Στη σκιά των γιγάντων…
Η συγκίνηση δεν έχει μόνο μνημονικά χαρακτηριστικά… Η συγκίνηση είναι ο αιφνιδιασμός του αληθινού απέναντι στην προσαρμογή… στην οποιαδήποτε προσαρμογή… πρώτιστα στην προσαρμογή στο ευτελές, το εφικτό, το προσηνές, το απτό… τίποτε δεν μπορεί να αναχαιτίσει την κεραύνια δράση του αληθινού απέναντι στο κίβδηλο… όσο κι αν κρύβεσαι, η συγκίνηση θα σε κεραυνοβολήσει, θα σε κλονίσει, ίσως και να σε σκοτώσει…
Κίνδυνος!
Κάποτε έβλεπες αλλά τώρα έχεις τυφλωθεί… η λάσπη και η ιλύς του ερπετώδους, του γλοιώδους, του εδαφιαίου σε οτιδήποτε ολόγυρά σου έχει επικαθίσει στα βλέφαρά σου… κι αυτά με το χρόνο βάρυναν, έκλεισαν τα μάτια σου, στόμωσαν το νου σου, πάχυναν την καρδιά σου…
Σέρνεσαι…
Έρπεις…
Βολεύτηκες…
Έμαθες να βολεύεσαι στο χειροπιαστό, το γειτνιάζον, το εύχρηστο…
Έμαθες να βολεύεσαι και ο εαυτός σου θνήσκει… ο πολεμιστής εντός σου αργοπεθαίνει όχι από το γήρας αλλά από αηδία, πλήξη, νωχέλεια, ακηδία… ο κάποτε εύστροφος, αιχμηρός, αινιγματώδης, βρυαρός εαυτός σου, θνήσκει…
Γιατί έμαθες να βολεύεσαι… στο φτηνό, το ‘οκαζιόν’, το πρόσφορο…
Όμως η συγκίνηση σε ξεβολεύει…
Η συγκίνηση μοιάζει με τον χείμαρρο που ορμά ξαφνικά μια μέρα στη λασπώδη αμμουδιά που σαπίζεις και σε ξεπλένει…
Κίνδυνος!
Η συγκίνηση μοιάζει με τον καθαρό, παγωμένο άνεμο που χιμάει από ψηλά και σου αφαιρεί το νοσηρό μανδύα της νοητικής θαλπωρής σου…
Η συγκίνηση μοιάζει με την έξοδο από το υγρό σπήλαιο στο ηλιόλουστο ξέφωτο… το σώμα σου μουδιάζει από το σοκ, τα κύτταρά σου τρέμουν από το ρίγος… ο θάνατος χάνει τη μάχη, η ζωή σε ραπίζει, δίνει ξανά χρώμα στα μάγουλά σου, θαλερότητα στο βήμα σου, βλέμμα στα μάτια σου…
Κίνδυνος!
Η σκιά τούτων των γιγάντων δεν είναι σκοτεινή, ομιχλική, νοσηρή, υδαρής…
Η σκιά τούτων των γιγάντων είναι ενθύμηση…
Φως, πόλεμος, ρίγος και ενθύμηση…
Ενθύμηση και κίνδυνος!
Ότι ακόμα στις κόγχες του προσώπου σου εδράζονται οφθαλμοί αθανασίας…
Ότι στις κόγχες του είναι εδράζονται ηλιαίοι πυρήνες αιωνιότητας…
Ότι στις κόγχες των ονείρων σου υπάρχεις ακόμα εσύ και ανασαίνεις…