Μάρτυρας και Μονομάχος

 

 

Εκείνο που κάποιος περιφρονεί, δεν επιτρέπεται και να το πολεμήσει

(Φρ. Νίτσε, Ecce Homo, μετ.: Δ. Λιαντίνης)

 

 

 

Τι είναι αυτό που ρήμαξε τη Ρώμη;

Όχι την Αιώνια Πόλη του Βιργίλιου, του Οράτιου, έστω και του Σενέκα. Ούτε καν τις 40 κατάφρακτες λεγεώνες του Οκταβιανού Αυγούστου, του Αδριανού και του στωικού Μάρκου Αυρήλιου.

Ρωτάω, τι είναι αυτό που ρήμαξε εσωτερικά τη Ρώμη, που την έφαγε σιγά σιγά όπως το σαράκι το ξύλο και η σκουριά το σίδερο;

Τι είναι αυτό που της ρούφηξε το πορφυρό της αίμα και της στέρησε τις ανάσες και το βλέμμα;

Πώς έγινε τούτη η σκανδαλώδης αναστροφή της πορείας του Ανίκητου Ήλιου και ξημέρωσε κάποια μέρα από τη Δύση κι άρχισε να ουρανοδρομεί προς την Ανατολή;

Ο μάρτυρας δεν ξεκοίλιασε το μονομάχο. Αυτά δεν γίνονται ούτε στις βλάσφημες χολιγουντιανές υπερπαραγωγές με τους εξωφρενικούς προϋπολογισμούς και τα παραπλανητικά εφέ.

Όλα τελικά μια πελώρια παραπλάνηση όμως δεν είναι;

 

Κι όμως, ο μάρτυρας λύγισε το μονομάχο.

 

Ο χριστιανός πάτησε στο λαιμό το πεινασμένο, ξεδοντιάρικο και σκελετωμένο λιοντάρι της αρένας του Σίρκους Μάξιμους, ξεπουπούλιασε τον ημιθανή ρωμαϊκό αετό και τον άφησε σωριασμένο στον αμμουδερό στίβο βορρά του χρόνου και της λήθης.

Ήταν μια αρρώστια στα σωθικά του αρχαίου κόσμου που εξαλλάχθηκε αργά και μοιραία σε πολλαπλούς όγκους κι απλώθηκε θανατηφόρα και λυτρωτικά στο μυαλό και το σώμα του ή μήπως ήταν ο ήλιος της δικαιοσύνης που κάποτε θα κυριαρχούσε στο παγανιστικό στερέωμα της απέραντης αυτοκρατορίας των Καισάρων;

 

Ο μάρτυρας μέσα μου ξέρει την απάντηση και κάθε φορά που τον ξεντεριάζει ηδονικά ο χαμογελαστός μονομάχος μου, αντι-χαμογελά κι αυτός με περιφρόνηση.

«Θα ξαναγεννηθώ!», του φωνάζει καθώς το σπαθί χώνεται με έφοδο στα εσώτερά του και το αίμα ξεχύνεται κρουνός. «Γιατί δεν μπορείς να με σκοτώσεις!», του λέει με το μαύρο αίμα να ραπίζει το δολοφόνο του στα μπράτσα.

Ο μάρτυρας μέσα μου το ξέρει και χαμογελά από οίκτο και αηδία προς το θηριώδη μονομάχο με τους πελεκητούς μυώνες και το κόκκινο βλέμμα. Κι αυτό που ξέρει είναι πως όσες φορές κι αν τον σκοτώσεις δεν τον αφανίζεις.

Τον δυναμώνεις μόνο.

Υποχωρεί για λίγο ύστερα από κάθε φόνο. Οπισθοβατεί και γονατίζει. Όμως περιμένει.

Είναι νεκρός και ξέρει πως το να περιμένεις είναι κάτι πάνω από αρετή.

Είναι ιστορία και μέλλον.

 

Τι στο δαίμονα όμως πήγε στραβά και ο πιο σφριγηλός και ρωμαλέος πολεμιστής που γνώρισε ποτέ ο κόσμος έγινε κονιορτός ρυπαρός και λάσπη και στάχτη για να πατήσει πάνω το ξυπόλητο πόδι του κουρελιάρη ασκητή και το πασούμι του επισκόπου με τη Βίβλο στο ένα χέρι και τη ράβδο στο άλλο;

Πώς έγινε λοιπόν και το πιο θαυμαστό και άρτιο οικοδόμημα που θαύμασαν οι ήπειροι και τραγούδησαν οι θάλασσες κι έχτισε ό,τι ξέρουμε και ό,τι δεν ξέρουμε 50 γενιές  αργότερα, έπεσε στα τέσσερα και μέριασε για να περάσουν ο ζηλωτής στυλίτης με το λιγδιασμένο κρανίο που αχνίζει απ’τις προσευχές και ο νηστικός θεολόγος της ερήμου με τα κιτρινιασμένα δόντια;

 

Οπτιμάτοι αλαζόνες και καλοθρεμμένοι πατρίκιοι, οι Κλαύδιοι, οι Σκιπίωνες και οι Κορνήλιοι, οι Ιούλιοι, οι Φλάβιοι και οι Αντωνίνοι, συγκλητικοί υπερόπτες και τροπαιοφόροι θριαμβευτές που τους έτρεμε η Παλαιστίνη, η Καρθαγένη και οι τρομερές ημιάγριες φυλές βόρεια του Ρήνου, έγιναν οστά ακάθαρτα και μνήμες και κλαυθμοί γοεροί και σκιρτήματα ανέμων σαν λυπητερά μνημόσυνα μπροστά στο ρασοφόρο με το άγρυπνο βλέμμα και το χνώτο βρώμικο απ’της νηστείας την άσκηση.

Πώς έγινε;

 

«Μα, πώς να νικήσεις τους νεκρούς;»

Έτσι μου απαντά ο μάρτυρας μέσα μου και κάνει το μονομάχο να στέκει βουβός, με την απληστία του αίματος να στάζει απ’τα κύτταρα του είναι του.

Πώς να νικήσεις τους νεκρούς;

Τους ζωντανούς παλεύει ο μονομάχος μέσα μου.

Γι αυτό εκπαιδεύτηκε κι αυτό τελειοποίησε σαν αλάθητη νικηφόρα μηχανή των πολέμων. Γιατί ηττημένος από μάχες με τους ζωντανούς δεν γύρισε ποτέ ο μονομάχος.

 

Όμως…

Πώς να νικήσεις τους νεκρούς;

 

Κι οι νεκροί είναι μυριάδες… και είναι άφοβοι και απρόσιτοι από φθορά και πόνο και δυστυχία και ερήμωση…

Ό,τι πεθαίνει μέσα μας είναι προορισμένο κάποτε να επιστρέψει.

Θα σηκωθεί μια μέρα και θα ζητήσει λόγο.

Θα ζητήσει αίμα, το αίμα του και στο πολλαπλάσιο.

Και αυτό το φόρο δεν μπορείς, δεν το αποτολμάς να τον αποφύγεις.

Θα τον πληρώσεις. Και θα περιμένεις τον επόμενο.

Μονάχα που δεν θα τον πληρώσεις με την παρουσία σου.

Θα τον πληρώσεις με την απουσία σου.

Κι αυτό γιατί δικαιοσύνη δεν αποδίδεται ποτέ όταν ασπάζεσαι το χέρι του δήμιού σου.

Κι ούτε η τρικυμία της οργής σου αποδίδει δικαιοσύνη όταν ο μονομάχος σου αποκόπτει κεφάλια με ηδύτητα και τέρψη.

Αυτό που βλέπεις σαν ‘απόδοση’ δικαίου είναι μια οφθαλμαπάτη, μια σύγχυση, ένα ντελίριο.

Εκείνο που θα αποκατασταθεί, θα γίνει κάποτε, όταν πρέπει.

Όταν εσύ θα λείπεις.

Έτσι πρέπει.

Γιατί όταν συμμετέχεις ενεργά στο δικαστήριο, τότε η δικαιοσύνη και η αποκατάσταση γίνονται εκδίκηση και ο δικαστής είναι ο μονομάχος σου μασκαρεμένος.

 

Το σιωπηλό αναχωρητή, τον αυστηρό ασκητή, τον άρχοντα της μοναξιάς και τον ιππότη του Αχανούς εσύ να περιμένεις.

Αυτός θα έρθει κάποτε με τα γυμνά πόδια και τα μάτια πυρωμένα κάρβουνα.

Αυτός θα έρθει νυχτοβάτης όταν εσύ θα λείπεις.

Και θα περάσει πάνω απ’το κουφάρι του Αήττητου Ήλιου του εγώ σου.

Και τότε, ένας απόηχος, σαν μακρινή μουσική απ’τα λαρύγγια του Αχανούς και τα έγκατα της Ύπαρξης θ’ακουστεί.

Θα έχει σημάνει η καμπάνα της δικαίωσης που επιτέλους δόθηκε.

Κι αν εκεί που βρίσκεσαι το μπορείς

Να αγαλλιάσεις.

 

Σου επιτρέπεται…