Δυο χιλιετίες
Δε θα αρκεστούμε στο παράλογο
Θα έρθει ο ήλιος του Αυγούστου
Και θα τα σαρώσει όλα
Δεν θα κλονιστούμε από το Μάταιο
Γιατί είμαστε παιδιά του
Και το περιέχουμε…
Χωρίς να νοιάζομαι αν τρεμοπαίζει η φλόγα μου
Θα γνωριστώ με τη ψυχή μου
Θα της απλώσω το χέρι
Με κλειστά τα μάτια
Και θα στερεώσω το άγγιγμά της
Στα αγέννητα καλοκαίρια που με περιμένουν.
Κι αν δεν με ευνοήσει ο πόνος
Ή ο προκρούστης χρόνος
Ξέρω καλά κρυμμένο ένα κήπο
στη Γεσθημανή
Που φίλησαν το θεάνθρωπο
Πριν τον προδώσουν
Κι εκεί θα αναπαυτώ…
Δεν θα πλαγιάσουμε ανέμελοι ξανά
Ένα παιδί που αναχώρησε πρόωρα
Για την εντελέχεια του Μυστικού
Δεν τη φοβάται την έσχατη μέρα
Έχει τόση ενέργεια
Τόση καθαρότητα τούτο το αξημέρωτο σύμπαν
Που όλα φωτίζονται
Και όλα αθανατίζουν…
Κάποτε ο τυφλός φοβήθηκε
Τη λάσπη στα μάτια του
Γιατί ήξερε πως είναι πιο καυτή η μέρα
Της επίγνωσης
Από τη νύχτα της άγνοιας
Τούτο δεν τον εμπόδισε
Να τοπογραφήσει μια αιωνιότητα φωτός
Και αναλώθηκε ηδονικά
Στην οργιαστική Εδέμ της νέας ζωής του…
Ζήλεψα εκείνο το τυφλό
Και τον φιλοξενώ στο πιο κρυφό
Δωμάτιο της ψυχής μου
Δυο χιλιετίες του μιλώ
Και είμαι σε ετοιμότητα ολοκαύτωμα να γίνω
Επιτέλους
Και να ξαναδώ…
Tushar Khandelwal
Time to face the challenge.