[Όροι των βρόμων…]
Τι ισορροπεί εδώ μέσα…
Ήχοι… σκοτεινές δονήσεις… αυτό που έρπει μέσα στις σκιές
Αυτό που κρύβεται
Αυτό που αλλάζει πρόσωπα
Αυτό που καραδοκεί…
Τι ηχεί εδώ μέσα;
Ποια η ταραχή, ο πάταγος, η ιαχή;
Ποια ημέρα πέρασε σιωπηλή, αθέατη, μόνη;
Ποια ώρα πέρασε χωρίς να ληστέψει, να δηώσει, να σκοτώσει;
Ποιος ήσουν εσύ που αλυχτούσες κάτω απ’τα σκεπάσματα;
Ποιος σε άκουγε;
Ποιος σε θυμόταν;
Νομίζω χθες σήκωσα τον ουρανό απ’το κεφάλι μου
Νομίζω χθες έγδαρα τη νύχτα απ’τα μπράτσα μου
Και δεν απλώθηκε ούτε υποψία σκόνης στον μολυσμένο αέρα…
Τίποτε δεν βροντάει εδώ…
Οι αρτηρίες σιώπησαν
Τα χαλιά μαζεύουν υγρασία
Οι τοίχοι δεν είναι πια κάθετοι
Οι λεπτοδείχτες δεν γυρνάνε δεξιόστροφα
Το σώμα μου δεν υπακούει στη βαρύτητα…
Τίποτε δεν ανασαίνει πια εδώ μέσα…
Έχω ένα κερί που έλεγα ν’ανάψω
Να το φυτέψω στο χώμα
Να σβήσει απ’τον αγέρα του δειλινού
Ν’απομείνει μια υποψία φλογός…
Και δεν το έκανα ποτέ…
Έλεγα να μαζέψω τις κουβέρτες, τα βιβλία, τα σεντόνια
Να τα κάψω
Να πυρπολήσω όλο το σάπιο αόρατο που ενσαρκώνεται
Προτού ξημερώσει εκείνη η λιπαρή αυγή
Και με σταυρώσει ο λυγμός μου στο πάτωμα
Και τίποτε δεν έκανα…
Ποιος ήχος…
Ποιος τριγμός…
Ποιος βρόμος…
Ποιος τολμά να σηκώσει πια το ανάστημά του;