λεπίδι
εκείνη την ημέρα πονούσα πολύ
είπε χαμογελώντας πικρά, μορφάζοντας
στο δήμιό της
ας πούμε
ότι το σώμα πονούσε κάπως διαφορετικά απ’το μυαλό
ναι
και το μυαλό δεν επικοινωνούσε με κανέναν…
με κανέναν λεπτοφυέστερο φορέα
αν αυτό λέγεται ψυχή
ή νους
ή πνεύμα
ή ό,τι διάολο λέγεται…
ένα αυτιστικό μυαλό
είπε ξανά και ο σκοτεινός άνθρωπος δίπλα της
έμενε ανέκφραστος
δεν συγχωρεί τον πόνο κι έτσι…
το σώμα δεν μπορούσε να ηρεμήσει
το σώμα δεν μπορούσε να αδρανήσει
όχι, δεν μπορούσε…
δεν κατάλαβα πώς…
πώς κατέβασα το μαχαίρι στο σώμα
πώς κατηύθυνα το ακονισμένο λεπίδι
στο γυμνό, ανυποψίαστο δέρμα
πώς
πώς είδα την κίνηση αυτή
και δεν τρελάθηκα
είπε
κι αναλύθηκε σε λυγμούς
ο άνθρωπος δίπλα
σιωπηλός
της σκέπασε το κορμί με το σεντόνι
της έκλεισε τα μάτια
της σφάλισε το στόμα
τόσο
ώστε να μην σπαρταράει άλλο
η Νύχτα
στα όνειρά της…