Μαυσωλείο
Ακόμα και το πιο άρρωστο
από τα ζωντανά σου μέλη
είχε την τρυφερότητα που του άξιζε
κι εσύ
άθλιε σαλτιμπάγκε
της λερωμένης καλημέρας
δεν έχεις βλέμμα για τους ανθρώπους
δεν έχεις ούτε αλήθεια
ούτε ψέμα
γιατί κι αν αγαπήθηκες
δεν αγάπησες τόσο
ώστε να προσκυνήσεις στον πόνο των άλλων
τη δική σου αθανασία
ακόμα και το πιο ευάλωτο
από τα παιδιά σου
απήλαυσε
την παραμυθία που του όφειλες
κι εσύ
μίζερο μηρυκαστικό ανόσιων επικλήσεων
στη χαρά
και στην ευδία
τόλμησες να σηκώσεις τη λέξη
υπάνθρωποι
για κάποιους που είναι σαν κι εσένα
που τους βρεφούργησε η ίδια Μάνα
που τους ευλόγησε
και τους καταράστηκε
το Άπειρο
σαν κι εσένα!
τόλμησες
να σηκώσεις την πέτρα από το χώμα
Κάιν
και δεν την έριξες στον αδελφό σου
ακόμα
ακόμα την κρατάς
και ετοιμάζεσαι μ’αυτήν
για κάτι χειρότερο ακόμα κι απ’το φόνο
ένα πελώριο μαυσωλείο να φτιάξεις
του σπέρματος που λέρωσες
του αίματος που έχυσες
του πνεύματος που έφτυσες…
του βλέμματος που έχασες…
Hegedűs, Lászlο - Kain and Abel (1899)