Οικέτης

 

Στο σπίτι αυτό που μεγάλωσα

που μεγάλωσε μαζί μου και ο χρόνος

στερεώνω τα μάτια μου

σε τοίχους σάρκινους

φθαρτούς

κι εκείνα αρνούνται τη ψεύτικη ανάπαυση

και πέφτουν

 

Κόλακας έγινα

του χειμέριου εγώ μου

έτσι ώστε ασφαλής

στις θερινές μου αποδράσεις

να θωπεύω όση έπαρση αποθησαύρισα

στους σκοτεινούς

εαυτικούς μου αιώνες

 

αλλά απ’την άλλη

ακόμα κι αν έχω τις πρώτες μου συντεταγμένες

κρυμμένες κάπου

κάπου κρυφές

για να εκκαλώ την ήττα μου

δεν επέστρεψε κανείς

από την προκεχωρημένη γραμμή του πυρός

για να μ’εδοφιάσει με ζωτικές

και σφριγηλές

ελπίδες νίκης

 

κι έτσι

 

στο σπίτι αυτό

που μεγάλωσα οικέτης

και τόσο καλά γνώρισα

ως και τις υγρές ανάσες στις κόχες

δεν απαντά κανείς

στις ιαχές μου

ούτε κι εγώ πια

απαντώ

στην ηχώ του μυαλού μου

 

έγινα

ίσως πει κανείς

τόσο πιστό

και θαυμαστό

αντίγραφό μου