Πέλωρ Ένθειος
Α |
μάντα Κίναχ… Το βλέμμα της είχε απορροφηθεί από τα ανάγλυφα μαύρα στοιχεία στο χρυσό φόντο ποιος ξέρει πόση ώρα τώρα… Λες και την είχε μαγνητίσει κάποια άγνωστη, πανίσχυρη δύναμη… επιτέλους, κάποια στιγμή έσυρε το βλέμμα της μακριά… συνήλθε… έκλεισε την πόρτα του γραφείου της και με αργά βήματα έφτασε ως τη μεγάλη, δερμάτινη πολυθρόνα της και περισσότερο σωριάστηκε παρά κάθισε. Μα, τι της συνέβαινε αυτό το πρωινό;
Ήξερε τι της συνέβαινε. Δεν είχε ιδέα γιατί της συνέβαινε…
Το κουρασμένο της βλέμμα περιέτρεξε ολόγυρα το γνώριμο χώρο του γραφείου της. Κάποτε ήταν το γραφείο του πατέρα. Το πορτρέτο του Όμηρου Κίναχ δέσποζε στον απέναντι τοίχο. Το βλέμμα του ήταν όπως πάντα, αυστηρό αλλά και ζεστό μαζί. Το βλέμμα του γεννήτορά της, του μέντορα και δασκάλου της. Πόσες φορές είχε δει αυτό τον πίνακα; Αμέτρητες… σήμερα όμως… σήμερα είχε την αίσθηση ότι δεν τον κοιτούσε εκείνη αλλά πως την κοιτούσε αυτός! Ένα ρίγος την διαπέρασε και αποφάσισε να αποσύρει το βλέμμα της κι από κει… κάτι δεν πήγανε καλά σήμερα… αυτό ήταν βέβαιο…
Έβγαλε από κάποιο συρτάρι ένα πακέτο τσιγάρα και άναψε με αργές κινήσεις ένα. Δεν κάπνιζε συχνά αλλά δεν είχε σκοπό να το κόψει εντελώς. Μερικά πράγματα τα απολαμβάνεις επειδή ακριβώς εξακολουθούν να είναι απαγορευμένα. Είχε βρει το μέτρο όμως. Το δικό της μέτρο. Αναπόλησε τα λόγια του πατέρα… ‘σε κάθε τι πρέπει να βρεις το μέτρο… το δικό σου μέτρο Αμάντα… κι όταν το βρεις, μην το προδώσεις… να το σέβεσαι… είναι ο ρυθμός σου… και ο ρυθμός είναι όπως η ανάσα… αποδεικνύει κάθε στιγμή πως είσαι ζωντανή…’
Θυμήθηκε το ύφος του πατέρα καθώς της μιλούσε, κάποιο καλοκαιριάτικο απόγευμα στη βεράντα του σπιτιού τους… πόσα χρόνια πριν; Αιώνες πριν… και μόλις χθες…
Έσβησε το τσιγάρο πριν το τελειώσει. Δυο ρουφηξιές τής ήταν αρκετές… προσπάθησε να ‘μπει’ μέσα στην ημέρα που μόλις ξεκινούσε… κι είχε ένα βουνό μπροστά της…
Πάτησε το γνωστό κουμπάκι στη συσκευή της. Στη μικρή οθόνη εμφανίστηκε ένα ήρεμο, φρεσκοξυρισμένο αντρικό πρόσωπο.
«Καλημέρα κα Αμάντα»
«Καλημέρα Διονύση. Έλα σε παρακαλώ», του είπε κοφτά και έκλεισε τη συσκευή.
Κοίταξε όσα βρίσκονταν πάνω στο γραφείο της. Τα αποδοκίμασε με ένα μορφασμό και σηκώθηκε από την πολυθρόνα. Προχώρησε προς την μεγάλη μπαλκονόπορτα. Έριξε μια ματιά στον καθαρό, αττικό ουρανό και άνοιξε το ένα φύλλο. Ο ήχος της πόλης όρμηξε στο πολυτελές γραφείο.
Ακούστηκε ο διακριτικός χτύπος στην πόρτα της. Ο Διονύσης την άνοιξε και μπήκε. Έψαξε με το βλέμμα του την αφεντικίνα του, την είδε με κάποια έκπληξη να στέκεται όρθια στο κατώφλι της μπαλκονόπορτας και στάθηκε αναποφάσιστος στη θέση του.
«Μπες και κλείσε», τον προσκάλεσε κάπως αυστηρά εκείνη.
Ο νεαρός άντρας με το προσεκτικό, κάπως συντηρητικό του ντύσιμο υπάκουσε και έκλεισε την πόρτα πίσω του απαλά. Δεν την πλησίασε όμως. Περίμενε την επόμενη διαταγή.
«Χίλια πράγματα έχουμε σήμερα ε;», του είπε και κοιτούσε δυο περιστέρια στο απέναντι ρετιρέ που ερωτοτροπούσαν πάνω στην κουπαστή της βεράντας.
«Εεε… ναι… θέλετε να σας πω το πρόγραμμα;»
Ο αρσενικός είχε φουσκώσει και επαναλάμβανε το πανάρχαιο πρωτόκολλο του ζευγαρώματος. Η θηλυκιά τού έκανε σκέρτσα αλλά προφανώς απολάμβανε το ερωτικό παιχνίδι γουργουρίζοντας.
Γύρισε και τον κοίταξε για μια στιγμή.
«Τι να μου πεις… τα ξέρω… και σήμερα δεν έχω καμιά όρεξη…»
Ο ικανός διευθυντής της επεξεργάστηκε την πληροφορία και δεν άργησε να ξεστομίσει τον πρώτο ελιγμό.
«Η μόνη μη ακυρώσιμη συνάντηση είναι με τον υφυπουργό το μεσημέρι… όλα τα άλλα μπορώ αν θέλετε να…»
«Με απασχολεί αυτός ο…», άρχισε να λέει εκείνη όμως ξαφνικά έπιασε το κεφάλι της με την δεξιά της παλάμη και κόμπιασε.
«Κα Αμάντα…», αντέδρασε αμέσως ο Διονύσης ανήσυχος.
«Εντάξει είμαι», είπε εκείνη. Σήκωσε το βλέμμα της… αναζήτησε τα περιστέρια της… τα είδε λίγο πιο πέρα… πάνω σε ένα βρόμικο τραπέζι στη βεράντα του ρετιρέ. Ο αρσενικός έκανε κύκλους γύρω από τη θηλυκιά… είχε κάτι αστείο η χορογραφία του καθώς τη φλερτάριζε…
«Με απασχολεί…» άρχισε να λέει αλλά σταμάτησε.
«Το ραντεβού με τον υφυπουργό; Τα έχω ετοιμάσει όλα… να σας φέρω το…»
«Τι άλλαξε;», είπε αινιγματικά εκείνη μονολογώντας περισσότερο.
«Πώς είπατε;»
«Αυτό με απασχολεί… το χειρόγραφο αυτού του ανθρώπου… όχι… ο ίδιος… αυτός με απασχολεί… δεν ξέρω… έτσι ξύπνησα…», απολογήθηκε σχεδόν και εκείνη τη στιγμή παρακολούθησε τα δυο περιστέρια να ξεκινούν μια πτήση προς τη μελλοντική κοινή τους ζωή. Μελαγχόλησε.
Το μυαλό του Διονύση δούλευε πυρετικά.
«Έχει τοποθετηθεί σε κάποιο ραντεβού ο συγκεκριμένος;… εκτός αν…»
Η Αμάντα πέρασε από μπροστά του, του έκανε νόημα να σιωπήσει και κοντοστάθηκε. Το βλέμμα της μαγνητίστηκε ξανά από τον πατέρα της στο πορτρέτο,
«Τον θυμάσαι τον πατέρα;», τον ρώτησε απαλά.
Ο άντρας έκανε μεταβολή για να αντικρίσει κι αυτός τον πίνακα. Όχι πως δεν τον έβλεπε σχεδόν κάθε μέρα και μάλιστα πολλές φορές. Μα σήμερα κάτι διαφορετικό συνέβαινε εδώ. Αισθάνθηκε κάπως σα να μετείχε σε μια τελετή σε κάποιο αρχαίο ναό.
«Φυσικά τον θυμάμαι κα Αμάντα», απάντησε ειλικρινά. «Πώς να μην θυμάμαι τον άνθρωπο που με πήρε από το πουθενά και…», άρχισε να λέει όμως τον έπαυσε το βλέμμα της αφεντικίνας του.
«Ο πατέρας μου δεν ήταν εύκολος άνθρωπος… έτσι δεν είναι Διονύση;», ρώτησε ξαφνικά χωρίς να παίρνει το βλέμμα της από τον πίνακα. «Κάποτε είχα ακούσει κι ένα παρατσούκλι που του είχε βγάλει κάποιος στο κτήριο… Ετζεβίτ… έτσι τον έλεγαν κάποιοι…»
Ένα ρίγος παγωνιάς διέτρεξε τον φιλόδοξο και ικανό υπάλληλο των Εκδόσεων Κίναχ με το άκουσμα της λέξης… αυτός ήταν ο επινοητής του παράξενου αυτού προσωνυμίου.
«Για να πω την αλήθεια, έκανα καιρό να καταλάβω ότι αυτό δεν είχε να κάνει με το ότι ο πατέρας είχε περάσει πολλά χρόνια στην Τουρκία… άλλο ήταν το περιεχόμενο… και το νόημα…», είπε τονίζοντας την τελευταία λέξη η θυγατέρα του ιδρυτή του μεγάλου εκδοτικού οίκου. Το βλέμμα της έπεσε πάνω στον άντρα δίπλα της που βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης.
«Ας ασχοληθούμε όμως με ένα άλλο ζήτημα», άλλαξε λυτρωτικά την ατζέντα εκείνη και πήρε τη γνωστή της θέση πίσω από το μεγαλόπρεπο γραφείο της.
Ο Διονύσης δεν τόλμησε να κουνηθεί. Λες και είχε πετρώσει.
«Κάθισε», τον προσκάλεσε ήπια εκείνη κι αμέσως υπάκουσε. Η όψη του ήταν πιο εύγλωττη από τη σιωπή του.
«Τι άλλαξε λοιπόν…(;)», είπε στοχαστικά εκείνη.
«Σήμερα… ομολογώ… θέλω να πω… δεν…», ψέλλισε εκείνος χωρίς να μπορεί να ολοκληρώσει τη φράση του. Είχε πέσει σε κάποια παγίδα και δεν το είχε καταλάβει; Η γυναίκα αυτή δεν ήταν μόνο θελκτική και έξυπνη, ήταν και μυστηριώδης… τουλάχιστον σε αυτό έμοιαζε απόλυτα του πατέρα της.
«Αναρωτιέσαι για τη στάση μου έτσι;»
Ακούστηκε ήχος κινητού… Ο Διονύσης έβγαλε το κινητό του και το απενεργοποίησε στη στιγμή. Έπειτα ακούστηκε ο ήχος της Ρένας.
«Πες μου…», αποκρίθηκε η Αμάντα στην ενδοσυνεννόηση.
«Κυρία Αμάντα... Υπάρχουν κάποια θέματα που πρ…»
«Σε λίγο Ρένα… όχι τώρα…», την διέκοψε απότομα η Αμάντα και το γραφείο βυθίστηκε ξανά στη γεμάτη ένταση σιωπή.
Η κληρονόμος και ηγέτιδα των εκδόσεων Κίναχ αναζήτησε στους φακέλους δεξιά της κάτι, το βρήκε, το έβγαλε από το σωρό και το άφησε μπροστά της.
Ήταν η εκτύπωση ενός χειρογράφου. Ο Διονύσης το κοίταξε, δεν το αναγνώρισε. Περνούσαν πολλά από τα χέρια του και όλα έμοιαζαν.
Στην πρώτη σελίδα αναγραφόταν ‘Τι άλλαξε;’. Ήταν ο τίτλος. Λίγες γραμμές πιο κάτω ο συγγραφέας: ‘Πέλωρ Ένθειος’.
Η Αμάντα χάιδεψε την πρώτη σελίδα και ύστερα πήρε στα χέρια της το εκτυπωμένο χειρόγραφο και το περιεργάστηκε… το ξεφύλλισε αργά και στάθηκε για λίγο σε κάποια αποσπάσματα που είχε κυκλώσει με κόκκινο στυλό… προς στιγμήν ο Διονύσης ένιωσε πως ήταν αόρατος… όμως δεν τολμούσε να παρέμβει σε αυτή την πρωτοφανή και αινιγματική σκηνή που βίωνε.
«Δεν ξέρω… δεν ξέρω αληθινά τι να κάνω… τι πρέπει να κάνω…», ψιθύρισε σχεδόν άξαφνα και απόθεσε το χειρόγραφο με ευλάβεια θα’λεγες πάνω στο γραφείο της. Σήκωσε το βλέμμα της και αναζήτησε απευθείας αυτό του άντρα που καθόταν στην καρέκλα.
«Αυτό το… γραπτό… δεν ξέρω πού να το κατατάξω… με έχει γδάρει… σου φαίνεται παράξενο; Ίσως να είναι η πρώτη φορά που μου συμβαίνει κάτι τέτοιο… έπιασα τα 40… και δεν πίστευα ότι θα ανταμωθώ με έναν τέτοιο… αιφνιδιασμό… υπάρχουν πολλά που με έχουν κατά καιρούς ενθουσιάσει, γοητεύσει, συναρπάσει… πρώτη φορά όμως κάτι που έχει γδάρει την ψυχή μου…» είπε και δεν πήρε το βλέμμα της από τον αποσβολωμένο υπάλληλό της.
«Σκέφτεστε να… θέλετε να…», πάλεψε να πει αλλά η Αμάντα δεν είχε σκοπό να του το επιτρέψει… όχι ακόμα…
«Πέλωρ Ένθειος… Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος Διονύση; Από πού έρχεται; Γιατί διάλεξε εμάς… εμένα να στείλει το χειρόγραφό του; Γιατί;…», διέκοψε το συνειρμό της η Αμάντα και έκανε ένα νεύμα ‘άστο καλύτερα’. Έβγαλε άλλο ένα τσιγάρο από το πακέτο της. Το άναψε με πολύ αργές κινήσεις. Ο άντρας εξεπλάγη. Ίσως να την είχε δει άλλη μια φορά να καπνίζει, χρόνια πριν… όταν ακόμα ζούσε ο πατέρας της. Όχι μπροστά του βέβαια.
«Μπορώ να πω κάτι;», αποφάσισε επιτέλους να παρέμβει.
Η γυναίκα τού έκανε ένα νεύμα κατάφασης.
«Θυμάμαι ότι το πήρα εγώ πρώτος… όπως συμβαίνει συνήθως δηλαδή… το κράτησα για μια, δυο μέρες και μετά σάς το έφερα… Για να πω την αλήθεια μού είχε κάνει κι εμένα εντύπωση το ψευδώνυμο τού… ή τής συγγραφέως… όμως θα εξομολογηθώ πως δεν το διάβασα… θα πρέπει να ήρθε τότε που ετοιμαζόμασταν για την μεγάλη έκθεση στη Μόσχα και…»
Η Αμάντα τού ένευσε να παύσει. Έσβησε τη γόπα της και πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Αυτός ο άνθρωπος δεν υπάρχει πουθενά… το έψαξα… τον αναζήτησα… έχω τους τρόπους και τις γνωριμίες… το ξέρεις… δεν υπάρχει… δεν έχει δημοσιεύσει ποτέ τίποτα… ποτέ και πουθενά… είμαι βέβαιη…», είπε δυνατά παίρνοντας την οικεία της όψη και το γνώριμο ύφος της. Ο Διονύσης ένιωσε κάποια ανακούφιση που η αφεντικίνα του έβγαινε από αυτό το σκοτεινό τούνελ.
«Μα πώς…»
«Μην ρωτάς πώς… είμαι βέβαιη σου λέω… αυτός ο άνθρωπος… αυτός ο άντρας, είμαι σίγουρη πως είναι άντρας, δεν έστειλε το κείμενό του για να το εκδώσουμε… άλλωστε, δεν υπήρχε τίποτε άλλο, κάποιο βιογραφικό, κάποιο συνημμένο, μια επιστολή που συνήθως βάζουν οι νέοι και άγνωστοι συγγραφείς… ποιοι είναι, τι κάνουν, τι διαβάζουν και τι πιστεύουν για κείνο ή το άλλο… δεν υπήρχε, υπήρχε;»
«Όχι… δεν υπήρχε», συμφώνησε ο Διονύσης και τώρα έβλεπε σιγά σιγά να ορθώνεται η Αμάντα Κίναχ σε όλο της το μεγαλείο. Το συναίσθημα δεν ήταν απλώς λυτρωτικό, ήταν οπωσδήποτε και ερεθιστικό.
«Ο μυστηριώδης αυτός άνθρωπος μας έστειλε αυτό το χειρόγραφο, δηλαδή το εκτυπωμένο πρωτότυπο, για να το διαβάσουμε… για να το διαβάσω εγώ… από την άλλη, δεν το έστειλε απευθείας σε μένα… κι αυτό με έχει μπερδέψει…»
Ποτέ πριν στο παρελθόν δεν είχε σπαταληθεί τόση πολύτιμη ώρα για μια τέτοια αναδίφηση, σκέφτηκε ο Διονύσης. Η μέρα έτρεχε ήδη και είχε κι αυτός ένα σωρό καθήκοντα. Η αφεντικίνα του άρχισε να μιλάει σαν κάποιος θηλυκός Σέρλοκ Χολμς που πασχίζει να ξεδιαλύνει το μυστήριο που τον έχει γοητεύσει… όμως ο χρόνος ήταν πολύτιμος.
Και εκτός των άλλων είχε εξαφθεί και το δικό του ενδιαφέρον πλέον να διαβάσει αυτό το κείμενο. Τι έχει αλλάξει; Τι σόι τίτλος ήταν αυτός; Όχι… Τι άλλαξε; … αυτό ήταν το σωστό, διόρθωσε τον εαυτό του… και άραγε υπήρχε ερωτηματικό; Ένιωσε την παρόρμηση να δει την πρώτη σελίδα για να λύσει το μυστήριο του ερωτηματικού αλλά καθηλώθηκε στη θέση του… η αφεντικίνα του δεν είχε τελειώσει ακόμη.
Παράξενη μέρα.
«Ας κάνουμε μια μικρή ανακεφαλαίωση», είπε και σηκώθηκε από την πολυθρόνα της. Πέρασε ξυστά με αργά βήματα από μπροστά του. Μπόρεσε να βυθιστεί στην ηδύτητα της αίσθησης, στο άρωμά της που ήταν διακριτικό αλλά εισδυτικό.
Η αφεντικίνα του πέρασε την μεγάλη τράπεζα συνεδριάσεων κι έφτασε στο τέλος της αίθουσας, κάτω από τον πίνακα του Όμηρου Κίναχ. Του έριξε μια γρήγορη ματιά, έκανε μεταβολή και άρχισε να βαδίζει προς τα πίσω. Η ανακεφαλαίωση καθυστερούσε και ο χρόνος ήταν πολύτιμος και…
«Έχουμε έναν μυστηριώδη συγγραφέα, άγνωστο… προσωπικά πιστεύω έναν περιθωριακό τύπο… γύρω στα 45… όχι μικρότερο… ίσως ως τα εξήντα… όχι μεγαλύτερο… αν ήταν κάτω από 45 δεν θα έγραφε έτσι… αν είναι πάνω από εξήντα δεν θα έστελνε τώρα αυτό το χειρόγραφο… είναι πολύ μορφωμένος, έχει διαβάσει παράξενα πράγματα… συγνώμη… έχει μελετήσει παράξενα πράγματα… Καμπαλιστές και χριστιανούς μυστικούς, ας πούμε, ίσως και στο πρωτότυπο… και αυτός ο μοναχικός, πιστεύω και εσωστρεφής άνθρωπος, κάποια στιγμή αποφασίζει να κάνει μια κίνηση εξωστρέφειας… Γιατί άραγε;»
Η Αμάντα έκανε μια μικρή παύση που ο Διονύσης εξέλαβε ως απόπειρα διαλόγου.
«Ίσως επειδή…», έκανε να πει.
«Το γιατί και το πώς αυτή τη στιγμή δεν μας ενδιαφέρουν», συνέχισε απτόητη η Αμάντα αγνοώντας τελείως τον συνεργάτη της που την παρακολουθούσε γοητευμένος να βαδίζει πέρα δώθε πάνω στην ακριβή μοκέτα της με το υπεροχικό και υπέροχο μαζί αριστοκρατικό της στυλ. Η ξανθιά της χαίτη έπεφτε ευγενικά στους ώμους της. Το σώμα της διατηρούσε το σφρίγος και την αθλητικότητα που θα ζήλευε μια πολύ νεότερή της. Δεν ήταν λιπόσαρκη… ήταν αρμονική. Τούτη η λέξη της ταίριαζε περισσότερο από όλες.
«Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν έχει συγγράψει πολλά… Δεν διαβάζει μόνον αλλά και γράφει… υπάρχουν νύχτες που ξημερώνεται γράφοντας… όχι σε υπολογιστή, σε γραφομηχανή… και δεν κοιμάται αν δεν τον πάρει ο ύπνος πάνω από τα χειρόγραφά του… πιστεύω πως ένα από τα πιο ιδιαίτερα κείμενά του, ένα κείμενο που αποτυπώνει με ενάργεια και γλαφυρότητα τον ιδεόκοσμο αλλά και την βιοφιλοσοφία του είναι τούτο εδώ…», είπε η Αμάντα και σήκωσε στον αέρα για λίγο το χειρόγραφο και το άφησε ξανά να πέσει στο γραφείο της με θόρυβο. Ο Διονύσης δεν πρόλαβε να διακρίνει αν υπήρχε ερωτηματικό…
Έχει εκνευριστεί τώρα, σκέφτηκε παρατηρώντας την… όχι… δεν έχει εκνευριστεί ακριβώς… αν ήταν απλά εκνευρισμός θα με είχε διώξει εδώ και ώρα… έχει φοβηθεί. Αυτό είναι… γι αυτό με κρατάει ακόμα εδώ, κοντά της. Επειδή φοβάται… προχώρησε ικανοποιημένος με τη σύλληψή του και ξαφνικά αισθάνθηκε μια ζεστασιά τρυφερότητας γι αυτή τη μυθική γυναίκα… τελικά όλοι είμαστε ανθρώπινα πλάσματα, μονολόγησε σιωπηλά.
«Ας δούμε πριν απ’όλα το ψευδώνυμο… Πέλωρ Ένθειος… τι σημαίνει;»
Ο Διονύσης αιφνιδιάστηκε αλλά όχι για πολύ. Ανέτρεξε στις γνώσεις του και δεν ήταν λίγες.
«Εεε... το πέλωρ είναι επίθετο… νομίζω… σημαίνει μεγάλος, πελώριος…»
«Σωστά…», είπε ικανοποιημένη εκείνη και συνέχισε… είχε φτάσει πάλι στο τέλος της αίθουσας. «Και το ένθειος δεν είναι δύσκολο… ο πληρωμένος από το θείο… όχι το θεό… το θείο… όχι ένθεος, ένθειος… σύμφωνοι;»
«Ναι», απάντησε ο Διονύσης που άρχισε να τον συνεπαίρνει αυτό το ταξίδι αναζήτησης ενός ανθρώπου και ενός συγγράμματος. Τι κρίμα που δεν το είχε διαβάσει τελικά.
«Το θέμα μας δεν εξαντλείται εδώ όμως… έχεις κάποια κοπέλα εύκαιρη; Να της αναθέσουμε μια αναζήτηση;»
«Ναι βέβαια»
«Θα την βάλεις να ψάχνει. Όλη μέρα. Λεξικά, κείμενα, λογοτεχνία, ποίηση… για το πέλωρ και το ένθειος… να βρει συνάφειες, συνδέσεις, νοήματα… κρυφά νοήματα και φανερά νοήματα…»
«Βεβαίως», απάντησε πρόθυμα ο Διονύσης που ένιωθε πως βλέπει μια ταινία με μυστήριο, περιπέτεια και ίντριγκα.
«Ας πάμε στον τίτλο τώρα… δεν είναι περίεργο;»
Η Αμάντα είχε καθίσει τώρα σε μια δερμάτινη πολυθρόνα απέναντί του και λοξά προς τα δεξιά. Τα λευκά της πόδια έκαναν περίφημο κοντράστ με το σκούρο δέρμα της πολυθρόνας και ο περισπασμός ήταν αναπόφευκτος.
«Εεε… ποιο ακριβώς;»
«Ο τίτλος… δεν είναι λέω περίεργο ένας τόσο εκλεπτυσμένος άνθρωπος να διαλέγει έναν τέτοιο τίτλο; Έναν τίτλο στεγνό, απλό και επίπεδο;»
«Όχι… θα έλεγα όχι», επιτέλους διαφώνησε για πρώτη φορά εκείνο το πρωινό ο Διονύσης.
«Χμμ… σε ακούω», τον ενθάρρυνε εκείνη και ανακάθισε στην ωραία της πολυθρόνα με τα καλλίγραμμα πόδια της να εμπνέουν άλλες σκέψεις.
«Νομίζω πως σε αυτούς τους ανθρώπους ταιριάζουν αυτοί οι τίτλοι… είναι σαν κώδικες, σαν αφορισμοί, σαν συνθήματα…», άρχισε να αναλύει ο Διονύσης με ζέση.
«Σαν σύμβολα!», συμπλήρωσε η Αμάντα και σηκώθηκε, δυστυχώς, από την πολυθρόνα και έσπευσε να καθίσει ξανά στη θέση της πίσω από το γραφείο.
«Ναι… ακριβώς», συμφώνησε ο Διονύσης.
Η Αμάντα άνοιξε το χειρόγραφο με γρήγορες αλλά πάντα επιδέξιες κινήσεις και σταμάτησε σε μια σελίδα που είχε σημειωμένη.
Θα πρέπει να έχει διαβάσει τουλάχιστον τρεις φορές το πράγμα αυτό, σκέφτηκε ο Διονύσης. Πόσο ηλίθιος είμαι που δεν το διάβασα, επέπληξε έντονα αλλά σιωπηρά τον εαυτό του.
«Άκουσε αυτό…», είπε εκείνη και άρχισε να του διαβάζει με την ωραία, ζεστή και σοβαρή φωνή της. «Αυτός ήταν ο τρόπος του. Τον είχε ψηλαφήσει αιώνες πριν, τον είχε τελειοποιήσει μέσα από αναρίθμητες διαδρομές φωτός και σκότους… δεν άλλαζε αυτό… εκείνο που αλλάζει κάποτε ολοκληρώνεται… εκείνο που ολοκληρώνεται κάποτε πεθαίνει… δεν θα επέτρεπε στον τρόπο του να αλλάξει… ήταν στο χέρι του… αν ζούσε ακόμα η μούσα του θα το μοιραζόταν γενναιόδωρα μαζί της… αν ζούσε η μελαγχολική του αγαπημένη θα της μιλούσε για την ημέρα που το αισθάνθηκε βαθιά, που το σχημάτισε στο νου της καρδιάς του… τι μπορούσε να αλλάξει αυτό που δεν αλλάζει;…»
Η Αμάντα έκανε μια μικρή παύση και κοίταξε τον Διονύση που είχε σμίξει τα φρύδια του και είχε τεντώσει το σώμα του. Ύστερα, αναζήτησε γοργά κάποιο άλλο απόσπασμα.
«Πριν πεθάνουν όλα απορροφούν μαζί το χρόνο αλλά όχι και το χώρο… πριν γεννηθούν όλα ζούσαν μέσα στο χώρο… όλα μέσα στον πρωτο-χώρο δεν υπάρχουν αλλά είναι… κι αυτό δεν αλλάζει μέσα σε αιωνιότητες και αιωνιότητες… τι δεν αλλάζει; Ο χώρος για να εκδηλωθεί το ανεκδήλωτο… ο χώρος για να υποδεχθεί το νεογέννητο βρέφος… ο χώρος για να ενσαρκωθεί το ασάρκωτο… ο χώρος για να ερωτευθεί ο πρώτος τον δεύτερο… ο χώρος δεν αλλάζει… τι αλλάζει λοιπόν; Τι άλλαξε;»
Η Αμάντα έκλεισε το χειρόγραφο και το άφησε απαλά πάνω στο γραφείο της. Ο Διονύσης πήρε μια βαθιά ανάσα λες κι έβγαινε από τα βάθη της θάλασσας.
«Βγάζεις συμπέρασμα;», τον ρώτησε.
«Κάπου με οδηγούν οι σκέψεις μου… όμως…»
«Όμως δεν έχεις διαβάσει το κείμενο και παλεύεις να βγάλεις άκρη…», είπε η Αμάντα χαμογελώντας και σιώπησε.
Η Ρένα αποφάσισε να μαγαρίσει την κατάνυξη της στιγμής.
«Κυρία Αμάντα!», είπε με φωνή που δεν σήκωνε αντιρρήσεις πλέον. «Πρέπει να…»
«Έλα μέσα Ρένα», της απάντησε γλυκά και ο Διονύσης κατάλαβε πως η… συνεδρία μόλις είχε ολοκληρωθεί. Το πιο παράξενο ξεκίνημα μέρας από τότε που θυμόταν τον εαυτό του στις εκδόσεις Κίναχ. Το πιο παράξενο αλλά και πιο ενδιαφέρον.
Σηκώθηκε από τη θέση του και περίμενε εντολές από την αφεντικίνα του. Όπως το ήλπιζε και απευχόταν μαζί, πήρε το χειρόγραφο και του το πρότεινε.
«Διάβασέ το. Το βράδυ. Τώρα επιστρέφουμε στο πρόγραμμά μας κανονικά. Αύριο όμως θα συνεχίσουμε»
«Ναι», απάντησε εκείνος και πήρε στα χέρια του το χειρόγραφο λες και ήταν ένα σπάνιο και βαρύτιμο εύρημα αρχαιολογικής ανασκαφής.
«Και μην λησμονήσεις αυτό που σου είπα με την κοπέλα. Βάλτην να ψάχνει όλη μέρα σήμερα»
«Ναι, βεβαίως», απάντησε ο Διονύσης και βγήκε από το γραφείο της Αμάντας νιώθοντας πως κρατάει στα χέρια κάτι του που καίει.
Μπήκε στο γραφείο του, έκλεισε την πόρτα και κάθισε στην πολυθρόνα του. Δεν είχε περάσει ένα λεπτό όταν είδε την κλήση στην ενδοεπικοινωνία από την Αμάντα. Πάτησε το κουμπί και το όμορφο και αυστηρό πρόσωπό της γέμισε το οθονάκι της συσκευής.
«Άκυρο το θέμα με την κοπέλα. Μην πεις σε κανέναν τίποτα. Την έρευνα θα την κάνω εγώ», του είπε και πριν προλάβει εκείνος να αντιδράσει η οθόνη έσβησε.
Ώστε είναι γεγονός λοιπόν, μονολόγησε. Είναι πολύ φοβισμένη… γιατί όμως; ρώτησε φωναχτά και έριξε μια ματιά στο χειρόγραφο που είχε μπροστά του…
***
Η τηλεόραση έπαιζε μόνη της. Εδώ και ώρα. Επανάληψη της επανάληψης κάποιου πάλαι ποτέ επιτυχημένου σήριαλ. Οι ατάκες έπεφταν βροχή από τους ήρωες της σειράς. Ο θεατής θα μπορούσε να γελάσει ή να κλάψει με κάποιες απ’αυτές. Τούτη την ώρα όμως, σ’αυτό το συγκεκριμένο δωμάτιο ο θεατής κοιμόταν. Μόνος στο διπλό του κρεβάτι. Ανοιγμένο σε κάποια σελίδα δίπλα του αναπαυόταν και ένα χειρόγραφο με σκοτεινό περιεχόμενο.
Το κινητό άρχισε να δονείται και να παίζει το Kashmir των Led Zeppelin. Παλιό αλλά πάντα υπέροχο. Και ιδανικό για να ξεχωρίζει και σε χαμηλή ένταση.
Ο άντρας άργησε να το αντιληφθεί. Το κινητό σιώπησε. Για λίγο όμως. Άρχισε πάλι να δονείται και να παίζει. Επιτέλους ο άντρας αφυπνίστηκε, του πήρε μερικά δευτερόλεπτα να ενσωματωθεί στην εγρήγορση και κοίταξε την πηγή του ήχου στο κομοδινάκι του. Το κινητό του ήταν κατάφωτο και σχεδόν χόρευε πάνω στο έπιπλο.
«Ποιος μαλ…» πήγε να πει αλλά είδε το πρόσωπο που τον καλούσε. Αμάντα. Έσμιξε τα φρύδια του, έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του και ανακάθισε στο στρώμα του. Τι συμβαίνει, αναρωτήθηκε φωναχτά. Τι ώρα είναι;
«Ναι…», απάντησε και του έκανε έκπληξη το ηχόχρωμα της νυσταγμένης ακόμα φωνής του.
«Το διάβασες;»
Η φωνή της αφεντικίνας του στις δύο και είκοσι το πρωί! Δεν είχε ξανασυμβεί αυτό… Τι να διαβάσω; αναρωτήθηκε βουβά…
«Εεε… κυρία Αμάντα!»
«Σε ξύπνησα, το ξέρω… όμως πρέπει να μιλήσουμε… το διάβασες;»
Κοίταξε αριστερά του. Το καταραμένο χειρόγραφο αυτού του παλαβιάρη.
«Εεε… ναι… δηλαδή όχι… όχι όλο…»
«Καλά… μπορείς να ντυθείς; Σε πέντε λεπτά θα είμαι στο σπίτι σου… φτιάξε και καφέ αν προλαβαίνεις… φίλτρου…», τον διέταξε και τον καθήλωσε μαζί.
«Θα… έρθετε τώρα; Εδώ;»
«Δεν έχω ξανάρθει σπίτι σου… το ξέρω… υπάρχει λόγος… μην σε νοιάζει αν είναι ακατάστατο… εργένικο διαμέρισμα… δεν υπάρχει πρόβλημα…», του είπε αλλά δεν σκέφτηκε να τον ρωτήσει αν εκείνος είχε πρόβλημα.
«Εντάξει… όμως τι…»
«Θα τα πούμε από κοντά», του πέταξε βιαστικά και έκλεισε τη σύνδεση.
Το κέρατό μου!, φώναξε εκείνος, μόνος πια μέσα στο ημισκότεινο δωμάτιό του. Γύρισε και έριξε μια ματιά γεμάτη μίσος στο χειρόγραφο… Πήγε να πει κάτι, αναστέναξε, το κράτησε μέσα του. Στην τηλεόραση κάποιοι πρωταγωνιστές άλλων εποχών πειράζονταν μεταξύ τους με χυδαία αστεία.
Δεν πάτε στο διάολο κι εσείς!, είπε και αναζήτησε το τηλεχειριστήριο. Ήταν στο πάτωμα. Το ανασήκωσε και έκλεισε βρίζοντας τη συσκευή.
Η Αμάντα σπίτι μου… τα ξημερώματα!, άρχισε να μονολογεί καθώς ταυτόχρονα πεταγόταν από το κρεβάτι του και προσπαθούσε να βάλει το νου του να δουλέψει… ο μισός κοιμόταν ακόμα.
Ένα τέταρτο μετά χτυπούσε το κουδούνι της εξώπορτας. Είχε έρθει! Της άνοιξε και την περίμενε ντυμένος και ‘στολισμένος’ όσο καλύτερα γινόταν. Ούτε στο στρατό δεν είχε σπάσει τέτοιο ρεκόρ ταχύτητας. Και είχε προλάβει να βάλει και καφέ να βράζει.
Η καρδιά του… χτυπούσε δυνατά… η Αμάντα στο σπίτι του… τέτοια ώρα… μήπως θα έπρεπε τελικά να ευγνωμονεί τον άγνωστο συγγραφέα του κειμένου;
Την είδε να βγαίνει από το ασανσέρ, λίγα μέτρα μακριά του και σχεδόν του κόπηκε η λαλιά. Ήταν πιο όμορφη από ποτέ. Φορούσε ένα κατάμαυρο, ολόσωμο βραδινό φόρεμα που έφτανε ως τα γόνατά της… φορούσε και ανάλογες γόβες που αναδείκνυαν τις τέλειες γάμπες της. Ήταν μακιγιαρισμένη ελαφρά, προσεκτικά. Τα μαλλιά της είχαν μια άναρχη αναστάτωση. Το άρωμά της πλημμύρισε τον όροφο. Από κάποια δεξίωση θα ερχόταν, χωρίς αμφιβολία.
«Καλημέρα», του είπε χαμογελώντας κάπως αγχωτικά και τον προσπέρασε βιαστικά.
«Καλημέρα», απάντησε εκείνος και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Το πέρασμά της από δίπλα του ήταν μια εμπειρία που πρώτη φορά αισθανόταν υπό τέτοιες συνθήκες. Εκτός εργασιακού χώρου δεν είχαν ανταμώσει ποτέ. Στο σπίτι της… σπίτι… στην έπαυλή της στο Διόνυσο, συνήθιζε κάποτε να επισκέπτεται για κάποιες υποθέσεις τον εργοδότη και μέντορά του, τον Όμηρο Κίναχ… καμιά από αυτές δεν έτυχε να την είχε συναντήσει εκεί.
«Καθίστε… ο καφές είναι σχεδόν έτοιμος», της είπε και τη συνόδευσε στο μικρό του, λιτό, πολύ ‘αρσενικό’ σαλονάκι.
Η Αμάντα κάθισε στον τριθέσιο λευκό καναπέ και αναστέναξε.
«Ναι… μια κούπα ζεστός καφές θα είναι ό,τι πρέπει τώρα…»
Ο Διονύσης έσπευσε στην κουζίνα, γέμισε δυο κούπες αχνιστό καφέ και επέστρεψε. Δεν την είδε στη θέση της. Την αναζήτησε με το βλέμμα περισσότερο και μετά τριγυρνώντας μέσα στο σπίτι. Έγινε κατακόκκινος από ντροπή όταν την είδε στο υπνοδωμάτιο, να κάθεται στο άστρωτο κρεβάτι του και να κρατάει στα χέρια της το χειρόγραφο.
Από την άλλη… αυτή η γυναίκα καθισμένη στο κρεβάτι του… η σκέψη του πήγε σε άλλες περιοχές… ένιωσε κάτι να φουσκώνει στο παντελόνι του… δεν μπορούσε να το εμποδίσει.
«Θα σας το έφερνα…», της είπε.
«Με συγχωρείς που τρύπωσα στην κάμαρά σου…», τού είπε χαμογελώντας κοιτάζοντας ολόγυρα για μια στιγμή.
«Πραγματικά εργένικο σπίτι», πρόσθεσε μάλλον με τρυφερότητα. Έπειτα σηκώθηκε με το χειρόγραφο στα χέρια και τον ακολούθησε στο σαλόνι.
Πριν ξεκινήσουν να μιλούν απόλαυσαν μερικές γουλιές από τον μυρωδάτο καφέ.
«Πολύ καλός… μπράβο…», του είπε με μια έκφραση ειλικρινούς επιδοκιμασίας.
«Δεν έχετε ξανάρθει στο σπίτι μου», ξεκίνησε να της λέει. Το βλέμμα του δεν μπορούσε να απαγκιστρωθεί από τα όμορφα πόδια της.
«Μπορώ;», τον ρώτησε ξαφνικά και πέταξε με μια κίνηση τις γόβες της μακριά. Μάζεψε τα πόδια της πάνω στον καναπέ και πήρε μια αναπαυτική στάση.
Ο Διονύσης δεν ήξερε τι έπρεπε να πει. Θα μπορούσε να κάθεται εκεί και να βιώνει τη μαγική στιγμή δοξολογώντας τον παράξενο συγγραφέα που είχε σταθεί αφορμή να υποδεχθεί στο μοναχικό του σπίτι την Αμάντα. Μέσα σε αυτό το στενό μαύρο φόρεμα, οι γραμμές της τονίζονταν ακόμη πιο πολύ. Το άρωμά της είχε ήδη στοιχειώσει το διαμέρισμα. Ο ερεθισμός του χτύπαγε συναγερμό. Έπρεπε να ηρεμήσει όμως…
«Πώς… θέλω να πω…»
«Ξέρεις που ήμουν απόψε;», τον διέκοψε ξαφνικά κοιτάζοντας μια σελίδα του κειμένου.
«Όχι…». Έβαλε το απρόθυμο μυαλό του να δουλέψει… ήξερε σχεδόν όλα της τα ραντεβού. Τα επαγγελματικά όμως μόνο. Δεν κατέληξε πουθενά.
«Στη Χιλιανή πρεσβεία… κάποια επέτειο έχουν και με είχαν καλέσει… κόντεψα να πεθάνω από την πλήξη… μμμ… τέλειος ο καφές… αυτός ο πρέσβης… της Χιλής… φίλος του πατέρα… τελείως ακατάλληλος… νομίζω θα έρθει άλλος τώρα… μια γυναίκα… αυτός δεν κάνει ούτε για περιπτεράς στο Σύνταγμα…»
Ο Διονύσης χαμογέλασε. Απολάμβανε το κουτσομπολιό και σάρωνε με το βλέμμα του κάθε εκατοστό της Αμάντας έτσι όπως είχε ξαπλώσει σχεδόν σαν λέαινα πάνω στον καναπέ του που ζούσε κι αυτός μεγάλες στιγμές.
«Όμως ξέρεις… εκεί κατά τη μία… συνέβη κάτι πολύ παράξενο. Παράξενο και τρομακτικό μαζί. Είναι και ο λόγος που ήρθα τόσο ξαφνικά απόψε εδώ», είπε κάπως ταραγμένη.
Ο Διονύσης την κοίταξε σκεφτικός.
«Ήμουν που λες στριμωγμένη σε κάποια γωνιά και έψαχνα τρόπο να αποδράσω… δύσκολο βέβαια γιατί με είχαν περικυκλώσει όλο το βράδυ κάποιοι τύποι… πώς να τους χαρακτηρίσω… μην σοκαριστείς… γεροντολιγούρηδες…», είπε και του έριξε μια κλεφτή ματιά μέσα από τις ξανθές της αφέλειες.
Ο Διονύσης γέλασε κι αυτό την ενθάρρυνε να συνεχίσει.
«Άκουσα όλα τα γλοιώδη κοπλιμέντα που μπορείς να φανταστείς σε πέντε, έξι γλώσσες. Μέχρι και στα Ρουμάνικα! Τέλος πάντων… ανάμεσα στους καλεσμένους, ήταν και ένας άνθρωπος που δεν μου φαινόταν να ‘κολλάει’ με τους υπόλοιπους… τριγυρνούσε μόνος με ένα ποτό στο χέρι… τον παρατηρούσα… είμαι καλή στο να παρατηρώ ξέρεις…», είπε και τον ξανακοίταξε. Κάπως πιο αυστηρά τώρα.
Ο Διονύσης κοκκίνισε ξανά. Το καρφί απευθυνόταν σε κείνον;
Η Αμάντα χαμογέλασε και συνέχισε.
«Κάποια στιγμή λοιπόν… εκεί κατά τη μία, μία και… αυτός ο τύπος έπεσε πάνω μου… όχι τυχαία βέβαια… φαίνεται πως με παρατηρούσε κι αυτός όλο το βράδυ… δεν με ζύγωνε όμως… που να προλάβει να πάρει σειρά; Εκείνη την ώρα το έκανε όμως… η ώρα περνούσε, μπορεί να σκέφτηκε ότι θα έφευγα… Και ξέρεις τι μου είπε όταν στάθηκε δίπλα μου;»
Η Αμάντα τον κοίταξε κατάματα πλέον. Η ταραχή είχε επιστρέψει.
«Τι;», τη ρώτησε ο Διονύσης που είχε αρχίσει να την ακούει πιο προσεκτικά.
«Τι άλλαξε;»
Ο Διονύσης κόντεψε να πνιγεί. Έβηξε δυνατά για να καθαρίσει το λαιμό του από τον καφέ. Την κοίταξε με γουρλωμένα μάτια εμβρόντητος.
«Αυτό θα πάθαινα κι εγώ αν έπινα κάτι εκείνη τη στιγμή. Ομολογώ όμως ότι μου κόπηκαν τα γόνατα. Έφυγε το αίμα από το κεφάλι μου, παρά λίγο να σωριαστώ στο πάτωμα. Πήγα κι έκατσα κάπου να συνέλθω…»
«Κι αυτός;», ρώτησε με έξαψη ο Διονύσης που πάλευε ακόμα να συνέλθει.
«Αυτός… εξαφανίστηκε… πέταξε την ατάκα του… είπε αυτό που ήθελε όλο το βράδυ να μου πει και… έγινε καπνός… λες και δεν είχε υπάρξει ποτέ… άνοιξε η γη και τον κατάπιε… κάπως έτσι… από κείνη την ώρα το μυαλό μου δουλεύει με εκατομμύρια στροφές… κόντεψα να τρελαθώ… αν δεν ερχόμουν σε σένα…», είπε και η φωνή της γλύκανε.
«Καλά κάνατε και ήρθατε!», της είπε ζεστά εκείνος και το εννοούσε.
«Πόσο αταίριαστος μου φαίνεται εδώ, στο σπίτι σου, τέτοια ώρα ειδικά ο πληθυντικός… να το αλλάξουμε αυτό;»
Τα μάγουλα του Διονύση είχαν πάρει φωτιά. Δεν ήταν το μόνο σημείο του σώματός του που είχε πυρποληθεί.
«Ναι βέβαια… όπως θέλετ… όπως θέλεις»
«Σ’ ευχαριστώ… ξέρεις… δεν το συνηθίζω να μπουκάρω στα σπίτια των συνεργατών μου μέσα στην άγρια νύχτα… όμως…»
Όμως είσαι φοβισμένη, σκέφτηκε ο Διονύσης. Για την ακρίβεια, ως λίγο πριν ήσουν πανικόβλητη…
«Με σένα αισθάνομαι κάπως πιο άνετα…», του είπε και η φωνή της είχε σχεδόν ένα ερωτικό, υπόρρητο κάλεσμα.
Ο Διονύσης χαμογέλασε. Συγκρατημένα όμως.
Η Αμάντα κοίταξε ξανά το χειρόγραφο.
«Ώστε δεν πρόλαβες να το διαβάσεις, ε;»
«Όχι… άργησα να φύγω από τη δουλειά… ως αργά το απόγευμα έτρεχα και…»
«Ναι… έχεις δίκιο… με συγχωρείς… μερικές φορές ξεχνώ πως όλοι οι άνθρωποι δικαιούνται να έχουν την προσωπική τους ζωή… να, εσύ ας πούμε… θα μπορούσες απόψε να μην είσαι μόνος… θα μπορούσες να έχεις βγει ή να κοιμάσαι με κάποια συντροφιά… πολύ λογικό και αναμενόμενο… κι εγώ σου τηλεφωνώ στις δυόμισι και…», απολογήθηκε σχεδόν νιαουρίζοντας η Αμάντα κάτι εντελώς ασύμβατο με την εικόνα και το στυλ της. Ο Διονύσης σχεδόν ενοχλήθηκε με αυτή τη μετάβαση σε κάτι εντελώς ξένο με την προσωπικότητα αυτής της γυναίκας.
Αντί να συνεχίσει τη συζήτηση για τα προσωπικά του, αποφάσισε να περάσει στο χειρόγραφο.
«Έχω κάνει κάποιες σκέψεις όμως…», της είπε και κέρδισε την προσοχή της. Όχι μόνο αυτήν.
«Έλα, έλα σε παρακαλώ να καθίσεις δίπλα μου…», τον προσκάλεσε χτυπώντας απαλά τον καναπέ.
Δεν δίστασε. Πήγε και κάθισε ακριβώς δίπλα από τα μαζεμένα της πόδια. Η αίσθηση ήταν εκρηκτική. Έπρεπε να ανακτήσει άμεσα την αυτοκυριαρχία του.
Μήπως ονειρευόταν;
«Λοιπόν;», τον ρώτησε έχοντας προσανατολίσει το βλέμμα της και την προσοχή της πάνω του. Στα χέρια της κρατούσε την κούπα από τον καφέ. Ο Διονύσης δεν την κοιτούσε ένιωθε όμως το βλέμμα της να χώνεται μέσα του. Είχε και την αδιόρατη αίσθηση ότι τον κοιτούσε ένα άλλο, διαφορετικό βλέμμα … όχι μονάχα ως συνεργάτη και ιδιότυπο νέο ‘φίλο’.
«Νομίζω πως έχω αρχίσει να διαμορφώνω μέσα μου το προφίλ αυτού του ανθρώπου… σαν σκίτσο… όμως πριν απ’αυτό… το κείμενο… από κει πρέπει να ξεκινήσουμε… έφτασα ως τη μέση… δεν είναι μεγάλο, μονάχα 70 σελίδες…»
«Εβδομήντα τρεις», τον διόρθωσε ήρεμα εκείνη.
«Ναι… μπορεί να μην είναι μεγάλο όμως είναι εξαιρετικά πυκνό… και αισθάνομαι εντελώς… πώς να το πω… παραπλανητικό… ή μάλλον… μοιάζει κάπως σαν παλίμψηστο…», της είπε και τώρα πλέον ήξερε πως είχε κερδίσει σίγουρα την προσοχή της.
«Δηλαδή; Εννοείς πως έχει πολλά επίπεδα ανάγνωσης;»
«Οπωσδήποτε», απάντησε με βεβαιότητα εκείνος.
«Αυτό το σκέφτηκα κι εγώ. Όμως... συγνώμη, συνέχισε. Το ελάττωμά μου να διακόπτω…», απολογήθηκε.
«Χτες το πρωί, όταν μου αναλύατε… συγνώμη, όταν μου ανέλυες τα στοιχεία της προσωπικότητας αυτού του ανθρώπου, όπως τα αντιλαμβάνεσαι βέβαια μέσα από το συγγραφικό του ύφος και το περιεχόμενο του κειμένου, είπες πως πρέπει να είναι ένας άνθρωπος μορφωμένος, πως έχει μελετήσει παράξενα πράγματα… Καμπάλα ας πούμε… σωστά;»
«Ναι», του αποκρίθηκε αμέσως εκείνη και άφησε την κούπα στο τραπεζάκι δίπλα της. Μάζεψε το σώμα της και ανακάθισε στον καναπέ. Αισθάνθηκε πως η προηγούμενη στάση της δεν άρμοζε σε όσα λέγονταν πλέον. Η κίνηση αυτή δυσαρέστησε τον Διονύση που ήθελε να έχει τα πόδια της κοντά του όμως εξακολούθησε να της αναλύει τις σκέψεις του.
«Νομίζω πως έχεις δίκιο. Όμως εκτός από στοιχεία της Καμπάλα, υπάρχουν και κάποια άλλα που παραπέμπουν σε άλλες… μαγικές ας τις πω παραδόσεις»
Ο Διονύσης είχε πάρει πλέον το ύφος ενός ακαδημαϊκού που κάνει μια διάλεξη. Η φωνή του ήταν καθαρή, σίγουρη, επιβλητική. Η Αμάντα κάθισε πλέον κανονικά στη θέση της και αναζήτησε με το βλέμμα της τις πεταμένες της γόβες. Ξαφνικά αισθάνθηκε ντροπή να είναι ξυπόλητη. Ο Διονύσης έσπευσε να τις αναζητήσει για εκείνη και της τις έδωσε.
«Ευχαριστώ», του είπε απλά.
Ο Διονύσης κάθισε ξανά στη θέση του και συνέχισε.
«Θα μπορώ να είμαι περισσότερο βέβαιος όταν ολοκληρώσω την πρώτη και τη δεύτερη ανάγνωση αυτού του… κώδικα… όμως νομίζω πως ο συγγραφέας γράφει σε δυο τουλάχιστον επίπεδα. Ένα επίπεδο ερωτικής εξομολόγησης σε μια νεκρή σύντροφο κι ένα επίπεδο ερωτικής επίκλησης… μάλλον μαγικής επίκλησης…»
Η Αμάντα ήταν σιωπηλή. Οι γνώσεις και η φιλομάθεια του Διονύση ήταν ένα από τα πολλά προσόντα που είχε διακρίνει ο πατέρας της όταν τον είχε προσλάβει σε πολύ νεαρή ηλικία στην εταιρία και μάλιστα σε διευθυντική θέση. Ίσως εκείνη να μην τις είχε εκτιμήσει όπως τους άξιζαν.
«Δηλαδή έχουμε να κάνουμε με έναν μάγο;», τον ρώτησε ξεκάθαρα, σχεδόν με αφέλεια. Ο νους της πήγε στον μυστηριώδη άντρα της δεξίωσης.
«Μάγος είναι οπωσδήποτε… νομίζω μάλιστα πως είναι μύστης ανώτατης βαθμίδας… και όχι της δεξιάς ατραπού», της είπε με σοβαρότητα ο Διονύσης.
«Μισό λεπτό», τον διέκοψε εκείνη. «Αυτά τα ζητήματα δεν τα κατέχω… βέβαια, ο πατέρας είχε στη βιβλιοθήκη του ένα σωρό βιβλία μαγείας όμως… τα περισσότερα ήταν στην προσωπική του βιβλιοθήκη, στο γραφείο του… δεν τα διάβασα ποτέ… μια φορά θυμάμαι είχα τρυπώσει και ψαχούλευα μερικά όταν μπήκε μέσα, με επέπληξε πολύ αυστηρά και μου απαγόρευσε να το ξανακάνω. Από τότε τα κλείδωνε σε κάποια ειδικά ράφια για να μην έχει πρόσβαση κανείς»
«Ο πατέρας σας κυρία Αμάντα δεν είχε απλώς μερικά βιβλία μαγείας… είχε σπάνια βιβλία… είχε κάποια Γριμόρια, κάποιες Κλείδες…», της είπε και δεν διόρθωσε τον πληθυντικό… η ώρα του ενικού και της οικειότητας είχε παρέλθει.
Η Αμάντα είχε γουρλώσει τα μάτια της και τον κοιτούσε σαν κεραυνοβολημένη. Φιλολογικά μόνο είχε ακούσει για τα Γριμόρια και τις Κλείδες της Μαγείας. Δεν είχε καμιά άλλη σχέση με όλα τούτα.
«Και… πώς το ξέρεις αυτό εσύ;»
«Το ξέρω γιατί μου τα είχε δείξει εκείνος… όχι απλά μου τα είχε δείξει… είχαμε ασχοληθεί με κάποια από αυτά… είναι ανεκτίμητης αξίας να ξέρετε. Θα πρότεινα μάλιστα να τα κλειδώνατε κάπου ασφαλέστερα… με συναγερμό ίσως…»
Η Αμάντα νόμιζε ότι έπεφτε ο ουρανός στο κεφάλι της. Πώς της είχε διαφύγει αυτή η τόσο στενή σχέση του Διονύση με τον πατέρα της; Αποφάσισε να μην δώσει συνέχεια προς στιγμήν.
«Μπορείς να έρθεις κάποια μέρα στο σπίτι; Να μου τα δείξεις και να τα ξεχωρίσω από τα άλλα; Αν είναι τόσο μεγάλης αξίας… μα, πώς δεν μου μίλησε ποτέ γι αυτά ο πατέρας;», αναρωτήθηκε φωναχτά.
Ο Διονύσης δεν σχολίασε τίποτε.
«Είναι ώρα να φεύγω», είπε ξαφνικά εκείνη και σηκώθηκε από τη θέση της. «Σου χρωστώ χάρη γι απόψε Διονύση», του είπε και συνάντησε το αιφνιδιασμένο βλέμμα του.
Τη συνόδευσε απρόθυμα ως την πόρτα. Δεν είχε ολοκληρώσει όσα ήθελε να της πει. Ίσως να ήταν καλύτερα έτσι. Δεν ήταν έτοιμη να ακούσει τα πάντα σε μια νύχτα.
Η Αμάντα στάθηκε στο κατώφλι.
«Σήμερα μην έρθεις στη δουλειά», του είπε κρατώντας του το χέρι. «Ρεπό. Ή μάλλον, όχι ακριβώς ρεπό. Σε παρακαλώ, ολοκλήρωσε την ανάγνωση του κειμένου… μπορείς;»
«Μα… υπάρχουν κάποιες εκκρεμότητες που πρέπει να…», διαμαρτυρήθηκε εκείνος αλλά τον σταμάτησε.
«Εδώ βλέπω πως υπάρχει μια πιο σοβαρή εκκρεμότητα Διονύση που αφορά τη ζωή μου. Γιατί δεν σου κρύβω πως από προχθές που άρχισα να διαβάζω αυτό το καταραμένο κείμενο και με όσα συμβαίνουν από τότε, με έχει τυλίξει μια καταχνιά», του είπε και ένιωσε στη φωνή της όχι μονάχα φόβο αλλά και κάτι ακόμα πιο σοβαρό, βαθύ και… αρχαίο…
Δεν της είπε τίποτα. Την είδε να μπαίνει στο ασανσέρ και όταν έκλεισε την πόρτα πίσω του, πήγε στο υπνοδωμάτιό του και κάθισε ξεφυσώντας στο κρεβάτι του.
«Μακάρι να μην βγω αληθινός», είπε σαν μια συνέχεια ανέκφραστων σκέψεων που σκοτείνιασαν την ψυχή του.
Ήταν κουρασμένος. Έπεσε με τα ρούχα στο στρώμα του και αποκοιμήθηκε αμέσως.
***
«Το μικρό σκοτεινό δωμάτιο ήταν αυτό που για πρώτη φορά ανταμωθήκαμε. Θυμάσαι; Ένα μικρό, υγρό δωμάτιο στην ανατολική όψη. Υπήρχαν 99 λευκά κεριά παντού, ολόγυρα. Ο γαλάζιος βωμός στο κέντρο, ενεργός, ζώπυρος. Ο ήλιος και η σελήνη. Υπήρχαν οι αστερισμοί, οι γαλαξίες, ο χώρος και ο χρόνος. Το αντάμωμά μας ήταν δυνατό, η ένωσή μας μετουσιακή, η εμπειρία μάς στιγμάτισε και τους δυο. Μάς ένωσε. Το αρσενικό μέσα μας ζευγάρωσε με το θηλυκό. Το φωτεινό λούστηκε από σκοτάδι και το σκοτεινό με άπλετο φως. Ήσουν εκείνη που περίμενα κι ήμουν αυτός που προσδοκούσες. Ο Ερμαφρόδιτος γεννιόταν. Κι όταν σήκωσα το μικρό λεπίδι για να χαράξω τους αριθμούς πάνω στη σάρκα αισθάνθηκα πως θα με προδώσεις. Ναι… Το αισθάνθηκα ως τα έγκατα της ύπαρξής μου. Εκεί ούρλιαξα για να ακουστώ ως τις εσχατιές του Αχανούς.
Τι άλλαξε;
Γιατί με πρόδωσες;
Τι άλλαξε; …»
Κόντευαν μεσάνυχτα. Ο Διονύσης σήκωσε το κεφάλι του από το χειρόγραφο και τέντωσε τα χέρια του. Κοίταξε το ρολόι του και σοκαρίστηκε. Ξαφνικά συνειδητοποίησε πως από το πρωί δεν είχε βάλει τίποτε στο στόμα του. Πείνασε. Αποφάσισε να βγει για μια βόλτα ως το γειτονικό παρκάκι, να καθαρίσει το μυαλό του και να τσιμπήσει και κάτι από τη γειτονιά. Έβαλε το χειρόγραφο σε ένα συρτάρι του γραφείου του, έκλεισε το λάπτοπ, έβαλε το σακάκι του και άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος.
Στο κατώφλι στεκόταν ένας άντρας. Ένας άγνωστος άντρας.
Ο Διονύσης ταράχτηκε από την απροσδόκητη αυτή παρουσία έξω από την πόρτα του σπιτιού του και επηρεασμένος από την ολοήμερη μελέτη αυτού του αινιγματικού κειμένου, ρίγησε. Ενοχλητικά συναισθήματα τον πλημμύρισαν.
«Ποιον ζητάτε;», ρώτησε.
«Ο κος Διονύσης Υφαντής;»
Ο άντρας έδειχνε γύρω στα 55, ίσως λίγο μεγαλύτερος. Ήταν ντυμένος κομψά αλλά παλιομοδίτικα. Φορούσε γυαλιά μυωπίας και το βλέμμα του μέσα από τους φακούς φαινόταν βαθύ και δυνατό.
Πολύ δυνατό.
«Ποιος είστε;», ρώτησε ο Διονύσης με άλλο τόνο πλέον. Η παρουσία αυτού του ανθρώπου δεν ήταν ευχάριστη.
«Παρακαλώ επιτρέψτε μου να συστηθώ εντός της οικίας σας… δεν είναι πρέπον εδώ…», απάντησε εκείνος ήρεμα.
«Αποκλείεται», αντείπε ο Διονύσης και έκλεισε την πόρτα πίσω του. Την διπλοκλείδωσε μάλιστα και έκανε μερικά αποφασιστικά βήματα προς το ασανσέρ.
«Θέλω να σας μιλήσω για ένα ζήτημα που σας αφορά», συνέχισε με τον ίδιο, σχεδόν υπνωτιστικό τόνο στη φωνή του ο άγνωστος.
«Οι άνθρωποι δεν ανταμώνουν μαύρα μεσάνυχτα κύριε», συνέχισε ο Διονύσης ανοίγοντας την πόρτα του ασανσέρ. Ήταν φανερά ταραγμένος αλλά πάλευε να το κρύψει.
«Έχετε δίκιο. Όμως δεν έχω χρόνο. Και πρέπει να σας μιλήσω. Οπωσδήποτε. Έρχομαι… ως φίλος», είπε ο άντρας και ο Διονύσης δεν έκλεισε την πόρτα του ασανσέρ. Σκέφτηκε σενάρια διαφυγής, έβαλε το χειρότερο στο μυαλό του. Αποφάσισε να το ρισκάρει. Άνοιξε ξανά την πόρτα του ανελκυστήρα.
«Πάω απέναντι στο ταβερνάκι να τσιμπήσω κάτι…», του είπε ως έμμεση πρόσκληση και ο άντρας την αποδέχθηκε ζωηρά.
«Ευχαριστώ», είπε και μπήκε στο θάλαμο δίπλα στο Διονύση. Το σώμα του… είχε… ανέδιδε ένα παράξενο άρωμα… εικόνες μιας άλλης εποχής ήρθαν στο νου του Διονύση… θυμήθηκε τον παππού του λίγο πριν πεθάνει… κάπως έτσι μύριζε κι εκείνος. Αποφάσισε να το αγνοήσει.
Βγήκαν από την πολυκατοικία και πέρασαν τον δρόμο. Μπήκαν στο μικρό μαγαζί που ήταν σχεδόν άδειο. Ο Διονύσης διάλεξε μια απόμερη γωνιά. Ο άντρας κάθισε απέναντί του.
«Πέστε μου ποιος είστε και τι θέλετε», του είπε αυστηρά ο Διονύσης και απέφυγε την συνάντηση με το βλέμμα του.
Ο άντρας έβγαλε τα γυαλιά του και τα άφησε στο τραπέζι.
Ήρθε ο σερβιτόρος, παρήγγειλε ο Διονύσης μόνο για τον εαυτό του και περίμενε τις εξηγήσεις από τον παράξενο επισκέπτη.
«Βλέπω είστε κάπως νευρικός», του είπε εκείνος.
«Είμαι ό,τι θέλω να είμαι κύριε. Εσείς τι είστε;», τον ρώτησε κοιτάζοντας το τραπεζομάντηλο.
«Είμαι φίλος και μαθητής του Όμηρου Κίναχ», απάντησε ο άντρας και ο Διονύσης αποφάσισε να ρισκάρει ένα κοίταγμα στο πρόσωπο του ανθρώπου. Όχι για πολύ. Δεν αντεχόταν να τον κοιτάζεις για πολύ.
«Μάλιστα. Και από μένα τι θέλετε;», συνέχισε στον ίδιο τόνο ο Διονύσης.
«Η Αμάντα… κινδυνεύει», είπε ήρεμα ο άντρας και πριν προλάβει να συμπληρώσει οτιδήποτε ήρθε ο σερβιτόρος με την σαλάτα, τη μπίρα και το ψωμί. Τα άφησε στο τραπέζι και έφυγε.
Κανείς δεν τα άγγιξε. Ο Διονύσης έτρεμε. Είχε ιδρώσει.
«Εσείς… εσείς ήσασταν χθες στη δεξίωση;», ρώτησε ο Διονύσης σκουπίζοντας το μέτωπό του και παίρνοντας μια βαθιά εισπνοή.
Ο άντρας χαμογέλασε.
«Πώς το γνωρίζετε αυτό; Αα… σας το είπε η Αμάντα… Δεν θα φάτε;»
Ο Διονύσης ένιωσε την καρδιά του να βροντάει μέσα στο στήθος του.
«Τι θέλεις;», ρώτησε στον ενικό αυτή τη φορά και σχεδόν φωνάζοντας ο Διονύσης. Κάποιος ξεχασμένος πελάτης στο βάθος γύρισε και κοίταξε.
«Ηρεμήστε κύριε. Σας είπα, ήρθα ως φίλος. Δεν έχω σκοπό να κάνω εγώ κακό στην Αμάντα. Το αντίθετο. Προσπαθώ να το προλάβω», είπε με τον ίδιο αργόσυρτο τόνο ο άντρας και σηκώθηκε από την καρέκλα του.
Ο Διονύσης δεν πίστευε λέξη απ’όσα άκουγε. Έμεινε σιωπηλός.
«Βλέπω πως τώρα δεν είστε σε θέση να συζητήσουμε. Το σέβομαι. Όμως δεν έχουμε απεριόριστο χρόνο. Για την ακρίβεια, μόλις προλαβαίνουμε. Παρακαλώ, πάρτε την κάρτα μου. Αν θέλετε μπορούμε να ανταμώσουμε αύριο, οποιαδήποτε ώρα σε οποιοδήποτε μέρος. Πρέπει. Αν νοιάζεστε για την Αμάντα», είπε και άφησε μια μικρή, λευκή κάρτα πάνω στο τραπέζι. Ύστερα, γύρισε με αργές κινήσεις το σώμα του και βάδισε ήρεμα ως την πόρτα.
Όταν έφτασε ο σερβιτόρος με το φαγητό βρήκε τον Διονύση να έχει κλείσει το κεφάλι του μέσα στις παλάμες του και να τρέμει σύγκορμος.
«Είστε καλά κύριε;», ρώτησε ο σερβιτόρος ανήσυχος.
«Ναι… ναι, μια χαρά είμαι», είπε ο Διονύσης και αποφάσισε να κάνει προσπάθεια να ηρεμήσει. Δεν είχε καμιά όρεξη πλέον να φάει, έπρεπε όμως να σκεφτεί.
Πλήρωσε το λογαριασμό, σηκώθηκε από τη θέση του, πήρε την κάρτα του αγνώστου και τρεκλίζοντας σχεδόν έφτασε ως την έξοδο του μαγαζιού.
«Δεν φάγατε;», ρώτησε από το βάθος της κουζίνας το αφεντικό αλλά δεν πήρε απάντηση.
Όταν έφτασε στο σπίτι του ο Διονύσης είχε πυρετό.
***
Η έπαυλη της οικογένειας Κίναχ είχε δει και καλύτερες μέρες, αυτό ήταν βέβαιο. Το κτήμα στην περιοχή του Διονύσου κάποτε ήταν πολύ μεγάλο. Πάνω από 100 στρέμματα. Το είχε αγοράσει ο Κίναχ όταν είχε έρθει στην Ελλάδα από την Τουρκία, την δεκαετία του 1960. Μετά από συνεχείς διανοίξεις οδών, διευθετήσεις ρεμάτων και πωλήσεις τμημάτων, είχαν απομείνει κάπου τριάντα στρέμματα. Το παλαιό ωραίο σπίτι μικτού ρυθμού όμως δέσποζε ακόμα αγέρωχο αν και γερασμένο. Χρειαζόταν μια περιουσία για να αναπαλαιωθεί και οι εκδόσεις Κίναχ δεν βρίσκονταν πλέον στην παλιά τους δόξα. Παρόλα αυτά, η σφιχτή πολιτική της Αμάντας και η δυναμική της προσωπικότητα είχαν κάνει ένα μικρό θαύμα. Η εταιρία είχε εξέλθει από τη στενωπό της και ανοιγόταν με αισιοδοξία σε νέες θάλασσες.
Η Αμάντα το αγαπούσε αυτό το σπίτι. Όλη της η ζωή ήταν γεμάτη από τις αναμνήσεις αυτού του μικρού και απέραντου μαζί κόσμου. Όταν ζούσε ο πατέρας. Όταν ο κόσμος γέμιζε τα σαλόνια και τις βεράντες στις μεγάλες δεξιώσεις. Τη μητέρα της δεν πρόλαβε να τη γνωρίσει. Είχε αποδράσει από αυτόν τον κόσμο της Μάγια όταν ήταν μωρό ακόμα. Ήταν μοναχοκόρη και μοναχοπαίδι. Μεγάλωσε μοναχική αλλά όχι μόνη. Η απέραντη βιβλιοθήκη του πατέρα ήταν πάντα ένας κόσμος αναρίθμητων διαστάσεων. Συντροφιά, γνώση, ταξίδεμα και ονείρεμα… η γνώση για τον Όμηρο Κίναχ ήταν το χρυσό κλειδί που άνοιγε όλες τις πόρτες για τον κόσμο. Θυμόταν ένα από τα αγαπημένα ρητά του πατέρα. ‘Καμιά θρησκεία δεν είναι μεγαλύτερη απ’την αλήθεια’. Ήταν κάτι που της έλεγε συχνά. Η Αμάντα μεγάλωσε μέσα σ’αυτό το σύμπαν. Στο σύμπαν της αναζήτησης της αλήθειας, της ομορφιάς, εκείνου που κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα, τις χονδροειδείς παραστάσεις της ύλης, τη Μεγάλη Ψευδαίσθηση. Αυτό που οι ανατολικοί μύστες έλεγαν Μάγια. Η λογοτεχνία, η ποίηση, η μουσική, η ζωγραφική, οι επιστήμες ήταν οι σύντροφοι και οι συνοδοιπόροι της. Οι μεγάλοι στοχαστές, οι γενναίοι εξερευνητές, οι ατρόμητοι ιππότες, οι πραγματιστές φιλόσοφοι, οι εμπειρικοί επιστήμονες, οι φλογεροί θεολόγοι. Ο Πλάτων, ο Επίκουρος, ο Άγιος Αυγουστίνος, Σαίξπηρ, ο Καρτέσιος, ο Κάντ. Και δεκάδες άλλοι.
Κάποιες φορές, όταν ο πατέρας είχε τη διάθεση και το χρόνο, έκαναν βόλτες στο κτήμα ή κάθονταν μαζί με τις ώρες και μελετούσαν κάποια βιβλία. Κοιτούσαν χάρτες, έπαιζαν, χαίρονταν ο ένας τη συντροφιά του άλλου. Αυτές οι μαγικές στιγμές ήταν λίγες όμως. Όσο περνούσαν τα χρόνια ο πατέρας γινόταν όλο και πιο απόμακρος, πιο σκοτεινός και λιγομίλητος. Η Αμάντα μεγάλωνε, πήγαινε σε ακριβά σχολεία όμως η έλλειψη επαφής με τον πατέρα ήταν έντονη. Η Αμάντα ένιωθε, ήξερε πως ευθυνόταν ο πρόωρος και αδόκητος χαμός της μητέρας και λατρεμένης του συντρόφου. Ο πατέρας δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει το θάνατό της, πάλευε όμως σκληρά να μην το δείχνει. Κάθε χρόνο στη γιορτή της κλεινόταν ερμητικά στο γραφείο του και δεν επικοινωνούσε με κανέναν ως το επόμενο πρωινό. Αυτή η απώλεια όμως τον ρήμαζε, τον έτρωγε εσωτερικά, του υπέσκαπτε όλα τα θεμέλια. Τα τελευταία του χρόνια ήταν δύσκολα και πολύ μοναχικά. Η Αμάντα είχε γυρίσει από τις σπουδές της στην Ευρώπη, είχε αναλάβει τον εκδοτικό οίκο που ήταν στα πρόθυρα της καταστροφής και πάλευε να αποκαταστήσει κάποιο είδος σχέσης με τον τσακισμένο πατέρα της.
Δεν κατάφερε και πολλά πράγματα. Ο κάποτε κραταιός και ακμαίος επιχειρηματίας και εκδότης που συναλλασσόταν με υπουργούς και δεξιωνόταν αρχηγούς ξένων κρατών και εστεμμένους, έλιωνε σε ένα κρεβάτι, σιωπηλός, αποστασιοποιημένος απ’όλα, βυθισμένος σε ένα υπαρκτικό σκοτάδι. Καιγόταν η καρδιά της Αμάντας να τον βλέπει έτσι. Δεν μπορούσε να εξηγήσει τα αίτια της κατάρρευσής του και δεν μπορούσε να την αποδώσει μονάχα στην έλλειψη της μητέρας. Υπήρχαν πολλές σκοτεινές πτυχές στη ζωή του πατέρα της. Το ήξερε. Τα χρόνια που έζησε στην Τουρκία, σε κάποιο απομονωμένο μέρος στα βάθη της ανατολής ήταν πάντοτε κάτι που εκείνος δεν ήθελε να το συζητά. Πολλές φορές τον είχε ρωτήσει για κείνα τα ‘μυστικά’ του χρόνια όμως εκείνος της χαμογελούσε ζεστά, της χάιδευε τα όμορφα μαλλιά της και έμενε σιωπηλός.
Η Αμάντα προσπάθησε να τον βοηθήσει όσο μπορούσε. Οι διασημότεροι ψυχίατροι από την Ελλάδα και την Ευρώπη δεν μπόρεσαν να προσφέρουν παρά ελάχιστη αρωγή. «Ο άνθρωπος δεν θέλει να ζήσει», της έλεγαν. «Ο πατέρας σας έχει κλειδωθεί σε ένα σκοτεινό δωμάτιο του μυαλού του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει», συμφωνούσαν κάποιοι άλλοι. «Με τη χημεία θα κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε. Όμως χωρίς τη βούληση για ζωή, τα φάρμακα δεν μπορούν να θεραπεύσουν», συμπλήρωναν άλλοι. «Μονάχα η αγάπη θεραπεύει», της είχε πει ένας ψυχοθεραπευτής που έμεινε μαζί της ως τις τελευταίες ημέρες. Και αυτό προσπαθούσε να του προσφέρει μέσα από την καρδιά της. Όμως εκείνος πάγωνε, αποσυρόταν, πέθαινε.
Και έτσι έσβησε, ένα ανοιξιάτικο πρωινό στο κρεβάτι του. Και η δυναμική και όμορφη Αμάντα είχε να διοικήσει ολομόναχη πλέον ένα μεγάλο καράβι σε μια αγορά που πήγαινε από το κακό στο χειρότερο και με ανταγωνιστές πιο έμπειρους, πιο μοχθηρούς και αμείλικτους. Όχι πως δεν είχε τις γνώσεις, τα κότσια και την όρεξη. Όσο ζούσε όμως ο πατέρας, έστω και άρρωστος, η συμπεριφορά όλων απέναντί της ήταν διαφορετική. Ο σεβασμός και το δέος ακόμα απέναντι στον Όμηρο Κίναχ ήταν κάτι που την εντυπωσίαζε από μικρή. Θα ορκιζόταν μάλιστα πως μερικοί όταν πρόφεραν το όνομά του εκδήλωναν και κάποιον… φόβο. Έναν παράξενο φόβο προς κάτι που συνδεόταν με τον πατέρα της. Δεν κατάφερε ποτέ να το αποκρυπτογραφήσει αυτό.
Τα σκεφτόταν όλα τούτα αυτό το πρωινό, καθισμένη στην αγαπημένη δερμάτινη πολυθρόνα στο γραφείο του πατέρα της κοιτάζοντας τις φωτογραφίες με κείνον και τη μητέρα από άλλες, ευτυχισμένες εποχές. Η αναθύμηση και επισκόπηση μαζί σχεδόν όλης της ζωής της ήταν κάτι που τελευταία γινόταν όλο και πιο συχνά. Γιατί άραγε; αναρωτιόταν. Μήπως ετοιμάζομαι να περάσω σε μια επόμενη φάση της ζωής μου; Μήπως συμβαίνει κάτι άλλο; Μήπως έρχεται κάτι πολύ μεγάλο;
Κοίταξε το ρολόι της. Αναστέναξε. Είχε ξεχαστεί. Έπρεπε να βιαστεί, να κινήσει για την Αθήνα. Άλλη μια μέρα δουλειάς την περίμενε. Ξαφνικά εισέβαλλε με ορμή μέσα στο γραφείο ο Δημήτρης, ο γενικός επιστάτης του κτήματος, αναστατωμένος και αλαφιασμένος.
«Κυρία Αμάντα… ελάτε…»
«Τι είναι Δημήτρη, τι συμβαίνει;», πετάχτηκε από τη θέση της εκείνη και τον ακολούθησε.
Ο Δημήτρης την οδήγησε στη μεγάλη βεράντα. Σε έναν από τους καναπέδες μπαμπού είδε ξαπλωμένο το Διονύση. Η εικόνα του ήταν πέρα από κάθε περιγραφή.
«Χριστέ μου! Τι έγινε;», φώναξε και διέταξε τον Δημήτρη να καλέσει αμέσως τον οικογενειακό γιατρό. Ο Δημήτρης έκανε να φύγει για να εκτελέσει τη διαταγή της αφεντικίνας του όμως εκείνη τον σταμάτησε.
«Βοήθησέ με να τον πάμε στο κάτω δωμάτιο… στον ξενώνα… έλα», είπε με αγωνία και η όψη του συνεργάτη της δεν την έκανε καθόλου αισιόδοξη. Ο άνθρωπος ήταν άρρωστος, ψηνόταν στον πυρετό… πως είχε βρεθεί ως εδώ; Πώς είχε έρθει;
Ποιος τον είχε φέρει σ’αυτή την κατάσταση;
Με μεγάλη δυσκολία μπόρεσαν σιγά σιγά να τον μεταφέρουν ως τον ξενώνα, να τον γδύσουν και να τον βάλουν κάτω απ’την κουβέρτα. Ο Διονύσης έτρεμε σαν το ψάρι, παραμιλούσε, ανάσαινε βαριά.
«Ειδοποίησε τον γιατρό αλλιώς πρέπει να τον πάμε σε νοσοκομείο», φώναξε η Αμάντα και η καρδιά της γέμισε από ανησυχία. Κάτι πολύ σοβαρό θα πρέπει να του είχε συμβεί για να συρθεί άρρωστος ως το σπίτι της… κάποιος ή κάτι ίσως να τον απειλούσε. Να είχε σχέση άραγε με το καταραμένο χειρόγραφο;
«Άσε το γιατρό, αυτός μέχρι να έρθει… ετοιμάσου να τον πάμε στην κλινική του Πφέντελ… ξέρεις, στη Κηφισιά…»
«Πάω να φέρω το αυτοκίνητο απ’έξω κυρία Αμάντα», ανταποκρίθηκε άμεσα εκείνος και την άφησε μόνη με τον εμπύρετο συνεργάτη της.
«Απίστευτο», μονολόγησε εκείνη και έκλεισε τα μάτια της σε μια προσπάθεια να ηρεμήσει, να αυτοσυγκεντρωθεί και να προσευχηθεί. Με το δικό της τρόπο.
«Τρεις… τρεις…»
Άκουσε το παραμιλητό του Διονύση και ήρθε στο προσκεφάλι του. Το κεφάλι του έβραζε, το στήθος του το ίδιο. Εκείνος της έριξε ένα βλέμμα ικεσίας και απόγνωσης μαζί.
«Τρεις… τρεις», της έλεγε μέσα στο παραμιλητό του.
«Ησύχασε… θα πάμε στη κλινική και θα γίνεις καλά», του είπε χαμογελώντας.
«Τρεις μέρες», κατάφερε να ψελλίσει εκείνος κι έχασε τις αισθήσεις του.
***
Ο επιθεωρητής Ηλιάκης την περίμενε στην καφετέρια –κυλικείο πιο σωστά- της κλινικής του Ιερώνυμου Πφέντελ, παλαιού φίλου και κάποτε οικογενειακού γιατρού της οικογένειας Κίναχ. Μετά το θάνατό του, την είχαν αναλάβει οι δυο γιοί του που τα πήγαιναν εξίσου καλά με τον πατέρα τους. Η κλινική ήταν από τις ακριβότερες βέβαια στην Αθήνα αλλά αν μη τι άλλο είχε την καλή φήμη για το επίπεδο των γιατρών της.
Ο σαραντάρης αστυνομικός πλησίασε την Αμάντα που καθόταν μόνη σε μια γωνιά και έπινε τον καφέ της. Πριν μιλήσει της επέδειξε την ταυτότητά του.
«Πάνος Ηλιάκης, επιθεωρητής της αστυνομίας», της είπε και κάθισε απρόσκλητος στη μοναδική ελεύθερη καρέκλα.
Η Αμάντα τον κοίταξε με ένα κουρασμένο, σχεδόν αδιάφορο βλέμμα. Η όψη της πρόδιδε έναν άνθρωπο που έχει να κοιμηθεί μέρες.
«Τι με θέλετε κε Ηλιάκη;», τον ρώτησε και από το μυαλό της πέρασαν διάφορα. Με αργούς ρυθμούς πάντως.
«Ήρθα για την υπόθεση της διάρρηξης του διαμερίσματος του συνεργάτη σας, του κου Υφαντή που νοσηλεύεται στην κλινική».
Η λέξη διάρρηξη χτύπησε κάποιο κέντρο μέσα της και μονομιάς αφυπνίστηκε. Το βλέμμα της ζωήρεψε.
«Ποια διάρρηξη; Τι λέτε;»
Ο αστυνομικός έσμιξε τα φρύδια του με κάποια καχυποψία. Του πήρε μερικά δευτερόλεπτα να συνεχίσει.
«Δεν έχετε ιδέα;»
«Όχι», είπε ειλικρινά η Αμάντα.
«Πόσες μέρες είστε εδώ;», την ρώτησε ήρεμα.
«Από προχτές»
«Μάλιστα… και δεν μάθατε τίποτα; Ο κος Υφαντής δεν μπόρεσε να πει τίποτα;»
«Μην μου πείτε ότι δεν έχετε ήδη ενημερωθεί για την κατάστασή του…», αντεπιτέθηκε η Αμάντα στην υφέρπουσα φιλυποψία του επιθεωρητή.
«Ναι, έχετε δίκιο. Ενημερώθηκα. Δυο μέρες τώρα είναι αναίσθητος… με πυρετό και τα σχετικά…»
«Σήμερα ξύπνησε απύρετος», τον διόρθωσε η Αμάντα και χαμογέλασε.
«Άρα κάποια στιγμή θα μπορέσει να σας τα πει…»
«Δεν μου τα λέτε πρώτα εσείς που τα ξέρετε;», του είπε δήθεν γλυκά με αρκετή δόση ειρωνείας.
Ο επιθεωρητής χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του.
«Προχθές το βράδυ διέρρηξαν το διαμέρισμα του συνεργάτη σας… Εκείνος θα πρέπει να ήταν ήδη άρρωστος στο δωμάτιό του… δεν τον πείραξαν… άλλα πράγματα πείραξαν», της είπε και περίμενε την αντίδρασή της. Η Αμάντα ήπιε λίγο καφέ ακόμη σιωπηλή.
«Υπάρχουν αρκετά περίεργα στην υπόθεση αυτή. Έλεγα μήπως ξέρατε κάτι»
«Τι να ξέρω δηλαδή κε Ηλιάκη;»
«Το διαμέρισμα έγινε άνω κάτω. Δεν του πήραν τίποτα. Όλα τα αντικείμενα αξίας έμειναν άθικτα. Κάτι αναζητούσαν όμως. Κάτι που μάλλον το βρήκαν και γι αυτό δεν τον ενόχλησαν».
Το χειρόγραφο, σκέφτηκε αμέσως η Αμάντα. Έκλεψαν το χειρόγραφο…
«Το ενδιαφέρον είναι αυτός ο άντρας…», συνέχισε την αφήγησή του ο αστυνομικός που παρατηρούσε το στοχαστικό βλέμμα αυτής της κουρασμένης αλλά γοητευτικής γυναίκας. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο μετά τα μάτια της ήταν τα πλούσια, ξανθά μαλλιά της. Έμοιαζε με άγρια λέαινα που ενώ περιφρονεί τους πάντες τους δέχεται κοντά της με συμπόνια.
«Ποιος άντρας;», τον ρώτησε ανήσυχα.
«Ο ιδιοκτήτης μιας ταβέρνας απέναντι από το διαμέρισμά του… ανέφερε πως τον είδε το ίδιο βράδυ, πριν τη διάρρηξη να μπαίνει στο μαγαζί του συντροφιά με έναν άντρα. Έναν μεγαλύτερο σε ηλικία από τον Υφαντή. Κάθισαν σε ένα τραπέζι, παρήγγειλαν και δεν έφαγαν τίποτα. Ο άντρας έφυγε πρώτος και ο Υφαντής λίγο μετά. Σε κακή κατάσταση».
Το μυαλό της Αμάντας δούλευε εντατικά τώρα. Είχε συνέλθει εντελώς από τη βυθιότητά της. Ο μυστηριώδης άγνωστος της δεξίωσης… προσπάθησε να συνδέσει τις νέες πληροφορίες και να βάλει τα πράγματα σε μια σειρά.
«Σκέφτεστε κάτι;», την ρώτησε ο αστυνομικός που απολάμβανε τη συντροφιά με την Αμάντα παρά τον καθαρά επαγγελματικό χαρακτήρα της συνάντησης.
«Δεν έκλεψαν τίποτε είπατε;»
«Όλα έμειναν στη θέση τους… τρόπος του λέγειν βέβαια. Τα έκαναν όλα άνω κάτω. Όμως δεν αφαίρεσαν τίποτα. Είμαι βέβαιος πάντως πως οπωσδήποτε κάτι αφαίρεσαν, όπως σας προείπα».
«Δεν έχω ιδέα για τι μου μιλάτε κε επιθεωρητά», πήρε αμυντική στάση η Αμάντα. «Το μόνο που μπορώ είναι να ρωτήσω τον ίδιο όταν συνέλθει… φυσικά φαντάζομαι θα τον ρωτήσετε κι εσείς».
«Να σας πω την αλήθεια, έχω ένα βουνό σκοτούρες στο κεφάλι μου αυτή την εποχή. Όταν συνέλθει με το καλό ο άνθρωπος ας περάσει από την υπηρεσία… ως τότε… αν θυμηθείτε ή θελήσετε κάτι… μη διστάσετε», είπε και σηκώθηκε από την καρέκλα του. Έβγαλε μια καρτούλα και της την έδωσε
«Καλημέρα σας», της είπε με παλιομοδίτικο ύφος καθαρόαιμου μπάτσου και την άφησε μόνη, στις σκέψεις της.
Έκλεψαν το χειρόγραφο… κι εκείνος ήταν μέσα στο δωμάτιο… και ψηνόταν στον πυρετό… το πρωί… ξύπνησε… είδε το σπίτι του σε μια άθλια κατάσταση, φοβήθηκε… έψαξε το χειρόγραφο… δεν το βρήκε… φοβήθηκε περισσότερο… ήθελε να έρθει να με βρει… να με προειδοποιήσει ίσως… μέσα στα ρίγη του πυρετού, σε αυτή την κατάσταση σκέφτηκε πρώτα εμένα…
Η Αμάντα ένιωσε ένα λυγμό να ανεβαίνει από τα σωθικά της και να της κλείνει το λαιμό.
Και τι του έκανε αυτός ο ελεεινός όταν τον συνάντησε; Ίσως να τον δηλητηρίασε… όχι… θα μας το έλεγαν οι γιατροί… δεν είχε τέτοιο πρόβλημα… γενική κατάπτωση, υπερκόπωση, εξάντληση… όχι δηλητηρίαση…
Βυθισμένη στις σκέψεις της σηκώθηκε και άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά προς τον τρίτο όροφο, στο δωμάτιο του Διονύση. Ξαφνικά μια σκέψη σαν λάμψη την ακινητοποίησε.
Τρεις μέρες… αυτό έλεγε… τρεις μέρες… Χριστέ μου… πώς μου διέφυγε αυτό… Σήμερα… σήμερα είναι η τρίτη μέρα!
Τάχυνε το βήμα της και ανέβαινε τα σκαλιά με την καρδιά της να χτυπάει δυνατά.
***
Ο άντρας προχώρησε με διστακτικό βήμα προς το εσωτερικό της αίθουσας. Ήταν μακριά, υγρή και σκοτεινή, εκτός από μια περιοχή, στο βάθος. Ανατρίχιασε. Ήταν η πρώτη φορά που ερχόταν εδώ. Που τον καλούσαν να έρθει εδώ. Είχε ακούσει βέβαια φήμες. Πολλές, σοκαριστικές και απαίσιες φήμες γι αυτή την αίθουσα. Λεγόταν πως όποιον έφερναν εδώ δεν ξανάβλεπε ποτέ το φως της ημέρας. Λεγόταν ακόμα πως εδώ είχε αποφασιστεί η τύχη πολλών αδελφών και άλλων ανθρώπων. Ήταν η σπηλιά του Αβαδαίου. Και μόνο το άκουσμα της λέξης προκαλούσε ρίγος και παγωνιά στην καρδιά του οποιουδήποτε. Έστω κι αν ήταν μυημένος ανώτερης βαθμίδας. Όποιος κι αν ήταν. Ο Αβαδαίος δεν εξαιρούσε κανέναν.
Στάθηκε στο κέντρο της μακρόστενης, αίθουσας με την καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Τυπικά βέβαια δεν είχε να φοβάται τίποτα. Το αντίθετο μάλλον! Είχε ολοκληρώσει την αποστολή του με μεγάλη επιτυχία. Άρα… κανονικά θα έπρεπε να είναι ήσυχος και γαλήνιος. Κι όμως, η οξυμμένη του διαίσθηση ήταν στο κόκκινο. Δεν ήταν δυνατόν να είναι ήρεμος κανείς όταν πρόκειται να ανταμώσει τον Αβαδαίο.
«Το έφερες;»
Άκουσε τη βαθιά, παράξενη φωνή του πλάσματος από το βάθος. Δεν μπορούσε να διακρίνει. Υπήρχε ένα τραπέζι μέσα στο φωτεινό κύκλο. Κάποιος καθόταν στην απέναντι πλευρά. Δεν τον έβλεπε. Ο Αβαδαίος προφανώς.
Έσφιξε το πολύτιμο αντικείμενο στα χέρια του.
«Το έφερα Κύριε!», αποκρίθηκε δουλικά.
«Πλησίασε», άκουσε την εντολή και άρχισε να βαδίζει τα τελευταία μέτρα που τον χώριζαν από το τραπέζι. Ο χτύπος της καρδιάς του ήταν εξωφρενικός. Ίσως βρισκόταν στα πρόθυρα κατάρρευσης.
Έφτασε στο άκρο της μεγάλης τράπεζας και ακινητοποιήθηκε.
«Άφησέ το επάνω», είπε η φωνή και αμέσως υπάκουσε. Αυτό ήταν; Είχε τελειώσει; Μπορούσε να κάνει μεταβολή και να βγει απ’αυτό το λάκκο του θανάτου;
«Οπισθοχώρησε λίγα μέτρα», ήρθε η απάντηση στα ερωτήματά του. Δεν είχε ξεμπερδέψει ακόμα.
Είδε μια λιγνή φιγούρα να βγαίνει αστραπιαία από το σκοτάδι, να αρπάζει το αντικείμενο και στη στιγμή να εξαφανίζεται. Δεν πρόλαβε να καταλάβει τι γινόταν. Κάτι του έλεγε πως δεν ήταν άνθρωπος αυτό. Κάτι άλλο ήταν. Και ήταν το μόνο άραγε εδώ μέσα;
«Πλησίασε και κάθισε», είπε η φωνή. Είδε την καρέκλα που ήταν κοντά του και την πλησίασε με δισταγμό. Κάθισε με την ψυχή του κυριολεκτικά στο στόμα και όλη του την ύπαρξη να βουίζει σαν τρελή αμαξοστοιχία στ’αυτιά του. Πόσο να είχε φτάσει η πίεσή του άραγε;
«Τα κατάφερες καλά αδελφέ Δίψιε… οφείλω να το παραδεχθώ. Θα έλεγα μάλιστα… απρόσμενα καλά…»
Ο άντρας άκουγε με σχετική ανακούφιση τα λόγια του αθέατου όντος στο βάθος. Δεν αισθανόταν αντίστοιχα καλά όμως. Αντίθετα, όσο περνούσε η ώρα ένιωθε πως καθηλωνόταν σε αυτή την καρέκλα. Είχε άσχημα προαισθήματα. Πολύ άσχημα.
«Το Συμβούλιο σου χρωστάει χάρη. Γι αυτή σου την υπηρεσία θα εισηγηθώ να απαλλαγείς από το άγος… είσαι ευχαριστημένος;»
Με την άκρη του ματιού του, ο άντρας που τον είχε αποκαλέσει Δίψιο ο Αβαδαίος, είδε σκιές να τρέχουν ολόγυρα, φιγούρες άσαρκες να πλανώνται στο χώρο, να τον περικυκλώνουν. Η ανάσα του γινόταν ολοένα και πιο δύσκολη. Δεν θα άντεχε πολύ ακόμη.
Έτσι είναι ο Άδης… εδώ βρίσκομαι… σκέφτηκε και η ψυχή του ρίγησε… στον Άδη.
«Εκείνο που μένει τώρα είναι να εξασφαλίσουμε τα χαμένα τυπικά. Γνωρίζεις για ποιο πράγμα σου μιλώ;», συνέχισε η φωνή.
Οι φιγούρες πλήθαιναν γύρω του… μπορεί το σκοτάδι να γίνει πιο σκοτεινό; Σκέψεις θανάτου τον έζωσαν… έχανε τον ειρμό των σκέψεών του… τρελαινόταν;
«Ναι… ναι ξέρω Κύριε», μπόρεσε να απαντήσει με μεγάλο κόπο.
Μονομιάς όλα τα αρνητικά φαινόμενα έπαυσαν και πήρε μια βαθιά ανάσα λες και γυρνούσε απότομα από το κατώφλι του πνιγμού. Ρούφηξε με απληστία το οξυγόνο. Του πήρε λίγη ώρα να συνέλθει.
Ο Αβαδαίος τον περίμενε.
«Μπορείς να το αναλάβεις αυτό το έργο;», τον ρώτησε τελικά.
«Ναι… μπορώ Κύριε», απάντησε ο Δίψιος με αναγεννημένες δυνάμεις.
«Θαυμάσια. Υπάρχει μια μικρή λεπτομέρεια… ή μάλλον δυο… η πρώτη είναι η γυναίκα… η δεύτερη είναι ο κωδικός της κρύπτης του αδελφού μας που έκλεψε τα τυπικά…»
«Ναι…», κατένευσε ο Δίψιος και οι ψυχοσωματικές του λειτουργίες αργά και σταδιακά ισορροπούσαν.
«Για το πρώτο δεν χρειάζεται να σου πω… για το δεύτερο…»
«Κανείς δεν γνωρίζει τον κωδικό της κρύπτης Κύριε», βιάστηκε να πει ο Δίψιος και αμέσως δάγκωσε τη γλώσσα του. Είχε τολμήσει να διακόψει τον Αβαδαίο.
Σαν από κάποια μαγική ενέργεια, με ασύλληπτη ταχύτητα είδε το χειρόγραφο να σέρνεται πάνω στο τραπέζι και να ακινητοποιείται ακριβώς μπροστά του.
Στην πρώτη πρώτη σελίδα, δυο λέξεις ήταν κυκλωμένες με κόκκινη γραμμή…
Αίμα; Αίμα είναι αυτό; σκέφτηκε ο Δίψιος αλλά δεν τόλμησε να το ξεστομίσει.
«Τώρα που ξέρεις και τον κωδικό μπορείς να ενεργήσεις… σήμερα… απόψε… ως τα μεσάνυχτα… να έχουν τελειώσει όλα…»
Ο Δίψιος απομνημόνευσε τις δυο λέξεις, του ήταν ήδη γνωστές άλλωστε και σηκώθηκε αργά από την καρέκλα του. Τίποτα και κανείς δεν τον εμπόδισε. Άρχισε να οπισθοβατεί σιγά σιγά και ύστερα από λίγο έκανε μεταβολή και με ταχύτερο βήμα έφτασε στην έξοδο. Η διπλή βαριά πόρτα άνοιξε και βγήκε.
Είμαι ζωντανός… ζωντανός… μονολογούσε ευτυχισμένος σχεδόν. Και η παλιά μου αμαρτία σβήστηκε! Έγινε κάποιο θαύμα! Ήθελε να τραγουδήσει αλλά δεν το τόλμησε. Είχε πολλά να κάνει και ο χρόνος έτρεχε.
***
Η πρωινή αποκλειστική της μετέφερε πρώτη τα καλά νέα για τον Διονύση όταν την είδε στο διάδρομο του ορόφου.
«Έχει ξυπνήσει. Φαίνεται πολύ καλύτερα. Έφαγε και πρωινό. Και σάς ζητάει», της είπε χαμογελαστή και η Αμάντα ένιωσε μια πρωτόγνωρη θέρμη στην καρδιά της για τον άνθρωπο αυτό που λίγες μέρες μονάχα πριν δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένας άξιος συνεργάτης και αφοσιωμένος υπάλληλος της εταιρίας της. Αλλά μέσα σ’αυτά τα λίγα εικοσιτετράωρα είχαν συμβεί γεγονότα τόσο πυκνά, τόσο καθοριστικά και σπουδαία που της φαινόταν πως πια είχαν όλοι τους περάσει σε μια άλλη διάσταση.
Η Αμάντα έσφιξε το χέρι της νοσηλεύτριας και μπήκε στο δωμάτιο του Διονύση. Τον είδε με ανασηκωμένη την πλάτη στο κρεβάτι του. Όταν την αντιλήφθηκε γύρισε το κεφάλι του και την κοίταξε με ένα παράξενο βλέμμα. Ήταν ακόμα χλωμός. Όμως φαινόταν πως είχε βγει απ’το σκοτεινό μονοπάτι που βρισκόταν και τώρα μπορούσε να περπατήσει ξανά στο φως. Θα τον βοηθούσε όσο μπορούσε σ’αυτό. Με όλη την καρδιά της.
Έφτασε στο προσκεφάλι του και τον κοίταξε τρυφερά.
«Καλημέρα», του είπε. «Είσαι πολύ καλύτερα σήμερα, έτσι δεν είναι; Πώς νιώθεις;»
Ο Διονύσης την κοίταξε σιωπηλός. Δεν της χαμογέλασε. Ανησυχία και αγωνία έκδηλη έβλεπε κανείς στο πρόσωπό του.
«Πρέπει να μιλήσουμε», της είπε αδύναμα αλλά ήρεμα.
«Ναι, θα μιλήσουμε», του απάντησε εκείνη. «Αφού συνέλθεις και σιγά σιγά…»
«Δεν έχουμε χρόνο… Αμάντα… δεν έχεις χρόνο…»
Η τρίτη μέρα, σκέφτηκε εκείνη και άλλαξε και η δική της έκφραση.
«Σε λίγο περιμένουμε να έρθει ο γιατρός σου. Να δούμε τι θα μας πει… όλα θα γίνουν…», συνέχισε εκείνη σα να μην είχε ακούσει την προειδοποίησή του. Ήταν συγκλονιστικό. Ο άνθρωπος έφτασε στο κατώφλι του επέκεινα και στην επιστροφή του είχε στην έγνοια του εκείνη.
Η Αμάντα κάθισε στο κρεβάτι του και τον κοίταξε με έναν τρόπο που δεν τον είχε κοιτάξει ποτέ. Αναζήτησε το χέρι του και το έσφιξε στο δικό της.
«Πρέπει να αναλάβεις τις δυνάμεις σου»… μονάχα αυτή την κοινότοπη φράση βρήκε να του πει. Η συγκίνηση την είχε πλημμυρίσει.
Ο Διονύσης ξεροκατάπιε, την κοίταξε ολόισια στα μάτια και συνέχισε απτόητος.
«Ποιος είναι τώρα στο σπίτι σου;»
Η ερώτηση αιφνιδίασε την Αμάντα.
«Να γυρίσεις στο σπίτι σου. Κάλεσε κάποιους ανθρώπους. Να μην είσαι μόνη. Όχι σήμερα. Έχεις όπλο;»
Αυτό πια δεν το περίμενε καθόλου. Μήπως η περιπέτεια που έζησε του είχε αφήσει κάποια διανοητική αστάθεια; Ανησύχησε.
«Τι να το κάνω το όπλο; Τι είναι αυτά που λες;», τον μάλωσε ευγενικά.
«Το πήραν… το έκλεψαν», της είπε πιο δυνατά και της έσφιξε το χέρι με όση δύναμη είχε.
«Εεε… ναι… το ξέρω», του απάντησε και γύρισε το βλέμμα της αλλού σκεφτόμενη την πρωινή συνάντηση με τον επιθεωρητή.
«Νομίζω πως… έχουμε ισημερία;», τη ρώτησε έπειτα.
Τώρα είχε χάσει εντελώς την σύνδεση… τι της έλεγε;
Ο Διονύσης δεν περίμενε την απάντησή της.
«Μελέτησα το χειρ… το κείμενο…» διόρθωσε τον εαυτό του ο Διονύσης. Λες και η λέξη χειρόγραφο ήταν απαγορευμένη.
«Ναι…», είπε εκείνη.
«Θα μπορούσα να σου πω πολλά… σημασία έχει… πήγαινε στο σπίτι… κλείδωσε… βρες την κρύπτη…»
«Την κρύπτη;»
«Μου αποκαλύφθηκαν όλα στο όνειρο… τα είδα όλα καθαρά… τα κατάλαβα…»
«Ποιο όνειρο βρε Διονύση; Εδώ είχες πέσει σε κώμα σχεδόν… κι ακόμα αδύναμος είσαι… θέλουμε λίγες μέρες, μη βιάζεσαι…», έκανε πως δεν τον άκουγε εκείνη αλλά η ανησυχία την είχε πλημμυρίσει. Κανένα διανοητικό πρόβλημα δεν είχε ο Διονύσης. Τα είχε τετρακόσια. Κι αυτό μεγιστοποιούσε την αγωνία της.
Ποια ήταν η κρύπτη;
«Είναι ισημερία… είναι η μέρα…», της είπε. «Είμαι βέβαιος, το είδα ολοζώντανα στο όνειρο… ήρθε αυτός… μέσα από το βλέμμα του το είδα… μου τα είπε όλα…»
«Ποιος είναι αυτός;», τον ρώτησε και δεν πρόλαβε να πάρει απάντηση. Ο ερχομός του Ματίας Πφέντελ με τη θορυβώδη κουστωδία του από γιατρούς και νοσοκόμες τα διέλυσαν όλα.
«Πώς είναι σήμερα ο φίλος μας;», έκανε ο γιατρός με εύθυμο ύφος και ταυτόχρονα εξέταζε κάποια σελίδα στις σημειώσεις του.
Η Αμάντα σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο για να μην ενοχλεί την ιατρική επίσκεψη. Η καρδιά της ήταν γεμάτη από μια θύελλα συναισθημάτων. Αποφάσισε να ενεργήσει. Βρισκόταν πλέον στο μάτι του κυκλώνα.
***
Ώστε έχουμε να κάνουμε με διαχείριση κρίσης… μάλιστα, είπε στον εαυτό της, καθισμένη σε έναν αναπαυτικό καναπέ σε ένα καφέ απέναντι από την κλινική. Έπρεπε να σκεφτεί, να οργανωθεί, να κάνει τις κατάλληλες κινήσεις. Κοίταξε την ώρα… περίπου 10… είχε όλη την ημέρα μπροστά της. Καλό θα ήταν να μπορούσε να κοιμηθεί και λίγο. Αυτό αναβάλλεται, είπε και ήπιε λίγο από το διπλό καπουτσίνο της. Αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας… ήταν μια από τις αγαπημένες φράσεις του πατέρα. Τον άκουγε συχνά στο τηλέφωνο όταν είχε διαφωνίες με κάποιους… Αυτό όχι… όχι τώρα… αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας… έλεγε και συχνά ακολουθούσε και η διακοπή της επικοινωνίας. Ήταν οξύθυμος και νευρικός άνθρωπος ο Όμηρος Κίναχ. Και απόλυτος. Όχι πάντα… μαζί της ήταν γλυκός και χαμογελαστός. Ήταν πράος και τρυφερός. Σου έχω μεγάλη αδυναμία, επικίνδυνα μεγάλη… της είχε πει κάποτε. Λίγο πριν τον πάρει η κάτω βόλτα, σε ένα ταξίδι τους στο Βερολίνο για τη δουλειά. Αυτά τα πράγματα δεν πρέπει να λέγονται βέβαια όμως δεν με νοιάζει πια. Είσαι ο μόνος άνθρωπος που μού απέμεινε, της είχε πει και ήταν έτοιμος να κλάψει. Η Αμάντα ήταν σίγουρη πως σκεφτόταν την μητέρα. Πάντα σκεφτόταν την μητέρα… ίσως να μην είχε περάσει μέρα που να μην την είχε στο μυαλό και στην καρδιά του.
Λοιπόν, επανήλθε στο παρόν. Πρώτο τηλεφώνημα στην εταιρία… δυο μέρες τώρα τα φορτώσαμε στον κόκορα… εμπρός καλό μου κινητό, είπε και έκανε την κλήση στην Ρένα.
«Καλημέρα κα Αμάντα. Είστε καλά;», ακούστηκε η γάργαρη αλλά ανήσυχη φωνή της γραμματέως της. Η φωνή της ήταν ανακουφιστική. Επανασύνδεση με τον κόσμο των ψηλαφητών πραγμάτων. Αυτά που όλοι μας καταδικάζουμε ως ‘βαρετά’ και ‘ρουτινιάρικα’. Και όταν μας λείψουν τα αναζητάμε με λαχτάρα.
«Καλά είμαι Ρένα. Προσπαθώ τουλάχιστον. Πες μου τι γίνεται εκεί;»
«Ένας χαμός. Θα έρθετε σήμερα;»
«Όχι… αύριο μάλλον. Ή μεθαύριο»
«Τι να κάνω εδώ; Λείπει και ο κος Διονύσης»
«Έχει αναλάβει η Μαριγώ;»
«Ναι αλλά έχει πελαγώσει κι αυτή. Σας αναζητούσε βέβαια στο κινητό σας…»
«Το είχα κλειστό Ρένα μου. Πρόσεξε. Ό,τι μπορεί να αναβληθεί θα το αναβάλλεις. Ό,τι δεν μπορεί θα το αναλάβει η Μαριγώ. Θα της τηλεφωνήσω μετά. Μην νοιάζεσαι. Θα τα βγάλουμε πέρα»
«Έχουν έρθει και οι Τούρκοι… ξέρετε… για τη συνεργασία που είχατε…»
Ωχ, Χριστέ μου, μονολόγησε η Αμάντα. Τους είχα ξεχάσει εντελώς αυτούς. Άντε να τους στέλνεις πίσω τώρα… Πω, πω…
«Θα συνεννοηθώ με τη Μαριγώ και γι αυτούς Ρένα μου… κάνε ό,τι καλύτερο μπορείς σε παρακαλώ… βάλε τα δυνατά σου… θέλω τη βοήθειά σας για λίγο ακόμα… μού το υπόσχεσαι;»
«Και βέβαια», είπε με ειλικρίνεια στη φωνή της η Ρένα.
«Το πιστεύω ότι θα το κάνεις. Μην σε στενοχωρεί… το καράβι δεν βουλιάζει… έχει καλό καπετάνιο», της είπε και προσπάθησε να το εμπεδώσει και η ίδια.
«Τον καλύτερο!», υπερθεμάτισε η γραμματέας.
«Και άριστο πλήρωμα!», πρόσθεσε η Αμάντα.
«Κάνουμε ό,τι καλύτερο κα Αμάντα», σχολίασε η Ρένα με βελτιωμένη διάθεση.
«Έτσι μπράβο… άντε, τα λέμε… καλή δουλειά», είπε η Αμάντα και έκλεισε τη σύνδεση.
Πάμε στη Μαριγώ τώρα, ψιθύρισε. Λίγο παλαβή είναι του λόγου της αλλά πολύ δυνατό μυαλό και θα της δώσω μια ευκαιρία ανέλιξης. Γιατί να μην την εμπιστευτώ;, σκέφτηκε και ξαναπήρε το κινητό στο χέρι.
***
Η Γλαύκη ήταν κατά τη μυθολογία νύμφη Νηρηίδα και μια από τις πολλές κόρες του Νηρέα. Ήταν και το όνομα που έφερε περήφανα ένα από τα μεγαλύτερα γιωτ στη μαρίνα. Ο επιφανής κάτοχός του είχε εξασφαλίσει μια απομονωμένη, προνομιούχα θέση η οποία προστατευόταν από θάλασσα και ξηρά. Υπήρχε φυλάκιο στην προβλήτα ενώ άνθρωποι της ασφάλειάς του έκαναν διαρκείς, διακριτικές περιπολίες στη γύρω περιοχή. Όλο το εικοσιτετράωρο και κάθε μέρα…
Στο μεγάλο ‘γαλάζιο’ εσωτερικό σαλόνι της Γλαύκης με τους καναπέδες από μαλακό, λευκό δέρμα και τις διακριτικές παραστάσεις από πλάσματα της θάλασσας, κάθονταν οι τέσσερις άντρες. Οι δυο κάπνιζαν ακριβά πούρα και έπιναν το ποτό τους. Ένας ακόμη καθόταν δίπλα τους και ο τέταρτος κρατούσε στα χέρια του ένα χειρόγραφο. Στο δεξί πέτο του κουστουμιού τους είχαν όλοι τους μια μικρή κονκάρδα με κάποιο σύμβολο χαραγμένο στο κέντρο τους. Το σύμβολο ήταν κοινό σε όλες όμως ενώ στις τρεις από αυτές υπήρχε ένας κόκκινος κύκλος που το περιέγραφε, στην τέταρτη ο κύκλος ήταν μαύρος. Ο άντρας που κρατούσε το χειρόγραφο ήταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία. Αυτός είχε την κονκάρδα με τον μαύρο κύκλο γύρω από το αρχαίο και ιερό σύμβολο του τάγματος. Είχε πολλούς τιμητικούς τίτλους. Οι περισσότεροι τον αποκαλούσαν απλά Ντις. Όσοι βέβαια είχαν το προνόμιο να τον συναναστρέφονται. Και δεν ήταν πολλοί.
Ο Ντις άνοιξε το χειρόγραφο σε κάποια σελίδα. Ήταν έτοιμος να διαβάσει. Οι δυο αδελφοί που κάπνιζαν έσβησαν τα πούρα τους και άφησαν τα ποτήρια με το ποτό τους πάνω σε ένα τραπεζάκι. Ο άλλος αδελφός απλά περίμενε.
Ο Ντις τους κοίταξε όλους, έναν προς έναν, ικανοποιήθηκε από το βλέμμα τους και άρχισε να διαβάζει.
«Χωρίς τον Ένα που γονιμοποιεί τα Γαλακτώδη Ύδατα του Ανεκδήλωτου δεν μπορεί το Σπέρμα να εισδύσει στα κατάβαθα της Ιερής Μήτρας. Χωρίς τον σπινθήρα δεν υπάρχει πυρ, χωρίς τον γεννήτορα δεν υπάρχει γέννηση, χωρίς τον Ένα δεν ορίζονται οι πολλοί.
Οι αδελφοί από αιώνων μού παρέθεσαν το γεύμα της αποστολής.
Οι αδελφοί μού εμπιστεύτηκαν την ιαχή, τα όπλα, την εσθήτα με τον όφη και το ξίφος.
Οι αδελφοί της μυστικής αλύσου μού εμπιστεύτηκαν αναρίθμητους αιώνες πριν το λευκό μου όνομα, το γαλάζιο μου όνομα, το ερυθρό μου όνομα, το μελανό μου όνομα.
Ο Ιερός Μελάγχολος μου εμπιστεύτηκε το άσμα που ωδείται στα παλάτια του Χθόνιου Χρόνου και η Μεγάλη Μητέρα με βρεφούργησε μέσα στην αγκαλιά Της ανασαίνοντας το πύον και το αίμα του Αχανούς.
Πέθανα αναρίθμητες φορές και γεννήθηκα αναρίθμητες φορές.
Πριν ανασάνω την ιαχή.
Πριν μυηθώ από τον όφη.
Πριν ενδυθώ την εσθήτα.
Πριν δωρηθώ το ξίφος.
Τίποτα δεν μπορούσε να αλλάξει το μοιραίο που γεννήθηκε μαζί μου.
Η ένωσή μας καταύγασε τα απροσμέτρητα βάθη του είναι μου.
Τίποτα δεν μπορούσε να με ορίσει ξανά.
Τίποτα δεν μπορούσε να με βαφτίσει ξανά.
Είμαι ο Πέλωρ Ένθειος και μελετώ το όνομά μου και πυρογράφω το όνομά μου.
Είμαι ο Πέλωρ Ένθειος και ενταφιάζω το όνομά μου.
Είμαι ο Πέλωρ Ένθειος και υπόσχομαι ξανά το όνομά μου.
Τίποτα δεν άλλαξε. Ούτε η σιωπή.
Η προδοσία δεν με σκότωσε.
Άνοιξα την κρύπτη και απόθεσα το σύμβολο, το σκοτάδι, το κρανίο και το ιχώρ.
Η προδοσία δεν με αφάνισε.
Τίποτα δεν άλλαξε.
Ούτε η μαρμαρυγή της τελευταίας ανατολής μου.
Πέθανα πια μέσα στην κρύπτη.
Κι εκεί θα ξαναγεννηθώ ως Διπλογεννημένος κάποτε…»
Ο Ντις έπαψε να διαβάζει, έκλεισε το χειρόγραφο και το ακούμπησε απαλά σε ένα τραπεζάκι δίπλα του. Οι αδελφοί παρέμεναν σιωπηλοί. Ήταν η πρώτη φορά που άκουγαν αυτά τα λόγια από τον παλαιό ‘αποσυνάγωγο’ αδελφό τους και είχαν γεμίσει από έντονα συναισθήματα, ανησυχίας και ταραχής.
Τα δευτερόλεπτα χτυπούσαν μαζί με τους παλμούς της καρδιάς τους. Συντονίζονταν σιωπηλά, υπερ-νοητικά, σε απόλυτη ησυχία.
Κάποια στιγμή ο ένας αδελφός πήρε το λόγο.
«Ώστε πράγματι ο αδελφός Πέλορας Ένθειος τοποθέτησε στην κρύπτη τα τέσσερα απαγορευμένα τυπικά»
Οι δυο άλλοι αδελφοί τον κοίταξαν με αποδοκιμασία. Το να ακούγεται καν το όνομα του αποστάτη ήταν απαγορευμένο!
Ο Ντις αποφάσισε να αποφορτίσει το κλίμα. Άλλωστε είχε ευχάριστα να τους πει. Και κάτι να διορθώσει.
«Τα απαγορευμένα τυπικά ήταν τρία αδελφέ Νούμεν»
Όλοι τους ανακάθισαν ανήσυχοι στις θέσεις τους.
«Μα, πώς… αναφέρει με σαφήνεια τέσσερα Ντις»
«Ναι… αναφέρει πράγματι τέσσερα… το σύμβολο, το σκοτάδι, το κρανίο και το ιχώρ, επανέλαβε από στήθους το απόσπασμα από το κείμενο ο Ντις»
«Το σκοτάδι… δεν είναι τυπικό… πρώτη φορά το ακούω», είπε ο ένας από τους τρεις.
«Αδελφέ Δείμο… εντόπισες σωστά… το σκοτάδι που αναφέρει ο… τέλος πάντων, ο συγγραφέας, δεν ανήκει στα τυπικά που έκλεψε κάποτε από εμάς για προσωπική του χρήση. Για ανίερη χρήση. Απαγορευμένη αυστηρά και με ποινή θανάτου», είπε ο Ντις.
«Τότε τι είναι αυτό το σκοτάδι;», ρώτησε ο αδελφός Απρίης, ο μόνος που δεν είχε μιλήσει.
«Θα σας τα πω όλα… μην αδημονείτε… τα πράγματα βαίνουν καλώς… έχω πολύ καλά νέα σήμερα να σας πω. Τα μοιράζομαι μαζί σας. Γι αυτό σας κάλεσα εδώ…»
«Πώς ήρθε στα χέρια σας το χαμένο χειρόγραφο Ντις;», ρώτησε ο Νούμεν και εισέπραξε ένα βλέμμα απορίας από όλους.
«Πώς μπορείς και το ρωτάς αυτό αδελφέ Νούμεν; Πώς τολμάς και το ρωτάς αυτό;»
Η ένταση της φωνής του Ντις ήταν τέτοια που τους καθήλωσε όλους. Ο Νούμεν συνειδητοποιώντας ότι είχε υπερβεί τα εσκαμμένα απολογήθηκε ψιθυριστά και βυθίστηκε στην πολυθρόνα του.
Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα τεταμένης σιγής.
«Ως απόψε τα μεσάνυχτα όλα θα έχουν τελειώσει. Τα τρία κλεμμένα τυπικά μαζί με τον κατάλογο που φέρει το όνομα σκοτάδι θα είναι στα χέρια του Τάγματος. Η απειλή που εκτόξευσε πριν από τόσα χρόνια ο αποστάτης αδελφός παύει να υπερίπταται των κεφαλών μας», είπε ήρεμα ο Ντις και η υποδοχή των λόγων του ήταν ανακούφιση και ικανοποίηση.
«Εκπληκτικό, θαυμάσιο!», αναφώνησε ο Απρίης.
«Μα… πως;», τόλμησε να ρωτήσει δειλά ο Δείμος. Ο Νούμεν παρέμενε σιωπηλός. Μετά την αυστηρή επίπληξη που είχε δεχθεί δεν διακινδύνευε να εκστομίσει οτιδήποτε.
«Το έργο έχει ήδη αναληφθεί από τον αδελφό Δίψιο και τα εκτελεστικά όργανα αρωγής του αδελφού Αβαδαίου»
Στο άκουσμα της τελευταίας λέξης η ατμόσφαιρα βάρυνε και ακούστηκαν κάποιες ηχηρές εκπνοές. Αφού είχε επιστρατευτεί ο Αβαδαίος αυτό σήμαινε πως τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά.
«Ο Δίψιος; Μα, αυτός δεν ήταν σε εποπτεία;», ρώτησε ο Απρίης.
«Ο αδελφός μας Δίψιος ήδη προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες», απάντησε ο Ντις και ξαναπήρε το χειρόγραφο στα χέρια του. «Αυτός μάς το προσκόμισε», είπε με στόμφο.
Κανείς δεν σχολίασε τίποτε.
«Και η…», πήγε να πει ο Απρίης.
«Η γυναίκα… κι αυτό το ζήτημα θα τακτοποιηθεί. Μαζί με τα άλλα», είπε χαμογελώντας σχεδόν ο Ντις. «Σας είπα, έχω καλά νέα σήμερα…», συμπλήρωσε και κράτησε σφιχτά το πολύτιμο χειρόγραφο στο δεξί του χέρι.
***
Τα τηλεφωνήματα είχαν τελειώσει. Η Αμάντα έγειρε για λίγο στην πλάτη του καναπέ. Κοίταξε το ρολόι με νυσταγμένο βλέμμα. Σχεδόν δώδεκα. Μεσημέριασε, σκέφτηκε. Η κούραση τόσων ημερών και η ταλαιπωρία είχαν μουδιάσει τα χέρια και τα πόδια της. Αυτό που ήθελε όσο τίποτε άλλο αυτή τη στιγμή ήταν να ξαπλώσει σε ένα κρεβάτι και να αφεθεί ως την επόμενη μέρα στις αγκάλες του Μορφέα. Όμως δεν μπορούσε. Όχι ακόμη. Ίσως να ξέκλεβε δυο ώρες ύπνο στο σπίτι. Πρώτα όμως έπρεπε να μιλήσει με τον Διονύση.
Ξέχασα τον Δημήτρη, άστραψε στο κουρασμένο μυαλό της και του τηλεφώνησε.
«Καλημέρα κυρία», απάντησε εκείνος με φωνή ανήσυχη.
«Καλημέρα. Όλα ήσυχα εκεί;»
«Όλα ήσυχα κυρία», απάντησε εκείνος με… ανήσυχη φωνή.
«Ωραία, σε καμιά ώρα θα έλθω. Κλείσε πόρτες, μανταλώστε τα πάντα. Μην ανοίξετε σε κανέναν. Μάζεψε όσους είναι έξω μέσα στο σπίτι και… Δημήτρη… υπάρχουν άνθρωποι… άντρες, φίλοι σου, γνωστοί σου που μπορούν να έρθουν για μια μέρα;»
«Για να βάψουμε το σπίτι του κήπου κυρία;»
Η Αμάντα χαμογέλασε.
«Όχι, άστο το σπίτι του κήπου. Να έρθουν απλά για συντροφιά. Θα πληρωθούν το μεροκάματό τους… και παραπάνω. Απλά θέλω να υπάρχουν περισσότεροι άνθρωποι στο σπίτι. Για σήμερα μόνο»
Ακολούθησε μικρή παύση.
«Ναι… εντάξει κυρία. Ο αδελφός μου κι ένας φίλος… Κάνουν;»
«Κάνουν μια χαρά. Πες τους να έρθουν… όσο πιο γρήγορα»
«Συμβαίνει κάτι κυρία;»
«Θα σου πω από κοντά… φοβάσαι;»
«Δεν φοβάμαι τίποτα κυρία», απάντησε θιγμένος ο επιστάτης.
«Το ξέρω βρε Δημήτρη», απάντησε χαμογελαστή εκείνη. «Κλείνω τώρα. Κάνε όπως σου είπα κι έρχομαι»
«Εντάξει κυρία», απάντησε εκείνος και η σύνδεση τερματίστηκε.
Έγινε κι αυτό λοιπόν… το μόνο που απομένει είναι το όπλο… νομίζω πως ξέρω που υπάρχει κι αυτό, είπε η Αμάντα και σηκώθηκε από τη θέση της για να επιστρέψει στον Διονύση.
Η μάχη αρχίζει λοιπόν, σκέφτηκε και δεν κατάλαβε γιατί.
***
Τον βρήκε να κάθεται στο στρώμα του και να συνομιλεί με την αποκλειστική. Κάτι αστείο του έλεγε εκείνη και γελούσε όμως εκείνος απλά κουνούσε το κεφάλι του.
«Να’μαι κι εγώ!», είπε με κέφι και πλησίασε στο κρεβάτι. Η όψη του ασθενούς ήταν σαφέστατα βελτιωμένη. Είχε αρχίσει να επιστρέφει το χρώμα του. Όμως δεν χαμογελούσε καθόλου. Ήταν σκεφτικός και σοβαρός.
«Μια χαρά πάμε», είπε χαρούμενα η νοσοκόμα και ετοιμάστηκε να βγει για να αφήσει μόνους τους δυο.
«Δεν θα μείνω πολύ», είπε η Αμάντα.
«Θα πάς σπίτι;», παρενέβη ο Διονύσης με ενδιαφέρον.
«Πριν κάνω οτιδήποτε θα ήθελα να ξαπλώσεις. Είπαμε να μην βιαζόμαστε», του είπε σε μητρικό ύφος και εκείνος υπάκουσε σαν καλό παιδί. Ξάπλωσε και σκεπάστηκε.
«Πολύ ωραία. Πράγματι πάμε μια χαρά. Πέρασα από τον Πφέντελ. Είναι πολύ ικανοποιημένος. Αύριο, μεθαύριο βγαίνεις και πας στο σπιτάκι σου… χμμμ… μάλλον, θα δούμε που θα πάς προσωρινά», είπε η Αμάντα σκεφτόμενη το χάος που είχαν αφήσει πίσω τους οι διαρρήκτες.
«Σπίτι μου θα πάω Αμάντα. Πρέπει να το τακτοποιήσω»
«Καλά, θα δούμε», είπε εκείνη και κάθισε δίπλα του.
«Φαίνεσαι πολύ ταλαιπωρημένη», παρατήρησε εκείνος. «Άυπνη και… ανήσυχη… Να με συγχωρείς που ήμουν ο υπαίτιος για…»
Του έκλεισε το στόμα με την παλάμη της.
«Θα πεις κι άλλες ανοησίες γι αυτό πάψε σε παρακαλώ»
«Πρέπει να μιλήσουμε…»
«Μα, μιλάμε, τι κάνουμε τώρα;»
«Αμάντα σήμερα…»
«Ήδη έλαβα τα μέτρα μου… μετά από δω πάω στο σπίτι, κλειδωνόμαστε μέσα και… τι κάνουμε μετά;»
«Να τηλεφωνήσουμε στην αστυνομία»
Η εικόνα του επιθεωρητή Ηλιάκη ήρθε αμέσως στο νου της.
«Και τι να πούμε Διονύση; Ότι μας απειλούν άνθρωποι που μας έκλεψαν ένα χειρόγραφο αγνώστου συγγραφέα με αποκρυφιστικό περιεχόμενο που δεν ξέρουμε τι σημαίνει και για ποιο λόγο κινδυνεύουμε; Να πάρω σε κάποιο ψυχιατρείο καλύτερα;»
«Νομίζω πως πάνω κάτω ξέρω τι λέει το χειρόγραφο αυτό Αμάντα»
Τον κοίταξε τρυφερά και κουρασμένα. Δεν είχε διάθεση για μακροσκελείς αναλύσεις. Μονάχα να κοιμηθεί ήθελε τώρα και να ησυχάσει το μυαλό της. Όμως από την άλλη… Εκείνο που συνειδητοποίησε με αιφνιδιασμό ήταν ακόμη περισσότερο εκείνο που την ενδιέφερε ήταν κάτι άλλο. Ο ίδιος ο Διονύσης.
«Τι θα γίνει απόψε; Πες μου αυτό πρώτα», του είπε κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
«Θυμάσαι αν ο πατέρας σου είχε κάποια κρύπτη; Κάποιο χώρο μυστικό και αθέατο;»
Η Αμάντα συνοφρυώθηκε.
«Υπάρχει το χρηματοκιβώτιο στο γραφείο του»
«Όχι, όχι αυτό. Κάποιο άλλο χώρο, κάποιο αθέατο χώρο»
«Δεν έχω ιδέα για τι μιλάς»
«Αμάντα… θέλω να σου πω… μου αποκαλύφθηκε στο όνειρο… μη με ειρωνευτείς σε παρακαλώ… όσα διάβασα και μελέτησα δεν αρκούσαν… αποκωδικοποιήθηκαν στο όνειρο… μετά τη συνάντηση με εκείνον τον άνθρωπο»
«Δηλαδή;»
«Υπάρχει μια σοβαρή πιθανότητα ο συγγραφέας του χειρογράφου… να είναι ο πατέρας σου»
Η Αμάντα πάγωσε. Ένας ισχυρός πονοκέφαλος την ανάγκασε να μορφάσει και να πιάσει το μέτωπό της. Τα μέλη της μούδιασαν και ο Διονύσης ανήσυχος την κράτησε να μην γείρει.
Πήρε ένα ποτήρι καθαρό από το κομοδίνο και της έβαλε νερό. Η Αμάντα το ήπιε και ύστερα από λίγο έδειξε να συνέρχεται.
«Το… το είχα υποπτευθεί… αλλά δεν ήθελα να το πιστέψω… δεν θέλω να το πιστέψω», του είπε ψιθυριστά.
Έμειναν κάμποση ώρα σιωπηλοί.
«Νιώθεις καλύτερα;», τη ρώτησε κάποια στιγμή, εκείνη τον κοίταξε παράξενα και ξαφνικά, ξέσπασαν και οι δυο σε ένα παρανοϊκό, τρελό γέλιο.
Ο ασθενής ρωτούσε τον επισκέπτη αν είναι καλά… το σουρεαλιστικό σκηνικό τους απελευθέρωσε από τη φόρτιση όσων είχαν ζήσει σε τόσο λίγο χρόνο.
Όταν ηρέμησαν αισθάνονταν και οι δυο απαλλαγμένοι από ένα μεγάλο βάρος.
«Πρέπει να πάω σπίτι. Θα μιλήσουμε ξανά αύριο», του είπε.
«Μισό λεπτό», τη σταμάτησε. «Όπλο βρήκες;»
«Νομίζω υπάρχει ένα… Θα το ψάξω»
«Ωραία… και να ψάξεις και την κρύπτη»
«Μα, που να την ψάξω;», διαμαρτυρήθηκε εκείνη.
«Ξεκίνα από τη βιβλιοθήκη… ύστερα ίσως στο υπόγειο… ίσως στο υπνοδωμάτιό του… πρέπει να τη βρεις… εκεί υπάρχουν κάποια πράγματα… δεν έχω ιδέα τι είναι… αυτά πάντως αναζητούν…»
Ο επιθεωρητής Ηλιάκης εμφανίστηκε ξανά στο νου της Αμάντας. Ίσως τελικά έπρεπε να ρισκάρει τη γελοιοποίηση. Πριν να είναι αργά.
«Εντάξει», του είπε ήρεμα. «Πάω. Κοίτα να αναλάβεις τις δυνάμεις σου. Ο εκδοτικός οίκος Κίναχ σε χρειάζεται. Ξεμείναμε από προσωπικό εκεί πέρα», είπε με υπερβολή.
Της χαμογέλασε κολακευμένος.
«Μέχρι το βράδυ θα είμαι περδίκι. Θα ζητήσω να…»
«Μην τολμήσεις να βγεις χωρίς την έγκριση του γιατρού… δεν μπορώ να έχω όλα τα μέτωπα ανοιχτέ κε Υφαντή!», τον μάλωσε.
Ο Διονύσης συρρικνώθηκε απρόθυμα στο κρεβάτι του.
Η Αμάντα έκανε να φύγει. Πρόλαβε να της κρατήσει την παλάμη και την ασπαστεί.
«Να προσέχεις σε παρακαλώ», της είπε και αμέσως κοκκίνισε.
«Θα προσέχουμε… είμαστε πολλοί», του απάντησε και αφήνοντάς του ένα τελευταίο βλέμμα, τον αποχωρίστηκε.
***
Όσο οδηγούσε η Αμάντα ο νους της πήγαινε από το ένα στο άλλο με ταχύτητα φωτός. Βρισκόταν σε μια πρωτοφανή υπερένταση. Δεν είχε ζήσει ποτέ στο παρελθόν κάτι ανάλογο. Μα, εδώ δεν επρόκειτο για ένα θέμα. Εδώ υπήρχε μια δέσμη, ένα πλέγμα γεγονότων, βιωμάτων και κινδύνων ακόμα που μπορούσαν είτε να αλλάξουν τη ζωή της προς κάτι πολύ καλύτερο είτε μπορούσαν να την τινάξουν στον αέρα.
Από τη μια όλα αυτά που είχαν ενσκήψει με αυτό το καταραμένο χειρόγραφο και τη συγκλονιστική πιθανότητα –βεβαιότητα μάλλον- να το είχε συγγράψει ο πατέρας της. Ένα εκατομμύριο ερωτήματα ορθώνονταν και το κουρασμένο μυαλό της δεν μπορούσε να επεξεργαστεί ικανοποιητικά. Ποιος το είχε στην κατοχή του αν ανήκε στον πατέρα της; Ποιος το είχε στείλει στον εκδοτικό οίκο και γιατί; Και τι σήμαινε αυτό για κείνον; Δεν της προκαλούσε έκπληξη ότι ο πατέρας ανήκε σε κάποια οργάνωση από τα νεανικά του χρόνια. Η Αμάντα έβλεπε συχνά πυκνά να μπαινοβγαίνουν στο σπίτι τους διάφοροι άνθρωποι και μερικοί σε ώρες ακατάλληλες. Και μάλιστα προσπαθούσαν να περνούν απαρατήρητοι. Δεν ήταν απλοί φίλοι ή συνεργάτες του. Ήταν σίγουρα κάτι άλλο. Δεν είχε ανακατευτεί ποτέ σε όλα αυτά και δεν ενοχλούσε τον πατέρα με ερωτήσεις και πράγματα που, ήταν βέβαιη, θα τον εκνεύριζαν.
Τι ήταν όλοι αυτοί; Ποιοι ήταν; Γνωριμίες του από το παρελθόν; Γνωριμίες του από την Τουρκία; Δεν είχε ιδέα, δεν ήθελε να το ψάξει ποτέ. Άλλωστε ο πατέρας δεν άφηνε περιθώρια προσέγγισης. Κι αυτό το σεβόταν η Αμάντα.
Τι ήταν όμως αυτό το χειρόγραφο. Νέα δέσμη ερωτημάτων ανοιγόταν εδώ. Ποιο ήταν το περιεχόμενό του τελικά; Δεν επρόκειτο για ένα ‘παράξενο’ διήγημα αποκρυφιστικής λογοτεχνίας. Επρόκειτο για έναν κώδικα, ήταν βέβαιο πλέον. Ο πατέρας θα πρέπει να ήταν μυημένος ανώτερης βαθμίδας σε κάποια μυστική αδελφότητα και προσπαθούσε να περάσει κάποιο μήνυμα σε όλους. Ίσως το χειρόγραφο να αποτελούσε κάποιο είδος εξασφάλισής του. Ίσως να είχε συμβεί κάτι κακό στο παρελθόν, στην Τουρκία ίσως και γι αυτό όταν ήλθε στην Ελλάδα προσπάθησε να αλλάξει ζωή. Μετά πέθανε η μητέρα. Ο πατέρας κατέρρευσε. Εκεί αρχίζει μια νέα περίοδος για κείνον. Σκοτεινή και παράξενη. Μήπως αυτό το χειρόγραφο το είχε εμπιστευτεί σε κάποιον αδελφό για να υπάρχει ως στοιχείο εξασφάλισης; Μήπως αυτός ο άνθρωπος θέλησε να το στείλει, έμμεσα πάντως, στην Αμάντα απλά για να το δημοσιεύσει και να…
Μα, όλα αυτά ήταν ένα φοβερό και αξεδιάλυτο κουβάρι… και έπειτα εκείνος ο άνθρωπος με το παράξενο ύφος στη δεξίωση… αυτός που επισκέφτηκε τον Διονύση εκείνο το βράδυ και σχεδόν τον σκότωσε… προσπάθησε τουλάχιστον… παρότι εμφανίστηκε από την πλευρά ‘των καλών’… τι παιζόταν εδώ; Που είχαν βρεθεί ανάμεσα… εκείνη και ο Διονύσης…
Μόλις σκέφτηκε τον Διονύση η Αμάντα χαμογέλασε… ήταν η φωτεινή όψη της σελήνης… η καλή πλευρά… να που κάθε σκοτάδι εμπεριέχει το φως… πώς δεν τον είχε προσέξει ποτέ στο παρελθόν; Πώς δεν είχε καταλάβει πως έτρεφε συναισθήματα για κείνη; Ήταν κάπου πέντε χρόνια νεότερός της, σκέφτηκε και γέλασε. Από την άλλη… δεν είχε τολμήσει ποτέ να της μιλήσει. Ήταν πάντα ο ευσυνείδητος, ικανός και άψογος υπάλληλος.
Τις τελευταίες ημέρες όμως… είχαν συμβεί τόσα… είχαν έρθει πολύ πιο κοντά… και είχε αρχίσει να νιώθει διαφορετικά…
Πόσα χρόνια είσαι μόνη; ρώτησε τον εαυτό της η Αμάντα αλλά δεν είχε σκοπό να απαντήσει… ούτε να ανοίξει έναν άλλο κύκλο ερωτημάτων… Μπήκε στο κτήμα και οδήγησε ως το υπόστεγο για να αφήσει το αυτοκίνητο.
Χρειάζομαι ύπνο… επειγόντως, είπε φωναχτά.
Βγήκε από το αυτοκίνητο και κλείνοντας την πόρτα ένιωσε πάλι εκείνο τον ίλιγγο… όπως λίγες μέρες πριν στο γραφείο… όπως λίγη ώρα πριν στην κλινική… ένιωσε τα πάντα να γυρίζουν, το στομάχι της να ανακατεύεται, με το ζόρι στεκόταν στα πόδια της… αυτή τη φορά ήταν πιο δυνατό… στηρίχτηκε στο αυτοκίνητο και πήρε μιαν ανάσα. Το φαινόμενο πέρασε αλλά όχι εντελώς. Μπόρεσε να περπατήσει τα λίγα μέτρα ως την είσοδο του σπιτιού. Ευτυχώς, η πόρτα άνοιξε αμέσως, εμφανίστηκε ο Δημήτρης και την κράτησε στα χέρια του πριν σωριαστεί στο πάτωμα.
«Αντρέα!», φώναξε εκείνος και ένας άλλος άντρας πλησίασε. Την κράτησαν γερά και σιγά σιγά την ανέβασαν ως το υπνοδωμάτιό της.
«Καλύτερα είμαι… ευχαριστώ», είπε εκείνη όταν ξάπλωσε. «Λίγο νερό θέλω», είπε και ο Δημήτρης έσπευσε να της φέρει.
«Είμαι ο Αντρέας, αδελφός του Δημήτρη», αυτοσυστήθηκε ο άντρας που είχε μείνει στο δωμάτιο και την κοιτούσε ανήσυχος. Σε λίγο έκανε την εμφάνισή της και η Θεοδώρα, η βοηθός του Δημήτρη που εκτελούσε και χρέη καμαριέρας αλλά ενίοτε και μαγείρισσας. Τα τελευταία χρόνια το προσωπικό της έπαυλης είχε συρρικνωθεί στο άκρως απαραίτητο.
«Είστε καλά κυρία;», ρώτησε με ενδιαφέρον.
«Καλά είμαι, ευχαριστώ. Πρέπει να κοιμηθώ», είπε εκείνη εξαντλημένη.
Ο Δημήτρης επέστρεψε με μια κανάτα δροσερό νερό κι ένα ποτήρι. Της έδωσε να πιει και έκανε νόημα σε όλους να βγουν από το δωμάτιο.
«Δημήτρη…», είπε η Αμάντα και τον κράτησε πριν φύγει.
«Ναι κυρία»
«Κάντε όπως σας είπα… κλείστε, μανταλώστε…»
«Ναι κυρία»
«Και μην με αφήσεις να κοιμηθώ πολύ… σε δυο ώρες να με ξυπνήσεις»
«Καλά κυρία»
Δεν είχε δυνάμεις να πει οτιδήποτε άλλο.
Η τελευταία της σκέψη πριν παραδοθεί στον ύπνο ήταν η λυτρωτική στιγμή αποφόρτισης που είχε ζήσει με τον Διονύση στην κλινική. Πόσο όμορφη ήταν εκείνη η στιγμή… αλλά κι εκείνος… πόσο… γλυκός και γενναίος… και πολύτιμος… και…
Ύστερα σκοτάδι…
***
Ο Διονύσης αναζήτησε το ρολόι του και δεν το είδε στον καρπό του. Σίγουρα το είχαν αφαιρέσει την πρώτη μέρα οι νοσοκόμοι. Που ήταν; Έπρεπε να πληροφορηθεί την ώρα.
Πόση ώρα κοιμόμουν;, αναρωτήθηκε φωναχτά. Το φως έπεφτε ακόμη μέσα στο μονόκλινο δωμάτιο που τον είχαν και ανάσανε με κάποια ανακούφιση. Νωρίς το απόγευμα λοιπόν. Εντάξει, είχε χρόνο.
Στο μυαλό του βρισκόταν συνεχώς η Αμάντα. Όχι μόνο στο μυαλό αλλά και στην καρδιά του. Ήταν ερωτευμένος μαζί της σχεδόν από την πρώτη εβδομάδα της πρόσληψής του στον εκδοτικό οίκο του Όμηρου Κίναχ. Δεν επρόκειτο να της το εξομολογηθεί ποτέ. Όσα χρόνια κι αν περνούσαν ακόμα κι αν γερνούσε εργένης και πέθαινε εργένης. Τι δουλειά είχε μια τέτοια γυναίκα με έναν απλό μισθοδίαιτο όπως αυτός; Μια πριγκίπισσα με έναν εργάτη; Τι είχε να της προσφέρει; Πώς θα μπορούσε να σταθεί δίπλα της; Είχε αποφασίσει τη μοίρα του και δεν γόγγυζε ούτε αγανακτούσε. Θα την αγαπούσε πάντα και θα προσπαθούσε να την υπηρετεί διακριτικά, πιστά και ευγενικά. Και αν χρειαζόταν, θα υπέφερε και την ύστατη δοκιμασία. Να την δει παντρεμένη με κάποιον άλλο. Φτάνει να ήταν κάποιος ισότιμός της. Κάποιος στο ανάστημα και την αξία της.
Όλα είχαν αλλάξει βέβαια τον τελευταίο καιρό. Αυτό το καταραμένο χειρόγραφο ευθυνόταν. Από την ώρα που είχε μπει στη ζωή της και στη δική του, όλα είχαν πάρει έναν άλλο δρόμο. Απρόσμενο, περίεργο αλλά και επικίνδυνο. Ανησυχούσε πολύ για τη ζωή της. Όσα είχε προλάβει να κατανοήσει από τη μελέτη που έκανε και τα όσα είχε ‘δει’ σε κείνο το νοσηρό όνειρο της αρρώστιας του πριν δυο νύχτες τον είχαν βεβαιώσει πως κάτι πολύ σκοτεινό και βαθύ κρυβόταν πίσω από αυτό το χειρόγραφο.
Ευτυχώς, σκέφτηκε, πρόλαβα κάποια από αυτά να τα σημειώσω στο λάπτοπ μου…
Κρύος ιδρώτας τον έλουσε και η καρδιά του σταμάτησε να χτυπάει. Το λάπτοπ! Το έκλεψαν κι αυτό! Χριστέ μου… πώς μου είχε διαφύγει… πώς δεν… Θεέ μου… εκεί τα είχα όλα…
Πανικός τον τύλιξε και μούδιασε την ψυχή και το μυαλό του… πώς και δεν το συζήτησε με την Αμάντα… γιατί έχανε τη φωνή του και θόλωνε η σκέψη του κάθε φορά που βρισκόταν κοντά της;
Τι να κάνω; Τι μπορώ να κάνω; Άρχισε να μονολογεί και πάλευε να ηρεμήσει την ταχυπαλμία του και να συγκροτήσει τη σκέψη του.
Εκείνο που πρέπει να κάνω πριν απ’όλα είναι να σηκωθώ να φύγω από δω μέσα και να πάω στο σπίτι της. Θέλω να είμαι κοντά της. Είμαι καλά, είμαι μια χαρά… δεν έχω τίποτα, είπε και πέταξε από πάνω του τα σκεπάσματα και έκανε μια κίνηση να σηκωθεί. Ένιωσε μια ξαφνική ζάλη αλλά μπόρεσε να καθίσει στο κρεβάτι. Η ζάλη πέρασε.
Καλά είμαι, περίφημα είμαι… εκείνη κινδυνεύει, εκείνη είναι κλεισμένη στη φωλιά του δράκου και δεν το ξέρει… κι αν το ξέρει καλύτερα να είμαι μαζί της… ό,τι κι αν της συμβεί… θα την προστατέψω… συνέχισε να παραληρεί και έκανε μια δειλή προσπάθεια να πατήσει στα πόδια του. Η ζάλη επέστρεψε πιο δυνατή αλλά τελικά στάθηκε και πήρε μιαν ανάσα.
Σιγά σιγά, είπε. Τα ρούχα μου, πού είναι τα ρούχα μου;
Η ντουλάπα ήταν απέναντί του. Προχώρησε με διστακτικά βήματα και με χαρά διαπίστωσε ότι δεν ζαλιζόταν. Άνοιξε την ντουλάπα, έβγαλε τα ρούχα του και με αργές κινήσεις άρχισε να ντύνεται.
Να φύγω από δω μέσα… θέλουν δεν θέλουν εγώ θα φύγω… εκείνη κινδυνεύει κι εγώ σαπίζω στα κρεβάτια…
Και που ήταν το ρημαδορολόι του;
***
Χμμ… αυτός ο άνθρωπος είναι έξυπνος… πολλά υποσχόμενος…
Ο Ντις είχε ανοιχτό μπροστά του ένα λάπτοπ και μελετούσε κάτι. Κάθε τόσο κουνούσε το κεφάλι του, έσμιγε τα φρύδια του και χαμογελούσε.
Ναι… ικανός και έξυπνος… τέτοιοι άνθρωποι μου χρειάζονται… είπε. Κρίμα… πολύ κρίμα που θα πρέπει να…
Άκουσε τον ήχο του κινητού του. Το αναζήτησε με το βλέμμα του. Βρισκόταν πίσω από το λάπτοπ και μελωδούσε τον Πάρσιφαλ του Βάγκνερ. Το πήρε στα χέρια του και κοίταξε την οθόνη. Τι θέλει ο ηλίθιος; είπε και απάντησε στην κλήση.
«Λέγε», είπε ξερά. Άκουσε όσα είχαν να ειπωθούν και χαμογέλασε ικανοποιημένος. «Συνεχίστε. Και μην με ξαναπάρεις πριν έχετε στα χέρια σας τα αντικείμενα», πρόσταξε και έκλεισε τη σύνδεση.
Ηλίθιοι πίθηκοι!, έφτυσε τις λέξεις και συγκεντρώθηκε ξανά σε όσα διάβαζε.
Κρίμα, κάτω από άλλες συνθήκες θα μπορούσες να διαπρέψεις δίπλα μου φίλε μου, είπε κάποια στιγμή και κατέβασε την οθόνη.
Πολύ κρίμα…
***
Ο αστυνομικός επιθεωρητής Ηλιάκης έφερε στο νου το πρόσωπο της Αμάντας. Το βλέμμα της, την επιφυλακτική αλλά αξιοπρεπή της στάση. Δεν μπορούσε βέβαια να μην παραδεχθεί πως του άρεσε πολύ και ως γυναίκα. Ειδικά όταν έπεφταν μπροστά στα ωραία της μάτια αφέλειες από τα ξανθά της μαλλιά.
Συγκλονιστική γυναίκα, μονολόγησε και έπαιξε λίγο με το στυλό που κρατούσε ανάμεσα στα δάχτυλά του. Τούτη την ώρα ήταν μόνος στο γραφείο. Όλοι είχαν φύγει ή εκτελούσαν κάποιες αποστολές και έρευνες. Είχε επιλέξει να μείνει μόνος παρότι στην ουσία δεν ήταν. Οι δυο καλύτεροί του συνεργάτες βρίσκονταν σε διατεταγμένη υπηρεσία. Και περίμενε κάποια στιγμή ένα σήμα με περιεχόμενο από κείνους.
Της είχε πει ψέματα βέβαια. Ήθελε να ψαρέψει την αντίδρασή της. Παλαιά και δοκιμασμένη πρακτική. Λες μπόλικες αλήθειες και αρκετά ψέματα με τρόπο πειστικό και περιμένεις να δεις που θα ‘τσιμπήσει’ ο ‘πελάτης’ σου… αν τσιμπήσει σε κάποια αλήθεια ίσως να πρέπει να ξανασκεφτείς την τακτική σου. Αν τσιμπήσει όμως σε ένα ψέμα, πάει να πει ότι κάτι προστατεύει ή κάτι αγνοεί. Αν δεν τσιμπήσει πουθενά, πάει να πει ότι είναι ο βασικός ύποπτος.
Φυσικά και δεν είχαν μείνει ‘όλα άθικτα’ όπως της είχε πει εκείνο το πρωινό στο κυλικείο της κλινικής. Έλειπε κάτι πολύ σπουδαίο. Οι άνθρωποι της υπηρεσίας το είχαν αναφέρει από την πρώτη στιγμή.
Το λάπτοπ είχε αφαιρεθεί άγαρμπα και κρέμονταν ακόμη τα καλώδια σύνδεσης από το γραφείο του Υφαντή. Τσαπατσούλικη, βιαστική δουλειά, σκέφτηκε από την πρώτη στιγμή ο Ηλιάκης. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν αγχωμένοι… δεν ήταν διαρρήκτες ολκής… μπούκαραν μέσα, βρήκαν αυτό που ήθελαν –κι αυτό δεν ήταν το λάπτοπ, ήταν βέβαιος- τράβηξαν και το λάπτοπ από τα καλώδια γρήγορα γρήγορα και εξαφανίστηκαν.
Δεν βρίσκεις πια καλούς διαρρήκτες στις μέρες μας, είπε στοχαστικά ο επιθεωρητής. Όμως, τι διάολο αναζητούσαν; Αυτό δεν μπορούσε να το μαντέψει. Η Κίναχ ήξερε βέβαια. Ω, ναι, αυτό ήταν βέβαιο. Ήξερε και έκανε τη δήθεν αιφνιδιασμένη… όμως δεν το έκανε τόσο καλά… όχι για ένα τσακάλι της πιάτσας όπως ήταν ο Ηλιάκης.
Κοίταξε το ρολόι του. Εφτά και δέκα… περνούσε η ώρα. Κείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό του.
Ήταν οι δικοί του.
«Έλα Σόνια», είπε.
«Έχουμε εξελίξεις», άκουσε τη φωνή της σχεδόν με χαρά.
«Πες μου»
«Σταμάτησε ένα ταξί. Βγήκε ένας τύπος. Πατούσε και δεν πατούσε στα πόδια του. Μπήκε στο κτήμα»
«Χμμμ…. Αναγνώριση;»
«Δεν τον είδαμε καλά αλλά ο μίστερ από δω είναι βέβαιος πως είναι ο Υφαντής. Πριν πάρω στην κλινική να τσεκάρω όμως…»
«Δεν θα πάρεις καμιά κλινική να τσεκάρεις τίποτα», είπε ο Ηλιάκης.
«Ναι, το φαντάστηκα πως δεν θα το ήθελες»
«Ο Υφαντής είναι, χίλια τα εκατό…»
«Τι θέλεις να κάνουμε;»
«Βαρεθήκατε να κάθεστε ρε;»
«Ε, να σου πω την αλήθεια…»
«Ελπίζω να έχετε πιάσει καλό πόστο…»
«Αφανείς και αθέατοι»
«Μπράβο τα παιδιά μου… έρχομαι κι εγώ… όπου να’ναι να με περιμένετε»
«Φέρε και τίποτε φαγώσιμο ‘τσιφ’», πετάχτηκε ο… μίστερ.
«Πείνασες Γιωργάκη μου;»
«Και δίψασα τσιφ. Κι εδώ δεν έχει τίποτα. Ερημιά του Θεού»
«Καλά… θα φέρω τα σχετικά… Μην το κουνήσετε από κει, θα σας τσακίσω», τους είπε και έκλεισε χαμογελώντας τη σύνδεση.
Το ματς όπου να’ναι αρχίζει, είπε και σηκώθηκε από την καρέκλα του.
***
Βρίσκονταν σε μια παραλία. Οι δυο τους. Ο πατέρας φορούσε ένα όμορφο κρεμ, λινό πουκάμισο. Ήταν δώρο της μητέρας. Χαμογελούσε. Της πρότεινε το χέρι του. Εκείνη τον κράτησε σφιχτά και άρχισαν να περπατούν στην αμμουδιά. Ήταν και οι δυο ξυπόλητοι. Η άμμος ήταν ευχάριστα ζεστή, όχι καυτή. Κάποια στιγμή σταμάτησαν. Κοίταξαν τη θάλασσα. Από παντού σκουπίδια. Η θάλασσα είχε γεμίσει όλων των ειδών τα σκουπίδια. Ο πατέρας την κοίταξε και δεν έπαψε να χαμογελά.
«Δεν πειράζει», της είπε. Δεν μπορούσε να ακούσει τη φωνή του όμως μέσα της άκουγε καθαρά την κάθε λέξη.
Ο αέρας ήταν ζεστός και ο ήλιος έκαιγε.
«Εσύ πρέπει να δεις μακριά, πέρα από τη θάλασσα. Πέρα απ’το καλό και το κακό», της είπε. «Το κατάλαβες;»
«Ναι μπαμπά», του είπε και άρχισε να κλαίει.
«Μακριά. Πέρα απ’το καλό και το κακό», της είπε πάλι.
Ξύπνησε απότομα κι έστρεψε το κεφάλι της. Ήταν ιδρωμένη. Γύρισε το βλέμμα της. Στην πολυθρόνα δίπλα στην μπαλκονόπορτα καθόταν ο Διονύσης. Την παρακολουθούσε σιωπηλός.
«Διονύση;!», είπε με απορία και έκπληξη μαζί.
«Δεν σε ξύπνησα εγώ πάντως», της είπε και δεν χρειαζόταν την άδειά της για τον ενικό.
«Μα… τι… τι κάνεις εδώ;», τον ρώτησε και ταυτόχρονα αναρωτήθηκε για την ώρα.
«Είναι οχτώ και δέκα», της απάντησε μαντεύοντας την έγνοια της.
«Μα… γιατί…», πήγε να πει εκείνη.
«Φεύγω για να ντυθείς. Έχουμε δουλειά να κάνουμε», της είπε και σηκώθηκε από τη θέση του. Δεν ζαλίστηκε αυτή τη φορά.
«Που…»
«Θα σε περιμένω κάτω. Πρέπει να ξεκινήσουμε να ψάχνουμε», της θύμισε και βγήκε από το υπνοδωμάτιο με ήσυχα, αθόρυβα βήματα.
Έκλεισε ξανά τα μάτια και χαμογέλασε. Χαιρόταν τόσο που τον έβλεπε κοντά της.
***
Τώρα ήταν τρεις μέσα στο υπηρεσιακό αυτοκίνητο. Οι δυο έπιναν καφέ. Ο τρίτος έτρωγε.
«Πώς γίνεται, μού λες;»
«Τι πράγμα;»
«Αυτός εδώ να τρώει τα διπλά από μένα και να μην παίρνει γραμμάριο»
Η Σόνια χαμογέλασε.
«Πάω γυμναστήριο», απάντησε ο Γιώργος.
«Μεταξύ των γευμάτων;», ξαναρώτησε ο Ηλιάκης και γύρισε το βλέμμα του ξανά στην είσοδο του κτήματος.
«Ησυχία», είπε η Σόνια και χτύπησε απαλά το τιμόνι.
«Κάνε υπομονή. Σε λίγη ώρα θα μαζευτούν οι καλεσμένοι για το πάρτι»
«Μα, πώς είσαι τόσο σίγουρος;», ρώτησε εκείνη και τον κοίταξε στα μάτια.
«Σε έχω απογοητεύσει ποτέ;»
«Ποτέ!», πέταξε ο Γιώργος και αποτελείωσε τη μπαγκέτα του.
«Τα βλέπεις; Αυτός δεν γκρινιάζει»
«Και ποιοι φαντάζεσαι πως θα’ρθουν;»
«Κάποιοι που δεν έχουν καθόλου φιλικές προθέσεις»
«Για ποιον; Την Κίναχ;»
«Γενικώς»
«Γενικώς!», επανέλαβε ο Γιώργος χαμογελώντας.
Γέλασαν όλοι.
«Δεν πέφτεις να πάρεις έναν υπνάκο; Μπορεί μετά να πέσει ξαφνική δουλειά», του είπε ο επιθεωρητής. «Σε θέλω φρέσκο».
«Νόμιζα πως ήθελες να κάνω κάτι άλλο»
«Σαν τι;», τον ρώτησε η Σόνια;
«Να πάω ας πούμε στην βορινή πλευρά του κτήματος, να κρυφτώ κάπου και να ενημερώνω για τις εξελίξεις. Μπορεί να μπουκάρουν από κει»
Ο Ηλιάκης κοίταξε τη Σόνια και οι δυο τους τον Γιώργο.
«Ίσως έχει δίκιο», είπε η Σόνια.
Ο Ηλιάκης φάνηκε σκεφτικός.
«Να καλούσαμε ενισχύσεις;», ξανάπε η Σόνια.
«Όχι ενισχύσεις», είπε ο Γιώργος.
«Γιατί;»
«Γιατί είμαστε εδώ στη ζούλα… μπορεί κάποιος να παρακολουθεί τις επικοινωνίες μας… ακόμη και τα κινητά… δεν ξέρεις… μπορεί να έρθουν τίποτε ηλίθιοι ξεσηκώνοντας τον κόσμο και τα γαμ… σόρρυ, τα διαλύσουν όλα»
«Όταν τρώει το iq του μεγαλώνει καμιά δεκαριά μονάδες», είπε ο Ηλιάκης.
«Μπορεί και είκοσι», είπε η Σόνια.
«Να πάω τσιφ;», πρότεινε ξανά εκείνος.
Ο επιθεωρητής ξεφύσηξε.
«Προς το παρόν δεν θέλω να είμαστε διασπασμένοι… είμαι σίγουρος πως όποιος έρθει θα έρθει από την μπροστινή πόρτα. Σαν κύριος. Μέχρι που μπορεί να χτυπήσει και το κουδούνι»
«Τη θεωρούν εύκολο θύμα τη Κίναχ ε;»
«Τουναντίον. Ξέρουν ότι τους περιμένει. Πιθανολογούν ότι θα οπλοφορεί μάλιστα. Είμαι βέβαιος. Όμως δεν έχουν ανάγκη κάλυψης και παραλλαγής αυτά τα άτομα. Άσε που δεν θα είναι πολλοί»
«Πέντε – έξι;»
«Το πολύ», συμφώνησε ο Ηλιάκης.
«Άρα περιμένουμε», είπε η Σόνια.
«Περιμένουμε», επανέλαβε ο Γιώργος.
«Περιμένουμε», συμφώνησε ο επιθεωρητής. Από τον καθρέφτη του οδηγού είδε τον Γιώργο να γέρνει το κεφάλι του στην πλάτη του καθίσματος. Σε δευτερόλεπτα τον είχε πάρει.
Οι άλλοι δυο κούνησαν τα κεφάλια τους και χαμογέλασαν.
***
«Τίποτα!»
Η Αμάντα χτύπησε με απογοήτευση την πλάτη της βιβλιοθήκης.
«Τίποτα κι εδώ», είπε ο Διονύσης που είχε τελειώσει την απέναντι πλευρά.
«Τι ώρα είναι;», τον ρώτησε.
«Εννιάμιση»
Η Αμάντα ξεφύσηξε.
«Να πάμε στο υπόγειο»
«Αυτό θα έλεγα κι εγώ»
«Ίσα που προλαβαίνουμε»
Κείνη τη στιγμή εμφανίστηκε στο κατώφλι του δωματίου ο Δημήτρης.
«Κυρία, θέλετε καμιά βοήθεια;»
«Όχι Δημήτρη, ευχαριστώ. Όλα ήσυχα;»
«Όλα»
«Μήπως να στέλναμε τη Θεοδώρα στους γονείς της Δημήτρη;»
«Η Θεοδώρα δεν πάει πουθενά», απάντησε εκείνη και ξεπρόβαλλε κι αυτή δίπλα στον Δημήτρη.
Η Αμάντα χαμογέλασε.
«Είσαι σίγουρη; Είστε όλοι σίγουροι; Φοβάμαι μήπως…»
«Δεν πάμε πουθενά κυρία. Δεν φεύγουμε από το σπίτι μας. Όποιος θελήσει ας έρθει. Θα τον υποδεχτούμε καταλλήλως!», είπε ο Δημήτρης και συμφώνησε και η Θεοδώρα.
«Κι εγώ θα μείνω αφού γι αυτό ήλθα», είπε ο αδελφός του Δημήτρη, ο Αντρέας.
«Είναι και ο φίλος μου εδώ, ο Σάββας», είπε ο Δημήτρης.
«Σας ευχαριστώ όλους… σας ευχαριστώ πολύ!», είπε η Αμάντα συγκινημένη. Ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα.
«Γιατί κυρία; Έτσι δεν είναι μια οικογένεια; Όλοι μαζί στο καλό και στο κακό!»
Όλοι τους κατένευσαν ενώ η Αμάντα αποσβολώθηκε.
«Τι… για ξαναπέστο αυτό Θεοδώρα»
«Ποιο κυρία;»
«Το τελευταίο»
«Μαζί, στο καλό και στο κακό. Και τώρα σας αφήνω. Πάω στην κουζίνα. Θα σας ετοιμάσω κάτι ελαφρύ»
Μαζί της έφυγαν σιγά σιγά και οι άλλοι.
Ο Διονύσης πλησίασε την Αμάντα που είχε ακινητοποιηθεί.
«Αμάντα! Τι συμβαίνει;»
«Στο καλό και στο κακό…», επανέλαβε μηχανικά…
«Ε και λοιπόν;»
«Πέρα απ’το καλό και το κακό!», ξανάπε με πιο δυνατή φωνή.
«Αμάντα… τι έπαθες;»
«Το όνειρο… το όνειρο που είδα…»
«Ποιο όνειρο;», τη ρώτησε ανήσυχος.
Η Αμάντα του διηγήθηκε εν συντομία το όνειρο με τον πατέρα της στην παραλία.
Ο Διονύσης έσμιξε τα φρύδια.
«Και μετά τον πατέρα η Θεοδώρα… σύμπτωση;»
«Να δεις μακριά… πέρα απ’το καλό και το κακό», επανέλαβε κι εκείνος.
«Ναι… έτσι μου είπε…»
«Το έργο του Νίτσε!» φώναξε εκείνος.
«Πέρα απ’το καλό και το κακό!», είπε εκείνη ενθουσιασμένη και τον αγκάλιασε σφιχτά. Ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε αυτό. Η μυρωδιά της, η επαφή με το σώμα της, η αίσθηση του προσώπου της στο δικό του. Ο Διονύσης ρίγησε.
«Συγ… συγνώμη», απολογήθηκε εκείνη και απομακρύνθηκε απότομα.
«Να… να βρούμε…», άρχισε να ψελλίζει εκείνος.
«Ναι, να βρούμε το Νίτσε»
«Μπράβο. Το βιβλίο του… έχεις ιδέα;»
«Πάμε, είναι στο μέσα δωμάτιο, ξέρω που», του είπε εκείνη ακόμη επηρεασμένη από το σφιχταγκάλιασμά τους.
Tο μέσα δωμάτιο ήταν ο χώρος που είχε φτιάξει ο Όμηρος Κίναχ ως αναγνωστήριο. Εκεί υπήρχαν σε προθήκες και ράφια που έφταναν ως την οροφή τα περισσότερα και καλύτερα βιβλία του. Μερικά ήταν πολύ σπάνια, αληθινά αποκτήματα ανεκτίμητης αξίας. Στο κέντρο του χώρου υπήρχε μια μεγάλη τράπεζα με πορτατίφ για ανάγνωση. Το χώρο αυτό τον είχαν ήδη ‘ψάξει’ πριν. Δεν είχαν ανακαλύψει κάτι περίεργο ή ‘ύποπτο’. Τώρα όμως είχαν κάτι συγκεκριμένο, δεν έψαχναν στα τυφλά.
«Που είναι τα έργα του Νίτσε;», αναρωτήθηκε φωναχτά ο Διονύσης. Υπήρχαν χιλιάδες βιβλία εκεί μέσα.
«Ξέρω που είναι», είπε η Αμάντα και προσανατολίστηκε αμέσως. Το ράφι ήταν στο ύψος των ματιών της, στα δεξιά της. Υπήρχαν όλα τα βιβλία του μεγάλου Γερμανού φιλοσόφου στη σειρά.
«Είναι στα γερμανικά», παρατήρησε ο Διονύσης.
«Υπάρχουν και τα ελληνικά», είπε η Αμάντα και αισθάνθηκε διχασμένη.
«Όχι, αυτά θα είναι», αποφάνθηκε ο Διονύσης. «Ποιο είναι το δικό μας;»
«Μισό λεπτό… Να’το… αυτό είναι: Jenseits von Gut und Böse», είπε η Αμάντα που η γερμανική ήταν σαν μητρική της γλώσσα.
Ήταν ένα λεπτό, κόκκινο βιβλίο. Η ράχη του ήταν κάπως φθαρμένη.
«Είναι παλιά έκδοση», είπε Αμάντα.
«Να το βγάλουμε;», ρώτησε ο Διονύσης με έντονο χτυποκάρδι.
«Ας το βγάλουμε λοιπόν», απάντησε η Αμάντα και απλώνοντας το χέρι της έπιασε το στριμωγμένο παλιό βιβλίο και άρχισε να το τραβάει προς τα έξω.
«Δεν βγαίνει!», είπε απογοητευμένη. «Σα να έχει κολλήσει»
Ο Διονύσης πλησίασε περισσότερο.
«Να δοκιμάσω κι εγώ;»
«Περίμενε… υπάρχει κάτι εδώ… στο πάνω μέρος… σαν… σαν διακόπτης… σαν μοχλός… κάτι τέτοιο»
Η καρδιά και των δυο πήγαινε να σπάσει.
«Πάτησέ το… ή τράβηξέ το», την ενθάρρυνε ο Διονύσης.
Η Αμάντα δεν δίστασε.
Ο ήχος αρχικά τους τρόμαξε και πισωπάτησαν. Όλο το έπιπλο τραντάχτηκε, μερικά βιβλία που ήταν χαλαρά έγειραν και η βιβλιοθήκη άρχισε να κυλάει με θόρυβο προς τα δεξιά!
Είχαν μείνει άφωνοι.
Κάποια στιγμή η βιβλιοθήκη ακινητοποιήθηκε. Μπροστά τους αποκαλύφθηκε μια εντοιχισμένη θύρα.
«Η κρύπτη!», είπε η Αμάντα με γουρλωμένα μάτια.
«Ώστε λοιπόν… υπάρχει!», σχολίασε ο Διονύσης μαγεμένος.
Ο χώρος δεν ήταν για δυο άτομα. Πλησίασε η Αμάντα τη θύρα και την έσπρωξε. Τίποτα. Έβαλε μεγαλύτερη δύναμη. Και πάλι τίποτα.
«Τι είναι αυτό;», είπε ο Διονύσης και της έδειξε μια εσοχή στη μέση της θύρας.
Η Αμάντα έσκυψε. Υπήρχε μια εσοχή και πάνω της κάτι σαν πληκτρολόγιο παλαιάς τεχνολογίας. Μονάχα που δεν είχε αριθμούς αλλά γράμματα.
«Ο πατέρας έκανε το θαύμα του. Θέλει κωδικό!», είπε η Αμάντα απογοητευμένη.
Ο Διονύσης πήρε τη θέση της και έσκυψε να δει καλύτερα την όλη κατασκευή. Θα πρέπει να αποτελούσε ιδιόμορφη πατέντα κάποιας άλλης εποχής. Τα γράμματα ήταν του ελληνικού αλφαβήτου χαραγμένα πάνω σε περιστρεφόμενους κυλίνδρους. Και ήταν δώδεκα.
«Χρειαζόμαστε έναν δωδεκαψήφιο κωδικό», της είπε απομακρυνόμενος.
Κάθισαν και οι δυο αποκαμωμένοι στις καρέκλες του αναγνωστηρίου. Η Αμάντα ξαφνικά ένιωθε πολύ κουρασμένη. Ο Διονύσης εργαζόταν πυρετωδώς αναζητώντας κάτι μέσα στο μυαλό του που θα μπορούσε να βοηθήσει.
«Τι σκέφτεσαι;», τον ρώτησε θλιμμένα εκείνη.
«Σκέφτομαι… γενικώς…»
«Ψύλλους στ’άχυρα», είπε πάλι εκείνη και χτύπησε τη γροθιά της στο τραπέζι. «Και φτάσαμε τόσο κοντά».
«Τι ώρα είναι;», ρώτησε ο Διονύσης που θυμήθηκε το χαμένο του ρολόι.
«Α, έχω το ρολόι σου ξέρεις», του είπε αιφνιδιαστικά εκείνη και τον είδε να χαμογελάει ανακουφισμένος. «Μόνο που δεν ξέρω που», του ξανάπε και ξέσπασαν και πάλι σε κείνο το ίδιο νευρικό γέλιο εκτόνωσης.
«Δεν πειράζει», είπε εκείνος εγκάρδια. «Θα πρέπει να είναι περίπου δέκα».
«Τι κάνουμε τώρα Διονύση;»
Γύρισε και την κοίταξε. Ήταν αληθινά, πιο όμορφη από ποτέ. Είχε την έντονη παρόρμηση να τη φιλήσει. Να κάνει επιτέλους αυτό που ονειρευόταν τόσα χρόνια. Και ας τον χαστούκιζε. Κι ας τον έδιωχνε. Κι ας τα γκρέμιζε όλα. Ήθελε να την γευτεί. Την ποθούσε όσο τίποτε άλλο.
«Σκεφτόμαστε… τι άλλο;», είπε εκείνος απωθώντας όλες αυτές τις σκέψεις.
«Μάλιστα», υπάκουσε εκείνη και βυθίστηκαν κι οι δυο στη σιωπή.
***
«Ώρα;»
«Μισό… Δέκα και δέκα»
«Μάλιστα…»
Απόλυτο σκοτάδι ολόγυρα και ο επιθεωρητής δεν είχε καλό προαίσθημα. Δεν κουνιόταν φύλλο. Ξαφνικά αισθάνθηκε σαν εγκλωβισμένος ναύτης σε υποβρύχιο. Ήθελε να βγει έξω από το αυτοκίνητο, να περπατήσει.
«Να σε ρωτήσω κάτι; Μου επιτρέπεις;»
Γύρισε και κοίταξε τη Σόνια. Μέσα σ’αυτή την ατμόσφαιρα είχε μια παράξενη όψη. Κάπως απόκοσμη. Στο πίσω κάθισμα ο Γιώργος ροχάλιζε.
«Μακάριοι…», είπε ο Ηλιάκης και η Σόνια χαμογέλασε.
«Είναι το καλύτερο παιδί στην Υπηρεσία», είπε η Σόνια με κάποιο κόμπο στη φωνή της.
«Λες να μην το ξέρω; Γιατί τον πήρα δίπλα μου;»
Γύρισε και τον κοίταξε σχεδόν με ευγνωμοσύνη. Και για τον Γιώργο και για τον εαυτό της.
«Λοιπόν, κάτι ήθελες να με ρωτήσεις», είπε ο Ηλιάκης.
«Ναι… πες μου… πώς τα ξέρεις όλα τούτα;… εννοώ… πώς τόσο γρήγορα… χωρίς στοιχεία… να έρθουμε εδώ, να περιμένουμε κάποιους… επίσημα δεν έχουμε υπόθεση…».
«Και ούτε θα έχουμε… αν δεν αρχίσει η δράση», είπε εκείνος.
«Θα μου πεις;»
«Θα σου πω», είπε εκείνος και έβγαλε ένα πακέτο με τσιγάρα από την τσέπη του.
«Θα καπνίσεις ε; Να ανοίξω το παράθυρο», είπε η Σόνια.
«Άσε θα ανοίξω το δικό μου», της είπε. Ήταν μια κίνηση που σε λίγη ώρα θα αποδεικνυόταν ολέθριο σφάλμα.
«Μπας και θέλεις κι εσύ ένα;»
«Δεν έχω καπνίσει ποτέ», του είπε.
«Ναι, το ξέρω. Έτσι το είπα»
«Καθυστερείς», τον ‘μάλωσε’ εκείνη.
«Από πού ν’αρχίσω… ας αρχίσω από παλιά… από πολύ παλιά… δηλαδή από πάρα πολύ παλιά…»
«Πάνο!», τον επέπληξε πάλι εκείνη.
«Έχεις ακούσει για τη Μεγάλη Πνοή του Ενός;», τη ρώτησε και άναψε το τσιγάρο του.
Η Σόνια έκανε έναν μορφασμό που μέσα στο σκοτάδι δεν μπόρεσε να δει.
«Τι πράγμα;»
«Λοιπόν, άκου… κάπου στο μεσαίωνα, στην ανατολή… δηλαδή στα βάθη της ανατολής κάποιοι άνθρωποι, σοφοί άνθρωποι, των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών… μαζεύτηκαν και αποφάσισαν να ιδρύσουν μια… ας την πούμε μυστική οργάνωση… την ονόμασαν Η Μεγάλη Πνοή του Ενός»
«Τι μου λες τώρα;», τον διέκοψε η Σόνια με χλευαστικό σχεδόν τόνο.
«Αν πρόκειται να κοροϊδεύεις σταματάω κοπελιά»
«Συγνώμη, συγνώμη… λοιπόν… μισό λεπτό… διευκρίνιση»
«Ναι…»
«Οι τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες είναι ο Χριστιανισμός…»
«Κατά σειρά, Ιουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Ισλάμ», της απάντησε κοφτά»
«Μάλιστα. Οκ… λοιπόν;»
«Λοιπόν, η οργάνωση αυτή είχε ένα βασικό στόχο… την ηθική αποκατάσταση ενός ξεπεσμένου και διεφθαρμένου κόσμου»
«Να μας σώσουν ήθελαν κι αυτοί δηλαδή»
«Περίπου. Μην διακόπτεις συνέχεια. Περνάει η ώρα»
«Ναι, να με συγχωρείς»
«Λοιπόν, για να φτιάξεις μια τέτοια οργάνωση θα πρέπει να έχεις χρήμα. Ανθρώπους και χρήμα. Στα λέω εν συντομία… Και άνθρωποι υπήρχαν και χρήμα βρέθηκε. Η έδρα της οργάνωσης βρισκόταν σε κάποια ξεχασμένη πόλη της νοτιο-ανατολικής Τουρκίας. Κάπου κοντά στην Ισσό. Εκεί που έγινε η δεύτερη μεγάλη μάχη του Αλέξανδρου…»
«Πόσες μάχες δηλαδή έκανε ο Αλέξανδρος», δεν κρατήθηκε να μην διακόψει η Σόνια.
«Από ιστορία βλέπω χαίρε σκότος και μεσονύχτι χαίρε, ανθυπαστυνόμε… Μάχες έδωσε πολλές ο Αλέξανδρος κόρη μου, οι τρεις πρώτες ήταν οι καθοριστικές. Γρανικός, Ισσός και Γαυγάμηλα… Οκ;»
«Ενημερώθηκα ‘μπαμπά’. Εντάξει»
«Λοιπόν… Γιατί επέλεξαν αυτή την πόλη ως έδρα; Γιατί πίστευαν πως εκεί, πριν τη μάχη της Ισσού, ο Μέγας Αλέξανδρος είχε οργανώσει εκείνος πρώτος μια μυστική ομάδα, μια ομάδα καταδρομών ας πούμε για ειδικές αποστολές. Τους έλεγε ‘πτερωτούς’. Ήταν κάτι σαν τους νίντζα… είχαν ειδική εκπαίδευση, ελαφρύ οπλισμό και ήταν αθέατοι, σαν σκιές. Έμπαιναν ας πούμε στη σκηνή σου το βραδάκι, σου κόβανε το λαιμό κι εξαφανίζονταν ως που να πεις κύμινο… γιατί γέλασες;»
«Συγνώμη… αυτή η φράση… την έλεγε ο πατέρας μου»
«Ποια φράση;»
«Ως που να πεις κύμινο»
«Υπονοείς κάτι για την ηλικία μου ανθυπαστυνόμε;»
«Όχι, όχι… συνέχισε, μου αρέσει»
«Αυτοί οι μάγκες λοιπόν υποτίθεται ότι θα συνέχιζαν την παράδοση του Αλέξανδρου. Δημιούργησαν μια μυστική αδελφότητα. Εξωτερικά είχε αυτό το στόχο που σου είπα. Στον εσωτερικό πυρήνα όμως υπήρχαν άλλοι στόχοι. Πολιτικοί. Και οικονομικοί. Και δολοφονικοί»
«Η γνωστή ιστορία από την αρχαιότητα πάει να πει»
«Ακριβώς»
«Χρήμα, εξουσία και άγιος ο θεός»
«Θα πεις κι άλλα;»
«Όχι, συνέχισε»
«Να μην στα πολυλογώ… αυτή η οργάνωση κάποτε παρήκμασε και διαλύθηκε αλλά όταν ήρθε ο Ατατούρκ στα πράγματα υποτίθεται ότι την επανασύστησε. Την οργάνωσε εκ νέου, την χρηματοδότησε και όλα τα σχετικά… Δεν μπορώ να σου πω με βεβαιότητα ότι ήταν ο ίδιος από πίσω. Έτσι λένε κάποιοι. Και ο σκοπός ήταν πάλι ο ίδιος… όποιος δεν μας αρέσει τον βγάζουμε από τη μέση… τους αδελφούς τους προωθούμε, τους εχθρούς τους τσακίζουμε… εν περιλήψει…»
«Ασασίνοι δηλαδή…»
«Χμμ…», κούνησε το κεφάλι του ο Ηλιάκης.
«Μασόνοι;», επέμεινε η Σόνια.
«Χμμ… όχι… μην μπλέκουμε τους Μασόνους…»
«Καλά, δεν τους μπλέκουμε. Ποιους μπλέκουμε;»
«Τον Όμηρο Κίναχ ας πούμε»
Η Σόνια γύρισε και κάρφωσε το βλέμμα της πάνω του. Ακόμα και μέσα στο σκοτάδι το ένιωσε να τον διαπερνάει. Πέταξε τη γόπα του και άναψε αμέσως άλλο.
«Ο Κίναχ; Έτσι ε;»
«Ναι»
«Μα, πως το ξέρεις αυτό;»
«Ας πούμε ότι για μια περίοδο είχα περάσει και από άλλα κλιμάκια… άλλες υπηρεσίες της πατρίδας μας…»
«ΕΥΠ; Ήσουν στην ΕΥΠ;»
«Αυτή την ερώτηση κάνω ότι δεν την άκουσα»
«Οκ… πάμε παρακάτω…»
«Όταν ήρθε ο Κίναχ στην Ελλάδα είχε χρήματα… πολλά χρήματα. Ίδρυσε αυτόν τον Εκδοτικό Οίκο και…»
«Λειτουργούσε ως βραχίονας στην Ελλάδα»
«Κάπως έτσι»
«Και μετά;»
«Μετά τα πράγματα θολώνουν κάπως… Ιδιαίτερα μετά το θάνατο της γυναίκας του… την έχασε από καρκίνο πολύ νέα. Τότε συνέβη κάτι που έσπασε τους δεσμούς του με την υπόλοιπη ηγετική ομάδα της Οργάνωσης. Όχι αμέσως όμως. Σταδιακά. Και άρχισαν τα παραστρατήματα. Από κει και πέρα δεν ξέρω να σου πω την αλήθεια. Μετά το θάνατό του –που ακόμα αποτελεί μυστήριο αν θες τη γνώμη μου- τα πράγματα ηρέμησαν… τώρα αναζωπυρώθηκαν… κάτι ψάχνουν αυτά τα καλόπαιδα… οι παλιοί του αδελφοί και σύντροφοι… κάτι που θέλουν οπωσδήποτε και θα περάσουν πάνω από το πτώμα της Αμάντας και οποιουδήποτε βρεθεί στο δρόμο τους για να το αποκτήσουν»
«Χμμ… κάτι είχε… έχει δηλαδή ο Κίναχ… η κόρη του πλέον που μπορεί να τους ξεμπροστιάσει;»
«Αυτό πιστεύω»
«Πω, πω… κανονική ταινία… Βρε που έμπλεξε η γυναίκα…»
«Υπάρχουν βέβαια πολλά που δεν σου έχω πει και ακόμη πολλά περισσότερα που δεν ξέρω. Όλα αυτά βρίσκονται μέσα σε ομίχλη… καταλαβαίνεις… σκοτεινά παρασκήνια, ατομικά συμφέροντα, υπηρεσίες που εμπλέκονται… κι ακόμη αρχαίες λατρείες, μαγεία, τελετές, χίλια δυο… ποιος ξέρει… το βέβαιο είναι πως…»
Ο επιθεωρητής δεν πρόλαβε να αποσώσει τη φράση του. Αυτό που μπόρεσε να δει η Σόνια ήταν δυο γαντοφορεμένα χέρια να χώνονται από το ανοιχτό του παράθυρο και να του περνάνε μια πετονιά στο λαιμό.
Η Σόνια έβγαλε το πιστόλι της από τη ζώνη αλλά πριν προλάβει να κάνει οτιδήποτε η πόρτα της άνοιξε και κάποιος την άρπαξε από το λαιμό και την έσυρε έξω κλείνοντάς της το στόμα.
Την ίδια στιγμή κάποιος άλλος, φύτευε μια σφαίρα στο μέτωπο του κοιμισμένου Γιώργου. Ο σιγαστήρας στην κάννη έκανε περίφημη δουλειά. Ένα ‘παφ’ ακούστηκε και ο νεαρός αρχιφύλακας δεν θα ξυπνούσε ποτέ πλέον σ’αυτόν τον μάταιο κόσμο.
***
Υπάρχουν στιγμές και στιγμές. Εποχές και εποχές. Ώρες μεγάλες και φωτεινές και ώρες ασήμαντες και θλιβερές. Ώρες που μάς περιέχουν και ώρες που δεν μάς χωρούν. Υπάρχει η ώρα της δράσης και η ώρα της ‘πραλάγια’… της ανάπαυσης… η ώρα της εξωστρέφειας και η ώρα της ενδοσκόπησης… και υπάρχουν και εκείνες οι ιδιαίτερες, οι σπάνιες και μοναδικές ιερές στιγμές που ξέρεις, που όλο σου το είναι το φωνάζει πως θα σου αλλάξουν τη ζωή. Για πάντα. Οι στιγμές που συγκεφαλαιώνουν όλα όσα προσδοκούσες, ονειρεύτηκες, πόθησες… που συγκεντρώνουν σαν μαύρη τρύπα όλο σου το φως και όλο σου το σκοτάδι… τα πάντα… και αν τις αγνοήσεις ξέρεις πως θα σε ρουφήξουν μέσα τους και θα πεθάνεις. Το σώμα ίσως να συνεχίσει να ζει. Για λίγο ή πολύ. Όλα τα άλλα όμως θα έχουν νεκρωθεί. Θα έχουν σβήσει.
Μια τέτοια στιγμή μεγάλη, πολύ μεγάλη ζούσε τώρα ο Διονύσης. Εδώ, μέσα σ’αυτό το αναγνωστήριο του Όμηρου Κίναχ. Δίπλα στον άνθρωπο που ήθελε να μοιραστεί την υπόλοιπη ζωή του. Δίπλα στην ωραιότερη και σημαντικότερη γυναίκα της ζωής του. Τίποτε άλλο δεν είχε επιθυμήσει ποτέ περισσότερο από το να συμπορευτεί μαζί της ως το τέλος του βίου του. Να γίνει ο σύντροφος, ο εραστής, ο φίλος, ο άνθρωπός της. Να την υπηρετεί και να την αγαπά για πάντα.
Ήταν δίπλα του, ανάσαινε το άρωμά της, αισθανόταν τις δονήσεις του είναι της. Κοινωνούσε το ίδιο οξυγόνο μαζί της. Η δική του ιερή στιγμή. Και δεν είχε ιδέα πως θα την τιμούσε χωρίς να την προδώσει.
«Σκέφτομαι τον Πφέντελ», είπε ξαφνικά εκείνη μετά από λίγη ώρα σιωπής ανάμεσά τους.
Ο Διονύσης χαμογέλασε.
«Τηλεφώνησε;»
«Από την πρώτη στιγμή. Ευτυχώς η Θεοδώρα είναι καλά… προπονημένη… τον γέμισε ασάφειες και θολούρες…»
«Δηλαδή το ήξερες;», την ρώτησε με έναν κόμπο στο λαιμό.
«Ότι θα το σκάσεις από την κλινική και θα έρθεις; Το ήλπιζα…», του απάντησε και τον κοίταξε με ένοχο ύφος. «Είμαι ένα τέρας εγωισμού ε;»
Ο Διονύσης χαμογέλασε γλυκά. Τι όμορφα τέρατα έχει πλάσει ο Δημιουργός, σκέφτηκε.
«Ξέρεις… σκεφτόμουν… τον πατέρα», είπε πιο σοβαρά εκείνη. «Μου φαίνεται φοβερό να μην γνωρίζεις σχεδόν τίποτε για τον άνθρωπο που σε γέννησε και σε μεγάλωσε… ότι παραμένουμε άγνωστοι… άγνωστοι ως το τέλος… μου φαίνεται τραγικό… και άδικο…»
Η δική της ιερή στιγμή… ίσως… σκέφτηκε ο Διονύσης. Θέλει να ανοιχτεί, να μιλήσει… να εμπιστευτεί…
Έμεινε σιωπηλός και την άκουγε με μεγάλη προσοχή.
«Κάποιες φορές είχα μέσα μου ένα περίεργο συναίσθημα. Από μικρή… πως ο πατέρας ήταν αυτό αλλά και κάτι άλλο… ήταν έτσι αλλά και αλλιώς… ήταν άνθρωπος του πνεύματος και της γνώσης αλλά και… ας πούμε της δράσης… της σκληρής, αρνητικής δράσης… αυτής που ίσως στοιχίζει ζωές σε άλλους ανθρώπους… αλλά αυτά ήταν προαισθήματα, μικρές φωνούλες, σκιές… περνούσαν, έφευγαν… έμενε ο πατέρας, ο μόνος άνθρωπος που είχα… ο μόνος δικός μου άνθρωπος…»
Είχε βουρκώσει και η φωνή της είχε σπάσει. Σκούπισε τα μάτια της και συνέχισε.
«Τώρα διαπιστώνω ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν μπλεγμένος σε κάτι πολύ διαφορετικό… ήταν… δεν ξέρω τι ήταν… πάντως ό,τι κι αν είχε κάνει, όποιος κι αν ήταν το πλήρωσε πολύ ακριβά… χάθηκε τόσο πρόωρα η μητέρα… ρημάχτηκε δική του ζωή, πέθανε μισότρελος και ξεχασμένος σχεδόν απ’όλους… και γεμάτος χρέη… ένας θεός ξέρει… κι εσύ βέβαια… τι αγώνα έκανα να μην μας πάρουν κι αυτό το σπίτι…»
Την ένιωσε να τρέμει. Δεν ήξερε αν έπρεπε να της προσφέρει το χέρι του ή την αγκαλιά του. Αποφάσισε προς στιγμήν να μην κάνει καμιά βιαστική κίνηση.
Γύρισε και τον κοίταξε με υγρά μάτια και ύφος θλιμμένο.
«Έχεις αλλάξει γνώμη για μένα τώρα που… συμβαίνουν όλα τούτα;», τον ρώτησε και τον κοιτούσε ολόισια στα μάτια… κατευθείαν στην ψυχή του.
«Ποια;», την ρώτησε αλλά δεν άκουγε τη φωνή του. Ο ήχος της καρδιάς του που χτυπούσε δυνατά τα σκέπαζε όλα.
«Να… όλα αυτά… με το χειρόγραφο… το μυστηριώδες παρελθόν του πατέρα… εμένα…»
«Εσένα; Εσύ… εσύ είσαι…»
«Τι», διψούσε να ολοκληρώσει τη φράση του. «Τι είμαι εγώ;»
«Εσύ είσαι η γ…», πρόλαβε να πει πριν βυθιστούν τα πάντα στο σκοτάδι.
***
Η έξαψή του τον πύρωνε ακόμη όταν βρέθηκαν ξαφνικά μέσα στο ολοσκότεινο αναγνωστήριο. Άκουγε την ανάσα της, ακανόνιστη, αγχωμένη.
«Διονύση…»
«Εδώ είμαι», της είπε.
Τον κράτησε από το μπράτσο σφιχτά.
«Ήρθαν;»
«Δεν ξέρω… ας είμαστε σιωπηλοί…», της ψιθύρισε.
Πέρασαν μερικά λεπτά απόλυτης, βαθιάς σιωπής. Οι φλέβες τους βροντοχτυπούσαν, οι καρδιές τους είχαν στήσει χορό.
«Πρέπει να παραμείνουμε ψύχραιμοι… και αθόρυβοι…», της είπε και της χάιδεψε το χέρι.
«Ναι…», είπε εκείνη μέσα απ’τα δόντια της.
«Κοίταξε… θα μείνεις εδώ… κρύψου… κάτω από το τραπέζι… ναι… μπες από κάτω και… θα πάω σιγά σιγά να δω τι γίνεται…»
«Οι άλλοι… που είναι; Ο Δημήτρης, η Θεοδώρα…»
«Θα πάω να δω… έχεις πουθενά κανένα φακό;»
«Εδώ μέσα όχι… στην κουζίνα έχει… ο Δημήτρης τα ξέρει αυτά…»
«Καλά… δεν πειράζει… θα προσανατολιστώ…», της είπε.
Τον κράτησε σφιχτά από το μπράτσο.
«Μην πας… μείνε εδώ… μαζί μου»
«Πρέπει… μη φοβάσαι… θα προσέχω… μπες κάτω απ’το τραπέζι»
«Για το Θεό Διονύση, δεν θα μπω κάτω απ’το τραπέζι! Θα κάτσω στην καρέκλα… όχι, θα έρθω μαζί σου… εδώ είναι το σπίτι μου… μην το ξεχνάς!»
Ο Διονύσης αναστέναξε.
«Πάμε λοιπόν… σιγά σιγά… βήμα βήμα… εγώ μπροστά…», της είπε και άρχισαν να βαδίζουν προς το άλλο δωμάτιο, το γραφείο του Όμηρου Κίναχ.
Μέσα από το κατασκότεινο σπίτι δεν ακουγόταν τίποτα.
Πέρασαν την ανοιγμένη βιβλιοθήκη και μπήκαν στο γραφείο. Η καρδιά τους χτυπούσε σαν τρελή.
Σιγά σιγά έφτασαν στο κατώφλι.
«Αριστερά ή δεξιά;», τη ρώτησε.
«Αριστερά είναι ο μεγάλος διάδρομος… δεξιά είναι μια πόρτα που βγάζει έξω»
«Ωραία… από κεί θα πάμε… θα βγούμε έξω και θα πάμε να ζητήσουμε βοήθεια», της είπε.
«Το κινητό μου… είναι πάνω… στο δωμάτιο»
«Έχω το δικό μου… ούπς…»
«Τι συμβαίνει;»
«Να ανάψω το φακό του κινητού;»
«Όχι… θα δώσεις στόχο… ξέρω πώς θα πάμε ως την πόρτα»
«Καλά», είπε ο Διονύσης.
Βγήκαν με δειλά βήματα έξω από το γραφείο και έστριψαν δεξιά. Τώρα προηγείτο η Αμάντα και ο Διονύσης κάλυπτε τα νώτα τους.
«Νάτη η πόρτα», είπε χαρούμενα εκείνη. «Δυο βηματάκια ακόμη», είπε.
Και τότε άκουσαν την παράξενη φωνή του άντρα από το εσωτερικό της έπαυλης.
«Το αρχοντικό του Όμηρου Κίναχ!»
Πάγωσαν και ακινητοποιήθηκαν. Ο Διονύσης αναγνώρισε αμέσως τη φωνή. Η Αμάντα άργησε κάπως.
«…του αποστάτη, του νεκρομάντη, του κλέφτη!», φώναξε ο άντρας και τώρα η φωνή του είχε μια έντονη ανατολίτικη προφορά.
Δεν τολμούσαν ούτε να ανασάνουν. Είχαν πανικοβληθεί.
«Παίρνε βαθιές ανάσες», τη συμβούλεψε και λίγο έλειψε να ξεσπάσει πάλι σε κείνο το τρελό γέλιο που τον έπιανε σε ώρες αμηχανίας.
«Στο μεγάλο σαλόνι είναι», είπε η Αμάντα. «Από κει έρχεται η φωνή»
«…του ελεεινού και τρισάθλιου! Του Πέλορα Ένθειου!», είπε με στόμφο και ένταση που δυνάμωνε ο άντρας.
«Πέλωρ Ένθειος…», επανέλαβε ο Διονύσης και άστραψε κάτι στο μυαλό του. «Αμάντα...»
«Ναι»
«Νομίζω πως ξέρω τον κωδικό της κρύπτης… τι ανόητος… πώς δεν το…»
«Σσσς…», του έκανε εκείνη.
«…του ανθρώπου που η Αδελφότητα του έδωσε τα πάντα κι αυτός την πρόδωσε… την ατίμασε… εκσπερμάτισε πάνω της!», είπε ακόμα πιο δυνατά.
«Μας πλησιάζει;», ρώτησε ο Διονύσης.
«Δεν ξέρω… μπορεί», είπε εκείνη.
Νεκρομάντη; Η λέξη αυτή είχε κολλήσει στο μυαλό της Αμάντας. Τι σήμαινε αυτό;
«Τρέχα… άνοιξε την πόρτα και τρέξε! Τρέξε όσο πιο γρήγορα μπορείς Αμάντα!»
«Δεν πάω πουθενά», του αντιγύρισε με πείσμα.
«Σε παρακαλώ… δεν έχουμε χρόνο… πήγαινε… τρέξε και ψάξε για βοήθεια!», της είπε και προσπάθησε να ελευθερωθεί από το κράτημά της.
«Διονύση…»
«Σε παρακαλώ… σε παρακαλώ… κάνε όπως σου λέω…»
Το σκέφτηκε για μια στιγμή.
«…του ανθρώπου που το Τάγμα προίκισε με δυνάμεις, πλούτο, γνωριμίες… και εκείνος έκλεψε… ντρόπιασε… βεβήλωσε!», συνέχιζε απτόητος ο άντρας να φιλοτεχνεί το μελανό πορτρέτο του Όμηρου Κίναχ.
«Η βιβλιοθήκη… ξεχάσαμε το φύλλο ανοιχτό… γαμώτο», είπε ο Διονύσης. «Πήγαινε εσύ κι εγώ θα μπω μέσα να πάω να το κλείσω», της είπε.
«Εντάξει», συμφώνησε επιτέλους εκείνη.
Κι εκείνη τη στιγμή άπλετο φως έλουσε όλη την έπαυλη.
***
Έμειναν για λίγο ζαλισμένοι από την απότομη φωτοχυσία, ακινητοποιημένοι, πλάι στον τοίχο του διαδρόμου. Η Αμάντα είχε αγκαλιάσει σφιχτά τον Διονύση κι εκείνος της κρατούσε τα χέρια με αγωνία και έξαψη.
«Ο κύριος Διονύσης Υφαντής και η κυρία Αμάντα Κίναχ… τι θαυμάσια περίσταση!», άκουσαν τη φωνή του άντρα αλλά δεν έβλεπαν τίποτε ακόμη.
«Πλησιάστε παρακαλώ… ελάτε εδώ… στη συντροφιά μας!»
«Τι λέει;», ρώτησε η Αμάντα και η ανάσα της έκαιγε στο λαιμό του Διονύση. Κάτω από άλλες περιστάσεις θα ήταν μια άκρως ερεθιστική στιγμή.
«Φοβάμαι πως τους έχουν μαζέψει όλους στο σαλόνι», απάντησε ο Διονύσης.
Η Αμάντα αναστέναξε.
«Μα, ελάτε, ελάτε παρακαλώ… μην μας κάνετε να σας περιμένουμε… γινόμαστε νευρικοί όταν περιμένουμε», άλλαξε τόνο στη φωνή του ο άντρας και οι δυο τους άρχισαν σιγά σιγά να διασχίζουν το μακρύ διάδρομο ως το μεγάλο σαλόνι.
«Αμάντα…»
«Ναι…»
«Θέλω να σου πω κάτι…»
«Όχι τώρα…»
«Μετά μπορεί να είναι αργά…»
«Τι εννοείς;»
«Είμαστε μια μεγάλη, όμορφη παρέα εδώ και σας περιμένουμε!», ακούστηκε ανυπόμονη κι εκνευρισμένη η φωνή του άντρα.
«Ό,τι κι αν συμβεί… θέλω να στο πω… πρέπει να στο πω»
«Τι;»
«Θέλω να σου πω ότι… ότι σ’αγαπώ!», είπε σχεδόν ψιθυριστά και αμέσως αισθάνθηκε να του κόβονται τα πόδια.
«Διονύση…»
«Δεν… δεν έχει σημασία τι αισθάνεσαι εσύ για μένα… ήθελα να το ξέρεις… σ’αγαπώ εδώ και πολλά χρόνια… πολλά… να… απλά αυτό…», συμπλήρωσε κι έμειναν και οι δυο σιωπηλοί. Συνέχισαν να περπατούν όμως.
«Που είστε κε Υφαντή; Που είστε κα Κίναχ;», ρώτησε με έξαψη τώρα ο άντρας και η προφορά του θύμιζε μορφωμένο άραβα που οι κλασικές σπουδές και η τριβή με την ελληνική δεν μπόρεσαν να αφαιρέσουν όλες τις μελωδικές αποχρώσεις της μητρικής του γλώσσας.
Η Αμάντα ένιωθε λες και βρισκόταν μέσα σε κάποιο όνειρο. Σα να ήταν μεθυσμένη και είχε ξυπνήσει με πονοκέφαλο μέσα σε ένα τρελό πάρτι που συνεχιζόταν. Ήθελε να ξεκινούσαν όλα από την αρχή. Να γυρίσει το χρόνο πίσω… να δώσει μεγαλύτερη προσοχή στον άνθρωπο αυτό που τη λάτρευε μυστικά κι ευγενικά. Να του δώσει μια ευκαιρία να τον συναντήσει και να την συναντήσει. Να δώσει μια ευκαιρία στον εαυτό της να ευτυχήσει. Πλάι του.
Δεν είπε τίποτα. Του έσφιξε τα χέρια ακόμη πιο δυνατά και έκαναν μαζί το τελευταίο αποφασιστικό βήμα. Εγκατέλειψαν το διάδρομο και μπήκαν στο μεγάλο σαλόνι της έπαυλης Κίναχ.
***
Αυτό που είδε η Αμάντα όταν μπήκε στο μεγάλο χώρο του σαλονιού την σοκάρισε. Το βλέμμα της έπεσε πρώτα στους ‘μαυροφορεμένους’. Πέντε – έξι σιλουέτες πανομοιότυπες σπαρμένες σε όλα τα σημεία κλειδιά του χώρου. Σε εισόδους και εξόδους. Φορούσαν μαύρες ολόσωμες φόρμες που έμοιαζαν με αυτές που έχουν οι δύτες. Ο καθένας τους κρατούσε και από ένα περίστροφο. Αναρωτήθηκε αν υπήρχαν κι άλλοι διάσπαρτοι στο κτήμα. Δεν είχαν καμιά ελπίδα διαφυγής, ήταν ολόκληρος στρατός!
Ύστερα είδε τους άλλους. Ο Δημήτρης, ο αδελφός του και ο φίλος του ήταν καθισμένοι στον ένα καναπέ δίπλα στο μεγάλο τζάκι. Τους είχαν χτυπήσει, τους είχαν δέσει χέρια, πόδια και στόμα. Οι δυο ήταν αναίσθητοι. Ο Δημήτρης μόνο σαν την είδε να ξεπροβάλλει έκανε ένα μουγκρητό αλλά σύντομα η παρουσία ενός μαυροφορεμένου δίπλα του τον ανάγκασε να σιωπήσει.
Υπήρχαν όμως κι άλλοι. Στην αρχή δεν τον κατάλαβε όμως έπειτα τον αναγνώρισε. Δεν έκανε λάθος, ήταν ο επιθεωρητής της αστυνομίας που την είχε επισκεφτεί στην κλινική. Αυτόν τον είχαν κακοποιήσει βάναυσα και τον είχαν ξαπλωμένο πάνω σε ένα από τα ακριβά, περσικά χαλιά του σαλονιού. Η Αμάντα σκέφτηκε πως ήταν νεκρός. Ακριβώς δίπλα του μια κοπέλα. Δεν την αναγνώρισε. Σίγουρα θα ήταν αστυνομικός κι αυτή, συνεργάτιδα του Ηλιάκη. Ήταν κι αυτή χτυπημένη άσχημα και πάλευε ακόμα να λυθεί από τα δεσμά της.
Ώστε όλοι λοιπόν ήταν δέσμιοι του στρατού αυτού των δαιμόνων. Ποια ελπίδα είχε απομείνει τώρα;
Και ο απαίσιος αυτός άντρας, ο αρχηγός τους, που ήταν;
Στην ερώτησή της απάντησε η φιγούρα του που ξεπρόβαλλε πίσω από μια κολώνα, στην πλευρά της μεγάλης τραπεζαρίας. Ναι, ήταν αυτός που την είχε πλησιάσει στη δεξίωση. Η Αμάντα γέμισε από οργή μόλις τον είδε.
«Η κυρία Κίναχ!», είπε με το σαρκαστικό του ύφος και άρχισε να την πλησιάζει με αργά βήματα. Ο Διονύσης ενστικτωδώς στάθηκε εμπρός της.
«Δεν έχω πολύ χρόνο για παιχνιδάκια παιδιά. Ήρθα για έναν σκοπό και μόνο και θα με διευκολύνετε, έτσι δεν είναι κυρία μου;»
Την πλησίασε περισσότερο συνοδευόμενος τώρα από δυο μαυροφορεμένους. Η Αμάντα ένιωσε ένα παγωμένο ρίγος στην πλάτη της. Αυτά τα πλάσματα ήταν αληθινά όμοια, λες και είχαν βγει από ένα καλούπι. Ίδιο ύψος, ίδιος σωματότυπος… τι συνέβαινε εδώ; Είχαν το πρόσωπο καλυμμένο με την κουκούλα. Η Αμάντα ήταν σίγουρη πως έμοιαζαν όλοι σαν σταγόνες νερού. Ανατρίχιασε.
«Μην ζυγώνεις!», είπε ο Διονύσης και ο Δίψιος ξέσπασε σε ένα βροντερό γέλιο.
«Μπράβο κε Υφαντή… βλέπω κάνεις τη σωστή επένδυση για το μέλλον σου… διάδοχος της αυτοκρατορίας Κίναχ… δεν είναι και λίγο για τον γιο ενός λαχειοπώλη», είπε και προκάλεσε ένα σκοτεινό βλέμμα από τον Διονύση.
«Μην βάζεις στο μολυσμένο στόμα σου τον πατέρα μου αλήτη!», του είπε και αμέσως γύρισε το κεφάλι του μακριά. Δεν έπρεπε να τον κοιτάς για ώρα αυτόν τον άνθρωπο. Το βλέμμα του ήταν σαν αρχαία, σκοτεινή λίμνη. Μπορούσες εύκολα να βυθιστείς ώσπου να πνιγείς. Ήδη το είχε υποστεί μια φορά. Και το πάθημα είχε γίνει μάθημα.
Ο Δίψιος πέρασε από μπροστά τους και κατευθύνθηκε προς την απέναντι πλευρά.
«Ξέρετε για ποιο λόγο έχουμε έρθει ως εδώ. Ας φερθούμε όλοι έξυπνα και πρακτικά. Οδηγήστε με στην κρύπτη κα Κίναχ», είπε ήρεμα πλησιάζοντας τους ανθρώπους της έπαυλης στον καναπέ. Έπιασε τον Δημήτρη από το λαιμό κι εκείνος έβγαλε κάποια μουγκρητά.
«Είναι άδικο να πληρώσουν αυτοί οι αθώοι άνθρωποι για τις αμαρτίες του πατέρα σας κα Κίναχ. Εκτός αν θέλετε να τους θυσιάσετε στο βωμό του εγωισμού σας όπως έκανε κι εκείνος κάποτε. Φυσικά δεν σας διηγήθηκε ποτέ πόσο άτιμα φέρθηκε στους ευεργέτες του», είπε και έσφιξε με δύναμη τον Δημήτρη που βόγκηξε από τον πόνο.
«Μην τους πειράξετε!», φώναξε η Αμάντα και δεν μπορούσε να συγκρατήσει το λυγμό της. Ζω έναν εφιάλτη, σκέφτηκε. Όμως δεν είναι υπεύθυνος κανείς άλλος, μόνο εγώ.
«Μην του πεις τίποτα», της ψιθύρισε ο Διονύσης αλλά δεν είχε σκοπό να τον ακούσει.
«Εντάξει», συμφώνησε εκείνη. «Θα σας οδηγήσω στην κρύπτη».
«Θαυμάσια», αναφώνησε ο Δίψιος και με ένα του νεύμα οι μαυροφορεμένοι μετακινήθηκαν από τις θέσεις τους. Δυο από αυτούς πλησίασαν την Αμάντα, ένας άλλος απομάκρυνε τον Διονύση από κοντά της και δυο ακόμα άλλαξαν θέσεις μέσα στο σπίτι. Οι κινήσεις τους θύμιζαν ρομπότ. Ή μάλλον χορευτές με τέλεια συντονισμένες κινήσεις. Η Αμάντα ένιωσε ξανά κάτι πολύ παράξενο με αυτά τα πλάσματα. Λες κι ήταν άψυχες κούκλες. Ίσως η δύναμή τους να ήταν ακριβώς η αδυναμία τους. Δεν μπορούσε ακόμα να το σχηματοποιήσει στο μυαλό της. Έπρεπε να κερδίσει χρόνο. Ήξερε ότι αυτός ο άνθρωπος δεν θα άφηνε κανέναν ζωντανό από το σπίτι.
Ο Δίψιος άρχισε να βαδίζει προς το μέρος της.
«Με έναν όρο όμως», του είπε και τον σταμάτησε.
«Πιστεύεις ότι είσαι σε θέση να βάζεις όρους;», τη ρώτησε αγριεμένος.
«Άσε τους ανθρώπους να φύγουν. Δεν έχουν καμιά σχέση με όλα αυτά. Απλοί άνθρωποι του μεροκάματου είναι. Ποιο όφελος έχεις αν τους…»
«Σκοτώσω; Αυτό ήθελες να πεις;»
«Ο αστυνόμος… είναι ζωντανός;», ρώτησε ξανά και απόρησε με τον εαυτό της που έκανε όλους αυτούς τους ελιγμούς. Μπορείς να κάνεις διαπραγματεύσεις με το άγριο θηρίο; Καμιά φορά δεν έχεις άλλη επιλογή.
«Ο επιθεωρητής Ηλιάκης έδειξε επαγγελματικό ζήλο, οφείλω να το ομολογήσω», είπε ο Δίψιος και τον πλησίασε. Η Σόνια έκανε πάλι μια απέλπιδα προσπάθεια να απελευθερωθεί.
«Υπάρχει και η συνεργάτιδά του. Ξεροκέφαλα πλάσματα οι εκπρόσωποι του νόμου. Αντί να κάθονται στ’αβγά τους φυτρώνουν εκεί που δεν τους σπέρνουν», είπε ο Δίψιος και συνέχισε να πλησιάζει την Αμάντα.
«Σε ρώτησα κάτι και δεν απάντησες», του είπε ξερά εκείνη. Ο Δίψιος έκανε ένα νεύμα και ένας μαυροφορεμένος πλησίασε τον επιθεωρητή. Τον σκούντησε ελαφρά κι ο επιθεωρητής άρχισε να βήχει δυνατά. Γύρισε το σώμα του σιγά σιγά και είδε όσα συνέβαιναν. Έβγαλε έναν ακατάληπτο ήχο και ξάπλωσε το κεφάλι του στο χαλί. Ήταν σε άθλια κατάσταση.
«Νομίζω ότι φλυαρήσαμε πολύ κα Κίναχ. Ο χρόνος μου τελειώνει. Και η υπομονή μου επίσης»
«Διώξε το προσωπικό μου… και μετά θα σε πάω στην κρύπτη»
«Την κρύπτη μπορώ να τη βρώ και μόνος μου… απλά θα καθυστερήσω κι αυτό θα μου προκαλέσει εκνευρισμό. Και όταν εκνευρίζομαι… χάνω τους τρόπους μου», της είπε αυστηρά.
Η Αμάντα δεν είπε τίποτα. Παρατήρησε όμως πως το ζήτημα του χρόνου απασχολούσε έντονα τον Δίψιο. Έπρεπε να χρονοτριβήσει όσο γινόταν περισσότερο. Δεν είχε ιδέα τι έκανε, όμως εμπιστευόταν το ένστικτό της.
«Θέλω να κάνουμε μια συμφωνία. Λύσε τη Θεοδώρα και άφησέ την μαζί με τον Διονύση να περιποιηθούν τα τραύματα των άλλων»
Ο Δίψιος ξεφύσηξε. «Βλέπω ότι διαθέτεις την ξεροκεφαλιά του πατέρα σου!», της είπε και έμεινε σιωπηλός για λίγα δευτερόλεπτα.
Το σκέφτεται, είπε με χαρά μέσα της η Αμάντα. Είχα δίκιο, είναι αγχωμένος. Κάτι δεν πάει καλά μ’αυτόν.
Ο Δίψιος έκανε ένα ακόμα νεύμα και οι μαυροφορεμένοι πλησίασαν τη Θεοδώρα. Την έλυσαν και της έδωσαν ένα ποτήρι νερό. Η γυναίκα άρχισε να συνέρχεται.
«Κυρία!», είπε μόλις συνειδητοποίησε τι γινόταν.
«Σκασμός!», φώναξε ο Δίψιος. «Εσύ… έλα εδώ», είπε στρεφόμενος στον Διονύση. Εκείνος έριξε μια ματιά στην Αμάντα. Αντάλλαξαν ένα χαμόγελο και υπάκουσε στη διαταγή.
«Κάνε αυτό που ζήτησε η Αμάντα. Να ξέρετε ότι θα είστε υπό διαρκή επιτήρηση από τους ανθρώπους μου. Η παραμικρή παραφωνία και η κυρία Κίναχ θα είναι η επόμενη που θα κάνει παρέα στον κοιμισμένο μπάτσο του αυτοκινήτου», είπε ο Δίψιος.
«Εντάξει; Ευχαριστημένη; Πάμε τώρα», είπε εκείνος και με γοργά βήματα προσπέρασε την Αμάντα οδεύοντας προς το εσωτερικό του διαδρόμου. Εκεί στάθηκε και την περίμενε.
«Προηγήσου Αμάντα», της είπε.
Η Αμάντα έριξε ένα βλέμμα αγωνίας στον Διονύση. Σχημάτισε μιαλέξημε τα χείλη της και έκανε μεταβολή. Ό,τι μπορούσε να κάνει, προς στιγμήν, το είχε κάνει. Ύστερα, άρχισε να απεργάζεται ένα άλλο σχέδιο στο μυαλό της.
***
Το μυαλό του Διονύση δούλευε με χιλιάδες στροφές το δευτερόλεπτο. Είχε διαβάσει το βλέμμα της Αμάντας και την άηχη λέξη που είχε σχηματίσει με το στόμα της η Αμάντα. Έπρεπε κάτω από τη μύτη των δυο μαυροφορεμένων που είχαν αναλάβει τώρα το ρόλο του μαντρόσκυλου να συνεργαστεί με τη Θεοδώρα.
Την πλησίασε. Η νεαρή γυναίκα είχε τρομάξει αλλά φαινόταν σε σχετικά καλή κατάσταση. Δεν την είχαν χτυπήσει πολύ.
«Φαρμακείο», της είπε ψιθυριστά προσπαθώντας να μην ακουστεί στους μαυροφορεμένους που παρακολουθούσαν κάθε κίνηση. Ήταν η λέξη που είχε σχηματίσει με τα χείλη της η Αμάντα.
Ευτυχώς εκείνη πήρε μπρος με την πρώτη.
«Πάω να φέρω το κουτί με τις πρώτες βοήθειες… στην κουζίνα», είπε δυνατά. Οι δυο φύλακες έδειξαν να σαστίζουν. Στην εκτέλεση αποφάσεων ήταν άψογοι αλλά στη λήψη είχαν κάποιο πρόβλημα. Τελικά χωρίστηκαν. Ο ένας ακολούθησε την Θεοδώρα στην κουζίνα και ο άλλος έμεινε κολλημένος πάνω στον Διονύση που αποφάσισε να ξεκινήσει πρώτα με τους ελαφρύτερα χτυπημένους.
Δεν ξέρω τι σκαρώνεις εκεί μέσα… πρόσεχε!, είπε από μέσα του σκεφτόμενος την Αμάντα με τον Δίψιο και τα δυο μπουλντόγκ που τον προστάτευαν.
***
Μπήκαν με προσεκτικά, αργά βήματα στο γραφείο.
«Α, έπρεπε να το φανταστώ», είπε ο Δίψιος. «Το μικρό βασίλειο του Όμηρου Κίναχ… που αλλού θα έχτιζε την κρύπτη του ένας κλέφτης…»
«Είπες κάτι πριν», άρχισε να του λέει με όσο γινόταν απαλή, ήρεμη φωνή η Αμάντα ενώ από μέσα της έβραζε.
«Είπα αρκετά πριν κυρία μου», απάντησε εκείνος.
«Στόλισες τον πατέρα μου για τα καλά. Όμως είπες και κάτι που με σοκάρισε»
Ο Δίψιος μόρφασε και κοντοστάθηκε.
«Ποιο δηλαδή;»
«Είπες νεκρομάντης… αυτό είναι κάτι που δεν το χωράει ο νους μου… νομίζω ότι δικαιούμαι μιαν εξήγηση…»
Ο άντρας έκανε νόημα στους δυο μαυροφορεμένους. Ο ένας στάθηκε φρουρός στο κατώφλι. Ο άλλος ακολουθούσε από κοντά.
«Δεν δικαιούσαι τίποτε. Οι Κίναχ δεν δικαιούνται τίποτα πλέον», είπε σκληρά ο άντρας. Κοίταξε το ρολόι του. «Δείξε μου την κρύπτη», είπε ξερά.
«Πάμε, στο πίσω δωμάτιο», είπε η Αμάντα και προηγήθηκε.
Πέρασαν στο αναγνωστήριο. Το ανοιχτό φύλλο της βιβλιοθήκης αποκάλυπτε την κρύπτη και στη θέα της ο Δίψιος έβγαλε έναν ανατριχιαστικό ήχο. Η Αμάντα είχε την εικόνα ενός φιδιού που σέρνεται με τη διχαλωτή του γλώσσα να πάλλεται στον αέρα.
«Υπέροχα, υπέροχα!», αναφώνησε ενθουσιασμένος ο Δίψιος.
«Θέλω να μου πεις. Μπορείς να μου πεις. Ξέρεις, όταν σε είδα στην δεξίωση σε ξεχώρισα. Διέφερες απ’όλους εκεί μέσα»
Ο Δίψιος γύρισε και την κοίταξε μορφάζοντας.
«Θέλω να μου πεις. Ο Όμηρος Κίναχ ήταν ο πατέρας μου. Ό,τι κι αν έκανε σε σας, για μένα ήταν ο σημαντικότερος άνθρωπος του κόσμου. Έχεις παιδιά;»
Ο Δίψιος είχε σαστίσει. Δεν μπορούσε να μην θαυμάσει τη γυναίκα αυτή. Βρισκόταν στα πρόθυρα της συναρίθμησης στη συνομοταξία των νεκρών και είχε την ψυχραιμία και τα κότσια να μιλάει και να συζητάει. Και να ελίσσεται.
Ο Δίψιος κοίταξε την κρύπτη. Έπειτα κοίταξε την Αμάντα.
«Δεν μπορώ να σου πω πολλά. Δυστυχώς ο πατέρας σου αποδείχθηκε ένας απατεώνας κα Κίναχ. Το Τάγμα τον ανέβασε στα ουράνια κι εκείνος πρόδωσε τα πάντα. Έκλεψε τα τυπικά και…»
«Γιατί τα έκλεψε; Γιατί να κάνει μια τέτοια αποκοτιά ο πατέρας μου; Δεν ήταν παράφρων»
«Ήταν απελπισμένος όμως», είπε ο Δίψιος. «Αγαπούσε τη μητέρα σου τόσο που θα μπορούσε να απαγάγει και τον Πάπα, αν με εννοείς… θα έκανε οτιδήποτε για να τη σώσει!»
Η Αμάντα πάγωσε. Ώστε αυτό ήταν… η μητέρα! Η αλληλουχία σκέψεων την τρομοκράτησε. Δεν ήταν δυνατόν να πίστευε ο πατέρας πως… δεν ήταν δυνατόν να είχε προσπαθήσει κάτι τόσο επικίνδυνο, τόσο παρανοϊκό!
Ο Δίψιος έσκυψε και είδε την εσοχή στη θύρα. Άγγιξε με το χέρι του τα πλήκτρα. Ήξερε τον κωδικό. Ήθελε να απολαύσει αυτή τη στιγμή θριάμβου. Δεν θα ήταν πλέον αποσυνάγωγος, απόβλητος και σε εποπτεία από κανέναν! Η επιστροφή του στο Συμβούλιο ήταν μονάχα θέμα χρόνου. Όλα είχαν πάει περίφημα. Όλα είχαν πάει εξαιρετικά!»
Άρχισε να γυρίζει τους κυλίνδρους και να σχηματίζει τον κωδικό.
«Δεν μπορεί να ήταν νεκρομάντης… δεν είχε χάσει τα μυαλά του σ’αυτό το βαθμό ο πατέρας», μονολογούσε η Αμάντα ενώ δεν έπαυε στιγμή να σκέφτεται τον Διονύση.
«Ο πατέρας σου ήταν μάγος με ιδιαίτερες ικανότητες Αμάντα», είπε σε πιο μαλακό ύφος ο Δίψιος. «Δεν τα καταφέρνει τόσο καλά ο οποιοσδήποτε. Αναρριχήθηκε στην ιεραρχία σε ελάχιστο χρόνο. Μπήκε στο Συμβούλιο πολύ γρήγορα. Όμως όταν αρρώστησε η μητέρα σου…»
Είχε σχηματίσει πλέον όλο τον κωδικό. Όλα τα γράμματα μπήκαν στη θέση τους. Ένα προς ένα. Π Ε Λ Ω Ρ Ε Ν Θ Ε Ι Ο Σ.
Όταν σχηματίστηκε ο κωδικός ακούστηκε ένα ‘κλικ’ και ένα μικρό τράνταγμα. Ο Δίψιος περίμενε για ένα δευτερόλεπτο κι έπειτα έσπρωξε με δέος κρατώντας την ανάσα του τη θύρα. Αυτή υποχώρησε απαλά, κόλλησε ξαφνικά όμως με μια νέα απαλή ώθηση ξεμπλόκαρε. Η κρύπτη είχε ανοίξει!
***
«Να είστε σε ετοιμότητα», ψιθύρισε σκύβοντας πάνω από τον Δημήτρη αλλά φροντίζοντας να ακουστεί και στους άλλους δυο που είχαν συνέλθει κάπως και παρακολουθούσαν φοβισμένοι. Εκεί που ποντάριζε ήταν ο Δημήτρης. Ήταν έμπειρος, έξυπνος και αφοσιωμένος στην Αμάντα. Το κυριότερο, ήταν γενναίος, δεν θα δίσταζε. Ήλπιζε το ίδιο και για τους άλλους.
Ο Δημήτρης είπε ένα ψιθυριστό ‘εντάξει’. Ο μαυροφορεμένος παρακολουθούσε χωρίς να αντιδρά. Το δεξί του χέρι ήταν κολλημένο πάνω στο περίστροφό του και δεν θα είχε κανέναν ενδοιασμό να το χρησιμοποιήσει.
Η Θεοδώρα επέστρεψε με ένα βαλιτσάκι που είχε ζωγραφισμένο έναν κόκκινο ισοσκελή σταυρό μέσα σε ένα λευκό κύκλο, το παγκόσμιο σήμα.
«Α, πολύ ωραία», είπε ο Διονύσης. «Ας πιάσουμε δουλειά Θεοδώρα», είπε φωναχτά για να ακούν όλοι. «Άνοιξε το βαλιτσάκι σε παρακαλώ. Θέλουμε μπαμπάκι με ‘Μπενταντίν’ να καθαρίσουμε τις πληγές και τις αμυχές. Μετά θέλουμε γάζες να δέσουμε κάποια τραύματα», έλεγε τονίζοντας την κάθε λέξη λες και απευθυνόταν σε κάποιον ολιγόστροφο.
«Ναι, έτσι», απάντησε στον ίδιο ρυθμό η Θεοδώρα.
Ο Διονύσης ήλπιζε ακόμα στη Σόνια. Ήταν σε καλή κατάσταση και εκπαιδευμένη. Μιλούσε δυνατά για να τον ακούει εκείνη περισσότερο.
«Αφού περιποιηθούμε τα τραύματα, έπειτα θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις μελανιές. Με κατάλαβες Θεοδώρα; Τις μελανιές. Τις μαυρίλες».
Η Θεοδώρα χαμογέλασε. Ο Διονύσης τους καθοδηγούσε όλους και ταυτόχρονα παρέμενε ‘κάτω από τα ραντάρ’.
«Οι μελανιές θέλουν πίεση. Ταχύτητα στις κινήσεις μας, συντονισμό και καλό δέσιμο. Πολύ καλό δέσιμο θέλουν οι… μελανιές. Κατάλαβες Θεοδώρα;», ρώτησε φωναχτά πλέον ο Διονύσης κοιτάζοντας την Σόνια που πίσω από το φιμωμένο της στόμα αισθάνθηκε πως του χαμογελούσε.
Η Θεοδώρα άφησε προσεκτικά το βαλιτσάκι της πάνω στο τραπεζάκι δίπλα στο τζάκι.
Εκείνη τη στιγμή άρχισε ξαφνικά η Σόνια να διαμαρτύρεται και να παλεύει με τα δεσμά της. Ο ένας μαυροφορεμένος άφησε την Θεοδώρα και έτρεξε να επιληφθεί της κατάστασης. Η θεοδώρα είχε μείνει χωρίς μαντρόσκυλο. Ή τώρα ή ποτέ, σκέφτηκε και με επιδέξιες κινήσεις άνοιξε το βαλιτσάκι.
Ανάμεσα στις γάζες, τα μπουκαλάκια και τα υπόλοιπα, είδε ένα μικρό περίστροφο.
***
«Τα κατάφερα!», ψέλλισε σαν μαγεμένος ο Δίψιος κοιτάζοντας το σκοτεινό άνοιγμα μπροστά του.
Η Αμάντα έκανε να ζυγώσει για να δει κι εκείνη την ανοιγμένη κρύπτη αλλά με μια κίνησή του ο μαυροφορεμένος την ακινητοποίησε.
«Για να δούμε τώρα… τι έχουμε εδώ μέσα», είπε ο Δίψιος σκύβοντας ελαφρά το κεφάλι του και επιθεωρώντας πρόχειρα το χώρο. «Σκοτάδι έχουμε… και θέλουμε φως», είπε εκνευρισμένος και σηκώθηκε όρθιος. «Θα χρειαστώ φως», είπε και ακούμπησε τον μαυροφορεμένο στον ώμο χωρίς να του μιλήσει. Η Αμάντα ήταν σίγουρη ότι επικοινώνησε μαζί του τηλεπαθητικά.
Ο μαυροφορεμένος έκανε μεταβολή και με αστραπιαία ταχύτητα εγκατέλειψε το χώρο.
Η θύρα της κρύπτης έχασκε ανοιχτή.
«Μια μικρή καθυστέρηση», είπε ο Δίψιος σαν ευγενικός ηθοποιός που απολογείται για μια απρόσμενη αναποδιά της θεατρικής παράστασης.
«Τι θα κάνεις με μας τώρα;», τον ρώτησε η Αμάντα προσπαθώντας κι εκείνη να αποφεύγει την άμεση οπτική επαφή μαζί του.
«Ακόμα δεν θα κάνω τίποτα κυρία μου. Αυτό που προέχει είναι να εξασφαλίσω τα τυπικά. Και δεν έχω άλλο χρόνο», είπε αγχωμένος κοιτώντας το ρολόι του.
«Σε έχουν δεμένο με λουρί έτσι;», είπε με σκωπτικό ύφος εκείνη και προκάλεσε ένα σκληρό βλέμμα από την πλευρά του.
«Το λουρί απόψε σπάει και ο Δίψιος είναι και πάλι ελεύθερος κυρία μου. Όσο για σας…», είπε και συγκράτησε τον εαυτό του.
«Σκοτώσατε ήδη έναν άνθρωπο… έτσι δεν είναι;», ρώτησε η Αμάντα.
«Θα πρότεινα να είχατε σε προτεραιότητα τον εαυτό σας τώρα», είπε εκείνος και έδειξε ανυπόμονος. Είχε αρχίσει να αγχώνεται για τα καλά. Η ανάσα του έβγαινε πιο δύσκολα και πιο βαριά.
Σε λίγο ο μαυροφορεμένος επέστρεψε με έναν μεγάλο φακό στο χέρι.
«Απαράδεκτη καθυστέρηση… για όλους μας!», μονολόγησε θυμωμένος ο Δίψιος που πήρε το φακό και τον άναψε. Μια ζωηρή δέσμη φώτισε το χώρο της κρύπτης.
«Για να δούμε λοιπόν αδελφέ Πέλορα, που έχεις κρύψει τα κλοπιμαία», είπε και έσκυψε ελαφρά για να μπει μέσα στο μικρό δωμάτιο.
Η Αμάντα έκλεισε τα μάτια και προσευχήθηκε. Ο νους της έτρεχε στον Διονύση. Και στους υπόλοιπους. Η δέησή της αφορούσε πρώτα εκείνους κι έπειτα τον εαυτό της.
***
Η Θεοδώρα πήρε αυτά που χρειαζόταν και πλησίασε τον Δημήτρη που είχε μια αμυχή στον κρόταφο που αιμορραγούσε ακόμη. Μπόρεσε να κοιτάξει για μια στιγμή στα μάτια τον Διονύση και να του στείλει το θετικό σήμα. Υπήρχε όπλο μέσα στο βαλιτσάκι. Η πληροφορία πέρασε στον Διονύση που γύρισε αμέσως το βλέμμα του στη Σόνια. Εκείνη είχε τον έναν από τους δυο μαυροφορεμένους –την μια μελανιά- πάνω απ’το κεφάλι της. Είχε βγάλει ένα μακρύκανο περίστροφο με σιγαστήρα και το είχε ακουμπήσει στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. Στην ουσία αυτός ο ‘νίντζα’ ήταν ‘κλειδωμένος’. Ο άλλος;
Ο Διονύσης τον είδε να στέκεται πίσω από τον καναπέ και να επιθεωρεί τις νοσηλευτικές περιποιήσεις της Θεοδώρας στον Δημήτρη. Αυτός δεν ήταν ‘κλειδωμένος’ αλλά διαχειρίσιμος. Ο Διονύσης επεξεργάστηκε μέσα του τις πιθανότητες και έκανε μια γρήγορη εκτίμηση.
Και πριν απ’όλα έπρεπε να πάρει στα χέρια του το όπλο. Ή μήπως όχι;
Οι μαυροφορεμένοι δεν θα του επέτρεπαν να πλησιάσει το βαλιτσάκι. Χρέη νοσοκόμας είχε αναλάβει η Θεοδώρα. Αυτός δεν έπρεπε να μπει στην εξίσωση. Δεν έπρεπε να το ρισκάρει.
Τι μπορώ να κάνω; αναρωτήθηκε και κοίταξε με νόημα τη Σόνια. Εκείνη τον κοιτούσε με ένα παράξενο βλέμμα. Δεν μπορούσε να κουνήσει το κεφάλι της, ήταν καθηλωμένη. Όμως με το βλέμμα της του έδειξε τον άντρα που ήταν αναίσθητος δίπλα της. Ο Ηλιάκης. Ίσως το κλειδί να ήταν ο Ηλιάκης.
Ο Διονύσης απευθύνθηκε στη Θεοδώρα.
«Μετά τον Δημήτρη, πάρε σε παρακαλώ Θεοδώρα το βαλιτσάκι και πήγαινε να περιποιηθείς τον επιθεωρητή… είναι ο πιο σοβαρά απ’όλους», της είπε κοιτάζοντας ταυτόχρονα τις αντιδράσεις των νίντζα. Δεν κουνήθηκαν. Προφανώς η εντολή του ήταν μέσα στο πλαίσιο των επιτρεπτών. Η Θεοδώρα απάντησε το ίδιο δυνατά.
«Ναι κύριε Διονύση»
Αφού καθάρισε και έδεσε την πληγή του Δημήτρη, με αργά και ήρεμα βήματα πλησίασε το βαλιτσάκι, το πήρε και προχώρησε προς τον επιθεωρητή. Έφτασε δίπλα του, γονάτισε και ακούμπησε δίπλα της το βαλιτσάκι της.
«Πολύ ωραία Θεοδώρα», είπε ο Διονύσης κοιτάζοντας μια τους νίντζα και μια τη Σόνια που φαινόταν να συμφωνεί με το υπαινισσόμενο σχέδιό του.
«Τώρα, άνοιξε το βαλιτσάκι, πάρε τα σχετικά και φρόντισε τον αστυνόμο», της είπε δυνατά και καθαρά. Οι νίντζα παρακολουθούσαν χωρίς να αντιδρούν.
«Ναι κύριε Δημήτρη»
Ο Διονύσης αισθάνθηκε πως η Σόνια τον είχε καθοδηγήσει γιατί ήξερε κάτι που δεν μπορούσε να το μοιραστεί φωναχτά. Τι όμως;
Κοίταξε δεξιά του τον Δημήτρη. Παρακολουθούσε κι αυτός τα δρώμενα έχοντας τον άλλο νίντζα πάνω απ’το κεφάλι του. Αυτός δεν μπορούσε προς στιγμήν να βοηθήσει. Ή μήπως όχι; Ο Δημήτρης έκανε μια περίεργη κίνηση με τα πόδια του. Ο Διονύσης έριξε μια ματιά. Το σχοινί στους αστραγάλους του είχε χαλαρώσει. Ίσως να είχε λυθεί! Δεν ήταν άμεσα ορατό, έπρεπε να το προσέξει κανείς.
Ένα τρελό σχέδιο πέρασε απ’το μυαλό του Διονύση. Ένα πολύ επικίνδυνο σχέδιο. Ήταν και η μοναδική τους διέξοδος.
***
«Χάος… αυτή είναι η κατάλληλη λέξη για το τι επικρατεί εδώ μέσα!», είπε με αγανάκτηση ο Δίψιος και βλαστήμησε σε μια γλώσσα που δεν ήταν οικεία στην Αμάντα. Ο νίντζα που ήταν κοντά της πλησίασε προς την κρύπτη. Αναρωτήθηκε που ήταν ο άλλος… σίγουρα θα ήταν σαν πιστό μαντρόσκυλο στο κατώφλι του γραφείου. Δεν μπορούσε να δει τι γινόταν εδώ.
«Απελπισία, σκέτη απελπισία… δεν βρίσκω τα τυπικά!», φώναξε ο Δίψιος και η Αμάντα είδε τη φωτεινή δέσμη μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο να χορεύει σαν τρελή από δω κι από κει.
Έχει πανικοβληθεί… τώρα είναι μια ευκαιρία, είπε μέσα της και ένιωσε την καρδιά της να βροντάει.
«Ο πατέρας ήταν πάντα πολύ τακτικός», είπε ξαφνικά. «Τα έβαζε όλα με χρονολογική και έπειτα με αλφαβητική σειρά», προθυμοποιήθηκε δήθεν να βοηθήσει.
Ο άντρας σταμάτησε να ανακατεύει φακέλους και κούτες και έβγαλε το κεφάλι του από την κρύπτη.
«Έτσι ε;»
Και τότε έγινε κάτι που η Αμάντα σχεδόν δεν πρόλαβε να συνειδητοποιήσει. Ο κοντινός της φρουρός την εγκατέλειψε και χώθηκε σαν σκιά μέσα στην κρύπτη, δίπλα στον Δίψιο. Σε χρόνο μηδέν ο άλλος που ήταν στην πόρτα, ήρθε και πήρε τη θέση του. Η ασύλληπτη ταχύτητα με την οποία έγινε η σκάντζα την σοκάρισε.
Δεν είναι ανθρώπινα πλάσματα αυτά, είπε ξανά επιβεβαιώνοντας την πρώτη της εκτίμηση. Δαίμονες είναι, είπε και ανατρίχιασε σύγκορμη.
Όμως τώρα είχε επιτέλους την ευκαιρία που αναζητούσε. Οι δυο από τους τρεις βρίσκονταν μέσα στο στενόχωρο δωμάτιο και είχαν επιδοθεί σε μια αγωνιώδη αναζήτηση των τυπικών. Δεν θα αργούσαν να τα ανακαλύψουν. Έπρεπε να ξεφορτωθεί τον τρίτο.
«Άκουσα κάποιους ήχους… νομίζω ήχος σειρήνας περιπολικού είναι», είπε ξαφνικά και το θαύμα έγινε. Ο κοντινός της φρουρός έκανε μεταβολή και βγήκε με την ίδια απίστευτη ταχύτητα από το αναγνωστήριο και την ίδια στιγμή η Αμάντα έκανε περισσότερο μια βουτιά παρά περπάτησε και έφτασε στο ανοιχτό φύλλο της βιβλιοθήκης. Αναζήτησε με πυρετική αγωνία το βιβλίο του Νίτσε, βρήκε το μοχλό και τον πάτησε.
Το φύλλο άρχισε να κλείνει την είσοδο της κρύπτης!
Ναι, έγινε, είπε με θρίαμβο η Αμάντα όμως την ίδια στιγμή άκουσε έναν υπόκωφο ήχο, περισσότερο σαν σφύριγμα παρά σαν κρότο και αισθάνθηκε κάτι να την καίει δεξιά, πάνω από το στήθος της. Την είχαν πυροβολήσει!
***
Ο πυροβολισμός μέσα στο αναγνωστήριο δεν ακούστηκε στο σαλόνι. Ο σιγαστήρας άλλωστε γι αυτή τη δουλειά υπήρχε. Όμως τα πλάσματα τον αντιλήφθηκαν αμέσως. Και τότε επιταχύνθηκαν οι εξελίξεις.
Ο νίντζα που βρισκόταν πίσω από τον καναπέ κινήθηκε με μεγάλη ταχύτητα, προσπέρασε τον Διονύση και κατευθύνθηκε προς το γραφείο.
Την ίδια στιγμή, η Σόνια έκανε μια απότομη κίνηση με το κεφάλι της προς τα πίσω, το πλάσμα αντέδρασε και την πυροβόλησε. Αμέσως μετά, ο ‘αναστημένος’ Ηλιάκης όρμηξε κατά πάνω του και επακολούθησε μια φοβερή πάλη. Η Θεοδώρα κοιτούσε τις εξελίξεις αποσβολωμένη. Τελικά αποφάσισε να βοηθήσει τον επιθεωρητή στην προσπάθεια ακινητοποίησης του νίντζα.
Ο Διονύσης είχε σαστίσει. Είχε καθηλωθεί και για λίγο δεν ήξερε τι να πρωτοκάνει. Τον διαπέρασε μια δυνατή αίσθηση κινδύνου για την Αμάντα κι αυτό τον αφύπνισε.
Αμάντα!, σκέφτηκε και γύρισε κι αυτός οδεύοντας προς το αναγνωστήριο.
***
Τρεις μαυροφορεμένοι ήταν από πάνω της και την κοιτούσαν σιωπηλοί. Ο ένας τη σημάδευε στο κεφάλι με το περίστροφό του. Η Αμάντα ήταν στα πρόθυρα να χάσει τις αισθήσεις της. Με το αριστερό της χέρι πίεζε την πληγή της.
«Μην την σκοτώσετε! Μην την πειράξετε!» ούρλιαζε ο παγιδευμένος στην κρύπτη Δίψιος. Η εντολή του προς τα πλάσματα μόλις και μετά βίας τα κρατούσε από αυτό που ήταν εντεταλμένα να πράττουν σε ανάλογες περιπτώσεις. Την ολική εκκαθάριση.
Μόνο που αν γινόταν αυτό, κανείς δεν θα μπορούσε ίσως πλέον να απεγκλωβίσει τον άντρα από την παγίδα που βρισκόταν. Το πλάσμα είχε προλάβει να βγει πριν κλείσει η βιβλιοθήκη την είσοδο. Αυτό είχε πυροβολήσει την Αμάντα. Αυτός όμως δεν ήταν ούτε κατά διάνοια το ίδιο ευκίνητος.
«Αμάντα, άνοιξε τη βιβλιοθήκη!», την διέταξε σχεδόν κι εκείνη τον άκουγε σαν μέσα από μια βαθιά σπηλιά.
Ξαφνικά, ένα από τα πλάσματα αντιλήφθηκε κάποια κίνηση στο διάδρομο και έστρεψε το όπλο του προς εκείνη την κατεύθυνση. Στάθηκε αναποφάσιστο αν έπρεπε να εγκαταλείψει τη θέση του ή να μείνει δίπλα στους άλλους μαυροφορεμένους συντρόφους του.
«Αμάντα, άνοιξε… σου υπόσχομαι θα φύγουμε, θα εξαφανιστούμε… δεν με ενδιαφέρουν τα τυπικά… δεν με ενδιαφέρει τίποτα… αρνούμαι να πεθάνω εντοιχισμένος ζωντανός…»
Κανείς δεν άκουγε τις εκκλήσεις και το σπαραγμό του.
***
Ο Διονύσης είχε φτάσει στην είσοδο του γραφείου. Δεν μπορούσε να δει τι γινόταν στο μέσα δωμάτιο, στο αναγνωστήριο. Ήταν σίγουρος ότι η Αμάντα κινδύνευε. Ίσως να την είχαν πυροβολήσει. Ίσως να ήταν…
Όχι, δεν είναι… είναι καλά, σκέφτηκε αλλά δεν ήξερε τι να κάνει. Ξαφνικά είδε μια φιγούρα να τον πλησιάσει. Μια αντρική φιγούρα. Κρατούσε κι αυτός ένα περίστροφο.
«Εσείς!», είπε με ενθουσιασμό ο Διονύσης.
Ο επιθεωρητής Ηλιάκης του έκανε σήμα να σωπάσει. Φαινόταν σε κακό χάλι αλλά πάντως μάχιμος. Και από πίσω του ερχόταν κι άλλος ένας.
«Δημήτρη!», είπε ο Διονύσης και σχεδόν ήθελε να κλάψει από χαρά. Η κατάσταση στο σαλόνι είχε ανατραπεί πλήρως. Όχι αναίμακτα δυστυχώς.
«Η κοπέλα;», ρώτησε ο Διονύσης.
«Πυροβολήθηκε… χαμηλά στην κοιλιά… έχω ήδη ειδοποιήσει περιπολικά και ασθενοφόρα. Σε λίγο θα γίνει πανηγύρι εδώ πέρα! Προς το παρόν της δίνει τις πρώτες βοήθειες η Θεοδώρα», είπε ήρεμα ο Ηλιάκης.
«Δόξα σοι ο Θεός», ψιθύρισε όμως μέσα στο αναγνωστήριο, τα πράγματα δεν ήταν το ίδιο καλά.
«Ήθελα να σου πω… τα χειρίστηκες πολύ καλά τα πράγματα εκεί μέσα», του είπε ο Ηλιάκης. «Ούτε εγώ δεν θα τα κατάφερνα έτσι»
Ο Διονύσης χαμογέλασε πικρά.
«Εδώ τι θα κάνουμε, μου λες αστυνόμε;»
«Πες μου γρήγορα τι συμβαίνει εκεί μέσα και θα σκεφτούμε», του απάντησε κουρασμένα εκείνος και αναστέναξε.
***
«Δεν είχα σκοπό αληθινά να σου κάνω κακό Αμάντα… το καταλαβαίνεις βέβαια αυτό, έτσι δεν είναι; Αν ήθελα να σου κάνω κακό κοπέλα μου δεν θα ήσουν απόψε εδώ… εκτελούσα εντολές… πρέπει να με καταλάβεις… εκτελούσα εντολές και αλίμονο αν παρακούσεις τις εντολές του Αβαδαίου!», κλαψούριζε τώρα ο Δίψιος. «Μην με αφήσεις να σαπίσω εδώ μέσα… δεν είσαι τέτοιος άνθρωπος Αμάντα… δώσε μου μια ευκαιρία… θα εξαφανιστώ… δεν θα με ξαναδείς ποτέ μπροστά σου… στο υπόσχομαι… βγάλε με από δω μέσα…»
Η Αμάντα δεν τον άκουγε καθαρά. Η αιμορραγία της είχε περιοριστεί από την πίεση που ασκούσε όμως αν δεν είχε σύντομα την κατάλληλη αντιμετώπιση θα περνούσε στην επόμενη φάση. Ήδη γλιστρούσε σιγά σιγά προς αυτήν.
Στο μυαλό της ήρθε ο πατέρας. Φορούσε πάλι εκείνο το όμορφο κρεμ λινό του πουκάμισο. Χαμογελούσε ζεστά, γλυκά, ξέγνοιαστα. Της πρότεινε το χέρι του. Έλα να περπατήσουμε, της είπε κι εκείνη με χαρά του έδωσε το δικό της χέρι και άρχισαν να περπατούν σε κείνη την παράξενη αμμουδιά. Τώρα η θάλασσα ήταν πεντακάθαρη. Απλωνόταν απέραντη μπροστά τους… υποσχόταν ταξίδια, περιπέτειες, γνώση και ομορφιά… υποσχόταν ζωή… Θα ζήσεις μια όμορφη ζωή… θα παντρευτείς έναν σημαντικό άνθρωπο που θα σε λατρεύει… θα γεράσετε μαζί… δεν θα είσαι ποτέ σου μόνη μωρό μου. Η φωνή του πατέρα… σαν μεθυστική αύρα του μεσημεριού…
«Αμάντα… άνοιξε σε παρακαλώ… κάντο για την ψυχή του πατέρα σου… κάντο για την ψυχή της μάνας σου… μην δολοφονήσεις έναν άνθρωπο… δεν είσαι δολοφόνος εσύ Αμάντα!»
***
«Τα πλάσματα αυτά δεν είναι ανίκητα», είπε ο Ηλιάκης αφού άκουσε όσα είχε να του πει ο Διονύσης. «Είναι ταχύτατα αλλά σχετικά αδύναμα. Και αηδιάζουν στην ανθρώπινη επαφή. Δεν την αντέχουν».
«Τι όντα είναι;», ρώτησε ο Διονύσης και αμέσως το μετάνιωσε. Δεν ήθελε να ξέρει.
«Είναι οι ‘πτερωτοί’ του τάγματος… όχι ακριβώς άνθρωποι… όχι ακριβώς δαίμονες…», απάντησε αινιγματικά ο επιθεωρητής. «Τέλος πάντων, ας έρθουμε στο προκείμενο».
«Εγώ μπορώ να βοηθήσω;», προσφέρθηκε ο Δημήτρης.
«Ναι… μπορείς», του είπε ο Ηλιάκης. «Θέλω κάτι που να κάνει θόρυβο. Έχεις τίποτα τέτοιο;»
Ο Δημήτρης το σκέφτηκε για μια στιγμή.
«Μισό λεπτό», παρενέβη ο Διονύσης. «Τι γίνεται απ’έξω;»
«Ήρθε το ‘ιππικό;’ Κιόλας;», είπε ο Ηλιάκης και έγειρε το κεφάλι του.
«Όχι… εννοώ, πως ξέρουμε ότι δεν υπάρχουν κι άλλοι νίντζα έξω;»
«Δεν το ξέρουμε αλλά δεν πρόκειται να επιχειρήσουμε και να το μάθουμε», απάντησε ο επιθεωρητής. «Πρέπει να κάνω αντιπερισπασμό. Να βγάλω ένα από αυτά τα πλάσματα εδώ…».
Ο Διονύσης συγκατένευσε. Δεν είχαν άλλη επιλογή. Ο χρόνος περνούσε.
«Έχω ένα τύμπανο… το είχα αγοράσει παλιά που…»
«Φέρτο! Γρήγορα! Και μόλις τα βρεις άρχισε να βαράς… δυνατά! Να βαράς και να έρχεσαι μαζί. Με κατάλαβες;»
«Έγινε!», είπε ο Δημήτρης και γύρισε πίσω στο διάδρομο.
«Να επιχειρήσω να μπω μήπως;», είπε ο Διονύσης.
«Να κάτσεις εκεί που κάθεσαι», είπε αυστηρά ο Ηλιάκης. «Αυτή τη στιγμή τρία πιστόλια σημαδεύουν την Κίναχ… το ρισκάρεις;»
Χριστέ μου!, αναστέναξε ο Διονύσης.
***
Το ταμπούρλο ήχησε λίγα λεπτά μετά. Στην αρχή δεν υπήρξε καμιά αντίδραση. Όμως όταν ο χτύπος δυνάμωσε, ένα από τα πλάσματα όρμησε προς την έξοδο του γραφείου με τη γνωστή, ασύλληπτη ταχύτητά του. Η ταχύτητα της σφαίρας όμως ήταν μεγαλύτερη και το πλάσμα σωριάστηκε στο διάδρομο με μια μικρή τρύπα στο μέτωπό του.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή άρχισε το ‘πανηγύρι’ που είχε προβλέψει ο επιθεωρητής. Τρία περιπολικά και τρία ασθενοφόρα που έκαναν εκκωφαντικό θόρυβο έλουσαν στα πολύχρωμα φώτα τους το σκοτεινό κτήμα των Κίναχ. Μέσα στα επόμενα είκοσι λεπτά είχαν τελειώσει όλα.
Τα δυο πλάσματα που είχαν απομείνει, εξαφανίστηκαν. Η Αμάντα δέχθηκε τις πρώτες βοήθειες και με ένα από τα ασθενοφόρα οδηγήθηκε σε ένα μεγάλο νοσοκομείο της Αθήνας. Η κατάστασή της ήταν κρίσιμη.
Το ίδιο συνέβη και τη Σόνια. Και η δική της κατάσταση δεν ήταν καλή.
Με το τρίτο ασθενοφόρο έγινε η μεταφορά του νεκρού σώματος του άτυχου αρχιφύλακα.
Ο Δίψιος απελευθερώθηκε από την κρύπτη-παγίδα του και αμέσως μετά συνελήφθη και οδηγήθηκε για τα περαιτέρω στην Ασφάλεια.
Ο Δημήτρης, η Θεοδώρα και οι υπόλοιποι δεν είχαν τίποτε σοβαρό. Είχαν γλιτώσει ως εκ θαύματος με απλές αμυχές.
Τα τυπικά, αν υπήρχαν, παρέμειναν στο σκοτεινό τους τάφο…
***
(Λίγες ημέρες μετά)
«Καλημέρα»
Πόσο χαιρόταν που μπορούσε να της πει μια ήρεμη, χαμογελαστή καλημέρα. Όλες αυτές τις μέρες και νύχτες η Αμάντα είχε διασχίσει αμέτρητες ‘κοιλάδες θανάτου’ και είχε επιστρέψει. Όμως τώρα είχε ξεπεράσει κάθε κίνδυνο. Ήταν καλά και θα γινόταν καλύτερα. Και εκείνος θα βρισκόταν, αν το ήθελε, κάθε μέρα μαζί της. Ποτέ δεν θα ένιωθε ξανά μόνη.
Τον κοίταξε με ένα κουρασμένο βλέμμα. Του χαμογέλασε.
«Καλημέρα», του είπε κι εκείνη.
«Και είναι μια υπέροχη μέρα!», είπε αυτός και τα δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπό του. «Μια υπέροχη, ηλιόλουστη, μεγάλη και όμορφη μέρα… μα πολύ όμορφη!!», έλεγε και τραγουδούσε.
«Τρελάθηκες;», είπε γλυκά εκείνη.
Γονάτισε δίπλα στο κρεβάτι της και της έσφιξε την παλάμη στις δικές του. Την φίλησε απαλά.
«Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο κοντά έφτασα στην τρέλα… όλες αυτές τις μέρες…»
«Και… παράτησες την εταιρία μόνη της;», τον ‘μάλωσε’ εκείνη.
Την κοίταξε με λατρεία και πόθο μαζί.
«Φεύγω σε λίγο. Πάω να μαχηθώ για τα συμφέροντά σου», της είπε σκουπίζοντας τα δάκρυά του.
«Μείνε… σε παρακαλώ… ώσπου να ξανακοιμηθώ», του είπε ήσυχα.
«Ναι αλλά πριν… έχουν έρθει κάποιοι και περιμένουν να σε δούν…»
Η Αμάντα γύρισε σιγά σιγά το κεφάλι της. Ο Δημήτρης και η Θεοδώρα είχαν μπει δειλά δειλά στο δωμάτιο και έκλαιγαν.
Η Αμάντα χαμογέλασε με ευγνωμοσύνη.
«Σας ευχαριστώ… όλους… μέσα απ’την καρδιά μου», είπε και ένιωσε τα βλέφαρά της βαριά.
Ο Διονύσης σηκώθηκε, τους πλησίασε και τους αγκάλιασε δυνατά. Όλον τον κόσμο χωρούσε σήμερα αυτή η αγκαλιά.
«Πάμε… πάμε στην καφετέρια να πιούμε κάτι… να συνέλθουμε…», τους πρότεινε και τον ακολούθησαν με προθυμία.
«Εγώ να μην έρθω;»
Ο Διονύσης άκουσε μια γνώριμη φωνή. Γύρισε και είδε τον αστυνόμο ακουμπισμένο σε έναν τοίχο.
«Έμαθα τα ευχάριστα και ήρθα να συγχαρώ», είπε.
«Η Σόνια;», ρώτησε με ενδιαφέρον ο Διονύσης.
«Σκληρό καρύδι… θα γυρίσει στην υπηρεσία πιο γερή από πριν»
«Τι όμορφη, τι χαρμόσυνη, τι υπέροχη μέρα! Μεγάλη, πολύ μεγάλη και πολύ όμορφη!!!», άρχισε να ψέλνει πάλι ο Διονύσης.
«Θα μας διώξουν!», είπε χαμογελώντας ο Ηλιάκης.
«Αμήν και πότε!», είπε ο Διονύσης και όλοι γέλασαν.
ΤΕΛΟΣ