κοιτούσε σαν χαμένος. Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσε να κάνει τίποτε. Ήταν στο έλεός της.

«Ναι… εντάξει…»

«Μπράβο, καλό αγόρι», είπε η γυναίκα και με αργά βήματα αποχώρησε από το δωμάτιό του.

Είμαι χαμένος, ψιθύρισε τρομοκρατημένος ο άντρας και έκλεισε τα μάτια του. Χαμένος…

Ξαφνικά την είδε να ξεπροβάλλει από το άνοιγμα και να τον κοιτάζει.

«Το όνομά μου είναι Ιφιγένεια», του είπε και χάθηκε ξανά.

 

***

 

Η γυναίκα που την έλεγαν Ιφιγένεια δεν άργησε πολύ να επιστρέψει. Στο ένα της χέρι κρατούσε μια ‘πάπια’ από αυτές που υπάρχουν στα νοσοκομεία και στο άλλο μια μικρή λεκάνη. Τα ακούμπησε όλα με ήρεμες, επιδέξιες κινήσεις πάνω στο κρεβάτι, δίπλα στα πόδια του Αντρέα. Εκείνος την παρακολουθούσε απορημένος.

Μέσα στη λεκάνη υπήρχαν πετσέτες και κάποια άλλα πράγματα.

Η γυναίκα έστρεψε το βλέμμα της, τον κοίταξε για μια στιγμή και ξαναγύρισε στη δουλειά της.

«Να φέρουμε και λίγο νερό», μονολόγησε και βγήκε για λίγο από το δωμάτιο. Ο Αντρέας άκουσε έπειτα από δευτερόλεπτα ήχο τρεχούμενου νερού από κάποιο γειτονικό δωμάτιο. Την είδε να ξαναμπαίνει με μια μεγάλη πλαστική κανάτα.

«Πρέπει να κάνεις την ανάγκη σου», του είπε σαν έμπειρη νοσηλεύτρια. «Κι έπειτα θα σε πλύνω και θα σε καθαρίσω. Να είσαι έτοιμος για να σε δει η Άλκηστη», συμπλήρωσε και ο Αντρέας συνοφρυώθηκε. Ξαφνικά ένιωσε πως αληθινά ήθελε να ουρήσει και όλα τούτα του φάνηκαν εξωφρενικά. Λες και παρακολουθούσε μια ταινία τρόμου. Οι παρανοϊκοί δολοφόνοι που ετοιμάζουν το θύμα τους για κάποια σκοτεινή και μακάβρια τελετή.

Δεν το πιστεύω αυτό, μονολόγησε κλείνοντας τα μάτια του. Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό, ψιθύρισε και τον πλημμύρισε απελπισία και απόγνωση.

«Ω, ναι, συμβαίνει αγαπητέ μου», είπε καλοσυνάτα σχεδόν η Ιφιγένεια ετοιμάζοντας τα σύνεργά της για να εξυπηρετήσει και να καθαρίσει τον ‘ασθενή’ της. «Να το πιστέψεις γιατί είναι η αλήθεια», συμπλήρωσε και τον πλησίασε με την πάπια στο χέρι.

«Βοήθησέ με τώρα να κάνω τη δουλειά μου», του είπε αυστηρά.

Ο Αντρέας την κοίταξε ανέκφραστος αλλά δεν υπάκουσε.

«Πίστεψέ με κε Καναβέ, το τελευταίο πράγμα που θα ήθελες είναι να με κάνεις να θυμώσω», του είπε υψώνοντας τη φωνή της.

Ο Αντρέας έλαβε το μήνυμα και σήκωσε το σώμα του για να τοποθετήσει η γυναίκα την πάπια στη θέση της.

Έψαξαν τα πράγματά μου, ξέρουν τα στοιχεία μου, σκέφτηκε. Φυσικά… έχουν το πορτοφόλι μου, είδαν τις κάρτες μου… κι αυτό είναι το λιγότερο…

Ο άντρας αποφάσισε να συνεργαστεί. Αποφάσισε να κάνει ό,τι ήταν δυνατόν για να πάει με τα νερά τους αναζητώντας κάποια ρωγμή, κάποια διέξοδο. Έπρεπε να δείξει ευελιξία και ευφυΐα. Αν ήθελε να βγει ζωντανός απ’αυτό το υπόγειο –γιατί κάτι τέτοιο ήταν- που τον είχαν αιχμαλωτίσει, έπρεπε να βάλει το μυαλό του να δουλέψει.

Και δεν υπάρχει κανείς που να με αναζητήσει, σκέφτηκε μελαγχολικά. Κανείς δεν ξέρει ότι βρίσκομαι δέσμιος δυο παρανοϊκών γυναικών σε κάποιο σπίτι της Αθήνας… απολύτως κανείς

 

***

 

Η Αγαύη είχε κουρνιάσει πάνω στο μικρό τραπέζι, δίπλα στο γραφείο και τεμπέλιαζε αφήνοντας που και που ένα γουργουρητό ικανοποίησης. Κάτω από το σώμα της ίσα που ξεχώριζε μια γωνιά ενός καρνέ τηλεφώνων. Η Ελευθερία το έψαχνε εδώ και ώρα και μόλις το είδε με την άκρη του ματιού της πλησίασε το τραπεζάκι με ένα ύφος που πρόδιδε την αναστάτωσή της.

«Αγαύη, πήγαινε να κοιμηθείς στο καλάθι σου, έλα!», είπε και έκανε να πιάσει τη μεγάλη γάτα. Εκείνη την αντιλήφθηκε αμέσως, έκανε μια επιθετική κίνηση με το μπροστινό της πόδι βγάζοντας τα νύχια της και γρύλλισε θυμωμένη.

«Να σου πω, μην μου τα κάνεις εμένα αυτά! Μπρος, δρόμο, έλα… θέλω το καρνέ», είπε η Ελευθερία αλλά δεν ζύγωνε το χέρι της. Η μεγαλόπρεπη μαύρη γάτα ήταν ικανή να την γδάρει χωρίς κανένα δισταγμό. Η Ελευθερία χτύπησε τις παλάμες της και της φώναξε ξανά. Τελικά, απρόθυμα και τεμπέλικα, η γάτα ανασηκώθηκε και πήδηξε στο πάτωμα.

«Άντε και με σένα…», μονολόγησε η Ελευθερία και πήρε το καρνέ από το τραπέζι. «Μπορεί να με κοροϊδεύουν μερικοί που χρησιμοποιώ ακόμα καρνέ για τα τηλέφωνα όμως να που τώρα θα με σώσει…», είπε και κάθισε στο γραφείο της. Βέβαια υπήρχαν σχεδόν όλοι οι αριθμοί των επαφών της αποθηκευμένοι στο κινητό της όμως μερικές καλές, παλιές συνήθειες δεν κόβονται.

Βρήκε στο Κ αυτό που έψαχνε και σήκωσε το ακουστικό. Πληκτρολόγησε τον αριθμό και περίμενε για λίγο.

«Μπα… λείπει… κάπου θα γυρνάει», είπε και κατέβασε το ακουστικό. «Μωρέ κάπου είχα και το κινητό του», είπε και είδε την Αγαύη να έχει πάρει θέση τώρα κάτω από τον μεγάλο καναπέ. Έψαξε για λίγο το καρνέ, δεν βρήκε τίποτε και σηκώθηκε από τη θέση της.

«Καλά… κάποια στιγμή θα το βρω», είπε και αφήνοντας το καρνέ της πάνω στο γραφείο έστρεψε το ενδιαφέρον της σε άλλες δουλειές.

 

***

 

Όλη η πρώτη ημέρα, ως αργά το βράδυ κύλησε χωρίς την εμφάνιση της Άλκηστης. Η Ιφιγένεια αφού ολοκλήρωσε το έργο της με επιτυχία, έπλυνε και καθάρισε τον άντρα, του άλλαξε με επιμέλεια το σεντόνι και δεν τον επισκέφτηκε ξανά παρά μονάχα πολύ αργότερα. Ο Αντρέας είχε πέσει σε μια κατάσταση ‘εγρηγόρσεως εν αδρανεία’… υπέμενε, ανέμενε και σιωπούσε. Δεν ήταν λίγες οι φορές που έβαλε τα κλάματα, που έπεσε σε σκοτάδι απελπισίας και σε ύπνους μικρής διάρκειας που τον ανακούφιζαν. Η άβολη στάση του πάνω σε αυτό το κρεβάτι του είχε φέρει εκνευρισμό και αδημονία αλλά πάλευε να πειθαρχεί τον εαυτό του. Δεν είχε ιδέα για τις προθέσεις των δυο γυναικών κι αν ήταν μονάχα αυτές μπλεγμένες σε κάποιο σκοτεινό σχέδιο ή υπήρχαν κι άλλοι.

Συν όλα τ’άλλα είχε χάσει και την αίσθηση του χρόνου. Το μοναδικό παράθυρο τού δωματίου ήταν κλειστό και σφαλισμένο. Από ένστικτο μονάχα υπολόγισε πως θα πρέπει να πλησίαζαν μεσάνυχτα όταν τον επισκέφτηκε ξανά η Ιφιγένεια. Τούτη τη φορά ήταν ντυμένη με ένα ριχτό, μακρύ και διάφανο φόρεμα, σα νυχτικιά.

Τον πλησίασε από την αριστερή πλευρά του κρεβατιού. Ο Αντρέας μπορούσε να δει το γυμνό της σώμα μέσα από το φόρεμά της. Τα στήθη της ήταν γυμνά και εκτεθειμένα και μπόρεσε ακόμη να διακρίνει την ευαίσθητη περιοχή της. Τι ετοίμαζε πάλι;

Η γυναίκα έλεγξε προσεκτικά τα σημάδια από τα δεσμά στους καρπούς και στους αστραγάλους του άντρα. Μόρφασε με ανησυχία. Έπειτα έφερε το σώμα της κοντά στο πρόσωπό του και κάθισε στο στρώμα.

«Νομίζω πως αύριο θα πρέπει να ελευθερώσουμε τα χέρια και τα πόδια. Αν είσαι καλό και υπάκουο παιδί βέβαια», του είπε και η είδηση αυτή τον χαροποίησε.

«Ναι… και βέβαια θα είμαι Ιφιγένεια», της απάντησε κι αμέσως δέχθηκε ένα δυνατό χαστούκι στο πρόσωπό του.

«Κυρία Ιφιγένεια!», του είπε σκληρά κι έπειτα αμέσως μαλάκωσε. «Έχεις πολλά να μάθεις… σιγά σιγά…», είπε και κατέβασε αργά αργά το σκέπασμά του.

Άντε πάλι…, είπε από μέσα του ο Αντρέας και την παρακολούθησε χωρίς να αντιδρά. Ένιωθε πυρακτωμένο το μάγουλό του από το δυνατό χαστούκι.

«Πρέπει να ελέγξω το μικρό μας φίλο… είναι σε καλή υγεία;», είπε μόνη της και γέλασε.

Ο Αντρέας έσφιξε τα πόδια του ενστικτωδώς λες και προετοιμαζόταν για κάτι οδυνηρό.

«Χαλάρωσε… χαλάρωσε τα πόδια σου», είπε αμέσως εκείνη. «Δεν πρόκειται να σου κάνω κακό… να επιθεωρήσω θέλω μόνον», είπε και έφερε το σώμα της δίπλα στην… επίμαχη περιοχή.

«Αύριο θα πρέπει να τον φροντίσω κι αυτόν… ένα καλό πλύσιμο… μμμ… υπέροχος θα γίνει… έτσι όπως πρέπει», είπε και έκλεισε το ζαρωμένο μόριο μέσα στη ζεστή της παλάμη.

Η αίσθηση ήταν ηδονική και ο Αντρέας αναστέναξε.

«Μμμμ… σου αρέσει η φροντίδα μου… μικρέ αλήτη…», είπε η Ιφιγένεια και έσφιξε δυνατά το πέος του γυμνού άντρα που τώρα άρχισε να διογκώνεται ταχύτατα μέσα στη χούφτα της.

«Πολύ ωραία… μια χαρά», αποφάνθηκε εκείνη και ελευθέρωσε τον ορθωμένο φαλλό που πλέον έπαιρνε διαστάσεις κανονικής στύσης.

«Όχι κι άσχημα…», έκρινε μετρώντας το μέγεθος και τη σκληρότητα του πέους κι έπειτα, με μια απότομη κίνηση σκέπασε τον ερεθισμένο άντρα με την κουβέρτα του.

«Και τώρα πρέπει να φύγω. Θα μιλήσουμε πάλι αύριο…», του ανακοίνωσε ήρεμα.

«Λίγο νερό… κάτι να πιω», διαμαρτυρήθηκε ο Αντρέας που ανάσαινε πιο βαριά τώρα από τον ερεθισμό του.

«Αύριο αυτά… σήμερα ήταν ημέρα νηστείας και καθαρμών… ες αύριον τα σπουδαία καλό μου αρσενικό», του είπε και για μια ακόμα φορά ο άντρας εισέπραξε από αυτή τη γυναίκα μια χροιά παράνοιας… στον ήχο της φωνής της… στις απότομες μεταβολές της διάθεσής της… υπομονή, είπε πάλι στον εαυτό του. Φτάνει να με ελευθερώσουν, όπως είπε αυτή η τρελή και τότε θα δουν τι πρόκειται να πάθουν… υποσχέθηκε μέσα του και προσπάθησε να καλμάρει τον ερεθισμό του.

«Καληνύχτα τρυφερό μου σφάγιο!», είπε γελώντας η γυναίκα και τον άφησε μόνο μέσα στο δωμάτιο, βυθισμένο στην απελπισία του.

Ο Αντρέας ένιωσε να τον διαπερνά σα λεπίδα η τελευταία λέξη που ξεστόμισε αυτή η μέγαιρα αλλά αποφάσισε να διώξει τον πανικό και να ηρεμήσει. Είχε πολλές ώρες ως το πρωί να σκεφτεί ένα καλό σχέδιο απόδρασης. Όταν θα τον έλυναν βέβαια.

Πριν τον πάρει ο ύπνος, δεν μπόρεσε να μην αισθανθεί ξανά την επαφή της με τον ανδρισμό του. Η εικόνα του ολόγυμνου σώματος της Ιφιγένειας μέσα από τη διάφανη νυχτικιά της τον πυροδότησε. Η σάρκα του ζωντάνεψε για μια φορά ακόμη και οι λογισμοί της ηδονής πήραν τη θέση της αγωνίας και του άγχους για τη ζωή του.

 

***

 

Θόρυβος και αναστάτωση τον αφύπνισαν.

Άνοιξε τα μάτια του και μέσα στο δωμάτιό του ήταν η Ιφιγένεια και ένας άγνωστος άντρας.

«Ξυπνάμε τώρα… έχουμε μεγάλη ημέρα μπροστά μας!», διέταξε η γυναίκα σαν οπλονόμος υπηρεσίας και άφησε έναν δίσκο που κρατούσε πάνω σε ένα τραπεζάκι που ως εκ θαύματος είχε κάνει την εμφάνισή του δίπλα από το κρεβάτι του.

«Ισμαήλ, λύστον», είπε η Ιφιγένεια και ο άντρας ξεκίνησε πρώτα από τα πόδια.

«Σε προειδοποιώ, αν επιχειρήσεις το παραμικρό, ο Ισμαήλ θα σε χτυπήσει τόσο άσχημα που θα χρειαστεί να σε πετάξουμε σε καμιά χωματερή έπειτα… θα μας είσαι εντελώς άχρηστος!», είπε η γυναίκα και ο Αντρέας κατένευσε σιωπηλά.

Σύντομα τα δυο του πόδια ήταν ελεύθερα από τα δεσμά του. Η αίσθηση ήταν συγκλονιστική.

«Μετά θα σηκωθείς, θα φας το πρωινό σου και αργότερα, θα κάνεις και μια μικρή βόλτα στο διάδρομο… πηγαινέλα…», είπε η Ιφιγένεια επιθεωρώντας τον Ισμαήλ που απελευθέρωνε τώρα και τα χέρια του.

Μετά από λίγο ήταν ολοκληρωτικά ελεύθερος από τα δεσμά του και ο Αντρέας καλωσόρισε την αίσθηση σαν καλό οιωνό. Μέχρι που είχε και όρεξη να φάει. Κοίταξε το δίσκο. Δυο μεγάλα κρουασάν, πορτοκαλάδα, ένα ψημένο τοστ.

«Κάτσε να φας σαν καλό παιδί… ήρεμα και ωραία. Εγώ θα λείψω για λίγο. Όταν επιστρέψω η βόλτα», είπε η Ιφιγένεια και ο Αντρέας κατένευσε. Πεινούσε πολύ.

«Ισμαήλ!», πρόσταξε η γυναίκα και δεν χρειάστηκε να πει τίποτε άλλο. Ο αλλοδαπός άντρας σαν πιστό μαντρόσκυλο έμεινε στο κατώφλι του δωματίου και πρόσεχε και την παραμικρή λεπτομέρεια από τις κινήσεις του αιχμαλώτου.

Ο Αντρέας κοίταξε δεξιά του. Υπήρχε κάτι πάνω στο κρεβάτι.

«Βάλει αυτό», είπε ο Ισμαήλ.

Επιτέλους, θα εγκατέλειπε πλέον την αδαμιαία του περιβολή. Πήρε το ρούχο που του έδειξε ο Ισμαήλ και το περιεργάστηκε. Ήταν μια ριχτή ολόσωμη ρόμπα. Κάτι ήταν κι αυτό.

«Πακιστανός είσαι;», ρώτησε ο Αντρέας τον δεσμοφύλακά του τρώγοντας με βουλιμία το πρωινό του.

Δεν έλαβε απάντηση.

«Αφγανός;», επέμεινε.

«Δεν πρέπει μιλάμε. Τρώγε», είπε ο Ισμαήλ.

«Καλά…», κούνησε το κεφάλι του ο Αντρέας αλλά δεν είχε σκοπό να υπακούσει.

Μόλις τελείωσε το πρωινό του, έβαλε τη ρόμπα του και ένιωσε καλύτερα. Η αυτοπεποίθησή του κέρδιζε πόντους ώρα με την ώρα.

«Ισμαήλ σε λένε;», τον ρώτησε καθισμένος στο κρεβάτι του και τρίβοντας τα σημάδια στους καρπούς του. Είχαν κοκκινίσει και τον πονούσαν. Στους αστραγάλους τα πράγματα ήταν κάπως καλύτερα.

Ο άντρας δεν τού απάντησε.

«Πρέπει να πάω στην τουαλέτα», του είπε μετά και σηκώθηκε όρθιος. Προς στιγμήν παραπάτησε αλλά τελικά κατάφερε να σταθεί.

«Μείνεις μέσα. Κυρία έλθει σε λίγο», αποκρίθηκε ο Ισμαήλ με κάποια νευρικότητα.

«Μα σου λέω πρέπει… καταλαβαίνεις…», του είπε ο Αντρέας και τον κοίταξε με ικετευτικό βλέμμα.

«Μείνεις εδώ», είπε με ένταση ο Ισμαήλ.

Ο Αντρέας τον ‘μέτρησε’ από πάνω ως κάτω. Ήταν νεότερος, πιο εύσωμος αλλά πίστευε πως μπορούσε να τον καταφέρει. Εκτίμησε την κατάσταση για πολύ λίγο. Αποφάσισε να κάνει έναν ελιγμό.

«Εντάξει… να μείνω… να κατουρήσω στο πάτωμα; Τι θα πει η κυρία σου αν δει τα κάτουρα;»

Ο Ισμαήλ μπερδεύτηκε κι έμεινε σιωπηλός. Έψαξε μέσα στο δωμάτιο. Δεν υπήρχε κάποια λεκάνη ή κάτι άλλο. Παρέμενε αναποφάσιστος.

«Κοίτα Ισμαήλ… εγώ θα κατουρήσω και…»

«Εντάξει… μην κάνεις κάτι… τίποτα!», του είπε και υποχώρησε δυο βήματα ελευθερώνοντας την έξοδο.

«Δεν θα κάνω τίποτα… μην σε νοιάζει», υποσχέθηκε ο Αντρέας και έκανε ένα διστακτικό βήμα προς τα εμπρός. Οι αστράγαλοι του μετέδωσαν κάποια σήματα πόνου όμως σε γενικές γραμμές ήταν καλά.

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν βήματα που κατέβαιναν κάποια σκάλα.

«Κυρία!», είπε ο Ισμαήλ και ο Αντρέας αποφάσισε να κάνει την κίνησή του.

Ή τώρα ή ποτέ, σκέφτηκε και όρμησε προς την ελευθερία.

 

***

 

Η Ελευθερία ανέβαζε και κατέβαζε με το δάχτυλό της την οθόνη του κινητού της αναζητώντας την επαφή που επιθυμούσε.

«Βρε να πάρει… πού τον έχω…», μονολόγησε και άρχισε να βρίζει μέσα της. Υπήρχαν εκατοντάδες καταχωρήσεις μέσα στο κινητό και η συγκεκριμένη επαφή κρυβόταν μια χαρά.

«Νάτος, τον βρήκα!», είπε ξαφνικά και χαμογέλασε. Πάτησε το πλήκτρο της κλήσης και περίμενε.

Μετά από τρία χτυπήματα, η σύνδεση άνοιξε. Η Ελευθερία δεν άκουσε τίποτα και αποφάσισε να μιλήσει εκείνη.

«Ναι… Αντρέα! Εμπρός! Αντρέα με ακούς;»

Τίποτα…  δεν της μιλούσε όμως κανείς.

«Ναι! Αντρέα… η Ελευθερία είμαι! Δεν σε ακούω», είπε και η σύνδεση έκλεισε.

«Σκατά!», φώναξε η Ελευθερία και ξαφνικά είδε την Αγαύη να κάνει ένα σάλτο και να πηδάει στα πόδια της.

«Άκουσες σκατά και ήρθες; Τι γίνεται με σένα;», είπε γελώντας η Ελευθερία. Η γάτα άρχισε να τρίβεται στο σώμα της.

«Α, εσύ θέλεις χάδια τώρα… εντάξει…», είπε η Ελευθερία αλλά σκέφτηκε τον Αντρέα και ξαφνικά ένιωσε ένα περίεργο συναίσθημα. Κάτι δυσοίωνο, αλλόκοτο. Αποφάσισε να καλέσει ξανά. Αυτή τη φορά της απάντησε η ηχογραφημένη ενημέρωση για τον ‘εκτός λειτουργίας αριθμό του συνδρομητή’.

Η Ελευθερία ακούμπησε το κινητό στο γραφείο της. Χάιδεψε μηχανικά το κεφάλι της Αγαύης που ανταποκρίθηκε με έντονα γουργουρητά.

«Περίεργο…», μονολόγησε και έμεινε έπειτα σιωπηλή.

«Χάδια… όλο χάδια θέλεις…», είπε τρυφερά στη γάτα της και έχωσε το χέρι της στο πλούσιο κατάμαυρο τρίχωμά της.

«Πολύ περίεργο…», είπε κάποια στιγμή ξανά και ξάπλωσε στην πλάτη της καρέκλας της βυθισμένη στις σκέψεις της.

 

***

 

Ποια ήταν αυτή η Ελευθερία που τον είχε καλέσει;

Η Άλκηστη απενεργοποίησε το κινητό του Αντρέα κι έπειτα το άνοιξε στα δυο, αφαίρεσε τη μπαταρία, άνοιξε ένα συρτάρι και πέταξε μέσα τη συσκευή και τη μπαταρία.

Καλύτερα να μη μάθει για την κλήση η Ιφιγένεια, είπε. Έπειτα σηκώθηκε και έριξε μια γρήγορη ματιά στον καθρέφτη της.

Πρέπει να ντυθώ, μονολόγησε. «Έχω να επισκεφτώ το μνηστήρα μου».

Και τότε άκουσε φωνές και ήχους από το υπόγειο.

 

***

 

Η έξοδος προς την ελευθερία του Αντρέα δεν στέφθηκε από επιτυχία. Μετά από τον αρχικό αιφνιδιασμό που κατάφερε πέφτοντας πάνω στον Ισμαήλ και σπρώχνοντάς τον για να τρέξει προς τη σκάλα, οι πόνοι στα πόδια του δεν του επέτρεψαν να σταθεροποιήσει το δρασκέλισμά του και σωριάστηκε μπρούμυτα στο διάδρομο. Τα πράγματα δεν θα είχαν πάρει άσχημη τροπή και θα προλάβαινε να ξανασηκωθεί και να συνεχίσει αν δεν του μπλόκαρε το δρόμο η Ιφιγένεια. Όσο ο Αντρέας ήταν ακόμα στο πάτωμα, πρόλαβε να έρθει από πάνω του και να του ακινητοποιήσει το κεφάλι με μια δυνατή λαβή.

«Ισμαήλ!», φώναξε και είδε τον υπηρέτη της να σηκώνεται στα πόδια του κάπως ζαλισμένος και να την πλησιάζει. Ο Αντρέας έκανε αγωνιώδη προσπάθεια να την πετάξει από πάνω του αλλά δεν τα κατάφερε.

«Φέρε το κολάρο!», ακούστηκε η επόμενη διαταγή της γυναίκας. «Γρήγορα!»

Η Ιφιγένεια χαλάρωσε προς στιγμή τη λαβή της και ο Αντρέας βρήκε την ευκαιρία να γυρίσει το σώμα του και ήταν έτοιμος να σηκωθεί. Εκείνη τη στιγμή δέχθηκε ένα ισχυρό χτύπημα στο πρόσωπο και σχεδόν έχασε τις αισθήσεις του.

«Πανάθεμά σε», φώναξε η Ιφιγένεια και προσπάθησε να πάρει ανάσα. Η πάλη με τον Αντρέα την είχε ήδη εξουθενώσει.

«Φόρεσέ του το!», είπε και ο Ισμαήλ ζαλισμένος ακόμα φόρεσε ένα μαύρο, λεπτό κολάρο στο λαιμό του εξουδετερωμένου Αντρέα.

«Φέρε μου το κοντρόλ», είπε μετά η γυναίκα και άφησε το κεφάλι του Αντρέα να ακουμπήσει στο πάτωμα. Ο Ισμαήλ χάθηκε κάπου μέσα σε ένα δωμάτιο κι όταν επέστρεψε είχε στο χέρι του μια μικρή συσκευή.

Η Ιφιγένεια την άρπαξε σχεδόν και την ενεργοποίησε. Ένα μικρό φωτάκι άναψε στο κολάρο του αιχμαλώτου της.

Η γυναίκα ξεφύσηξε και χαλάρωσε ακουμπώντας την πλάτη της στον τοίχο.

«Παρά λίγο… ηλίθιε!», είπε κοιτάζοντας θυμωμένη τον υπηρέτη της που ανάσαινε γοργά όρθιος πάνω από τον αναίσθητο ακόμα Αντρέα.

Εκείνη τη στιγμή είδαν την Άλκηστη να κατεβαίνει ανήσυχη τα σκαλοπάτια.

«Τι συμβαίνει;», ρώτησε ταραγμένη.

«Τίποτα… πήγαινε πάνω εσύ… όλα είναι υπό έλεγχο… πήγαινε να ντυθείς»

Η Άλκηστη δεν κατέβηκε ως το επίπεδο του υπογείου. Κοίταξε τον ξαπλωμένο άντρα στο πάτωμα, έκανε ένα μορφασμό και άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά.

Πέρασαν λίγα λεπτά. Έπειτα η Ιφιγένεια έδωσε την επόμενη εντολή της.

«Έλα, βοήθησέ με να τον ξαναπάμε μέσα». Ο Ισμαήλ πειθήνια έσπευσε να εκτελέσει την εντολή της κυράς του.

 

***

 

Η Ελευθερία βρισκόταν έξω από το μικρό μαγαζί του Αντρέα. Το βαρύ και παράξενο συναίσθημα που την είχε κυριεύσει λίγες ώρες πριν είχε απλωθεί περισσότερο. Για κάποιο λόγο ένιωθε ανησυχία και ένταση. Κι αυτό δεν είχε λογική. Τον άνθρωπο αυτόν σχεδόν δεν τον γνώριζε. Είχαν συνεργαστεί λίγους μήνες πριν όταν της είχε πουλήσει μια παλιά συλλογή από βιβλία λογοτεχνίας και ποίησης σε αληθινά εξαιρετική τιμή. Το μαγαζί που είχε ανοίξει στη γειτονιά το είχε επισκεφτεί μια ή δυο φορές. Ο Αντρέας ήταν για εκείνη ένας ‘άνθρωπος της καλημέρας’. Έτσι είχε διαβάσει σε κάποιο διήγημα και δεν θυμόταν ποιο. ‘Οι άνθρωποι της καλημέρας’. Όλοι αυτοί που βλέπουμε για χρόνια, τους χαιρετάμε το πρωί και δεν τους έχουμε γνωρίσει. Δεν ξέρουμε ποιοι είναι και όμως μεγαλώνουμε και γερνάμε ακόμα μαζί τους.

Δίπλα από το μικρό και στενόχωρο παλαιοβιβλιοπωλείο του Αντρέα ήταν ένα καφέ. Η Ελευθερία αποφάσισε να καθίσει και να περιμένει. Κι αυτή η απόφαση τής φάνηκε εντελώς αλλόκοτη γιατί δεν είχε ιδέα ούτε τι περίμενε ούτε γιατί. Βέβαια, είχε αναζητήσει τον Αντρέα για να τον ρωτήσει για κάποια βιβλία που σκεφτόταν να αγοράσει. Η συναναστροφή μαζί του ήταν ευχάριστη και έντιμη. Κι αυτό την ενδιέφερε. Όμως…

Παρήγγειλε όρθια τον καφέ της και κάθισε να τον πιει σε ένα από τα τραπεζάκια του πεζοδρομίου. Έβγαλε το κινητό της και το άφησε πάνω στο τραπέζι. Ίσως να την καλούσε πίσω. Ίσως πάλι να τον ξανακαλούσε εκείνη.

Αποφάσισε να κάνει κάτι πιο δραστικό. Σηκώθηκε και μπήκε στο μαγαζί.

«Ξέρεις τον Αντρέα, που έχει το μαγαζάκι δίπλα σας;», ρώτησε την κοπέλα πίσω από τον πάγκο.

«Ναι βέβαια. Κάθε μέρα παίρνει το καφεδάκι του και την τυρόπιτά του από δω», είπε η κοπέλα.

«Σήμερα;»

«Σήμερα δεν τον είδα», είπε η κοπέλα. «Για να πω την αλήθεια, από προχτές έχω να τον δω… Μήπως του έχει συμβεί κάτι; Αυτός κάθεται στο μαγαζί του ως αργά το βράδυ», συμπλήρωσε κάπως ανήσυχη.

«Τι να σου πω… δεν ξέρω…», απάντησε με ειλικρίνεια η Ελευθερία και αφού ευχαρίστησε την κοπέλα γύρισε στη θέση της.

Και τι μ’αυτό; αναρωτήθηκε και έψεξε τον εαυτό της που ξαφνικά έβαζε έναν παραπανίσιο μπελά στη ζωή της. Σηκώθηκε και πήρε τον δρόμο της επιστροφής στο σπίτι της. Περνώντας πάλι από το κλειστό μαγαζί του Αντρέα, κοντοστάθηκε. Εκείνο το βαρύ, σκοτεινό πράγμα μέσα της δεν έλεγε να την εγκαταλείψει.

Δεν είμαστε καλά, είπε δυνατά και άρχισε να περπατάει πάλι ζωηρά.

 

Συνήλθε σχετικά γρήγορα. Βρισκόταν ξανά στο ίδιο αυτό καταραμένο κρεβάτι, στο ίδιο δωμάτιο, στο ίδιο υπόγειο. Το μέτωπό του, δεξιά, πάνω από το μάτι του πονούσε. Έφερε το χέρι του να το αγγίξει. Υπήρχε κάποιος επίδεσμος εκεί. Όταν τον πίεσε κύματα πόνου τον διαπέρασαν. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι τα χέρια του και τα πόδια του ήταν ελεύθερα. Δεν τον είχαν δέσει ξανά!

Κοίταξε ολόγυρα. Ήταν ολομόναχος. Με μια γρήγορη κίνηση αφαίρεσε το σκέπασμα από πάνω του και έκανε την κίνηση να σηκωθεί απ’το κρεβάτι. Ένα ισχυρό ηλεκτροσόκ τον καθήλωσε έντρομο στη θέση του.

Τότε… συστήθηκε μαζί του για πρώτη φορά. Έφερε το δεξί του χέρι και το άγγιξε. Υπήρχε ένα κολάρο στο λαιμό του!

Ξεροκατάπιε και προσπάθησε να ηρεμήσει. Τώρα είχε φοβηθεί για τα καλά. Τώρα συνειδητοποιούσε ότι δεν είχε να κάνει απλώς με δυο τρελές γυναίκες κι έναν υπηρέτη. Είχε να κάνει με μια συμμορία, μια σκοτεινή οργάνωση επαγγελματιών!

Ο πόνος από την εκκένωση είχε απλωθεί σε όλα του τα μέλη. Ο λαιμός του έκαιγε, το στόμα του έτρεμε, ίδρωνε.

«Πουτάνες!», φώναξε με όλη του τη δύναμη και ξαφνικά μια νέα εκκένωση τον τίναξε στο στρώμα του. Τούτη τη φορά έτρεχαν σάλια απ’το στόμα του. Τα δόντια του είχαν μουδιάσει, αδυνατούσε να κινήσει κάποιο από τα μέλη του.

Είδε με μισόκλειστα μάτια την αρχι-πουτάνα, τη μεγαλύτερη απ’τις δυο, να μπαίνει χαμογελώντας μέσα στο δωμάτιο. Τον κοίταξε εξεταστικά. Ύστερα τον σκέπασε ξανά με την κουβέρτα του κι έπειτα στάθηκε δίπλα του όρθια. Στο χέρι της κρατούσε ένα μικρό μαύρο πράγμα.

«Τέλεια εφεύρεση, δεν συμφωνείς καλέ μου;», τον ρώτησε κι άρχισε να γελάσει σαρδόνια.

«Είσαι πουτ… ααααα!», φώναξε καθώς εκείνη πατούσε για μια ακόμη φορά το πλήκτρο μεταδίδοντάς του απανωτά κύματα.

«Κοίτα να το βουλώσεις και να ηρεμήσεις γιατί το απόγευμα θα γίνει η πρώτη επαφή. Η Άλκηστη έχει ετοιμαστεί. Θα φροντίσω να ετοιμαστείς κι εσύ όσο το δυνατόν καλύτερα. Πρέπει να είσαι απόλυτα έτοιμος για κείνη την μαγική στιγμή… αν με εννοείς!», του είπε η γυναίκα και περπάτησε ως την πόρτα.

Ο Αντρέας ανάσαινε γρήγορα. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά.

«Προσπάθησε να κοιμηθείς. Το μεσημέρι σε περιμένει μια θαυμάσια έκπληξη. Θα δοκιμάσεις μερικά εδέσματα δικής μου σύλληψης που είμαι σίγουρη θα απολαύσεις!», του είπε και τον άφησε μόνο.

Πουτφφφ άνες… γαμημμμμμ… ένες πουτάννννς! τραύλισε μέσα από τα πονεμένα του δόντια ο Αντρέας. Το μυαλό του είχε γίνει ένας πολτός από σκέψεις, εικόνες, αναμνήσεις και…

Την είδε να εμφανίζεται πάλι στο κατώφλι και να τον κοιτάζει.

«Και μην κάνεις καμιά εξυπνάδα να το βγάλεις από το λαιμό σου. Από την άλλη… δοκίμασέ το όμορφε! Θα σε περιμένει μια πολύ ωραία έκπληξη!», είπε με ένα πλατύ, σατανικό χαμόγελο και εξαφανίστηκε.

«Πτττ….», μπόρεσε μονάχα να πει ο Αντρέας και έγειρε το κεφάλι του στο μαξιλάρι. Δεν άργησε να κλείσει τα μάτια του και να παραδοθεί σε έναν βαθύ ύπνο.

 

***

 

«Δεν σου φαίνεται περίεργο;»

«Ποιο απ’όλα δηλαδή;»

«Ότι έχω αυτή την ανησυχία… για έναν άνθρωπο που… που στην ουσία δεν γνωρίζω… που μου είναι… μού ήταν δηλαδή αδιάφορος… ως χθες…»

«Μπας κι ερωτεύτηκες;»

«Θα σου έλεγα τώρα καμιά ωραία κουβέντα!»

Η Ελευθερία συνομιλούσε με μια φίλη της σε μια αναζήτηση ερμηνείας όσων της συνέβαιναν τις δυο τελευταίες ημέρες. Αφού η προσπάθεια αποδόμησης του γεγονότος είχε πέσει στο κενό, αποφάσισε να το μοιραστεί με την καλύτερή της φίλη. Ίσως εκείνη να είχε καμιά καλή ιδέα.

«Μέχρι που σκέφτομαι να πάω στην αστυνομία»

«Να κάνεις τι;»

«Δεν ξέρω… σα να έχω ένα προαίσθημα ότι κάτι δεν πάει καλά με τον άνθρωπο αυτόν…»

«Και τι θα τους πεις; Ότι ο βιβλιοπώλης απέναντι από το σπίτι σου έχει δυο μέρες το μαγαζί του κλειστό και άρα κινδυνεύει;»

Το επιχείρημα της αγαπημένης της φίλης ήταν ακαταγώνιστο.

«Πφφφ! Τέλος πάντων… θα πάω να ρίξω καμιά ματιά και αύριο και… πες μου τα δικά σου τώρα», είπε και έκανε νόημα στην Αγαύη να ανέβει στα γόνατά της. Η γάτα της τής έριξε μια ματιά και αγνοώντας την απομακρύνθηκε στο εσωτερικό του σπιτιού.

 

***

 

Ήταν αληθινά ένα πλούσιο και υπέροχο γεύμα. Το καλύτερο που είχε εδώ και χρόνια. Έξι διαφορετικά πιάτα τού είχε φέρει ο Ισμαήλ στο δίσκο, ψωμί, σαλάτα και κόκκινο κρασί. Οι γεύσεις μοναδικές, πρωτόγνωρες. Στην αρχή φοβήθηκε την πιθανότητα δηλητηρίασης όμως κάτι τέτοιο δεν θα είχε λογική. Ήταν απλά ένας φόβος. Τον ξεπέρασε αμέσως και αποζημιώθηκε με το παραπάνω.

Τώρα ήταν πάλι ξαπλωμένος και σκεφτόταν εκείνο που του είχε πει νωρίτερα η Ιφιγένεια για την πρώτη επαφή. Τι να ήταν άραγε αυτή η επαφή;

Με ταΐζουν, με ποτίζουν... για ποιον λόγο άραγε; αναρωτήθηκε και βαθιά μέσα του ήξερε την απάντηση. Δεν είχε πει όμως μονάχα αυτό η γυναίκα. Τον είχε αποκαλέσει και σφάγιο. Μπορεί να ήθελε να τον πειράξει, μπορεί να ήταν απλώς τρελή. Εκείνος δεν έπαυε να ονειρεύεται την Άλκηστη. Εφόσον είχε αποκλειστεί κάθε πιθανότητα απόδρασης με το κολάρο στο λαιμό του, τουλάχιστον ας προσπαθούσε να προσεταιριστεί την κοπέλα. Με εκείνη ίσως να είχε πιθανότητες συνεννόησης. Θα μπορούσαν ακόμη και να συμμαχήσουν οι δυό τους και να φύγουν. Μαζί. Η Άλκηστη δεν ήταν παρανοϊκή όπως η άλλη. Ήταν βέβαιος. Είχε ευγενική καρδιά και το χαμόγελό της πρόδιδε μια ευαίσθητη, καλή ψυχή. Ήταν θύμα της μέγαιρας. Αυτό ήταν. Αν μπορούσε να την πάρει με το μέρος του…

Τα βλέφαρά του βάραιναν σε τούτες τις σκέψεις. Το αίμα συγκεντρωνόταν στο στομάχι για να βοηθήσει την πέψη και μια γλυκιά ζάλη τον τύλιξε.

Η πρώτη επαφή… τι να ήταν λοιπόν η πρώτη επαφή;

 

***

 

«Τι έχεις;»

Η Ιφιγένεια έκανε την ερώτηση και η Άλκηστη έπρεπε να δώσει την απάντηση. Ήταν από ώρα σκεφτική, άθυμη και μελαγχολική.

«Μου λες τι έχεις;», επανέλαβε η Ιφιγένεια και κάθισε δίπλα της στο σαλόνι.

«Δεν τηρούμε τη σωστή διαδικασία μητέρα… αυτό έχω»

«Στο είπα και τις προάλλες, δεν προλαβαίνουμε»

Η Άλκηστη γύρισε και κοίταξε στα μάτια τη μητέρα της.

«Αν δεν προλαβαίνουμε να το ματαιώσουμε… να το αναβάλλουμε»

«Δεν αναβάλλουμε τίποτα!», πέταξε θυμωμένη η μητέρα και σηκώθηκε από τον καναπέ. «Και το καλύτερο είναι να πας να αναπαυτείς… το απόγευμα…»

«Μητέρα! Σε παρακαλώ!»

«Τι πράγμα Άλκηστη;»

«Δε κάναμε καμιά από τις διαδικασίες. Ούτε καν εξέταση αίματος!»

«Είναι οι μέρες σου. Κι αυτός είναι ο κατάλληλος… δεν χρειάζονται εξετάσεις… το ξέρω… το νιώθω… βαθιά μέσα μου… από την πρώτη στιγμή τον κατάλαβα… είναι ο εκλεκτός!»

Η Άλκηστη αναστέναξε και σηκώθηκε από τον καναπέ.

«Πάω να ξεκουραστώ. Δεν είναι εύκολο πλέον να επικοινωνήσουμε», είπε με παράπονο και η μητέρα της την έπιασε από το μπράτσο και της γύρισε βίαια το σώμα.

«Κοίταξέ με! Δεν θα τα χαλάσεις όλα τώρα! Όχι με αυτόν! Όχι άλλες αποτυχίες!», είπε με σκληρό ύφος και την αποδέσμευσε.

«Καλά μητέρα», υπάκουσε η κοπέλα και με αθόρυβα βήματα κατευθύνθηκε προς την κάμαρή της.

«Αυτός είναι… το ξέρω… το ξέρω καλά!», μονολόγησε η Ιφιγένεια και χαμογέλασε.

 

***

 

Ο Ισμαήλ είχε κολλήσει το αυτί του στην πόρτα του μικρού του δωματίου και άκουγε. Άκουγε προσεκτικά. Άκουγε και υπέμενε. Πολλά χρόνια τώρα υπέμενε. Πολλά χρόνια από τότε που βρισκόταν στην υπηρεσία της λατρεμένης του Άλκηστης και αυτής της σκύλας της μάνας της. Κι όλα αυτά τα χρόνια με ταπεινώσεις, εξευτελισμούς ακόμη και σωματικές τιμωρίες. Αυτή η τρελή γριά πόρνη δεν δίσταζε να παίρνει το βούρδουλα που είχε κρυμμένο στη ντουλάπα της και να τον ξυλοφορτώνει όποτε της έκανε κέφι. Κι εκείνος έσφιγγε τις γροθιές του και τα δόντια του.

Πολλά χρόνια περίμενε… εκείνη του είχε υποσχεθεί κάποτε άλλα πράγματα. Του είχε υποσχεθεί μια άλλη ζωή, έναν άλλο κόσμο. Κι αυτός την είχε πιστέψει, την είχε ακολουθήσει, την υπηρετούσε σαν πιστός σκύλος χωρίς να διαμαρτύρεται, χωρίς να βγάζει μιλιά. Υπέφερε τα μαρτύρια, τους ξυλοδαρμούς, τις τιμωρίες, τα πάντα… για κείνη. Μόνο για κείνη.

Ακόμη και στο παρανοϊκό σχέδιο της μάνας της, ακόμη και σ’αυτό βοηθούσε. Η Άλκηστη, η αγαπημένη, τού είχε υποσχεθεί, τον καθησύχαζε, τον χάιδευε τρυφερά και του μιλούσε γλυκά. Να τελείωναν κάποτε μ’αυτό και μετά θα ήταν δική του. Θα φεύγανε μαζί. Ο Ισμαήλ θα δούλευε από το πρωί ως το βράδυ, θα έκανε αδύνατα δυνατά, θα αναποδογύριζε τον κόσμο… θα την είχε κυρία και αρχόντισσα, αληθινή βασίλισσα. Μονάχα για κείνον όμως, οι δυό τους μόνο.

Κι αυτό το καταραμένο σχέδιο δεν είχε πετύχει ακόμα με κανέναν. Τούτη ήταν η τρίτη φορά. Ο Ισμαήλ υποσχέθηκε στον εαυτό του, ήταν και η τελευταία. Ό,τι κι αν γινόταν με αυτόν τον καινούργιο που είχαν κλειδώσει στο υπόγειο, δεν πήγαινε άλλο. Θα την έκλεβε. Τα είχε σκεφτεί όλα. Τα είχε βάλει μπρος. Ακόμα και λεφτά είχε καταφέρει να βρει. Δεν ήξεραν καλά τον Ισμαήλ. Κι ειδικά αυτή η παρανοϊκή η μάνα της. Νόμιζε ότι τον είχε του χεριού της. Νόμιζε ότι ο Ισμαήλ ήταν ένα έπιπλο. Δεν ήξερε τι είχε βάλει κατά νου. Δεν ήξερε ότι κάθε βράδυ σχεδίαζε ξανά και ξανά τα βήματά του.

Θα την ελευθέρωνε την αγαπημένη. Έστω κι αν χρειαζόταν να περάσουν πάνω από το πτώμα της τρελής γριάς. Θα την ελευθέρωνε και θα ζούσαν πλέον μαζί. Ευτυχισμένοι. Όπως του είχε υποσχεθεί κάποτε. Πολλά χρόνια πριν.

Αλλά όλα τα πριν, κάποτε τελειώνουν… κι έρχονται τα μετά…

 

***

 

«Ισμαήλ!»

Άκουσε τη φωνή αυτής της σκύλας. Πάλι τον καλούσε. Ποτέ δεν τον άφηνε ήσυχο. Σύρθηκε υπάκουα ως το δωμάτιό της. Την βρήκε πάλι άσεμνα ντυμένη, ξαπλωμένη πάνω στο κρεβάτι της.

«Κλείσε την πόρτα κι έλα κατά δω», του είπε. Το ήξερε, αυτό το ‘κατά δω’ σήμαινε μπελάδες. Δεν τα ήξερε αυτά η κόρη της. Δεν ήξερε ότι η μάνα της ήταν διεστραμμένη. Καημένη Άλκηστη.

Ο Ισμαήλ έκλεισε την πόρτα και γύρισε να κοιτάξει την Ιφιγένεια. Εκείνη είχε αρχίσει πάλι εκείνο το παλιό, γνωστό της παιχνίδι. Αυτό που συνήθιζε για να τον βασανίζει. Πόρνη, σιχαμένη, σκέφτηκε ο Ισμαήλ.

«Μα έλα, έλα πιο κοντά…», του είπε και η φωνή της είχε σπάσει.

Ο Ισμαήλ ζύγωσε στην μια πλευρά του κρεβατιού χωρίς να την κοιτάζει.

«Γονάτισε! Και κοίταξέ με!», τον πρόσταξε.

Ο Ισμαήλ υπάκουσε απρόθυμα. Υπομονή, είπε μέσα του. Κάντο για εκείνη.

Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε την ξαπλωμένη, ερεθισμένη γυναίκα που χάιδευε τον εαυτό της ανάμεσα στα πόδια της.

«Με θέλεις; Πες μου… πες μου…», του είπε και γλειφόταν σαν δαιμονισμένη.

«Κυρία…», σήκωσε φωνή ο Ισμαήλ του κάκου. Δεν τον άκουγε. Την είχε καβαλήσει ο σατανάς.

«Πες μου πόσο με θέλεις δούλε!», του είπε και κουνιόταν και τριβόταν πάνω στα σεντόνια της.

«Κυρία…», είπε πάλι ο Ισμαήλ και συγκρατούσε την αηδία του και την οργή του. Πού να φανταζόταν η αγαπημένη το πόσο άρρωστη μάνα είχε.

«Πλησίασε… πλησίασε μονάχα το πρόσωπό σου… κοντά… μην με αγγίξεις!», τον διέταξε κι εκείνος σύρθηκε με τα γόνατα πιο κοντά στο σώμα της. Έκλεισε τα μάτια του. Είχε ξαναγίνει κάμποσες φορές αυτό. Ήξερε πως θα εξελισσόταν και πώς θα τελείωνε.

«Μύρισε… μύρισε την κυρά σου δούλε!», τον διέταξε πάλι και ο Ισμαήλ άρχισε να ρουφάει με δύναμη.

«Με ονειρεύεσαι τα βράδια δούλε; Την ονειρεύεσαι την κυρά σου;», τον ρώτησε και ο Ισμαήλ ένιωθε πως δεν θα αργούσε να τελειώσει. Έπρεπε να κάνει ακόμη λίγη υπομονή.

«Ναι κυρία», της είπε και συνέχισε να ρουφάει αέρα δυνατά.

«Απείθαρχε δούλε, θα τιμωρηθείς!», είπε εκείνη με άφατη λαγνεία και με κλειστά τα μάτια, βυθισμένη στην έκστασή της πέρασε σε μια φάση απανωτών οργασμών που την τίναζαν στο στρώμα της.

«Πρόστυχε, αλήτη, βιαστή!», φώναζε μέσα στο παραλήρημα της κορύφωσής της ώσπου να περάσουν όλα τα κύματα και να μείνει ιδρωμένη και εξαντλημένη πάνω στο στρώμα της.

Ο Ισμαήλ περίμενε κάμποση ώρα να καταλαγιάσει το τράνταγμα της γυναίκας κι όταν την είδε αμίλητη με το κεφάλι γυρισμένο στο πλάι, σηκώθηκε. Το τελετουργικό είχε τελειώσει. Δεν γύρισε καν να τον κοιτάξει καθώς εκείνος υποχωρούσε προς την έξοδο.

Τρελή και διεστραμμένη, ψιθύρισε στη γλώσσα του και πήγε να κλειστεί στο δωμάτιό του.

 

***

 

Ο Αντρέας είχε ξυπνήσει με μια στοχαστική διάθεση. Κι ένα γλυκό αλλά και μελαγχολικό συναίσθημα. Στον ολιγόωρο ύπνο του είδε ένα όνειρο που δεν θυμόταν παρά μονάχα σκόρπιες εικόνες. Τους γονείς του που δεν ζούσαν πια, την αδελφή του που είχε σκοτωθεί πολύ νέα σε ένα αυτοκινητιστικό, σκηνές και σπαράγματα από βιώματα που του είχαν ραγίσει την καρδιά. Ήταν ένας μοναχικός άνθρωπος. Εδώ και χρόνια. Ζούσε μόνος και πλέον εργαζόταν και μόνος. Δεν την φοβόταν την μοναξιά. Κλεινόταν με τις ώρες είτε στο σπίτι του είτε πλέον στο μαγαζάκι του και μελετούσε. Του άρεσε να ταξιδεύει στις περιπέτειες και τις εξερευνήσεις όλων εκείνων που αποκαλούσε ‘αδελφούς’ του. Εξερευνήσεις, ταξίδια και φιλοσοφικοί στοχασμοί. Όνειρα δεκάδων και εκατοντάδων ανθρώπων που έζησαν σε αλλοτινές εποχές μα που τους ένιωθε οικείους, συγγενείς και φίλους του. Με αυτούς μπορούσε να επικοινωνεί πολύ καλύτερα από τους συγχρόνους του.

Δεν είχε αποφασίσει να καλογερέψει όμως. Το αντίθετο. Ήταν υπέρμαχος της οικογένειας. Είχε γευτεί άφθονη αγάπη από τους δικούς του γονείς και ήθελε κάποια μέρα να γίνει γονιός και ο ίδιος. Φτάνει να συναντούσε την κατάλληλη, την ξεχωριστή σύντροφο για τη ζωή. Κάποιοι φίλοι του τον κορόιδευαν παλιά πως ήταν μικροαστός και επιθυμούσε να χωθεί στη θαλπωρή του σπιτιού και της παντόφλας. Να γίνει ‘κουβαλητής’ και καλός φαμελιάρης. Ο Αντρέας δεν τα κορόιδευε όλα αυτά. Τα λαχταρούσε κιόλας. Ήδη στα 33 του παρότι ήταν νέος ακόμα, ένιωθε πως είχε πάρει έναν δρόμο μακριά από την οικογένεια. Κι αυτό δεν το ήθελε. Η απομόνωση, η μελέτη και η μοναχική ζωή θα τον οδηγούσαν χωρίς αμφιβολία στον άχαρο βίο του εργένη. Μοναχικές γιορτές, μοναχικά γενέθλια, μοναχικές διακοπές. Υπήρχαν βέβαια κάποιες περιστασιακές επαφές, κάποιες σχέσεις θνησιγενείς και αδιέξοδες. Δεν του είχαν αφήσει πικρά συναισθήματα. Τιμούσε και σεβόταν όλες τις γυναίκες που είχαν περάσει, έστω και για λίγο απ’τη ζωή του.

Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του συλλογιζόμενος την προηγούμενη ζωή του και την κατάσταση που είχε βρεθεί τώρα. Τα συναισθήματά του για την Άλκηστη δεν ήταν αρνητικά. Το εντελώς αντίθετο. Είχε νιώσει κάτι δυνατό και όμορφο από την πρώτη στιγμή που την είδε και την ‘ένιωσε’ δίπλα του. Αυτό το κορίτσι είχε ζωντάνια, γνησιότητα, πληθωρικότητα και ευγένεια. Ήταν βέβαιος πως ό,τι κι αν συνέβαινε θα μπορούσε να τη βοηθήσει να απεμπλακεί από το θανάσιμο κλοιό της μάνας της.

Στο κάτω κάτω μπορεί κι εκείνη να αναζητά έναν καλό σύντροφο, ψέλλισε και χαμογέλασε κάπως πιο αισιόδοξος.

Αποφάσισε να διώξει τις μελαγχολικές σκέψεις και αναμνήσεις και να επικεντρωθεί στο εδώ και τώρα. Σε λίγο θα δεχόταν την επίσκεψη της Άλκηστης, έτσι είχε καταλάβει. Ένιωθε κάπως σαν να ετοιμαζόταν για το πρώτο ραντεβού. Είχε αγωνία και τρακ. Μπορεί να ήταν αιχμάλωτος αυτών των γυναικών σ’αυτό το υπόγειο αλλά την επαφή του με την Άλκηστη ήθελε να τη βλέπει αλλιώς.

Άκουσε βήματα στο διάδρομο και κοίταξε προς την πόρτα.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και ετοιμάστηκε για την πρώτη επαφή.

 

***

 

Την είδε να μπαίνει μέσα στο δωμάτιο σαν σε όνειρο. Σαν οπτασία. Μια λεπτή, γυναικεία φιγούρα που δεν περπατούσε αλλά σχεδόν έρεε μέσα στο χώρο. Φορούσε ένα μακρύ φόρεμα σε μια απαλή κρεμ απόχρωση και λεπτές πτυχώσεις που έφτανε κάτω, ως τους γυμνούς της αστραγάλους. Έμοιαζε με ιέρεια της αρχαιότητας! Το ευγενικό της πρόσωπο ταίριαζε απόλυτα με το λιτό της χιτώνα. Ο λευκός της λαιμός, οι ήρεμες γωνίες του προσώπου της, τα μακριά της δάχτυλα, η ανάερη κύλησή της… τον μάγεψαν, τον συγκλόνισαν. Κι όταν στάθηκε από πάνω του σε απόσταση ενός μέτρου και του χαμογέλασε απαλά, του κόπηκε η ανάσα. Μια τέτοια γυναίκα είχε ονειρευτεί έφηβος και είχε ξυπνήσει ερωτοχτυπημένος… δοσμένος απόλυτα σε ένα μυθολογικό πρόπλασμα, ένα ιδεατό πρότυπο, μια ελληνίδα θέαινα!

Τη λεπτή της μέση περίζωνε μια λεπτή, γαλάζια κορδέλα. Η Άλκηστη την έλυσε σιωπηλά και ήρεμα και την άφησε να πέσει στο πάτωμα. Μέσα από τις πτυχώσεις μπορούσε να δει την αγαλμάτινη γεωμετρία του κορμιού της. Μόλις τον είχε επισκεφτεί μια αρχαία θεά, μια νύμφη έστω και ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά και τον ανδρισμό του να φουσκώνει.

«Καλησπέρα», του είπε απλά και η φωνή της έφτασε στ’αυτιά του και πέρασε στο είναι του και τον διαπότισε σαν κάποιο μαγικό ερωτικό ελιξίριο.

Κάτι προσπάθησε να πει μα δεν είχε φωνή. Δεν χόρταινε να την κοιτάζει, να τη θαυμάζει, να τη λατρεύει! Τούτο το πνιγηρό υπόγειο είχε μεταμορφωθεί σε έναν αρχαίο ολοφώτεινο ναό κι εκείνος είχε έρθει ταπεινός προσκυνητής στην πανάρχαια θηλυκή αρχή του Κόσμου.

Η Άλκηστη δεν θέλησε να αφαιρέσει ακόμα το λεπτό της φόρεμα. Ήξερε πώς να κλιμακώσει και να μεγιστοποιήσει τον πόθο. Μα δεν είχε ανάγκη να κάνει πολλά. Τα ποτισμένα με τις πιο ισχυρές αφροδισιακές ουσίες φαγητά που είχε ετοιμάσει η Ιφιγένεια και είχε απολαύσει ο Αντρέας λίγες ώρες πριν συν την ομορφιά και την τέχνη της, έφταναν και περίσσευαν.

Όσο κι αν ήθελε όσο τίποτε άλλο στη ζωή του να σμίξει ερωτικά με ένα τέτοιο πλάσμα, ο Αντρέας θυμήθηκε το σχέδιό του. Δεν έπρεπε να κάνουν οτιδήποτε οι δυο τους πριν προλάβει να της μιλήσει. Την κοίταξε στα μάτια με αγωνία, πόθο και λατρεία μαζί. Η σάρκα του φλεγόταν όμως έπρεπε να κρατήσει χαλινάρι.

«Θέλω να σου μιλήσω», της ψιθύρισε. Δεν ήξερε αν τούτη την επαφή την παρακολουθούσε από κάποια κρυμμένη κάμερα η μέγαιρα. Ίσως το παραμικρό σφάλμα να είχε συνέπειες και για εκείνον και για την Άλκηστη.

Η κοπέλα τον κοίταξε με ένα περίεργο, χαμένο βλέμμα. Άπλωσε το δεξί της χέρι και περιέγραψε απαλά το πρόσωπό του. Τούτο το χάδι τον μούδιασε ως τα νεφρά του και έκανε πολύ δύσκολο το έργο του.

«Άλκ… Άλκηστη… σε π… σε παρακαλώ… άκουσέ με», μπόρεσε με τρέμουλο να αρθρώσει όμως εκείνη δεν τον άκουγε.

Ξάπλωσε απαλά δίπλα του. Το άρωμά της, κάποιο ακριβό έλαιο ίσως, δροσερό και μεθυστικό τον διαπέρασε και τον ζάλισε γλυκά. Δεν μπορούσε να παραμείνει ψύχραιμος και να ελέγξει τις αρσενικές του ορμές όσο εκείνη τον προετοίμαζε για την επαφή τους.

Η κοπέλα πέρασε το χέρι της στο λαιμό του, προσπέρασε το κολάρο του και διέγραψε μια αόρατη γραμμή στο στήθος του… έφτασε στη μια ρώγα και την πίεσε ελαφρά… ύστερα στην άλλη…

Ο άντρας έτρεμε σύγκορμος…

«Σε… σε παρακαλώ… άκουσέ με… εγώ θα σου μιλώ… κι ας μην με ακούς…», είπε κλείνοντας τα μάτια μεθυσμένος.

Η Άλκηστη δεν του απαντούσε. Κι αν τον άκουγε, δεν έδειχνε κανένα τέτοιο σημάδι ανταπόκρισης. Φαινόταν αφοσιωμένη στο έργο της. Δεν επικοινωνούσε με το μυαλό του. Μονάχα με τις αισθήσεις του.

Τα μακριά, επιδέξια δάχτυλά της, ‘περπάτησαν’ πιο χαμηλά… στην κοιλιά του… πιο χαμηλά… στα όρια της ευαίσθητης περιοχής του… λίγο πιο κάτω ένας πρησμένος, ορθωμένος φαλλός την περίμενε… τον αγνόησε… είχε πολλή δουλειά να κάνει ακόμα…

«Βγάλε μου… βγάλε μου το κολάρο… πάμε να φύγουμε… μαζί! Να φύγουμε! Πάμε όπου… όπου θέλεις… μακριά… Άλκηστη… άκουσέ με… ελευθέρωσέ με…», την ικέτεψε σχεδόν ενώ εκείνη έφερε ξαφνικά το στόμα της στο αυτί του και ανάσανε βαριά.

«Θεέ μου!», ψέλλισε εκείνος και ένιωθε ότι το πνεύμα έχανε τη μάχη από τη σάρκα. Ήταν ολόκληρος πυρπολημένος, δεν θα άντεχε για πολύ ακόμα…

«Άλκ…», πάλεψε να πει όταν ένιωσε τα δόντια της να χώνονται στο λαιμό του πίσω από το αυτί του και να μπήγονται βαθιά στο δέρμα!

Ο Αντρέας ούρλιαξε από τον πόνο και τίναξε το κεφάλι του μακριά. Κοίταξε την Άλκηστη και το θέαμα τον τρομοκράτησε.

Το πλάσμα που είχε μπροστά του δεν έμοιαζε με την όμορφη, χαρούμενη κι ευγενική του Άλκηστη! Ήταν μια φοβερή μάσκα αυτό που έβλεπε, ένα τέρας, ένα βδέλυγμα. Από τα δόντια της έτρεχε το αίμα του κι έσταζε πάνω στο σεντόνι.

Δυο μεγάλα, πελώρια, ωκεάνια μάτια άνοιξαν και τον κοίταξαν. Δεν μπορούσε να διανοηθεί πως υπήρχε ον που να είχε αυτό το βλέμμα. Δεν ήταν ανθρώπινο αυτό το βλέμμα. Ερχόταν από άλλες διαστάσεις, άλλα βασίλεια, άλλες εποχές… ερχόταν από πολύ μακριά, πολύ βαθιά…

«Χριστέ μου! Βοήθησέ με!», δεήθηκε ο Αντρέας και ένιωσε περισσότερο παρά άκουσε το ουρλιαχτό του πλάσματος πάνω από το σώμα του.

Την είχε εξαγριώσει, όποια ή ό,τι κι αν ήταν.

Κι αυτό δεν προμήνυε τίποτε καλό.

 

***

 

Ο Ισμαήλ είχε στήσει αυτί έξω ακριβώς απ’την κλειστή πόρτα του δωματίου. Ήταν ανήσυχος. Τις προηγούμενες φορές τα πράγματα είχαν κυλήσει ομαλά. Ο ‘κρατούμενος’ είχε δεχθεί πειθήνια τις ερωτικές περιποιήσεις της Άλκηστης και όλα είχαν τελειώσει μέσα σε δέκα, δεκαπέντε λεπτά. Κανείς δεν μπορούσε να αντέξει παραπάνω με όλα τούτα τα μαγικά που τους τάιζε η μάγισσα. Όμως τώρα δεν καταλάβαινε τι γινόταν. Άκουγε ψιθύρους, δεν μπορούσε να διακρίνει τα λεγόμενα… δεν μιλούσε εκείνη, αυτός πάλευε κάτι να της πει… ο Ισμαήλ ανησύχησε. Όταν ακούστηκε το πρώτο ουρλιαχτό, έσφιξε τη γροθιά του κι ετοιμάστηκε να εισβάλλει στο δωμάτιο. Δεν είχε καταλάβει ότι κάποιος τον παρακολουθούσε.

«Ισμαήλ!»

Η μάγισσα! Έστριψε το κεφάλι του αιφνιδιασμένος, σοκαρισμένος. Η κυρά του στεκόταν και τον κοιτούσε με ένα βλέμμα γεμάτο μίσος.

«Τι κάνεις εδώ άθλιο ερπετό;», του είπε με έναν τόνο στη φωνή της που τον πάγωσε. «Τσακίσου και πήγαινε στη βρωμερή σου τρύπα. Γύμνωσε την πλάτη σου, πέσε στα τέσσερα και περίμενέ με!», τον διέταξε κι εκείνος, αφού έμεινε για μια στιγμή αναποφάσιστος, υπάκουσε τελικά σαν ρομπότ.

«Σε λίγο θα δεις τι παθαίνουν οι δούλοι που κρυφακούνε!’, του πέταξε στο πρόσωπο καθώς την προσπερνούσε με χαμηλωμένο το κεφάλι για να ανέβει τη σκάλα.

Η Ιφιγένεια έσφιξε τη δεξιά της γροθιά και σκέφτηκε το χοντρό βούρδουλα που είχε στη ντουλάπα της. Χαμογέλασε και άρχισε κι αυτή, αργά αργά να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια.

 

Είχε κλείσει τα μάτια του όμως δεν μπορούσε να κάνει το ίδιο και με τ’αυτιά του. Το πλάσμα που είχε αντικρίσει και ακούσει λίγο πριν δεν ήταν η Άλκηστη. Δεν είχε ιδέα τι ήταν, όμως σίγουρα δεν είχε παραισθήσεις ούτε έβλεπε κάποιο εφιάλτη. Τα είχε τετρακόσια και ήταν απόλυτα βέβαιος για το τι είχε δει. Και τι είχε ακούσει.

Που ήταν τώρα; Είχε κατέβει απ’το κρεβάτι; Που βρισκόταν;

Έφερε το αριστερό του χέρι στην πληγή που του είχε κάνει κάτω από το αυτί του. Αιμορραγούσε. Πίεσε την πληγή με το μαξιλάρι που ήδη είχε μουσκέψει στο αίμα.

Γαμημένη τρελή!, φώναξε αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Έψαξε με το βλέμμα του να την βρει. Είχε εξαφανιστεί, δεν την έβλεπε μέσα στο δωμάτιο.

Να πας στο διάολο… και οι δυο σας να πάτε στο διάολο!, φώναξε και έψαξε για κάτι που θα μπορούσε να βάλει στην πληγή του. Δεν υπήρχε τίποτε. Αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει το λινό του σκέπασμα. Τουλάχιστον να σταματούσε η αιμορραγία.

Έμπλεξες κυρ Αντρέα!, είπε στον εαυτό του και αναστέναξε βαθιά. Έμπλεξες άσχημα!

Με το δεξί του χέρι έπιασε το κολάρο που τον κρατούσε δέσμιο δυο μαινάδων.

Πολύ άσχημα!, ξανάπε και έκλεισε τα μάτια του προσπαθώντας να ηρεμήσει.

Η πρώτη επαφή είχε πάει κατά διαόλου.

 

***

 

Η Άλκηστη είδε τη μητέρα της να μπαίνει μέσα στο δωμάτιο ξαναμμένη, ιδρωμένη και με τον βούρδουλα στο χέρι. Δεν χρειαζόταν καμιά άλλη πληροφορία. Ήξερε τι είχε συμβεί.

Ούτε η Ιφιγένεια αιφνιδιάστηκε που είδε την κόρη της στην κάμαρά της αντί να βρίσκεται στο υπόγειο. Είχε καταλάβει ότι η πρώτη επαφή είχε καταλήξει σε ναυάγιο. Έπρεπε όμως να τιμωρήσει πρώτα τον απείθαρχο υπηρέτη και μετά να αναλάβει και τη θυγατέρα της. Όλα τελικά έπρεπε να τα τακτοποιεί εκείνη.

«Τον δάγκωσα άσχημα», κλαψούρισε η Άλκηστη και μαζεύτηκε σε στάση εμβρύου στο κρεβάτι της.

«Σκατά!», είπε η Ιφιγένεια και την εγκατέλειψε μόνη. Όλοι τους ανίκανοι… όλοι τους άχρηστοι!, μονολόγησε και πήγε στο δικό της δωμάτιο να σκουπίσει το ματωμένο της βούρδουλα και να τον κρύψει στη θέση του.

Έπειτα είχε να επισκεφτεί το σφάγιο.

 

***

 

Ο Ισμαήλ είχε ξαπλώσει διπλωμένος στο στενό του κρεβάτι και έκλαιγε.

Τελευταία φορά, πουτάνα! Τελευταία φορά!, μονολογούσε και αγκομαχούσε να πάρει ανάσα. Τούτη τη φορά η τιμωρία του είχε κρατήσει περισσότερο. Τριάντα ολόκληρα χτυπήματα είχαν ξεσκίσει την πλάτη του που τώρα έμοιαζε περισσότερο με οργωμένο χωράφι.

Το κατωσέντονο του κρεβατιού είχε γίνει κατακόκκινο. Οι πληγές του είχαν πρηστεί και τον πονούσαν φριχτά. Δεν τον ένοιαζε. Άλλο τον ένοιαζε.

Αύριο θα τη σκοτώσω, υποσχέθηκε στον εαυτό του. Ναι, αύριο πόρνη θα πεθάνεις. Αύριο!, είπε και άκουσε βήματα να πλησιάζουν στο δωματιάκι του.

Ήταν η Άλκηστη που κρατούσε μια μικρή λεκάνη με επιδέσμους, αντισηπτικά και όλα τα απαιτούμενα για να περιποιηθεί την πλάτη του. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το έκανε αυτό. Όταν όμως είδε το θέαμα του υπηρέτη τους σάστισε. Είχε σκοπό να τον σκοτώσει λοιπόν;

Ο Ισμαήλ αναλύθηκε σε λυγμούς όταν άρχισε εκείνη σιωπηλά να του περιποιείται μια μια τις φοβερές πληγές που είχαν καταξεσκίσει την πλάτη του.

Δεν μπορούσε να της αποκαλύψει το σχέδιό του. Πρώτα θα έπνιγε τη σκύλα και μετά θα την έπαιρνε και θα φεύγανε. Τα είχε κανονίσει όλα.

Πρώτα όμως έπρεπε να εξοντώσει τη μάγισσα.

Αύριο, είπε από μέσα του και μόρφασε από τον πόνο καθώς η Άλκηστη πάλευε να καθαρίσει τις αιμάσσουσες πληγές.

 

***

 

Η Αγαύη δεν ήταν καλά. Ήδη από την προηγουμένη είχε εμφανίσει τα πρώτα σημάδια. Είχε κάνει εμετό το φαγητό της, δεν είχε πιει νερό και βρισκόταν όλη μέρα άκεφη και μαλθακή στο καλάθι της.

Και σήμερα τα ίδια. Έφαγε με το ζόρι μια μπουκιά, το έβγαλε λίγο μετά και γύρισε με το ζόρι στο καλάθι της.

«Ααα… εσύ δεν είσαι καλά!», είπε ανήσυχη η Ελευθερία και αποφάσισε να θυσιάσει το πρωινό της για να την πάει στον κτηνίατρό της, απέναντι από το παλιό της σπίτι. Βέβαια, έπρεπε να διασχίσει τη μισή Αθήνα όμως δεν μπορούσε να εμπιστευτεί κανέναν άλλον.

«Θα πάμε στο γιατρό μας, ε ψυχή μου;», της είπε αλλά δεν θέλησε να την χαϊδέψει. Αν ήταν άρρωστη κάθε επαφή μπορεί να τής ήταν πολύ ενοχλητική.

«Μη σε νοιάζει… ως το βράδυ θα είσαι μια χαρά», είπε και άρχισε να ετοιμάζεται. Ποιος να μένει άραγε στο παλιό μας σπίτι;, αναρωτήθηκε και έβγαλε από την αποθήκη της τον ειδικό κλωβό μεταφοράς για να βάλει την Αγαύη.

Το ζήτημα της υγείας της γάτας της και άλλες υποθέσεις είχαν παραμερίσει την ανησυχία της για τον Αντρέα. Όταν όμως πέρασε από το μαγαζί του με το αυτοκίνητό της λίγο αργότερα και είδε το μαγαζί του να παραμένει κλειστό, το σκοτεινό της αίσθημα ξαναφούντωσε.

Τι να συμβαίνει άραγε μ’αυτόν τον άνθρωπο;, είπε με τον εαυτό της και έριξε μια ματιά στον κλωβό στο πίσω κάθισμα. Η Αγαύη κοιμόταν ήσυχη.

Επικεντρώθηκε στην οδήγησή της και άνοιξε το ραδιόφωνο στον αγαπημένο της σταθμό.

 

***

 

Τα πράγματα είχαν πάρει απρόσμενες εξελίξεις. Μετά το ναυάγιο της πρώτης τους επαφής, η Ιφιγένεια επισκέφτηκε τον Αντρέα. Επιθεώρησε πρόχειρα την πληγή του και αποφάνθηκε πως χρειαζόταν ράμματα από επαγγελματία. Του ζήτησε να μείνει σιωπηλός γιατί επρόκειτο να καλέσει έναν κτηνίατρο που ήταν φίλος της και είχε το ιατρείο του ακριβώς απέναντι. Δεν έπρεπε να πει τίποτα, να πει οτιδήποτε, να ρωτήσει ή να ψελλίσει καν το παραμικρό στην παρουσία του γιατρού. Ο Αντρέας είχε συμφωνήσει. Από το να πεθάνει από αιμορραγία από το δάγκωμα μιας τρελής καλύτερα να κέρδιζε όσο χρόνο μπορούσε και να οργανώσει κάποιο επόμενο σχέδιο αργότερα.

Ο γιατρός εμφανίστηκε λίγο αργότερα με τη συνοδεία της Ιφιγένειας βέβαια. Ο Ισμαήλ ήταν άφαντος. Αναρωτήθηκε προς στιγμήν που να βρισκόταν αυτός ο άνθρωπος και αμέσως μετά σκέφτηκε ότι δεν τον ενδιέφερε.

Ο γιατρός ήταν ένας σχετικά ηλικιωμένος άντρας, ίσως λίγο πάνω από τα εξήντα. Ο τρόπος που μιλούσε στην Ιφιγένεια και οι δικές της αποκρίσεις δεν του άφησαν καμιά αμφιβολία για το είδος της σχέσης τους. Επιθεώρησε το τραύμα του, εκδήλωσε την ανησυχία του και καταπιάστηκε αμέσως να περιποιείται και να ράβει τις δυο μεγάλες και βαθιές δαγκωματιές που του είχε καταφέρει πάνω στον παροξυσμό της η Άλκηστη. Ο γιατρός δεν ρώτησε το πώς είχαν δημιουργηθεί δυο τέτοιες δαγκωνιές. Δεν ρώτησε για τον Αντρέα, δεν ασχολήθηκε ούτε με το κολάρο στο λαιμό του. Το μόνο που φαινόταν να τον ενδιαφέρει ήταν η Ιφιγένεια.

Μετά τις περιποιήσεις του, δεν αποχαιρέτησε καν τον ασθενή αλλά φρόντισε να εξασφαλίσει την υπόσχεση της μέγαιρας για κάποιο ραντεβουδάκι τις επόμενες ημέρες.

Ο Αντρέας σκέφτηκε ότι ο κτηνίατρος ήταν αηδιαστικός.

Κι έπειτα έμεινε πάλι μόνος.

Δεν τον ενόχλησε ξανά κανείς και κοιμήθηκε βαθιά ως το επόμενο πρωί.

 

***

 

Ξύπνησε επειδή κάτι τον πίεζε επίμονα στα πλευρά.

Άνοιξε τα μάτια του και είδε την Ιφιγένεια να κάθεται σε μια καρέκλα, αριστερά από το κρεβάτι, να έχει απλώσει τα γυμνά της πόδια πάνω στο στρώμα και με τα πέλματά της να τον πιέζει στο στήθος και στα πλευρά.

Μπορεί να ήταν σιχαμένη και παρανοϊκή όμως δεν μπορούσε παρά να παραδεχθεί πως ήταν πολύ ελκυστική γυναίκα. Τα πόδια της, μακριά, αψεγάδιαστα και γυμνασμένα θα τα ζήλευαν πολλές νεότερές της.

«Πρέπει να μιλήσουμε καλέ μου», είπε ειρωνικά και συνέχισε να τον πατάει μια στο στήθος και μια στην κοιλιά. Όλο τούτο δεν άργησε να επιφέρει κάποια αναπόφευκτα αποτελέσματα.

Μάνα και κόρη θα με διαλύσουν στο τέλος, σκέφτηκε ο Αντρέας.

«Πώς είσαι σήμερα; Έγιανε η πληγή;», τον ρώτησε αλλά δεν έδινε δεκάρα γι αυτό, το έβλεπε. Άλλα την απασχολούσαν.

«Δεν ξέρω πως είμαι Ιφιγ… κυρία Ιφιγένεια», διόρθωσε αμέσως ο Αντρέας που δεν ρισκάριζε να τον χτυπήσει ξανά.

«Μαθαίνεις γρήγορα», είπε εκείνη χαμογελώντας και πήρε τα πόδια της από το σώμα του.

Δεν ήταν και τόσο δυσάρεστο αυτό, σκέφτηκε ο Αντρέας αλλά ήταν αργά πλέον. Η Ιφιγένεια είχε ανακαθίσει στην καρέκλα της, είχε ανάψει τσιγάρο και τον κοιτούσε εξεταστικά.

«Απόψε θα γίνει η δεύτερη επαφή… ή μάλλον η επανάληψη της πρώτης», του είπε και ξαφνικά με τρόπο που άφησε τον Αντρέα άφωνο, έκανε την εμφάνισή του ένα μεγάλο κυνηγετικό μαχαίρι με πριονωτή λεπίδα στο ελεύθερο χέρι της.

«Σε προειδοποιώ… αν πάει κι αυτή στραβά, θα σε σφάξω εγώ… με τα ίδια μου τα χέρια… και θα το απολαύσω!», του είπε χωρίς να διστάσει να προφέρει όλες τις λέξεις καθαρά και δυνατά.

Έφερε το τεράστιο όπλο μπροστά στα μάτια του. Θα μπορούσε να ξεκοιλιάσει ελέφαντα κανείς με δαύτο, σκέφτηκε έντρομος ο Αντρέας.

«Το κατάλαβες;», ρώτησε και πίεσε ελαφρά την μύτη του μαχαιριού πάνω στο μάγουλό του.

«Ναι… ναι… εντάξει…», είπε ο Αντρέας και η Ιφιγένεια απέσυρε το μαχαίρι, το έβαλε στη θήκη του και σηκώθηκε για να τον αφήσει μόνο.

«Ούτε πρωινό ούτε μεσημεριανό έχει σήμερα. Μόνο νερό θα σου φέρω αργότερα. Κάνε τη δουλειά σου κι έπειτα θα φας…», είπε ξερά και βγήκε από το δωμάτιο.

 

***

 

Η Ελευθερία κοίταξε το ρολόι της. Περασμένες δέκα. Δεν είχε αργήσει πολύ. Μπήκε στο ιατρείο του φίλου της αλλά δεν τον είδε πουθενά. Θα βρισκόταν σίγουρα μέσα φροντίζοντας κάποιο ζώο.

Πλησίασε τον πάγκο και άφησε με προσοχή τον κλωβό με την Αγαύη πάνω. Δεν αναγνώρισε την κοπέλα στην υποδοχή. Είχε καιρό να επισκεφτεί το γιατρό. Όταν ακόμα ζούσε στη γειτονιά και μάλιστα στο παλιό διώροφο απέναντι.

«Καλημέρα», είπε η κοπέλα με ένα απαλό χαμόγελο.

«Καλημέρα. Είναι ο κος Ρολάνδος εδώ;», ρώτησε η Ελευθερία.

«Ναι, μέσα είναι, χειρουργεί ένα λυκόσκυλο», απάντησε η κοπέλα.

«Χμμ… θ’αργήσει ε;», είπε η Ελευθερία.

«Λιγάκι… τι έχει η γάτα σας;», ρώτησε η κοπέλα επιθεωρώντας την Αγαύη που κοιμόταν ήρεμη.

«Δεν ξέρω… από χθες δεν είναι καλά…», απάντησε η Ελευθερία κάπως απρόθυμα. Δεν ήθελε να τα πει όλα δυο φορές και αποφάσισε να ρίξει μια ματιά στο παλιό της σπίτι.

«Καθίστε να περιμένετε αν θέλετε», είπε η κοπέλα και δεν ασχολήθηκε άλλο. Είχε αφοσιωθεί με κάτι στον υπολογιστή της.

Η Ελευθερία πλησίασε στο τζάμι της εξώπορτας και κοίταξε το σπίτι. Ίδιο κι απαράλλαχτο φαινόταν. Το βαρύ συναίσθημα της ανησυχίας άρχισε να απλώνεται ξανά μέσα της. Αιφνιδιάστηκε. Ξαφνικά είχε την παράλογη βεβαιότητα πως το συναίσθημα αυτό είχε κάποια σχέση με το παλιό της σπίτι.

Δεν είμαστε καθόλου καλά, μονολόγησε.

Γύρισε προς τον πάγκο και πλησίασε. Είδε μια αναπαυτική πολυθρόνα και αποφάσισε να καθίσει και να περιμένει το Ρολάνδο να τελειώσει την επέμβαση στο λυκόσκυλο. Έτσι κι αλλιώς είχε θυσιάσει τη μέρα της. Δεν είχε τίποτε άλλο να κάνει. Δίπλα της είδε κάποια περιοδικά. Πήρε ένα και άρχισε να το ξεφυλλίζει.

 

***

 

Ο Αντρέας είχε καθίσει στην άκρη του κρεβατιού του με το κεφάλι του ανάμεσα στις παλάμες του.

Οι σκέψεις του είχαν βαρύνει κι όσο περνούσε η ώρα μετά την επίσκεψη της Ιφιγένειας βάραιναν όλο και περισσότερο. Τι έπρεπε να κάνει; Τι μπορούσε να κάνει; Θα περίμενε σαν το γουρούνι να του κόψουν το λαιμό και να το οδηγήσουν στη σούβλα ύστερα από μια εμπειρία ηδονής;

Ποια η διαφορά του από το γουρούνι τότε;

Έπρεπε να αντισταθεί, να ορθώσει το ανάστημά του, να διεκδικήσει τη ζωή του, την ελευθερία του.

Ίσως, αν μπορούσε, να βοηθούσε και την Άλκηστη που ήταν παγιδευμένη μέσα σ’αυτή τη διχασμένη ψυχή να ελευθερωθεί κι αυτή. Κάποια δυνατή φωνή μέσα του σήμερα είχε υψωθεί και τον βασάνιζε.

Δεν μπορούσε να προδώσει τον εαυτό του, την ύπαρξή του, όλο του το είναι επειδή μια τρελή μάγισσα με ένα μαχαίρι τον τρομοκρατούσε. Θα αξίωνε και θα μαχόταν για ό,τι του ανήκε. Είχε σχεδόν μια ολόκληρη ζωή ακόμη να ζήσει μπροστά του. Δεν θα την πέταγε στα σκουπίδια τόσο απλά.

Άκουσε βήματα στο διάδρομο. Κάποιος ερχόταν. Διψούσε πολύ, θα ζητούσε νερό και θα το απαιτούσε αν του το αρνούνταν.

Γύρισε το κεφάλι του. Στο κατώφλι στεκόταν η Άλκηστη. Ήταν ντυμένη με τα απλά, καθημερινά της ρούχα. Στο ένα της χέρι κρατούσε μια κανάτα νερό. Στο άλλο… είχε τα ρούχα του!

Την παρακολουθούσε σαν μαγεμένος, τούτη τη φορά όχι από ερωτική μέθη. Από συγκίνηση.

Κάτι έχει συμβεί σήμερα, σκέφτηκε, κάτι έχει αλλάξει…

Η Άλκηστη τον πλησίασε, άφησε τα ρούχα του πάνω στο κρεβάτι και κάθισε στη μοναδική καρέκλα που υπήρχε στο δωμάτιο.

«Σου έφερα δροσερό νερό», του είπε και άφησε την κανάτα πάνω στο μικρό τραπεζάκι.

Το ύφος της πρόδιδε έναν άνθρωπο που έχει σκεφτεί πολύ. Έναν άνθρωπο που θέλει να μιλήσει αλλά διστάζει. Που έχει ενοχές, τύψεις και παλεύει με τον εαυτό του.

«Ευχαριστώ», απάντησε απλά εκείνος και του φάνηκε τόσο παράξενο που μπορούσαν να μιλήσουν ξανά σαν δυο φυσιολογικά άτομα. Χωρίς βασανιστήρια, μαρτύρια και οργιαστικές τελετουργίες.

«Πώς είναι το…», τον ρώτησε δειλά δείχνοντας τον επίδεσμο στο λαιμό του.

«Πονάει λίγο… όμως είναι εντάξει… μάλλον αύριο πρέπει να βγουν τα ράμματα…»

«Θέλω να σου ζητήσω συγνώμη…», είπε η κοπέλα και έστρεψε το βλέμμα της αλλού. «Ξέρω ότι δεν αρκεί για όλο το κακό που σου κάναμε αυτές τις μέρες. Όμως μιλώ για μένα τώρα, όχι για τη μάνα μου», του είπε και ο Αντρέας πίνοντας λίγο νερό την άκουγε προσεκτικά και ένιωθε ειλικρίνεια στα λόγια της. Κάποιος μέσα του πάντως του χτυπούσε το καμπανάκι του συναγερμού.

Θα μπορούσε να είναι και αυτή απλώς μια ακόμη φάση στις μεταμορφώσεις αυτών των παρανοϊκών γυναικών… θα μπορούσε να είναι μια προσπάθεια προσεταιρισμού. Ένας ελιγμός ακόμα… έπρεπε να προσέχει.

Ο Αντρέας δεν τής απάντησε. Έσκυψε το κεφάλι του και κοίταξε αμίλητος το πάτωμα.

«Σου έφερα τα ρούχα σου. Είναι πλυμένα και σιδερωμένα. Μπορείς να ντυθείς και να φύγεις. Έπειτα μπορείς να πας στην αστυνομία και να μάς καταγγείλεις. Μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις. Θα φροντίσω εγώ η ίδια να σε συνοδεύσω ως την έξοδο. Και σού εγγυώμαι ότι αν πας στην αστυνομία, εγώ θα τους περιμένω εδώ. Δεν θα το κουνήσω από δω».

Τα λόγια της έμπαιναν μέσα του και έβρισκαν ανταπόκριση. Ξαφνικά ένιωσε συμπόνια και θέρμη γι αυτό το παράξενο κορίτσι… ίσως να ήταν απλά άρρωστη… δεν μπορούσε να καταλάβει. Ήθελε όμως να μάθει περισσότερα γι αυτήν.

«Τι συμβαίνει εδώ μέσα Άλκηστη;», την ρώτησε απλά. «Ποιες είστε; Εσύ… ποια είσαι;»

«Τι είμαι… αυτό ήθελες να ρωτήσεις…», είπε εκείνη εξακολουθώντας να αποφεύγει το βλέμμα του. «Δικαιούσαι βέβαια κάποιες εξηγήσεις. Όμως δεν μπορώ να σου πω πολλά… δεν μπορώ γιατί δεν έχει κανείς ανάγκη αυτή τη… γνώση. Μόνο κακό μπορεί να τού κάνει. Όπως κάναμε ως τώρα σε δυο ανθρώπους πριν από σένα…»

«Σφάγια κι αυτοί;», την ρώτησε κάπως ειρωνικά.

«Ακριβώς», απάντησε αδίστακτα η Άλκηστη. «Στη δική μας, ας την πω ‘θρησκεία’, ίσως καλύτερα κατάρα, δεν υπάρχουν παρά μονάχα απόλυτα μεγέθη. Ζωή ή θάνατος, μαύρο ή άσπρο. Αρσενικό ή θηλυκό…», είπε και σταμάτησε.

«Γιατί όχι και τα δυο;», συνέχισε ο Αντρέας.

«Γιατί το ένα θα πρέπει να κατασπαράξει το άλλο… γιατί η δική μας φύση δεν επιτρέπει στο άλλο να συνυπάρχει… δεν μπορούμε να ζήσουμε με το αρσενικό αρμονικά και ειρηνικά… δεν είναι στο αίμα μας, στη δύναμή μας… το αρχαίο μέσα μας επικρατεί και τα καταναλώνει όλα…», είπε και ίσως απόρησε που ανοίχτηκε τόσο πολύ γιατί ξαφνικά σηκώθηκε με σκοπό να αποχωρήσει.

«Μόλις ντυθείς, έλα έξω… θα περιμένω… θα σε πάω εγώ ως…»

«Έλα κάθισε δίπλα μου», την προσκάλεσε ο Αντρέας και δεν ήξερε αν εκείνη τη στιγμή έκανε μια βουτιά στην Άβυσσο.

Τής πρότεινε το χέρι του και περίμενε για το δικό της.

Η Άλκηστη παρέμεινε για λίγο αναποφάσιστη κι έπειτα άπλωσε κι εκείνη το δικό της χέρι και κράτησε το δικό του.

Ο Αντρέας την τράβηξε απαλά προς το μέρος του και αφού σηκώθηκε όρθιος την έφερε σε απόσταση αναπνοής. Αυτή ναι, ήταν η δική του Άλκηστη. Δεν ήταν το μοχθηρό, απαίσιο τέρας που τον είχε ξεσκίσει την προηγούμενη μέρα. Με την τρυφερότητα και την αγάπη του πίστεψε πως…

«Τι κάνεις;», τον ρώτησε όμως δεν αρνήθηκε τα χείλη του όταν αναζήτησαν τα δικά της. Τα χάδια του όταν περιέγραψαν το κορμί της. Την ανάσα του όταν την ένιωσε καυτή στο λαιμό της.

«Σε θέλω», της είπε με το πανάρχαιο ερωτικό κάλεσμα του αρσενικού στη θηλυκιά.

Η Άλκηστη δεν αντέδρασε. Κι όταν εκείνος άρχισε σιγά σιγά να τη γδύνει, με τα χέρια της και τις κινήσεις της τον βοηθούσε.

 

***

 

Η Ελευθερία κοίταξε πάλι το ρολόι της. Έντεκα σχεδόν. Παράτησε τα περιοδικά που της είχαν κρατήσει συντροφιά όλη τούτη την ώρα και σκέφτηκε πως ίσως έπρεπε να αφήσει την Αγαύη και να έρθει να την παραλάβει όταν ο γιατρός θα τής έλεγε. Υπήρχαν και τα τηλέφωνα βρε αδελφέ. Κι όμως, η προσοχή της και το βλέμμα της στράφηκε για μια ακόμη φορά απέναντι, στο παλιό της σπίτι. Είχε μια παρόρμηση να πάει ξανά εκεί. Να ανοίξει αθόρυβα την καγκελόπορτα της πρασιάς, να περάσει μέσα στον κήπο, να πάει στην πίσω αυλή, να…

«Καλημέρα Ελευθερία!»

Η γνώριμη αν και κουρασμένη φωνή του κτηνιάτρου της διέκοψαν την ονειροπόλησή της. Γύρισε και τον κοίταξε. Είχε να τον δει κάπου εφτά χρόνια. Δεν είχε αλλάξει και πολύ. Ίσως να είχαν ασπρίσει εντελώς τα μαλλιά του.

«Καλημέρα κε Ρολάνδε», τον χαιρέτησε κι εκείνη.

«Πολλά χρόνια έχουμε να τα πούμε ε; Από τότε που έμενες στη γειτονιά μας», είπε ο γιατρός και ταυτόχρονα πλησίασε τον κλωβό.

«Ναι, από τότε», είπε μηχανικά η Ελευθερία.

«Τι έχουμε εδώ;», ρώτησε ο γιατρός ρίχνοντας μια ματιά στην Αγαύη που δεν έδειχνε καμιά ζωηρότητα.

«Η γάτα μου… είναι άρρωστη», είπε η Ελευθερία.

«Χμμμ… πάμε μέσα να μού τα πεις», είπε και με ένα νεύμα η υπάλληλος της ρεσεψιόν άρπαξε τον κλωβό και τους ακολούθησε στο εσωτερικό του κτηνιατρείου.

 

***

 

Δεν τον είδε αμέσως. Είχε καθίσει μπροστά στον καθρέφτη της και παρατηρούσε το είδωλό της. Κάποιες νέες ρυτίδες έκφρασης την έκαναν να ανησυχήσει. Κατά τα άλλα όμως ικανοποιήθηκε από την εικόνα της. Ο χωμάτινος φορέας της –έτσι τον έλεγε- βρισκόταν ακόμα σε εξαιρετική κατάσταση, τηρουμένων των αναλογιών. Το δέρμα της ήταν πάντα στιλπνό και λείο. Τα μαλλιά της πλούσια και δυνατά, έπεφταν στους ώμους της με χάρη. Ήταν ακόμη ποθητή, ελκυστική. Ήρθε στο νου της ο κτηνίατρος απέναντι. Χαμογέλασε. Με ένα της νεύμα θα σερνόταν σα σκυλάκι από πίσω της. Φυσικά δεν ενδιαφερόταν για ηλικιωμένους άντρες. Όμως ο γιατρός αυτός τής ήταν χρήσιμος. Ήταν ένας ευυπόληπτος γείτονας. Δεν έβλαπτε να του αφήνει υποσχέσεις και ελπίδες.

Τον είδε για πρώτη φορά όταν άρχισε να βουρτσίζει τα μαλλιά της. Στεκόταν όρθιος και ακίνητος στο κατώφλι του δωματίου της. Του είχε δώσει ρεπό για όλη την ημέρα για να χορτάσει τον ύπνο μετά τον άγριο ξυλοδαρμό του. Γιατί την ενοχλούσε; Και πώς είχε τολμήσει να μείνει έτσι σιωπηλός και να την παρακολουθεί;

«Τι θέλεις Ισμαήλ;», τον ρώτησε αυστηρά αλλά ήρεμα. «Έχεις ρεπό σήμερα. Πήγαινε να κοιμηθείς. Να φας όσο θέλεις σήμερα. Δεν θα σε χρειαστούμε», του είπε και συνέχισε να βουρτσίζει τα μαλλιά της.

Ο Ισμαήλ δεν έκανε καμιά κίνηση.

Γύρισε και τον κοίταξε απορημένη. Σηκώθηκε από την καρέκλα της και βάδισε προς το μέρος του με αργά βήματα. Το βλέμμα της είχε σκοτεινιάσει. Τελικά αυτός ο μπαμπουίνος είχε χαζέψει εντελώς.

Παρατήρησε τη στάση του και κοντοστάθηκε. Πρώτη φορά τον έβλεπε έτσι. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Το αρχαίο της ένστικτο την προειδοποίησε για κάτι κακό.

«Τι έπαθες; Δεν με ακούς; Θέλεις κάτι;», τον ρώτησε πιο γλυκά και κάπως φοβισμένα και δεν τον ζύγωσε άλλο. Ο Ισμαήλ έκανε δυο βήματα και έκλεισε πίσω του την πόρτα.

«Τι κάνεις; Πώς τολμάς; Ποιος νομ…», πήγε να πει όταν ένιωσε μια μέγγενη να της σφίγγει το λαιμό. Ο υπηρέτης της είχε απλώσει το χέρι του και την είχε γραπώσει από το λαιμό. Τα μάτια του γυάλιζαν και είχε ένα σκληρό, πλατύ χαμόγελο που την τρομοκράτησε. Τον είδε να ιδρώνει.

«Άσε με… Βοήθ….», προσπάθησε να ψελλίσει η γυναίκα αλλά εκείνος έσφιξε ακόμη περισσότερο τη λαβίδα γύρω από το λαιμό της. Η αναπνοή της σταμάτησε. Άρχισε να μπλαβιάζει. Τα μάτια της γούρλωσαν.

Λίγο πριν την πλημμυρίσει το αιώνιο σκοτάδι, ο γεροδεμένος άντρας την έσπρωξε δυνατά δεξιά και την πέταξε πάνω στο κρεβάτι της σαν δεμάτι με άχυρα. Το στόμα του άφριζε. Ψέλλιζε κάποια ακατάληπτα πράγματα στη γλώσσα του που η Ιφιγένεια δεν καταλάβαινε. Έτσι κι αλλιώς είχε σχεδόν χάσει τις αισθήσεις της.

Ο Ισμαήλ πάτησε πάνω στο κρεβάτι της με τις μπότες του και ήρθε με ένα βήμα ακριβώς από πάνω της. Άνοιξε το φερμουάρ του παντελονιού του και σε λίγο άρχισε να ουρεί πάνω της!

Η γυναίκα αιφνιδιασμένη έκανε μια κίνηση να αποφύγει τα ούρα που την έλουζαν αλλά δεν υπήρχε διέξοδος. Ο τρελαμένος από μίσος υπηρέτης αφού ολοκλήρωσε την ούρηση σήκωσε το πόδι του και το έφερε ακριβώς στην καρωτίδα της. Πίεσε ελαφρά και την ακινητοποίησε τελείως.

Το τελευταίο βλέμμα που είδε από αυτή τη σιχαμένη μάγισσα ήταν ένα βλέμμα απορίας, ικεσίας και θανάτου.

«Ψόφα πουτάνα! Ψόφα, ψόφα, ψόφα!’, άρχισε να ουρλιάζει και έβαλε όση δύναμη διέθετε στο πόδι του. Ακούστηκε ένας ήχος από κόκαλα που έσπαγαν. Ο Ισμαήλ δεν είχε τελειώσει. Έφερε τη μπότα του πάνω από το πρόσωπό της για το οποίο τόσο καμάρωνε λίγο πριν η Ιφιγένεια και άρχισε να την ποδοπατά με λύσσα.

Πέρασε ώρα μέχρι να ξεθυμάνει η οργή και το μένος του άντρα. Όταν κατέβηκε από το κρεβάτι, λίγα λεπτά αργότερα, είχε αφήσει πίσω του ένα γυναικείο κορμί και ένα συνθλιμμένο κρανίο. Κόκαλα, αίμα και μυαλά είχαν γίνει ένας πολτός πάνω στο σεντόνι.

Ο Ισμαήλ άνοιξε την ντουλάπα, έψαξε για λίγο, βρήκε το βούρδουλα και τον πήρε μαζί του. Βγαίνοντας από την κρεβατοκάμαρα, έκλεισε με δύναμη πίσω του την πόρτα και την κλείδωσε. Είχε τα κλειδιά όλων των χώρων του σπιτιού.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και με το χοντρό βούρδουλα στο χέρι πήρε κατεύθυνση προς το υπόγειο.

 

***

 

Η Ελευθερία βρισκόταν τώρα μέσα στο παλιό της σπίτι! Λίγη ώρα πριν είχε αποχαιρετήσει τον παλιό της κτηνίατρο ικανοποιημένη. Η Αγαύη τελικά δεν είχε κάτι σημαντικό. Μια απλή ιωσούλα, της είχε πει ο έμπειρος γιατρός και της είχε χορηγήσει ήδη μια αντιβίωση. Το θετικό ήταν ότι κι αν εμφανίζονταν κι άλλα συμπτώματα –φτάρνισμα, βήχας ή ό,τι άλλο- με την αντιβίωση θα αντιμετωπιζόταν αποτελεσματικά. Έδωσε οδηγίες στην Ελευθερία για την αγωγή των επόμενων ημερών και την αποχαιρέτησε χωρίς μάλιστα να τη χρεώσει ούτε ευρώ.

Η Ελευθερία πήρε τον κλωβό με την γάτα της και μπήκε στο αυτοκίνητό της ευχαριστημένη. Πριν βάλει μπρος για την επιστροφή στο σπίτι της, ήρθε στο νου της πάλι ο Αντρέας και μαζί το παλιό της σπίτι.

Ουφ, είπε, δεν το καταλαβαίνω αυτό… Γύρισε και είδε την Αγαύη μέσα στον κλωβό κουρνιασμένη στη γνωστή της θέση. «Δεν θα λείψω πολύ», της είπε, «μην το κουνήσεις ρούπι».

Βγήκε από το αυτοκίνητο και περπάτησε ως την καγκελόπορτα του εξωτερικού φράχτη. Με μια απαλή κίνηση το ένα φύλλο άνοιξε και τρύπωσε μέσα στην ιδιοκτησία. Ακόμα δεν καταλάβαινε γιατί το έκανε αυτό. Έριξε μια γρήγορη ματιά στην πρόσοψη του σπιτιού. Ίδιο κι απαράλλαχτο, μονολόγησε και έφτασε ως την εξώπορτα. Έκανε την κίνηση να χτυπήσει το κουδούνι και ξαφνικά κάτι την σταμάτησε. Αποφάσισε να πάει γύρω από το σπίτι, στην πίσω αυλή. Δεν μπορούσε να εξηγήσει το γιατί αλλά το έκανε. Με αθόρυβα βήματα έφτασε στην πίσω πλευρά και έκανε ένα μορφασμό αποδοκιμασίας. Η κάποτε όμορφη και περιποιημένη αυλή είχε μετατραπεί σε έναν κανονικό σκουπιδότοπο. Έκανε ένα σχόλιο κι έπειτα έφτασε ως την πόρτα και δοκίμασε να την ανοίξει. Η πόρτα δεν τής αντιστάθηκε και βρέθηκε σαν κανονικός διαρρήκτης στο εσωτερικό του σπιτιού που ως πριν λίγα χρόνια την φιλοξενούσε.

Για ποιο λόγο βρίσκομαι εδώ πέρα; Αντί για απάντηση ένιωσε ξανά εκείνο το παράξενο συναίσθημα που τώρα ήταν πιο έντονο από ποτέ. Λες και πλησίαζε στην πηγή του, δυνάμωνε βήμα το βήμα.

Μα, δεν υπάρχει άνθρωπος εδώ μέσα; αναρωτήθηκε αλλά φρόντισε να περπατάει αθόρυβα. Τι θα έλεγε άραγε αν εμφανιζόταν κανείς; Ότι χάθηκε; Ότι περιμένει το τρόλεϊ; Θα μπορούσαν μέχρι μήνυση να της κάνουν και να έχουν και χίλια δίκια. Τελικά αποφάσισε να περιηγηθεί σύντομα το χώρο και να εξαφανιστεί. Υπήρχε και η Αγαύη που την περίμενε στο αυτοκίνητο.

Η Ελευθερία πέρασε την κουζίνα και κατευθυνόταν τώρα προς το σαλόνι. Τα πράγματα δεν είχαν αλλάξει σχεδόν καθόλου. Οι καινούργιοι ένοικοι δεν ήταν και πολύ νοικοκύρηδες, σκέφτηκε. Όλο το σπίτι ανέδιδε μια αίσθηση παραμέλησης, σχεδόν εγκατάλειψης. Τα έπιπλα είχαν καταφθαρεί, οι ταπετσαρίες ήταν βρόμικες, οι τοίχοι άβαφτοι.

Και ησυχία. Απόλυτη ησυχία και σκοτάδι.

Αρκετά, ως εδώ, σκέφτηκε η Ελευθερία και γύρισε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αποφάσισε να αγνοήσει το σκοτεινό, αλλόκοτο βάρος στο στήθος της και να κυριαρχήσει η λογική της. Μην το παρακάνουμε κιόλας, μονολόγησε και ξαφνικά άκουσε κάποιους ήχους. Ακινητοποιήθηκε και η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά. Προσπάθησε να εντοπίσει την πηγή τους.

Άκουσε κάποιες φωνές. Φασαρία.

Από το υπόγειο έρχονται, είπε και προχώρησε. Θυμόταν που ήταν η σκάλα του υπογείου και βάδισε προς τα εκεί.

 

***

 

Ο Ισμαήλ έφτασε με το βούρδουλα στο χέρι έξω από την πόρτα του αιχμαλώτου. Ήξερε ότι δεν ήταν μόνος του εκεί μέσα. Ήταν και η αγαπημένη. Έσφιξε το χοντρό μαστίγιο στο χέρι του και με μια κλωτσιά άνοιξε διάπλατα την πόρτα.

Το θέαμα που αντίκρισε ήταν αυτό που περίμενε. Κι όμως, τον χτύπησε σαν κεραυνός, τον πλήγωσε βαθιά. Η αγαπημένη του ήταν ολόγυμνη καθισμένη πάνω στα πόδια αυτού του γελοίου και χόρευε σαν μανιασμένη πόρνη! Εκείνος μπορούσε να δει μονάχα την όμορφη πλάτη της όμως σύντομα και οι δυο τους θα έβλεπαν εκείνον και την τιμωρία του!

Η Άλκηστη αιφνιδιασμένη από την εισβολή του Ισμαήλ, κατέβηκε από το σώμα του ξαπλωμένου Αντρέα και φρόντισε αμέσως να σκεπάσει τα γυμνά της στήθη με το σεντόνι.

«Ισμαήλ!», είπε σαστισμένη.

Ο Αντρέας ανακάθισε στο στρώμα και αναρωτήθηκε τι μπορούσαν να κάνουν τώρα. Ο άντρας ήταν σε έξαλλη κατάσταση. Φαινόταν. Το στόμα του ήταν γεμάτο σάλια. Έλεγε κάτι παράξενα λόγια στη γλώσσα του. Και κρατούσε από το δεξί του χέρι ένα χοντρό βούρδουλα.

«Θα τού μιλήσω εγώ», είπε η Άλκηστη στον Αντρέα. «Μην κάνεις καμιά χαζομάρα. Έχει κτηνώδη δύναμη και είναι τρελαμένος τώρα», συμπλήρωσε σχεδόν ψιθυριστά. Ο Αντρέας την άκουσε και μαζεύτηκε στο κρεβάτι. Αναζητούσε με το βλέμμα του κάτι που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για όπλο αλλά δεν έβρισκε τίποτα. Ήταν κυριολεκτικά και μεταφορικά ολόγυμνος.

«Γιατί; Γιατί έκανες πάλι αυτό; Γιατί;», ρωτούσε κλαίγοντας και βρίζοντας μαζί ο Ισμαήλ και έτρεμε σύγκορμος κοιτάζοντας ξανά και ξανά το ζευγάρι πάνω στο κρεβάτι.

«Ισμαήλ… θέλω… σε παρακαλώ… θέλω να ηρεμήσεις καλέ μου… άκουσέ με… εγώ δεν είμαι η αγαπημένη σου; Ε; Δεν είμαι;»

Η κοπέλα άρχισε να πλησιάζει σιγά σιγά προς το μέρος του μιλώντας γλυκά και προσπαθώντας να σκεφτεί τι άλλο μπορούσε να κάνει. Να αντιπαλέψει έναν άνθρωπο με τη μυϊκή δύναμη και την οργή του Ισμαήλ ήταν αδύνατο. Έπρεπε να τον πάρει με το γλυκό.

«Γιατί γαμώτο! Γιατί;!!!!», φώναξε ο Ισμαήλ και σηκώνοντας τον βούρδουλα στον αέρα τον εξαπέλυσε ενάντια στην Άλκηστη που βρισκόταν μπροστά του. Η ουρά του βούρδουλα την χτύπησε στο λαιμό και στο στήθος και την τίναξε προς τα πίσω. Ο Ισμαήλ φωνάζοντας και κραδαίνοντας το φοβερό μαστίγιο, στα όρια της νευρικής κατάρρευσης άρχισε να χτυπάει οπουδήποτε σαν τον τυφλωμένο Κύκλωπα. Ο Αντρέας είχε συρρικνωθεί στη γωνιά του και περίμενε κάποια ευκαιρία να ορμήσει στον Ισμαήλ. Προς στιγμήν δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.

Άλλο ένα χτύπημα σάρωσε την κοιλιά και τον ένα μηρό της Άλκηστης που τώρα βρισκόταν αναίσθητη πάνω στο κρεβάτι. Οι πληγές της ήδη είχαν βαθιές αιμάτινες γραμμές στο τρυφερό της δέρμα.

Ο Ισμαήλ κλώτσησε την καρέκλα, έσπασε το τραπεζάκι και ανέβηκε με ένα σάλτο πάνω στο κρεβάτι πλησιάζοντας απειλητικά και τους δυο.

Πρόλαβε να ρίξει άλλη μια με το βούρδουλα που έσκισε τον δεξιό ώμο της αναίσθητης κοπέλας.

Και τότε συνέβη κάτι αναπάντεχο.

 

***

 

Η Ελευθερία μπορούσε να ακούσει όλα όσα γίνονταν. Είχε κατέβει πια στο υπόγειο και η φασαρία, οι φωνές και οι θόρυβοι από πράγματα που έσπαγαν την καθοδηγούσαν προς ένα δωμάτιο στο βάθος του διαδρόμου. Η αγωνία και ο φόβος της την έκαναν να σταθεί για μια στιγμή. Που πάω να μπλέξω; είπε αλλά δεν μπορούσε πια να κάνει πίσω. Το ένστικτό της την είχε οδηγήσει ως εδώ. Μια αλληλουχία γεγονότων την είχαν φέρει ως το υπόγειο του παλιού της σπιτιού. Δεν μπορούσε να γυρίσει την πλάτη της τώρα.

Τι γίνεται εκεί μέσα; αναρωτήθηκε φωναχτά. Κοίταξε ολόγυρα για κάτι που θα μπορούσε να της χρησιμεύσει σαν όπλο. Το μόνο που βρήκε ήταν μια διαλυμένη παλιά καρέκλα. Πήρε ένα από τα χοντρά ποδάρια της καρέκλας και το κράτησε σαν ρόπαλο. Να που θα κάνω και τον Ηρακλή τώρα, είπε. Το χιούμορ μού έλειπε τέτοια ώρα, είπε ξανά και προχώρησε με διστακτικά βήματα ενώ από το δωμάτιο έρχονταν ανησυχητικές πληροφορίες. Κάποιος ή κάποιοι τα διέλυαν όλα, τα έκαναν ρημαδιό.

Στο μυαλό της ήρθε η εικόνα της άρρωστης Αγαύης μέσα στο κλουβάκι της.

Να με πάρει ο διάολος να με πάρει, είπε και μπήκε θαρρετά μέσα στο δωμάτιο.

Μπροστά της εκτυλισσόταν μια σκηνή που μονάχα σε ταινίες κινηματογράφου είχε δει. Σήκωσε το ποδάρι της καρέκλας και μπήκε στη μάχη.

 

***

 

Ο Αντρέας δεν κατάλαβε αρχικά τι γινόταν. Ο Ισμαήλ είχε σηκώσει ξανά το βούρδουλα για να τον κατεβάσει πάνω του αλλά το χέρι του έμεινε μετέωρο, τα γόνατά του λύγισαν και με μια φοβερή κραυγή έπεσε αριστερά από το κρεβάτι στο πάτωμα.

Η πτώση του απελευθέρωσε το οπτικό πεδίο. Μπροστά του βρισκόταν μια γυναίκα που κρατούσε κάτι σαν ρόπαλο στο δεξί της χέρι. Από το ένα άκρο αυτού του όπλου έσταζε αίμα.

 

***

 

Η Ελευθερία μόλις είδε τον άντρα πάνω στο κρεβάτι να σηκώνει το μαστίγιο, τον πλησίασε και βάζοντας όλη της τη δύναμη του κατάφερε ένα σφοδρό χτύπημα στο πίσω μέρος του κρανίου του.

Το χτύπημα ήταν φοβερό, άνοιξε το κεφάλι του άντρα και έβαψε με αίμα το πόδι της καρέκλας. Ο άντρας λύγισε και έπεσε προς τα δεξιά της. Η πτώση του ήταν τέτοια που συμπλήρωσε το έργο από μόνη της. Ο άντρας χτύπησε στον τοίχο και ακινητοποιήθηκε. Μια λιμνούλα μαύρο αίμα απλώθηκε γοργά κάτω από το κεφάλι του.

«Τον σκότωσα», είπε η Ελευθερία τρομαγμένη. Ύστερα είδε τον γυμνό Αντρέα πάνω στο κρεβάτι με μια κοπέλα άσχημα σημαδεμένη δίπλα του. Το μάτι της έπεσε πάνω στο κολάρο του παλαιοβιβλιοπώλη της γειτονιάς της.

«Γεια σου Αντρέα», του είπε απλά και πέταξε από το χέρι της το ρόπαλο.

Εκείνος έκανε αρκετά δευτερόλεπτα για να την αναγνωρίσει.

 

***

 

Κάτι του θύμιζε αυτή η γυναίκα αλλά δεν ήξερε τι. Πάλευε να θυμηθεί. Εκείνη τον γνώριζε. Τον χαιρέτησε και μετά πέταξε αυτό το πράγμα που κρατούσε.

Η Ελευθερία, είπε ξαφνικά και ένιωσε αμέσως ντροπή για την περιβολή του.

«Ελευθερία!;»

«Εγώ είμαι», είπε εκείνη και έριξε μια ματιά στο χώρο και έπειτα στην αναίσθητη Άλκηστη.

«Πρέπει να τηλεφωνήσουμε σε αστυνομία και ασθενοφόρα», του είπε. «Η κοπελιά μπορεί να έχει πάθει χοντρή ζημιά. Κι αυτός βέβαια».

Ο Αντρέας φρόντισε να σκεπάσει τη γύμνια του με το σεντόνι και έπειτα έριξε μια ματιά στην Άλκηστη. Δεν φαινόταν κάποιο εξωτερικό τραύμα που να αιμορραγεί σοβαρά. Την χτύπησε ελαφρά στο πρόσωπο.

«Πρόσεχε, μην την ταρακουνήσεις», είπε η Ελευθερία και πλησίασε όσο μπορούσε περνώντας πάνω από το σώμα του πεσμένου Ισμαήλ.

«Πέθανε;», ρώτησε ο Αντρέας εννοώντας τον άντρα.

«Δεν ξέρω… ίσως», απάντησε εκείνη με μια ψυχραιμία που την έκανε να απορήσει για τον εαυτό της.

«Ας τηλεφωνήσουμε εκεί που πρέπει», είπε ο Αντρέας. «Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει», είπε. «Σ’ευχαριστώ… μα… πώς…», άρχισε να λέει.

«Πώς βρέθηκα εδώ κάτω; Μακάρι να’ξερα…», του είπε και έπιασε με την παλάμη της τα πρόσωπο του Ισμαήλ.

«Ανασαίνει ακόμα», είπε με κάποια ανακούφιση. «Όχι ότι σημαίνει κάτι αυτό βέβαια», συμπλήρωσε.

Ο Αντρέας σηκώθηκε από το κρεβάτι. Κάπου εκεί μέσα στο δωμάτιο βρίσκονταν ακόμα τα ρούχα του.

Η Ελευθερία έβγαλε το κινητό της για τα περαιτέρω.

 

***

 

(τρεις μήνες μετά)

Η Ελευθερία άνοιξε την πόρτα του μικρού μαγαζιού κρατώντας στα χέρια της δυο καφέδες από το γειτονικό μαγαζάκι.

Ο Αντρέας σηκώθηκε από την καρέκλα του γραφείου του στο βάθος να την βοηθήσει.

«Καλώς την!», είπε χαρούμενος και πήρε τον ένα καφέ. «Έλα να καθίσεις», της είπε και της πρόσφερε την μοναδική ελεύθερη καρέκλα εκτός από τη δική του.

«Μόνο να μην παχύνουμε», του είπε η Ελευθερία, «δεν θα χωράμε εδώ μέσα».

Ο Αντρέας χαμογέλασε με το σχόλιό της. Το χιούμορ της ήταν κάποιες φορές αιχμηρό αλλά πάντα καλοπρόθετο.

«Αν μπορέσω κάποια στιγμή να πάρω και το διπλανό που έκλεισε…», της είπε και κάθισε δίπλα της. Ήπιαν μια γουλιά καφέ.

«Τι έγινε; Τι σου είπαν από την εισαγγελία;», τη ρώτησε αμέσως με αγωνία.

«Η υπόθεση θα κλείσει», απάντησε εκείνη και το πρόσωπο του άντρα άστραψε από χαρά. «Ο Ισμαήλ θα φάει κάμποσα χρονάκια βέβαια για το φόνο της Ιφιγένειας αλλά δεν είναι μόνο αυτό… εμπλέκεται μαζί με την Άλκηστη και σε κάποιες άλλες υποθέσεις του παρελθόντος… μπερδεμένη ιστορία… αυτή ειδικά μού φαίνεται δεν τα γλιτώνει τα ισόβια… πάντως εγώ δεν κινδυνεύω»

Ο Αντρέας έσφιξε την παλάμη της Ελευθερίας με αληθινή χαρά.

Ξαφνικά αναλύθηκε σε λυγμούς.

«Έλα, τι έπαθες τώρα;», είπε εκείνη κι έβγαλε ένα χαρτομάντηλο από την τσάντα της.

«Αν… αν δεν ήσουν εσύ…»

«Αν δεν ήμουν εγώ θα σε έβλεπαν οι αστυνομικοί με το κολάρο και θα γινόσουνα ρεντίκολο», του είπε και τον είδε να χαμογελάει.

«Πώς θα μπορέσω ποτέ να στο ξεπληρώσω;», τη ρώτησε όταν ηρέμησε κάπως.

«Να μου βρεις εκείνα τα βιβλία που σου είπα… και σε καλή τιμή», του απάντησε.

Χαμογέλασαν και οι δυο.

 

 

ΤΕΛΟΣ