Για την "Ερημία Παθών" της Άτης Σολέρτη

 

Κάποιες σκέψεις για την Ερημία Παθών…

 

 

Οφείλω κατ’αρχάς να εξηγηθώ από την αρχή: άρχισα να διαβάζω έντονα… προκατειλημμένος τα ποιήματά σου στην Ερημία Παθών… ναι, έντονα… γιατί μου είσαι πολύ ξεχωριστή και αγαπημένη από χρόνια και δεν μπορώ, πώς να το κάνουμε, να ξεκορμίσω την έλξη της ψυχής από το νου… αυτόν που έχει την κληρονομιά και το ζήλο του εισαγγελέα και του μπάτσου… του ανακριτή, κριτή, του ιεροεξεταστή… μα κι απ’την άλλη, τούτο το δηλητήριο που στάζει ο συνήθως ‘καταστροφέας’ νους στην αρχαία λίμνη της ψυχής, δεν είναι αρκετό ποτέ… δεν είναι αρκετό ποτέ όταν έχεις να κάνεις με το Μεγαλειώδες, το Αχανές και το Αδιάστατο…

Ύστερα είναι και το άλλο… διαβάζοντας συνομιλώ με μένα… μου μιλώ και με ακούω… να πάψω να ακούω όλα τούτα: μαγικό, υπέροχο… μεθυστικό… σκληρό… πόσο σκληρό… ειλικρινές… πώς μπορεί να είναι τόσο ειλικρινής;… πώς το αντέχει να σκίζεται το κορμί και η καρδιά της έτσι… όλες τούτες οι λέξεις… πώς ρίχτηκαν με τούτη τη σειρά στο χαρτί της… άραγε το αίμα την άφηνε να δει τι έγραφε; τόσο σκοτάδι… τόσο φως… αιώνιο και προαιώνιο φορτίο… ποίηση μιας αδελφής… μιας αδελφής στην ατραπό…

Πως γίνεται να διαβάζει κάποιος αυτή τη γραφή χωρίς να κοινωνεί το αίμα και το αιώνιο που κοινωνούσε ο δημιουργός της; Αν το μπορεί, αλήθεια στο λέω Σοφία (Άτη αγαπημένη φίλη) δεν με αφορά η ποίηση και όλα τα κέρατα της Δημιουργίας κτιστής, άκτιστης και ό,τι διάολο θέλει να είναι…

Αν μπορώ να διαβάζω ‘ψύχραιμα’ ποίηση, σημαίνει αυτό που διαβάζω πάει μονάχα στα επάνω πατώματα, στα ανώδυνα, στη Γραμματεία και στο Πρωτόκολλο, δεν χώνεται βαθύτερα, στα έγκατα, στα μεταλλεία, εκεί που εργάζονται οι αιώνες και ο πόνος και ο χρόνος και ο θεός και ο δαίμονας για να βγει μια ρημάδα λέξη από ένα ορυχείο κυκλώπειο…

Και όταν σε διαβάζω… νοιάζομαι τον εαυτό μου, θέλω να αυτοπροστατευτώ, θέλω να μην ακούω άλλο την ψυχή μου να ορθώνεται για να συντονιστεί με το δικό σου Άπειρο…

Ψέματα… δεν θέλω παρά μονάχα να συνεχίσω να σε διαβάζω…

Αν μας γέννησε το άπειρο Σοφία, μονάχα αυτό περιέχουμε… αν μας γέννησε το βλάσφημο πεπερασμένο, είμαστε τυφλοί, αν δεν είμαστε αιώνιοι, δεν ξέρουμε να ψελλίσουμε μια φράση αυθεντική παρά μονάχα ανοιγοκλείνουμε τα στόματα… αν δεν είμαστε αθάνατοι, δεν έχουμε πρόσωπο… τι να την κάνεις την ποίηση αν δεν είσαι έτοιμος κάθε στιγμή να αφεθείς να σε αφανίσει;

Είδες τι μου γέννησαν οι πρώτες δυο αναγνώσεις των ποιημάτων σου, σήμερα, Μεγάλη Παρασκευή για τον σταυρωμένο θεό και Ελάχιστη για τους θυσιασμένους ανθρώπους… βλέπεις πως παλεύω, ηνίοχος σε άρμα που πλαγιοδρομεί σε ιλίγγους να στερεώσω ένα λόγο δομημένο που λένε και οι μεγαλοσχήμονες και οι επαγγελματίες διανοούμενοι…

Οφείλω ακόμα κάτι να σου πω… μπορεί να είμαι ‘καλός κι ευγενικός’ και το ξέρεις καλά πόσο φιλόξενος είμαι στα μπλογκ μου… όπως είμαι και στο σπίτι μου σε όποιον καλωσορίσω… αυτό είναι άσχετο με τούτο το ιερό που ονομάζω ή ονομάζεται ποιητικό γεγονός… άλλο το ένα άλλο το άλλο… δεν θα πικράνω ποτέ εκείνον που σχολίασε άστοχα έναν δικό μου στίχο… κι όταν επισκέπτομαι κάποιον στο δικό του σπίτι και ακούσω ανοησίες ή ρηχές κοινοτοπίες, δεν θα προσβάλω τον οικοδεσπότη… μα δεν θα του κάνω καμιά χάρη να ασχοληθώ ούτε μια στιγμή παραπάνω… μέσα μου έχει αφανιστεί και δεν με απασχολεί τι γίνεται στις εξωτερικές στιβάδες… πολύς θόρυβος εκεί, πολυκοσμία… δεν με αφορά… πια…

Μα αν ορμήσει καταπάνω μου το ίδιο το Άπειρο και διατρήσει το είναι μου… αν οι λέξεις γίνουν Αρπυιες που με απειλούν με ηδονική μοχθηρία, αν η Ποίηση με ανταμώσει, πώς να μείνω ‘ακέραιος, συμπαγής και ατόφιος’;

Ποιος μπορεί να διαβάσει έστω κι έναν στίχο σου Σοφία και να συνεχίσει αυτό που έκανε λίγο πριν; Σα να μην συμβαίνει τίποτα;

Ποιος μπορεί να τολμήσει να εισδύσει ‘σαν έτοιμος από καιρό’ δήθεν στα αρχαία σου σπήλαια και να εξέλθει χαμογελώντας; Κι αν ακόμη το προσποιηθεί, όσοι τον δουν θα ξέρουν ότι δεν αντάμωσε εκεί τον ηλιόλουστο εαυτό του… αλλά κάτι αρχαιότερο, ιερότερο, σημαντικότερο… Μεγαλύτερο… Αληθινότερο…

Ποιος μπορεί να ισχυριστεί διαβάζοντάς σε ότι δεν άκουσε το ρόγχο της ψυχής του; Κείνο που οι φιλόσοφοι και οι μυημένοι κάποτε ονόμασαν ψυχή και άλλοι λένε πως δεν υπάρχει και είναι ένα όνειρο τρελών ή μια ουτοπία… Μα στην Ποίηση έχουμε να κάνουμε με το Αρχέτυπο κι Εκείνο δεν αστειεύεται…

Και η ποίησή σου δεν αστειεύεται Σοφία…

Να σου πω με μερικά λόγια ακόμα Σοφία (μα το Άτη με κράζει) γιατί αγαπώ την ποίησή σου – οι φιλολογικές κατατάξεις, οι αναλύσεις του ύφους και όλα τα σχετικά μυρίζουν μαυσωλεία και άλλωστε θα έχεις χορτάσει από δαύτες…

Η ποίησή σου με γραπώνει απ΄το σβέρκο της Ύπαρξης, με καθίζει στην καρέκλα και μου προβάλει μια ταινία που όταν αρχίσω να την βλέπω, δεν θέλω να σηκωθώ… θέλω το βίωμα ολόκληρο, συνολικό, σφαίρο, άπληστα δικό μου…

Η ποίησή σου ρέει σαν πύρινος ποταμός και καθάρει, εξαγνίζει αλλά… όχι με την ευκολία των ελιγμών της γλώσσας και του παιδεμού της στα θρανία και στα σχολαρχεία αλλά με τη ρομφαία και το ξίφος των Πολεμιστών του Φωτός και των Φυλάκων των Πέπλων της Αρνητικότητας…

Η ποίησή σου βρεφουργεί μέσα στον αμύητο το τέκνο της ενόρασης της Αλήθειας και στον μυημένο τον Τιτάνα για να την παλέψει…

Η ποίησή σου έχει τις ποιότητες της σταυραναστάσιμης ανόδου της ύπαρξης σε ισορροπία θαυμαστή με την εωσφορική πτώση και κραυγή… θέλει και ο Χιλιονόματος το χώρο του για να φωνάξει πως υπάρχει… θέλει ως και ο φονιάς Κάιν ένα στασίδι και λίγο απ’την προσοχή μας για να μιλήσει… θέλει και ο χρόνος, ο μαύρος χρόνος της θλίψης, της μοναξιάς, της ματαίωσης, ένα χαμόγελο για να μπορέσει να ανθίσει… έστω για λίγο… έστω για λίγους…

Η ποίησή σου κεραυνοβολεί σχεδόν με σαδιστική ηδονή τον χαρωπό περιπατητή στους λειμώνες της άγνοιας και δεν έχει έλεος για τον σκληρόπετσο ορθολογιστή και νοησίαρχο της καθυπόταξης των πάντων στο ‘ορατό’, το ‘εφικτό’ και το ‘πραγματιστικό’…

Η ποίησή σου είναι μια αναρρίχηση στις κορυφές της Ύπαρξης όχι για να στερεώσει ένα λάβαρο ανόητης έπαρσης αλλά για να σε προσκαλέσει να δεις… να αφεθείς… να πάθεις…

Η ποίησή σου είναι μια καταρρίχηση, σαν τα καταβάσια της Ιερής Ελευσίνας, μια κάθοδος στα φριχτά λημέρια της οδύνης αλλά και στα διαμερίσματα που κρύβονται οι ομορφότερες και φωτεινότερες ευαισθησίες μας…

Δεν αστειεύεται λοιπόν τούτη η ποίηση.

Και αν έχει λόγους κάποιος να μιμηθεί τον Ορφέα

Ή τον Οδυσσέα

Ή τον Ιησού

Και να επιχειρήσει την δική του νέκυια στις υπέροχες και απέραντες και μυθικές θάλασσες του εαυτού του

Αλλά και στους ποταμούς φωτιάς του είναι του

Δεν θα νιώσει στην ποίησή σου

Παρά μονάχα κείνη την ίδια απόλαυση που ένιωσε ο Εμπεδοκλής

Ρίχνοντας την θνητότητά του στην ορατή Αίτνα

Και την αθανασία του

Στην αόρατη εκείνη Άβαλον

Που θα φιλοξενεί για πάντα

Τους ονειρευτές, τους ποιητές και τους ερωτευμένους…

 

Θέλεις να σου πω αγαπημένους στίχους;

Αγαπημένους τίτλους;

Προς το παρόν μονάχα, θέλω να σου ζητήσω την άδεια να φιλοξενήσω κάποιο ποίημά σου στην Περιοχή Μ ή στο Νημερτή με λίγα λόγια μου ίσως…

 

Αν το θες…

 

Τώρα επιστρέφω στις ψηφιακές σελίδες σου

Έχω Μεγάλη Παρασκευή ακόμη να διανύσω

Και θέλω να το κάνω με τις λέξεις σου…

 

 

Με αγάπη

 

Αντώνης Μυκονιάτης

Νημερτής