ο όνομά μου είναι Οδυσσέας κι έχω μετά από χρόνια που έλειψα, που έχω χάσει το λογαριασμό πόσα, μετά από πολέμους και ταξίδια και φουρτούνες και θύελλες και αιχμαλωσίες και αποδράσεις ως και κατάβαση στον μεγάλο και σκοτεινό και φοβερό Άδη, μετά από τόσα που πέρασα και άλλα τόσα και αναρίθμητα και ανιστόρητα γιατί θα ήθελαν όλοι οι Όμηροι του κόσμου να γράφουν και να γράφουν και σταματημό να μην έχουν, το λοιπόν είμαι ο Οδυσσέας, μόνος, γυμνός σχεδόν, κουρελής και αξύριστος, με το μαλλί μου ακόμα πυκνό όμως άσπρο, γδαρμένος στο κορμί και στην ψυχή όμως ατόφιος, ακέραιος ίσως παρότι οι ρωγμές στο είναι μου ανταμώνουν με αυτές στο σώμα μου… κι είμαι ξανά εδώ… εδώ από όπου ξεκίνησα, κάποτε, πριν από αιώνες να συναντήσω το πεπρωμένο μου κάτω απ’τα απόρθητα τείχη του Ιλίου… ώστε λοιπόν είμαι ξανά εδώ, στο πάτριο χώμα, τη γενέθλια γη… κανείς δεν ξέρει ότι γύρισα… κανείς… κανείς δεν το υποπτεύεται… ίσως μονάχα εκείνη… ίσως αν ύστερα από τόσα χρόνια με περιμένει ακόμα… ίσως μονάχα εκείνη και ο γιός μου… ίσως ακόμα δυο τρεις άνθρωποι δικοί μου… κι όμως κανείς στα σοβαρά δεν το υποπτεύεται… κανείς δεν είναι τόσο απάνθρωπος που να σκίσει το είναι του στα δυο, να το γεμίσει χρόνο και να αφανίσει όλα τα άλλα… κανείς δεν είναι τόσο παράλογος που να γεμίσει τη ζωή του τίποτα, να αφανίσει το εγώ του για να γεμίσει υπομονή… για ποιον; Για κάποιον που πια λογίζεται νεκρός ανάμεσα στις σκιές του κάτω κόσμου… τις ξέρω, τις είδα, δεν φεύγουν οι εικόνες αυτές, ποτέ δεν θα απαλλαγώ από τις μυρωδιές, το χτυποκάρδι, τη μαχαιριά σαν είδα ανάμεσά τους κείνο το αγαπημένο πρόσωπο να σέρνεται… λοιπόν κανείς δεν ξέρει ότι ήρθα… ότι είμαι εδώ… ένας νεκρός που γύρισε στους ζωντανούς, που επέστρεψε, που ήρθε στα χώματα που τον έθρεψαν, στις ακτές που τον έλουσαν, στα παλάτια που τον στέγασαν από μικρό παιδί…
Και λοιπόν;
Τα κατάφερα θα πεις, ενάντια σε όλους τους θεούς και τους δαίμονες, εγώ, από όλους τους συντρόφους μου, τα κατάφερα…
Ε, και λοιπόν;
Νιώθω το χώμα που πατώ να τρέμει, τις δονήσεις των ιερών προγόνων που με δέχονται ξανά στην αγκαλιά τους, τον αέρα να φυσάει τα μάγουλά μου… όλα όσα μυρίζαν κάποτε πατρίδα και σήμερα τα ίδια είναι… μονάχα που εγώ δεν τα νιώθω πια έτσι και πατρίδα πια για μένα έγινε, τι παράξενο να το λέω εγώ που δαπάνησα 20 χρόνια βίου για να επιστρέψω ακριβώς εδώ… πατρίδα το λοιπόν για μένα έγινε όλος ο κόσμος… ξηρός και υγρός, αρσενικός και θηλυκός, φίλιος κι εχθρικός… όλος ο κόσμος, μα όλος… ως και οι θάνατοι των αγαπημένων μου συντρόφων, πατρίδα είναι, ως και οι αγκαλιές των γυναικών που απολαύσαμε τον έρωτα νύχτες και μέρες, πατρίδα είναι ως και τα έγκατα του Άδη που χώθηκα για να συρθώ σαν σκιά ανάμεσα στις σκιές, πατρίδα είναι… ως και τα βάθια των ωκεανών που παραλίγο να χαθώ για πάντα, ως και του Πολύφημου η σπηλιά… πατρίδα είναι… και τούτος ο τόπος πια δεν είναι!
Και βλέπω ολόγυρα γνώριμα τοπία και κλαίει η ψυχή μου που δεν θέλω να τα αγκαλιάσω, να τα φιλήσω, να γίνω ένα μαζί τους… Και βλέπω μακριά τις στέγες των σπιτιών και τους καπνούς να ανεβαίνουν στον ουρανό, άνθρωποι δικοί μου, και δικοί μου πια δεν είναι.
Και έχω στο βλέμμα πια ένα άλλο τοπίο και έχω στην καρδιά έναν άλλο τόπο που θέλω να γυρίσω για να ξεκουραστώ.
Κι έχω στη ψυχή μια θύελλα που δεν κοπάζει πια και δεν ξεγελιέται από νεανικές θύμησες και κάμαρες συζυγικές και πρωινά και δείπνα και κυνήγια με τους φίλους στα δάση και δεν μετράνε όσα κάποτε είπα πάνω στο λυγμό του χωρισμού από την ωραία αγκαλιά της γυναίκας. Εκείνης της γυναίκας που για μένα ήταν όλες οι γυναίκες. Κάποτε…
Μα, δεν ξεγελιέται η ψυχή που γνώρισε ακροσύνορα και στερεώματα και απλώθηκε στο Αχανές κι ελευθερώθηκε!
Και δεν ξεγελιέται το βλέμμα που στερεώθηκε για πάντα σε γκρεμών αβύσσους και θεαινών τα στήθη.
Και δεν γελιέται το καρδιοχτύπι που έδινε αίμα πορφυρό στα όνειρα μιας άλλης ύπαρξης, μεγάλης, πιο μεγάλης από οτιδήποτε σχημάτισε με το μυαλό του ο άνθρωπος.
Και ξέρω τώρα καλά πως δεν έχω γυρίσει, αλίμονο, στην αγαπημένη μου πατρίδα… μα από εκείνη έφυγα δίχως να το ξέρω και με καλεί, βροντοχτυπώντας ανελέητα στις φλέβες το αίμα της, να γυρίσω πίσω!