Αμπράξας

 

 

ένα μικρό πλάσμα

παλλόμενο ήταν

δεν είχε προλάβει ακόμα να φυλλομετρήσει

τις εποχές στο κορμί του

άφυλο

έμοιαζε μ’έναν θνήσκοντα Ιανό

μπροστά του

ένα κράσπεδο κεντημένο με το αίμα του

πίσω του

εμείς

να το χρεώνουμε όλη την αλήθεια μας

να το πνίγουμε

με όσα μας κληροδότησε ο Αμπράξας

 

με κοίταξες με όλα σου τα μάτια

κι εγώ δεν τολμούσα ν’ανταποδώσω στο βλέμμα σου

ένα δικό μου

το φονικό σπαρταρούσε μπροστά μας

ζεστό ακόμα

όπως τα κοχλάζοντα οξέα του έρωτά μας

κι εμείς αδειάσαμε τα χέρια μας

απ’όλα τα υπεροπτικά μας χνώτα

και περπατήσαμε χώρια

στη σιωπηλή

άγρια θύελλα που ερχόταν…

 

είδαμε τον Αμπράξας

όταν το χαρακωμένο στόμα του πλάσματος

πρόφερε τα ονόματά μας

και οι αισθήσεις

ούρλιαξαν δίπλα στο κράσπεδο

το αύριο

 

το αύριο που χλιμίντριζε στις ανάσες μας…

 

 

 

“The Tool of Tools” 
 

Christophe Kiciak