Ο Διδάσκαλος Αντώνιος, οι μαθηταί αυτού και η Κατερίνα

 

 

ΣΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ

EΚΕΙΝΗ ΤΗ ΜΕΡΑ, Ο ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ με τους τρεις αγαπημένους του μαθητές, Περικλή, Μάριο και Δημήτρη, πλησίασε κοντά στην κώμη με το όνομα Περιστέρι. Σαν έφτασαν στα σύνορα της πόλης, δίπλα σ' ένα τεράστιο πλατάνι, ο Διδάσκαλος κοντοστάθηκε, σήκωσε τη παλάμη του, είπε στους μαθητές: "Σταθείτε. Ευλογημένα τούτα τα χώματα που'ναι να πατήσουμε αδελφοί. Ονομάτισαν αυτή την πόλη Περιστέρι, πάει να πει το αγαπημένο πτηνό του Πατέρα''.

Οι μαθητές ακούγοντας τα λόγια αυτά δείξανε θαυμασμό μεγάλο. Και τότε ο Μάριος, ο πιο ψηλός κι πιο όμορφος από τους μαθητές που’χε και τα καθήκοντα του Γραμματικού της συντροφιάς, πήρε το λόγο: "Διδάσκαλε, είμαστε όλοι κουρασμένοι. Ας σταματήσουμε πρώτα σε κάποια οικία να φάμε και να πιούμε να δροσερέψει ο στόμας μας να στερεώσει το κόκαλό μας και αργότερα μπαίνουμε στην ωραία αυτή κώμη".

Κάρφωσε πάνω του βλέμμα βλοσυρό ο Διδάσκαλος, του είπε: "Μόνο τη σάρκα σκέφτεσαι λοιπόν εσύ Μάριε; Καλώς λοιπόν σε είπαν κάποιοι Χαμουρέα. Τη φτηνή σου σάρκα πάλι χαμουρεύεσαι και τώρα που είσαι μαζί μου όπως πριν τη σάρκα των μοιχαλίδων".

Κι ευθύς ως άκουσε την επίπληξη αυτή ο Μάριος κατέβασε την κεφαλή. Και τότε μίλησε ο Περικλής, με τις πλάτες τις φαρδιές, τα τριχωτά τα στήθια που’ χε τη κοψιά αργάτη και τη καρδιά αγνή σα του μωρού: "Στάζει ο ιδρώς απ' το γυμνό κρανίο μου Διδάσκαλε. Ζέστα πολύ κάνει ο Θεός σήμερα, λες και έχουν καεί τα σωθικά Του και έπνευσε καυτή και την ανάσα Του. Ας μείνουμε λιγάκι εδώ στη σκιά τούτου του γερο-πλάτανου να ξαποστάσουμε κι όταν μερέψει τη κάψα Του ο Θεός, μπαίνουμε στην ωραία πόλη"

Κι ως άκουσε τα λόγια αυτά ο Διδάσκαλος, γύρισε προς τον Περικλή και είπε: "Κι εσύ λοιπόν κουράστηκες Περικλή που άλλοτε σκαρφάλωνες τα χοντροπόδαρά σου στις πλαγιές και δε σε πρόφταιναν ούτε τ’ αγριοκάτσικα; Πως θα ανεβείς μωρέ την πιο μεγάλη απ' όλες τις πλαγιές, κείνη που οδηγεί στην Αγία Κατοικία αν θέλεις κάθε τόσο ξαποστήματα;"

Κι ακούγοντας τα λόγια αυτά του Διδασκάλου ο Περικλής σκούπισε το κρανίο του με το μανίκι και έμεινε σιωπηλός. Μονάχα ο Δημήτριος, το τρυφερούδι, με τη ψυχή του ποιητή και τη φωνή του αγγέλου, ο πιο μικρός, ο αγαπημένος του Δασκάλου, δεν έβγαλε μιλιά.

"Πάμε λοιπόν, ακολουθάτε με!", φώναξε ο Διδάσκαλος και ευθύς πατήσαν τ' άγια χώματα της γαλήνιας κώμης.

* * *

 

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ

ΠΕΡΠΑΤΗΣΑΝ ΩΡΑ ΠΟΛΛΗ ΑΝΑΜΕΣΑ της δρόμους και τα σοκάκια, ο Διδάσκαλος κι οι τρεις μαθητές κι έφτασαν έξω από σπίτι δίπατο, αρχοντικό. «Σταματήστε!», έκραξε ο Διδάσκαλος κι άκουσε πίσω του ανασεμιές γρήγορες, λαχανιάσματα. «Δώθε, τούτη την ωραία θύρα θα χτυπήσουμε. Περικλή αδερφέ μου, σύρε να μηνύσεις στους καλούς νοικοκυραίους τον ερχομό μας».

Κίνησε αμέσως, χτύπησε ο Περικλής με την γροθιά του τη μανταλωμένη πόρτα, ακούστηκε απάντηση από γυναίκειο στόμα. «Έρχουμαι, μη βαράτε τόσο δυνατά βλοημένοι, πόρτα είναι θα σπάσει!». Κι ευθύς η θύρα άνοιξε και στο έμπα φάνηκε θωριά γυναίκας ώριμης, αρχόντισσας στα ρούχα και την όψη, στα πέρατα της νιότης μα στεκούμενης ακόμα, όμορφης. Το βλέμμα της άγριο, το στόμα της πιο άγριο ακόμα: «Ποιοι’ στε μωρέ, τι θέλετε στο απόγιομα που ησυχάζει ο κόσμος;»

Τρόμαξε ο Περικλής, έβγαλε λόγο τρυφερό να την ησυχάσει «Μην μας μαλώνεις κυρά. Ζήτουλες είμαστε μα άνθρωποι καλοί. Θαυμάσαμε το ωραίο αρχοντικό σου, λίγο ψωμί, λίγο κρασί και μια καλή κουβέντα και δε θα μας ματαδείς».

Καλά τα λόγια τα’ πε ο αδελφός μα η αρχόντισσα δεν γλύκανε. «Πάτε μωρέ στα τσακίδια. Χορτάσαμε με σας τους κουρελήδες!», έκραξε κι έκανε να ματασφαλίσει τη πόρτα της. Και ακούγοντας τα λόγια αυτά πλησίασε ο Διδάσκαλος, μέριασε τον αδελφό πιο κει, έβγαλε γλυκιά φωνή και ωραίο λόγο. «Αρχόντισσα, σκληρή είναι η καρδιά σου. Μαλάκωσε, είμαστε άγιοι άνθρωποι δε θέλουμε κακό. Σποριάδες είμαστε του σπόρου του καλού. Δώσε μας λίγα από κείνα που συ έχεις πολλά κι εγώ κατονταπλάσια θα σου τα επιστρέψω».

Μέρεψε το βλέμμα της κυράς, άνοιξε ξανά τη πόρτα, τώρα πιο πολύ, πλησίασε τον Διδάσκαλο, το βλέμμα της τον σάρωσε από πάνου ως κάτου. «Συ’ σαι μωρέ ή δεν είσαι του Μηχανικού ο γιος που κίνησε να φέρει λένε την ‘μεταλλαγή’ κι άλλα τέτοια μοναστηριώτικα; Αυτός δεν είσαι ή γελιέμαι;».

«Αυτός είμαι καλή αδελφή», είπε ο Διδάσκαλος και άπλωσε το άγιο χέρι στον ώμο της πυργοδέσποινας. Το πρόσωπό της τραχύ ακόμα, τα μάτια της θάλασσα από φωτιά.

«Κι ήρθες στο σπίτι μου να φέρεις νέους μπελάδες; Τι να την κάνω εγώ μωρέ την μεταλλαγή; Καλή’ μαι όπως είμαι κι αλλαγές δε θέλω».

«Δε διάλεξα τυχαία τούτο το σπίτι αδέλφια», φώναξε ο ασκητής κι ύστερα γύρισε πάλι στη γυναίκα, άπλωσε το άγιο βλέμμα του στο πρόσωπό της. "Πόνο μεγάλο έχεις στην ψυχή σου αδελφούλα μου και θέλεις λόγο άγιο και αγάπη. Μπορώ να σε κεράσω κι απ'τα δυο πολύ γιατί άλλη είναι η πηγή που τα προσφέρει κι είναι αστέρευτη".

Ευθύς ως άκουσε κείνη αυτά τα λόγια άλλαξε μονομιάς και γλύκανε χαμόγελο στο πρόσωπό της. "Κοπιάστε το λοιπόν. Για λίγο, έστω".

Και πέρασαν στο μεγάλο αρχοντικό, πρώτος ο Διδάσκαλος, ύστερα ο Περικλής με τον ιδρώτα να βρέχει τα πόδια του, πιο ύστερα ο Δημήτριος με το σφαλιστό του στόμα και στερνός ο Μάριος πού' χε από ώρα και καλόβλεπε τη γυναίκα.

* * *

 

Η ΑΡΧΗ ΟΛΩΝ

ΚΑΘΙΣΑΝ ΧΑΜΩ, ΣΤΟ ΔΡΟΣΕΡΟ ΤΟ ξύλο, σιμά στο ανοιχτό παράθυρο, μπροστά ο Διδάσκαλος, δεξά του ο Περικλής, ζερβά του οι άλλοι δυο αδελφοί. Η κυρά έφερε ψωμί, νερό κεράσια κι άλλα φρούτα δροσερά Έκοψε και βλόγησε ο Διδάσκαλος τα αγαθά, μοίρασε στους πεινασμένος αδελφούς, άρχισαν οι μασέλες να χτυπάνε. Κάθισε και η γυναίκα παράμερα και ήσυχα καρτερούσε. Σαν έφαγαν και ένιωσαν τη σάρκα να ψυχώνεται πάλι, άνοιξε ο Διδάσκαλος κουβέντα με την οικοδέσποινα.

"Καλή μου αδελφή, ας είσαι ευλογημένη. Τούτα τα αγαθά που απλόχερα μας έδωσες τέλεψαν το σκοπό τους. Μετά τη σάρκα όμως η ψυχή, μετά το στόμα του κορμιού το στόμα το πνευματικό. Πες μου λοιπόν πως είναι το όνομά σου;"

"Με βάφτισαν Κατερίνα, ασκητή"

"Eυλογημένη ας είσαι Αικατερίνη. Μα που είναι ο κύρης του σπιτιού; Ούτε παιδιά, ούτε υπηρέτες βλέπω. Άδειο το σπίτι, μια ψυχή τι να του κάνει;"

Σώψυχος αναστεναγμός ανέβηκε στο στόμα της κυράς. "Mονάχη μένω, κύρη δεν έχω πια, τον χώρισα εγώ με χώρισε κι εκείνος, η γέφυρα που κάποτε μας ένωνε δεν κράτησε, έσπασε, στις δυο όχτες μείναμε, στη μια εγώ, στην άλλη εκείνος. Κι όσο για υπηρέτες, τι να τους κάμω; Δε θέλουν υπηρέτες τα μνήματα"

"Γεμάτος θλίψη ο λόγος Κατερίνα", αντιγύρισε το λόγο ο Διδάσκαλος, "μα χωρίς κύρη σπιτικό δε νοείται. Νέα είσαι ακόμα, χωρίς γόνο, καλό' ναι να μην ασπρίσουν τα μαλλιά σου χωρίς χέρι αντρικό να τα χαϊδεύει".

"Νέα δεν είμαι πια γλυκόλογε ασκητή κι ούτε που θέλω χέρι αντρικό άλλο να μαγαρίσει το κορμί μου. Tάχτηκα πέρυσι στον Άγιο Πουθενά να μείνει πια το στόμα μου αφίλητο, να μείνει το κορμί αχάιδευτο".

Και τότε ο Μάριος έσκυψε στο αυτί του Διδασκάλου και ψιθύρισε. "Κακό που' ναι μονάχη η όμορφη κυρά Διδάσκαλε; Τι λες κι εσύ; Και ποιος είναι ο Άγιος Πουθενά; Πρώτη μου φορά που τον ακούω".

"Σφάλισ' το στόμα σου, για σε δουλεύω", είπε ο Διδάσκαλος και έκλεισε τη κουβέντα. Έστρεψε πάλι τα μάτια στην κυρά, καρποί οι σκέψεις που είχαν από ώρα γεννηθεί έπρεπε τώρα να μπολιάσουν την ψυχή της·

"Νωρίτερα είπες πως είμαι του Μηχανικού ο γιος, σωστά το είπες, με βάφτισαν Αντώνιο, στα πλούσια στρώματα μεγάλωσα με τη ψευτιά του κόσμου, τα χρήματα δηλαδή, του σατανά το νόμισμα να ρέει άφθονο στο σπιτικό μου. Ο πατερούλης μου ο καλός με προόριζε για διάδοχο, κείνος να φεύγει, εγώ να έρχομαι, έτσι το ήθελε, καλά έκανε. Μα, ο διάβολος δεν κέρδισε ακόμη ένα υπηρέτη του να σωρεύω πλούτη και να αθλητεύω στις ηδονές γιατί με κάλεσε Εκείνος που όταν χτυπήσει τη καμπάνα ο ήχος είναι τόσο δυνατός που η καρδιά κουφαίνεται στους ήχους του μάταιου κόσμου. Κι είχε για μένα αποστολή, Έργο ιερό, δικό Του έργο, δύσκολο μα στα δύσκολα η ευμορφιά. Κι από τότε, τον κόσμο γυρνάω γλυκιά κυρία, από χωριό σε πόλη, από βουνό σε θάλασσα. Κείνος τα βήματα οδηγεί, Κείνος μηνάει το προορισμό του ανθρώπου. Και το πρεπούμενο φέρνω σ' όποιον ο Πατέρας μου με διατάξει. Κείνος που δίψασε ήπιε νερό, κείνος που το σκοτάδι είχε σύντροφο παντοτινό ανάβλεψε, κείνος που'χε μάγουλα κόκκινα μπροστά στη κόρη, κόρη παντρεύτηκε κι ευφράνθηκε η ψυχή του. Tούτη' ναι αν θες με λόγια απλά η μεταλλαγή που ευαγγελίζομαι Τυχαίο δεν είναι να περάσω το κατώφλι τούτο αδελφή. Κι όπως θωρείς, δεν είμαι μόνος", είπε ο Διδάσκαλος κι έδειξε με το χέρι τους καλούς συντρόφους.

Άνοιξε γέλιο καρδιακό, κακαριστό η γυναίκα, γέλασαν όλοι, πιο πολύ ο Μάριος που' χτιζε μέσα του ελπίδες. Κι όπως γελούσε η κυρά τράνταζε το ριχτό της, φάνηκαν μονομιάς τα άσπρα μεριά της. Κοίταξε ο Περικλής το Μάριο κι εκείνος το Δημήτρη κι ύστερα όλοι μαζί την προικισμένη σε ομορφιές γυναίκα.

"Μεταλλαγή μου' παν πως διαλαλείς, προξενητής μου προέκυψες, να' σαι καλά άγιε ασκητή, μ' έκανες και άνοιξε η καρδιά μου. Μα σαν να πέρασε η ώρα βλέπω και δουλειές πολλές έχει τούτο το θηρίο", είπε και άλλαξε πάλι διάθεση η γυναίκα.

"Μη βιάζεσαι, λόγος ακόμα πρέπει να ειπωθεί καλή μου Κατερίνα. Να, ο αδελφός ο Μάριος από δω, γλυκοιτάζει σε από την πρώτη ώρα. Την επιστήμη ξέρει του νόμου του ανθρώπινου, ερμηνεύει τις Γραφές σωστά, μα πιάνουν και τα χέρια του. Μονάχος είναι, κορμί γυναίκας λαχταράει μα και συντροφιά ως τα βαθιά γεράματα. Πάρ' τον, δοκίμασέ τον κι αύριο μου λες την τελική σου λέξη".

Σηκώθηκε απάνω η κυρά, κοίταξε τον Διδάσκαλο κι ύστερα έσυρε το βλέμμα της στον Μάριο που χτυποκαρδούσε. "Χρόνια πολλά με μαστιγώνει η μοναξιά, αβάσταχτε έχει γίνει. Αν είναι όπως τα λέει ο Δάσκαλος, δε βλάπτει να υποκύψω. Μια δοκιμή' ναι καλή και μια νυχτιά ίσον καμία. Ας μείνει απόψε εδώ ο νέος κι αύριο θα ξέρεις ασκητή στα σίγουρα τι'μαι αποφασισμένη".

Όρθιος στάθηκε ο Διδάσκαλος και η μορφή του αγιασμένη έλαμπε χαρά. "Το καλό του Θεού να' ρθει στο στρώμα σας απόψε παιδιά μου. Πάμε εμείς οι υπόλοιποι, γυρτάδες είμαστε στον κόσμο, ας πάρουμε πάλι τα δρομιά".

"Σταθείτε!", διέκοψε η Κατερίνα. "Νύχτωσε κιόλας και θα' στε κουρασμένοι. Σας τάισα, σας πότισα, δε μου' ρχεται να σας αφήσω ακρέβατους τη νύχτα. Πιο πέρα είναι ο στάβλος, θα σας στρώσω κι αύριο έχει ο Θεός".

"Σας το' πα μωρέ ή δε σας τό' πα πως τούτη η κώμη είναι βλογημένη;", φώναξε χαρούμενος ο Διδάσκαλος κι ακολούθησε την κυρά. Πιο πίσω ακολουθούσε ο Περικλής και χασμουριόταν και τελευταίος ο Δημήτρης που πριν βγει απ' το σπίτι πλησίασε τον Μάριο και του' πε με φωνή ίσα ν' ακούγεται:

"Τυχερέ, κοίτα να το χαρείς!"

* * *

 

ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ

ΞΗΜΕΡΩΣΕ Ο ΘΕΟΣ ΤΟ ΚΟΣΜΟ κι εύρε τους μαθητές ναρκωμένους σε ύπνο ανάλαφρο, μαυλιστικό πάνω στ' άχερα του στάβλου. Κι εύρε και τον Διδάσκαλο να διαλογίζεται τα ορατά και τ' αόρατα του κόσμου τούτου και του άλλου, ξυπνός από ώρα, καθιστός σε άβολη στάση. Μπήκε η κυρά να φέρει γάλα φρέσκο και λίγο ψωμί. Σαν είδε τον ασκητή στη θέση αυτή τα σάστισε. Τα μάγουλά του είχαν χάσει το αίμα τους, τα μάτια του γυρισμένα ανάποδα. Ασυνήθιστη των μοναχών τη δούλεψη να βλέπει, ταράχτηκε, είπε να του μιλήσει μπας και συνέλθει.

"Μέρα καλή ασκητή. Λιγάκι γάλα αφήνω για σένα και τα παλικάρια". Μα εκείνος δεν την άκουσε. Βαθιά συλλογή είχε, ταξίδεμα αλαργινό και δεν έπαιρνε ενόχληση. Κι ύστερα, λες κι άνοιξαν οι πόρτες του κόσμου αυτού του σάρκινου και φύσηξε αγέρας δροσερός, ήρθε στα συγκαλά του και ανακάθισε. Πήρε το χρώμα του λιγάκι να ροδίζει και χαμογέλασε γλυκά στην πρωινή γυναίκα.

"Καλή σου μέρα με ευλογία ανοιχτοχέρα αρχόντισσα. Ύπνο γλυκό μας δώρισες σαν τα αγαθά τα χθεσινά. Να' σαι καλά". Κι ευθύς αμέσως πήρε τη κούπα με το ολόδροσο το γάλα, έβρεξε τα ξεραμένα χείλια, η καρδιά χτύπησε φχαριστημένη. "Τα αδέλφια μου κοιμούνται ακόμα, γι' αυτό λόγο δικό σου θέλω, εμπιστευτικό κυρά μου. Ήταν η νύχτα σου πλασμένη κατά το ποθούμενο, τρεις θα φύγουμε από δώ ή πάλι τέσσερις;"

Έγειρε το κεφάλι η γυναίκα, κοίταξε τα σώματα των αδελφών, άκουσε ρόγχο, ικανοποιήθηκε. "Λίγη η νύχτα, μια σταλιά ασκητή. Σύρτε στους δρόμους, κάνε δουλειά σου, άστε με μένα, ακόμα απόφαση δε πήρα. Μα το απόγιομα να μούρθετε ξανά και ή θα στον δώκω πίσω τον λεβέντη ή που σε γάμο θα σας κάνω πρώτους καλεσμένους".

Σμίξαν τα φρύδια του Άγιου. "Άλλη απάντηση καρτέραγα αδελφή μου μα, ως έχει θα υπακούσω. Δρόμους θα πάρουμε, λόγια θα πούμε όμορφα στα σπιτικά και τις πλατείες όλοι ν' ακούσουν κι όσοι το θέλουν κι όσοι δεν το θέλουν. Ίσα να γύρει ο ήλιος ξεπνεμένος θα'χουμε γυρίσει".

Έβαλε φωνή δυνατή, "ξυπνάτε αδέλφια, σας περιμένει ο Θεός να αρχινίσει τη δουλειά του!" κι αμέσως η γυναίκα πισωπάτησε και έφυγε να μην την δούνε οι χαυνωμένοι άντρες και ντραπούνε.

* * *

 

ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ

ΠΛΟΥΣΙΟ ΤΟ ΔΕΙΠΝΟ ΕΙΧΕ μπροστά τους όλα τα αγαθά. Κάθονταν κι έτρωγαν οι αδελφοί, μιλιά δεν είχε βγει απ'το στόμα. Μαζί τους έτρωγε πιο κει κι η Κατερίνα. Κι είχε το πρόσωπό της μια γλύκα διαφορετική λες κι είχε απλώσει ο έρωτας μια ανάσα νιότης στο κορμί της. Μέρεψαν λες τα νεύρα της, ίσιωσε η φωνή της, πιο θηλυκιά από χτες φαινόταν σ' όλους. Μάζευε κάθε τόσο τα περισσευούμενα από το φόρεμά της, φαίνονταν οι λευκοί αστράγαλοι Ο ωραίος Μάριος πιο πέρα καθισμένος, έτρωγε με όρεξη ταύρου, για δυο αδελφούς, διπλή, τριπλή μερίδα. Χλομό τον είδαν οι αδελφοί και στην αρχή γελούσαν μεταξύ τους. Μα του προσώπου η αναιμιά ήταν και στην καρδιά, αμίλητος, ακουβέντιαστος. Δεν πείραζε τον Περικλή ως συνήθως και στον Δημήτρη είπε μόνο "γεια σου αδελφέ μου". Πολύ στενάχωρος ήταν ο Διδάσκαλος, δεν ήθελε τη θλίψη στη καρδιά των αδελφών. Κοίταζε την κυρά, ήξερε ότι κείνη είχε φέρει τη σιωπή. Κι ύστερα σαν να' θελε να διώξει της αμιλησιάς το δαίμονα, έριξε το δόλωμα που εργαζόταν στ' αυτιά της οικοδέσποινας.

"Τρώτε γοργά, να σείονται οι μασέλες. Φεύγουμε αδέλφια απόψε! Γλυκιά η νυχτιά, καλοκαιράκι. Ο μουσαφίρης μιας νυχτιάς καλός μα όχι πάρα πέρα. Τρώτε λοιπόν, τη σάρκα σας στηρίχτε, έχουμε δρόμο μπροστά μας και σκοτάδια".

Ευθύς ως τ' άκουσε αυτά η κυρά ανακάθισε, άγρια ματιά έστειλε στον Άγιο, φωνή σήκωσε. "Δε πάτε πουθενά, πουθενά σάς λέω. Η νύχτα έχει ορμήνιες άσχημες, άλλο να ήταν μέρα. Που θα πλαγιάσετε, πολύ είστε όλοι κουρασμένοι. Λέω να μείνετε, ναι, μια νύχτα ακόμα".

Γέλασε από μέσα του ο Διδάσκαλος πολύ ευχαριστημένος. Έπεσες στη παγίδα το λοιπόν, σκέφτηκε μα δεν έβγαλε μιλιά. Γύρισε προς τη γυναίκα λόγο αλλιώτικο. "Οι γρίφοι δε μ' αρέσουνε κυρά μου. Είπες απόφαση πως πήρες και σωστό δεν είναι το λόγο να μην τον κρατάς άμα τον δεσμευτείς. Έχε τα θάρρητα και πες μας την όποια απόφαση να δούμε και να πράξουμε".

Ανασεμιά προηγήθηκε και ύστερα ο λόγος της. Έριξε βλέμμα χαμηλό στον Μάριο, τον είδε να μην την ελέγχει, πήρε το θάρρος, μίλησε. "Γλυκέ ασκητή, καλά το είπες όποιος τον λόγο πάρει να τονε κρατά. Μα, συγχώρα με, ακόμα είμαι μπερδεμένη. Τι το' θελες σε πειρασμό να βάλεις ένα κορμί ταγμένο στον Άγιο Πουθενά; Καλά να πάθεις. Πολλά είναι τα χρόνια που' χε χέρι αντρικό να με αγγίξει, σάστισα, οι λογισμοί μου ακόμα σε κουβάρι. Θέλω λοιπόν να πω, αδοκίμαστος θα μείνει ο μορφονιός ο Μάριος, με το σταράτο δέρμα αν μείνει μόνη του η μυρωδιά στο στρώμα μου. Κι αν πεις για τέχνη ερωτική, πολύ ενωρίς να πω άλλα ακόμα. Μα, θα' θελα ο φαλακρός με το βοϊδίσιο βλέμμα, τα χοντρά ποδάρια, την ευγενική μιλιά, απόψε να με συντροφέψει. Πιο στέρεα γνώμη να έχω ως αύριο σχηματίσει. Συμπάθα με ασκητή, γυναίκα είμαι, χώμα, πηλός, μη κρίνεις από σένα"

Άνοιξε ο Περικλής το στόμα του, του το' κλεισε ο Δημήτρης μην έμπουν μύγες μέσα. Σμίξαν τα φρύδια του Μάριου μα δεν έβγαλε κουβέντα. Το βλέμμα του Δάσκαλου σα μέρα βροχερή. Τα μάτια του δυο κάρβουνα αναμμένα.

"Τέτοια που λες δεν ήθελα ν’ ακούσω Κατερίνα. Τι είναι ο άντρας λοιπόν, να μπει σε παλαίστρα ερωτική κι αν βγει νικητής έπαθλο παίρνει εσένα; Πολύ με σύγχυσες μα απόφαση εγώ δεν παίρνω. Κριτής σε άλλου το κορμί, τη σκέψη, εγώ δεν κινδυνεύω. Να οι αδελφοί, να και οι λογισμοί τους".

 Ο Μάριος κοίταξε τον Περικλή κι εκείνος ξεροκατάπιε. Είπε να πει κουβέντες μα δεν έβγαιναν από το στόμα. Τι μπέρδεμα, τι ρούφουλας, μα κι απ'την άλλη σκεφτόταν τα λευκά σφυρά της Κατερίνας στο όμορφό της στρώμα και αγλειφόταν.

"Τι γνώμη έχεις αδελφέ;", Ρώτησε τον Μάριο.

"Κάμε ό,τι θέλεις, εμπόδιο δεν σου γίνομαι. Ο Δάσκαλος για μας, εκείνον ρώτα". Άλλο δεν μίλησε, ο Δάσκαλος σιωπούσε. Κοίταξε και την Κατερίνα. Τι είχαν τα μάτια της το βράδυ αυτό και δεν μπορούσε να καθαρίσει ο νους; Τι' χε το δέρμα της, πιο λευκό κι απ' τη ζύμη, πιο λαχταριστό κι απ' το ζεστό ψωμάκι του Θεού; Αχ, Κύριε, έπλασες τον άντρα έπλασες τον Παράδεισο μα σαν έπλασες την γυναίκα σιμά στον Παράδεισο στήθηκε η Κόλαση.

"Έρχομαι κυρά μου, αδελφέ μου, συγχώρα με", είπε και σηκώθηκε όρθιος.

"Πάμε αδέλφια, εμείς στο στάβλο κατοικούμε, το μάθαμε πια", είπε ο Διδάσκαλος και αφήκαν τους δυο εραστές στης νύχτας τα σκιερά παιγνίδια.

* * *

 

ΤΟ ΙΔΙΟ ΒΡΑΔΥ ΣΤΟ ΣΤΑΒΛΟ

ΕΙΧΕ ΚΑΘΙΣΕΙ Ο ΥΠΝΟΣ ΣΤΑ βλέφαρα του Δημήτρη, πιο μικρός, πιο  ευαίσθητος από τους αδελφούς, κοιμήθηκε αμέσως. Μα ο Μάριος είχε βαριά ανάσα, βογκητό, αδύνατον να βρει ησυχία. Είδε το Δάσκαλο στο στρώμα του να ετοιμάζεται άσκηση να κάνει, πήρε το θάρρος, τον πλησίασε.

"Διδάσκαλε, συμπάθα με που σ' ενοχλώ μα ο ύπνος δεν έρχεται απόψε".

Γύρισε το βλέμμα γλυκό και το λόγο γλυκύτερο ο ασκητής στο μαθητή του. "Το ξέρω αδελφέ μου. Σε περίμενα να' ρθεις να μου μιλήσεις. Έχει η καρδιά σου φόρτωση, έλα λοιπόν, μη λογαριάζεις την κούρασή μου, δώσε μου το βάρος, αντέχω".

Κι ευθύς ο Μάριος ξέσπασε σε κλάμα γοερό, άνοιξαν οι κρουνοί σταματημό δεν είχε. Μούσκεψε ο ώμος του Άγιου, πέρασε ώρα μέχρι να συνέλθει. "Συγχώρα με Άγιε ασκητή, ανάξιος, ανάξιος φάνηκα! Σε ντρόπιασα, συγχώρα με", έλεγε και ξανάλεγε μες στ' αναφιλητό του.

"Έλα, στον άντρα το κλάμα με το μέτρο Μάριε", τον μάλωσε ο Δάσκαλος για να τον συνεφέρει. Πόναγε η καρδιά η δική του πιο πολύ μα δεν έπρεπε να του το φανερώσει. "Πες μου τι έφερε η νύχτα η χθεσινή στο στρώμα της γυναίκας. Πες μου πού στάθηκες πολύς και πούθε λίγος, όλα τ' ακούει ο Δάσκαλος, έλα, άσε και λίγα δάκρυα γι' άλλη φορά"

Και τότε, σφούγγισε τα δάκρυα απ’ τα κόκκινα μάτια ο Μάριος και άφησε χείμαρρο τις λέξεις δίχως μπόδεμα να αλαφρώσει η καρδιά. "Μέγαιρα αυτή η γυναίκα Άγιε, Θεέ μου συγχώρεσέ με! Μέγαιρα, λάμια ερωτική, μεδούλι δε μου αφήκε! Χίλιοι δαιμόνοι κατοικούν στο ωραίο της κορμί, ο Πονηρός ο ίδιος! Κι ανάμεσα στα μακροπόδαρά της, είδα τη Κόλαση και τον Παράδεισο μαζί! Κι άγγελος να' σαι θα λυγίσεις στη φωτιά της, κι άγιος να' σαι θα προσκυνήσεις τα καπρίτσια της. Σάλεψε ο νους μου Δάσκαλε, τα λογικά μου είχα χάσει ώσπου να φέξει. Το κορμί μου ξεμεδουλιασμένο δεν κράταγε άλλο κι εκείνη ζήταγε να της σβήσω την άσβεστη ακόμα πύρα! Που να τη βρώ τη δύναμη Άγιε, άνθρωπος είμαι, στάχτη, αγέρας. Σαν έφεξε ο ήλιος μ' άφησε να χαρώ το στρώμα, ο ύπνος ο αδελφός να με κουρνιάσει. Μέχρι το μεσημέρι κοιμήθηκα κι  ύστερα με τάισε τα αγιοβότανα τα δυναμωτικά κι άρχισε πάλι να χορεύει σα τη Σαλώμη στο κορμί μου. Μέχρις να' ρθείτε παρά λίγο να αποκάμω κι εκείνη ακόμα ρούφαγε από το μέλι αχόρταγα! Ο ίδιος ο Εωσφόρος την κατέχει σου λέω Διδάσκαλε, Δυνάμεις σχωράτε με!"

Κούναγε το κεφάλι ο Δάσκαλος, χάιδευε στοργικά τον πονεμένο αδελφό, πολλά περνούσαν απ' το λογισμό του μα κράταγε το λογαριασμό. Κι αργότερα, βλόγησε τον καλό αδελφό, τον έβαλε για ύπνο, να' ρθεί ο σκότος να τον συντροφέψει, μέχρι την αυγή να' χει αγαλλιάσει η ταραχή. Ένιωσε κούραση κι αυτός, γονάτισε, έψαλλε έναν ύμνο, είπε δυο λόγια ακατάληπτα, δικά του, έγειρε στο ταπεινό αχυρόστρωμα και κοιμήθηκε.

* * *

 

ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ, ΓΥΡΩ ΣΤΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ

ΑΡΑΖΕ Η ΚΥΡΑ ΤΑ ΩΡΑΙΑ ΠΟΔΑΡΙΑ της στο κεντητό της στρώμα και έπαιρνε ρώγες το σταφύλι, δρόσιζε ο στόμας της, φραινόταν η ψυχή της. Που' ταν τα νεύρα, οι φωνές, οι απειλές της πρώτης μέρας; Ταξίδι είχαν φύγει, κανείς δεν τα' χε ξαναδεί. Έτρωγε ο Διδάσκαλος σκυφτός, ανόρεχτος, μασούλαγε και καμιά τρίχα απ' το δασό σαγόνι του, ήξερε τι λόγια θα' βγαιναν από της μητρομάνας τα σωθικά. Τους λογισμούς γυναίκας δεν μπορείς να ξέρεις, ενέργεια διαβόλου, σκοτεινή. Μα κείνος ήξερε τι του' μελε να ακούσει τώρα, σε λίγο και άφηνε κανά μουγκρητό να του ξεφύγει, να αλαφραίνει. Έτρωγε ο Μάριος, ήσυχος κι αυτός μονάχα ακόμα θλιμμένος. Μαζί του, συντροφιά στενή ο Δημήτρης που' ριχνε καμιά ματιά δειλή στα τροφαντά καπούλια της γυναίκας. Κι ο Περικλής, που' χε στη πλάτη του μια νύχτα ολόκληρη κι ένα πρωινό στο στρώμα της κυράς είχε αρπάξει το αρνάκι απ'το σβέρκο και' μοιαζε με λιμάρη πού' χει να δει φαί μήνες ολάκερους. Αρπάζαν τα παχουλά του δάχτυλα, σχίζαν το κρέας, έπιαναν σειρά οι μασέλες ύστερα ο στόμαχος. Κοίταζε που και που η γυναίκα τον καραφλό εραστή της, γέλαγε φχαριστημένη. Κι ύστερα βαριέστησε την αμιλησιά και είπε να της δώσει μια με τη φωνή της να την χαλάσει.

"Να' σαι καλά ασκητή που' ρθες στο σπιτικό μου. Αν άνεμος σ' έφερε να μου το θυμηθείς να ψέλνω τους ανέμους. Αν σ' έφερε η λιακάδα να γίνει ο ήλιος για μένανε θεός να τονε προσκυνάω. Αν πάλι σ' έφεραν οι θολοί σου, ασκητάρικοι λογισμοί που εμείς οι άνθρωποι της μέριμνας αδύνατον να εξηγήσουμε, κάνε τους μια προσευχή και πες μου τη να την έχω προσκέφαλο το κάθε βράδυ. Με λόγια απλά, γυναικεία, να τα λέω, να χαίρομαι. Πως χθες και σήμερα δεύτερο άντρα είδε το στρώμα μου, θάμα για μένα, Άγιε, συγχώρα μου της σάρκας την ανάγκη. Φταίει άραγε ο καρπός ή το δέντρο που τον χτίζει; Και σήμερα πιο διάφανη είναι η καρδιά μου, πιο στέρεη, πιο κοντινή η απόφασή μου".

Έπαψαν όλοι το φαΐ κι άκουγαν τα λόγια της γυναίκας. Ο Δάσκαλος έτριβε το παχύ το μούσι του απάνω στο πιάτο του και είχε την λέξη στον στόμα.

"Ωραία μας τα' πες Κατερίνα, γάργαρα τρέχουν οι λέξεις της ευγνωμοσύνης από κει που πριν δυο μέρες βγήκαν απειλές κι ήθελες να μας διώξεις. Στα πρώτα ο όμορφος αδελφός Μάριος σ' ανάστησε, γυναίκα σου θύμισε ότι είσαι κι όχι μοναχή, σ' έφερε στα καλά σου. Και ο αδελφός ο Περικλής, με το σεμνό το στόμα, το αντρίκειο σώμα σου' δωσε το περίσσευμα, και σε θωρώ σήμερα αρχόντισσα πιο καλά κι από βασίλισσα. Πες μας λοιπόν, στο δοκιμαστάρι τους έβαλες, δικαστής στου έρωτα τη τέχνη τους έστησες μπροστά σου, ποια απόφαση κατέληξες, να φύγουμε οι άλλοι, γιατί έχει κι άλλες πολιτείες ο Θεός θέλουν κι αυτές σαν τη βροχή, το λόγο της 'μεταλλαγής' να τους δροσίσει. Ο ασκητής που τεμπέλεψε και θρέφει το κορμί στον ίδιο τόπο, είναι χαμένος, σαπίζει ο νους του, οι προσευχές αραιώνουν, αρχίζει η σάρκα και του λέει τι και πώς. Η άσκηση η μόνη του τροφός, γυναίκα, φίλη και αδελφή η ταλαιπωριά και η σκόνη του αγέρα".

Γύρναγε βλέμμα ο Περικλής πότε στο Δάσκαλο και πότε στη κυρά, η απόφασή της αγωνία μεγάλη γι' αυτόν. Κι ο Μάριος είχε στυλώσει το μάτι του στην Κατερίνα, στοχαζόταν τις ώρες που τον μάλαξε στο στρώμα της, καρτέραγε την τελική της γνώμη. Μόνο ο Δημήτρης είχε κρυφτεί παράμερα και όπως το συνήθιζε, κουβέντα δεν έκανε να πει.

"Μ' αρέσει να σ' ακούω Άγιε, καλά το λένε ότι ξέρεις τις λέξεις να διατάζεις. Θα'ρθω και στην απόφασή μου μα όχι απόψε και μη μου θυμώσεις. Τι το' θελες να'χεις μαζί σου τρεις και όχι δύο μαθητάδες; Δε λέω, όμορφος ο πρώτος, ο ψηλός με του Άδωνη το σώμα, πιο βάρβαρος ο δεύτερος, πιο αψύς, σαν αγροτάρης, σαν βοσκός, το θέλει κι αυτό η γυναίκα. Μα από την πρώτη μέρα εντύπωση μου έκαναν τούτου του νέου, του τρίτου στην παρέα σας τα πλανεμένα μάτια, μιλιά δεν έβγαλε, κουβέντα ακόμα να ακούσω από τα χείλη του, μα πρόσεξα, γυναίκειο μάτι βλέπεις έχω, όλα τα κόβει στη στιγμή, πως κοίταζε συνέχεια τις γάμπες μου και μου άρεσε αν θέλεις την αλήθεια. Δώσ’ μου τον Δάσκαλε καλέ, μια μέρα του Θεού είναι ακόμα ο κόπος σου χαμένος δεν θα πάει Αύριο τέτοια ώρα σου το υπόσχομαι και σε κοιτάω στα μάτια, τη γνώμη την οριστική θα έχεις, να το ξέρεις, τέταρτο να μου προξενέψεις δεν έχεις, τι φοβάσαι;"

Πετάχτηκε όρθιος ο Δημήτρης, αλάφιασε, η καρδιά του λες κι ήθελε να σκίσει το κορμί να' βγει απόξω. Άγλειψε τα ξεραμένα χείλη του, η ανάσα του έγινε σα ζώου σερνικού. Γουρλώσαν τα μάτια του, κοκκίνισε η μούρη του, οι αδελφοί δεν τον είχαν ματαδεί έτσι. Τον έπιασε απ' τον ώμο ο Δάσκαλος, δυνατό το χέρι του σαν ήθελε, τρόμαξε ο Δημήτρης, έκατσε πάλι κάτω, μα ήρθε σιμά στον Άγιο, να παίρνει δύναμη, να είναι ασφαλής. Πήρε φωνή αυστηρή ο ασκητής, σκύψαν κεφάλια οι άλλοι.

"Άκου κυρά μου, τα αγαθά που έδωσες ο Θεός θα στα πλερώσει, γι' αυτά σε φχαριστούμε. Ήρθαμε της Θείας Mεταλλαγής σποριάδες μακρινοί, φτωχοί και κουρελήδες, στάχτη απ' τη στάχτη του Θεού, έτσι κάνουμε μήνους, χρόνια, δεν κουραστήκαμε, πάλι στάχτη θα γίνουμε, σε άλλους τόπους, πρόβατα και θα μας οδηγήσει ο Καλός Ποιμένας. Σε γνώρισα απ' την καλή δυο μέρες τώρα, ο διάβολος, με συγχωρείς, ν' ακούσεις την αλήθεια, φαίνεται κυβερνάει το λογισμό και το λευκό κορμί σου. Άσχημος σύμβουλος, κατακτητής μαυλιστικός, κι εγώ τον πολεμάω με όσα ο Πατέρας μου όπλα μού έχει δώσει. Ο πόλεμος από του Κάιν τη φλέβα έχει που κρατάει, δε σε κατηγορώ ούτε γι' αυτό, γυναίκα είσαι. Σ' άκουσα χτες, είπες απόφαση θα πάρεις, μας γέλασες. Σ' άκουσα σήμερα, πάλι τα ίδια. Να υποτάσσεται ο άνθρωπος στου Θεού τα βίτσια, είναι γραμμένος, αλλιώτικα δεν μπορεί να κάνει. Να υποτάσσεται άντρας στης γυναικός το άστατο βούλευμα, μοιάζει με καράβι σε θύελλα δίχως καπετάνιο. Ανεπίτρεπτο, δεν περπατάει ο κόσμος έτσι. Μέσα μου κι άλλος πόλεμος τώρα, καθώς ετούτος ο νεαρός παρθένος είναι, άλλο απ' της μάνας του δεν έχει δει βυζί, άλλο απ' της μήτρας που τον γέννησε δεν έχει ζήσει θέρμη. Σαν μπει στο κάστρο το δικό σου κι ύστερα τον διώξεις, κακό ασύλληπτο θα κάνεις, για πάντα θα σε μνημονεύει, ο θεός του εσύ θα γίνεις, πάει ο αληθινός Θεός, ξόφλησε για κείνον. Κι όπου μακριά κι αν τονε σύρω, σένα θα τραγουδάει κάθε ημέρα, κάθε νυχτιά, σε κάθε βήμα του το ένα ποδάρι θα γυρνάει στο τόπο σου. Μεγάλη ευθύνη να στον μπιστευτώ, είναι ο Βενιαμίν του αδελφάτου μου, ο πιο γλυκός μου αδερφός, σχεδόν για γιό τον έχω'.

Ακούγαν όλοι σιωπηλοί, η κάθε λέξη του Δασκάλου χάραζε στο μυαλό τους. Σκυφτός ο Μάριος, ακουβέντιαστος, το ίδιο ο Περικλής σκυμμένος ήταν κι η καράφλα του γυάλιζε στου χτύπους την λυκόφωτη αχτίδα. Μα ο Δημήτρης ένιωθε τώρα ο εκλεκτός, δεν ήθελε να μείνει αυτός απ' έξω. Τα κάλλη του έρωτα 'θελε να γευτεί κι αυτός, γυναίκειο χάδια στα μεριά του, στα στήθια του να' ρθει επιτέλους η χαρά, να λέει αργότερα ερωτικά τραγούδια μαζί με προσευχές. Έσκυψε προς το Δάσκαλο που ξεφύσαγε μαυρισμένος απ' τις σκέψεις κι όσα είχε πει και του είπε με δύναμη που δεν πίστευε ότι είχε.

"Αγαπημένε Δάσκαλε, το ξέρεις, τη ζωή μου για σένα όποτε θες μπορώ να δώσω. Όταν με κάλεσες δεν σκέφτηκα στιγμή να ακολουθήσω. Θυμάμαι πάντοτε και κλαίω κείνη τη μέρα που συναντηθήκαμε, εγώ σε τόπο αφιλόξενο, μονάχος, πιο μοναχός κι απ’το σκοτάδι, σιγαλά να τραγουδώ, η μόνη παρηγόρια μου, φωνή να βγαίνει απ’τη ψυχή αντί να βγει μαχαίρι να στραφεί στον εαυτό μου που ένιωθα κιόλας βάρος ασήκωτο. Κι ήταν εκείνο το τραγούδι μου μια προσευχή, ο Κύριος να κάνει ένα θάμα, να σωθώ κι εγώ ο πεντάρφανος, να μη χαθώ. Κι εσύ εμφανίστηκες, σταλμένος από Κείνον, το δίχως άλλο, έγινε το θάμα, το χέρι σου μου άπλωσες, το’ σφιξα στο δικό μου, λέξη δεν είπες, δε χρειαζόταν κοντά σου ήρθα γοργά, ούτε λεπτό δεν άφησα χαμένο. Κι από τη μέρα εκείνη που ξαναγεννήθηκα, τ’ άγια χέρια σου σαν με ακουμπάν νομίζω είναι ο κεραυνός και σύγκορμος ριγώ, τον άγιο λόγο σου όταν ακούω, τραγούδι της νυχτιάς νομίζω είναι και αποκοιμιέμαι στα ουράνια σύννεφα. Τη θέλησή σου εκτελώ με μια ματιά σου, χωρίς λόγο να βγάλεις, θέλω μονάχα εσέ να ευχαριστώ. Ποτέ μου χάρη δε σου ζήτησα καμία. Μονάχα τώρα θέλω αυτή τη χάρη να μην την αρνηθείς σ' αυτόν που λες ότι είναι γιος σου. Παίρνω τα θάρρητα και στο ζητώ, θέλω με την κυρά κι εγώ να κοιμηθώ, πρώτη φορά να μάθω πως ψέλνουν τον έρωτα οι ανθρώποι, άνθρωπος κι εγώ Δάσκαλε, χώμα κι εγώ, σάρκα κι αυτή ζητάει αυτά που έχει στερηθεί. Πρώτη φορά που έτσι σου μιλώ, συγχώρα με, άλλο δεν θα πω, στη σιωπή την όποια απόφασή σου θα υπακούσω".

Όρθιος στάθηκε ο ασκητής, νέφη σκεπάζαν το ωραίο του πρόσωπο, τα λόγια του μικρού του μαθητή σαν βέλη είχαν ματώσει τη καρδιά του. Σήκωσε η σάρκα του φωνή, τον κυρίεψε ο πόθος, δεν έφταιγε. Μόνο που άλλα είχε σκεφτεί για κείνον, άλλα του ετοίμαζε που μόνο το άσπιλο, αφίλητο κορμί μπορεί να κάνει. Μα, δεν μπορούσε να αρνηθεί. Καταραμένη τι ώρα που' χε αυτή τη πόρτα βροντήξει, καταραμένη η στιγμή που' θελε τον προξενητή να κάνει, αυτός'χε το σφάλμα όχι οι αδελφοί. Πρόβατα υπάκουα εκείνοι, κείνος τους έμπασε στου λύκου τη φωλιά.

Κοίταξε την γυναίκα ολόισια στα μάτια, τον κοίταξε κι εκείνη μια στιγμή, μετά κατέβασε το βλέμμα, ύστερα τον Δημήτρη που κάθονταν σκυφτός και κάτι μόνος του μουρμούραγε. Και τότε έβγαλε την κρίση του, κι ο Θεός βοηθός.

"Τα πρώτα βήματα, γυναίκα, του ανθρώπου στη ζωή ευαίσθητα, σαν το κλαράκι στου ανέμου την χαλάστρα διάθεση. Κρατάει ο πατέρας το κορμί μη πέσει, στεριώνει τα λιγνά καλάμια να' ναι το βήμα όπως πρέπει, έτσι κι ο Ουράνιος Πατέρας τα όμοια κρατάει τη ψυχή μη πέσει σαν το δρόμο Του θελήσει να πορέψει, ξέρω εγώ καλύτερα απ' αυτά, σου μιλάω αληθινά. Εκείνος κρίνει, Πάνσοφος, Κείνος μηνάει, εμείς τα όργανα, παίζουμε το σκοπό. Θέλει ο γλυκός μου γιος να σε ακολουθήσει στου έρωτα το δρόμο, πάρ'τον. Μονάχα ένα σου λέω, άκουσέ το Κατερίνα. Μην τον αφήσεις αύριο πιο μόνο από σήμερα. Τα βήματά του αμάθευτα, πρώτα και ασίγουρα, κοντά του να' σαι, δυνατά τα μπράτσα σου, ο έρωτας ν' ανθίσει ευγενικά δίπλα στο δικό σου δέντρο το έμπειρο. Όποια η απόφασή σου, δε σε δεσμεύω, μα μην τον σπάσεις κι ύστερα δεν μπορώ να τον κολλήσω. Έρχεται μέσα σου κείνο που θέλω να σου πω;"

Σήκωσε το βλέμμα τι γυναίκα, τι φωνή της σιγαλή, σεμνή, στρωμένη. "Στο υπόσχομαι ασκητή. Συγκλονισμένη είμαι απ' όσα ακούω, να ξέρεις, καλύτερη με αφήνεις αύριο ό,τι κι αν γίνει απ' ό,τι με εύρες. Άσε μου τον παρθένο νέο σε με, καλύτερη από μένα πρωτοβγάλτρα δεν ήταν να του τύχει, πίστεψέ με. Κι ό,τι κι αν αύριο ξημερώσει ο Θεός, πιο ακέραιο από σήμερα θα σου τον στείλω πίσω.".

Μέρεψε τι μορφή του Δάσκαλου, τα χείλη χαμογέλασαν, τι φωνή του έπεσε μια οκτάβα. "Πάμε λοιπόν εμείς οι υπόλοιποι αδέλφια. Ο στάβλος σπίτι μας κι απόψε". Και σμίγοντας με τον Δημήτρη πού χε το πρόσωπό του λάμψη διαφορετική, απίθωσε το άγιο χέρι στον λιγνό του ώμο και με φωνή απαλή να μην ακούσει άλλος, δυο κουβέντες του άφησε κληρονομιά για την μεγάλη νύχτα.

* * *

 

ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΣΤΟ ΣΤΑΒΛΟ

ΕΙΧΕ ΑΠΟ ΛΙΓΗ ΩΡΑ ΠΟΥ Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ είχε μακρύνει και στο έμπα του αχερώνα, καθιστός διαλογιζόταν τα παλιά, τα τωρινά και τα μελλούμενα του κόσμου. Οι δυο αδελφοί, πεσμένοι δίπλα δίπλα στα μαλακά τα άχερα, ύπνο δεν είχαν. Κοιτούσαν τα δοκάρια στο ταβάνι λες κι ήταν τ' άστρα του Ουρανού. Στέναζε πότε πότε ο Περικλής, στέναζε ευθύς αμέσως και ο Μάριος. Σε λίγο δεν άντεχε, βάρυνε η σιωπή, πλάνταξε η ψυχή του Περικλή, λιγόλογος ήταν πάντα μα απόψε δεν κρατιόταν. Ήθελε άνθρωπο να μοιραστεί μια δυο κουβέντες, άλλος δεν υπήρχε, μόνο ο Μάριος, ούτε ήθελε άλλο κανένα. Γύρισε το σώμα του στον καλό αδελφό του, σκιές γέμισε το άτριχο κεφάλι.

"Κοιμάσαι αδελφέ; Το ξέρω, δεν κοιμάσαι. Ούτ’ εγώ. Σιγά μιλάω, ο Δάσκαλος δεν πρέπει να ενοχλείται. Έχω πολλά φορτώματα απόψε αδελφέ μου. Λες κι άλλαξε η ζωή μου σε μια μέρα, έτσι νιώθω".

Άκουσε ο Μάριος τον λόγο του αδελφού, γύρισε κι αυτός να είναι πιο σιμά του. "Κι εγώ, αλήθεια σου μιλάω αδελφέ, τα ίδια νιώθω. Ντρέπομαι να τα σκέφτομαι μα ο νους μιλάει και η καρδιά χωρίς να με υπολογίζει. Θέλω τον ύπνο να έλθει μα δεν με ακούει, μονάχος, ξυπνητός μου φαίνεται θα μείνω να συλλογάμαι την όμορφη κυρά".

"Κι εγώ αυτήνε σκέφτομαι αδερφέ μου. Παρθένος δεν ήμουνα προτού να την γνωρίσω αλλά σαν αειπάρθενο μ' έκανε να μοιάζω σαν άρχισε να μου στορεί τον έρωτα, όχι το στόμα, το κορμί της πάνω στο τριχωτό δικό μου. Δυο τρεις φορές στ'άγουρα νιάτα μου είχα πλαγιάσει με θηλυκό μα αυτή είναι πλασμένη λες απ' όλα τα θηλυκά του κόσμου. Συμπάθα με που στα ξομολογούμαι όλα τούτα αδελφέ μα αν δεν μιλήσω απόψε θα σχιστώ, θα σκάσω, ο λογισμός, το σώμα, η ψυχή γιομάτα όλα από κείνη".

Στέναξε ο Περικλής, στέναξε ο Μάριος, ντουέτο το πήγαν.

"Αχ, κι εμένα αδερφέ μου, τι τα θες, κι εμένα! Σκέφτομαι και τον αμόλευτο μικρό μας αδερφό που χαίρεται τώρα όσα εγώ προχτές κι εσύ εχθές στα άσπρα της σεντόνια. Από τη μια, δεν ντρέπομαι, το λέω, τι ζήλεια, τούτη η άρρωστη  σκιά σκεπάζει τη καρδιά μου μα απ' την άλλη χαίρομαι που ο αδερφός μπαίνει προσκυνητής νεόφυτος στου έρωτα το δώμα".

"Κι εγώ καλέ μου Μάριε, έτσι όπως το' πες, τη μια η οργή, παράπονο, που μ'άφησε χωρίς να με διαλέξει κι από την άλλη σκέφτομαι τα λόγια του Δασκάλου, βάλσαμο αλλά πια, αλίμονο, τόσο προσωρινό!".

"Σώπασε αδερφέ, μην σκιάζεσαι. Ό,τι κι αν γίνει αύριο, εμείς θα σεβαστούμε. Έτσι όπως πρέπει. Μπήκαμε στο αλώνι της και δείξαμε το δικό μας. Όποιον διαλέξει, υπακοή αμίλητη θα δείξουμε. Είμαστε αδέλφια Περικλή, για μια γυναίκα δεν θα βγάλουμε μαχαίρια".

"Να' σαι καλά αδελφέ μου, τα πιο ωραία λόγια άκουσα απόψε, εξόν απ'του Δασκάλου τις ουράνιες λέξεις. Ναι, για μια γυναίκα, όχι, ποτέ δεν θα γινούμε από αδελφοί εχτροί. Κι αν ξημερώσει άσχημα για μένα, καλά θα' ναι για σένα, άρα για όλους μας. Αυτό θα πει αγάπη. Κι αν θέλει το μικρό μας για άντρα της η Κατερίνα, χάρισμά της, στο γάμο τους πρώτος θα σύρω το χορό. Να' σαι καλά, μέρεψες τη ψυχή μου Μάριε, καλέ, ακριβέ αδελφέ μου".

"Καλή σου νύχτα, Περικλή, κι έτσι όπως είπες σήμερα κι εγώ σου είπα επίσης, όμοια κι αύριο με το καλό να πράξουμε".

Γύραν κι οι δυο στα στρώματα και πέσαν αλαφροί. Κι ο ύπνος που πριν αρνιόταν, τώρα τους αγκάλιασε γλυκός και άδειασε τον λογισμό να πάρει τη θέση του μέχρι να χαράξει.

Πέρασε ώρα, σηκώθηκε ο Διδάσκαλος από τα χάμω, ένιωσε κούραση, πλησίασε να πέσει κι αυτός. Δεν του άρεσε η μέρα που ξημέρωνε, το’ νιωθε ότι κάτι άσχημο ερχόταν. Έσκυψε, προσευχήθηκε, έλιωσε τη διάνοιά του στου Πατέρα τη φωτιά, δεν ανακουφίστηκε. Αυτή η γυναίκα είχε δύναμη πιο μεγάλη κι απ' τον Θεό τον ίδιο! "Πρέπει να βρω το δρόμο να' ρθουν πίσω τα καλά μου πρόβατα", ψιθύριζε και τον Θεό καλούσε να φωτίσει. "Δείξε μου Εσύ το πως και αυτό θα γίνει. Δείξε μου Θέ μου". Και μέχρι να σφαλίσει ο ύπνος τα άγια μάτια, η ψυχή το ίδιο έψελνε.

* * *

 

ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ. ΜΕΣΗΜΕΡΙ

ΠΡΙΝ ΓΥΡΙΣΟΥΝ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ

ΚΑΘΙΣΜΕΝΟΙ ΣΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ τα απόμερα σκιερά είναι ο Διδάσκαλος και οι δύο μαθητάδες. Ο ήλιος έκαιγε όλη μέρα, σκούρηναν τα δέρματα, ρίγιασαν τα πρόσωπα, δίψασε το σώμα. Κάτσαν κι ήπιαν απ' τη πηγή, δροσέρεψαν λιγάκι. Ήταν κι οι τρεις τους σκεφτικοί, λίγες κουβέντες, τυπικές. Που ήταν η χαρά που κάποτε κούρνιαζε ανάμεσά τους κι ήταν λυχνάρι ακόμα και στην πιο σκοταδισμένη νύχτα; Τώρα ο λογισμός, ο κόσμος ολάκερος κείνο το αρχοντικό, η ψυχή κείνο το μπολιασμένο μ' έρωτα στρώμα, ο πόθος να την δουν ξανά. Περνούσαν γύρα οι διαβάτες, σκιές μονάχα, δίχως σάρκα. Ο Δάσκαλος τα'ξερε, δε μιλούσε όλη μέρα. Μα τώρα, είχε έρθει η στιγμή να πει εκείνα που'πρεπε πριν πάνε πίσω στο αρωματισμένο από κορμιά κι ιδρώτες σπίτι.

"Ακούστε με αδέλφια, πάντα μ' ακούτε, παράπονο δεν έχω. Πριν χρόνια από το σπίτι το ζεστό σας πήρα, σαν τον ψαρά σας τράβηξα απ' τη καλή φωλιά σας. Εσύ καλέ μου Μάριε, που ερμήνευες τα Νομικά, τα περίπλοκα, τα μπερδεμένα και πληρωνόσουν από ενόχους και αθώους για να τους έχεις την ελπίδα ζωντανή, είχες μπαφιάσει, η ψυχή σου ήταν πια κλειστή, μόλις σου ένευσα όλα τα παράτησες και ηύρες στη Μεταλλαγή το νόημα της ύπαρξης. Κι εσύ καλέ μου Περικλή, μάστορης ήσουν άριστος, χτιστάρης, οικοδόμος, τα χέρια σου έπιαναν το άψυχο και του’διναν ψυχή, το ξύλο ή το σίδερο ή τη πέτρα ακόμη. Μα ευτυχισμένος δεν ήσουνα, ήρεμος, αλαφροπάτης και σαν με είδες το’ νιωσες, η μεταλλαγή μίλησε στη καρδιά σου, όλα τα αφήκες για το δρόμο Εκείνου που’ γινε και ο δικός σου δρόμος.   Κι ύστερα, ο μικρός μας, ο Βενιαμίν, ο Δημητράκης μας, με τη ψυχή του Ορφέα, τη γλυκιά φωνή, ο ντροπαλός μας ο αδερφός που τον μπιστεύτηκε η Δύναμη σε μένα να τον περπατήσω στα μονοπάτια του Ουρανού. Ορφανεμένο τον εβρήκα να τραγουδάει μελαγχολικά ένα βράδυ σε κάποιο άθλιο ίδρυμα για την σκληρή του μοίρα και μου σχίστηκε η καρδιά. Η θλίψη της φωνής, τα λόγια της καρδιάς του, η θεία φωνή ενός αγγέλου. Μόλις τα βλέμματά μας σταυρωθήκαν, ματώσαν κι οι ψυχές μας και τα δάκρυα ποτάμι. Πατέρα με είπε πριν ακόμη με αγγίξει και είμαι, είμαστε γι’ αυτόν, να ξέρετε, ο κόσμος όλος. Παράπονο δεν έχει ο Κύριος για τον εργολάβο Του. Πρόθυμα ήρθατε, κι οι τρεις, μαζί μου να γνωρίσετε Εκείνον τον Αγνώριστο, τον Αόρατο, τον Λόγο τον κρυμμένο. Και που δεν πήγαμε μαζί, και που δεν έβγαλε η περπατησιά μας. Μέρη πολλά γνωρίσαμε, ανθρώπους μαύρους, άσπρους, καλούς και άγριους, εχθρούς και φίλους κάναμε, πάει καλά ως εδώ. Τούτος ο δρόμος, ο δικός μου, σας το' χα πει, ανήφορος και χαλικοστρωμένος. Πληγιάζει η πατούσα στο ανέβασμα, η ψυχή αλαφραίνει κι άντε πάλι απ'την αρχή. Από τα που’ ρθαμε στο ωραίο Περιστέρι και αράξαμε στο σπίτι της κυράς, πολλά έχουν αλλάξει αδελφοί, κι εσείς κι εγώ το ξέρουμε, το να κρυφτούμε δεν μπορούμε πίσω από το δάχτυλό μας. Πήρε ο Θεός που κρίνει τις ψυχές γυναίκας μάτια, πρόσωπο και σώμα και μας κρίνει τρία μερόνυχτα τώρα. Κίνδυνος, κίνδυνος μεγάλος αδελφοί! Έχετε τη ψυχή στ' αυτιά σας τώρα δα που σας μιλάω;"

Έγνεψαν συμφωνώντας και οι δυο, συνέχισε ο Άγιος. "Απόψε το απόγευμα ο κίνδυνος αδέρφια, παραφυλάει πίσω απ' τη πόρτα αυτής της βλογημένης. Εγώ σας έριξα στου λύκου τη φωλιά, αυτή σας δάγκασε με δόντια που δεν νιώθει το σαρκί, μονάχα η ψυχή πονάει. Μείνατε κι οι δυο από ένα βράδυ και μια μέρα και μονομιάς τη θέλετε κι οι δυο σας για γυναίκα. Και σήμερα, αχ, θεέ μου, πιότερο ανησυχώ για το μικρό αδελφάκι μας, τον ακριβό μας τον Δημήτρη, που' ναι αμάθευτος, αγνός και θα τον ξεμυαλίσει. Αν άντρες πιο μεστοί την πάτησαν σαν μαθητούδια, κείνος θα θέλει πια να μ' αρνηθεί ολότελα και να ντυθεί γαμπρός, όχι με νύφη τη ψυχή όπως κρυφά ποθούσα αλλά με την κυρά αυτή που θα τον έχει σκλάβο. Μα τώρα άλλο με καίει αδερφοί, άλλο με σιγοψήνει και ανοίξτε κι άλλο τη ψυχή, φάτε το, καταπιείτε το σαν προσευχή".

"Τι είναι αυτό Διδάσκαλε; Πολύ ανησυχούμε", είπαν κι οι δυο και έγινε η ταραχή μάσκα στο πρόσωπό τους.

"Ένας μονάχα γίνεται γαμπρός καλά μου αδέλφια, ούτε δυο, ούτε τρεις. Ένας μονάχα στης γυναίκας το στρώμα άρχοντας, ένας ο κύρης. Η απόρριψη των άλλων δυο, να τι με αργοψήνει από τα χθες που πέσαμε για ύπνο. Έψαλλα στον Πατέρα μου να δείξει τον δρόμο της λευτεριάς. Τον τρόπο το καλό να μείνουν οι άλλοι δυο αδελφοί αγαπημένοι με τον τρίτο, τον εκλεκτό της χάρης της. Να μείνει η αγάπη που ως τα σήμερα άνθιζε στη ψυχή μας κι αύριο και μεθαύριο και πάντα. Να ορκιστείτε δεν σας το ζητώ, ανόσιο να ορκίζεσαι, για τους υποκριτές μονάχα, σας το δίδαξα νωρίς αυτό. Μα δώστε μου λόγο αντρίκειο πρώτα κι ύστερα αδερφικό να μείνετε όπως είστε αν είστε, όπως κι η καρδιά της Κατερίνας γύρει στον έναν ή στον άλλο ή στον τρίτο. Υποσχεθείτε μου, γλυκά αδέρφια να μην βγουν της ζήλιας και του φθόνου τα μαχαίρια απ' τα θηκάρια και χύσουμε αίμα αδερφικό. Εμπρός, ελάτε να δέσουμε τα χέρια, υπόσχεση από καρδιάς να δώσουμε σηκωθείτε!"

Ευθύς πετάχτηκαν οι μαθητές, δέσαν σε κύκλο ιερό τα χέρια με τον Άγιο, υπόσχεση δώσαν μέσα απ' όλη τη καρδιά τους. Δόξα ο Κύριος, ερχόταν πάλι στα πρωτινά του ο κόσμος!

* * *

 

ΑΡΓΑ ΤΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ

ΕΚΛΕΙΝΕ ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ ΤΑ ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΑ βλέφαρά του ο ήλιος, δειλοπατώντας πλησίαζε η νύχτα δροσερή, να πάρει τη σκυτάλη, αιώνιο έργο. Όμορφες, καλοκαιρίσιες μυρωδιές έμπαιναν απ'τ’ ολάνοιχτο το παραθύρι του αρχοντικού στη σάλα τη μεγάλη που είχαν καθίσει πάλι, αποφαγωμένοι, οι τέσσερις.

Στο' να πλευρό ο Διδάσκαλος με τους αγαπημένους αδερφούς, απέναντι, η γυναίκα, σε κεντητές ωραίες μαξιλάρες ξαπλωμένη, σαν τη Σεχραζάτ, γυάλιζε από υγεία και ομορφάδα η ματιά της, λευκότερο από ποτέ το δέρμα της, στραφτάλιζε στις θαμπερές αχτίδες. Δειλά βλεφάριαζε ο Μάριος, κράταγε τη καρδιά του στην ιερή υπόσχεση. Ακόμα πιο δειλά κοντοκοίταγε ο Περικλής, έσκυβε το κεφάλι, πολέμαγε να ηρεμήσει τον χτύπο της καρδιάς του. Και ο Δημήτρης; Τούτος έμοιαζε νεραϊδοπαρμένος, χαμένος, σκιά του καλού αδελφού που' ξεραν όλοι. Μα είχε γλυκάνει κι η δικιά του όψη, είχε ομορφύνει λες σε μια βραδιά, είχε περάσει μέσα του το ηδονικό το μέλι.

Ο Δάσκαλος τους κοίταζε αυστηρά, το βλέμμα του σπαθί τους έκοβε την όρεξη. Υπόσχεση ιερή είχε δοθεί, απαραβίαστη, αν θέλαν ας τηνε ξεχνούσαν. Έβλεπε και τον Δημήτρη, τον αγαπημένο του και μόρφαζε στενάζοντας. Πάει η παρθενιά σου, τώρα ο κόσμος που σε γέννησε σε έχει ξανά δικό του. Στράφηκε τέλος στη κυρά, δεν έπαιρνε άλλη αναβολή τούτη η ταλαιπωρία. Μα πριν προλάβει ο στόμας να αφήκει τη πρώτη συλλαβή, το δωμάτιο πλημμύρισε ένα τραγούδι υπέροχο, μια αγγελική φωνή, απ’τον Δημήτρη που είχε καιρό ν’ακούσει κι αυτός κι οι μαθητές και ο κόσμος όλος. Σαν το ρυάκι που σαν προσέξεις να το ακούσεις μοιάζει με ένα παραπονεμένο απ’τις Νεράιδες, σκοπό, έτσι σκορπίστηκε στο χώρο ένας σκοπός θλιμμένος, όμορφος, τρυφερός, με λόγια που ήταν σαν μαχαίρια μα και σαν βάλσαμο για τη ψυχή του ανθρώπου. Θείες χορδές δονήθηκαν, φτιάξαν το ουράνιο έργο, κάλεσμα ερωτικό που σού’πιανε τη ψυχή, στην έσφιγγε, στην έκανε κομμάτια.

«Μικρή μου καρδιά

πώς αγάπησες;

πως αφέθηκες;

όταν σε άγγιξε εκείνη

πώς ρίγησες;

σαν κρίνος ένα μαγιάτικο πρωινό

για τον κόσμο της αθανασίας κίνησες

μα τώρα, αν πρέπει να χαθείς

μη φοβάσαι

και μέσα από το θάνατό σου, να ξέρεις

αθάνατη θε να’σαι…»

 

Τραγούδαγε ο μικρός και ήρθαν να κλαίνε ως και του σπιτιού τ’άψυχα αγκωνάρια. Ήτανε η φωνή τούτη σα να’ βγαινε από μυθική σπηλιά, κάποιου αλλοπαρμένου φαύνου, κάποιου τρελαμένου Σιληνού, κάποιου σαϊτεμένου κύκνου που αργοπεθαίνει και το νερό πενθεί και όλη η μαγεμένη Φύση. Και σαν σταμάτησε να τραγουδά, η σιωπή κοβότανε με το μαχαίρι. Οι χτύποι ακουγόντανε απ’τις καρδιές σαν τουμπερλέκι, ολάκερο το Σύμπαν ένα χτυποκάρδι, μια ανάσα, μια φλέβα που βροντούσε.

Είδε τα σκούρα ο ασκητής, είπε να διαλύσει τη μαγεία, να’ ρθει το αίμα στα μάγουλα, να ξεκινήσει ο κόσμος πάλι τη τροχιά του. Γύρισε, κάρφωσε τη κυρά, κείνη συνάντησε το βλέμμα του, έφτιασε το ποδόγυρό της, μάζεψε τα μαλλιά της, ευπρεπίστηκε, ετοιμάστηκε να τον ακούσει.

"Κυρά μου, δεν το περίμενα, κανείς από δω μέσα, πως θ’ άκουγα τον αδελφό μου να τραγουδάει ξανά, με αιφνιδίασε και μ’ έχει συγκλονίσει. Σπάνια τον απολαμβάναμε, αλήθεια, οι αδελφοί κι εγώ κι όταν το έκανε ήταν μόνο για τον Κύριο να Τον δοξολογάει. Και απόψε, τούτα τα λόγια… μα, ας το αφήσω τώρα, πάει, πέρασε, στο θέμα μας. Έφτασε το λοιπόν η ώρα. Πολλούς προλόγους να αποφύγουμε, φλυαρίες ανόητες δεν παίρνει η στιγμή. Καρδιές κρεμώνται από' να λόγο απόψε, το μέλλον κάποιου αδελφού αλλάζει από αύριο με μιας! Πες μας λοιπόν, έχουμε 'τοιμαστεί και θα σ' ακούσουμε". Κι ευθύς ως ξεστόμισε τούτα τα λόγια, προσευχή έριξε να είναι η απάντησή στον δρόμο που ζήτησε να του φωτίσει ο Θεός.

Ανακάθισε τι κυρά στα μαξιλάρια, έσυρε το βλέμμα μια γύρα απ' όλους, στέναξε ελαφρά, είπε να μιλήσει. "Άγιε ασκητή, συμπάθα με, από το στόμα τούτου του παιδιού πριν λίγο ακούστηκε ο Θεός να τραγουδάει, κόντεψε η καρδιά μου να σωπάσει, μα συνέρχομαι ήδη, καλώς το είπες, άλλους προλόγους ανάγκη δεν έχουμε. Αληθινά στο λέω, άργησα, πάλεψα πολύ, όλη τη μέρα ώσπου να κοπιάσετε αυτός είναι ο λογισμός μου. Απόφαση πήρα το λοιπόν και θα στην πω ευθύς".

Ζωήρεψαν τα βλέμματα, ίσιωσαν τα κορμιά, οι χτύποι της καρδιάς ακούστηκαν σαν γδούπος στο γλυκοσούρουπο.

"Μονάχα που έχω μια χάρη να ζητήσω τελευταία, για καλό ασκητή".

"Τι είναι πάλι Κατερίνα, νισάφι πια! Πες το μα να' ναι όντως για καλό!", έκραξε ο Δάσκαλος αγανακτισμένος.

Ξεροκατάπιε μαλωμένη τι Κατερίνα, βγήκε με δυσκολία ο λόγος της· "Σε σένα θέλω πριν απ' όλους την απόφαση να πω ασκητή μου. Ας μείνουν παρά έξω οι καλοί αδελφοί, αργότερα εσύ τα νέα θα τους πεις με τον σωστό τον τρόπο, όπως τα ξέρεις".

Σκοτείνιασε το βλέμμα ο Άγιος, στοχασμός του’ ρθε. "Τι μαγειρεύει πάλι αυτή η Σαλώμη; Θεέ μου, να υπακούσω, ίσως να είναι πάλι για καλό, εντάξει, θα υπακούσω". Κι έσυρε τη φωνή του δυνατή.

"Πηγαίντε καλά μου αδέλφια έως το στάβλο κι ως που να ακούσετε να τρέχει η νύχτα μια σταλιά θα σας προλάβω τα μαντάτα".

Στέναξαν δυσφορία οι αδελφοί μα υπάκουσαν. Ένας μετά τον άλλο πέρασαν το κατώφλι της κυράς, χάθηκαν στο σκοτάδι.

"Όλα σου τα καπρίτσια κάνουμε γυναίκα, το βλέπεις. Εύχομαι μονάχα να έχουμε τέλος καλό, να ημερέψω κι εγώ που αισθάνομαι βαρύ το βλέμμα του Θεού στο σβέρκο μου. Λέγε το λοιπόν, τι έχεις πάρει απόφαση;"

Σηκώθηκε η κυρά, άφησε ζεστές τις μαξιλάρες, ήρθε σιμά στον Δάσκαλο, κάθισε πάλι. Γυναίκεια, θηλυκιά μυρωδιά μπήκε στα πνεμόνια του ασκητή, δυσφόρησε με το μαγαρισμό, σύρθηκε παρά πέρα.

"Γλυκέ ασκητή, γιατί μού φεύγεις; Γυναίκα είμαι, όχι φίδι, δεν δαγκάνω. Μη γνοιάζεσαι και δεν σε μαγαρίζω. Πλάσμα του Θεού κι εγώ, μη φέρεσαι μ' αυτό το τρόπο".

Ήρθε στο νου του Άγιου στοχασμός τρομακτικός, μα δεν τόλμησε να τον ξεστομίσει. "Ύπαγε οπίσω μου Σατανά", είπε και ξανάπε στον εαυτό του, στάθηκε σε απόσταση να μην την ακουμπάει.

Έριξε βλέμμα πονηρό η κυρά στον ασκητή, άνοιξε ο στόμας της και τι φωνή βγήκε γλυκιά, μαυλιστική.

"Τρεις νύχτες και τρία πρωινά οι καλοί αδελφοί μού ζέσταναν το στρώμα. Πρώτος ο Μάριος, ο καλοκαμωμένος, ο ψηλός, όμοιος κυπαρίσσι, ζηλευτός για κάθε μια κοπέλα. Με ντελικάτα δάχτυλα άγγιξε το κορμάκι μου, έγιανε τι ψυχή μου που'χε ερημέψει τόσα χρόνια μοναχή. Η σάρκα μου λιμπίστηκε τον έρωτα, έπεσε με τα μούτρα. Μα είδα πως είναι λεπτολόγος, μυγιάγγιχτος, γκρινιάρης. Το κάθε τι το εξηγεί, ζητάει να το διαλύσει και σαν στον έρωτα μιλάς χάνεται τι ομορφάδα. Τέτοια γυναίκα δεν κάνω εγώ γι' αυτόν. Ύστερα ήρθε ο Περικλής, με τα χοντρά τα μπράτσα, την καλή καρδιά και την πλατιά φαλάκρα. Έβγαλε νύχτα, δεν μπορώ να πω, χυμούς πολλούς κρύβει τούτο το αντρίκειο σώμα. Μα, είν' στεγνός, λιγόλογος  κι εγώ γυναίκα που ζητάει και τον γλυκό τον λόγο, τον νυχτερινό. Χτες ξάπλωσε δίπλα μου ο νεότερος, ο μαθητής ο τρίτος, ο Δημήτρης. Παρθένος είπες, ναι, αλήθεια και ακόμα παραπάνω. Κανάτα ευκολοράγιστη ο γιος σου αυτός, με κούρασε ασκητή μου. Μέχρι να βρω τα χούγια του, να ανοίξω το πορτί του, ίδρωσα και δεν είμαι για να τον νταντεύω κάθε βράδυ. Μα χάρηκα τον έρωτά του καθώς σαν τη φωνή του είναι μαγικός και από άλλο κόσμο. Έτσι λοιπόν, τους χυμούς τους γλέντησα και των τριών, κάθε ένας κάτι άλλο, τούτες οι μέρες οι πιο ωραίες της ζωής μου Άγιε μου, να' σαι καλά μα κανείς τους δεν θα με κάνει δίπλα του γυναίκα νόμιμη, με γόνους, κύρης σ' αυτό το σπίτι δεν θα γίνει".

"Δόξα σοι ο Θεός, αυτός λοιπόν ήταν ο δρόμος, πως δεν το σκέφτηκα, Εσύ τα ξέρεις όλα!", έψαλλε ο Δάσκαλος και γέλασε πλατιά, ανακουφίστηκε το είναι του, πλύθηκε η ψυχή του απ' την βρωμιά που πίστευε ότι έχει μαζέψει.

"Να' σαι καλά γυναίκα, τούτη η απόφαση η πιο δίκαιη, η πιο σωστή, να' σαι καλά, ευλογημένο αυτό το σπίτι!"

"Μια στιγμή όμως Δάσκαλε!", ανέβασε φωνή η κυρά, αγρίεψε η ματιά της. "Σού'πα γι' αυτούς τους τρεις απόφαση πως πήρα μα δεν τελείωσα, βιάστηκες κι άρχισες τους ψαλμούς σου. Πάρε το Μάριο, το Περικλή, το Δημητράκη, χάρισμά σου! Μα εγώ άντρα ζητάω πια, έμαθε το κορμί μου, άντρα λοιπόν θα πάρω και σήμερα τον θέλω, αφού στον πειρασμό με έβαλες κι αρνήθηκα τον Άγιο Πουθενά, μεγάλη η χάρη του!", έκραξε η γυναίκα, σηκώθηκε τον πλησίασε, άγλειψε τα χείλη της, γυάλισε το βλέμμα της, έκανε να ρίξει από πάνω της το ρούχο!

Τρόμαξε ο Άγιος, σηκώθηκε, γούρλωσαν τα μάτια του σαν κατάλαβε τα λόγια της γυναίκας. Πισωπάτησε.

"Πάγαινε πίσω, μη πλησιάζεις! Δε μαγαρίζομαι εγώ, απ' το νου σου να με βγάλεις, Θεέ μου συγχώρεσέ την, τι κάνει δεν γνωρίζει, ίδιο με τ' άλλα αρσενικά μ’ έχει και μένα, πίσω σατανά, μην έρχεσαι πιο δώθε, πίσω σου λέω, ΠΙΣΩ! ".

* * *

 

ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΩΡΑ. ΣΤΟ ΣΤΑΒΛΟ

ΣΕ ΑΝΑΜΜΕΝΑ ΚΑΡΒΟΥΝΑ ΟΙ ΚΑΛΟΙ αδελφοί πολλή ώρα τώρα καρτέραγαν κι η υπομονή σωνόταν. Απάνω κάτω απ' τη μια μεριά του στάβλου ως την άλλη, στ' άχερα περπάταγε ο Μάριος, σκυφτός στο βλέμμα, φυσώντας ξεφυσώντας, περιμένοντας τον Δάσκαλο να φέρει το μαντάτο. "Ας είμαι εγώ", μονολογούσε, "ας είμαι εγώ κι άλλο απ' τη ζωή δε θέλω!". Πιο πέρα ο Περικλής, στην πόρτα είχε τη μούρη του κολλήσει και σημάδευε το βλέμμα του την πόρτα της κυράς. Κούναγε απ' τα νεύρα πόδια, χέρια, ίδρωνε η καράφλα του, μονολογούσε κι αυτός. "Εγώ θα είμαι, σίγουρο είναι, ποιος άλλος, Το είδα πως με κοίταγε, το βλέμμα της δε λάθεψα, για μένα ήταν. Μα γιατί ο Δάσκαλος αργεί τόσο πολύ; Καλό για κακό να το'ρμηνέψω;". Μονάχος καθιστός ο Δημήτρης, ο μικρός, ακόμα ζούσε τα όσα είχαν γίνει χτες, ο νους του στο στρώμα απάνω ήταν ακόμα ξαπλωτός και δίπλα το ορθοκάπουλο, σφιχτό λευκό της Κατερίνας σώμα να τον χαϊδολογάει, να τρέμει αυτός, να τρέμει όλο το σπίτι! "Θεέ μου, μια γυναίκα μου'φερε τον έρωτα στα στήθη και από τα χτες στα πόδια μου πόλεμος και δεν σβήνει. Ας είναι αυτή η γυναίκα της ζωής μου, κάθε νυχτιά να λιώνομαι για κείνη! Έλα Διδάσκαλε, μη το αργείς να μου το φανερώσεις, άλλο δε βαστάει η καρδιά!".

Κι έσυρε ξαφνικά φωνή ο Περικλής και σβήσαν οι συλλογισμοί ολονών. "Να'τος, αυτός είναι κι έρχεται .. μα, όχι, λάθεψε το μάτι μου μες στη θαμπάδα της βραδιάς, γυναίκας βήμα είναι, μα… τι να συμβαίνει τώρα;"

Τρέξαν οι αδελφοί στο έμπα για να δουν και αυτό που τα μάτια είδαν πλάκωσε τη ψυχή. Μονάχη η Κατερίνα ερχόταν στο σταβλί και ο Δάσκαλος άφαντος. Ο Μάριος σκυθρώπιασε, χλωμά, τρέμαν τα λόγια του, σα να μιλούσαν όλοι. "Τι σκέρτσα είν'τούτα πάλι, ο νους μου δεν μπορεί να ξεδιαλύνει. Άλλος θα' ρχόταν κι έρχεται η κυρά. Αδέλφια, μπείτε μέσα μη μάς δει και μας χαρακτηρίσει φάλτσα".

Μπήκε η κυρά στο στάβλο κι είδε τρία κορμιά κουβάρι, σα να μιλούσαν δήθεν αδιάφορα, σα να μην ήξεραν, κατάλαβε, γέλασε πονηρά. Στην αγκαλιά της είχε καλάθι, τρόφιμα γεμάτο, τ' άφησε χάμω, έπιασε φωνή.

"Γεια σας λεβέντες. Μη ταράζεστε, ησυχάστε, ο Δάσκαλος απόψε δε θα κοιμηθεί εδώ".

Πετάχτηκε ο Περικλής, πλησίασε τη γυναίκα, σήκωσε ανάστημα. "Τι είπες γυναίκα; Που είναι ο Άγιος, που τον έχεις; Ποτέ του δεν μας εγκατέλειψε, πάντα κοντά μας, που'ναι τώρα;"

Ήρθε από πίσω ο Μάριος, πήρε σκυτάλη. "Τι λόγια είναι αυτά Κατερίνα; Μπας κι έπαθε η υγεία του; Καιρός είναι τώρα που τον βλέπω να χλομαίνει, η ασκητοσύνη ρίχνει το σώμα, μπας κι είναι άρρωστος να τρέξουμε;"

Σύρθηκε στερνός ο Βενιαμίν και είπε κι αυτός τα δυο του λόγια. "Αλήθεια λένε οι αδελφοί μου κυρά. Ποτέ ο Άγιος δεν μας άφησε μονάχους. Ίδιος ο Κύριος, όπου εμείς κι αυτός, όπου αυτός κι εμείς. Τι σου' πε όμως, πες μας να ξέρουμε τι θα μας βρει τη νύχτα;"

Πήρε το θάρρος και άπλωσε τότε η γυναίκα τον λόγο τον τρομερό και ο Θεός βοηθός! "'Ο Δάσκαλός σας πιο πολύ κι απ' τη ζωή του εσάς αγάπησε. Εσείς καλύτερα από μένα το ξέρετε, μάθημα δε σας κάνω. Πολλά σας έμαθε για τη ζωή, το ωραίο να γεύεστε, το κακό μακριά. Απ' τη τροφή του σε σας όταν χρειαζόταν έδινε, απ' το νερό του να ξεδιψάσετε πρώτα εσείς ύστερ' αυτός. Τον λόγο τον καλό σαν βάλσαμο όποτε οι έγνοιες σας βαραίναν. Την ευλογία του, την προσευχή του πάντα στη ψυχή σας. Μα όσα συμβήκαν τις στερνές ημέρες πολύ τον στεναχώρησαν. Θέλησε εσάς, τα αγαπημένα αδέλφια του να δοκιμάσει, είστε πιστοί για αμέσως με την πρώτη της σάρκας τη φωνή άλλο δρομί θα πάρει η καρδιά σας; Να το γιατί στο σπίτι μου ήρθε, τυχαία δήθεν και πρώτα εσένα Μάριε έστειλε στο κρεβάτι μου. Με το που δέχθηκες πληγή μεγάλη στη καρδιά του, με το που παρακάλαγες να είσαι ο άντρας μου, ξεχνώντας τον Διδάσκαλο, ακόμα πιο βαθιά χώθηκε η μαχαιριά. Ύστερα έστειλε εσένα Περικλή. Δεν άργησες καθόλου να υποκύψεις, σάρκα κι εσύ αλλά η αγάπη σου μικρή στον Άγιο. Τα ίδια κι εσύ Δημήτρη μου, πρώην παρθένε που ερωτεύτηκες την πρώτη χιλιοφίλητη γυναίκα που σου είπε τα λόγια του κορμιού. Και ξέχασες κι εσύ τα λόγια τα θεϊκά, τα λόγια της ψυχής που σου μπιστεύτηκε χιλιάδες νύχτες ο καλός ποιμένας σου. Τι σκύψατε τις κεφαλές; Νομίσατε πως είμαι κυρά, αρχόντισσα, ήρθε η καλοπέραση, σας χάιδεψε τα σκέλια και απαρνηθήκατε τον Δάσκαλό σας. Ναι, κοινή γυναίκα είμαι, πληρώνομαι και ηδονή προσφέρω. Μα έχω κι άλλα να σας πω, κουράγιο"

Είτε νεκρούς είχες μπροστά σου είτε αδελφούς, ήταν το ίδιο. Μιλιά δεν έβγαινε από τα ορθάνοιχτα στόματα, λες κι έπεσε ο κεραυνός και τους καρβούνιασε όλους, λόγος δεν έβγαινε, αδύνατον να βρούνε το κουράγιο. Βρήκε ευκαιρία η κυρά, συνέχισε το μαστίγιο να ρίχνει στις ψυχές τους.

"Τον πόνεσα τον κύρη σας και είπα να αλλάξω, να ζήσω τη ζωή του κόσμου, ηθική, φρόνιμη, σωστή, μαζί του. Κι ευθύς προσφέρθηκε κι αυτός δίπλα μου να σταθεί. Ναι, μην απορείτε. Ύστερα από την προδοσία σας, άλλαξε η καρδιά του. Είπε να αλλάξει το σκοπό, βαριέστησε να ασκητεύει, να γυρίζει, να πληγιάζουν τα πόδια του. Λαχτάρησε, άνθρωπος κι αυτός, ζεστό φαΐ, στέγη και χάδι γυναικείο, σώνει πια το καλογεριλίκι! Μου' πε το λοιπόν να σας το μεταφέρω, άντρας δικός μου είναι να γενεί, κύρης θα πει στο σπίτι μου και άρχοντας στην καρδιά μου. Μα έχω κι άλλα να σας πω Ζητάει λοιπόν απόψε να σας στρώσω εδώ κι απ' αύριο, χαίρεται, κι αντέστε στο καλό, γυρνάτε σπίτια σας, Νέοι’ στε όλοι, δεν χάνεστε. Κείνον τώρα ξεχάστε τον, δεν έχει άλλο, στέρεψε η πηγή που πίνατε δωρεάν, καιρός να γλυκαθεί κι αυτός λιγάκι στη ζωή του. Αυτά' χα να σας πω καλόπαιδα. Φαγί να φάτε έφερα, νεράκι δροσερό, τίποτα δε θα λείψει. Κι απ' αύριο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του!".

Κανείς δεν πρόλαβε το τίποτα να πει, γύρισε πλάτη η κυρά και χάθηκε αφήνοντάς τους μόνους. Πιο μόνους από ποτέ, χαμένους, χαμένους πάλι τίποτα δε λέει, αφανισμένους! Είχε ήδη πέσει στ' άχερο ο Μάριος κι έκλαιγε γοερά να τον ακούσουν τ' άλογα πιο κει να τονε συγχωρέσουν. Ο Περικλής καρφώθηκε στη πόρτα, όρθιο πτώμα και δεν έβγαζε μιλιά. Και ο Δημητράκης άνοιξε τη σταβλόπορτα ξαφνικά και τό' βαλε στα πόδια.

* * *

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ (;) 

ΑΚΟΥΓΕ ΤΟ ΑΝΤΡΙΚΕΙΟ ΜΟΥΓΚΡΗΤΟ, σημασία δεν έδωσε, κανένας σε απόσταση δεκάδων μέτρων απ 'το ωραίο 'αρχοντικό' της. Πελάτες για κάμποσο καιρό είχε μηνύσει πόδι να μην πατήσουν. Αργότερα τα νέα θα μαθαίνονταν, μπαγιάτικα, κανείς δε θα τολμούσε την ησυχία της να ενοχλήσει. Ήτανε μόνοι το λοιπόν, μόνο τον είχε τώρα που μια χαρά με τους χαζούς τους μαθητές τα είχε καταφέρει. Στο παραμύθι πρώτη, σκαρφίστηκε στο φτερό την πιστευτή ιστορία. Μα το' λεγε η μάνα της: "'0 Βελζεβούλης ο ίδιος θα' τρεμε μπροστά σου, έξω από δω!" και πλάνταζε στο γέλιο. Και τώρα μόνος ήταν ο ωραίος της καρδιάς της, στο καθαρό σεντόνι της, δεμένος χεροπόδαρα, με στόμα σφαλισμένο να μην ακούγονται οι κραυγές.

Χρειάστηκε να τον χτυπήσει βέβαια, τύψεις όμως δεν είχε, ποιος το' χε πει, «ο σκοπός αγιάζει και τα μέσα';» Έτσι, να’ ναι καλά όποιος κι αν το' πε. Κι ύστερα τον σήκωσε σιγά σιγά και δυνατά όπως ήταν, τον μετέφερε στο δώμα της για τα περαιτέρω. Τώρα στο μπάνιο της, λουτρό της Αφροδίτης το' χε, έριχνε λάδια στο κορμί της, ακριβά καλλυντικά, δώρα των πλούσιων ταξιδιάρηδων, την υγειά τους να’ χουνε κι αυτοί, έπιασαν τόπο τα χουβαρνταλίκια τους. Έλουσε τη πλεξούδα της, άπλωσε χύμα τα ωραία μαλλιά να είναι πιο όμορφη από ποτέ για τον μοναδικό της. Άκουσε πάλι μουγκρητά, δεν πείραζε, είχε τον τρόπο εκείνη να μερεύει κι άγιους.

Μπήκε ξανά στη κάμαρη, γυμνή, λουσμένη, μυρωδάτη. Κείνος χτυπιόταν στο στρώμα, φώναζε κανείς δεν μπορούσε να τον ακούσει. Μόλις την κοίταξε, σφάλισ'τα μάτια του, γύρισε από κει την κεφαλή να μην βλέπει τον σαρκωμένο διάβολο και μαγαρίζεται η ψυχή του.

Εκείνη τον πλησίασε, τον άγγιξε τρυφερά στα γυμνωμένα στήθια του, το άγγιγμά της λευτέρωσε κι άλλα μουγκρητά.

"Με τον καιρό, με τον καιρό όλα διορθώνονται καλέ μου", του ψιθύρισε σιγά στ'αυτί. "Σύντομα θα' σαι δικός μου, ολόδικός μου ασκητή και μέχρι τότε φυλακισμένος στο μικρό μου δώμα, τη χαρά έτσι κι αλλιώς θα μου τη δίνεις. Κι αν δεν μου δίνεις θα την παίρνω μοναχή μου!".

Κι ύστερα ξάπλωσε δίπλα του το πλούσιο κορμί της κι άρχισε κείνο το έργο που'ξερε καλύτερα κείνη απ' όλους.

 

* * *

 

Καλοκαίρι 1997 – Φεβρουάριος 2006 Οκτώβριος 2019