εμβατήρια

 

άκουγε κάθε μέρα

εμβατήρια

ήθελε τον πόλεμο στη ζωή του

ήθελε το αίμα

 

δάγκωνε τα χείλη του

φοβόταν πως θα πέθαινε γέρος

φοβόταν πως θα τον αγαπούσαν πολύ

φοβόταν πως περιείχε φως

 

άκουγε κάθε μέρα

ιαχές και κρόταλα

έκλεινε στο παρεκκλήσι της καρδιάς του

όσα απέμεναν ακόμα ζωντανά

να τον κρατούν στον εαυτό του

κι ύστερα

ξεχυνόταν στους λειμώνες

των άηχων μεταμορφώσεων

 

άκουγε

κάθε μέρα τον εαυτό του

να του μιλά

για το ζεστό κρεβάτι του θανάτου

και μαυλιζόταν

και ριγούσε από ηδονή...

 

ονειρευόταν

πως δεν ονειρευόταν πια...

 

ένα πρωινό

στεκότανε ξανά

στην κορυφή του εαυτού του

μόνος

όπως πάντα

 

είδε μακριά

το αχνοφέγγισμα

μιας αλλιώτικης αυγής

έφερνε στ'αυτιά του

μια μελωδία παράξενη

κι ένα τραγούδι

παιδικές φωνές

και γέλια

και πειράγματα

την μαρτυρική ψευδαίσθηση

της ευτυχίας...

 

δάκρυσε

ως τα μύχια του είναι του

 

και είπε

ν'αγνοήσει

τον ίλιγγο της πτώσης...