Μαίανδροι

 

Μ’ έφερε η περπατησιά μου

στους δρόμους τούτης της πόλης

με τους ακίνητους ανθρώπους

με τον άδειο χρόνο στα πεζοδρόμια

με τις πληγές όλων όσων δεν γνώρισα ποτέ

να στάζουν αλήθεια

 

και μοιάζει 

να είναι το σπίτι μου

 

περπάτησα πολύ

χαμένος σε λαβυρίνθους ήχων

σε μαιάνδρους χρόνου

πέρασα πύλες αθέατες

και διάβηκα πόρτες μυστικές

κάποτε

έξω από κείνο το γνώριμο σπίτι

διέκρινα τη φιγούρα ενός νέου

αναμαλλιασμένου

νευρικού

να περιμένει κάτι

έτσι μου φάνηκε

 

κάτι να περιμένει…

 

θέλω να δω το βλέμμα του

μου μοιάζει οικείος

θέλω να δω τα χέρια του

το πώς φυσάει ο άνεμος

στα άναρχα μαλλιά του

έχει στα μάτια του

ένα περίεργο φως

φτιαγμένο από σκοτάδι

κι ένα χαμόγελο πικρό

φτιαγμένο από ανάσες 

άλλων εποχών

 

και ύστερα τον βλέπω πάλι

στις φαρδιές σκάλες

μαζί με φοιτητές

σκιές ονείρων

άσαρκες, θαμπές

 

μα τώρα θέλω

της καρδιάς του το βλέμμα να δω

το χτύπο από τις αρτηρίες του

που αιματώνουν ένα ψυχισμό

από λέξεις σκέλεθρα

και οράματα φωτιάς

 

τον ξέρω καλά αυτό το νέο

φοράει τα νιάτα του 

σαν πανωφόρι δανεικό

και η δροσιά του πρωινού

ίσα που φτάνει στη ψυχή του

μα έχει στα χείλη ακόμη κείνη τη γεύση

της αναμονής

έτσι θυμάμαι

περιμένει

πάντοτε

κάτι περιμένει…

 

τον βλέπω πάλι

έξω από κείνο το δωμάτιο νοσοκομείου

με το νεκρό βηματισμό

ενός ανθρώπου σε αγωνία

το τσιγάρο δεν φεύγει από τα δάχτυλα

ο καπνός δεν φεύγει από τα στήθια

 

νομίζω πως ξέρω τι θέλω να του πω

όμως δεν θα μ’ακούσει

αυτή η νύχτα 

δεν θα ξημερώσει

αναίμακτα

μα είμαι αρπαγμένος

απ΄την ασφάλεια του χτες

και τον αφήνω

στη σιωπή του

να σκέφτεται πως θα κυλήσει άλλο ένα λεπτό

αιωνιότητας

να περιμένει


πάντοτε

να περιμένει…

 

κι είμαι ξαφνικά εδώ

τον ανταμώνω πάλι

πίσω από κείνο το γραφείο

γκριζάραν κιόλας τα μαλλιά του

σκάφτηκε το μέτωπο 

από φλύκταινες ελπίδες

ρημάχτηκε το ευγενικό του πρόσωπο

από φωνές αιώνων

από ουρλιαχτά φρενών

και κλείνει βλέπω

τ’ αυτιά του

παλεύει

προσπαθεί

να κλέψει την ελάχιστη ακεραιότητα

που δεν θα απορρίψει σαν ξένο μόσχευμα

το είναι του

 

μην τους ακούς!

κλείσε τ’αυτιά σου


μην τους ακούς! 

αυτό που περιμένεις

σαρκώθηκε στο σήμερα

και πέθανε στο χθες!

 

αυτό που περιμένεις

ένα χαμόγελο ορφανό

 

αυτό που περιμένεις

ένας σβώλος χώμα

μια χούφτα προσευχές

και το φιλί της

όταν σ’ αποχαιρετούσε!

 

Μην τους ακούς!

 

Φυλάξου!

Πρόσεξε!

έχιδνες τύψεις

πόρνες ενοχές

σφάλισ’τα μάτια σου

τυφλώσου!

 

Άντεξε

ανάσανε

πάρε τις λέξεις

ήλιο αρματώσου!

κι ένα λευκό χαμόγελο

 

και κοίτα με ξανά…