ΠΕΛΩΡ ΕΝΘΕΙΟΣ

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ.

Χρόνος: Το σήμερα.

Τόπος: Το πολυτελές και με βαρύ διάκοσμο γραφείο της διεύθυνσης του Εκδοτικού Ομίλου Κίναχ στο ρετιρέ ενός κτηρίου, κάπου στο κέντρο της Αθήνας.

Επίπλωση με δέρμα και ξύλο, ακριβοί πίνακες στους τοίχους. Στο κέντρο του μεγάλου δωματίου η τράπεζα συνεδριάσεων των στελεχών. Στη μια πλευρά το μεγαλοπρεπές γραφείο του Εκδότη και Ιδρυτή, ακριβώς απέναντι ένα μεγάλων διαστάσεων πορτρέτο του.

Η Αμάντα Κίναχ, κόρη και διάδοχος του Όμηρου Κίναχ, κάθεται στην μεγάλη πολυθρόνα στην οποία κάποτε καθόταν ο πατέρας της.

Είναι μια όμορφη, εντυπωσιακή γυναίκα. Ψηλή, με αθλητικό σώμα, λίγο πάνω από τα 35. Πρόσωπο με δυνατά χαρακτηριστικά και αρμονική αρχιτεκτονική οστών. Βλέμμα διαπεραστικό αλλά χαμόγελο σχεδόν παιδικό. Ξανθά μαλλιά ως τη μέση, σοβαρό ντύσιμο που τονίζει τις καμπύλες της.

Είναι πολύ πρωί, μια μέρα στα τέλη του χειμώνα. Η Αμάντα δείχνει κουρασμένη. Το βλέμμα της περιτρέχει το χώρο του γραφείου βαριά, δερμάτινα έπιπλα. Το βλέμμα της έλκει το πορτρέτο του πατέρα της.

Βγάζει από ένα συρτάρι του γραφείου ένα πακέτο τσιγάρα και ανάβει ένα. Δεν καπνίζει συχνά. Όμως το τσιγάρο τη βοηθά να αναπολεί.

΄ΕΜΒΟΛΙΜΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΗΣ ΑΜΑΝΤΑΣ

ΣΚΗΝΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ: ΕΞΩΤ. Ο πατέρας της κι εκείνη μικρή, ένα καλοκαιρινό απόγευμα στη βεράντα της έπαυλής τους στο Διόνυσο. Ο πατέρας της, ένας όμορφος άντρας με ψαρά μαλλιά και μούσι, σχετικά νέος ακόμη, την έχει πάρει στην αγκαλιά του. Της μιλά τρυφερά. Τη διδάσκει.

ΟΜΗΡΟΣ ΚΙΝΑΧ

Σε κάθε τι πρέπει να βρεις το μέτρο… το δικό σου μέτρο Αμάντα… κι όταν το βρεις, μην το προδώσεις… να το σέβεσαι… είναι ο ρυθμός σου… και ο ρυθμός είναι όπως η ανάσα… αποδεικνύει κάθε στιγμή πως είσαι ζωντανή…

Απολαμβάνει μόλις δυο ρουφηξιές και σβήνει το τσιγάρο.

Ανακάθεται στην πολυθρόνα της.  Πατά το πλήκτρο της ενδοσυνεννόησης. Στη μικρή οθόνη εμπρός της εμφανίζεται ένα ήρεμο, φρεσκοξυρισμένο αντρικό πρόσωπο ενός εμφανίσιμου άντρα γύρω στα σαράντα. Είναι ο Διονύσης Υφαντής, ο διευθυντής εκδόσεων. Το δεξί της χέρι.  

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(με ήρεμο χαμόγελο)

Καλημέρα κα Αμάντα.

ΑΜΑΝΤΑ

(κάπως κοφτά)

Καλημέρα Διονύση. Έλα σε παρακαλώ

Η Αμάντα σηκώνεται από την πολυθρόνα της, προχωρά με αργά βήματα προς τη μεγάλη μπαλκονόπορτα. Ανοίγει τα στόρια, ρίχνει μια ματιά στον καθαρό αττικό ουρανό και ανοίγει το ένα φύλλο. Ο ήχος της πόλης ορμά στο πολυτελές ρετιρέ.

Ακούγεται ο διακριτικός ήχος στην πόρτα της. Ο Διονύσης ανοίγει και μπαίνει. Ψάχνει με το βλέμμα την Αμάντα και εκπλήσσεται που τη βλέπει να στέκεται όρθια στο κατώφλι της μπαλκονόπορτας. Στέκεται αναποφάσιστος.

ΑΜΑΝΤΑ

(κάπως αυστηρά)

Μπες και κλείσε.

Ο νεαρός άντρας με το προσεκτικό, κάπως συντηρητικό του ντύσιμο υπακούει και κλείνει πίσω του την πόρτα απαλά. Δεν την πλησιάζει. Περιμένει την επόμενη διαταγή.

ΑΜΑΝΤΑ

Χίλια πράγματα έχουμε σήμερα ε;

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Θέλετε να σας πω το πρόγραμμα;

Η Αμάντα γυρνά και τον κοιτάζει για μια στιγμή.

ΑΜΑΝΤΑ

Τι να μου πεις… τα ξέρω… και σήμερα δεν έχω καμιά όρεξη…

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Η μόνη μη ακυρώσιμη συνάντηση είναι με τον υφυπουργό το μεσημέρι… όλα τα άλλα μπορώ αν θέλετε να…

ΑΜΑΝΤΑ

(ξεφυσώντας)

Με απασχολεί αυτός ο…

Πιάνει το κεφάλι της και κομπιάζει.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(ανήσυχος)

Κα Αμάντα…

ΑΜΑΝΤΑ

(τον καθησυχάζει)

Εντάξει είμαι

ΑΜΑΝΤΑ

Με απασχολεί…

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Το ραντεβού με τον υφυπουργό; Τα έχω ετοιμάσει όλα… να σας φέρω το…

ΑΜΑΝΤΑ

Τι άλλαξε;

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(με απορία)

Πώς είπατε;

ΑΜΑΝΤΑ

Αυτό με απασχολεί… το χειρόγραφο αυτού του ανθρώπου… όχι… ο ίδιοςαυτός με απασχολεί… δεν ξέρω… έτσι ξύπνησα…

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(σμίγοντας τα φρύδια)

Έχει τοποθετηθεί σε κάποιο ραντεβού ο συγκεκριμένος;… εκτός αν…

Η Αμάντα περνά από μπροστά του, του κάνει νόημα να σιωπήσει και κοντοστέκεται κάτω από το πορτρέτο του πατέρα της.

ΑΜΑΝΤΑ

(απαλά)

Τον θυμάσαι τον πατέρα;

Ο άντρας στρίβει το σώμα του για να αντικρίσει κι αυτός τον πίνακα.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(με ειλικρίνεια)

Φυσικά τον θυμάμαι κα Αμάντα. Πώς να μην θυμάμαι τον άνθρωπο που με πήρε από το πουθενά και…

(τον σταματά το βλέμμα της)

ΑΜΑΝΤΑ

(με ένα παράξενο ύφος)

Ο πατέρας μου δεν ήταν εύκολος άνθρωπος… έτσι δεν είναι Διονύση;

Ο Διονύσης νιώθει άβολα όμως σύντομα η Αμάντα τον λυτρώνει.

ΑΜΑΝΤΑ

(πηγαίνοντας να καθίσει ξανά στο μεγαλοπρεπές γραφείο της)

Ας ασχοληθούμε όμως με ένα άλλο ζήτημα

Ο Διονύσης δεν τολμά να κουνηθεί. Λες και είχε πετρώσει.

ΑΜΑΝΤΑ

(τον προσκαλεί ευγενικά)

Κάθισε.

Ο Διονύσης υπακούει. Κάθεται σε μια από τις αναπαυτικές δερμάτινες θέσεις απέναντι από την Αμάντα.

ΑΜΑΝΤΑ

(στοχαστικά)

Τι άλλαξε λοιπόν… (;)

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(σαστισμένος)

Σήμερα… ομολογώ… θέλω να πω… δεν…

ΑΜΑΝΤΑ

(τον κοιτάζει με έντονο και αινιγματικό ύφος που την κάνει ακόμη πιο σέξυ)

Αναρωτιέσαι για τη στάση μου έτσι;

Ήχος κινητού… Ο Διονύσης βγάζει το κινητό του και το απενεργοποιεί στη στιγμή. Έπειτα ακούγεται ο ήχος της Ρένας, της ιδιαίτερης γραμματέως της Αμάντας.

ΑΜΑΝΤΑ

(ανοίγει την ενδοσυνεννόηση)

Πες μου…

ΦΩΝΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΟ ΡΕΝΑΣ

Κυρία Αμάντα... Υπάρχουν κάποια θέματα που πρ…

ΑΜΑΝΤΑ

Σε λίγο Ρένα… όχι τώρα…

Η Αμάντα κλείνει την ενδοσυνεννόηση. Έπειτα αναζητά στους φακέλους της κάτι, το βρίσκει, το βγάζει από ένα σωρό, το αφήνει μπροστά της. Πρόκειται για ένα χειρόγραφο. Ο Διονύσης το κοιτά με ενδιαφέρον, δεν το αναγνωρίζει.

Στην πρώτη σελίδα του χειρογράφου με μικρά γράμματα: ‘Τι άλλαξε;’. Ο τίτλος. Λίγες γραμμές πιο κάτω ο συγγραφέας: ‘Πέλωρ Ένθειος’.

Η Αμάντα χαϊδεύει την πρώτη σελίδα και ύστερα παίρνει στα χέρια της το εκτυπωμένο χειρόγραφο και το περιεργάζεται… το ξεφυλλίζει αργά και στέκεται για λίγο σε κάποια αποσπάσματα που έχει κυκλώσει με κόκκινο στυλό…

Ο Διονύσης την παρακολουθεί σιωπηλός. Και απορημένος.

ΑΜΑΝΤΑ

(ανήσυχη, σχεδόν ψιθυριστά)

Δεν ξέρω… δεν ξέρω αληθινά τι να κάνω… τι πρέπει να κάνω…

Αποθέτει σχεδόν ευλαβικά το χειρόγραφο πάνω στο γραφείο της. Σηκώνει το όμορφο βλέμμα της και το καρφώνει απευθείας στον άντρα απέναντί της.

ΑΜΑΝΤΑ

Αυτό το… γραπτό… δεν ξέρω πού να το κατατάξω… με έχει γδάρει… σου φαίνεται παράξενο; Ίσως να είναι η πρώτη φορά που μου συμβαίνει κάτι τέτοιο… πέρασα προ πολλού τα 35… και δεν πίστευα ότι θα ανταμωθώ με έναν τέτοιο… αιφνιδιασμό… υπάρχουν πολλά που με έχουν κατά καιρούς ενθουσιάσει, γοητεύσει, συναρπάσει… πρώτη φορά όμως κάτι που έχει γδάρει την ψυχή μου…

Ο Διονύσης την κοιτά σχεδόν αποσβολωμένος.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Σκέφτεστε να… θέλετε να…

ΑΜΑΝΤΑ

(τον διακόπτει)

Πέλωρ Ένθειος… Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος Διονύση; Από πού έρχεται; Γιατί διάλεξε εμάς… εμένα να στείλει το χειρόγραφό του; Γιατί;…

Κάνει ένα νεύμα ‘άστο καλύτερα’. Βγάζει άλλο ένα τσιγάρο από το πακέτο της. Το ανάβει με πολύ αργές κινήσεις. Ο άντρας δεν κρύβει την έκπληξή του.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(αποφασίζει να παρέμβει)

Μπορώ να πω κάτι;

Η γυναίκα τού κάνει ένα νεύμα κατάφασης.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Θυμάμαι ότι το πήρα εγώ πρώτος… όπως συμβαίνει συνήθως δηλαδή… το κράτησα για μια, δυο μέρες και μετά σάς το έφερα… Για να πω την αλήθεια μού είχε κάνει κι εμένα εντύπωση το ψευδώνυμο τού… ή τής συγγραφέως… όμως θα εξομολογηθώ πως δεν το διάβασα… θα πρέπει να ήρθε τότε που ετοιμαζόμασταν για την μεγάλη έκθεση στη Μόσχα και…

Η Αμάντα τού νεύει να παύσει. Σβήνει τη γόπα της και παίρνει μια βαθιά ανάσα.

ΑΜΑΝΤΑ

Αυτός ο άνθρωπος δεν υπάρχει πουθενά… το έψαξα… τον αναζήτησα… έχω τους τρόπους και τις γνωριμίες… το ξέρεις… δεν υπάρχει… δεν έχει δημοσιεύσει ποτέ τίποτα… ποτέ και πουθενά… είμαι βέβαιη…

 

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Μα πώς…

ΑΜΑΝΤΑ

(κάπως αυστηρά)

Μην ρωτάς πώς… είμαι βέβαιη σου λέω… αυτός ο άνθρωπος… αυτός ο άντρας, είμαι σίγουρη πως είναι άντρας, δεν έστειλε το κείμενό του για να το εκδώσουμε… άλλωστε, δεν υπήρχε τίποτε άλλο, κάποιο βιογραφικό, κάποιο συνημμένο, μια επιστολή που συνήθως βάζουν οι νέοι και άγνωστοι συγγραφείς… ποιοι είναι, τι κάνουν, τι διαβάζουν και τι πιστεύουν για κείνο ή το άλλο… δεν υπήρχε, υπήρχε;

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Όχι… δεν υπήρχε

ΑΜΑΝΤΑ

Ο μυστηριώδης αυτός άνθρωπος μας έστειλε αυτό το χειρόγραφο, δηλαδή το εκτυπωμένο πρωτότυπο, για να το διαβάσουμε… για να το διαβάσω εγώ… από την άλλη, δεν το έστειλε απευθείας σε μένα… κι αυτό με έχει μπερδέψει…

Ακολουθεί μικρή παύση.

ΑΜΑΝΤΑ

(σηκώνεται από την πολυθρόνα της και περνά με αργά βήματα από μπροστά του)

Ας κάνουμε μια μικρή ανακεφαλαίωση.

Περνά τη μεγάλη τράπεζα συνεδριάσεων και φτάνει στο τέλος της αίθουσας, κάτω από τον πίνακα του Όμηρου Κίναχ. Του ρίχνει μια γρήγορη ματιά, κάνει μεταβολή και αρχίζει να βαδίζει προς τα πίσω. Ο Διονύσης την παρακολουθεί σχεδόν υπνωτισμένος.

ΑΜΑΝΤΑ

(με δυνατή φωνή)

Έχουμε έναν μυστηριώδη συγγραφέα, άγνωστο… προσωπικά πιστεύω έναν περιθωριακό τύπο… γύρω στα 45… όχι μικρότερο… ίσως ως τα εξήντα… όχι μεγαλύτερο… αν ήταν κάτω από 45 δεν θα έγραφε έτσι… αν είναι πάνω από εξήντα δεν θα έστελνε τώρα αυτό το χειρόγραφο… είναι πολύ μορφωμένος, έχει διαβάσει παράξενα πράγματα… συγνώμη… έχει μελετήσει παράξενα πράγματα… Καμπαλιστές και χριστιανούς μυστικούς, ας πούμε, ίσως και στο πρωτότυπο… και αυτός ο μοναχικός, πιστεύω και εσωστρεφής άνθρωπος, κάποια στιγμή αποφασίζει να κάνει μια κίνηση εξωστρέφειας… Γιατί άραγε;

Μικρή παύση που ο Διονύσης εκλαμβάνει ως απόπειρα διαλόγου.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Ίσως επειδή…

ΑΜΑΝΤΑ

(βαδίζει πάλι με το υπέροχο και αριστοκρατικό της στυλ πάνω στη μοκέτα)

Ας πούμε ότι το γιατί και το πώς αυτή τη στιγμή δεν μας ενδιαφέρουν… Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν έχει συγγράψει πολλά… Δεν διαβάζει μόνον αλλά και γράφει… υπάρχουν νύχτες που ξημερώνεται γράφοντας… όχι σε υπολογιστή, σε γραφομηχανή… και δεν κοιμάται αν δεν τον πάρει ο ύπνος πάνω από τα χειρόγραφά του… πιστεύω πως ένα από τα πιο ιδιαίτερα κείμενά του, ένα κείμενο που αποτυπώνει με ενάργεια και γλαφυρότητα τον ιδεόκοσμο αλλά και την βιοφιλοσοφία του είναι τούτο εδώ…

Η Αμάντα σηκώνει στον αέρα για λίγο το χειρόγραφο και το αφήνει ξανά να πέσει στο γραφείο της με θόρυβο.

ΑΜΑΝΤΑ

 Ας δούμε πριν απ’όλα το ψευδώνυμο… Πέλωρ Ένθειος… τι σημαίνει;

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(σε ετοιμότητα)

Εεε... το πέλωρ είναι επίθετο… νομίζω… σημαίνει μεγάλος, πελώριος…

ΑΜΑΝΤΑ

(ικανοποιημένη)

Σωστά… Και το ένθειος δεν είναι δύσκολο… ο πληρωμένος από το θείο… όχι το θεό… το θείο… όχι ένθεος, ένθειος… σύμφωνοι;

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(με αυξημένο ενδιαφέρον)

Ναι…

ΑΜΑΝΤΑ

(τον προσπερνά πάλι… έπειτα σταματά και γυρίζει)

Το θέμα μας δεν εξαντλείται εδώ όμως… έχεις κάποια κοπέλα εύκαιρη; Να της αναθέσουμε μια αναζήτηση;

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Ναι βέβαια.

ΑΜΑΝΤΑ

Θα την βάλεις να ψάχνει. Όλη μέρα. Λεξικά, κείμενα, λογοτεχνία, ποίηση… για το πέλωρ και το ένθειος… να βρει συνάφειες, συνδέσεις, νοήματα… κρυφά νοήματα και φανερά νοήματα…

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Βεβαίως.

ΑΜΑΝΤΑ

Ας πάμε στον τίτλο τώρα… δεν είναι περίεργο;

Η Αμάντα κάθεται τώρα σε μια δερμάτινη πολυθρόνα απέναντί του και λοξά προς τα δεξιά. Τα λευκά της πόδια κάνουν περίφημο κοντράστ με το σκούρο δέρμα της πολυθρόνας και ο περισπασμός είναι αναπόφευκτος.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Εε… ποιο ακριβώς;

ΑΜΑΝΤΑ

Ο τίτλος… δεν είναι λέω περίεργο ένας τόσο εκλεπτυσμένος άνθρωπος να διαλέγει έναν τέτοιο τίτλο; Έναν τίτλο στεγνό, απλό και επίπεδο;

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(αποφασιστικά)

Όχι… θα έλεγα όχι.

ΑΜΑΝΤΑ

(με ενδιαφέρον, αλλάζει στάση με τα καλλίγραμμα πόδια της να εμπνέουν άλλες σκέψεις)

Χμμ… σε ακούω.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Νομίζω πως σε αυτούς τους ανθρώπους ταιριάζουν αυτοί οι τίτλοι… είναι σαν κώδικες, σαν αφορισμοί, σαν συνθήματα…

ΑΜΑΝΤΑ

(με ενθουσιασμό)

Σαν σύμβολα!

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Ναι… ακριβώς.

Η Αμάντα σηκώνεται από τη θέση της, πάει στο γραφείο της, ξαναπιάνει το χειρόγραφο και με γρήγορες αλλά πάντα επιδέξιες κινήσεις βρίσκει μια σελίδα που έχει σημειωμένη.

ΑΜΑΝΤΑ

(διαβάζει αργά και καθαρά)

Άκουσε αυτό… Αυτός ήταν ο τρόπος του. Τον είχε ψηλαφήσει αιώνες πριν, τον είχε τελειοποιήσει μέσα από αναρίθμητες διαδρομές φωτός και σκότους… δεν άλλαζε αυτό… εκείνο που αλλάζει κάποτε ολοκληρώνεται… εκείνο που ολοκληρώνεται κάποτε πεθαίνει… δεν θα επέτρεπε στον τρόπο του να αλλάξει… ήταν στο χέρι του… αν ζούσε ακόμα η μούσα του θα το μοιραζόταν γενναιόδωρα μαζί της… αν ζούσε η μελαγχολική του αγαπημένη θα της μιλούσε για την ημέρα που το αισθάνθηκε βαθιά, που το σχημάτισε στο νου της καρδιάς του… τι μπορούσε να αλλάξει αυτό που δεν αλλάζει;…

Η Αμάντα κάνει μια μικρή παύση και κοιτάζει τον Διονύση που έχει σμίξει τα φρύδια του και έχει τεντώσει το σώμα του. Ύστερα, αναζητά γοργά κάποιο άλλο απόσπασμα.

ΑΜΑΝΤΑ

…Πριν πεθάνουν όλα απορροφούν μαζί το χρόνο αλλά όχι και το χώρο… πριν γεννηθούν όλα ζούσαν μέσα στο χώρο… όλα μέσα στον πρωτο-χώρο δεν υπάρχουν αλλά είναι… κι αυτό δεν αλλάζει μέσα σε αιωνιότητες και αιωνιότητες… τι δεν αλλάζει; Ο χώρος για να εκδηλωθεί το ανεκδήλωτο… ο χώρος για να υποδεχθεί το νεογέννητο βρέφος… ο χώρος για να ενσαρκωθεί το ασάρκωτο… ο χώρος για να ερωτευθεί ο πρώτος τον δεύτερο… ο χώρος δεν αλλάζει… τι αλλάζει λοιπόν; Τι άλλαξε;…

Η Αμάντα κλείνει το χειρόγραφο και το αφήνει απαλά πάνω στο γραφείο της. Ο Διονύσης παίρνει μια βαθιά ανάσα.

ΑΜΑΝΤΑ

Βγάζεις συμπέρασμα;

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Κάπου με οδηγούν οι σκέψεις μου… όμως…

ΑΜΑΝΤΑ

(χαμογελώντας τον μαλώνει)

Όμως δεν έχεις διαβάσει το κείμενο και παλεύεις να βγάλεις άκρη…

Η Ρένα αποφασίζει να μαγαρίσει την κατάνυξη της στιγμής.

ΦΩΝΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΟ ΡΕΝΑΣ

Κυρία Αμάντα!

ΑΜΑΝΤΑ

Έλα μέσα Ρένα.

Ο Διονύσης καταλαβαίνει πως η… συνεδρία μόλις είχε ολοκληρωθεί. Σηκώνεται από τη θέση του και περιμένει εντολές. Όπως το ήλπιζε και απευχόταν μαζί εκείνη παίρνει το χειρόγραφο και του το προτείνει.

ΑΜΑΝΤΑ

(Διατακτικά)

Διάβασέ το. Το βράδυ. Τώρα επιστρέφουμε στο πρόγραμμά μας κανονικά. Αύριο όμως θα συνεχίσουμε.

 

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(παίρνει στα χέρια του το χειρόγραφο λες και πρόκειται για ένα σπάνιο και βαρύτιμο εύρημα αρχαιολογικής ανασκαφής)

Ναι.

ΑΜΑΝΤΑ

Και μην λησμονήσεις αυτό που σου είπα με την κοπέλα. Βάλτην να ψάχνει όλη μέρα σήμερα.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(παίρνοντας ήδη την άγουσα προς την έξοδο)

Ναι, βεβαίως.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Γραφείο του Διονύση. Εκείνος μπαίνει βιαστικά, κλείνει την πόρτα πίσω του και κάθεται στην πολυθρόνα του Δεν περνά ούτε λεπτό όταν βλέπει την κλήση στην ενδοεπικοινωνία του. Είναι η Αμάντα. Πατά το πλήκτρο και το αυστηρό και όμορφο πρόσωπό της γεμίζει το οθονάκι της συσκευής.

ΑΜΑΝΤΑ

Άκυρο το θέμα με την κοπέλα. Μην πεις τίποτα σε κανέναν. Την έρευνα θα την κάνω εγώ!

 

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(Δεν προλαβαίνει να πει τίποτε. Έπειτα μονολογώντας…)

Ώστε είναι γεγονός λοιπόν… Είναι πολύ φοβισμένη… γιατί όμως;

Με τις τελευταίες του λέξεις παίρνει και το χειρόγραφο στα χέρια του.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Υπνοδωμάτιο του Διονύση. Η τηλεόραση ανοιχτή. Παίζει κάποια επανάληψη της επανάληψης κάποιου παλιού σήριαλ. Ο μοναδικός θεατής κοιμάται. Μόνος στο διπλό του κρεβάτι. Ανοιγμένο σε κάποια σελίδα δίπλα του αναπαύεται το χειρόγραφο.

Αρχίζει να δονείται το κινητό του. Έπειτα ακούγεται το Kashmir των Led Zeppelin σε χαμηλή ένταση. Ο άντρας αργεί να αντιδράσει και το κινητό σιωπά. Έπειτα αρχίζει ξανά. Ο άντρας αφυπνίζεται και του παίρνει κάποια δευτερόλεπτα ώσπου να εντοπίσει το κινητό στο κομοδίνο του.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(Με εκνευρισμό)

Ποιος μαλ…

Βλέπει ότι τον καλεί η Αμάντα. Σμίγουν τα φρύδια του, καθαρίζει το λαιμό του και ανακάθεται στο στρώμα.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(αναρωτιέται τι ώρα να είναι)

Ναι…

ΦΩΝΗ ΑΜΑΝΤΑΣ

Το διάβασες;

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(αιφνιδιασμένος με νυσταγμένη φωνή)

Εεε… κυρία Αμάντα!

ΦΩΝΗ ΑΜΑΝΤΑΣ

Σε ξύπνησα, το ξέρω… όμως πρέπει να μιλήσουμε… το διάβασες;

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(κοιτάζει δίπλα του το χειρόγραφο)

Ε… ναι… δηλαδή όχι… όχι όλο

 

ΦΩΝΗ ΑΜΑΝΤΑΣ

(με ελαφρώς διατακτικό ύφος)

Καλά… μπορείς να ντυθείς; Σε πέντε λεπτά θα είμαι στο σπίτι σου… φτιάξε και καφέ αν προλαβαίνεις… φίλτρου…

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(έκπληκτος)

Θα… έρθετε τώρα;… Εδώ;

ΦΩΝΗ ΑΜΑΝΤΑΣ

(με κάπως ένοχο ύφος)

Δεν έχω ξανάρθει σπίτι σου… το ξέρω… υπάρχει λόγος… μη νοιάζεσαι αν είναι ακατάστατο… εργένικο διαμέρισμα… κανένα πρόβλημα.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(Έχει ήδη αρχίσει να σηκώνεται)

Εντάξει… όμως… τι…

ΦΩΝΗ ΑΜΑΝΤΑΣ

Θα τα πούμε από κοντά.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(πετάγεται από το κρεβάτι)

Το κέρατό μου!

Γυρίζει και κοιτάζει με θυμό το χειρόγραφο. Πάει να πει κάτι, συγκρατιέται. Ρίχνει μια ματιά στην τηλεόραση και στους πρωταγωνιστές της παλιάς σειράς. Ξαναβρίζει.

 

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Ρε άει πηδηχτείτε κι εσείς!

Κλείνει τη συσκευή και σπεύδει να ντυθεί μουρμουρίζοντας.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

η Αμάντα… σπίτι μου… τέτοια ώρα…

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Εσωτερικό του διαμερίσματος του Διονύση. Ένα τυπικό, μεσοαστικό διαμέρισμα αλλά με αρκετά καλό γούστο. Λιτή επίπλωση, πολλά βιβλία παντού. Χτυπά το κουδούνι της εξώπορτας. Εκείνος ανοίγει. Είναι ντυμένος και ‘στολισμένος’ για εκείνη. Ο καφές βράζει στην κουζίνα. Η καρδιά του βροντάει, η αγωνία του έκδηλη.

Τη βλέπει να βγαίνει από το ασανσέρ, λίγα μέτρα μακριά του και του κόβεται η λαλιά. Είναι πιο όμορφη από ποτέ. Φορά ένα κατάμαυρο, ολόσωμο βραδινό φόρεμα που φτάνει ως τα γόνατά της… και ανάλογες γόβες που αναδεικνύουν τις μεθυστικές της γάμπες. Είναι μακιγιαρισμένη ελαφρά. Τα μαλλιά της έχουν μια άναρχη αναστάτωση. Το άρωμά της πλημμυρίζει όλο τον όροφο. Φαίνεται να έρχεται από κάποια δεξίωση.

ΑΜΑΝΤΑ

(του χαμογελά κάπως αγχωτικά προσπερνώντας τον)

Καλημέρα!

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Καλημέρα!

(κλείνει την πόρτα πίσω της και τη συνοδεύει ως το σαλόνι)

Καθίστε… ο καφές είναι σχεδόν έτοιμος.

ΑΜΑΝΤΑ

(κάθεται στον τριθέσιο λευκό καναπέ και αναστενάζει)

Ναι… μια κούπα ζεστός καφές θα είναι ό,τι πρέπει τώρα…

Ο Διονύσης σπεύδει στην κουζίνα, γεμίζει δυο κούπες αχνιστό καφέ και επιστρέφει. Δεν την βλέπει στη θέση της. Την αναζητά με το βλέμμα περισσότερο και μετά τριγυρνώντας μέσα στο σπίτι. Την βλέπει τελικά στο υπνοδωμάτιο, να κάθεται στο άστρωτο κρεβάτι του και να κρατάει στα χέρια της το χειρόγραφο.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Θα σας το έφερνα…

ΑΜΑΝΤΑ

(απολογητικά, χαμογελώντας)

Με συγχωρείς που τρύπωσα στην κάμαρά σου… Πραγματικά εργένικο σπίτι…

Σηκώνεται με το χειρόγραφο στα χέρια και τον ακολουθεί στο σαλόνι. Κάθονται απέναντι, εκείνη στον καναπέ, εκείνος απέναντί της και απολαμβάνουν λίγο καφέ.

ΑΜΑΝΤΑ

(με αληθινή ηδύτητα από την επίδραση του καφέ)

Πολύ καλός… μπράβο…

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(την κοιτάζει με αναστάτωση)

Δεν έχετε ξανάρθει στο σπίτι μου.

ΑΜΑΝΤΑ

Μπορώ;

(κάνει μια κίνηση και πετάει τις γόβες της μακριά. Έπειτα μαζεύει τα όμορφα πόδια της πάνω στον καναπέ)

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(μετά από κάποια παύση)

Πώς… θέλω να πω…

ΑΜΑΝΤΑ

Ξέρεις που ήμουν απόψε;

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Όχι…

ΑΜΑΝΤΑ

Στη Χιλιανή πρεσβεία… κάποια επέτειο έχουν και με είχαν καλέσει… κόντεψα να πεθάνω από την πλήξη… μμμ… τέλειος ο καφές… αυτός ο πρέσβης… της Χιλής… φίλος του πατέρα… τελείως ακατάλληλος… νομίζω θα έρθει άλλος τώρα… μια γυναίκα… αυτός δεν είναι για πουθενά.

Ο Διονύσης χαμογελάει. Απολαμβάνει τη σπάνια αυτή συγκυρία με την Αμάντα στο σπίτι του, απέναντί του, ξαπλωμένη στον καναπέ του να συνομιλούν χαλαρά.

ΑΜΑΝΤΑ

Όμως ξέρεις… εκεί κατά τη μία… συνέβη κάτι πολύ παράξενο. Παράξενο και τρομακτικό μαζί. Είναι και ο λόγος που ήρθα τόσο ξαφνικά απόψε εδώ.

Ο Διονύσης την κοιτάζει σκεφτικός.

ΑΜΑΝΤΑ

Ήμουν που λες στριμωγμένη σε κάποια γωνιά και έψαχνα τρόπο να αποδράσω… δύσκολο βέβαια γιατί με είχαν περικυκλώσει όλο το βράδυ κάποιοι τύποι… πώς να τους χαρακτηρίσω… μην σοκαριστείς… γεροντολιγούρηδες…

Του ρίχνει μια κλεφτή ματιά μέσα από τις ξανθές της αφέλειες. Ο Διονύσης γελά κι αυτό την ενθαρρύνει να συνεχίσει.

ΑΜΑΝΤΑ

Άκουσα όλα τα γλοιώδη κοπλιμέντα που μπορείς να φανταστείς σε πέντε, έξι γλώσσες. Μέχρι και στα ρουμάνικα! Τέλος πάντων… ανάμεσα στους καλεσμένους, ήταν και ένας άνθρωπος που δεν μου φαινόταν να ‘κολλάει’ με τους υπόλοιπους… τριγυρνούσε μόνος με ένα ποτό στο χέρι… τον παρατηρούσα… είμαι καλή στο να παρατηρώ ξέρεις…

Τον ξανακοιτάζει. Κάπως πιο αυστηρά τώρα. Ο Διονύσης κοκκινίζει. Λες και το καρφί προοριζόταν για εκείνον.

Η Αμάντα χαμογελά και συνεχίζει.

ΑΜΑΝΤΑ

Κάποια στιγμή λοιπόν… εκεί κατά τη μία, μία και… αυτός ο τύπος έπεσε πάνω μου… όχι τυχαία βέβαια… φαίνεται πως με παρατηρούσε κι αυτός όλο το βράδυ… δεν με ζύγωνε όμως… που να προλάβει να πάρει σειρά; Εκείνη την ώρα το έκανε όμως… η ώρα περνούσε, μπορεί να σκέφτηκε ότι θα έφευγα… Και ξέρεις τι μου είπε όταν στάθηκε δίπλα μου;

Η Αμάντα τον κοιτάζει κατάματα πλέον. Η ταραχή είχε επιστρέψει.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(περισσότερο επικεντρωμένος στα λεγόμενά της παρά στα κάλλη της)

Τι;

ΑΜΑΝΤΑ

Τι άλλαξε;

Ο Διονύσης κοντεύει να πνιγεί. Βήχει δυνατά για να καθαρίσει το λαιμό του από τον καφέ. Την κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια εμβρόντητος.

ΑΜΑΝΤΑ

Αυτό θα πάθαινα κι εγώ αν έπινα κάτι εκείνη τη στιγμή. Ομολογώ όμως ότι μου κόπηκαν τα γόνατα. Έφυγε το αίμα από το κεφάλι μου, παρά λίγο να σωριαστώ στο πάτωμα. Πήγα κι έκατσα κάπου να συνέλθω…

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(με έξαψη)

Κι αυτός;

ΑΜΑΝΤΑ

Αυτός… εξαφανίστηκε… πέταξε την ατάκα του… είπε αυτό που ήθελε όλο το βράδυ να μου πει και… έγινε καπνός… λες και δεν είχε υπάρξει ποτέ… άνοιξε η γη και τον κατάπιε… κάπως έτσι… από κείνη την ώρα το μυαλό μου δουλεύει με εκατομμύρια στροφές… κόντεψα να τρελαθώ… αν δεν ερχόμουν σε σένα…

Στις τελευταίες της λέξεις η φωνή της έχει γλυκάνει.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(με θέρμη)

Καλά κάνατε και ήρθατε!

ΑΜΑΝΤΑ

(πιο χαλαρή)

Πόσο αταίριαστος μου φαίνεται εδώ, στο σπίτι σου, τέτοια ώρα ειδικά ο πληθυντικός… να το αλλάξουμε αυτό;

Τα μάγουλα του Διονύση είχαν πάρει φωτιά.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

 Ναι βέβαια… όπως θέλετ… όπως θέλεις.

ΑΜΑΝΤΑ

Σ’ ευχαριστώ… ξέρεις… δεν το συνηθίζω να μπουκάρω στα σπίτια των συνεργατών μου μέσα στην άγρια νύχτα… όμως…

ΣΚΕΨΗ ΔΙΟΝΥΣΗ

Όμως είσαι φοβισμένη. Για την ακρίβεια, ως λίγο πριν ήσουν πανικόβλητη…

ΑΜΑΝΤΑ

(σχεδόν ερωτικά)

Με σένα αισθάνομαι κάπως πιο άνετα…

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(Χαμογελά. Συγκρατημένα όμως)

 

ΑΜΑΝΤΑ

(κοιτάζει ξανά το χειρόγραφο)

Ώστε δεν πρόλαβες να το διαβάσεις, ε;

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(απολογούμενος)

Όχι… άργησα να φύγω από το γραφείο… ως αργά το απόγευμα έτρεχα και…

ΑΜΑΝΤΑ

(απολογούμενη τρυφερά)

Ναι… έχεις δίκιο… με συγχωρείς… μερικές φορές ξεχνώ πως όλοι οι άνθρωποι δικαιούνται να έχουν την προσωπική τους ζωή… να, εσύ ας πούμε… θα μπορούσες απόψε να μην είσαι μόνος… θα μπορούσες να έχεις βγει ή να κοιμάσαι με κάποια συντροφιά… πολύ λογικό και αναμενόμενο… κι εγώ σου τηλεφωνώ στις δυόμισι και…

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(αποφασίζει να την επαναφέρει στο χειρόγραφο)

Έχω κάνει κάποιες σκέψεις όμως…

ΑΜΑΝΤΑ

(με αυξημένη προσοχή. Τον προσκαλεί να καθίσει κοντά της)

Έλα, έλα σε παρακαλώ να καθίσεις δίπλα μου…

Ο Διονύσης δεν διστάζει. Πηγαίνει και κάθεται ακριβώς δίπλα από τα μαζεμένα της πόδια. Η αίσθηση είναι εκρηκτική.

ΑΜΑΝΤΑ

(με ανυπομονησία)

Λοιπόν;

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(με επίκεντρο ξανά το ζήτημά τους)

Νομίζω πως έχω αρχίσει να διαμορφώνω μέσα μου το προφίλ αυτού του ανθρώπου… σαν σκίτσο… όμως πριν απ’αυτό… το κείμενο… από κει πρέπει να ξεκινήσουμε… έφτασα ως τη μέση… δεν είναι μεγάλο, μονάχα εβδομήντα σελίδες…

ΑΜΑΝΤΑ

(τον διορθώνει γλυκά)

Εβδομήντα τρεις.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Ναι… μπορεί να μην είναι μεγάλο όμως είναι εξαιρετικά πυκνό… και αισθάνομαι εντελώς… πώς να το πω… παραπλανητικό… ή μάλλον… μοιάζει κάπως σαν παλίμψηστο…

ΑΜΑΝΤΑ

(τον κοιτάζει τώρα διαφορετικά. Σχεδόν με θαυμασμό)

Δηλαδή; Εννοείς πως έχει πολλά επίπεδα ανάγνωσης;

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(νεύει καταφατικά)

Οπωσδήποτε.

ΑΜΑΝΤΑ

Μια ανάλογη σκέψη έκανα κι εγώ. Όμως... συγνώμη, συνέχισε. Το ελάττωμά μου να διακόπτω…

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Χτες το πρωί, όταν μου αναλύατε… συγνώμη, όταν μου ανέλυες τα στοιχεία της προσωπικότητας αυτού του ανθρώπου, όπως τα αντιλαμβάνεσαι βέβαια μέσα από το συγγραφικό του ύφος και το περιεχόμενο του κειμένου, είπες πως πρέπει να είναι ένας άνθρωπος μορφωμένος, πως έχει μελετήσει παράξενα πράγματα… Καμπάλα ας πούμε… σωστά;

ΑΜΑΝΤΑ

(αφήνει την κούπα της στο τραπεζάκι και μαζεύει σε πιο… σεμνή θέση το σώμα της)

Ναι.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Νομίζω πως έχεις δίκιο. Όμως εκτός από στοιχεία της Καμπάλα, υπάρχουν και κάποια άλλα που παραπέμπουν σε άλλες… μαγικές ας τις πω παραδόσεις.

Ο Διονύσης είχε πάρει πλέον το ύφος ενός ακαδημαϊκού που κάνει μια διάλεξη. Η φωνή του είναι καθαρή, σίγουρη, επιβλητική. Η Αμάντα κάθεται πλέον κανονικά στη θέση της και αναζητά με το βλέμμα της τις πεταμένες της γόβες. Ο Διονύσης σπεύδει να τις αναζητήσει για εκείνη και της τις δίνει.

ΑΜΑΝΤΑ

(απαλά)

Ευχαριστώ.

Ο Διονύσης κάθεται ξανά στη θέση του και συνεχίζει.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Θα μπορώ να είμαι περισσότερο βέβαιος όταν ολοκληρώσω την πρώτη και τη δεύτερη ανάγνωση αυτού του… κώδικα… όμως νομίζω πως ο συγγραφέας γράφει σε δυο τουλάχιστον επίπεδα. Ένα επίπεδο ερωτικής εξομολόγησης σε μια νεκρή σύντροφο κι ένα επίπεδο ερωτικής επίκλησης… μάλλον μαγικής επίκλησης…

Η Αμάντα είναι σιωπηλή.

ΑΜΑΝΤΑ

(συνοφρυώνεται)

Δηλαδή έχουμε να κάνουμε με έναν μάγο;

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(με βεβαιότητα)

Μάγος είναι οπωσδήποτε… νομίζω μάλιστα πως είναι μύστης ανώτατης βαθμίδας…

ΑΜΑΝΤΑ

(τον διακόπτει)

Μισό λεπτό. Αυτά τα ζητήματα δεν τα κατέχω… βέβαια, ο πατέρας είχε στη βιβλιοθήκη του ένα σωρό βιβλία μαγείας όμως… τα περισσότερα ήταν στην προσωπική του βιβλιοθήκη, στο γραφείο του… δεν τα διάβασα ποτέ… μια φορά θυμάμαι είχα τρυπώσει και ψαχούλευα μερικά όταν μπήκε μέσα, με επέπληξε πολύ αυστηρά και μου απαγόρευσε να το ξανακάνω. Από τότε τα κλείδωνε σε κάποια ειδικά ράφια για να μην έχει πρόσβαση κανείς.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Ο πατέρας σας κυρία Αμάντα δεν είχε απλώς μερικά βιβλία μαγείας… είχε σπάνια βιβλία… είχε κάποια Γριμόρια, κάποιες Κλείδες

Έχει επιστρέψει ο πληθυντικό… η ώρα του ενικού και της οικειότητας έχει παρέλθει.

Η Αμάντα έχει γουρλώσει τα μάτια της και τον κοιτούσε σαν κεραυνοβολημένη. Δεν είχε παρά μονάχα φιλολογική σχέση με όλα τούτα.

ΑΜΑΝΤΑ

Και… πώς το ξέρεις αυτό εσύ;

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Το ξέρω γιατί μου τα είχε δείξει εκείνος… όχι απλά μου τα είχε δείξει… είχαμε ασχοληθεί με κάποια από αυτά… είναι ανεκτίμητης αξίας να ξέρετε. Θα πρότεινα μάλιστα να τα κλειδώνατε κάπου ασφαλέστερα… με συναγερμό ίσως…

Η Αμάντα δείχνει αληθινά σα να έχει πέσει ο ουρανός στο κεφάλι της.

ΑΜΑΝΤΑ

Μπορείς να έρθεις κάποια μέρα στο σπίτι; Να μου τα δείξεις και να τα ξεχωρίσω από τα άλλα; Αν είναι τόσο μεγάλης αξίας… μα, πώς δεν μου μίλησε ποτέ γι αυτά ο πατέρας;

Ο Διονύσης δεν σχολιάζει τίποτε.

ΑΜΑΝΤΑ

(ξαφνικά σηκώνεται από τη θέση της)

Είναι ώρα να φεύγω. Σου χρωστώ χάρη γι’ απόψε Διονύση.

Τη συνοδεύει απρόθυμα ως την πόρτα. Δεν έχει ολοκληρώσει όσα ήθελε να της πει. Η Αμάντα στέκεται στο κατώφλι.

ΑΜΑΝΤΑ

(κάπως αγχωμένη αλλά και με τρυφερότητα. Του κρατά το χέρι)

Σήμερα μην έρθεις στη δουλειά... Σε παρακαλώ, ολοκλήρωσε την ανάγνωση του κειμένου… μπορείς;

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(διαμαρτυρόμενος)

Μα… υπάρχουν κάποιες εκκρεμότητες που πρέπει να…

ΑΜΑΝΤΑ

(τον σταματά)

Εδώ βλέπω πως υπάρχει μια πιο σοβαρή εκκρεμότητα Διονύση που αφορά τη ζωή μου. Γιατί δεν σου κρύβω πως από προχθές που άρχισα να διαβάζω αυτό το καταραμένο κείμενο και με όσα συμβαίνουν από τότε, με έχει τυλίξει μια καταχνιά…

Δεν της λέει είπε τίποτα. Την παρακολουθεί να μπαίνει στο ασανσέρ και όταν κλείνει την πόρτα πίσω του, πηγαίνει στο υπνοδωμάτιό του και κάθεται ξεφυσώντας στο κρεβάτι του.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Μακάρι να μην βγω αληθινός…

Είναι πολύ κουρασμένος. Πέφτει με τα ρούχα στο στρώμα του και κοιμάται αμέσως.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Γραφείο στο διαμέρισμα του Διονύση. Περίπου μεσάνυχτα. Εκείνος είναι σκυμμένος πάνω από το ανοιχτό χειρόγραφο. Διαβάζει απορροφημένος.

ΦΩΝΗ ΔΙΟΝΥΣΗ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΖΕΙ

Το μικρό σκοτεινό δωμάτιο ήταν αυτό που για πρώτη φορά ανταμωθήκαμε. Θυμάσαι; Ένα μικρό, υγρό δωμάτιο στην ανατολική όψη. Υπήρχαν 99 λευκά κεριά παντού, ολόγυρα. Ο γαλάζιος βωμός στο κέντρο, ενεργός, ζώπυρος. Ο ήλιος και η σελήνη. Υπήρχαν οι αστερισμοί, οι γαλαξίες, ο χώρος και ο χρόνος. Το αντάμωμά μας ήταν δυνατό, η ένωσή μας μετουσιακή, η εμπειρία μάς στιγμάτισε και τους δυο. Μάς ένωσε. Το αρσενικό μέσα μας ζευγάρωσε με το θηλυκό. Το φωτεινό λούστηκε από σκοτάδι και το σκοτεινό με άπλετο φως. Ήσουν εκείνη που περίμενα κι ήμουν αυτός που προσδοκούσες. Ο Ερμαφρόδιτος γεννιόταν. Κι όταν σήκωσα το μικρό λεπίδι για να χαράξω τους αριθμούς πάνω στη σάρκα αισθάνθηκα πως θα με προδώσεις. Ναι… Το αισθάνθηκα ως τα έγκατα της ύπαρξής μου. Εκεί ούρλιαξα για να ακουστώ ως τις εσχατιές του Αχανούς.

Τι άλλαξε;

Γιατί με πρόδωσες;

Τι άλλαξε; …

Ο Διονύσης σηκώνει το κεφάλι του από το χειρόγραφο και τεντώνει τα χέρια του να ξεμουδιάσει. Κοιτάζει το ρολόι του και σοκάρεται. Βάζει το χειρόγραφο σε ένα συρτάρι, κλείνει το λάπτοπ όπου κρατά σημειώσεις και σηκώνεται από την καρέκλα του. Έπειτα κατευθύνεται προς την έξοδο του διαμερίσματος.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο κατώφλι του διαμερίσματος. Ο Διονύσης ανοίγει την πόρτα για να βγει. Στέκεται ένας άγνωστος άντρας. Δείχνει γύρω στα 55, ίσως μεγαλύτερος. Ντυμένος κομψά αλλά παλιομοδίτικα. Φορά γυαλιά μυωπίας και το βλέμμα του πίσω από τους φακούς δείχνει βαθύ και δυνατό.

Ο Διονύσης ταράζεται από την απροσδόκητη παρουσία. Δείχνει να τον πλημμυρίζει ένα σκοτεινό συναίσθημα.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(όχι φιλικά, καχύποπτα)

Ποιον ζητάτε;

ΑΝΤΡΑΣ

(ευγενικά)

Ο κος Διονύσης Υφαντής;

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(ακόμη πιο ξερά)

Ποιος είστε;

ΑΝΤΡΑΣ

(ήρεμα)

Παρακαλώ επιτρέψτε μου να αυτοσυστηθώ εντός της οικίας σας… δεν είναι πρέπον εδώ…

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Αποκλείεται.

Κλείνει και διπλοκλειδώνει την πόρτα πίσω του. Κάνει μερικά αποφασιστικά βήματα προς το ασανσέρ προσπερνώντας τον άγνωστο.

ΑΝΤΡΑΣ

(με τον ίδιο ήρεμο, σχεδόν υπνωτιστικό τόνο φωνής και με ελαφρά ανατολίτικη προφορά)

Θέλω να σας μιλήσω για ένα ζήτημα που σας αφορά.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(ανοίγοντας την πόρτα του ανελκυστήρα, εμφανώς ταραγμένος)

Οι άνθρωποι δεν ανταμώνουν μαύρα μεσάνυχτα κύριε.

ΑΝΤΡΑΣ

(πλησιάζει τον Διονύση)

Έχετε δίκιο. Όμως δεν έχω χρόνο. Και πρέπει να σας μιλήσω. Οπωσδήποτε. Έρχομαι ως… φίλος.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(διστάζει να κλείσει πίσω του την πόρτα του ανελκυστήρα… μικρή παύση)

Πάω απέναντι να τσιμπήσω κάτι, στο ταβερνάκι.

ΑΝΤΡΑΣ

(αποδέχεται ζωηρά την έμμεση πρόσκληση)

Ευχαριστώ.

Ο άντρας μπαίνει στο ασανσέρ.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Μέσα στο ασανσέρ. Ο Διονύσης και ο άγνωστος άντρας ώμο με ώμο. Δεν μιλούν.

Ο Διονύσης οσφραίνεται τον άγνωστο άντρα και δυσφορεί. Δείχνει γενικότερα ενοχλημένος. Ανοιγοκλείνει τα μάτια του σα να θέλει να αντλήσει δύναμη και υπομονή.

Ο άντρας δίπλα του δείχνει ανέκφραστος. Μειδιά. Κοιτάζει τον Διονύση. Το βλέμμα του το εισπράττει ο τελευταίος με ανατριχίλα.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Συνοικιακή ταβερνούλα, περισσότερο οινομαγειρείο. Ζυγώνει η ώρα να κλείσει. Υπάρχει μονάχα ένας πελάτης καθισμένος σε μια γωνιά.

Ο Διονύσης μπαίνει με γοργό βήμα. Διαλέγει ένα απόμερο τραπεζάκι και κάθεται. Απέναντί του κάθεται αμέσως μετά ο άντρας.

Ο Διονύσης δεν βγάζει το σακάκι του. Αποφεύγει να κοιτάξει στα μάτια τον άγνωστο. Είναι ιδρωμένος. Παίρνει μια χαρτοπετσέτα και σκουπίζει το μέτωπό του.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(ανυπόμονα)

Πέστε μου ποιος είστε και τι θέλετε.

Εμφανίζεται ο σερβιτόρος. Παίρνει παραγγελία μόνο ο Διονύσης. Δεν δείχνει καλά. Σκουπίζει ξανά τον ιδρώτα από το μέτωπό του.

ΑΝΤΡΑΣ

(βγάζει τα γυαλιά του και τα αφήνει στο τραπέζι)

Βλέπω είστε κάπως νευρικός.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(τρέμοντας σχεδόν… χωρίς να τον κοιτάζει)

Είμαι ό,τι θέλω να είμαι. Εσείς τι είστε;

ΑΝΤΡΑΣ

Είμαι φίλος και μαθητής του Όμηρου Κίναχ.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(ρισκάρει και ρίχνει ένα βλέμμα στον άντρα)

Μάλιστα. Και τι θέλετε από μένα;

ΑΝΤΡΑΣ

Η Αμάντα… κινδυνεύει.

Έρχεται ο σερβιτόρος και αφήνει μια σαλάτα, μια μπίρα και ψωμί στο τραπέζι και αποσύρεται.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(δεν αγγίζει τα φαγητά… είναι κάθιδρος)

Εσείς… εσείς ήσασταν χθες στη δεξίωση…

ΑΝΤΡΑΣ

(χαμογελά)

Πώς το γν… αα, σας το είπε η Αμάντα… δεν θα φάτε;

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(εκτός εαυτού σχεδόν… πασχίζει να κοντρολάρει τον εαυτό του… δεν μπορεί να χαμηλώσει τον τόνο της φωνής του)

Τι θέλεις;

ΑΝΤΡΑΣ

(με σικέ καθησυχαστικό ύφος)

Ησυχάστε κύριε. Σας είπα, ήρθα ως φίλος. Δεν έχω σκοπό να κάνω εγώ κακό στην Αμάντα. Το αντίθετο. Προσπαθώ να το προλάβω.

Ο Διονύσης δεν πιστεύει λέξη από όσα ακούει. Η κατάστασή του χειροτερεύει. Μένει σιωπηλός. Δεν έχει αγγίξει το φαγητό του.

ΑΝΤΡΑΣ

Βλέπω ότι τώρα δεν είστε σε θέση να συζητήσουμε. Το σέβομαι. Όμως, δεν έχουμε απεριόριστο χρόνο. Μπορούμε να ανταμώσουμε αύριο. Πρέπει. Εφόσον νοιάζεστε για την Αμάντα.

Ο άντρας σηκώνεται από τη θέση του και με αργές κινήσεις βαδίζει ως την πόρτα.

Φτάνει ο σερβιτόρος με την παραγγελία και βρίσκει τον Διονύση να έχει κλείσει το κεφάλι του μέσα στις παλάμες του και να τρέμει σύγκορμος.

ΣΕΡΒΙΤΟΡΟΣ

(ανήσυχος)

Είστε καλά κύριε;

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(σε κακό χάλι)

Ναι, ναι… μια χαρά είμαι.

Πληρώνει το λογαριασμό βιαστικά χωρίς να έχει φάει ούτε μπουκιά. Τρεκλίζοντας σηκώνεται απ’την καρέκλα του και κάνει μερικά βήματα ως την έξοδο του μαγαζιού.

Όταν θα φτάσει στο σπίτι του θα ψήνεται στον πυρετό.

 

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Πρωί, στην έπαυλη Κίναχ.

Η Αμάντα μόνη, καθισμένη, ξαπλωμένη σχεδόν στην μεγάλη πολυθρόνα του γραφείου – βιβλιοθήκης του πατέρα της, στο σπίτι.

Έχει απλώσει ένα σωρό παλιές φωτογραφίες πάνω στο μεγάλο, βαρύ γραφείο. Φωτογραφίες από ένα ευτυχισμένο παρελθόν. Ο πατέρας της στις περισσότερες σε διάφορες φάσεις της ζωής του, άλλες με την μητέρα μαζί όταν και οι δυο ήταν νέοι, ευτυχισμένοι και ερωτευμένοι. Άλλες πάλι με το κτήμα, την έπαυλη, ανθρώπους, φίλους, γνωστούς…

Μια φωτογραφία ιδιαίτερα της κινεί την προσοχή και την παίρνει στα χέρια της με συγκίνηση. Είναι οι δυο τους. Ο πατέρας κι εκείνη. Πολλά χρόνια πριν. Το τελευταίο καλοκαίρι πριν φύγει για τις σπουδές της στο Παρίσι. Ίσως το τελευταίο ξέγνοιαστο καλοκαίρι της οικογένειας.

Η αναπόληση την δονεί.

 

ΕΜΒΟΛΙΜΗ ΣΚΗΝΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

ΕΞΩΤ. Καλοκαίρι, τέλη της δεκαετίας του 1990.

Στη μεγάλη βεράντα της έπαυλης. Απόγευμα. Ο ήλιος καίει ακόμα όμως βρίσκονται οι δυο τους, ο Όμηρος και η Αμάντα σε μια δροσερή γωνιά.

Ο Όμηρος Κίναχ φορά ένα απλό, κρεμ πουκάμισο. Γύρω στα 50, σφριγηλός, υγιής και ακμαίος. Το λευκό του μούσι είναι το χαρακτηριστικό του γνώρισμα. Μοιάζει σχεδόν με βιβλική μορφή.

Η Αμάντα δίπλα του κάθεται χαρούμενη. Δεν έχει κλείσει ακόμη τα 18, τέλειωσε τις σπουδές της σε κάποιο ακριβό ιδιωτικό σχολείο και ετοιμάζεται να φύγει για το Παρίσι το φθινόπωρο για να σπουδάσει Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία, Γλώσσες και Ιστορία. Είναι ένα εντυπωσιακά όμορφο αλλά και πολύ σοβαρό κορίτσι.

Και οι δυο τους απολαμβάνουν τη στιγμή απλώνοντας το βλέμμα τους στο κτήμα που απλώνεται ολόγυρα όσο βλέπουν.

Εκείνος θέλει να της μιλήσει.

ΟΜΗΡΟΣ ΚΙΝΑΧ

Το κτήμα μας κάποτε… ήταν πολύ μεγάλο ξέρεις. Πριν περάσει ο δρόμος… Ναι… πάνω από 100 στρέμματα. Το αγόρασα σαν ήρθα από την Τουρκία, στα 1964.

Η Αμάντα έχει απορροφηθεί και τον κοιτά σιωπηλή. Δεν της έχει ξαναμιλήσει για το κτήμα.

ΟΜΗΡΟΣ ΚΙΝΑΧ

(πίνει μια γουλιά καφέ, τρίβει το μούσι του)

Και το σπίτι… ήταν το μισό από ό,τι βλέπεις τώρα… και ερείπιο… έτοιμο να σωριαστεί… έφερα χτιστάδες, έβαλα μηχανικούς… έτσι το αγαπούσε η μητέρα σου, έτσι το έφτιαξα.

Η Αμάντα χαμογελά.

ΑΜΑΝΤΑ

Το αγαπώ πολύ το σπίτι μας πατέρα.

ΟΜΗΡΟΣ ΚΙΝΑΧ

(χαμογελά ζεστά)

Και περισσότερο ποιο δωμάτιο απ’όλα;

 

ΑΜΑΝΤΑ

Τη βιβλιοθήκη!

ΟΜΗΡΟΣ ΚΙΝΑΧ

(γελάει εγκάρδια)

Έτσι ήθελα να σε μεγαλώσω… όχι συντροφιά με την ύλη μονάχα αλλά περισσότερο με το πνεύμα. Συντροφιά με τον Πλάτωνα, τον Επίκουρο, τον Αυγουστίνο, το Νίτσε, τον Καζαντζάκη… και τόσους άλλους… Θυμάσαι… θυμάσαι τι αγαπούσες πιο πολύ όταν ήσουν μικρή;

ΑΜΑΝΤΑ

(χαμογελώντας)

Και βέβαια… τους μεγάλους εξερευνητές! Τα υπερπόντια ταξίδια, τις ανακαλύψεις, τους πολιτισμούς της Αμερικής!

ΟΜΗΡΟΣ ΚΙΝΧ

Κι άνοιγες τις εγκυκλοπαίδειες και τους άτλαντες και ταξίδευες κι εσύ… κι έπειτα ερχόμουν κι εγώ και διαβάζαμε μαζί. Με τις ώρες…

ΑΜΑΝΤΑ

Δεν τα χόρταινα εκείνα τα απογεύματα με την υδρόγειο σφαίρα, τους χάρτες και τους πορτολάνους και να μου λες ιστορίες…

(ξανά στο σήμερα)

ΑΜΑΝΤΑ

(χαϊδεύει τη φωτογραφία με λυγμό)

Που πήγαν εκείνα τα απογεύματα πατέρα;

(βρίσκει μια φωτο με τους γονείς της…  την κοιτάζει τρυφερά… μονολογεί)

Δεν τον άντεξες το θάνατό της… σε ρήμαξε, σου πήρε τη ψυχή… ως και από την Αμερική ήρθαν ψυχίατροι… ‘δεν θέλει να ζήσει’, μου έλεγαν όλοι… ‘Ο πατέρας σας έχει κλειδωθεί σε ένα σκοτεινό δωμάτιο του μυαλού του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει’… κι έφυγες από τη λύπη σου… και με άφησες μόνη να τα βγάλω πέρα με τα θηρία!

Κοίταξε ξαφνικά το ρολόι της. Αναστέναξε. Είχε ξεχαστεί. Έπρεπε να βιαστεί, να κινήσει για την Αθήνα. Άλλη μια μέρα δουλειάς την περίμενε.

 

Ξαφνικά εισβάλλει με ορμή μέσα στο γραφείο ο Δημήτρης, ο γενικός επιστάτης του κτήματος, αναστατωμένος και αλαφιασμένος.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ

Κυρία Αμάντα… ελάτε…

ΑΜΑΝΤΑ

(προσπαθώντας να συντονιστεί)

Τι είναι Δημήτρη, τι συμβαίνει;

Ο Δημήτρης δεν απαντά αλλά προηγείται κι εκείνη τον ακολουθεί.

 

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Στη μεγάλη βεράντα.

Ο Δημήτρης την οδηγεί στη μεγάλη βεράντα. Σε έναν από τους καναπέδες μπαμπού βλέπει ξαπλωμένο το Διονύση. Η εικόνα του είναι πέρα από κάθε περιγραφή.

ΑΜΑΝΤΑ

Χριστέ μου! Τι έγινε; Δημήτρη, βοήθησέ με να τον πάμε στο κάτω δωμάτιο… στον ξενώνα… έλα…

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο εσωτερικό της έπαυλης.

Με μεγάλη δυσκολία σιγά σιγά τον μεταφέρουν ως τον ξενώνα, τον γδύνουν και τον βάζουν κάτω απ’την κουβέρτα. Ο Διονύσης τρέμει σαν το ψάρι, παραμιλά, ανασαίνει βαριά.

ΑΜΑΝΤΑ

(σε συναγερμό… στον Δημήτρη)

Ειδοποίησε τον γιατρό αλλιώς πρέπει να τον πάμε σε νοσοκομείο… ή μάλλον, άσε το γιατρό, αυτός μέχρι να έρθει… ετοιμάσου να τον πάμε στην κλινική του Πφέντελ… ξέρεις, στη Κηφισιά…

ΔΗΜΗΤΡΗΣ

Πάω να φέρω το αυτοκίνητο απ’έξω κυρία Αμάντα.

ΑΜΑΝΤΑ

(με ανησυχία αυξανόμενη)

Απίστευτο!

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(παραληρώντας)

Τρεις… τρεις…

Ακούει το παραμιλητό του Διονύση και έρχεται στο προσκεφάλι του. Το κεφάλι του βράζει, το στήθος του το ίδιο. Εκείνος της ρίχνει ένα βλέμμα ικεσίας και απόγνωσης μαζί.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Τρεις… τρεις…

ΑΜΑΝΤΑ

(με παγωμένο χαμόγελο)

Ησύχασε… θα πάμε στη κλινική και θα γίνεις καλά

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(πριν χάσει τις αισθήσεις του)

Τρεις μέρες…

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Καφέ – κυλικείο της κλινικής Πφέντελ. Ακριβή κλινική στα βόρεια προάστια. Σε κάποιο από τα τραπέζια κάθεται η Αμάντα και βασανίζει με το κουταλάκι ένα καφέ.

Εισέρχεται στο χώρο ο επιθεωρητής Ηλιάκης. Ψηλός, λεπτός, με έξυπνο, ζεστό βλέμμα, γύρω στα 45. Η ώρα είναι περίπου έντεκα το πρωί. Βλέπει την Αμάντα και την πλησιάζει. Πρώτα της επιδεικνύει την ταυτότητά του.

ΗΛΙΑΚΗΣ

(με επαγγελματικό τόνο)

Καλημέρα. Παναγιώτης Ηλιάκης. Επιθεωρητής της αστυνομίας.

Κάθεται απρόσκλητος απέναντί της. Η Αμάντα κοιτάζει την κάρτα κι ύστερα εκείνον με κουρασμένο βλέμμα. Η όψη της προδίδει άνθρωπο που έχει να κοιμηθεί μέρες.

ΑΜΑΝΤΑ

Τι θέλετε κε Ηλιάκη;

ΗΛΙΑΚΗΣ

Ήρθα για την υπόθεση της διάρρηξης του διαμερίσματος του συνεργάτης σας, του κου Υφαντή που νοσηλεύεται εδώ, στην κλινική.

Η Αμάντα δείχνει να ζωηρεύει.

ΑΜΑΝΤΑ

Ποια διάρρηξη; Τι λέτε;

ΗΛΙΑΚΗΣ

Δεν έχετε ιδέα;

ΑΜΑΝΤΑ

(με ειλικρίνεια)

Όχι.

ΗΛΙΑΚΗΣ

Πόσες μέρες είστε εδώ;

ΑΜΑΝΤΑ

Από προχτές.

ΗΛΙΑΚΗΣ

Μάλιστα… δεν μάθατε τίποτα; Ο κος Υφαντής δεν μπόρεσε να πει τίποτα;

ΑΜΑΝΤΑ

(κάπως επιθετικά)

Μην μου πείτε ότι δεν έχετε ήδη ενημερωθεί για την κατάστασή του;

ΗΛΙΑΚΗΣ

(την παρατηρεί με ενδιαφέρον)

Ναι, έχετε δίκιο. Ενημερώθηκα. Δυο μέρες τώρα είναι αναίσθητος… με πυρετό και τα σχετικά.

ΑΜΑΝΤΑ

Σήμερα ξύπνησε απύρετος.

ΗΛΙΑΚΗΣ

Άρα κάποια στιγμή θα μπορέσει να σας τα πει.

ΑΜΑΝΤΑ

(με το ίδιο ύφος)

Δεν μου τα λέτε πρώτα εσείς που τα ξέρετε;

ΗΛΙΑΚΗΣ

(χαμογελώντας)

Προχθές το βράδυ διέρρηξαν το διαμέρισμά του. Εκείνος θα πρέπει να ήταν ήδη άρρωστος στο δωμάτιό του… δεν τον πείραξαν… άλλα πράγματα πείραξαν…

Η Αμάντα ακούει σιωπηλή. Πίνει μια γουλιά.

ΗΛΙΑΚΗΣ

Υπάρχουν αρκετά περίεργα πράγματα στην υπόθεση αυτή. Έλεγα μπας και ξέρατε κάτι.

AMΑΝΤΑ

Τι να ξέρω δηλαδή κε Ηλιάκη;

ΗΛΙΑΚΗΣ

Το διαμέρισμα έγινε άνω κάτω. Δεν του πήραν τίποτα. Όλα τα αντικείμενα αξίας έμειναν άθικτα. Κάτι αναζητούσαν όμως. Κάτι που μάλλον το βρήκαν και γι αυτό δεν τον ενόχλησαν.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΜΑΝΤΑΣ

Το χειρόγραφο. Έκλεψαν το χειρόγραφο.

ΗΛΙΑΚΗΣ

(παρατηρεί την Αμάντα… είναι φανερό πως του αρέσει πολύ…)

Το ενδιαφέρον είναι αυτός ο άντρας…

ΑΜΑΝΤΑ

(βγαίνει απ’τις σκέψεις της… με ανήσυχο ύφος)

Ποιος άντρας;

ΗΛΙΑΚΗΣ

Ο ιδιοκτήτης μιας ταβέρνας απέναντι από το διαμέρισμά του… ανέφερε πως τον είδε το ίδιο βράδυ, πριν τη διάρρηξη να μπαίνει στο μαγαζί του συντροφιά με έναν άντρα. Έναν μεγαλύτερο σε ηλικία από τον Υφαντή. Κάθισαν σε ένα τραπέζι, παρήγγειλαν και δεν έφαγαν τίποτα. Ο άντρας έφυγε πρώτος και ο Υφαντής λίγο μετά. Σε κακή κατάσταση…

Η Αμάντα δείχνει να έχει υπερένταση. Το μυαλό της δουλεύει πυρετικά. Έχει βγει εντελώς από τη βυθιότητά της. Ο μυστηριώδης άγνωστος της δεξίωσης…

ΗΛΙΑΚΗΣ

(προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει το βλέμμα της)

Σκέφτεστε κάτι;

ΑΜΑΝΤΑ

Δεν έκλεψαν τίποτε είπατε;

ΗΛΙΑΚΗΣ

(ξεφυσώντας)

Όλα έμειναν στη θέση τους… τρόπος του λέγειν βέβαια. Έκαναν τα πάντα άνω κάτω. Όμως δεν αφαίρεσαν τίποτα. Είμαι βέβαιος πάντως πως οπωσδήποτε κάτι αφαίρεσαν, όπως σας προείπα. Μήπως έχετε καμιά ιδέα;

ΑΜΑΝΤΑ

(σε αμυντική στάση)

Όχι, ειλικρινά δεν έχω ιδέα κε επιθεωρητά. Το μόνο που μπορώ είναι να ρωτήσω τον ίδιο όταν συνέλθει… φυσικά φαντάζομαι θα τον ρωτήσετε κι εσείς.

ΗΛΙΑΚΗΣ

(με ύφος που προδίδει πως υποκρίνεται)

Να σας πω την αλήθεια, έχω ένα βουνό σκοτούρες στο κεφάλι μου αυτή την εποχή. Όταν συνέλθει με το καλό ο άνθρωπος ας περάσει από την υπηρεσία… ως τότε… αν θυμηθείτε ή θελήσετε κάτι… μη διστάσετε.

Βγάζει μια κάρτα και της την αφήνει.

ΗΛΙΑΚΗΣ

Καλημέρα σας.

ΑΜΑΝΤΑ

Καλημέρα.

Ο επιθεωρητής πριν αποχωρήσει παρατηρεί την Αμάντα που για μια ακόμη φορά χάνεται στις σκέψεις της.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Μετά τη συνάντηση με τον επιθεωρητή Ηλιάκη. Η Αμάντα αναλυόμενη σε λυγμούς βγαίνει τρέχοντας από την κλινική και παίρνει τους δρόμους.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΗΣ ΑΜΑΝΤΑΣ

Έκλεψαν το χειρόγραφο… κι εκείνος ήταν μέσα στο δωμάτιο… και ψηνόταν στον πυρετό… το πρωί… ξύπνησε… είδε το σπίτι του σε μια άθλια κατάσταση, φοβήθηκε… έψαξε το χειρόγραφο… δεν το βρήκε… φοβήθηκε περισσότερο… ήθελε να έρθει να με βρει… να με προειδοποιήσει ίσως… μέσα στα ρίγη του πυρετού, σε αυτή την κατάσταση σκέφτηκε πρώτα εμένα…

Και τι του έκανε αυτός ο ελεεινός όταν τον συνάντησε; Ίσως να τον δηλητηρίασε… όχι… θα μας το έλεγαν οι γιατροί… δεν είχε τέτοιο πρόβλημα… γενική κατάπτωση, υπερκόπωση, εξάντληση… όχι δηλητηρίαση…

(Ξαφνικά ακινητοποιείται. Είναι ιδρωμένη. Μια άλλη σκέψη σκάει στο κεφάλι της)

Τρεις μέρες… αυτό έλεγε… τρεις μέρες… Χριστέ μου… πώς μου διέφυγε αυτό… Σήμερα… σήμερα είναι η τρίτη μέρα!

Αποφασίζει να γυρίσει πίσω στην κλινική. Κάνε μεταβολή και ταχύνει το βήμα της μέσα στην αγωνία.

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Μια μεγάλη και ημισκότεινη αίθουσα με μοναδική φωτισμένη περιοχή ένα μικρό κύκλο, στο ένα της άκρο, στο βάθος.

Ένας άντρας έχει εισέλθει στο απέναντι άκρο από μια πόρτα και στέκεται ακίνητος. Είναι φανερά τρομοκρατημένος.

Σχετικά κοντός, με σκληρά χαρακτηριστικά, πονηρό βλέμμα και πλατύ μέτωπο. Οι σκέψεις του στριφογυρνούν σαν τρελές μέσα στο μυαλό του. Ο άντρας αυτός ονομάζεται Δίψιος.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΨΙΟΥ

Είμαι στη σπηλιά του Αβαδαίου… κανείς ποτέ δεν γλίτωσε απ’αυτόν… αν δεν με έχουν συγχωρήσει… αν δεν με έχουν συγχωρήσει…

Μια φωνή που λες και γεννιέται από τους τοίχους διακόπτει το εσωτερικό κουβεντολόι του Δίψιου.

ΑΒΑΔΑΙΟΣ

Το έφερες;

ΔΙΨΙΟΣ

(τρεμάμενος, με δουλικό τόνο)

Το… το έφερα κύριε.

Ο Δίψιος κρατά κάτι στο χέρι του και το σφίγγει τώρα δυνατά.

ΑΒΑΔΑΙΟΣ

Πλησίασε!

Ο άντρας υπακούει και κάνει ένα δειλό βήμα προς τα εμπρός. Μπροστά του βλέπει τώρα το άκρο μιας μεγάλης, μακρόστενης τράπεζας.

ΑΒΑΔΑΙΟΣ

Άφησέ το επάνω!

Ο άντρας αποθέτει το αντικείμενο με ήρεμες κινήσεις λες και πρόκειται για βόμβα, πάνω στο τραπέζι.

ΑΒΑΔΑΙΟΣ

Οπισθοχώρησε τώρα λίγο.

Ο Δίψιος υπακούει όταν ξαφνικά αντιλαμβάνεται μια λιγνή φιγούρα να βγαίνει απ΄το σκοτάδι, να αρπάζει αστραπιαία το αντικείμενο και στη στιγμή να εξαφανίζεται.

ΑΒΑΔΑΙΟΣ

(με το ίδιο παράξενο ηχόχρωμα)

Πλησίασε… κάθισε…

Βλέπει μπροστά του μια καρέκλα. Την πλησιάζει με δισταγμό. Κάθεται με την ψυχή στο στόμα και με όλη του την ύπαρξη σε συναγερμό.

ΑΒΑΔΑΙΟΣ

Τα κατάφερες καλά αδελφέ Δίψιε… οφείλω να το παραδεχθώ. Θα έλεγα μάλιστα, απρόσμενα καλά…

Ο άντρας ακούει με σχετική ανακούφιση τα λόγια του αθέατου όντος στο βάθος. Δεν αισθάνεται αντίστοιχα καλά όμως. Αντίθετα, όσο περνά η ώρα νιώθει πως καθηλώνεται σε αυτή την καρέκλα.

ΑΒΑΔΑΙΟΣ

Το Συμβούλιο σου χρωστάει χάρη. Γι αυτή σου την υπηρεσία θα εισηγηθώ να απαλλαγείς από το άγος… είσαι ευχαριστημένος;

Ο Δίψιος θέλει να απαντήσει αλλά με την άκρη του ματιού του αντιλαμβάνεται σκιές να τρέχουν ολόγυρα, άσαρκες φιγούρες να πλανώνται στο χώρο σαν άρπυιες, να τον περικυκλώνουν.

Η ανάσα του γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη.

ΑΒΑΔΑΙΟΣ

Εκείνο που μένει τώρα είναι να εξασφαλίσουμε τα χαμένα τυπικά. Γνωρίζεις για ποιο πράγμα σου μιλώ;

ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΨΙΟΥ

Έτσι είναι ο Άδης… εδώ βρίσκομαι… στον Άδη…

Οι φιγούρες πληθαίνουν γύρω του.

ΔΙΨΙΟΣ

(παλεύοντας να διατηρήσει όση ψυχραιμία μπορεί)

Μάλιστα κύριε!

Μονομιάς όλα τα αρνητικά φαινόμενα παύουν, παίρνει μια βαθιά ανάσα. Ρουφά με απληστία το οξυγόνο. Του παίρνει λίγη ώρα να συνέλθει.

ΑΒΑΔΑΙΟΣ

Μπορείς να το αναλάβεις αυτό το έργο;

ΔΙΨΙΟΣ

(με αναγεννημένες δυνάμεις)

Ναι… μπορώ Κύριε.

ΑΒΑΔΑΙΟΣ

(με ευχάριστη χροιά)

Θαυμάσια. Άλλωστε θα έχεις και βοήθεια… από εμένα… Υπάρχει τώρα μια μικρή λεπτομέρεια… ή μάλλον δυο… η πρώτη είναι η γυναίκα… η δεύτερη είναι ο κωδικός της κρύπτης του αδελφού μας που έκλεψε τα τυπικά…

ΔΙΨΙΟΣ

(κατανεύει)

Ναι… Κανείς όμως δεν γνωρίζει τον κωδικό της κρύπτης Κύριε…

Μόλις ξεστομίζει αυτές τις λέξεις εύχεται να είχε δαγκώσει τη γλώσσα του.

Μικρή παύση.

Σαν από κάποια μαγική ενέργεια, με ασύλληπτη ταχύτητα παρακολουθεί ένα χειρόγραφο να σέρνεται πάνω στην επιφάνεια του τραπεζιού και να ακινητοποιείται ακριβώς μπροστά του.

Ο Δίψιος σκύβει να δει. Στην πρώτη σελίδα… δυο λέξεις κυκλωμένες με κόκκινη γραμμή… τις ξέρει αυτές τις λέξεις… παρατηρεί τον κόκκινο κύκλο…

ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΨΙΟΥ

Αίμα… αίμα είναι αυτό…

ΑΒΑΔΑΙΟΣ

Τώρα που ξέρεις και τον κωδικό μπορείς να ενεργήσεις… σήμερα… απόψε… ως τα μεσάνυχτα… να έχουν τελειώσει όλα

Ο Δίψιος σηκώνεται αργά από την καρέκλα του. Τίποτα και κανείς δεν τον εμποδίζει. Αρχίζει να οπισθοβατεί σιγά σιγά και ύστερα από λίγο κάνει μεταβολή και με ταχύτερο βήμα φτάνει στην έξοδο. Η διπλή βαριά πόρτα ανοίγει και εξέρχεται.

ΔΙΨΙΟΣ

(μονολογώντας)

Είμαι ζωντανός… ζωντανός… Και η παλιά μου αμαρτία σβήστηκε! Έγινε κάποιο θαύμα!

 

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Κλινική του Πφέντελ. Αντάμωμα της πρωινής αποκλειστικής με την Αμάντα έξω από το δωμάτιο που νοσηλεύεται ο Διονύσης.

ΝΟΣΗΛΕΥΤΡΙΑ

(με καλή διάθεση)

Καλημέρα. Έχει ξυπνήσει. Φαίνεται πολύ καλύτερα. Έφαγε και πρωινό. Και σάς ζητάει

Λάμπει το βλέμμα της, χαίρεται ειλικρινά για τα ευχάριστα νέα. Σφίγγει το χέρι της νοσηλεύτριας και εισέρχεται στο δωμάτιο με ανεβασμένο ηθικό. Τον βλέπει με ανασηκωμένη την πλάτη στο κρεβάτι του. Εκείνος όταν την αντιλαμβάνεται γυρίζει και την κοιτάζει με ένα παράξενο βλέμμα. Είναι ακόμα χλωμός.

Φτάνει στο προσκεφάλι του και τον κοιτάζει τρυφερά.

ΑΜΑΝΤΑ

Καλημέρα. Είσαι πολύ καλύτερα σήμερα, έτσι δεν είναι; Πώς νιώθεις;

Εκείνος την κοιτάζει σιωπηλός. Δεν της χαμογελά. Το πρόσωπό του έχει μια έκφραση αγωνίας. Και ανησυχίας.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(κάπως αδύναμα)

Πρέπει να μιλήσουμε.

ΑΜΑΝΤΑ

(κάθεται δίπλα του)

Ναι, θα μιλήσουμε. Αφού συνέλθεις και σιγά σιγά…

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(ανήσυχος)

Δεν έχουμε χρόνο… Αμάντα… δεν έχεις χρόνο…

ΣΚΕΨΗ ΑΜΑΝΤΑΣ

Η τρίτη μέρα.

ΑΜΑΝΤΑ

(προσπαθώντας να κάνει έναν ελιγμό… αποφυγής)

Σε λίγο περιμένουμε να έρθει ο γιατρός σου. Να δούμε τι θα μας πει… όλα θα γίνουν…

Του δίνει το χέρι της κι εκείνος το σφίγγει όσο μπορεί στο δικό του.

ΑΜΑΝΤΑ

(λέγοντας μια κοινοτοπία, συγκινημένη όμως)

Πρέπει να αναλάβεις τις δυνάμεις σου…

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(ξεροκαταπίνει, την κοιτάζει ολόισια στα μάτια και συνεχίζει απτόητος)

Ποιος είναι τώρα στο σπίτι σου;

Η ερώτηση αιφνιδιάζει την Αμάντα.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(έχει ιδρώσει)

Να γυρίσεις στο σπίτι σου. Κάλεσε κάποιους ανθρώπους. Να μην είσαι μόνη. Όχι σήμερα. Έχεις όπλο;

ΑΜΑΝΤΑ

Τι να το κάνω το όπλο; Τι είναι αυτά που λες;

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(της σφίγγει το χέρι πιο δυνατά)

Το πήραν… το έκλεψαν!

ΑΜΑΝΤΑ

(χαμηλώνει το βλέμμα της)

Εεε… ναι… το ξέρω…

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Μελέτησα το χειρ… το κείμενο…

ΑΜΑΝΤΑ

Ναι…

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Θα μπορούσα να σου πω πολλά… σημασία έχει… πήγαινε στο σπίτι… κλείδωσε… βρες την κρύπτη…

Οι απανωτοί αιφνιδιασμοί την έχουν αναστατώσει. Ένα σωρό νέες πληροφορίες.

ΑΜΑΝΤΑ

Την κρύπτη;

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Μου αποκαλύφθηκαν όλα στο όνειρο… τα είδα όλα καθαρά… τα κατάλαβα…

ΑΜΑΝΤΑ

(ανήσυχη)

Ποιο όνειρο βρε Διονύση; Εδώ είχες πέσει σε κώμα σχεδόν… κι ακόμα αδύναμος είσαι… θέλουμε λίγες μέρες, μη βιάζεσαι…

ΔΟΝΥΣΗΣ

Είναι… είναι η μέρα… Είμαι βέβαιος, το είδα ολοζώντανα στο όνειρο… ήρθε αυτός… μέσα από το βλέμμα του το είδα… μου τα είπε όλα…

ΑΜΑΝΤΑ

(με αυξημένη ανησυχία… του σκουπίζει τον ιδρώτα από το μέτωπο)

Ποιος είναι αυτός;

Δεν προλαβαίνει να πάρει απάντηση. Ο ερχομός του Ματίας Πφέντελ με τη θορυβώδη κουστωδία του από γιατρούς και νοσοκόμες τα διαλύουν όλα.

ΓΙΑΤΡΟΣ ΠΦΕΝΤΕΛ

(με κεφάτο αλλά υπηρεσιακό ύφος κοιτάζοντας τα χαρτιά του)

Πώς είναι σήμερα ο φίλος μας;

Η Αμάντα σηκώνεται και βγαίνει από το δωμάτιο για να μην ενοχλεί την ιατρική επίσκεψη. Η καρδιά της είναι γεμάτη από μια θύελλα συναισθημάτων. Αποφασίζει να ενεργήσει.

 Βρίσκεται πλέον στο μάτι του κυκλώνα.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Η Αμάντα σε ένα καφέ κάπου κοντά στην κλινική του Πφέντελ όπου νοσηλεύεται ο Διονύσης. Πρωινή ώρα. Είναι λίγο κουρασμένη, περισσότερο αγχωμένη. Κάθεται σε μια γωνιά δίπλα στην τζαμαρία για να χαζεύει την κίνηση έξω.

Παραγγέλνει έναν καπουτσίνο. Μονολογεί.

ΑΜΑΝΤΑ

Ώστε έχουμε να κάνουμε με διαχείριση κρίσης… μάλιστα… Καλό θα ήταν να κοιμόμουν και λιγάκι… αυτό αναβάλλεται… μέχρι νεωτέρας…

(πίνει μια γουλιά από τον καπουτσίνο που μόλις της σερβιρίστηκε)

Πρώτο τηλεφώνημα στο γραφείο… δυο μέρες τώρα τα φορτώσαμε στον κόκορα… εμπρός καλό μου κινητό!

ΦΩΝΗ ΡΕΝΑΣ

(ανήσυχη)

Καλημέρα κα Αμάντα. Είστε καλά;

ΑΜΑΝΤΑ

Καλά είμαι Ρένα. Προσπαθώ τουλάχιστον. Πες μου τι γίνεται εκεί;

ΦΩΝΗ ΡΕΝΑΣ

Ένας χαμός. Θα έρθετε σήμερα;

ΑΜΑΝΤΑ

Όχι… αύριο μάλλον. Ή μεθαύριο.

ΦΩΝΗ ΡΕΝΑΣ

Τι να κάνω εδώ; Λείπει και ο κος Διονύσης.

ΑΜΑΝΤΑ

(πίνει κι άλλο καφέ)

Έχει αναλάβει η Μαριγώ;

ΦΩΝΗ ΡΕΝΑΣ

Ναι αλλά έχει πελαγώσει κι αυτή. Σας αναζητούσε βέβαια στο κινητό σας…

ΑΜΑΝΤΑ

Το είχα κλειστό Ρένα μου. Πρόσεξε. Ό,τι μπορεί να αναβληθεί θα το αναβάλλεις. Ό,τι δεν μπορεί θα το αναλάβει η Μαριγώ. Θα της τηλεφωνήσω μετά. Μην νοιάζεσαι. Θα τα βγάλουμε πέρα.

ΦΩΝΗ ΡΕΝΑΣ

(κάπως πιο ήρεμη)

Έχουν έρθει και οι Τούρκοι… ξέρετε… για τη συνεργασία που είχατε…

ΑΜΑΝΤΑ

(μονολογώντας)

Ωχ, Χριστέ μου… Τους είχα ξεχάσει εντελώς αυτούς. Άντε να τους στέλνεις πίσω τώρα… Πω, πω…

(απευθυνόμενη στη Ρένα)

Θα συνεννοηθώ με τη Μαριγώ και γι αυτούς Ρένα μου… κάνε ό,τι καλύτερο μπορείς σε παρακαλώ… βάλε τα δυνατά σου… θέλω τη βοήθειά σας για λίγο ακόμα… μού το υπόσχεσαι;

ΦΩΝΗ ΡΕΝΑΣ

(με ειλικρίνεια)

Και βέβαια.

ΑΜΑΝΤΑ

Το πιστεύω ότι θα το κάνεις. Μην σε στενοχωρεί… το καράβι δεν βουλιάζει… έχει καλό καπετάνιο.

ΦΩΝΗ ΡΕΝΑΣ

Τον καλύτερο!

 

ΑΜΑΝΤΑ

Και άριστο πλήρωμα!

ΦΩΝΗ ΡΕΝΑΣ

(με βελτιωμένη διάθεση)

Κάνουμε ό,τι καλύτερο κα Αμάντα.

ΑΜΑΝΤΑ

(αναπτερωμένη)

Έτσι μπράβο… άντε, τα λέμε… καλή δουλειά.

(κλείνει τη σύνδεση… μονολογεί και πίνει όλο τον καφέ της)

Πάμε στη Μαριγώ τώρα. Λίγο παλαβή είναι του λόγου της αλλά πολύ δυνατό μυαλό και θα της δώσω μια ευκαιρία ανέλιξης. Γιατί να μην την εμπιστευτώ;

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Το εσωτερικό ενός μεγάλου και πολυτελούς γιότ σε κάποια μαρίνα της Αττικής. Το γιότ ονομάζεται Γλαύκη. Το όνομα μιας νύμφης Νηρηίδας κατά τη μυθολογία. Σε ένα από τα σαλόνια του που κυριαρχούν το λευκό, το γαλάζιο και το μέταλλο (το ‘γαλάζιο’ σαλόνι) κάθονται στις δερμάτινες λευκές πολυθρόνες τους τέσσερις άντρες. Οι δυο καπνίζουν ακριβά πούρα και πίνουν αθόρυβα το ποτό τους. Ένας ακόμη κάθεται δίπλα τους και ο τέταρτος της συντροφιάς που κάθεται απέναντι από τους άλλους, κρατά στα χέρια του ένα χειρόγραφο.

Στο δεξί πέτο των κοστουμιών τους όλοι φέρουν μια μικρή καρφίτσα κυκλικού σχήματος. Στο κέντρο υπάρχει ένα σύμβολο χαραγμένο. Το σύμβολο είναι σε όλους κοινό αλλά ενώ στους τρεις εξ αυτών υπάρχει ένας κόκκινος κύκλος που το περιγράφει, στον τέταρτο, ο κύκλος είναι μαύρος.

Ο άντρας με το χειρόγραφο είναι ο πρεσβύτερος όλων κι έχει την καρφίτσα με τον μαύρο κύκλο. Έχει το μυητικό όνομα Ντις.

Ο Ντις ανοίγει το χειρόγραφο σε κάποια σελίδα. Είναι έτοιμος να διαβάσει. Οι δυο αδελφοί που καπνίζουν σβήνουν τα πούρα τους και αφήνουν τα ποτήρια με το ποτό τους πάνω σε ένα τραπεζάκι. Ο άλλος αδελφός απλά περιμένει ήσυχος.

Ο Ντις τους κοιτάζει όλους, έναν προς έναν, ικανοποιείται από το βλέμμα τους και αρχίζει να διαβάζει με βαθιά και καθαρή φωνή.

ΝΤΙΣ

Χωρίς τον Ένα που γονιμοποιεί τα Γαλακτώδη Ύδατα του Ανεκδήλωτου δεν μπορεί το Σπέρμα να εισδύσει στα κατάβαθα της Ιερής Μήτρας. Χωρίς τον σπινθήρα δεν υπάρχει πυρ, χωρίς τον γεννήτορα δεν υπάρχει γέννηση, χωρίς τον Ένα δεν ορίζονται οι πολλοί.

Οι αδελφοί από αιώνων μού παρέθεσαν το γεύμα της αποστολής.

Οι αδελφοί μού εμπιστεύτηκαν την ιαχή, τα όπλα, την εσθήτα με τον όφη και το ξίφος.  

Οι αδελφοί της μυστικής αλύσου μού εμπιστεύτηκαν αναρίθμητους αιώνες πριν το λευκό μου όνομα, το γαλάζιο μου όνομα, το ερυθρό μου όνομα, το μελανό μου όνομα.

Ο Ιερός Μελάγχολος μου εμπιστεύτηκε το άσμα που ωδείται στα παλάτια του Χθόνιου Χρόνου και η Μεγάλη Μητέρα με βρεφούργησε μέσα στην αγκαλιά Της ανασαίνοντας το πύον και το αίμα του Αχανούς.

Πέθανα αναρίθμητες φορές και γεννήθηκα αναρίθμητες φορές.

Πριν ανασάνω την ιαχή.

Πριν μυηθώ από τον όφη.

Πριν ενδυθώ την εσθήτα.

Πριν δωρηθώ το ξίφος.

Τίποτα δεν μπορούσε να αλλάξει το μοιραίο που γεννήθηκε μαζί μου.

Η ένωσή μας καταύγασε τα απροσμέτρητα βάθη του είναι μου.

Τίποτα δεν μπορούσε να με ορίσει ξανά.

Τίποτα δεν μπορούσε να με βαφτίσει ξανά.

Είμαι ο Πέλωρ Ένθειος και μελετώ το όνομά μου και πυρογράφω το όνομά μου.

Είμαι ο Πέλωρ Ένθειος και ενταφιάζω το όνομά μου.

Είμαι ο Πέλωρ Ένθειος και υπόσχομαι ξανά το όνομά μου.

Τίποτα δεν άλλαξε. Ούτε η σιωπή.

Η προδοσία δεν με σκότωσε.

Άνοιξα την κρύπτη και απόθεσα το σύμβολο, το σκοτάδι, το κρανίο και το ιχώρ.

Η προδοσία δεν με αφάνισε.

Τίποτα δεν άλλαξε.

Ούτε η μαρμαρυγή της τελευταίας ανατολής μου.

Πέθανα πια μέσα στην κρύπτη.

Κι εκεί θα ξαναγεννηθώ ως Διπλογεννημένος κάποτε…

Ο Ντις σταματά να διαβάζει, κλείνει το χειρόγραφο και το ακουμπά απαλά σε ένα τραπεζάκι δίπλα του. Οι αδελφοί αναμένουν σιωπηλοί. Είναι όλοι έμφορτοι συναισθημάτων.

Τα δευτερόλεπτα χτυπούν μαζί με τους παλμούς της καρδιάς τους. Συντονίζονταν σιωπηλά, υπερ-νοητικά, σε απόλυτη ησυχία.

Κάποια στιγμή ο ένας αδελφός, με το μυητικό όνομα Νούμεν, παίρνει το λόγο.

ΝΟΥΜΕΝ

Ώστε πράγματι ο αδελφός Πέλορας Ένθειος τοποθέτησε στην κρύπτη τα τέσσερα απαγορευμένα τυπικά.

Οι δυο άλλοι αδελφοί τον κοιτάζουν με αποδοκιμασία.

Ένας άλλος από τους αδελφούς, ο Απρίης, εκδηλώνει τη δυσφορία του.

ΑΠΡΙΗΣ

Το να ακούγεται καν το όνομα του αποστάτη είναι απαγορευμένο!

Ο Ντις αποφασίζει να αποφορτίσει το κλίμα.

ΝΤΙΣ

Τα απαγορευμένα τυπικά ήταν τρία αδελφέ Νούμεν

Όλοι τους ανακάθονται ανήσυχοι στις θέσεις τους.

ΝΟΥΜΕΝ

Μα, πώς… αναφέρει με σαφήνεια τέσσερα.

ΝΤΙΣ

Ναι… αναφέρει πράγματι τέσσερα… (επαναλαμβάνει από στήθους)

το σύμβολο, το σκοτάδι, το κρανίο και το ιχώρ…

Παρεμβαίνει ο αδελφός με το μυητικό όνομα Δείμος.

ΔΕΙΜΟΣ

Το σκοτάδι… δεν είναι τυπικό… πρώτη φορά το ακούω

ΝΤΙΣ

Αδελφέ Δείμο… εντόπισες σωστά… το σκοτάδι που αναφέρει ο… τέλος πάντων, ο συγγραφέας, δεν ανήκει στα τυπικά που έκλεψε κάποτε από εμάς για προσωπική του χρήση. Για ανίερη χρήση. Απαγορευμένη αυστηρά και με ποινή θανάτου.

ΑΠΡΙΗΣ

Τότε τι είναι αυτό το σκοτάδι;

ΝΤΙΣ

Θα σας τα πω όλα… μην αδημονείτε… τα πράγματα βαίνουν καλώς… έχω πολύ καλά νέα σήμερα να σας πω. Τα μοιράζομαι μαζί σας. Γι αυτό σας κάλεσα εδώ…

ΝΟΥΜΕΝ

(ξεθαρρεμένα)

Πώς ήρθε στα χέρια σας το χαμένο χειρόγραφο Ντις;

ΝΤΙΣ

(έξαλλος)

Πώς μπορείς και το ρωτάς αυτό αδελφέ Νούμεν; Πώς τολμάς και το ρωτάς αυτό;

Η ένταση της φωνής του Ντις είναι τέτοια που τους καθηλώνει όλους. Ο Νούμεν συνειδητοποιώντας ότι είχε υπερβεί τα εσκαμμένα απολογείται ψιθυριστά και βυθίζεται στην πολυθρόνα του.

Περνούν λίγα δευτερόλεπτα τεταμένης σιγής.

ΝΤΙΣ

(ήρεμα ξανά)

Ως απόψε τα μεσάνυχτα όλα θα έχουν τελειώσει. Τα τρία κλεμμένα τυπικά μαζί με τον κατάλογο που φέρει το όνομα σκοτάδι θα είναι στα χέρια του Τάγματος. Η απειλή που εκτόξευσε πριν από τόσα χρόνια ο αποστάτης αδελφός παύει να υπερίπταται των κεφαλών μας.

ΑΠΡΙΗΣ

Εκπληκτικό, θαυμάσιο!

ΔΕΙΜΟΣ

Μα… πως;

ΝΤΙΣ

Το έργο έχει ήδη αναληφθεί από τον αδελφό Δίψιο και τα εκτελεστικά όργανα αρωγής του αδελφού Αβαδαίου.

Στο άκουσμα της τελευταίας λέξης η ατμόσφαιρα βαραίνει και ακούγονται κάποιες ηχηρές εκπνοές.

ΑΠΡΙΗΣ

Ο Δίψιος; Μα, αυτός δεν ήταν σε εποπτεία;

ΝΤΙΣ

(ξαναπαίρνει το χειρόγραφο ανά χείρας)

Ο αδελφός μας Δίψιος ήδη προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες. Αυτός μάς το προσκόμισε.

Κανείς δεν σχολιάζει.

ΑΠΡΙΗΣ

(διστακτικά)

Και η…

ΝΤΙΣ

(χαμογελώντας)

Η γυναίκα… κι αυτό το ζήτημα θα τακτοποιηθεί. Μαζί με τα άλλα. Σας είπα, έχω καλά νέα σήμερα…

 

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο ίδιο καφέ. Σχεδόν δώδεκα το μεσημέρι. Η Αμάντα με το κινητό στο χέρι και σε εγρήγορση. Γέρνει την πλάτη της στην αναπαυτική πλάτη του καθίσματος, κοιτάει το ρολόι της με νυσταγμένο βλέμμα. Είναι κουρασμένη.

ΑΜΑΝΤΑ

(ξαφνικά πετάγεται)

Ξέχασα τον Δημήτρη!

Καλεί στο σπίτι της.

ΦΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΗ

(ανήσυχος)

Καλημέρα κυρία.

ΑΜΑΝΤΑ

Καλημέρα. Όλα ήσυχα εκεί;

ΦΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΗ

Όλα ήσυχα κυρία.

ΑΜΑΝΤΑ

Ωραία, σε καμιά ώρα θα έλθω. Κλείσε πόρτες, μανταλώστε τα πάντα. Μην ανοίξετε σε κανέναν. Μάζεψε όσους είναι έξω μέσα στο σπίτι και… Δημήτρη… υπάρχουν άνθρωποι… άντρες, φίλοι σου, γνωστοί σου που μπορούν να έρθουν για μια μέρα;

ΔΗΜΗΤΡΗΣ

Για να βάψουμε το σπίτι του κήπου κυρία;

ΑΜΑΝΤΑ

(χαμογελάει)

Όχι, άστο το σπίτι του κήπου. Να έρθουν απλά για συντροφιά. Θα πληρωθούν το μεροκάματό τους… και παραπάνω. Απλά θέλω να υπάρχουν περισσότεροι άνθρωποι στο σπίτι. Για σήμερα μόνο.

Μικρή παύση.

ΦΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΗ

Ναι… εντάξει κυρία. Ο αδελφός μου κι ένας φίλος… Κάνουν;

ΑΜΑΝΤΑ

Κάνουν μια χαρά. Πες τους να έρθουν… όσο πιο γρήγορα.

ΦΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΗ

(ανήσυχος)

Συμβαίνει κάτι κυρία;

ΑΜΑΝΤΑ

(ξεφυσώντας)

Θα σου πω από κοντά… φοβάσαι;

ΔΗΜΗΤΡΗΣ

(αποφασιστικά)

Δεν φοβάμαι τίποτα κυρία.

ΑΜΑΝΤΑ

Το ξέρω βρε Δημήτρη… Κλείνω τώρα. Κάνε όπως σου είπα κι έρχομαι.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ

Εντάξει κυρία.

ΑΜΑΝΤΑ

(κλείνει τη σύνδεση, μονολογεί)

Έγινε κι αυτό λοιπόν… το μόνο που απομένει είναι το όπλο… νομίζω πως ξέρω που υπάρχει κι αυτό…

Σηκώνεται από τη θέση της για να επιστρέψει στον Διονύση.

ΣΚΕΨΗ ΑΜΑΝΤΑΣ

Η μάχη αρχίζει λοιπόν...

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο δωμάτιο της κλινικής Πφέντελ. Ο Διονύσης είναι ξαπλωμένος και συνομιλεί σε ελαφρό τόνο με κάποια αποκλειστική νοσηλεύτρια. Εισέρχεται στη σκηνή η Αμάντα και χαμογελά που βλέπει τον Διονύση σε καλή κατάσταση. Το κέφι της ανεβαίνει.

ΑΜΑΝΤΑ

(με ευχάριστο τόνο)

Να’μαι κι εγώ!

Η όψη του ασθενούς βελτιωμένη. Όμως δεν χαμογελά. Είναι σκεφτικός και σοβαρός.

ΝΟΣΗΛΕΥΤΡΙΑ

(με καλή διάθεση και έτοιμη να αφήσει τους δυο να συνομιλήσουν)

Μια χαρά πάμε!

ΑΜΑΝΤΑ

Δεν θα μείνω πολύ.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(ανασηκώνει το σώμα του)

Θα πάς σπίτι;

ΑΜΑΝΤΑ

(με μητρικό ύφος)

Πριν κάνω οτιδήποτε θα ήθελα να ξαπλώσεις. Είπαμε να μην βιαζόμαστε.

Εκείνος την υπακούει σαν καλό παιδί. Ξαπλώνει και πάλι και σκεπάζεται.

ΑΜΑΝΤΑ

(κάθεται δίπλα του στο κρεβάτι)

Πολύ ωραία. Πράγματι πάμε μια χαρά. Πέρασα από τον Πφέντελ. Είναι πολύ ικανοποιημένος. Αύριο, μεθαύριο βγαίνεις και πας στο σπιτάκι σου… χμμμ… μάλλον, θα δούμε που θα πάς προσωρινά.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Σπίτι μου θα πάω Αμάντα. Πρέπει να το τακτοποιήσω.

 

ΑΜΑΝΤΑ

Καλά, θα δούμε.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(την κοιτάζει εξεταστικά)

Φαίνεσαι πολύ ταλαιπωρημένη. Άυπνη και… ανήσυχη… Να με συγχωρείς που ήμουν ο υπαίτιος για…

ΑΜΑΝΤΑ

(Του κλείνει το στόμα με την παλάμη της)

Θα πεις κι άλλες ανοησίες γι αυτό πάψε σε παρακαλώ.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(ανήσυχος)

Πρέπει να μιλήσουμε…

ΑΜΑΝΤΑ

Μα, μιλάμε, τι κάνουμε τώρα;

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(επιμένει)

Αμάντα σήμερα

ΑΜΑΝΤΑ

Ήδη έλαβα τα μέτρα μου… μετά από δω πάω στο σπίτι, κλειδωνόμαστε μέσα και… τι κάνουμε μετά;

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Τηλεφωνούμε στην αστυνομία.

ΑΜΑΝΤΑ

Και τι να πούμε Διονύση; Ότι μας απειλούν άνθρωποι που μας έκλεψαν ένα χειρόγραφο αγνώστου συγγραφέα με αποκρυφιστικό περιεχόμενο που δεν ξέρουμε τι σημαίνει και για ποιο λόγο κινδυνεύουμε; Να πάρω σε κάποιο ψυχιατρείο καλύτερα;

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(πάντα ανήσυχος)

Νομίζω πως πάνω κάτω ξέρω τι λέει το χειρόγραφο αυτό Αμάντα.

Τον κοιτάζει τρυφερά και κουρασμένα.

ΑΜΑΝΤΑ

Τι θα γίνει απόψε; Πες μου αυτό πρώτα.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Θυμάσαι αν ο πατέρας σου είχε κάποια κρύπτη; Κάποιο χώρο μυστικό και αθέατο;

ΑΜΑΝΤΑ

(συνοφρυώνεται)

Υπάρχει το χρηματοκιβώτιο στο γραφείο του.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Όχι, όχι αυτό. Κάποιο άλλο χώρο, κάποιο αθέατο χώρο.

ΑΜΑΝΤΑ

Δεν έχω ιδέα για τι μιλάς.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Αμάντα… θέλω να σου πω… μου αποκαλύφθηκε στο όνειρο… μη με ειρωνευτείς σε παρακαλώ… όσα διάβασα και μελέτησα δεν αρκούσαν… αποκωδικοποιήθηκαν στο όνειρο… μετά τη συνάντηση με εκείνον τον άνθρωπο.

ΑΜΑΝΤΑ

Δηλαδή;

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Υπάρχει μια σοβαρή πιθανότητα ο συγγραφέας του χειρογράφου… να είναι ο πατέρας σου.

Η Αμάντα παγώνει. Ένας ισχυρός πονοκέφαλος την αναγκάζει να μορφάσει και να πιάσει το μέτωπό της. Τα μέλη της μουδιάζουν και ο Διονύσης ανήσυχος την κρατά να μη γείρει.

Παίρνει ένα ποτήρι καθαρό από το κομοδίνο και της βάζει νερό. Η Αμάντα το πίνει και ύστερα από λίγο δείχνει να συνέρχεται.

ΑΜΑΝΤΑ

(κουρασμένα)

Το… το είχα υποπτευθεί… αλλά δεν ήθελα να το πιστέψω… δεν θέλω να το πιστέψω.

Μένουν κάμποση ώρα σιωπηλοί.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Νιώθεις καλύτερα;

Ξαφνικά εκείνη ξεσπά σε ένα δυνατό, παρανοϊκό γέλιο και παρασύρει κι εκείνον. Ο ασθενής ρωτούσε τον επισκέπτη αν είναι καλά… Όταν ηρεμούν αισθάνονται και οι δυο απαλλαγμένοι από ένα μεγάλο βάρος.

ΑΜΑΝΤΑ

Πρέπει να πάω σπίτι. Θα μιλήσουμε ξανά αύριο.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Μισό λεπτό. Όπλο βρήκες;

ΑΜΑΝΤΑ

Νομίζω υπάρχει ένα… Θα το ψάξω.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Ωραία… και να ψάξεις και την κρύπτη.

ΑΜΑΝΤΑ

(παραπονούμενη)

Μα, πού να την ψάξω;

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Ξεκίνα από τη βιβλιοθήκη… ύστερα ίσως στο υπόγειο… ίσως στο υπνοδωμάτιό του… πρέπει να τη βρεις… εκεί υπάρχουν κάποια πράγματα… δεν έχω ιδέα τι είναι… αυτά πάντως αναζητούν…

ΑΜΑΝΤΑ

(ήρεμα)

Εντάξει. Πάω. Κοίτα να αναλάβεις τις δυνάμεις σου. Ο εκδοτικός οίκος Κίναχ σε χρειάζεται. Ξεμείναμε από προσωπικό εκεί πέρα.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(της χαμογελά κολακευμένος)

Μέχρι το βράδυ θα είμαι περδίκι. Θα ζητήσω να…

ΑΜΑΝΤΑ

(τον μαλώνει)

Μην τολμήσεις να βγεις χωρίς την έγκριση του γιατρού… δεν μπορώ να έχω όλα τα μέτωπα ανοιχτέ κε Υφαντή!

Ο Διονύσης συρρικνώνεται απρόθυμα στο κρεβάτι του. Η Αμάντα κάνει να φύγει. Προλαβαίνει να της κρατήσει την παλάμη και την ασπαστεί.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(πολύ τρυφερά)

Να προσέχεις σε παρακαλώ.

ΑΜΑΝΤΑ

(σε αμηχανία)

Θα προσέχουμε… είμαστε πολλοί.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Η Αμάντα οδηγεί προς το σπίτι της. Βρίσκεται σε υπερένταση. Όλα όσα έχουν συμβεί, μια δέσμη γεγονότων, βιωμάτων και κινδύνων περνούν διαρκώς από το μυαλό της.

Είναι νοητικά κουρασμένη. Οι εικόνες διαδέχονται η μια την άλλη.

 

ΕΜΒΟΛΙΜΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΣ ΑΜΑΝΤΑΣ

Το χειρόγραφο, ο μυστηριώδης συγγραφέας, η πιθανότητα να είναι ο πατέρας της!

Μια αρπάγη της σφίγγει τη ψυχή και η οδήγησή της δεν είναι σταθερή. Ερωτήματα, εκατομμύρια ερωτήματα.

Εικόνες από τα νεανικά της χρόνια.

 

ΕΜΒΟΛΙΜΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΣ ΑΜΑΝΤΑΣ

Διάφοροι άνθρωποι να μπαινοβγαίνουν στο σπίτι της, σε παράξενες ώρες και να συναντούν τον πατέρα της. Ακριβά αυτοκίνητα να μαζεύονται κάποια απογεύματα στην πίσω πλευρά του σπιτιού. Άνθρωποι που ήθελαν να περνούν απαρατήρητοι. Άνθρωποι σιωπηλοί σαν σκιές.

ΑΜΑΝΤΑ

(μονολογεί καθώς οδηγεί)

Σε ποια οργάνωση να ανήκες πατέρα; Τι ήταν αυτή η οργάνωση; Ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι; Τι ήθελαν από σένα; Τι ήθελες εσύ απ’αυτούς;

Η αρπάγη σφίγγει πιο δυνατά το μυαλό της.

 

ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΝΗΜΕΣ ΚΑΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΜΑΝΤΑΣ

Συνδέει πράγματα, εμπειρίες, εικόνες… την αρρώστια της μητέρας, τη θλίψη του πατέρα όταν εκείνη έφυγε… την κατάρρευσή του… το θάνατό του από τη συντριβή του…

Και πάλι το χειρόγραφο… τι να ήταν αυτό;

ΑΜΑΝΤΑ

(μονολογεί)

Σίγουρα κάποιος κώδικας… κάτι σημαντικό που το είχες και τώρα το θέλουν… και απειλούν εμένα… και το Διονύση… και ποιους άλλους άραγε;

Η Αμάντα ξεφυσάει, κάνει έναν επικίνδυνο ελιγμό, παραλίγο να τρακάρει.

 

ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΝΗΜΕΣ ΚΑΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΜΑΝΤΑΣ

ο άντρας στη δεξίωση… Ποιος να ήταν; Σίγουρα κάποιος από την οργάνωση του πατέρα… επικίνδυνος, σκοτεινός άνθρωπος… και όταν ανταμώθηκε με τον Διονύση…

ΑΜΑΝΤΑ

(μονολογεί)

Ο Διονύσης κόντεψε να πεθάνει… όλοι κινδυνεύουν… όλοι… γι’αυτό το γαμ… το χειρόγραφο… Μα, τι στο διάολο έχεις κάνει πατέρα; Που μας έχεις μπλέξει;

 

ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΜΑΝΤΑΣ

Η εικόνα του Διονύση την κάνει να ηρεμεί λίγο. Η έκφραση του προσώπου του. Αυτός ο άνθρωπος… τόσα χρόνια κοντά της… να υπάρχουν συναισθήματα που δεν κατάλαβε ποτέ; Δεν τόλμησε ποτέ να της μιλήσει…

Η Αμάντα ζυγώνει το κτήμα και δεν αισθάνεται καλά. Όλο αυτό το κουβάρι σκέψεων την έχει πελαγώσει.

Ξαφνικά αναλογίζεται και τη μοναξιά της.

ΑΜΑΝΤΑ

(μονολογεί, ρωτά τον εαυτό της)

Πόσα χρόνια είσαι μόνη;

Η μαύρη Μπε-Εμ-Βε μπαίνει στο κτήμα και φτάνει ως το μεγάλο υπόστεγο που συνήθως την παρκάρει.

ΑΜΑΝΤΑ

(μονολογεί)

Χρειάζομαι ύπνο… επειγόντως

Βγαίνει από το αυτοκίνητο, κλείνει την πόρτα, νιώθει εκείνον τον ίλιγγο… στηρίζεται από το αυτοκίνητο για να μη σωριαστεί. Το φαινόμενο περνάει, περπατάει ως την πόρτα. Εκεί ευτυχώς την περιμένει ο Δημήτρης. Την πιάνει γερά και την βοηθά να μπει στο σπίτι.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ

Αντρέα! Αντρέα!

Ο Αντρέας, αδελφός του Δημήτρη πλησιάζει. Την πιάνουν μαζί και την ανεβάζουν ως τον πάνω όροφο, στην κάμαρή της.

ΑΜΑΝΤΑ

Καλύτερα είμαι… ευχαριστώ. Λίγο νερό…

Είναι χλωμή και κάθιδρη. Ο Δημήτρης σπεύδει να της φέρει νερό.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(αυτοσυστήνεται)

Είμαι ο Αντρέας, αδελφός του Δημήτρη.

Η Αμάντα του χαμογελά σπασμένα.

Σε λίγο κάνει την εμφάνισή της και η Θεοδώρα, η βοηθός του Δημήτρη που εκτελεί και χρέη καμαριέρας αλλά ενίοτε και μαγείρισσας. Τα τελευταία χρόνια το προσωπικό της έπαυλης είχε συρρικνωθεί στο άκρως απαραίτητο.

ΘΕΟΔΩΡΑ

(ανήσυχη)

Είστε καλά κυρία;

ΑΜΑΝΤΑ

(εξαντλημένη)

Καλά είμαι, ευχαριστώ. Πρέπει να κοιμηθώ

Ο Δημήτρης επιστρέφει με μια κανάτα δροσερό νερό κι ένα ποτήρι. Της δίνει να πιει και κάνει νόημα σε όλους να βγουν από το δωμάτιο.

ΑΜΑΝΤΑ

Δημήτρη…

ΔΗΜΗΤΡΗΣ

Ναι κυρία…

ΑΜΑΝΤΑ

Κάντε όπως σας είπα… κλείστε, μανταλώστε…

ΔΗΜΗΤΡΗΣ

Ναι κυρία…

ΑΜΑΝΤΑ

Και μην με αφήσεις να κοιμηθώ πολύ… σε δυο ώρες να με ξυπνήσεις

ΔΗΜΗΤΡΗΣ

Καλά κυρία…

Δεν είχε δυνάμεις να πει οτιδήποτε άλλο.

Η τελευταία της σκέψη πριν παραδοθεί στον ύπνο ήταν η λυτρωτική στιγμή αποφόρτισης που είχε ζήσει με τον Διονύση στην κλινική. Πόσο όμορφη ήταν εκείνη η στιγμή… αλλά κι εκείνος… πόσο… γλυκός και γενναίος… και πολύτιμος… και…

Ύστερα σκοτάδι…

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο δωμάτιο της κλινικής. Ο Διονύσης αναζητά το ρολόι του και δεν το βλέπει στον καρπό του.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(μονολογεί)

Θα πρέπει να μου το πήραν οι νοσοκόμοι. Που να είναι; Να μάθω την ώρα…

Κοιτάζει για λίγο ολόγυρα κι έπειτα αναρωτιέται.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Πόση ώρα να κοιμόμουν;

Βλέπει το φως να πέφτει στο δωμάτιο. Άρα είναι απόγευμα ακόμη. Ανακουφίζεται. Έρχεται στο μυαλό του η εικόνα της Αμάντας. Αναστατώνεται.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(μονολογεί)

Κοίτα να δεις που αυτό το καταραμένο χειρόγραφο μπορεί να είναι… ο ‘σωτήρας’ μου… αυτό με έφερε τόσο κοντά της… ποιος να το έλεγε…

Το πρόσωπό του σκληραίνει ξαφνικά. Θυμάται πόσο κινδυνεύει εκείνη από τούτο το χειρόγραφο και αποφασίζει να δράσει.

Αίφνης συνειδητοποιεί τη σημασία της απώλειας του λάπτοπ.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(μονολογεί)

Όλες μου οι σημειώσεις ήταν εκεί… Χριστέ μου! Τι να κάνω; Τι μπορώ να κάνω;

ΣΚΕΨΕΙΣ ΔΙΟΝΥΣΗ

Εκείνο που πρέπει να κάνω πριν απ’όλα είναι να σηκωθώ να φύγω από δω μέσα και να πάω στο σπίτι της. Θέλω να είμαι κοντά της. Είμαι καλά, είμαι μια χαρά… δεν έχω τίποτα…

Πετάει τα σκεπάσματα, κάνει να σηκωθεί και μια σφοδρή ζάλη τον καθίζει ξανά στο κρεβάτι. Η ζάλη περνάει.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΔΙΟΝΥΣΗ

Καλά είμαι, περίφημα είμαι… εκείνη κινδυνεύει, εκείνη είναι κλεισμένη στη φωλιά του δράκου και δεν το ξέρει… κι αν το ξέρει καλύτερα να είμαι μαζί της… ό,τι κι αν της συμβεί… θα την προστατέψω…

Κάνει μια δειλή προσπάθεια να σταθεί στα πόδια του. Η ζάλη επιστρέφει πιο δυνατή αλλά τελικά στέκεται και παίρνει μιαν ανάσα.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(μονολογεί)

Σιγά σιγά. Τα ρούχα μου, πού είναι τα ρούχα μου;

Η ντουλάπα ήταν απέναντί του. Προχωρά με διστακτικά βήματα, ανοίγει τη ντουλάπα, βγάζει τα ρούχα του και με αργές κινήσεις αρχίζει να ντύνεται.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(μονολογεί)

Να φύγω από δω μέσα… θέλουν δεν θέλουν εγώ θα φύγω… εκείνη κινδυνεύει κι εγώ σαπίζω στα κρεβάτια…

Και που είναι το ρημαδορολόι μου;

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο πολυτελές γιότ ‘Γλαύκη’, σε κάποιο από τα σαλόνια του. Ο Ντις έχει ανοιχτό μπροστά του το λάπτοπ του Υφαντή και κάτι μελετά. Κάθε τόσο κουνά το κεφάλι του, σμίγει τα φρύδια του, χαμογελά.

ΝΤΙΣ

Χμμ… αυτός ο άνθρωπος είναι έξυπνος… πολλά υποσχόμενος… Ναι… ικανός και έξυπνος… τέτοιοι άνθρωποι μου χρειάζονται… Κρίμα… πολύ κρίμα που θα πρέπει να…

Ακούγεται Βάγκνερ, Πάρσιφαλ, το κινητό του Ντις. Το αναζητά με το βλέμμα του. Βρίσκεται πίσω από το λάπτοπ. Το παίρνει στα χέρια του και κοιτάζει την οθόνη. Μορφάζει με δυσφορία.

ΝΤΙΣ

Τι θέλει ο ηλίθιος;

(δέχεται την κλήση)

Λέγε.

Ακούει και έπειτα χαμογελά ικανοποιημένος.

ΝΤΙΣ

(ξερά)

Συνεχίστε. Και μην με ξαναπάρεις πριν έχετε στα χέρια σας τα αντικείμενα.

(κλείνει τη σύνδεση)

Ηλίθιοι πίθηκοι!

Συγκεντρώνεται ξανά σε όσα διαβάζει στο λάπτοπ.

ΝΤΙΣ

Κρίμα, κάτω από άλλες συνθήκες θα μπορούσες να διαπρέψεις δίπλα μου φίλε μου… Πολύ κρίμα…

Κλείνει την οθόνη.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Ο Επιθεωρητής Ηλιάκης καθισμένος στην καρέκλα του γραφείου του στην υπηρεσία. Τούτη την ώρα μόνος στο γραφείο. Είναι σκεφτικός και δείχνει να εξετάζει όλα τα στοιχεία και τα δεδομένα της υπόθεσης Κίναχ. Στριφογυρίζει στην καρέκλα του για λίγο και έπειτα σηκώνεται και αρχίζει να βαδίζει πέρα δώθε χτυπώντας ένα στυλό στην παλάμη του.

Μονολογεί.

ΗΛΙΑΚΗΣ

Το λάπτοπ… το αφαίρεσαν άγαρμπα από το γραφείο του Υφαντή. Τσαπατσούλικη, βιαστική δουλειά… Οι τύποι ήταν αγχωμένοι… δεν ήταν διαρρήκτες ολκής… μπούκαραν μέσα, βρήκαν αυτό που ήθελαν –κι αυτό δεν ήταν το λάπτοπ- τράβηξαν και το λάπτοπ από τα καλώδια γρήγορα γρήγορα και εξαφανίστηκαν...

Φουσκώνει τα μάγουλά του και κάνει έναν περίεργο ήχο. Κοιτάζει το ρολόι του. Πάει και ξανακάθεται στη θέση του. Κάπου έχει μια κούπα με μπαγιάτικο καφέ. Τη βρίσκει. Πίνει μια γουλιά, τη φτύνει βλαστημώντας.

Μονολογεί.

ΗΛΙΑΚΗΣ

(με θαυμασμό)

Αυτή η Αμάντα… Κίναχ… συγκλονιστική γυναίκα…

Κοιτάζει ξανά το ρολόι του. Σηκώνεται μουρμουρίζοντας από τη θέση του.

ΗΛΙΑΚΗΣ

(μονολογεί)

Που είστε βρε ρεμάλια;

Ξαναβαδίζει νευρικά.

ΗΛΙΑΚΗΣ

Τι ψάχνατε όμως ρε μάγκες στο διαμέρισμα του Υφαντή; Η Κίναχ το ξέρει… είναι σίγουρο… και μου έκανε και την αιφνιδιασμένη… Και ο Υφαντής βέβαια… Μάλιστα…

Ξανακοιτάζει το ρολόι του. Εφτά και δέκα… Κείνη τη στιγμή χτυπά το κινητό του. Ακούγεται ένας ήχος παλιού τηλεφώνου.

ΗΛΙΑΚΗΣ

Έλα Σόνια…

ΦΩΝΗ ΣΟΝΙΑΣ

(σε εγρήγορση)

Έχουμε εξελίξεις.

ΗΛΙΑΚΗΣ

Πες μου.

ΦΩΝΗ ΣΟΝΙΑΣ

Σταμάτησε ένα ταξί. Βγήκε ένας τύπος. Πατούσε και δεν πατούσε στα πόδια του. Μπήκε στο κτήμα.

ΗΛΙΑΚΗΣ

(πάει και κάθεται στη θέση του, τρίβει το σαγόνι του)

Χμμμ…. Αναγνώριση;

ΦΩΝΗ ΣΟΝΙΑΣ

Δεν τον είδαμε καλά αλλά ο μίστερ από δω είναι βέβαιος πως είναι ο Υφαντής. Πριν πάρω στην κλινική να τσεκάρω όμως…

ΗΛΙΑΚΗΣ

Δεν θα πάρεις καμιά κλινική να τσεκάρεις τίποτα.

ΦΩΝΗ ΣΟΝΙΑΣ

Ναι, το φαντάστηκα πως δεν θα το ήθελες.

ΗΛΙΑΚΗΣ

Ο Υφαντής είναι, χίλια τα εκατό…

 

ΦΩΝΗ ΣΟΝΙΑΣ

(μετά από μικρή παύση)

Τι θέλεις να κάνουμε;

ΗΛΙΑΚΗΣ

Βαρεθήκατε να κάθεστε ρε;

ΦΩΝΗ ΣΟΝΙΑΣ

Ε, να σου πω την αλήθεια…

ΗΛΙΑΚΗΣ

Ελπίζω να έχετε πιάσει καλό πόστο…

ΦΩΝΗ ΣΟΝΙΑΣ

Αφανείς και αθέατοι.

ΗΛΙΑΚΗΣ

Μπράβο τα παιδιά μου… έρχομαι κι εγώ… όπου να’ναι να με περιμένετε.

ΦΩΝΗ ΑΛΛΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ

Φέρε και τίποτε φαγώσιμο ‘τσιφ’.

ΗΛΙΑΚΗΣ

(χαμογελώντας)

Πείνασες Γιωργάκη μου;

ΦΩΝΗ ΓΙΩΡΓΟΥ

Και δίψασα τσιφ. Κι εδώ δεν έχει τίποτα. Ερημιά του Θεού.

ΗΛΙΑΚΗΣ

Καλά… θα φέρω τα σχετικά… Μην το κουνήσετε από κει, θα σας τσακίσω!

Κλείνει τη σύνδεση, μονολογεί.

ΗΛΙΑΚΗΣ

Αρχίζουν τα όργανα…

 

ΣΚΗΝΗ [ΟΝΕΙΡΟ]

ΕΞΩΤ. Βρίσκονται σε μια παραλία. Οι δυο τους. Ο πατέρας, νέος ακόμα φορά ένα όμορφο λινό πουκάμισο, δώρο της μητέρας. Χαμογελά. Της προτείνει το χέρι του. Εκείνη, μικρό κορίτσι, τον κρατά σφιχτά και περπατούν στην αμμουδιά. Είναι και οι δυο ξυπόλητοι. Η άμμος είναι ευχάριστα ζεστή, όχι καυτή. Κάποια στιγμή σταματούν. Κοιτούν τη θάλασσα. Από παντού σκουπίδια. Η θάλασσα είχε γεμίσει όλων των ειδών τα σκουπίδια. Ο πατέρας την κοιτά και δεν παύει να χαμογελά.

 

ΟΜΗΡΟΣ ΚΙΝΑΧ

Η θάλασσα γέμισε σκουπίδια… Δεν πειράζει…

Ο αέρας είναι ζεστός, ο ήλιος καίει.

ΟΜΗΡΟΣ ΚΙΝΑΧ

(την κοιτάζει σοβαρά)

Εσύ πρέπει να δεις μακριά, πέρα από τη θάλασσα. Πέρα απ’το καλό και το κακό. Το κατάλαβες;

ΑΜΑΝΤΑ

Ναι μπαμπά.

ΟΜΗΡΟΣ ΚΙΝΑΧ

(επιμένει)

Μακριά. Πέρα απ’το καλό και το κακό...

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Ξυπνά απότομα, είναι ιδρωμένη. Γυρνά το βλέμμα της. Στην πολυθρόνα δίπλα στην μπαλκονόπορτα κάθεται ο Διονύσης. Την παρακολουθεί σιωπηλός.

ΑΜΑΝΤΑ

(με απορία και έκπληξη μαζί)

Διονύση;!

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(σχετικά ήρεμος)

Δεν σε ξύπνησα εγώ πάντως.

ΑΜΑΝΤΑ

Μα… τι… τι κάνεις εδώ;

Αναζητά το ρολόι της.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Είναι περασμένες οχτώ.

 

ΑΜΑΝΤΑ

Μα… γιατί…

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(σηκώνεται από την καρέκλα του, δεν ζαλίζεται)

Φεύγω για να ντυθείς. Έχουμε δουλειά να κάνουμε.

ΑΜΑΝΤΑ

Που…

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Θα σε περιμένω κάτω. Πρέπει να ξεκινήσουμε να ψάχνουμε.

Εκείνη κλείνει για λίγο τα μάτια της και χαμογελά. Έχει χαρεί με την εξέλιξη αυτή.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Το εσωτερικό του υπηρεσιακού αυτοκινήτου. Τρία άτομα. Οδηγός η Σόνια. Συνοδηγός ο Ηλιάκης. Πίσω ο Γιώργος.

Η Σόνια γύρω στα 30, μελαχρινή, αδύνατη, γυμνασμένη με κάπως σκληρή έκφραση. Όταν χαμογελά το πρόσωπό της γλυκαίνει πολύ.

Ο Γιώργος νεότερος, αδύνατος, λιγνός με ήρεμο, καλοκάγαθο πρόσωπο.

Η Σόνια με τον Ηλιάκη πίνουν καφέ, ο Γιώργος απολαμβάνει κάτι φαγώσιμο. Ο Ηλιάκης γυρίζει και του ρίχνει μια ματιά. Έπειτα γυρίζει στη Σόνια.

ΗΛΙΑΚΗΣ

Πώς γίνεται, μού λες;

ΣΟΝΙΑ

Τι πράγμα;

ΗΛΙΑΚΗΣ

(της δείχνει με το κεφάλι του πίσω)

Αυτός εδώ να τρώει τα διπλά από μένα και να μην παίρνει γραμμάριο.

Η Σόνια χαμογελά.

ΓΙΩΡΓΟΣ

Πάω γυμναστήριο.

ΗΛΙΑΚΗΣ

Μεταξύ των γευμάτων;

Γελούν και οι τρεις. Έπειτα ο Ηλιάκης γυρίζει το βλέμμα του στην είσοδο του κτήματος.

ΣΟΝΙΑ

(χτυπάει το τιμόνι ανυπόμονα)

Ησυχία…

ΗΛΙΑΚΗΣ

Υπομονή. Σε λίγη ώρα θα μαζευτούν οι… καλεσμένοι για το πάρτι.

ΣΟΝΙΑ

(απορημένη, γυρίζει και τον κοιτάζει στα μάτια)

Μα, πώς είσαι τόσο σίγουρος;

ΗΛΙΑΚΗΣ

Σε έχω απογοητεύσει ποτέ;

ΓΙΩΡΓΟΣ

(μασουλώντας)

Ποτέ!

ΗΛΙΑΚΗΣ

Τα βλέπεις; Αυτός δεν γκρινιάζει.

ΣΟΝΙΑ

Και ποιοι φαντάζεσαι πως θα’ρθουν;

ΗΛΙΑΚΗΣ

(σουφρώνοντας τα χείλη του)

Κάποιοι που δεν έχουν καθόλου φιλικές προθέσεις.

ΣΟΝΙΑ

Για ποιον; Την Κίναχ;

ΗΛΙΑΚΗΣ

(κάνει και μια σχετική χειρονομία)

Γενικώς.

ΓΙΩΡΓΟΣ

Γενικώς!

Γελούν πάλι όλοι.

ΗΛΙΑΚΗΣ

Δεν παίρνεις κανέναν υπνάκο; Μπορεί μετά να πέσει ξαφνική δουλειά. Σε θέλω φρέσκο.

ΓΙΩΡΓΟΣ

Νόμιζα πως ήθελες να κάνω κάτι άλλο.

ΣΟΝΙΑ

Σαν τι;

ΓΙΩΡΓΟΣ

(ανακάθεται και πλησιάζει το κεφάλι του μπροστά)

Να πάω ας πούμε στην βορινή πλευρά του κτήματος, να κρυφτώ κάπου και να ενημερώνω για τις εξελίξεις. Μπορεί να μπουκάρουν από κει.

Ο Ηλιάκης κοιτάζει τη Σόνια και οι δυο τους τον Γιώργο.

ΣΟΝΙΑ

Ίσως έχει δίκιο.

Ο Ηλιάκης φαίνεται να το σκέφτεται.

ΣΟΝΙΑ

Να καλούσαμε ενισχύσεις;

ΓΙΩΡΓΟΣ

Όχι ενισχύσεις.

ΣΟΝΙΑ

Γιατί;

ΓΙΩΡΓΟΣ

Γιατί είμαστε εδώ στη ζούλα… μπορεί κάποιος να παρακολουθεί τις επικοινωνίες μας… ακόμη και τα κινητά… δεν ξέρεις… μπορεί να έρθουν τίποτε ηλίθιοι ξεσηκώνοντας τον κόσμο και τα γαμ… σόρρυ, τα διαλύσουν όλα.

ΗΛΙΑΚΗΣ

(χαμογελώντας)

Όταν τρώει το iq του μεγαλώνει καμιά δεκαριά μονάδες.

ΣΟΝΙΑ

Μπορεί και είκοσι.

ΓΙΩΡΓΟΣ

Να πάω τσιφ;

ΗΛΙΑΚΗΣ

(ξεφυσώντας)

Προς το παρόν δεν θέλω να είμαστε διασπασμένοι… είμαι σίγουρος πως όποιος έρθει θα έρθει από την μπροστινή πόρτα. Σαν κύριος. Μέχρι που μπορεί να χτυπήσει και το κουδούνι.

ΣΟΝΙΑ

Τη θεωρούν εύκολο θύμα τη Κίναχ ε;

 

ΗΛΙΑΚΗΣ

Τουναντίον. Ξέρουν ότι τους περιμένει. Πιθανολογούν ότι θα οπλοφορεί μάλιστα. Είμαι βέβαιος. Όμως δεν έχουν ανάγκη κάλυψης και παραλλαγής αυτά τα άτομα. Άσε που δεν θα είναι πολλοί.

 

ΣΟΝΙΑ

Πέντε – έξι;

ΗΛΙΑΚΗΣ

Το πολύ.

ΣΟΝΙΑ

(συμβιβαζόμενη)

Άρα περιμένουμε.

ΓΙΩΡΓΟΣ

Περιμένουμε.

ΗΛΙΑΚΗΣ

Περιμένουμε.

Από τον καθρέφτη του οδηγού ο επιθεωρητής βλέπει τον Γιώργο να γέρνει το κεφάλι του στην πλάτη του καθίσματος. Σε δευτερόλεπτα τον είχε πάρει.

Οι άλλοι δυο κουνούν τα κεφάλια τους και χαμογελούν.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Το μεγάλο δωμάτιο που βρίσκεται το γραφείο του Όμηρου Κίναχ και η βιβλιοθήκη του. Στην ουσία πρόκειται για μια ενιαία βιβλιοθήκη που φτάνει ως το ταβάνι και καλύπτει όλους τους τοίχους του γραφείου. Υπάρχουν χιλιάδες βιβλία, εγκυκλοπαίδειες, χάρτες, υδρόγειοι, τα πάντα.

Ο Διονύσης και η Αμάντα έχουν χωριστεί και ψάχνουν βιβλίο προς βιβλίο για κάποιο μοχλό ή πάνελ ή κάτι που να μπορεί να ενεργοποιήσει κάποιο μηχανισμό για την κρύπτη.

Έχουν απελπιστεί.

ΑΜΑΝΤΑ

(με θυμό χτυπά μια σειρά από βιβλία)

Τίποτα!

 

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(στην απέναντι πλευρά)

Τίποτα κι εδώ!

 

ΑΜΑΝΤΑ

Τι ώρα είναι;

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Δεν ξέρω… κάπου εννιάμιση…

ΑΜΑΝΤΑ

(ξεφυσώντας)

Να πάμε στο υπόγειο.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Αυτό θα έλεγα κι εγώ.

ΑΜΑΝΤΑ

Ίσα που προλαβαίνουμε.

Κείνη τη στιγμή εμφανίζεται στο κατώφλι του δωματίου ο Δημήτρης.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ

Κυρία, θέλετε καμιά βοήθεια;

ΑΜΑΝΤΑ

Όχι Δημήτρη, ευχαριστώ. Όλα ήσυχα;

ΔΗΜΗΤΡΗΣ

Όλα.

ΑΜΑΝΤΑ

Μήπως να στέλναμε τη Θεοδώρα στους γονείς της Δημήτρη;

ΘΕΟΔΩΡΑ

(ξεπροβάλλει ξαφνικά και στέκεται δίπλα στο Δημήτρη)

Η Θεοδώρα δεν πάει πουθενά.

ΑΜΑΝΤΑ

(χαμογελώντας)

Είσαι σίγουρη; Είστε όλοι σίγουροι; Φοβάμαι μήπως…

ΔΗΜΗΤΡΗΣ

(αποφασιστικά)

Δεν πάμε πουθενά κυρία. Δεν φεύγουμε από το σπίτι μας. Όποιος θελήσει ας έρθει. Θα τον υποδεχτούμε όπως του πρέπει!

ΑΝΤΡΕΑΣ

(εμφανίζεται στη συντροφιά)

Κι εγώ θα μείνω αφού γι αυτό ήλθα

ΑΜΑΝΤΑ

(συγκινημένη)

Σας ευχαριστώ όλους… σας ευχαριστώ πολύ!

ΔΗΜΗΤΡΗΣ

Είναι και ο φίλος μου εδώ, ο Σάββας.

Η Αμάντα είναι έτοιμη να βάλει τα κλάματα.

ΘΕΟΔΩΡΑ

(πεισματικά)

Γιατί κυρία; Έτσι δεν είναι μια οικογένεια; Όλοι μαζί στο καλό και στο κακό!

Όλοι τους κατένευσαν ενώ η Αμάντα αποσβολώθηκε.

ΑΜΑΝΤΑ

(σα να τη χτύπησε κεραυνός)

Τι… για ξαναπέστο αυτό Θεοδώρα

ΘΕΟΔΩΡΑ

Ποιο κυρία;

ΑΜΑΝΤΑ

Το τελευταίο.

ΘΕΟΔΩΡΑ

Μαζί, στο καλό και στο κακό. Και τώρα σας αφήνω. Πάω στην κουζίνα. Θα σας ετοιμάσω κάτι ελαφρύ.

Μαζί της έφυγαν σιγά σιγά και οι άλλοι.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(πλησιάζει την Αμάντα που έχει ακινητοποιηθεί)

Αμάντα! Τι συμβαίνει;

ΑΜΑΝΤΑ

(μηχανικά)

Στο καλό και στο κακό…

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(απορημένος)

Ε και λοιπόν;

ΑΜΑΝΤΑ

(στα πρόθυρα μιας μεγάλης αποκάλυψης, με δυνατή φωνή)

Πέρα απ’το καλό και το κακό!

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Αμάντα… τι έπαθες;

ΑΜΑΝΤΑ

Το όνειρο… το όνειρο που είδα…

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(κάπως ανήσυχος)

Ποιο όνειρο;

Η Αμάντα του διηγείται εν συντομία το όνειρο με τον πατέρα της στην παραλία. Ο Διονύσης σμίγει τα φρύδια.

ΑΜΑΝΤΑ

Και μετά τον πατέρα η Θεοδώρα… σύμπτωση;

ΔΟΝΥΣΗΣ

(σκαλίζοντας το μυαλό του)

Να δεις μακριά… πέρα απ’το καλό και το κακό.

ΑΜΑΝΤΑ

Ναι… έτσι μου είπε…

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(σε έξαψη)

Το έργο του Νίτσε!

ΑΜΑΝΤΑ

(ανοίγει διάπλατα τα μάτια)

Πέρα απ’το καλό και το κακό!

Τον αγκαλιάζει ενθουσιασμένη. Ο Διονύσης ριγά.

ΑΜΑΝΤΑ

(απολογητικά, απομακρύνεται απότομα)

Συγ… συγνώμη…

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(σε αμηχανία αλλά και αναστάτωση από την επαφή)

Να… να βρούμε…

ΑΜΑΝΤΑ

Ναι, να βρούμε το Νίτσε.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(ακόμη επηρεασμένος)

Μπράβο. Το βιβλίο του… έχεις ιδέα;

ΑΜΑΝΤΑ

(κι εκείνη στην ίδια διάθεση)

Πάμε, είναι στο μέσα δωμάτιο, ξέρω που.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο αναγνωστήριο.

Tο μέσα δωμάτιο ήταν ο χώρος που είχε φτιάξει ο Όμηρος Κίναχ ως αναγνωστήριο. Εκεί υπήρχαν σε προθήκες και ράφια που έφταναν ως την οροφή τα περισσότερα και καλύτερα βιβλία του. Μερικά ήταν πολύ σπάνια, αληθινά αποκτήματα ανεκτίμητης αξίας. Στο κέντρο του χώρου υπήρχε μια μεγάλη τράπεζα με πορτατίφ για ανάγνωση.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Που είναι τα έργα του Νίτσε;

 

ΑΜΑΝΤΑ

Ξέρω που είναι.

Η Αμάντα προσανατολίζεται αμέσως. Το ράφι είναι στο ύψος των ματιών της, στα δεξιά της. Φιλοξενούνται εκεί όλα τα βιβλία του μεγάλου Γερμανού φιλοσόφου στη σειρά.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Είναι στα γερμανικά.

ΑΜΑΝΤΑ

Υπάρχουν και τα ελληνικά.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Όχι, αυτά θα είναι. Ποιο είναι το δικό μας;

ΑΜΑΝΤΑ

Μισό λεπτό… Να’το… αυτό είναι: Jenseits von Gut und Böse

Ένα λεπτό, κόκκινο βιβλίο. Η ράχη του είναι κάπως φθαρμένη.

ΑΜΑΝΤΑ

Είναι παλιά έκδοση.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Να το βγάλουμε;

ΑΜΑΝΤΑ

Ας το βγάλουμε λοιπόν!

Η Αμάντα απλώνει το χέρι της, πιάνει το στριμωγμένο παλιό βιβλίο και αρχίζει να το τραβάει προς τα έξω.

ΑΜΑΝΤΑ

(απογοητευμένη)

Δεν βγαίνει! Σα να έχει κολλήσει.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(πλησιάζει περισσότερο)

Να δοκιμάσω κι εγώ;

ΑΜΑΝΤΑ

Περίμενε… υπάρχει κάτι εδώ… στο πάνω μέρος… σαν… σαν διακόπτης… σαν μοχλός… κάτι τέτοιο

Η καρδιά και των δυο πήγαινε να σπάσει.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Πάτησέ το… ή τράβηξέ το.

Η Αμάντα δεν δίστασε. Ο ήχος αρχικά τους τρόμαξε και πισωπάτησαν. Όλο το έπιπλο τραντάχτηκε, μερικά βιβλία που ήταν χαλαρά έγειραν και η βιβλιοθήκη άρχισε να κυλάει με θόρυβο προς τα δεξιά!

Έχουν μείνει άφωνοι.

Κάποια στιγμή η βιβλιοθήκη ακινητοποιείται. Μπροστά τους αποκαλύπτεται μια εντοιχισμένη θύρα.

ΑΜΑΝΤΑ

(με γουρλωμένα μάτια)

Η κρύπτη!

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(σα μαγεμένος)

Ώστε λοιπόν… υπάρχει!

Ο χώρος δεν είναι για δυο άτομα. Πλησιάζει η Αμάντα τη θύρα και την σπρώχνει. Τίποτα. Ασκεί μεγαλύτερη δύναμη. Και πάλι τίποτα.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(δείχνει κάτι σαν εσοχή στη μέση της θύρας)

Τι είναι αυτό;

Η Αμάντα σκύβει. Μια εσοχή και πάνω της κάτι σαν πληκτρολόγιο παλαιάς τεχνολογίας. Μονάχα που δεν έχει αριθμούς αλλά γράμματα.

ΑΜΑΝΤΑ

(απογοητευμένη)

Ο πατέρας έκανε το θαύμα του. Θέλει κωδικό!

Ο Διονύσης παίρνει τη θέση της και σκύβει να δει καλύτερα την όλη κατασκευή. Θα πρέπει να αποτελούσε ιδιόμορφη πατέντα κάποιας άλλης εποχής. Τα γράμματα είναι του ελληνικού αλφαβήτου χαραγμένα πάνω σε περιστρεφόμενους κυλίνδρους. Και είναι δώδεκα.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(αποκαμωμένος)

Χρειαζόμαστε έναν δωδεκαψήφιο κωδικό.

Κάθονται και οι δυο στις καρέκλες του αναγνωστηρίου. Η Αμάντα ξαφνικά νιώθει πολύ κουρασμένη.

Ο Διονύσης σκέφτεται πυρετωδώς αναζητώντας κάτι μέσα στο μυαλό του που θα μπορούσε να βοηθήσει.

ΑΜΑΝΤΑ

(θλιμμένη)

Τι σκέφτεσαι;

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Σκέφτομαι… γενικώς…

ΑΜΑΝΤΑ

(χτυπάει τη γροθιά της στο τραπέζι)

Ψύλλους στ’άχυρα… και φτάσαμε τόσο κοντά.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Τι ώρα είναι;

ΑΜΑΝΤΑ

Α, έχω το ρολόι σου ξέρεις…

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(χαρούμενος)

Ναι; Δόξα στο Γιαραμπή!

ΑΜΑΝΤΑ

(με ένοχο ύφος)

Μόνο που δεν ξέρω που το έχω κρύψει…

 

Κοιτάζονται για μια στιγμή και έπειτα ξεσπούν σε βροντώδη γέλια.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(εγκάρδια)

Δεν πειράζει. Θα πρέπει να είναι περίπου δέκα.

ΑΜΑΝΤΑ

Τι κάνουμε τώρα Διονύση;

Γυρίζει και την κοιτάει. Είναι αληθινά, πιο όμορφη από ποτέ. Είχε την έντονη παρόρμηση να τη φιλήσει. Να κάνει επιτέλους αυτό που ονειρευόταν τόσα χρόνια. Θέλει να τη γευτεί. Την ποθεί όσο τίποτε άλλο.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(απωθώντας αυτές τις σκέψεις)

Σκεφτόμαστε… τι άλλο;

ΑΜΑΝΤΑ

(υπάκουα)

Μάλιστα…

Βυθίζονται και οι δυο στη σιωπή.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Μέσα στο υπηρεσιακό αυτοκίνητο. Η Σόνια και ο Ηλιάκης είναι σιωπηλοί. Ο Γιώργος πίσω κοιμάται.

ΗΛΙΑΚΗΣ

Ώρα;

ΣΟΝΙΑ

Μισό… Δέκα και δέκα.

ΗΛΙΑΚΗΣ

Μάλιστα…

Απόλυτο σκοτάδι ολόγυρα. Ο επιθεωρητής δεν έχει καλό προαίσθημα. Δεν κουνιέται φύλλο. Ξαφνικά αισθάνεται σαν εγκλωβισμένος ναύτης σε υποβρύχιο.

ΣΟΝΙΑ

(γυρίζει και τον κοιτάζει με ιδιαίτερο ύφος)

Να σε ρωτήσω κάτι; Μου επιτρέπεις;

Ο Ηλιάκης γυρίζει και κοιτάει τη Σόνια. Μέσα σ’αυτή την ατμόσφαιρα έχει μια παράξενη όψη. Κάπως απόκοσμη.

Στο πίσω κάθισμα ο Γιώργος ροχαλίζει.

ΗΛΙΑΚΗΣ

(κοιτάζει τον Γιώργο και μετά τη Σόνια ξανά)

Μακάριοι…

ΣΟΝΙΑ

(χαμογελώντας)

Είναι το καλύτερο παιδί στην Υπηρεσία.

Ο επιθεωρητής παρατηρεί κάποιο κόμπο στη φωνή της.

ΗΛΙΑΚΗΣ

Λες να μην το ξέρω; Γιατί τον πήρα δίπλα μου;

Εκείνη τον κοιτάζει σχεδόν με ευγνωμοσύνη. Και για τον Γιώργο και για τον εαυτό της.

ΗΛΙΑΚΗΣ

(αλλάζοντας θέμα)

Λοιπόν, κάτι ήθελες να με ρωτήσεις.

ΣΟΝΙΑ

(με περιέργεια και ενδιαφέρον)

Ναι… πες μου… πώς τα ξέρεις όλα τούτα;… εννοώ… πώς τόσο γρήγορα… χωρίς στοιχεία… να έρθουμε εδώ, να περιμένουμε κάποιους… επίσημα δεν έχουμε υπόθεση…

ΗΛΙΑΚΗΣ

Και ούτε θα έχουμε… αν δεν αρχίσει η δράση.

ΣΟΝΙΑ

(επιμένει)

Θα μου πεις;

ΗΛΙΑΚΗΣ

(βγάζει ένα πακέτο με τσιγάρα από την τσέπη του)

Θα σου πω.

ΣΟΝΙΑ

Θα καπνίσεις ε; Να ανοίξω το παράθυρο.

ΗΛΙΑΚΗΣ

Άσε θα ανοίξω το δικό μου

Μια κίνηση που σε λίγη ώρα θα αποδεικνυόταν ολέθριο σφάλμα.

ΗΛΙΑΚΗΣ

Μπας και θέλεις κι εσύ ένα;

ΣΟΝΙΑ

Δεν έχω καπνίσει ποτέ.

ΗΛΙΑΚΗΣ

Ναι, το ξέρω. Έτσι το είπα.

ΣΟΝΙΑ

(τον μαλώνει)

Καθυστερείς!

ΗΛΙΑΚΗΣ

Από πού ν’αρχίσω… ας αρχίσω από παλιά… από πολύ παλιά… δηλαδή από πάρα πολύ παλιά

ΣΟΝΙΑ

(τον μαλώνει και πάλι… διαλέγοντας το ‘Πάνο’ που δεν του αρέσει να τον φωνάζουν)

Πάνο!

ΗΛΙΑΚΗΣ

(σηκώνει τα χέρια σα να λέει, ‘εντάξει, εντάξει’… ανάβει και το τσιγάρο του)

Έχεις ακούσει για τη Μεγάλη Πνοή του Ενός;

ΣΟΝΙΑ

(σα να έχει ακούσει κάτι εντελώς εξωφρενικό)

Τι πράγμα;

ΗΛΙΑΚΗΣ

(παίρνει μια ρουφηξιά και ανακάθεται)

Λοιπόν, άκου… κάπου στο μεσαίωνα, στην ανατολή… δηλαδή στα βάθη της ανατολής κάποιοι άνθρωποι, σοφοί άνθρωποι, των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών… μαζεύτηκαν και αποφάσισαν να ιδρύσουν μια… ας την πούμε μυστική οργάνωση… την ονόμασαν Η Μεγάλη Πνοή του Ενός

ΣΟΝΙΑ

(σχεδόν με χλευαστικό τόνο)

Τι μου λες τώρα;

ΗΛΙΑΚΗΣ

Αν πρόκειται να κοροϊδεύεις σταματάω κοπελιά.

ΣΟΝΙΑ

Συγνώμη, συγνώμη… λοιπόν… μισό λεπτό… διευκρίνιση.

ΗΛΙΑΚΗΣ

Ναι…

ΣΟΝΙΑ

Οι τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες είναι ο Χριστιανισμός…

ΗΛΙΑΚΗΣ

…Κατά σειρά, Ιουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Ισλάμ…

ΣΟΝΙΑ

Μάλιστα. Οκ… λοιπόν;

ΗΛΙΑΚΗΣ

Λοιπόν, η οργάνωση αυτή είχε ένα βασικό στόχο… την ηθική αποκατάσταση ενός ξεπεσμένου και διεφθαρμένου κόσμου.

ΣΟΝΙΑ

Να μας σώσουν ήθελαν κι αυτοί δηλαδή.

ΗΛΙΑΚΗΣ

Περίπου. Μην διακόπτεις συνέχεια. Περνάει η ώρα.

ΣΟΝΙΑ

Ναι, να με συγχωρείς.

ΗΛΙΑΚΗΣ

Λοιπόν, για να φτιάξεις μια τέτοια οργάνωση θα πρέπει να έχεις χρήμα. Ανθρώπους και χρήμα. Στα λέω εν συντομία… Και άνθρωποι υπήρχαν και χρήμα βρέθηκε. Η έδρα της οργάνωσης βρισκόταν σε κάποια ξεχασμένη πόλη της νοτιο-ανατολικής Τουρκίας. Κάπου κοντά στην Ισσό. Εκεί που έγινε η δεύτερη μεγάλη μάχη του Αλέξανδρου…

ΣΟΝΙΑ

Πόσες μάχες δηλαδή έκανε ο Αλέξανδρος;

ΗΛΙΑΚΗΣ

(αγανακτισμένος)

Από ιστορία βλέπω χαίρε σκότος και μεσονύχτι χαίρε, ανθυπαστυνόμε… Μάχες έδωσε πολλές ο Αλέξανδρος κόρη μου, οι τρεις πρώτες ήταν οι καθοριστικές. Γρανικός, Ισσός και Γαυγάμηλα… Οκ;

ΣΟΝΙΑ

(χαμογελάει)

Ενημερώθηκα ‘μπαμπά’. Εντάξει.

ΗΛΙΑΚΗΣ

(κάνει ένα μορφασμό και συνεχίζει)

Λοιπόν… Γιατί επέλεξαν αυτή την πόλη ως έδρα; Γιατί πίστευαν πως εκεί, πριν τη μάχη της Ισσού, ο Μέγας Αλέξανδρος είχε οργανώσει εκείνος πρώτος μια μυστική ομάδα, μια ομάδα καταδρομών ας πούμε για ειδικές αποστολές. Τους έλεγε ‘πτηνούς’. Ήταν κάτι… κάτι ας πούμε σαν τους νίντζα… είχαν ειδική εκπαίδευση, ελαφρύ οπλισμό και ήταν αθέατοι, σαν σκιές. Έμπαιναν ας πούμε στη σκηνή σου το βραδάκι, σου κόβανε το λαιμό κι εξαφανίζονταν ως που να πεις κύμινο… γιατί γέλασες;

ΣΟΝΙΑ

(γελώντας νευρικά)

Συγνώμη… αυτή η φράση… την έλεγε ο πατέρας μου.

ΗΛΙΑΚΗΣ

Ποια φράση;

ΣΟΝΙΑ

Ως που να πεις κύμινο.

ΗΛΙΑΚΗΣ

Υπονοείς κάτι για την ηλικία μου ανθυπαστυνόμε;

ΣΟΝΙΑ

(συνεχίζει το νευρικό γέλιο για λίγο)

Όχι, όχι… συνέχισε, μου αρέσει.

ΗΛΙΑΚΗΣ

Αυτοί οι μάγκες λοιπόν υποτίθεται ότι θα συνέχιζαν την παράδοση του Αλέξανδρου. Δημιούργησαν μια μυστική αδελφότητα. Εξωτερικά είχε αυτό το στόχο που σου είπα. Στον εσωτερικό πυρήνα όμως υπήρχαν άλλοι στόχοι. Πολιτικοί. Και οικονομικοί. Και δολοφονικοί.

ΣΟΝΙΑ

Η γνωστή ιστορία από την αρχαιότητα πάει να πει.

ΗΛΙΑΚΗΣ

Ακριβώς.

ΣΟΝΙΑ

Χρήμα, εξουσία και άγιος ο θεός.

ΗΛΙΑΚΗΣ

Θα πεις κι άλλα;

ΣΟΝΙΑ

Όχι, συνέχισε.

ΗΛΙΑΚΗΣ

Να μην στα πολυλογώ… αυτή η οργάνωση κάποτε παρήκμασε και διαλύθηκε αλλά όταν ήρθε ο Ατατούρκ στα πράγματα υποτίθεται ότι την επανασύστησε. Την οργάνωσε εκ νέου, την χρηματοδότησε και όλα τα σχετικά… Δεν μπορώ να σου πω με βεβαιότητα ότι ήταν ο ίδιος από πίσω. Έτσι λένε κάποιοι. Και ο σκοπός ήταν πάλι ο ίδιος… όποιος δεν μας αρέσει τον βγάζουμε από τη μέση… τους αδελφούς τους προωθούμε, τους εχθρούς τους τσακίζουμε… εν περιλήψει…

ΣΟΝΙΑ

Ασασίνοι δηλαδή…

ΗΛΙΑΚΗΣ

(κουνώντας το κεφάλι του)

Χμμ…

ΣΟΝΙΑ

Μασόνοι;

ΗΛΙΑΚΗΣ

Χμμ… όχι… μην μπλέκουμε τους Μασόνους…

ΣΟΝΙΑ

Καλά, δεν τους μπλέκουμε. Ποιους μπλέκουμε;

ΗΛΙΑΚΗΣ

Τον Όμηρο Κίναχ ας πούμε;

Η Σόνια γυρίζει και καρφώνει το βλέμμα της πάνω του. Ακόμα και μέσα στο σκοτάδι το ένιωσε να τον διαπερνάει. Πετάει τη γόπα του και ανάβει αμέσως άλλο.

ΣΟΝΙΑ

Ο Κίναχ;! Έτσι ε;

ΗΛΙΑΚΗΣ

Ναι.

ΣΟΝΙΑ

Μα, πως το ξέρεις αυτό;

ΗΛΙΑΚΗΣ

Ας πούμε ότι για μια περίοδο είχα περάσει και από άλλα κλιμάκια… άλλες υπηρεσίες της πατρίδας μας…

ΣΟΝΙΑ

ΕΥΠ; Ήσουν στην ΕΥΠ;

ΗΛΙΑΚΗΣ

Αυτή την ερώτηση κάνω ότι δεν την άκουσα.

ΣΟΝΙΑ

Οκ… πάμε παρακάτω…

ΗΛΙΑΚΗΣ

Όταν ήρθε ο Κίναχ στην Ελλάδα είχε χρήματα… πολλά χρήματα. Ίδρυσε αυτόν τον Εκδοτικό Οίκο και…

ΣΟΝΙΑ

Λειτουργούσε ως βραχίονας στην Ελλάδα.

ΗΛΙΑΚΗΣ

Κάπως έτσι.

ΣΟΝΙΑ

(έχει γυρίσει το σώμα της και τον κοιτάζει με ενδιαφέρον)

Και μετά;

ΗΛΙΑΚΗΣ

Μετά τα πράγματα θολώνουν κάπως… Ιδιαίτερα μετά το θάνατο της γυναίκας του… την έχασε από καρκίνο πολύ νέα. Τότε συνέβη κάτι που έσπασε τους δεσμούς του με την υπόλοιπη ηγετική ομάδα της Οργάνωσης. Όχι αμέσως όμως. Σταδιακά. Και άρχισαν τα παραστρατήματα. Από κει και πέρα δεν ξέρω να σου πω την αλήθεια. Μετά το θάνατό του –που ακόμα αποτελεί μυστήριο αν θες τη γνώμη μου- τα πράγματα ηρέμησαν… τώρα αναζωπυρώθηκαν… κάτι ψάχνουν αυτά τα καλόπαιδα… οι παλιοί του αδελφοί και σύντροφοι… κάτι που θέλουν οπωσδήποτε και θα περάσουν πάνω από το πτώμα της Αμάντας και οποιουδήποτε βρεθεί στο δρόμο τους για να το αποκτήσουν.

ΣΟΝΙΑ

Χμμ… κάτι είχε… έχει δηλαδή ο Κίναχ… η κόρη του πλέον που μπορεί να τους ξεμπροστιάσει;

ΗΛΙΑΚΗΣ

Αυτό πιστεύω.

ΣΟΝΙΑ

Πω, πω… κανονική ταινία… Βρε που έμπλεξε η γυναίκα…

ΗΛΙΑΚΗΣ

Υπάρχουν βέβαια πολλά που δεν σου έχω πει και ακόμη πολλά περισσότερα που δεν ξέρω. Όλα αυτά βρίσκονται μέσα σε ομίχλη… καταλαβαίνεις… σκοτεινά παρασκήνια, ατομικά συμφέροντα, υπηρεσίες που εμπλέκονται… κι ακόμη αρχαίες λατρείες, μαγεία, τελετές, χίλια δυο… ποιος ξέρει… το βέβαιο είναι πως…

Ο επιθεωρητής δεν προλαβαίνει να αποσώσει τη φράση του. Αυτό που μπόρεσε να δει η Σόνια ήταν δυο γαντοφορεμένα χέρια να χώνονται από το ανοιχτό του παράθυρο και να του περνάνε μια πετονιά στο λαιμό.

Η Σόνια βγάζει το όπλο από τη ζώνη αλλά πριν προλάβει να κάνει οτιδήποτε η πόρτα της ανοίγει και κάποιος την αρπάζει από το λαιμό και την σέρνει έξω κλείνοντάς της το στόμα.

Την ίδια στιγμή κάποιος άλλος, φυτεύει μια σφαίρα στο μέτωπο του κοιμισμένου Γιώργου. Ακούγεται απλά ένα ‘παφ’ από τον σιγαστήρα και ο νεαρός αρχιφύλακας δεν πρόκειται να ξυπνήσει ποτέ πλέον σ’αυτόν τον μάταιο κόσμο.

 

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Ο Διονύσης και η Αμάντα μαζί στο αναγνωστήριο του Όμηρου Κίναχ. Κάθονται δίπλα δίπλα σιωπηλοί κοντά στην κρύπτη.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΔΙΟΝΥΣΗ

Ο Διονύσης στοχάζεται τη ζωή του. Αισθάνεται πως τώρα ζει μια πολύ μεγάλη στιγμή, μια ιερή στιγμή από αυτές που σπάνια εμφανίζονται στη ζωή ενός ανθρώπου. Δεν είναι απλά ερωτευμένος με την Αμάντα, την αγαπά. Χρόνια τώρα. Αναρωτιέται αν θα μπορέσει να ζήσει μαζί της, αν είναι άξιός της… την κοιτάζει και του φαίνεται σαν ψέματα.

ΑΜΑΝΤΑ

(ξαφνικά σπάει τη σιωπή)

Σκέφτομαι τον Πφέντελ

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(χαμογελώντας)

Τηλεφώνησε;

ΑΜΑΝΤΑ

Από την πρώτη στιγμή. Ευτυχώς η Θεοδώρα είναι καλά… προπονημένη… τον γέμισε ασάφειες και θολούρες…

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(την πλησιάζει, έχει ένα κόμπο στο λαιμό)

Δηλαδή το ήξερες;

ΑΜΑΝΤΑ

Ότι θα το σκάσεις από την κλινική και θα έρθεις; Το ήλπιζα… Είμαι ένα τέρας εγωισμού ε;

Ο Διονύσης χαμογέλασε γλυκά.

ΑΜΑΝΤΑ

(πιο σοβαρά)

Ξέρεις… σκεφτόμουν… τον πατέρα. Μου φαίνεται φοβερό να μην γνωρίζεις σχεδόν τίποτε για τον άνθρωπο που σε γέννησε και σε μεγάλωσε… ότι παραμένουμε άγνωστοι… άγνωστοι ως το τέλος… μου φαίνεται τραγικό… και άδικο…

Ο Διονύσης μένει σιωπηλός και την ακούει με μεγάλη προσοχή.

ΑΜΑΝΤΑ

Κάποιες φορές είχα μέσα μου ένα περίεργο συναίσθημα. Από μικρή… πως ο πατέρας ήταν αυτό αλλά και κάτι άλλο… ήταν έτσι αλλά και αλλιώς… ήταν άνθρωπος του πνεύματος και της γνώσης αλλά και… ας πούμε της δράσης… της σκληρής, αρνητικής δράσης… αυτής που ίσως στοιχίζει ζωές σε άλλους ανθρώπους… αλλά αυτά ήταν προαισθήματα, μικρές φωνούλες, σκιές… περνούσαν, έφευγαν… έμενε ο πατέρας, ο μόνος άνθρωπος που είχα… ο μόνος δικός μου άνθρωπος…

Έχει βουρκώσει και η φωνή της είχε σπάσει. Σκουπίζει τα μάτια της και συνεχίζει. Θέλει να μιλήσει και νιώθει εμπιστοσύνη δίπλα στο Διονύση.

ΑΜΑΝΤΑ

Τώρα διαπιστώνω ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν μπλεγμένος σε κάτι πολύ διαφορετικό… ήταν… δεν ξέρω τι ήταν… πάντως ό,τι κι αν είχε κάνει, όποιος κι αν ήταν το πλήρωσε πολύ ακριβά… χάθηκε τόσο πρόωρα η μητέρα… ρημάχτηκε  δική του ζωή, πέθανε μισότρελος και ξεχασμένος σχεδόν απ’όλους… και γεμάτος χρέη… ένας θεός ξέρει… κι εσύ βέβαια… τι αγώνα έκανα να μην μας πάρουν κι αυτό το σπίτι…

Τη νιώθει να τρέμει. Δεν ξέρει αν πρέπει να της προσφέρει το χέρι του ή την αγκαλιά του. Αποφασίζει προς στιγμήν να μην κάνει καμιά βιαστική κίνηση.

Εκείνη γυρίζει και τον κοιτάζει με υγρά μάτια και ύφος θλιμμένο.

ΑΜΑΝΤΑ

(τον κοιτάζει με υγρό βλέμμα)

Έχεις αλλάξει γνώμη για μένα τώρα που… συμβαίνουν όλα τούτα;

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(με έντονο χτυποκάρδι)

Ποια;

ΑΜΑΝΤΑ

Να… όλα αυτά… με το χειρόγραφο… το μυστηριώδες παρελθόν του πατέρα… εμένα…

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Εσένα; Εσύ… εσύ είσαι…

ΑΜΑΝΤΑ

(διψασμένη για να ακούσει)

Τι; Τι είμαι εγώ;

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(τρομερά αναστατωμένος)

Εσύ είσαι η γυν…

Δεν πρόλαβε να πει τίποτε άλλο πριν βυθιστούν τα πάντα στο σκοτάδι.

 

ΣΚΗΝΗ

 

ΕΣΩΤ. Μέσα στο αναγνωστήριο. Απόλυτο σκοτάδι.

Ο Διονύσης ακούει την ακανόνιστη ανάσα της Αμάντας.

ΑΜΑΝΤΑ

Διονύση…

 

ΔΙΟΝΥΣΗ

Εδώ είμαι.

Τον κρατά από το μπράτσο σφιχτά.

ΑΜΑΝΤΑ

Ήρθαν;

 

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Δεν ξέρω… ας είμαστε σιωπηλοί…

Περνούν μερικά λεπτά απόλυτης, βαθιάς σιωπής. Οι φλέβες τους βροντοχυπούν.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(με όσο περισσότερη ηρεμία μπορεί)

Πρέπει να παραμείνουμε ψύχραιμοι… και αθόρυβοι…

Της χαϊδεύει το χέρι.

ΑΜΑΝΤΑ

(μέσα απ’τα δόντια της)

Ναι…

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Κοίταξε… θα μείνεις εδώ… κρύψου… κάτω από το τραπέζι… ναι… μπες από κάτω και… θα πάω σιγά σιγά να δω τι γίνεται…

 

ΑΜΑΝΤΑ

Οι άλλοι… που είναι; Ο Δημήτρης, η Θεοδώρα…

 

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Θα πάω να δω… έχεις πουθενά κανένα φακό;

ΑΜΑΝΤΑ

Εδώ μέσα όχι… στην κουζίνα έχει… ο Δημήτρης τα ξέρει αυτά…

 

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Καλά… δεν πειράζει… θα προσανατολιστώ…

Τον κρατά σφιχτά από το μπράτσο.

ΑΜΑΝΤΑ

Μην πας… μείνε εδώ… μαζί μου.

 

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Πρέπει… μη φοβάσαι… θα προσέχω… μπες κάτω απ’το τραπέζι

ΑΜΑΝΤΑ

(επαναστατεί)

Για το Θεό Διονύση, δεν θα μπω κάτω απ’το τραπέζι! Θα έρθω μαζί σου… εδώ είναι το σπίτι μου… μην το ξεχνάς!

Ο Διονύσης αναστενάζει.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Πάμε λοιπόν… σιγά σιγά… βήμα βήμα… εγώ μπροστά…

Αρχίζουν να βαδίζουν προς το άλλο δωμάτιο, το γραφείο του Όμηρου Κίναχ.

Μέσα από το κατασκότεινο σπίτι δεν ακούγεται τίποτα.

Περνούν την ανοιγμένη βιβλιοθήκη και μπαίνουν στο γραφείο. 

Σιγά σιγά φτάνουν στο κατώφλι.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(ψιθυριστά)

Αριστερά ή δεξιά;

ΑΜΑΝΤΑ

Αριστερά είναι ο μεγάλος διάδρομος… δεξιά είναι μια πόρτα που βγάζει έξω.

 

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Ωραία… από κεί θα πάμε… θα βγούμε έξω και θα πάμε να ζητήσουμε βοήθεια.

ΑΜΑΝΤΑ

Το κινητό μου… είναι πάνω… στο δωμάτιο.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Έχω το δικό μου… ούπς…

ΑΜΑΝΤΑ

Τι συμβαίνει;

 

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Να ανάψω το φακό του κινητού;

ΑΜΑΝΤΑ

Όχι… θα δώσεις στόχο… ξέρω πώς θα πάμε ως την πόρτα.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Καλά.

Βγαίνουν με δειλά βήματα έξω από το γραφείο και στρίβουν δεξιά. Τώρα προηγείται η Αμάντα και ο Διονύσης καλύπτει τα νώτα τους.

ΑΜΑΝΤΑ

(αναθαρρημένη)

Νάτη η πόρτα. Δυο βηματάκια ακόμη.

Και τότε ακούν την παράξενη φωνή του άντρα από το εσωτερικό της έπαυλης.

ΦΩΝΗ ΔΙΨΙΟΥ

(με ένταση, ειρωνεία, δηκτικότητα)

Το αρχοντικό του Όμηρου Κίναχ!

Παγώνουν και ακινητοποιούνται. Ο Διονύσης αναγνωρίζει αμέσως τη φωνή. Η Αμάντα ακολουθεί.

ΦΩΝΗ ΔΙΨΙΟΥ

(διακρίνεται κάποια ανατολίτικη προφορά)

…του αποστάτη, του νεκρομάντη, του κλέφτη!

Δεν τολμούν ούτε να ανασάνουν. Έχουν πανικοβληθεί.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Παίρνε βαθιές ανάσες.

ΑΜΑΝΤΑ

Στο μεγάλο σαλόνι είναι. Από κει έρχεται η φωνή.

ΦΩΝΗ ΔΙΨΙΟΥ

(στο ίδιο ύφος μονάχα δυνατότερα)

…του ελεεινού και τρισάθλιου! Του Πέλορα Ένθειου!

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(επαναλαμβάνει)

Πέλωρ Ένθειος… Αμάντα...

ΑΜΑΝΤΑ

Ναι…

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Νομίζω πως ξέρω τον κωδικό της κρύπτης… τι ανόητος… πώς δεν το…

ΑΜΑΝΤΑ

Σσσς…

ΦΩΝΗ ΔΙΨΙΟΥ

(ακούγεται πιο κοντά τους)

…του ανθρώπου που η Αδελφότητα του έδωσε τα πάντα κι αυτός την πρόδωσε… την ατίμασε… εκσπερμάτισε πάνω της!

 ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Μας πλησιάζει;

ΑΜΑΝΤΑ

Δεν ξέρω… μπορεί

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΜΑΝΤΑΣ

Νεκρομάντη; Τι σήμαινε αυτό;

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Τρέχα… άνοιξε την πόρτα και τρέξε! Τρέξε όσο πιο γρήγορα μπορείς Αμάντα!

ΑΜΑΝΤΑ

(πεισματάρικα)

 Δεν πάω πουθενά!

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Σε παρακαλώ… δεν έχουμε χρόνο… πήγαινε… τρέξε και ψάξε για βοήθεια!

ΑΜΑΝΤΑ

Διονύση…

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Σε παρακαλώ… σε παρακαλώ… κάνε όπως σου λέω…

Εκείνη το σκέφτεται για μια στιγμή.

ΦΩΝΗ ΔΙΨΙΟΥ

…του ανθρώπου που το Τάγμα προίκισε με δυνάμεις, πλούτο, γνωριμίες… και εκείνος έκλεψε… ντρόπιασε… βεβήλωσε!

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Η βιβλιοθήκη… ξεχάσαμε το φύλλο ανοιχτό… γαμώτο… Πήγαινε εσύ κι εγώ θα μπω μέσα να πάω να το κλείσω.

ΑΜΑΝΤΑ

Εντάξει…

Κι εκείνη τη στιγμή άπλετο φως λούζει όλη την έπαυλη.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Μετά τη φωτοχυσία, η Αμάντα και ο Διονύσης βρίσκονται αγκαλιασμένοι στο διάδρομο. Εκείνος της κρατά τα χέρια με αγωνία και έξαψη. Εκείνη χωμένη στην αγκαλιά του.

ΦΩΝΗ ΔΙΨΙΟΥ

Ο κύριος Διονύσης Υφαντής και η κυρία Αμάντα Κίναχ… τι θαυμάσια περίσταση!

Ακούν τη φωνή του άντρα αλλά δεν βλέπουν ακόμα τίποτα.

ΦΩΝΗ ΔΙΨΙΟΥ

Πλησιάστε παρακαλώ… ελάτε εδώ… στη συντροφιά μας!

ΑΜΑΝΤΑ

Τι λέει;

Η ανάσα της καίει στο λαιμό του. Κάτω από άλλες περιστάσεις θα ήταν μια άκρως ερεθιστική στιγμή.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Φοβάμαι πως τους έχουν μαζέψει όλους στο σαλόνι

ΑΜΑΝΤΑ

(αναστενάζει)

 

ΦΩΝΗ ΔΙΨΙΟΥ

Μα, ελάτε, ελάτε παρακαλώ… μην μας κάνετε να σας περιμένουμε…

(με αλλαγή τόνου)

Γινόμαστε νευρικοί όταν περιμένουμε!

Αρχίζουν και οι δυο να διασχίζουν τον μακρύ διάδρομο ως το μεγάλο σαλόνι.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(πολύ αναστατωμένος)

Αμάντα…

ΑΜΑΝΤΑ

Ναι…

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Θέλω να σου πω κάτι…

 

ΑΜΑΝΤΑ

Όχι τώρα…

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Μετά μπορεί να είναι αργά…

 

ΑΜΑΝΤΑ

Τι εννοείς;

ΦΩΝΗ ΔΙΨΙΟΥ

(με ανυπομονησία και εκνευρισμό)

Είμαστε μια μεγάλη, όμορφη παρέα εδώ και σας περιμένουμε!

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Ό,τι κι αν συμβεί… θέλω να στο πω… πρέπει να στο πω

 

ΑΜΑΝΤΑ

Τι;

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Θέλω να σου πω ότι… ότι σ’αγαπώ!

ΑΜΑΝΤΑ

Διονύση…

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(με ένταση)

Δεν… δεν έχει σημασία τι αισθάνεσαι εσύ για μένα… ήθελα να το ξέρεις… σ’αγαπώ εδώ και πολλά χρόνια… πολλά… να… απλά αυτό…

Έμειναν και οι δυο σιωπηλοί. Συνέχισαν να περπατούν όμως.

ΦΩΝΗ ΔΙΨΙΟΥ

Που είστε κε Υφαντή; Που είστε κα Κίναχ;

ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΑΜΑΝΤΑΣ

Η Αμάντα νιώθει λες και βρίσκεται μέσα σε κάποιο όνειρο. Πόσο θα ήθελε να ξεκινούσαν όλα από την αρχή. Να γυρίσει το χρόνο πίσω… να δώσει μεγαλύτερη προσοχή στον άνθρωπο αυτό που τη λάτρευε μυστικά κι ευγενικά. Να του δώσει μια ευκαιρία να τον συναντήσει και να την συναντήσει. Να δώσει μια ευκαιρία στον εαυτό της να ευτυχήσει. Πλάι του.

Δεν του λέει τίποτα. Του σφίγγει τα χέρια ακόμη πιο δυνατά και κάνουν μαζί το τελευταίο αποφασιστικό βήμα.

Εγκαταλείπουν το διάδρομο και μπαίνουν στο μεγάλο σαλόνι της έπαυλης Κίναχ.

 

ΣΚΗΝΗ

 

ΕΣΩΤ. Αυτό που αντικρίζουν όταν μπαίνουν στο μεγάλο σαλόνι είναι σοκαριστικό. Το βλέμμα της Αμάντας πέφτει πρώτα στους ‘μαυροφορεμένους’. Πέντε – έξι σιλουέτες πανομοιότυπες σπαρμένες σε όλα τα σημεία κλειδιά του χώρου. Φορούν μαύρες ολόσωμες φόρμες που μοιάζουν με αυτές που έχουν οι δύτες. Ο καθένας τους κρατά και από ένα περίστροφο.

Ύστερα βλέπει τους άλλους. Ο Δημήτρης, ο αδελφός του και ο φίλος του είναι καθισμένοι στον ένα καναπέ δίπλα στο μεγάλο τζάκι. Τους έχουν χτυπήσει, τους έχουν δέσει χέρια, πόδια και στόμα. Οι δυο είναι αναίσθητοι. Ο Δημήτρης μόνο σαν την βλέπει κάνει ένα μουγκρητό αλλά σύντομα η παρουσία ενός μαυροφορεμένου δίπλα του τον αναγκάζει να σιωπήσει.

Υπάρχουν όμως κι άλλοι. Στην αρχή δεν τον κατάλαβε όμως έπειτα τον αναγνώρισε. Δεν κάνει λάθος, είναι ο επιθεωρητής της αστυνομίας που την είχε επισκεφτεί στην κλινική. Αυτόν τον έχουν κακοποιήσει βάναυσα και τον έχουν ξαπλωμένο πάνω σε ένα από τα ακριβά, περσικά χαλιά του σαλονιού. Η Αμάντα φοβάται πως είναι νεκρός. Ακριβώς δίπλα του μια κοπέλα. Δεν την αναγνωρίζει. Σίγουρα θα είναι αστυνομικός κι αυτή, συνεργάτιδα του Ηλιάκη. Κι αυτή χτυπημένη άσχημα και παλεύει ακόμα να λυθεί από τα δεσμά της.

Ώστε όλοι λοιπόν είναι δέσμιοι του στρατού αυτού των δαιμόνων. Ποια ελπίδα είχε απομείνει τώρα;

Πίσω από μια κολώνα ξεπροβάλλει ο αρχηγός. Ναι, ήταν αυτός που την είχε πλησιάσει στη δεξίωση. Η Αμάντα γεμίζει από οργή μόλις τον βλέπει.

ΔΙΨΙΟΣ

(με γλοιώδες ύφος)

Η κυρία Κίναχ!

Την πλησιάζει με αργά βήματα. Ο Διονύσης ενστικτωδώς στέκεται εμπρός της.

ΔΙΨΙΟΣ

Δεν έχω πολύ χρόνο για παιχνιδάκια παιδιά. Ήρθα για έναν σκοπό και μόνο και θα με διευκολύνετε, έτσι δεν είναι κυρία μου;

 

Την πλησιάζει συνοδευόμενος τώρα από δυο μαυροφορεμένους. Αυτά τα πλάσματα ήταν αληθινά όμοια, λες και είχαν βγει από ένα καλούπι. Ίδιο ύψος, ίδιος σωματότυπος… Έχουν το πρόσωπο καλυμμένο με κουκούλα.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Μην ζυγώνεις!

Ο Δίψιος ξεσπά σε ένα βροντερό γέλιο.

ΔΙΨΙΟΣ

Μπράβο κε Υφαντή… βλέπω κάνεις τη σωστή επένδυση για το μέλλον σου… διάδοχος της αυτοκρατορίας Κίναχ… δεν είναι και λίγο για τον γιο ενός λαχειοπώλη.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(με οργή)

Μην βάζεις στο μολυσμένο στόμα σου τον πατέρα μου αλήτη!

Ο Διονύσης δεν ξεχνά τα της ταβέρνας και γυρίζει το κεφάλι του μακριά. Δεν πρέπει να τον κοιτάς για ώρα αυτόν τον άνθρωπο. Το βλέμμα του είναι σαν αρχαία, σκοτεινή λίμνη. Το πάθημα είχε γίνει μάθημα.

Ο Δίψιος περνά από μπροστά τους και κατευθύνεται προς την απέναντι πλευρά.

ΔΙΨΙΟΣ

Ξέρετε για ποιο λόγο έχουμε έρθει ως εδώ. Ας φερθούμε όλοι έξυπνα και πρακτικά. Οδηγήστε με στην κρύπτη κα Κίναχ

Πλησιάζει τους ανθρώπους της έπαυλης στον καναπέ. Πιάνει τον Δημήτρη από το λαιμό κι εκείνος βγάζει κάποια μουγκρητά.

ΔΙΨΙΟΣ

Είναι άδικο να πληρώσουν αυτοί οι αθώοι άνθρωποι για τις αμαρτίες του πατέρα σας κα Κίναχ. Εκτός αν θέλετε να τους θυσιάσετε στο βωμό του εγωισμού σας όπως έκανε κι εκείνος κάποτε. Φυσικά δεν σας διηγήθηκε ποτέ πόσο άτιμα φέρθηκε στους ευεργέτες του.

ΑΜΑΝΤΑ

Μην τους πειράξετε!

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Μην του πεις τίποτα.

ΑΜΑΝΤΑ

Εντάξει. Θα σας οδηγήσω στην κρύπτη.

ΔΙΨΙΟΣ

Θαυμάσια.

Με ένα του νεύμα οι μαυροφορεμένοι μετακινούνται από τις θέσεις τους. Δυο από αυτούς πλησιάζουν την Αμάντα, ένας άλλος απομακρύνει τον Διονύση από κοντά της και δυο ακόμα αλλάζουν θέσεις μέσα στο σπίτι. Οι κινήσεις τους θυμίζουν χορευτές με τέλεια συντονισμένες κινήσεις.

Ο Δίψιος αρχίζει να βαδίζει προς το μέρος της.

ΑΜΑΝΤΑ

Με έναν όρο όμως.

 

ΔΙΨΙΟΣ

Πιστεύεις ότι είσαι σε θέση να βάζεις όρους;

ΑΜΑΝΤΑ

Άσε τους ανθρώπους να φύγουν. Δεν έχουν καμιά σχέση με όλα αυτά. Απλοί άνθρωποι του μεροκάματου είναι. Ποιο όφελος έχεις αν τους…

 

ΔΙΨΙΟΣ

Σκοτώσω; Αυτό ήθελες να πεις;

ΑΜΑΝΤΑ

(το βλέμμα της πέφτει στον Ηλιάκη)

Ο αστυνόμος… είναι ζωντανός;

ΔΙΨΙΟΣ

Ο επιθεωρητής Ηλιάκης έδειξε επαγγελματικό ζήλο, οφείλω να το ομολογήσω

Η Σόνια κάνει πάλι μια απέλπιδα προσπάθεια να απελευθερωθεί.

ΔΙΨΙΟΣ

Υπάρχει και η συνεργάτιδά του. Ξεροκέφαλα πλάσματα οι εκπρόσωποι του νόμου. Αντί να κάθονται στ’αβγά τους φυτρώνουν εκεί που δεν τους σπέρνουν.

Πλησιάζει πάλι την Αμάντα.

ΑΜΑΝΤΑ

(ξερά)

Σε ρώτησα κάτι και δεν απάντησες.

Ο Δίψιος κάνει ένα νεύμα και ένας μαυροφορεμένος ζυγώνει τον επιθεωρητή. Τον σκουντάει ελαφρά κι ο επιθεωρητής αρχίζει να βήχει δυνατά. Γυρνά το σώμα του σιγά σιγά και βλέπει τα όσα συμβαίνουν. Βγάζει έναν ακατάληπτο ήχο και ξαπλώνει το κεφάλι του στο χαλί. Είναι σε άθλια κατάσταση.

ΔΙΨΙΟΣ

Νομίζω ότι φλυαρήσαμε πολύ κα Κίναχ. Ο χρόνος μου τελειώνει. Και η υπομονή μου επίσης.

 ΑΜΑΝΤΑ

Διώξε το προσωπικό μου… και μετά θα σε πάω στην κρύπτη

ΔΙΨΙΟΣ

(αυστηρά)

Την κρύπτη μπορώ να τη βρώ και μόνος μου… απλά θα καθυστερήσω κι αυτό θα μου προκαλέσει εκνευρισμό. Και όταν εκνευρίζομαι… χάνω τους τρόπους μου.

Η Αμάντα δεν λέει τίποτα. Προσπαθεί να κερδίσει χρόνο, όσο μπορεί περισσότερο.

ΑΜΑΝΤΑ

Θέλω να κάνουμε μια συμφωνία. Λύσε τη Θεοδώρα και άφησέ την μαζί με τον Διονύση να περιποιηθούν τα τραύματα των άλλων.

ΔΙΨΙΟΣ

(ξεφυσά)

Βλέπω ότι διαθέτεις την ξεροκεφαλιά του πατέρα σου!

Ο Δίψιος κάνει τελικά ένα ακόμα νεύμα και οι μαυροφορεμένοι πλησιάζουν τη Θεοδώρα. Την λύνουν και της δίνουν ένα ποτήρι νερό. Η γυναίκα αρχίζει να συνέρχεται.

ΘΕΟΔΩΡΑ

Κυρία!

ΔΙΨΙΟΣ

Σκασμός!

(προς τον Διονύση)

Εσύ… έλα εδώ.

Εκείνος ρίχνει μια ματιά στην Αμάντα. Ανταλλάσσουν ένα χαμόγελο και υπακούει στη διαταγή.

ΔΙΨΙΟΣ

Κάνε αυτό που ζήτησε η Αμάντα. Να ξέρετε ότι θα είστε υπό διαρκή επιτήρηση από τους ανθρώπους μου. Η παραμικρή παραφωνία και η κυρία Κίναχ θα είναι η επόμενη που θα κάνει παρέα στον κοιμισμένο μπάτσο του αυτοκινήτου.

(απευθυνόμενος προς την Αμάντα)

Εντάξει; Ευχαριστημένη; Πάμε τώρα.

Με γοργά βήματα προσπερνά την Αμάντα οδεύοντας προς το εσωτερικό του διαδρόμου. Εκεί στέκεται και την περιμένει.

Η Αμάντα ρίχνει ένα βλέμμα αγωνίας στον Διονύση. Σχηματίζει μια άηχη λέξη με τα χείλη της και κάνει μεταβολή προς το γραφείο όπου την περιμένει ο Δίψιος.

Το μυαλό της απεργάζεται ένα σχέδιο.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Το μυαλό του Διονύση δουλεύει με χιλιάδες στροφές το δευτερόλεπτο. Διάβασε το βλέμμα της Αμάντας και την άηχη λέξη που είχε σχηματίσει με το στόμα της η Αμάντα. Πρέπει τώρα να συνεργαστεί με τη Θεοδώρα.

Την πλησιάζει προσεκτικά κάτω από τη μύτη των δυο μαυροφορεμένων. Η νεαρή γυναίκα έχει τρομάξει αλλά φαίνεται σε σχετικά καλή κατάσταση. Δεν την έχουν πολύ.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(ψιθυριστά προς τη Θεοδώρα)

Φαρμακείο.

Αυτή είναι η λέξη που είχε σχηματίσει με τα χείλη της η Αμάντα.

Η Θεοδώρα αντιδρά αμέσως.

ΘΕΟΔΩΡΑ

(επίτηδες δυνατά)

Πάω να φέρω το κουτί με τις πρώτες βοήθειες… στην κουζίνα

Οι δυο φύλακες δείχνουν. Τελικά χωρίζονται.  Ο ένας ακολουθεί την Θεοδώρα στην κουζίνα και ο άλλος μένει κολλημένος πάνω στον Διονύση που αποφασίζει να ξεκινήσει πρώτα με τους ελαφρύτερα χτυπημένους.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΗ

(στο νου του η Αμάντα με τον Δίψιο και τα δυο μπουλντόγκ που τον προστάτευαν)

Δεν ξέρω τι σκαρώνεις εκεί μέσα… πρόσεχε!

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Γραφείο και βιβλιοθήκη του Όμηρου Κίναχ. Μπαίνουν με προσεκτικά, αργά βήματα στο γραφείο η Αμάντα και ο Δίψιος. Ακολουθούν δυο από τους μαυροφορεμένους.

ΔΙΨΙΟΣ

Α, έπρεπε να το φανταστώ. Το μικρό βασίλειο του Όμηρου Κίναχ… που αλλού θα έχτιζε την κρύπτη του ένας κλέφτης…

ΑΜΑΝΤΑ

(ήρεμα, κρύβοντας την εσωτερική της ταραχή)

Είπες κάτι πριν…

ΔΙΨΙΟΣ

(επιθεωρεί το χώρο)

Είπα αρκετά πριν κυρία μου.

 

ΑΜΑΝΤΑ

‘Στόλισες’ τον πατέρα μου για τα καλά. Όμως είπες και κάτι που με σοκάρισε.

ΔΙΨΙΟΣ

(αιφνιδιασμένος κοντοστέκεται)

Ποιο δηλαδή;

ΑΜΑΝΤΑ

(τρέμοντας)

Είπες νεκρομάντης… αυτό είναι κάτι που δεν το χωράει ο νους μου… νομίζω ότι δικαιούμαι μιαν εξήγηση…

Ο άντρας κάνει νόημα στους δυο μαυροφορεμένους. Ο ένας στέκεται φρουρός στο κατώφλι. Ο άλλος ακολουθεί από κοντά.

ΔΙΨΙΟΣ

(σκληρά)

Δεν δικαιούσαι τίποτε. Οι Κίναχ δεν δικαιούνται τίποτα πλέον.

(κοιτάει το ρολόι του)

Δείξε μου την κρύπτη.

ΑΜΑΝΤΑ

(αποφασίζει να μην δώσει συνέχεια προς το παρόν)

Πάμε, στο πίσω δωμάτιο.

Περνούν στο αναγνωστήριο. Το ανοιχτό φύλλο της βιβλιοθήκης αποκαλύπτει την κρύπτη και στη θέα της ο Δίψιος βγάζει έναν ανατριχιαστικό ήχο.

Η Αμάντα μουδιάζει σαν να βρίσκεται δίπλα της ένα φίδι που σέρνεται με τη διχαλωτή του γλώσσα και πάλλεται στον αέρα.

ΔΙΨΙΟΣ

(ενθουσιασμένος)

Υπέροχα, υπέροχα!

ΑΜΑΝΤΑ

(επιμένει αλλά κάνοντας ένα ελιγμό)

Θέλω να μου πεις. Μπορείς να μου πεις. Ξέρεις, όταν σε είδα στην δεξίωση σε ξεχώρισα. Διέφερες απ’όλους εκεί μέσα.

Ο Δίψιος γυρνά και την κοιτά μορφάζοντας.

ΑΜΑΝΤΑ

Ο Όμηρος Κίναχ ήταν ο πατέρας μου. Ό,τι κι αν έκανε σε σας, για μένα ήταν ο σημαντικότερος άνθρωπος του κόσμου. Έχεις παιδιά;

Ο Δίψιος έχει σαστίσει. Η έκφραση του προσώπου του δείχνει θαυμασμό και έκπληξη. Κοιτά την κρύπτη. Έπειτα κοιτά πάλι την Αμάντα.

ΔΙΨΙΟΣ

Δεν μπορώ να σου πω πολλά. Δυστυχώς ο πατέρας σου αποδείχθηκε ένας απατεώνας κα Κίναχ. Το Τάγμα τον ανέβασε στα ουράνια κι εκείνος πρόδωσε τα πάντα. Έκλεψε τα τυπικά και…

ΑΜΑΝΤΑ

Γιατί τα έκλεψε; Γιατί να κάνει μια τέτοια αποκοτιά ο πατέρας μου; Δεν ήταν παράφρων

ΔΙΨΙΟΣ

Ήταν απελπισμένος όμως. Αγαπούσε τη μητέρα σου τόσο που θα μπορούσε να κάνει οτιδήποτε για να τη σώσει!

Η Αμάντα παγώνει. Αλληλουχία σκέψεων με την άρρωστη μητέρα της, τον πατέρα της σε μεγάλη ταραχή, θλίψη και τελικά απελπισία.

Ο Δίψιος σκύβει και βλέπει την εσοχή στη θύρα. Αγγίζει με το χέρι του τα πλήκτρα. Αρχίζει να γυρίζει τους κυλίνδρους και να σχηματίζει τον κωδικό.

ΑΜΑΝΤΑ

(στον εφιάλτη της)

Δεν μπορεί να ήταν νεκρομάντης… δεν είχε χάσει τα μυαλά του σ’αυτό το βαθμό ο πατέρας

ΔΙΨΙΟΣ

(γυρίζει και την κοιτάζει, μιλά με πιο μαλακό τόνο)

Ο πατέρας σου ήταν μάγος με ιδιαίτερες ικανότητες Αμάντα. Δεν τα καταφέρνει τόσο καλά ο οποιοσδήποτε. Αναρριχήθηκε στην ιεραρχία σε ελάχιστο χρόνο. Μπήκε στο Συμβούλιο πολύ γρήγορα. Όμως όταν αρρώστησε η μητέρα σου…

Έχει σχηματίσει πλέον όλο τον κωδικό. Όλα τα γράμματα μπήκαν στη θέση τους. Ένα προς ένα. Π Ε Λ Ω Ρ Ε Ν Θ Ε Ι Ο Σ.

Όταν σχηματίζεται ο κωδικός ακούγεται ένα ‘κλικ’ και ένα μικρό τράνταγμα. Ο Δίψιος περιμένει για ένα δευτερόλεπτο κι έπειτα σπρώχνει τη θύρα με δέος κρατώντας την ανάσα του. Αυτή υποχωρεί απαλά, κολλάει, ξαφνικά όμως με μια νέα απαλή ώθηση ξεμπλόκαρε.

Η κρύπτη είχε ανοίξει!

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Ο Διονύσης σκυμμένος πάνω από τον Δημήτρη αλλά φροντίζοντας να ακουστεί και στους άλλους δυο που έχουν συνέλθει κάπως και παρακολουθούν φοβισμένοι.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Να είστε σε ετοιμότητα.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ

(ψιθυριστά επίσης)

Εντάξει.

Ο μαυροφορεμένος παρακολουθεί χωρίς να αντιδρά. Το δεξί του χέρι είναι κολλημένο πάνω στο περίστροφό του και δεν θα είχε κανέναν ενδοιασμό να το χρησιμοποιήσει.

Η Θεοδώρα επιστρέφει με ένα βαλιτσάκι που είχε ζωγραφισμένο έναν κόκκινο ισοσκελή σταυρό μέσα σε ένα λευκό κύκλο, το παγκόσμιο σήμα.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(κανονικά ως και φωναχτά για να ακούν όλοι)

Α, πολύ ωραία. Ας πιάσουμε δουλειά Θεοδώρα. Άνοιξε το βαλιτσάκι σε παρακαλώ. Θέλουμε μπαμπάκι με ‘Μπενταντίν’ να καθαρίσουμε τις πληγές και τις αμυχές. Μετά θέλουμε γάζες να δέσουμε κάποια τραύματα.

ΘΕΟΔΩΡΑ

(στο ίδιο στυλ)

Ναι, έτσι.

Ο Διονύσης ρίχνει με ελπίδα μια ματιά στη Σόνια. Μιλά δυνατά για να τον ακούει εκείνη περισσότερο.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Αφού περιποιηθούμε τα τραύματα, έπειτα θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις μελανιές. Με κατάλαβες Θεοδώρα; Τις μελανιές. Τις μαυρίλες.

Η Θεοδώρα χαμογελά.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Οι μελανιές θέλουν πίεση. Ταχύτητα στις κινήσεις μας, συντονισμό και καλό δέσιμο. Πολύ καλό δέσιμο θέλουν οι… μελανιές. Κατάλαβες Θεοδώρα;

Ο Διονύσης κοιτά με νόημα τη Σόνια που πίσω από το φιμωμένο της στόμα κάνει ένα μορφασμό κατανόησης.

Η Θεοδώρα αφήνει προσεκτικά το βαλιτσάκι της πάνω στο τραπεζάκι δίπλα στο τζάκι.

Εκείνη τη στιγμή αρχίζει ξαφνικά η Σόνια να διαμαρτύρεται και να παλεύει με τα δεσμά της. Ο ένας μαυροφορεμένος αφήνει την Θεοδώρα και σπεύδει να επιληφθεί της κατάστασης. Η Θεοδώρα μένει χωρίς μαντρόσκυλο.

Με γρήγορες και επιδέξιες κινήσεις ανοίγει το βαλιτσάκι.

Ανάμεσα στις γάζες, τα μπουκαλάκια και τα υπόλοιπα υπάρχει ένα μικρό περίστροφο.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Δίπλα στην κρύπτη. Η Αμάντα, ο Δίψιος σκυμμένος πάνω από το πληκτρολόγιο, ένας από τους μαυροφορεμένους κοντά τους.

ΔΙΨΙΟΣ

(μαγεμένος)

Τα κατάφερα!

Ο Δίψιος αντικρίζει το σκοτεινό άνοιγμα μπροστά του.

Η Αμάντα έκανε να ζυγώσει για να δει κι εκείνη την ανοιγμένη κρύπτη αλλά με μια κίνησή του ο μαυροφορεμένος την ακινητοποιεί.

ΔΙΨΙΟΣ

(σκύβει ελαφρά το κεφάλι του στο εσωτερικό που είναι σκοτεινό)

Για να δούμε τώρα… τι έχουμε εδώ μέσα… Σκοτάδι έχουμε… και θέλουμε φως…

(εκνευρισμένος σηκώνεται)

Θα χρειαστώ φως!

Ακουμπά τον μαυροφορεμένο στον ώμο χωρίς να του μιλήσει. Ένα είδος τηλεπαθητικής επικοινωνίας.

Ο μαυροφορεμένος κάνει μεταβολή και με αστραπιαία ταχύτητα εγκαταλείπει το χώρο.

Η θύρα της κρύπτης χάσκει ανοιχτή.

ΔΙΨΙΟΣ

(σαν ευγενικός ηθοποιός που απολογείται για μια απρόσμενη αναποδιά της θεατρικής παράστασης)

Μια μικρή καθυστέρηση.

ΑΜΑΝΤΑ

(ανήσυχη, αποφεύγοντας την οπτική επαφή)

Τι θα κάνεις με μας τώρα;

ΔΙΨΙΟΣ

Ακόμα δεν θα κάνω τίποτα κυρία μου. Αυτό που προέχει είναι να εξασφαλίσω τα τυπικά. Και δεν έχω άλλο χρόνο.

ΑΜΑΝΤΑ

(με σκωπτικό ύφος που προκαλεί ένα σκληρό βλέμμα από εκείνον)

Σε έχουν δεμένο με λουρί έτσι;

ΔΙΨΙΟΣ

Το λουρί απόψε σπάει και ο Δίψιος είναι και πάλι ελεύθερος κυρία μου. Όσο για σας…

ΑΜΑΝΤΑ

Σκοτώσατε ήδη έναν άνθρωπο… έτσι δεν είναι;

ΔΙΨΙΟΣ

(κοιτάει το ρολόι του, το άγχος του αυξάνει. Η ανάσα του βγαίνει πιο δύσκολα και πιο βαριά.)

Θα πρότεινα να είχατε σε προτεραιότητα τον εαυτό σας τώρα.

 

Σε λίγο ο μαυροφορεμένος επέστρεψε με έναν μεγάλο φακό στο χέρι.

 

ΔΙΨΙΟΣ

(περισσότερο μονολογώντας)

Απαράδεκτη καθυστέρηση… για όλους μας!

 

Παίρνει το φακό και τον ανάβει. Μια ζωηρή δέσμη φωτίζει το χώρο της κρύπτης.

 

ΔΙΨΙΟΣ

(σκύβει πάλι προς το εσωτερικό της κρύπτης)

Για να δούμε λοιπόν αδελφέ Πέλορα, πού έχεις κρύψει τα κλοπιμαία…

 

Η Αμάντα κλείνει τα μάτια και προσεύχεται. Ο νους της τρέχει στον Διονύση. Και στους υπόλοιπους.

 

ΣΚΗΝΗ

 

ΕΣΩΤ. Η Θεοδώρα παίρνει αυτά που χρειάζεται και πλησιάζει τον Δημήτρη που έχει μια αμυχή στον κρόταφο που αιμορραγεί ακόμη. Κοιτάζει για μια στιγμή στα μάτια τον Διονύση και του στέλνει το θετικό σήμα για το όπλο μέσα στο βαλιτσάκι. Η πληροφορία περνά στον Διονύση που γυρνά αμέσως το βλέμμα του στη Σόνια. Εκείνη έχει τον έναν από τους δυο μαυροφορεμένους ­–την μια μελανιά- πάνω απ’το κεφάλι της. Έχει βγάλει ένα μακρύκανο περίστροφο με σιγαστήρα και το έχει ακουμπήσει στο πίσω μέρος του κεφαλιού της.

Στην ουσία αυτός ο ‘νίντζα’ είναι ‘κλειδωμένος’. Ο άλλος;

 

Ο Διονύσης τον βλέπει να στέκεται πίσω από τον καναπέ και να επιθεωρεί τις νοσηλευτικές περιποιήσεις της Θεοδώρας στον Δημήτρη. Αυτός δεν είναι μεν ‘κλειδωμένος’ αλλά διαχειρίσιμος. Ο Διονύσης επεξεργάζεται τις πιθανότητες και κάνει μια γρήγορη εκτίμηση.

 

ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΗ

Πρέπει να πάρω το όπλο. Οι νίντζα δεν με αφήσουν να ζυγώσω το βαλιτσάκι. Η Θεοδώρα περιποιείται τον Δημήτρη. Τι μπορώ να κάνω;

 

Κοιτάζει με νόημα τη Σόνια. Εκείνη τον κοιτά με ένα παράξενο βλέμμα. Δεν μπορεί να κουνήσει το κεφάλι της, είναι καθηλωμένη. Όμως με το βλέμμα της του δείχνει τον άντρα που είναι αναίσθητος δίπλα της.

 

ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΗ

Ο Ηλιάκης. Ίσως το κλειδί να είναι ο Ηλιάκης.

 

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(απευθυνόμενος στη Θεοδώρα)

Μετά τον Δημήτρη, πάρε σε παρακαλώ Θεοδώρα το βαλιτσάκι και πήγαινε να περιποιηθείς τον επιθεωρητή… είναι ο πιο σοβαρά απ’όλους

 

Ελέγχει τις αντιδράσεις των νίντζα. Δεν κάνουν καμιά κίνηση. Προφανώς η εντολή του ήταν μέσα στο πλαίσιο των επιτρεπτών.

 

ΘΕΟΔΩΡΑ

(δυνατά)

Ναι κύριε Διονύση.

 

Αφού καθαρίζει και επιδένει την πληγή του Δημήτρη, με αργά και ήρεμα βήματα πλησιάζει το βαλιτσάκι, το παίρνει και προχωρά προς τον επιθεωρητή.

 

Φτάνει δίπλα του, γονατίζει και ακουμπά δίπλα της το βαλιτσάκι της.

 

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(κοιτάζοντας μια τους νίντζα και μια τη Σόνια που φαίνεται να συμφωνεί με το υπαινισσόμενο σχέδιό του)

Πολύ ωραία Θεοδώρα. Τώρα, άνοιξε το βαλιτσάκι, πάρε τα σχετικά και φρόντισε τον αστυνόμο.

 

Οι νίντζα παρακολουθούν χωρίς να αντιδρούν.

 

ΘΕΟΔΩΡΑ

Ναι κύριε Δημήτρη.

 

ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΗ

Η Σόνια με καθοδηγεί γιατί ξέρει κάτι… Τι όμως;

(Κοιτάζει δεξιά του τον Δημήτρη. Παρακολουθεί κι αυτός τα δρώμενα έχοντας τον άλλο νίντζα πάνω απ’το κεφάλι του)

Αυτός δεν μπορεί προς στιγμήν να βοηθήσει. Ή μήπως όχι;

 

Ο Δημήτρης κάνει μια περίεργη κίνηση με τα πόδια του. Ο Διονύσης ρίχνει μια ματιά. Το σχοινί στους αστραγάλους του είχε χαλαρώσει. Ίσως να είχε λυθεί! Δεν ήταν άμεσα ορατό, έπρεπε να το προσέξει κανείς.

 

Ένα τρελό σχέδιο περνά απ’το μυαλό του Διονύση. Ένα πολύ επικίνδυνο σχέδιο. Ίσως να είναι και η μοναδική τους διέξοδος.

 

 

ΣΚΗΝΗ

 

ΕΣΩΤ. Στο αναγνωστήριο, έξω από την κρύπτη. Ο Δίψιος, η Αμάντα και ένας από τους μαυροφορεμένους.

 

ΔΙΨΙΟΣ

(αγανακτισμένος)

Χάος… αυτή είναι η κατάλληλη λέξη για το τι επικρατεί εδώ μέσα!

(βλαστημά σε μια ακατάληπτη γλώσσα)

 

Ο νίντζα που ήταν κοντά στην Αμάντα πλησιάζει προς την κρύπτη.

ΔΙΨΙΟΣ

(σε έξαλλη κατάσταση)

Απελπισία, σκέτη απελπισία… δεν βρίσκω τα τυπικά!

 

 

ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΗΣ ΑΜΑΝΤΑΣ

Έχει πανικοβληθεί… τώρα είναι μια ευκαιρία.

 

ΑΜΑΝΤΑ

(προθυμοποιούμενη δήθεν να βοηθήσει)

Ο πατέρας ήταν πάντα πολύ τακτικός… Τα έβαζε όλα με χρονολογική και έπειτα με αλφαβητική σειρά.

 

ΔΙΨΙΟΣ

(βγάζει το κεφάλι του από την κρύπτη)

Έτσι ε;

 

Κάτι αναπάντεχο γίνεται εκείνη τη στιγμή. Ο κοντινός της φρουρός την εγκαταλείπει και χώνεται σαν σκιά μέσα στην κρύπτη, δίπλα στον Δίψιο. Σε χρόνο μηδέν ο άλλος που ήταν στην πόρτα, έρχεται και παίρνει τη θέση του. Η ασύλληπτη ταχύτητα με την οποία έγινε η σκάντζα σοκάρει την Αμάντα.

 

ΑΜΑΝΤΑ

(ψιθυριστά)

Δεν είναι ανθρώπινα πλάσματα αυτά… Δαίμονες είναι.

 

Όμως τώρα έχει επιτέλους την ευκαιρία που αναζητά. Οι δυο από τους τρεις βρίσκονται μέσα στο στενόχωρο δωμάτιο και έχουν επιδοθεί σε μια αγωνιώδη αναζήτηση των τυπικών. Δεν θα αργούσαν να τα ανακαλύψουν. Πρέπει να ξεφορτωθεί τον τρίτο.

 

ΑΜΑΝΤΑ

Ακούω κάποιους ήχους… νομίζω ήχος σειρήνας περιπολικού είναι

 

Το θαύμα έγινε. Ο κοντινός της φρουρός κάνει μεταβολή και βγαίνει με την ίδια απίστευτη ταχύτητα από το αναγνωστήριο και την ίδια στιγμή η Αμάντα κάνει περισσότερο μια βουτιά και φτάνει στο ανοιχτό φύλλο της βιβλιοθήκης. Αναζητά με πυρετική αγωνία το βιβλίο του Νίτσε, βρίσκει το μοχλό και τον πατάει.

 

Το φύλλο αρχίζει να κλείνει την είσοδο της κρύπτης!

 

ΑΜΑΝΤΑ

(σιγανά αλλά θριαμβευτικά)

Ναι, έγινε!

 

Όμως την ίδια στιγμή ακούει έναν υπόκωφο ήχο, περισσότερο σαν σφύριγμα παρά σαν κρότο και αισθάνεται κάτι να την καίει δεξιά, πάνω από το στήθος της.

 

Την έχουν πυροβολήσει!

 

ΣΚΗΝΗ

 

ΕΣΩΤ. Στο σαλόνι.

 

Ο πυροβολισμός μέσα στο αναγνωστήριο δεν ακούστηκε στο σαλόνι. Ο σιγαστήρας άλλωστε γι αυτή τη δουλειά υπήρχε. Όμως τα πλάσματα τον αντιλήφθηκαν αμέσως. Και τότε επιταχύνονται οι εξελίξεις.

 

Ο νίντζα που βρισκόταν πίσω από τον καναπέ κινείται με μεγάλη ταχύτητα, προσπερνά τον Διονύση και κατευθύνεται προς το γραφείο.

 

Την ίδια στιγμή, η Σόνια κάνει μια απότομη κίνηση με το κεφάλι της προς τα πίσω, το πλάσμα αντιδρά και την πυροβολεί.

 

Αμέσως μετά, ο ‘αναστημένος’ Ηλιάκης ορμά κατά πάνω του και επακολουθεί μια φοβερή πάλη. Η Θεοδώρα παρακολουθεί τις εξελίξεις αποσβολωμένη. Τελικά αποφασίζει να βοηθήσει τον επιθεωρητή στην προσπάθεια ακινητοποίησης του νίντζα.

 

Ο Διονύσης έχει σαστίσει. Έχει καθηλωθεί και για λίγο δεν ξέρει τι να πρωτοκάνει. Τον διαπερνά μια δυνατή αίσθηση κινδύνου για την Αμάντα κι αυτό τον αφυπνίζει.

 

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(μονολογώντας ανήσυχος και κινώντας προς το αναγνωστήριο)

Αμάντα!

 

ΣΚΗΝΗ

 

ΕΣΩΤ. Στο αναγνωστήριο.

 

Τρεις μαυροφορεμένοι είναι από πάνω της και την κοιτούν σιωπηλοί. Ο ένας τη σημαδεύει στο κεφάλι με το περίστροφό του. Η Αμάντα είναι στα πρόθυρα να χάσει τις αισθήσεις της.

 

Με το αριστερό της χέρι πιέζει την πληγή της.

 

 

ΦΩΝΗ ΔΙΨΙΟΥ

(ουρλιάζει μέσα από την κρύπτη)

Μην την σκοτώσετε! Μην την πειράξετε!

(απευθυνόμενος στην Αμάντα)

Αμάντα, άνοιξε τη βιβλιοθήκη!

 

Ξαφνικά, ένα από τα πλάσματα αντιλαμβάνεται κάποια κίνηση στο διάδρομο και στρέφει το όπλο του προς εκείνη την κατεύθυνση. Στέκεται αναποφάσιστο αν πρέπει να εγκαταλείψει τη θέση του ή να μείνει δίπλα στους άλλους μαυροφορεμένους συντρόφους του.

 

ΦΩΝΗ ΔΙΨΙΟΥ

(ελεγχόμενος πανικός που ρέπει προς την ικεσία)

Αμάντα, άνοιξε… σου υπόσχομαι θα φύγουμε, θα εξαφανιστούμε… δεν με ενδιαφέρουν τα τυπικά… δεν με ενδιαφέρει τίποτα… αρνούμαι να πεθάνω εντοιχισμένος ζωντανός…

 

ΣΚΗΝΗ

 

ΕΣΩΤ. Στο διάδρομο, έξω από το γραφείο.

 

Ο Διονύσης έχει φτάσει στην είσοδο του γραφείου. Δεν μπορεί να δει τι γίνεται στο μέσα δωμάτιο, στο αναγνωστήριο. Είναι σίγουρος ότι η Αμάντα κινδυνεύει.

 

ΣΚΕΨΕΙΣ ΔΙΟΝΥΣΗ

Ίσως να την έχουν πυροβολήσει. Ίσως να είναι… Όχι, δεν είναι… είναι καλά…

 

Ξαφνικά βλέπει μια φιγούρα να τον πλησιάζει. Μια αντρική φιγούρα. Κρατά κι αυτός ένα περίστροφο.

 

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(με ενθουσιασμό)

Εσείς!

 

Ο επιθεωρητής Ηλιάκης του κάνει σήμα να σωπάσει. Φαίνεται σε κακό χάλι αλλά πάντως μάχιμος. Και από πίσω του έρχεται κι άλλος ένας.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(σχεδόν κλαίει από χαρά)

Δημήτρη!

(ρωτάει τον επιθερωρητή)

Η κοπέλα;

 

ΗΛΙΑΚΗΣ

(ήρεμα όσο μπορεί)

Πυροβολήθηκε… χαμηλά στην κοιλιά… έχω ήδη ειδοποιήσει περιπολικά και ασθενοφόρα. Σε λίγο θα γίνει πανηγύρι εδώ πέρα! Προς το παρόν της δίνει τις πρώτες βοήθειες η Θεοδώρα

 

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(ψιθυρίζει)

Δόξα σοι ο Θεός!

 

ΗΛΙΑΚΗΣ

Ήθελα να σου πω… τα χειρίστηκες πολύ καλά τα πράγματα εκεί μέσα. Ούτε εγώ δεν θα τα κατάφερνα έτσι.

 

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(χαμογελά πικρά)

Εδώ τι θα κάνουμε, μου λες αστυνόμε;

 

ΗΛΙΑΚΗΣ

(κουρασμένα)

Πες μου γρήγορα τι συμβαίνει εκεί μέσα και θα σκεφτούμε.

 

 

ΣΚΗΝΗ

 

ΕΣΩΤ. Στο αναγνωστήριο.

 

Ο Δίψιος είναι παγιδευμένος μέσα στην κρύπτη. Η Αμάντα έχει ξαπλώσει στη μοκέτα πιέζοντας την πληγή της από τον πυροβολισμό. Έχει ιδρώσει και αισθάνεται να εξασθενεί. Από πάνω της τρείς ‘νίντζα’.

 

ΔΙΨΙΟΣ

(κλαψουρίζοντας σχεδόν)

Δεν είχα σκοπό αληθινά να σου κάνω κακό Αμάντα… το καταλαβαίνεις βέβαια αυτό, έτσι δεν είναι; Αν ήθελα να σου κάνω κακό κοπέλα μου δεν θα ήσουν απόψε εδώ… εκτελούσα εντολές… πρέπει να με καταλάβεις… εκτελούσα εντολές και αλίμονο αν παρακούσεις τις εντολές του Αβαδαίου!

(παύση)

Μην με αφήσεις να σαπίσω εδώ μέσα… δεν είσαι τέτοιος άνθρωπος Αμάντα… δώσε μου μια ευκαιρία… θα εξαφανιστώ… δεν θα με ξαναδείς ποτέ μπροστά σου… στο υπόσχομαι… βγάλε με από δω μέσα…

 

 

ΕΜΒΟΛΙΜΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΗΣ ΑΜΑΝΤΑΣ

ΣΚΗΝΗ

 

ΕΞΩΤ. Ό Όμηρος Κίναχ. Φορά πάλι εκείνο το όμορφο κρεμ λινό του πουκάμισο. Χαμογελά ζεστά, γλυκά, ξέγνοιαστα. Της προτείνει το χέρι του.

 

Έλα να περπατήσουμε, της λέει κι εκείνη με χαρά του δίνει το δικό της χέρι και αρχίζουν να περπατούν σε κείνη την παράξενη αμμουδιά. Τώρα η θάλασσα είναι πεντακάθαρη. Απλώνεται απέραντη μπροστά τους… υπόσχεται ταξίδια, περιπέτειες, γνώση και ομορφιά… υπόσχεται ζωή…

 

Θα ζήσεις μια όμορφη ζωή… θα παντρευτείς έναν σημαντικό άνθρωπο που θα σε λατρεύει… θα γεράσετε μαζί… δεν θα είσαι ποτέ σου μόνη μωρό μου.

 

Η φωνή του πατέρα… σαν μεθυστική αύρα του μεσημεριού…

 

ΦΩΝΗ ΔΙΨΙΟΥ

Αμάντα… άνοιξε σε παρακαλώ… κάντο για την ψυχή του πατέρα σου… κάντο για την ψυχή της μάνας σου… μην δολοφονήσεις έναν άνθρωπο… δεν είσαι δολοφόνος εσύ Αμάντα!

 

ΣΚΗΝΗ

 

ΕΣΩΤ. Έξω από την είσοδο του γραφείου. Ο επιθεωρητής Ηλιάκης που οπλοφορεί και ο Διονύσης συνομιλούν. Είναι μαζί τους και ο Δημήτρης.

 

ΗΛΙΑΚΗΣ

Τα πλάσματα αυτά δεν είναι ανίκητα. Είναι ταχύτατα αλλά σχετικά αδύναμα. Και αηδιάζουν στην ανθρώπινη επαφή. Δεν την αντέχουν.

 

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Τι όντα είναι;

 

 

 

ΗΛΙΑΚΗΣ

Είναι οι ‘πτηνοί’ του τάγματος… όχι ακριβώς άνθρωποι… όχι ακριβώς δαίμονες… Τέλος πάντων, ας έρθουμε στο προκείμενο…

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ

(πρόθυμα)

Εγώ μπορώ να βοηθήσω;

 

ΗΛΙΑΚΗΣ

(τον κοιτάζει με ενδιαφέρον)

Ναι… μπορείς. Θέλω κάτι που να κάνει θόρυβο. Έχεις τίποτα τέτοιο;

 

Ο Δημήτρης το σκέφτεται για μια στιγμή.

 

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Μισό λεπτό. Τι γίνεται απ’έξω;

 

ΗΛΙΑΚΗΣ

(αναρωτώμενος)

Ήρθε το ‘ιππικό;’ Κιόλας;

 

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Όχι… εννοώ, πως ξέρουμε ότι δεν υπάρχουν κι άλλοι νίντζα έξω;

 

ΗΛΙΑΚΗΣ

Δεν το ξέρουμε αλλά δεν πρόκειται να επιχειρήσουμε και να το μάθουμε. Πρέπει να κάνω αντιπερισπασμό. Να βγάλω ένα από αυτά τα πλάσματα εδώ…

 

Ο Διονύσης συγκατανεύει. Δεν έχουν άλλη επιλογή. Ο χρόνος περνά.

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ

Έχω ένα τύμπανο… το είχα αγοράσει παλιά που…

 

ΗΛΙΑΚΗΣ

Φέρτο! Γρήγορα! Και μόλις το βρεις άρχισε να βαράς… δυνατά! Να βαράς και να έρχεσαι μαζί. Με κατάλαβες;

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ

(κάνοντας μεταβολή)

Έγινε!

 

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Να επιχειρήσω να μπω μήπως;

 

ΗΛΙΑΚΗΣ

(αυστηρά)

Να κάτσεις εκεί που κάθεσαι. Αυτή τη στιγμή τρία πιστόλια σημαδεύουν την Κίναχ… το ρισκάρεις;

 

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(αναστενάζοντας)

Χριστέ μου!

 

ΣΚΗΝΗ

 

ΕΣΩΤ. Στο αναγνωστήριο.

 

Το ταμπούρλο ηχεί.

 

Στην αρχή καμιά αντίδραση. Όμως όταν ο χτύπος δυναμώνει ένα από τα πλάσματα ορμά προς την έξοδο του γραφείου με τη γνωστή, ασύλληπτη ταχύτητά του. Η ταχύτητα της σφαίρας όμως είναι μεγαλύτερη και το πλάσμα σωριάζεται στο διάδρομο με μια μικρή τρύπα στο μέτωπό του.

 

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή αρχίζει το ‘πανηγύρι’ που είχε προβλέψει ο επιθεωρητής. Τρία περιπολικά και τρία ασθενοφόρα με εκκωφαντικό θόρυβο λούζουν στα πολύχρωμα φώτα τους το σκοτεινό κτήμα των Κίναχ. Μέσα στα επόμενα είκοσι λεπτά έχουν τελειώσει όλα.

 

Τα δυο πλάσματα που είχαν απομείνει, εξαφανίστηκαν. Η Αμάντα δέχεται τις πρώτες βοήθειες και με ένα από τα ασθενοφόρα οδηγείται σε ένα μεγάλο νοσοκομείο της Αθήνας. Η κατάστασή της είναι κρίσιμη.

 

Το ίδιο συμβαίνει και με τη Σόνια. Και η δική της κατάσταση δεν είναι καλή.

 

Με το τρίτο ασθενοφόρο γίνεται η μεταφορά του νεκρού σώματος του άτυχου αρχιφύλακα.

 

Ο Δίψιος απελευθερώνεται από την κρύπτη-παγίδα του και αμέσως μετά συλλαμβάνεται και οδηγείται για τα περαιτέρω στην Ασφάλεια.

 

Το πλάσμα που ήταν παγιδευμένο μαζί του δεν βρέθηκε ποτέ.

 

Ο Δημήτρης, η Θεοδώρα και οι υπόλοιποι δεν έχουν τίποτε σοβαρό. Έχουν γλιτώσει ως εκ θαύματος με απλές αμυχές.

 

Τα τυπικά, αν υπήρχαν, παρέμειναν στο σκοτεινό τους τάφο…

 

 

ΣΚΗΝΗ

 

Κάποιες ημέρες μετά)

 

ΕΣΩΤ. Στο δωμάτιο του νοσοκομείου που φιλοξενεί την Αμάντα.

 

Εκείνη είναι σε μια αρκετά καλή κατάσταση έχουσα ξεπεράσει τον κίνδυνο και αναρρώνει.

 

Ο Διονύσης είναι καθισμένος στο κρεβάτι δίπλα της.

 

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(τρυφερά, της χαμογελά)

Καλημέρα.

 

ΑΜΑΝΤΑ

(Τον κοιτάζει με ένα κουρασμένο βλέμμα. Του χαμογελά κι εκείνη).

Καλημέρα.

 

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(με δάκρυα στο πρόσωπό του, δάκρυα χαράς)

Και είναι μια υπέροχη μέρα!

(σχεδόν τραγουδιστά)

Μια υπέροχη, ηλιόλουστη, μεγάλη και όμορφη μέρα… μα πολύ όμορφη!!

 

ΑΜΑΝΤΑ

(γλυκά)

Τρελάθηκες;

 

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(γονατίζει δίπλα στο κρεβάτι της και της σφίγγει την παλάμη στις δικές του. Την φιλά απαλά)

Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο κοντά έφτασα στην τρέλα… όλες αυτές τις μέρες…

 

ΑΜΑΝΤΑ

(δήθεν τον μαλώνει)

Και… παράτησες την εταιρία μόνη της;

 

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(την κοιτά με λατρεία και πόθο μαζί)  

Φεύγω σε λίγο. Πάω να μαχηθώ για τα συμφέροντά σου

(σκουπίζει τα δάκρυά του)

 

ΑΜΑΝΤΑ

Μείνε… σε παρακαλώ… ώσπου να ξανακοιμηθώ.

 

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Ναι αλλά πριν… έχουν έρθει κάποιοι και περιμένουν να σε δούν…

 

Η Αμάντα γυρνά σιγά σιγά το κεφάλι της. Ο Δημήτρης και η Θεοδώρα έχουν μπει δειλά δειλά στο δωμάτιο και κλαίνε.

 

Η Αμάντα χαμογελά με ευγνωμοσύνη.

 

ΑΜΑΝΤΑ

(αδύναμα)

Σας ευχαριστώ… όλους… μέσα απ’την καρδιά μου.

 

Ο Διονύσης σηκώθηκε, τους πλησίασε και τους αγκαλιάζει δυνατά.

 

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Πάμε… πάμε στην καφετέρια να πιούμε κάτι… να συνέλθουμε…

 

ΗΛΙΑΚΗΣ

Εγώ να μην έρθω;

 

Ο Διονύσης γυρνά και βλέπει τον αστυνόμο ακουμπισμένο σε έναν τοίχο.

ΗΛΙΑΚΗΣ

Έμαθα τα ευχάριστα και ήρθα να συγχαρώ.

 

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(του σφίγγει το χέρι. Ρωτά με ενδιαφέρον)

Η Σόνια;

 

ΗΛΙΑΚΗΣ

Σκληρό καρύδι… θα γυρίσει στην υπηρεσία πιο γερή από πριν

 

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

(τραγουδιστά πάλι)

Τι όμορφη, τι χαρμόσυνη, τι υπέροχη μέρα! Μεγάλη, πολύ μεγάλη και πολύ όμορφη!!!

 

ΗΛΙΑΚΗΣ

(χαμογελώντας)

Θα μας διώξουν!

 

ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Αμήν και πότε!

 

Όλοι γελούν.

 

ΤΕΛΟΣ