Λευκή ελπίδα
Τον βάφτισαν
Ο άνθρωπος – ψάρι
Πριν γεννηθεί
τον μαχαίρωσαν
στο υπογάστριο
Το ένα του μάτι
διογκωμένο
έβλεπε την μειλίχια προστυχιά της μέρας
το άλλο
σφαλισμένο επιδέξια
ζωντάνευε τη νύχτα
όνειρα πυρός
Ο δόκτωρ Μέγκελε
εκείνης της μαύρης πτέρυγας
που ακόμα βρωμάει και ζέχνει
φύτεψε τον πυρετό στη μια αδελφή
και την άφησε να πεθαίνει
και η δίδυμη κλαίγοντας
της έφερνε βροχής νερό
μέσα στο στόμα
γιατί αν πέθαινε η μια
χανόταν και η άλλη
οι δεσμοφύλακες διασκέδαζαν
έβαζαν στοιχήματα
αν θα τα καταφέρει…
Λευκή ελπίδα
Ο άνθρωπος – ψάρι
κούρνιαξε στο ουρλιαχτό του
και περίμενε
σαν ήρθε ο νοσοκόμος της αυγής
του έμπηξε το καρφί στο μάτι
άνοιξε την πόρτα της παράγκας
κι έτρεξε στο αιώνιο
να βρει κείνο τον ήλιο
που του υποσχέθηκαν
κι όταν άκουσε
τις πρώτες ριπές να μπολιάζουν την αυγή
με το αίμα του
γύρισε κι είδε τις δυο αδελφές
πιασμένες απ’το χέρι
να χαμογελούν
στην απέναντι πτέρυγα
ο ήλιος είχε ανατείλει…