Επικοινωνία-Σχέση-Συνάντηση

 

(κάποιες σκέψεις)

 

Η

επικοινωνία αποτελεί κάτι θαυμαστό. Και το θαύμα της εμπεριέχει και το μεγάλο της αίνιγμα. Είναι κάτι θαυμαστό και συνάμα μυστηριώδες, γνοφώδες, απρόσιτο. Μοιάζει με μια αχανή περιοχή, έναν απέραντο κόσμο που στην αρχή παραπλανά τις αισθήσεις. Πιστεύεις πως είναι ψηλαφητός, μεθεκτός, αισθητός. Ώσπου να εισέλθεις στην αγκαλιά της, να βαδίσεις στα ενδότερά της, να γευτείς τα σπλάχνα της. Και τότε εκείνο που έμοιαζε φίλιο και προσιτό, γίνεται ένας σκοτεινός, αφιλόξενος κόσμος που απειλεί τη συγκρότηση και την ακεραιότητά σου. Που εποφθαλμιά τις ισορροπίες σου, διακυβεύει τις βεβαιότητές σου. Με μια άλλη έννοια, απειλεί την ίδια την υπόστασή σου.

Ας υποθέσουμε ότι θέλουμε να είμαστε συνεπείς προς την τυπολογία της επικοινωνίας στο απόλυτα ορθοκανονικό ή τελετικό της επίπεδο… τότε αρκεί και μόνο η παράθεση των ανώδυνων πληροφοριών και η κατοχύρωση μιας ζώνης ουδετερότητας ανάμεσα στα υποκείμενα της επικοινωνίας… πάει καλά ως εδώ… το σχήμα είναι γνωστό, σαφές και καθαρό… θα έλεγα και έντιμο… έχουμε δυο καλά εξοπλισμένους διαλεγόμενους που επιχειρούν ενίοτε και δειλά βήματα εξόδου από τις οχυρωμένες θέσεις τους για μια κοινωνία καχεκτικών ‘ανοιγμάτων’ που δεν αποτελούν στην ουσία κανένα άνοιγμα… ακόμα και οι όποιες ρωγμές είναι ανεπαίσθητες, βεβαίως ασύνειδες και οπωσδήποτε τυχηματικές… πώς θα χαρακτήριζε κανείς μια τέτοια ‘επικοινωνία’; Ανεπαρκή; Γλίσχρα; Ισχνή; Το βέβαιο είναι πως μια τέτοια ‘φατική’ επικοινωνία εδράζεται επί της πανάρχαιας εργαλειακής γλωσσικής διαχείρισης ακόμη και των πλέον οδυνηρών, ακόμη και των εντελώς σκοτεινών σημαινόμενων… όμως, είπαμε, είναι μια έντιμη ‘σχέση’. Δεν επικοινωνώ τίποτε, δεν μου επιστρέφεται τίποτε. Όσα σκέφτομαι αφορούν εμένα, δεν με απασχολεί να εισδύσω στο πυρηνικό ανάγλυφο του άλλου. Και το σπουδαιότερο: οιαδήποτε στιγμή μπορώ να αποχωρήσω δίχως τραύματα, αμυχές ή τύψεις. Τι θα μου έχει απομείνει από αυτή τη ‘σχέση’; Ένα πελώριο τίποτε. Αυτό που εξ αρχής ήταν και ο άξων της σύμβασης δηλαδή.

Αυτό ορίζω εννοιολογικά ως ‘απόστατη σχέση’. Είναι μια παθολογία στις διανθρώπινες σχέσεις ελαφράς μορφής όμως. Ας πούμε πως είναι το… συνάχι των κακών σχέσεων. Κακών ως προς το ότι δεν εξελίσσουν τίποτε, δεν μοιράζονται τίποτε, δεν απαιτούν ειναιική εμπλοκή… απαιτούν αυτό που προϋποθέτουν… το τίποτε δηλαδή.

Όμως μέσα από μια επικοινωνιακή ‘ανωμαλία’ κάποιας μορφής, κάποια αστοχία, κάποια έξοδο από τις οχυρωμένες θέσεις και διακινδύνευση στον ανοιχτό χώρο, κάτι άλλο γεννιέται. Αναγκάζεσαι αίφνης να προσαρμοστείς στα νέα δεδομένα, τεντώνεσαι και διανοίγεσαι εσωτερικά, το πρόγραμμά σου αποτυγχάνει, οφείλεις να επαναπρογραμματίσεις τις νέες θέσεις, να προσαρμοστείς στις νέες ορίζουσες. Αν το θέλεις. Διότι μπορεί να μην το θέλεις. Συνήθως δεν το θέλουμε καθώς ο νους που είναι ο επισκοπών και άρχων όλων των μηχανισμών της επικοινωνίας –όχι πάντα αλλά θα δούμε παρακάτω πότε- δεν επιθυμεί ποτέ να ρισκάρει ‘ανοίγματα στο ξέφωτο’ όπου σε βρίσκει η σφαίρα και σε ξαπλώνει καταγής. Εκτός εάν παρέμβει το συναίσθημα.

Εάν ο νους, σχηματικώς, είναι η νήσος… Μανχάτταν με υπερσύγχρονα, νεωτερικά και εξεζητημένα τεχνολογικά επιτεύγματα –η γλώσσα, ας πούμε είναι ένα υπερ-όπλο του νου, η παιδεία, η μόρφωση, η σκέψη, ο στοχασμός, η διανόηση κλπ- όλος ο απέραντος ωκεανός που του περιβρέχει είναι το συναίσθημα. Η θάλασσα είναι το αρχαίο στοιχείο που προϋπήρχε, ο νους είναι η νήσος που με θρασύτητα περισσή ανεδύθη ξαφνικά και διεκδικεί ολοένα και περισσότερο χώρο με διαρκείς πανταχόθεν προσχώσεις. Όμως ο ωκεανός είναι απείρως μεγαλύτερος, αρχαιότερος, τρομακτικότερος και… παντελώς άγνωστος. Στο κράτος του νου –με φασιστικό και απολυταρχικό καθεστώς βεβαίως- απαγορεύεται αυστηρώς οιαδήποτε αναφορά για τη θάλασσα… το ανεπιθύμητο και επικίνδυνο συναίσθημα. Όλοι οι μύθοι που κυκλοφορούν για το τι υπάρχει στα ανοιχτά, πέρα μακριά στις άγνωστες θάλασσες, αποτελούν απαγορευμένες αφηγήσεις που διώκονται αυστηρά. Ο νους δεν επιθυμεί κανένα διάλογο και καμιά συνδιαλλαγή με την αρχαία θάλασσα. Την έχει σε απόσταση και όποτε και όπως μπορεί τη συκοφαντεί.

Τώρα, υπάρχουν και κάποιοι τολμητίες, εραστές του αγνώστου και άφρονες ή ημι-παράφρονες που είναι επαναστάτες και βδελύττονται τη φασιστική διακυβέρνηση του αλαζόνα νου. Συχνάζουν στα ‘καπηλειά’ και στις σκοτεινές αλέες όπου οι κάμερες του νου αδυνατούν να εισχωρήσουν. Και συνωμοτούν. Ενίοτε ορισμένοι καταφέρνουν να αποδράσουν. Ναυπηγούν αυτοσχέδια πλεούμενα και ‘το σκάνε’… ας πούμε ότι αυτοί σε διάφορες εποχές ήταν οι ποιητές, οι ασκητές, οι σαλοί, οι ερωτευμένοι… σαλπάρουν στο άγνωστο όχι ελπίζοντας να βρουν κάποια άλλη πατρίδα, κάποιο άλλο Μανχάτταν αλλά να χαθούν, να αφανιστούν, να εξαϋλωθούν… δεν το επιτυγχάνουν όλοι αυτό… οι περισσότεροι επιστρέφουν ή τους συλλαμβάνουν οι διωκτικοί μηχανισμοί του δικτάτορα και τους γυρνάνε πίσω… τι συμβαίνει με αυτούς; Ζουν για πάντα πλέον σε ένα ιδιότυπο περιθώριο… αφηγούνται την περιπέτειά τους, νοσταλγούν το ταξίδεμα στ’ανοιχτά, την απόδραση από το… Αλκατράζ που για λίγο τους έφερε κοντά στο όνειρο… και βέβαια δεν σταματούν να συνωμοτούν διαρκώς και να απεργάζονται νέα τολμηρά σχέδια απόδρασης…

Ας επιστέψουμε όμως στην επικοινωνία. Η επικοινωνία είναι κάτι που οργανώνεται από το νου με χιλιάδες πρωτόκολλα ‘ασφαλείας’. Μην εμπλακείς, μη βιώσεις, μην ενδώσεις, μην ανοίγεσαι, μην υποχωρείς, μην συμβιβάζεσαι… Διότι ο νους δεν επιθυμεί ‘σχέσεις’ και πολύ λιγότερο ‘συναντήσεις’ με οτιδήποτε έξω από τον κόσμο του και ό,τι μπορεί να επισκοπεί. Επιτρέπει τις κατά συνθήκη ανώδυνες επαφές και τις πληροφοριακές επικοινωνήσεις. Επιτρέπει ό,τι δεν εμπλέκει το συναίσθημα, το βίωμα, την εμπείρωση.

Για να επικοινωνήσεις αληθινά λοιπόν θα πρέπει να ρισκάρεις.

Για να σχετιστείς θα πρέπει να εγκαταλείψεις θωρακίσεις και πρωτόκολλα ασφαλείας.

Για να συναντηθείς θα πρέπει να πετάξεις στον Καιάδα όλες τις βεβαιότητες.

Πράγματι η αληθινή επικοινωνία είναι το στάδιο του κλονισμού.

Η σχέση είναι το στάδιο του ανοίγματος στον άλλο και της προετοιμασίας της διυπαρκτικής συνάντησης.

Συνάντηση είναι το διυπαρκτικό γεγονός καθεαυτό. Σχέση ειναιική και ιερή όχι μόνο με τον άλλο αλλά με Αυτό που έχει ορίσει τα πάντα… με Αυτό που έχει ονομάσει τα πάντα…

Για το έσχατο επίπεδο [αφομοίωση] δεν υπάρχει σχεδόν τίποτε να πει κανείς. Γιατί είναι ένας τόπος, μια διάσταση, μια αληθινότητα από την οποία δεν γύρισε ποτέ κανείς…