Στα βήματα των διδασκάλων…

 

 

Τ 

ι είναι το ‘χρονογράφημα’;, ρώτησα κάποτε έναν εκ των προσκεκλημένων σε μια φιλική σύναξη στο σπίτι. Ο άνθρωπος αυτός ήταν όπως είχα ακούσει ‘συντάκτης σε αθηναϊκή εφημερίδα’. Μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Τι κάνει άραγε ένας ‘συντάκτης’;… τι συντάσσει δηλαδή; Τις σκέψεις του; Τις πληροφορίες του; Τα κουτσομπολιά που φτάνουν στ’αυτιά και στο γραφείο του; Ο κύριος αυτός είχε πιει κάμποσα ποτηράκια ήδη και με κοίταξε με ένα βλέμμα γλαρωμένο.

«Κάτσε να σου πω», μου είπε και μου έδειξε τον καναπέ. Εν τω μεταξύ οι άλλοι καλεσμένοι ήταν μαζεμένοι στη βεράντα και θορυβούσαν.

«Χρονογράφημα λοιπόν είναι… η λογοτεχνική γκρίνια», μου είπε με σοβαρό ύφος αλλά που μάλλον δεν του έβγαινε εκείνη την ώρα γιατί ο εγκέφαλός του είχε λιμνάσει στο αλκοόλ.

«Δηλαδή;», επέμεινα εγώ αδίστακτα παρότι έβλεπα ότι ο άνθρωπος ήδη ανυπομονούσε να με ξεφορτωθεί και να γυρίσει στην παρέα του.

«Να, δηλαδή, σχολιάζεις την επικαιρότητα. Με κέφι και ωραίες ατάκες. Στην ουσία γκρινιάζεις… αλλά η γκρίνια σου δεν είναι σαν της γυναίκας σου… μμμ… δεν είσαι παντρεμένος εσύ, είσαι πιτσιρίκος… θα καταλάβεις κάποτε όταν παντρευτείς…», είπε και έκανε μια φιλότιμη προσπάθεια να σηκωθεί από τον καναπέ. Με τη βοήθειά μου τα κατάφερε.

«Και τι προσόντα πρέπει να έχεις για να γράφεις ωραία χρονογραφήματα;», ρώτησα ο άθλιος που δεν λυπόμουν τίποτα.

Ο άνθρωπος συνοφρυώθηκε, έπειτα χαμογέλασε μάλλον πικρά, έσκυψε για να μου απαντήσει ενώ ταυτόχρονα από το στόμα του αλλά και από όλο του το σώμα απελευθερωνόταν ένα απειλητικό νέφος από ουίσκι και ιδρώτα.

«Πρέπει να είσαι κακός… αλλά να υποκρίνεσαι μια χαρά τον καλό… άντε γειά σου τώρα Αντωνάκη…», είπε και με μια χαριτωμένη κίνηση έκανε περιστροφή περί τον άξονά του, ‘λοκάρισε’ τη βεράντα και άρχισε γενναία να οδεύει προς την χαρωπή συντροφιά των συνομηλίκων του.

Την τελευταία ατάκα του ανθρώπου αυτού που δεν απείχε και πολύ από την κατάσταση του Ορέστη Μακρή στη θρυλική ενσάρκωση του μπεκρή, δεν την πέρασα ‘στο ντούκου’ καθώς λέγαμε κάποτε. Με απασχόλησε και από τότε άρχισα να βλέπω ‘διαφορετικά’ τον Φρέντυ Γερμανό, τον Δημήτρη Ψαθά και άλλους που αγαπούσα να διαβάζω κάθε μέρα στην εφημερίδα του πατέρα μου. Δεν μου φαίνονταν ‘κακοί που υποκρίνονταν τους καλούς’ αυτοί οι άνθρωποι. Υπήρχε κάτι περισσότερο, κάτι πιο ουσιαστικό, υποπτευόμουν, που τους έκανε τόσο απολαυστικούς στα κείμενά τους.

Τι είναι αυτό λοιπόν που κάνει ένα χρονογράφημα απολαυστικό;… η ευφυής γκρίνια… σύμφωνοι… η γεροντική ματιά… το πικρόχολο σχόλιο… οι έξυπνες ατάκες όπως των γέρων του Μάπετ Σόου… ναι… όλ’αυτά… δεν αρκούν… είναι κι άλλα… πρέπει να είναι κι άλλα…

Ήταν η εποχή της ασπρόμαυρης ακόμα ‘κρατικής’ τηλεόρασης, για όσους την ανακαλούν με την όποια δεδικαιολογημένη νοσταλγία. Ήταν η εποχή που απολαμβάναμε το Θέατρο της Δευτέρας, την Αθλητική Κυριακή, τα ωραία σήριαλ μεγάλων ελλήνων λογοτεχνών που μεταγράφονταν με αξιοπρέπεια στη μικρή οθόνη: Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, Γιούγκερμαν, Οι Πανθέοι, Η Δασκάλα με τα Χρυσά Μάτια, Το Λεμονοδάσος, Η Γαλήνη, Ο Συμβολαιογράφος και πολλά πολλά άλλα που σίγουρα φέρνουν μνήμες στους συνηλικιώτες μου.

Ανάμεσα σε όλα τούτα, υπήρχε και κάτι ‘μικρό’ και ίσως ασήμαντο εκ πρώτης όψεως αλλά που προσωπικώς το αγαπούσα πολύ. Ήταν το θρυλικό και ‘καλτ’ Πεντάλεπτο του Ζάχου Χατζηφωτίου. Δεν είχα ιδέα ποιος ήταν αυτός ο κύριος που έβγαινε κάθε τόσο και καθισμένος σε ένα γραφείο με ένα στυλό στα δάχτυλά του ‘τα έχωνε’ δεξιά κι αριστερά και… γκρίνιαζε απολαυστικά αλλά δεν με ενδιέφεραν τα στοιχεία ταυτότητας. Με ενδιέφερε αυτό που έκανε. Και αληθινά σε πέντε περίπου λεπτά κάθε φορά αποτύπωνε ολοκληρωμένα την άποψή του για ένα θέμα της επικαιρότητος. Θυμάμαι ας πούμε μια φορά που τα είχε βάλει… με τα παγκάκια. ‘Δεν είναι παγκάκια αυτά που έχουμε στην Αθήνα κε δήμαρχε… κάποτε η πρωτεύουσα φημιζόταν για τα ωραία της παγκάκια… σήμερα δεν τολμάς να καθίσεις… βρόμικα, ελεεινά και τρισάθλια…’. Μια άλλη φορά γκρίνιαζε για… το πώς περπατούν οι περαστικοί. ‘Δεν ξέρουμε ούτε να περπατούμε… πέφτει ο ένας πάνω στον άλλο… μήπως χρειαζόμαστε και Κώδικα Βαδιστικής Κυκλοφορίας;… κάποτε ξέραμε να βαδίσουμε και σήμερα…’. Τέτοια θέματα και άλλα απασχολούσαν τον αγαπημένο γκρινιάρη Ζάχο Χατζηφωτίου που εκπροσωπούσε το τηλεοπτικό χρονογράφημα αν και μάλλον ‘χαμηλότερου’ επιπέδου από τα αντίστοιχα του Γερμανού ή του Ψαθά.

Όμως μέσα από αυτή την ολιγόλεπτη εκπομπή συνειδητοποίησα τι είναι αυτό που κάνει το χρονογράφημα απολαυστικό. Είναι η δροσιά και η ανάσα της… ασημαντολογίας, της τιποτολογίας και της ουδενολογίας που όμως μέσα από την οπτική ενός χαρισματικού ανθρώπου γίνεται ένα δομημένο αφήγημα, μια ιστόρηση με ενδιαφέρον, ένα ίχνος και αποτύπωμα της καθημερινής ζωής που αφορά τους πάντες. Άρα δεν πρόκειται τελικά για τιποτολογία αλλά για ένα κανονικό λογοτεχνικό είδος με ηθογραφικά και ψυχογραφικά προαπαιτούμενα.

Χρόνια μετά, όταν ανακάλυψα τον υπερ-μέγιστο Εμμανουήλ Ροΐδη κατάλαβα ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο… απλά ακόμα και στο απλούστερο αφήγημα. Δεν υπάρχει τίποτε που θα πρέπει να σνομπάρει ή να παρατρέχει κανείς. Γιατί στο κάτω κάτω, εμείς είμαστε και… η καθημερινότητα. Ο πολιτισμός μας αποτυπώνεται ανάγλυφα στις πιο ‘απλές’ καθημέριες δράσεις. Το πώς μπαίνουμε και βγαίνουμε απ’τα λεωφορεία, το πώς στεκόμαστε στην ουρά για κάποιο ταμείο, το πώς σεβόμαστε ή όχι τον συμπολίτη και συνάνθρωπό μας, το ότι παρκάρουμε το αυτοκίνητό μας παράνομα ή σε θέσεις προορισμένες για ΑΜΕΑ, το πώς συνομιλούμε ή… γαβγίζουμε ακόμα και με την παραμικρή αφορμή. Το ότι αληθινά βαδίζουμε στους δρόμους σα να μην υπάρχει κανείς άλλος γύρω μας με το κεφάλι κάτω λες και είμαστε ταύροι στην αρένα. Και στις ουρές φωνάζουμε και διαμαρτυρόμαστε ώσπου να εξυπηρετηθούμε. Έπειτα τα ξεχνάμε όλα και ‘κοιτάμε τη δουλειά μας’.

Όλα είναι λοιπόν θέμα ‘αγωγής’, ‘στάσης’ και ‘συμπεριφοράς’; Δεν ξέρω, δεν είμαι έτοιμος να προβώ σε αφορισμούς παρότι έχω τον πειρασμό να πω ‘ναι’. Όμως αναρωτιέμαι, περιμένουμε να μπούμε στο σπίτι μας για να ‘εκπολιτιστούμε’ μέσα στους τέσσερις τοίχους; Αν δεν είναι οτιδήποτε ‘πολιτισμός’ σε όσα χαρακτηρίζουν μια απλή τηλεφωνική μας συνομιλία, ένας χαιρετισμός στο γείτονα, μια συζήτηση με τον υπάλληλο στο φούρνο ή στο σούπερ μάρκετ και περιμένουμε να ‘εκφράσουμε’ πολιτισμό μέσα από κείμενα ή επειδή τραγουδάμε καλλίφωνα ή παίζουμε θαυμάσια κάποιο όργανο, τότε μάλλον έχουμε πάρει λαθεμένο μονοπάτι. Δεν είναι στραβός ο γιαλός, εμείς στραβά αρμενίζουμε…

Και να, ορίστε που γκρίνιαξα κι εγώ και ετίμησα και με το παραπάνω τας παραδόσεις και τα ειωθότα των μεγάλων διδασκάλων…

Γερνάς φίλε μου… αυτό μου ψιθυρίζει μια άλλη φωνούλα μέσα μου αλλά… δεν έχω χρόνο τώρα να την ακούσω!