Ο Ξένος στο Κατώφλι
Δεν είχε ακούσει τον πατέρα της να τραγουδά κάτι τόσο όμορφο ποτέ πριν και ένιωσε την καρδιά της να χτυπά παράξενα.
Τον είδε να κάθεται στην μεγάλη πέτρα, πάνω απ’τη φωτιά που είχε ανάψει ώρες πριν. Είδε τις φαρδιές του πλάτες, αναγνώρισε το κεφάλι του με τα ωραία του μαλλιά, μαγεύτηκε απ’τη φωνή του.
Μα όσο τον πλησίαζε πατώντας με τα μικρά της πόδια ανάλαφρα πάνω στη γη, ένιωσε πως τούτο που έβγαινε απ’τα πνευμόνια του αγαπημένου της πατέρα δεν ήταν ένα απλό τραγούδι. Έμοιαζε σαν ικεσία, σαν ψαλμός… σαν ηχώ από κάπου… αλλού. Κάπου μακριά…
Και ανατρίχιασε.
Πριν καν την δει, ο πατέρας της κατάλαβε την παρουσία της. Δεν γύρισε να την κοιτάξει μα έκανε λίγο χώρο για να καθίσει δίπλα του. Κι αμέσως άνοιξε την αγκαλιά του και με το ένα του χέρι την έκλεισε μέσα.
Ήταν μια όμορφη, ειρηνική νύχτα του Σεπτέμβρη. Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος, σαν χάρτης, ανάγλυφος και ζωντανός. Μπορούσες να αγγίξεις τα άστρα αν το ήθελες. Να τους μιλήσεις.
Μα έπρεπε να το θέλεις πολύ!
«Τι ήταν αυτό που τραγουδούσες μπαμπά;», τον ρώτησε με τη παιδική φωνή της να τρέμει και ένιωσε το ζεστό, μεγάλο του χέρι να της χαϊδεύει τα μαλλιά. Άγγιγμα ιερότερο δεν είχε νιώσει στη σύντομη ζωή της και ασφαλέστερο λιμάνι δεν υπήρχε για τη ψυχούλα της.
«Τούτο είναι το ιερό μας τραγούδι μωρό μου!», της είπε και αισθάνθηκε τη φωνή του σαν ζεστή κουβέρτα να τυλίγει όλο της το είναι.
«Ιερό τραγούδι!», επανέλαβε η μικρή και χώθηκε πιο βαθιά στην αγκαλιά του. «Και σε ποιον τραγουδάς;», ρώτησε ξανά και σήκωσε το κεφάλι της να κοιτάξει το αγαπημένο πρόσωπο με τα ωραία χαρακτηριστικά και τα μεγάλα, έξυπνα μάτια.
Και τότε ο πατέρας της άρχισε να της μιλά με έναν τρόπο που δεν είχε κάνει ποτέ πριν… και η φωνή αυτή δεν ήταν μονάχα η δική του… μα ήταν ένας κόσμος ολόκληρος, ένας κόσμος από δυνάμεις και όνειρα και ταξίδια και περιπλανήσεις…
«Σπίτι μας δεν είναι η γη… σπίτι μας είναι ο ουρανός…
Το γάλα που έγινε αίμα μέσα μας, δεν το πήραμε απ’τις μανάδες μας… μάς το χάρισαν οι αιώνες και οι αρχαίες πηγές… όσο υπάρχουν αυτές, υπάρχουμε κι εμείς…
Και τούτο το τραγούδι κορίτσι μου απευθύνεται σ’αυτές…
Να το μάθεις… να το τραγουδάς…
Γιατί όταν το τραγουδάς, δεν υπάρχει για σένα χτες, σήμερα ή αύριο… όρια και σύνορα δεν υπάρχουν… οι αδελφοί και πρόγονοι, οι δάσκαλοι και οι παππούδες μας, μπαίνουν μέσα μας κι εμείς μέσα τους…
Και γινόμαστε ένα!
Σε κείνους απευθύνεται τούτο το αρχαίο τραγούδι αγάπη μου…
Και στον ουρανό…
Στον ουρανό και ό,τι γέννησε τα άστρα…
Στον ουρανό και ό,τι έπλασε τους κόσμους…
Στον ουρανό και ό,τι τραγουδάει κι αυτός συνέχεια… και κάνουμε πως δεν ακούμε!»
Το μικρό κορίτσι είχε ήδη αποκοιμηθεί στη μεγάλη αγκαλιά του τσιγγάνου.
Εκείνος την κοίταξε, χαμογέλασε, φίλησε απαλά το κεφάλι της και την σήκωσε στην αγκαλιά του για να γυρίσουν στη σκηνή…
|
1
ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΔΕ Η ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΉΤΑΝ ΈΝΑ ΜΑΥΡΟ ΚΑΤΙ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟ μέσα γραφείο. Για την ακρίβεια, μέσα και δεξιά. Και στο βάθος. Με την άκρη του ματιού της το είδε, ναι, αλλά ήταν σίγουρη. Κάτι, δηλαδή, κάποιος, είχε τρυπώσει εκεί. Κρυβόταν;
Η καρδιά της χτύπησε γρήγορα και ένιωσε ένα ρίγος στην πλάτη της. Είχε περάσει να πάρει εκείνο το στικ απ’το γραφείο της, στον πέμπτο όροφο του κτηρίου που στέγαζε τον Όμιλο και ξαφνικά βρισκόταν προ απροόπτου συμβάντος. Πολύ απροόπτου μάλιστα.
Ακινητοποιήθηκε στη θέση της να πάρει μιαν ανάσα και να σκεφτεί. Που είναι ο σεκιούριτι; Γιατί δεν τον είδε;, ρώτησε και σκάναρε με το βλέμμα της γρήγορα όλο το χώρο εμπρός της. Στα αριστερά της βρισκόταν η ρεσεψιόν. Ήταν άδεια τώρα βέβαια. Η Μαρίνα ή ο Στέφανος ή όποιος ήταν ως το απόγευμα βάρδια είχε σχολάσει από ώρα. Κοίταξε το ρολόι της. Έντεκα και δέκα. Εντάξει, όμως θα έπρεπε να είναι κάποιος από τη βραδινή φύλαξη… Γιατί είναι έρημο το κτήριο;, αναρωτήθηκε σχεδόν φωναχτά. Κοίταξε πάλι δεξιά, στο βάθος. Το μαύρο κάτι ήταν πάντα εκεί… ίσως ένας αγκώνας… μαύρο πουκάμισο… ό,τι μπορούσε να δει από έναν κρυμμένο άνθρωπο πίσω από ένα γραφείο… όχι και τόσο καλά κρυμμένο πάντως.
Φορούσε την βραδινή της τουαλέτα, το γούνινο παλτό και τις ψηλοτάκουνες γόβες της. Βέβαια και το ωραίο της περιδέραιο με τις τρεις σειρές μαργαριτάρια. Το είχε σκάσει από τη βαρετή δεξίωση του Καναδού πρέσβη αλλά θα έπρεπε να ξαναγυρίσει. Αφού πρώτα ανέβαινε στο γραφείο της και έπαιρνε το μικρό δίσκο με τα αρχεία που έψαχνε όλο το απόγευμα στην τσάντα της.
Γαμώτο, πρώτα πρέπει να δω τι συμβαίνει εκεί μέσα… και είμαι μόνη…, είπε πιο δυνατά τώρα… ίσως ο κρυμμένος άντρας στο μέσα γραφείο να την άκουσε κιόλας. Και πρέπει να δούμε τι θα γίνει με τη βραδινή φύλαξη… σκατά τα έχουν κάνει!, σκέφτηκε με θυμό και όντως σκατά τα είχαν κάνει.
Άνοιξε την τσάντα της και πήρε από μέσα το κινητό της. Σκέφτηκε τον Αντρέα. Σίγουρα φλερτάριζε τώρα εκείνη την ηλιοκαμένη τενίστρια και πάλευε να της κλείσει ραντεβού την επομένη ή το σαββατοκύριακο… όχι, δεν ήταν καλή ιδέα… μέχρι να έρθει αυτός θα ήταν αργά… έπρεπε ή να γυρίσει και να βγει απ’το κτήριο ή…
Δεν πάω πουθενά… δεν θα με νικήσει κάποιος μαλάκας εμένα… εδώ είναι το σπίτι μου!, είπε αποφασιστικά και πείσμωσε. Και θα τον διώξω! Ξανάβαλε το κινητό στην τσάντα της και έκανε ένα βήμα προς τα εμπρός. Το μαύρο κάτι έμεινε ασάλευτο στη θέση του αλλά αποκαλύφθηκε λίγο περισσότερο. Ένα ακόμη βήμα… ναι, ήταν ένα κουλουριασμένο κάτι… ανθρώπινο, αντρικό σώμα… μάλλον… μαύρα ρούχα… ή μπουφάν… έβρεχε όλη τη μέρα ως το απόγευμα και άρα μπορεί να ήταν και αδιάβροχο… όχι, δεν ήταν αδιάβροχο… θα γυάλιζε… κάποιο πουκάμισο… ναι…
Ένα βήμα ακόμα. Η καρδιά της σταμάτησε. Το μαύρο κάτι σηκώθηκε όρθιο και στάθηκε σαν βρεγμένη γάτα δίπλα στο γραφείο. Ήταν πράγματι ένας άντρας… μεσόκοπος… τον έβλεπε κι ας ήταν ακόμη αρκετά μακριά… με άσπρα μαλλιά… μάλλον γκρίζα… ατημέλητα… πυκνό, ασημένιο μούσι… μαύρο πουκάμισο και μαύρο παντελόνι…
Πλησίασε αθόρυβα και σιωπηλά προς το γραφείο εκείνο. Ήταν η διεύθυνση πρωτοκόλλου εκεί. Το γραφείο ήταν κάποιας Μαρίας Ξενάκη, δεν είχε ιδέα ποια ήταν αλλά έτσι έγραφε η σχετική ταμπελίτσα.
Ο άντρας στεκόταν με το κεφάλι του μισόσκυφτο, σα να κοιτούσε κάτι στη μοκέτα. Υπήρχε και μια περιοχή πιο σκούρα γύρω απ’τα πόδια του… μουσκεμένη μοκέτα… ο άντρας είχε τρυπώσει ίσως για να αποφύγει τη βροχή και είχε χωθεί εκεί μέσα… αλλά δεν υπήρχαν νερά ενδιάμεσα…
Μπήκε νωρίς και κρύφτηκε καλά… στο μεταξύ σκούπισαν… τι διάολο συμβαίνει εδώ πέρα;, σκέφτηκε η Κατερίνα και τώρα πια είχε ανακτήσει πλήρως την αυτοκυριαρχία της. Αν ο τύπος ήθελε να της επιτεθεί είχε χάσει το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Μάλλον το αντίθετο φοβόταν αυτός. Και πράγματι φαινόταν φοβισμένος… τρομοκρατημένος…
Ένας φουκαράς… ένας φτωχοδιάβολος… κάποιος άστεγος που μπήκε να γλιτώσει τη βροχή κι ως εκ θαύματος μπόρεσε να περάσει απαρατήρητος… περίμενε όμως υπομονετικά να σχολάσουν όλοι… άστεγος βέβαια αλλά όχι χαζός…
Η Κατερίνα πλησίασε με βήμα σίγουρο πια τον ταλαιπωρημένο άντρα. Κι όσο πλησίαζε εκείνη, τόσο συρρικνωνόταν αυτός. Όταν τον ζύγωσε στα τρία μέτρα, εκείνος έπεσε στα γόνατα, σαν προσκυνητής.
«Ποιος είσαι; Τι θέλεις εδώ;», τον ρώτησε η Κατερίνα για να του πάρει αμέσως τον αέρα. Η καρδιά της δεν είχε σταματήσει να χτυπάει δυνατά ακόμα. Μπορεί να ήταν ένας ταλαίπωρος άνθρωπος αλλά ήταν κι ένας πιθανώς, επικίνδυνος ψυχοπαθής. Και που τον είχε πλησιάσει τόσο ήταν μεγάλο ρίσκο. Κι αν οπλοφορούσε; Αν υποκρινόταν τον φουκαρά αλλά ήταν κάποιος αδίστακτος ληστής;
Και κατ’αρχάς…
«Πώς μπήκες εδώ μέσα;», του έκανε τρίτη ερώτηση μην περιμένοντας απάντηση στις πρώτες δυο.
«Ήταν ανοιχτά… αλήθεια σας λέω», της απάντησε με σκυμμένο το κεφάλι του μπροστά της.
Η φωνή του άντρα ήταν παραδόξως εντελώς αταίριαστη με το παρουσιαστικό του. Ζεστή, σίγουρη, βαθιά και σταθερή. Αυτό την τρόμαξε λιγάκι και πισωπάτησε. Κάτι δεν πήγαινε καλά εδώ. Φυσικά, κάτι δεν πήγαινε καλά από την πρώτη στιγμή.
Η Κατερίνα παρατήρησε τα ρούχα του. Δεν θα μπορούσες να πεις πως ήταν η ‘κλασική’… στολή αστέγου που είχε ως εικόνα στο μυαλό της. Πουκάμισο βρεγμένο μεν και στεγνωμένο πάνω του αλλά όχι κακής ποιότητας ούτε φθαρμένο. Και το παντελόνι του, ένα αξιοπρεπές υφασμάτινο παντελόνι με πιέτες και ρεβέρ που θα μπορούσε να φοράει οποιοσδήποτε. Τα παπούτσια του όμως την έκαναν να ανησυχήσει. Ακριβά, δερμάτινα και μάλλον εισαγωγής. Ζήτημα αν θα τα είχε φορέσει άλλες δυο φορές. Είχαν τα χάλια τους βέβαια από λάσπη και νερό αλλά δεν την ξεγελούσε η εικόνα. Με ένα πανάκι θα γίνονταν καινούργια. Γιατί ήταν καινούργια.
Ποιος είσαι;…
«Ποιος είσαι;», εξωτερίκευσε τη σκέψη της η Κατερίνα. «Γιατί άστεγος δεν είσαι», του πέταξε. «Και σήκω να σε βλέπω!», τον διέταξε με τον τόνο που συνήθιζε ως δυναμική επιχειρηματίας να διατάζει όλους τους υφισταμένους της. Πολλά χρόνια τώρα.
Ο άντρας σηκώθηκε στα πόδια του αλλά με δυσκολία. Δεν ήταν γέρος αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει την ηλικία του. Μεταξύ 50 και 60… ίσως… ίσως πάλι και 45άρης με πολλά βάσανα…
«Πεινάω πολύ κυρία!», της απάντησε και την άφησε μετέωρη. Μπροστά στο αίτημα ενός ανθρώπου για φαγητό, όλα πάνε πιο πίσω. Σχεδόν ακυρώνονται. Θα μπορούσε βέβαια να τον στείλει στο διάολο, να πάρει την αστυνομία ή… απλά να ικανοποιήσει το αίτημά του.
«Έλα μαζί μου!», τον διέταξε και εξέπληξε τον εαυτό της και τον ίδιο.
Περπάτησε πρώτα ως την έξοδο του κτηρίου με τις διπλές σειρές των συρόμενων, θυρών που λειτουργούσαν με αισθητήρες.
«Από δω μπήκες;», τον ρώτησε.
«Μάλιστα», απάντησε εκείνος σαν καλός μαθητής στην δασκάλα του.
«Και δεν σε σταμάτησε κανείς;», ρώτησε αλλά ήταν άστοχη ερώτηση. Δεν είχε όψη κουρελή απλά βρεγμένου ανθρώπου. Γιατί να τον σταματήσουν; Δεν περίμενε την απάντησή του.
«Μετά τι έκανες;», συνέχισε.
«Πήγα να κρυφτώ σε κάποιο γραφείο», είπε εκείνος κι έδειξε το γραφείο της Μαρίας Ξενάκη που μάλλον τώρα απολάμβανε τις περιποιήσεις του φίλου της ή του άντρα της ή απλά έβλεπε κάποια χαζοσειρά στην τηλεόραση και ετοιμαζόταν να κοιμηθεί.
«Έχεις ξανάρθει εδώ;»
«Όχι… πρώτη φορά», βιάστηκε να απαντήσει ο άντρας. Κι αμέσως μετά. «Πεινάω κυρία»
Η Κατερίνα σκέφτηκε πως η ανάκριση έπρεπε να περιμένει. Ο άνθρωπος ήταν λυγισμένος από την κόπωση και την άγρια πείνα. Ποιος ξέρει πόσες μέρες ήταν νηστικός.
«Ακολούθησέ με!», τον διέταξε πάλι και γύρισε την πλάτη της κατευθυνόμενη προς τους ανελκυστήρες. «Θα ανέβω στον έκτο όροφο… εσύ με τον δίπλα ανελκυστήρα θα πας στον πέμπτο και θα με περιμένεις, κατάλαβες;», του είπε με αυστηρό βλέμμα αλλά ήπια φωνή.
«Μάλιστα κυρία», απάντησε αυτός.
Δεν κατάλαβε γιατί πήρε αυτή την απόφαση, αν την είχε ξεσηκώσει από καμιά ταινία ή κάτι τέτοιο. Σε πέντε λεπτά βρίσκονταν στο μεγάλο, πολυτελές γραφείο της με τα μαύρα και γκρι δερμάτινα έπιπλα σε μίνιμαλ στιλ που της άρεσε πολύ. Ο άντρας στάθηκε στο κατώφλι λες και υπήρχε κάποιο αόρατο πλέγμα που τον εμπόδιζε να περάσει.
Η Κατερίνα τον είδε και του έκανε νόημα να μπει. «Κάθισε», του είπε και του έδειξε το μεγάλο, μαύρο γραφείο συνεδριάσεων.
Ο άντρας πέρασε με δειλά βήματα και κάθισε σαν μαλωμένο παιδάκι σε μια ακριανή καρέκλα.
«Τρώς το κοτόπουλο;», τον ρώτησε.
«Μάλιστα κυρία»
Η Κατερίνα μπήκε στο ίντερνετ και βρήκε ψησταριές που να εξυπηρετούν την περιοχή της. Δεν της πήρε πολύ. Μετά παρήγγειλε ένα ολόκληρο κοτόπουλο σούβλας, πατάτες, ψωμί και ένα εμφιαλωμένο μπουκάλι νερό.
«Μόλις φας θα μιλήσουμε», του είπε και εκείνος ένευσε καταφατικά.
Μετά πήρε τον Αντρέα.
«Δεν θα γυρίσω στη δεξίωση… δεν μπορώ να σου πω τώρα… μην γίνεις λιάρδα… να γυρίσεις μόνος σου μετά… όχι, να μην περάσεις από δω… όχι, δεν συμβαίνει τίποτε… αύριο το πρωί έκτακτη σύσκεψη στο γραφείο μου στις 8.30… η Τζένη να έχει έτοιμο το φάκελο με την εταιρία σεκιούριτι… να μην με ρωτήσεις όχι… τα λέμε αύριο… σου είπα όχι!... καληνύχτα!»
Η Κατερίνα έκλεισε το τηλέφωνο, άρχισε να ψάχνει για το στικ της και έριχνε κλεφτές ματιές στον καθισμένο φιλοξενούμενό της στο βάθος αριστερά.
Κάποια στιγμή ο ταχυμεταφορέας ήρθε με την παραγγελία και σε ελάχιστα λεπτά ο πεινασμένος άντρας είχε ξεκοκαλίσει το κοτόπουλο, είχε καταβροχθίσει τις πατάτες, είχε εξαφανίσει το ψωμί και είχε πιει όλο το μπουκάλι με το νερό.
Η Κατερίνα τον παρακολουθούσε χωρίς οίκτο ή συμπόνια αλλά με καχυποψία. Ποιος ήταν και τι ζητούσε αυτός ο άνθρωπος; Και γιατί είχε διώξει τον Αντρέα και δεν του ζήτησε να έρθει κι αυτός στο γραφείο; Τι θα γινόταν αν ο τύπος ήταν κάποιος ψυχάκιας που αφού την τύλωσε μια χαρά, θα ήθελε ικανοποιήσει κι άλλες ανάγκες του;
Είχε καθίσει τώρα σε μια καρέκλα απέναντί του και τον κοιτούσε όπως οι ντέντεκτιβ τους εγκληματίες στις ταινίες.
Ξαφνικά ένιωσε μια μικρή ζαλάδα, σαν ελαφρά μέθη και αυτό την αιφνιδίασε.
Είμαι κουρασμένη, σκέφτηκε αλλά αποφάσισε να συνεχίσει με τον ξένο.
«Καλό ήταν;», τον ρώτησε.
«Μάλιστα», απάντησε εκείνος πάντοτε φοβισμένος. «Σας ευχαριστώ κυρία», είπε ξανά με δουλικότητα.
«Και τώρα λέγε!», είπε εκείνη περνώντας στην αντεπίθεση. «Ποιος είσαι;»
Δεν πήρε καμιάν απάντηση.
«Έχω λόγους να σε φοβάμαι;», τον ξαναρώτησε κάνοντας ελιγμούς ανιχνεύοντας την ειλικρίνεια και τις προθέσεις του. Η ζαλάδα δεν έλεγε να την εγκαταλείψει. Κάποιες στιγμές θόλωνε και η όρασή της. Καινούργιο αυτό. Τρόμαξε. Πέρασε όμως.
Εξετάσεις, να το βάλω στο πρόγραμμα του μήνα, είπε στον εαυτό της.
«Όχι κυρία. Απλώς πεινούσα πολύ», απάντησε εκείνος αλλά της φάνηκε ψεύτικος ο τόνος της φωνής του. Η δουλοπρέπειά του ήταν σικέ, προετοιμασμένη, προπονημένη. Η Κατερίνα είχε μεγάλη εμπειρία μετά από είκοσι χρόνια στη δουλειά της, έχοντας συνεργαστεί με εκατοντάδες ανθρώπους κι έχοντας συναντήσει χιλιάδες. Ήξερε πως τα πρώτα λεπτά είναι πάντα τα πιο ειλικρινή… πάντα εκεί γυρνάς όταν κλείσει ο κύκλος των ψεμάτων… στις πρώτες αντιδράσεις ενός ανθρώπου… στην πρώτη χειραψία, το πρώτο βλέμμα, το πρώτο νεύμα…
Ο άνθρωπος αυτός μπορεί πράγματι να ήταν πεινασμένος, το είχε αποδείξει άλλωστε, όμως ήταν ταυτόχρονα έξυπνος, μορφωμένος και έτοιμος να υποστεί σκληρή ανάκριση. Κάποιος ή κάποιοι τον είχαν εκπαιδεύσει.
Παρίστανε βέβαια το χαζό… αλλά δεν ήταν.
Κοίταξε το ρολόι της. Δώδεκα και μισή. Η ώρα περνούσε και πέρα από ένα λουκούλλειο γεύμα ενός ανεπιθύμητου φιλοξενούμενου, η βραδιά δεν είχε να προσφέρει τίποτε. Ούτε καν το στικάκι της είχε βρει. Και φορούσε κι αυτό το βραδινό φόρεμα που σίγουρα την έκανε να μοιάζει γελοία. Υπάρχει ανακριτής ή μάλλον ανακρίτρια με μαύρο φόρεμα εξώπλατο και στρας; Όχι βέβαια.
Και δεν είχε τίποτε να αλλάξει. Θα έπρεπε να περιμένει το πρωί.
Ο άντρας απέναντί της είχε αρχίσει να ναρκώνεται. Ήταν φυσικό. Όλο το αίμα πλέον είχε κατέβει στο στομάχι του για να βοηθήσει στην αφύσικα πολλή δουλειά που είχε πέσει μετά από μέρες νηστείας. Σε λίγο θα τον έπαιρνε στην καρέκλα του.
«Νυστάζεις;», τον ρώτησε ψυχρά χωρίς ενδιαφέρον στη φωνή της.
«Μάλιστα κυρία. Μπορώ να κοιμηθώ στο πάτωμα, σε μια γωνίτσα;», την ρώτησε με ικετευτικό βλέμμα που της έφερε αναγούλα.
«Εδώ μέσα; Αποκλείεται», του ξέκοψε. «Αλήθεια, το όνομά σου δεν μας το χάρισες ακόμα», συμπλήρωσε.
Ξαφνικά μπροστά του η εικόνα του άντρα χάθηκε. Ή μάλλον, άλλαξε. Νόμισε πως είδε κάτι άλλο κι όχι τον ασπρομάλλη, γενειοφόρο πεινασμένο που είχε τρυπώσει στο κτήριο. Κάτι άλλο που αναδευόταν, ανάπνεε αλλά… αλλά δεν ήξερε τι ήταν…
Και μύριζε περίεργα…
Το φαινόμενο κράτησε μονάχα για λίγο.
Κάτι δεν πάει καλά με μένα… ή μ’αυτόν, είπε ανήσυχη.
«Νυστάζω πολύ Κυρία. Μπορώ να πέσω σε μια γωνίτσα στο πάτωμα;», ρώτησε ξανά και αυτή τη φορά ο εκνευρισμός έγινε ρίγος και σκαρφάλωσε τη ράχη της Κατερίνας σαν μικρή σαύρα.
Προσπάθησε να αγνοήσει όλα αυτά τα παράξενα και να συγκεντρωθεί.
Ίσως έπρεπε να πω στον Αντρέα να έρθει τελικά, ψιθύρισε.
Έφερε στο νου της σαν σε οθόνη υπολογιστή τα σχέδια των κατόψεων του 5ου ορόφου. Υπήρχε κάποιο δωμάτιο που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ως προσωρινό κατάλυμα του ξένου χωρίς επώνυμο; Δεν της ερχόταν τίποτα στο μυαλό.
«Νυστάζω κυρία. Μπορώ να…»
«Σταμάτα να με ρωτάς ξανά και ξανά το ίδιο!», χτύπησε έξαλλη το χέρι της στο γραφείο. Ο άντρας μαζεύτηκε λίγο. Αλλά μόνο λίγο.
«Εντάξει, μπορείς να πέσεις στον καναπέ. Βγάλε τα παπούτσια σου», τον πρόσταξε σαν αυστηρή μαμά το γιό της κι εκείνος υπάκουσε αμέσως.
Όχι… δεν την υπάκουσε ακριβώς. Γιατί εκτός από τα παπούτσια του, άρχισε να γδύνεται εντελώς!
«Ε… τι κάνεις εκεί;», φώναξε η Κατερίνα αλλά δεν πρόλαβε τον ξένο.
Εκείνος είχε ήδη βγάλει το παντελόνι και το πουκάμισό του κι έμεινε στην κυριολεξία ολόγυμνος εμπρός της. Το θέαμα της προκάλεσε σοκ. Ήθελε να βάλει τις φωνές αλλά δεν έβγαλε άχνα!
Ο άντρας χωρίς να πει άλλη λέξη, έπεσε όπως ήταν στον μεγάλο, δερμάτινο καναπέ του γραφείου της και σχεδόν αμέσως άρχισε να ροχαλίζει.
Η Κατερίνα, γεμάτη φρίκη ακόμα, κάθισε στο γραφείο της και προσπαθούσε να ελέγξει τον τρελό ρυθμό που χτυπούσε η καρδιά της. Αυτό που είχε δει πάνω στο γυμνό σώμα του άντρα δεν το χωρούσε το μυαλό της.
Και δεν ήταν συνηθισμένη να τρομοκρατείται από γυμνούς άντρες.
2
ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΧΕ ΚΥΛΗΣΕΙ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΜΙΑ ΩΡΑ ΠΟΥ Η ΚΑΤΕΡΙΝΑ ακινητοποιημένη, απολιθωμένη σχεδόν, αμίλητη, κλαίγοντας με αναφιλητά, κοιτούσε τον ξαπλωμένο άντρα που ροχάλιζε πάνω στον ακριβό, μαύρο καναπέ του γραφείου της. Κοιτούσε χωρίς να βλέπει αλλά με το μυαλό της να έχει γίνει ένας αχνίζων πολτός. Οι σκέψεις της έμοιαζαν με φλεγόμενες κοτρώνες που έπεφταν μέσα στο κεφάλι της από κάποια άγνωστη πηγή και της προκαλούσαν πόνο και θλίψη. Τα συναισθήματά της μια νοσηρή, λίμνη, ένας βούρκος χωρίς ορατότητα, καθαρότητα και υγεία.
Ένιωσε πως ξαφνικά ανέβαζε πυρετό. Έβαλε την παλάμη της στο μέτωπό της. Έβραζε. Τα μάγουλά της την έκαιγαν, ο λαιμός της έμοιαζε με σπηλιά τοξικών αποβλήτων.
Κάποια στιγμή, αποφάσισε να αντιδράσει. Κοίταξε το ρολόι της. Περασμένες τρεις. Θα πρέπει να είχε λιποθυμήσει. Μια αηδιαστική μάζα από στομαχικά υγρά ήταν πάνω στο γραφείο της, στο χαλί, ακόμα και στο ακριβό της φόρεμα. Η μυρωδιά του εμετού της επιτέθηκε και την συνέφερε κάπως. Τι είχε πάθει;
Σηκώθηκε να πάει στην τουαλέτα και ξαφνικά ένιωσε το ταβάνι να σμίγει με το πάτωμα και το σώμα της να ταξιδεύει με ταχύτητα προς τα κάτω. Βρέθηκε στο χαλί, κάθιδρη, με σπασμούς και το κεφάλι της έτοιμο να σπάσει. Λιποθύμησε ξανά αλλά δεν είχε αίσθηση πλέον του χρόνου ή του τόπου. Ήταν μέσα σε ένα μοντέρνο γραφείο κάποιου ομίλου χρηματιστηριακών επιχειρήσεων ή σε μια σπηλιά που είχε την ηλικία της Γης και την ερημιά της Σελήνης;
3
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΣΗΚΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΤΩΜΑ, ΓΥΡΩ ΣΤΙΣ ΠΕΝΤΕ ΚΑΙ πάλεψε φιλότιμα να φτάσει ως την τουαλέτα του γραφείου, κάποια αμέτρητα χιλιόμετρα στα δεξιά του διαδρόμου, ήταν γυμνή, μισότυφλη, μισότρελη και γερασμένη κατά είκοσι χρόνια. Κοίταξε το ρολόι στο χέρι της. Δεν υπήρχε ρολόι αλλά ευτυχώς χέρι υπήρχε. Μονάχα που δεν το αναγνώρισε. Ήταν το ρυτιδιασμένο χέρι μιας γριάς, μιας άλλης, σε έναν τρομακτικό εφιάλτη.
Πήγε να ουρλιάξει αλλά ό,τι βγήκε απ’το λαιμό της ήταν άηχο, κενό, άδειο. Δεν έβλεπε καλά, σκιές και είδωλα θολά, άρχισε να ψηλαφεί το χώρο με τα χέρια της. Δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτε, δεν μπορούσε να μιλήσει, μπορούσε ακόμα όμως να περπατήσει. Έκανε μερικά βήματα ‘μπροστά’, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό και μετά σκόνταψε πάνω σε κάτι κι έπεσε ξανά στο χαλί της.
«Κυρία… δεν είστε καλά», άκουσε μια φωνή αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί, να καταλάβει… αντρική φωνή… με κάποιο συναίσθημα, κάποιο ενδιαφέρον… σε τούτο τον εχθρικό πλανήτη υπήρχαν και κάποιες φίλιες δυνάμεις…
«Βοήθ… βοήθεια!», μπόρεσε να ψελλίσει αλλά δεν ήξερε αν την άκουσε ο άντρας.
Ένιωσε χέρια να την πιάνουν απ’τη μέση και να τη σηκώνουν. Δυνατά χέρια, σίγουρα, επιδέξια. Ύστερα να την μεταφέρουν σε μια αγκαλιά, να την οδηγούν κάπου… μετά άκουσε νερό! Τι ομορφιά, τι χαρά, τι ανακούφιση! Στον πλανήτη αυτό υπήρχε νερό! Και μετά το ένιωσε να πέφτει πάνω της, να την λούζει, να την πλημμυρίζει, να την εξαγνίζει! Τι υπέροχη αίσθηση, τι μεθυστική εμπειρία! Ήθελε να ευχαριστήσει αυτά τα χέρια, τον άγνωστο άντρα –κάτι της έλεγε βαθιά μέσα της πως δεν ήταν και τόσο άγνωστος – να ανοίξει κι αυτή την αγκαλιά της και να τον κλείσει μέσα της. Τόση ευγνωμοσύνη ένιωθε εκείνη τη στιγμή για εκείνον!
«Κατερίνα!», άκουσε κάποια στιγμή από τα μακρινά πέρατα του σύμπαντος… κάποιος καλούσε κάποια Κατερίνα… κάποιος με οικεία, αντρική φωνή… κάποιος που ανησυχούσε πολύ… «Κατερίνα!». Να’τη πάλι αυτή η φωνή… πιο κοντινή τώρα… σχεδόν την άγγιζε σαν χάδι στο κορμί της. «Ξύπνησε Κατερίνα! Σύνελθε!». Πολύ θα πρέπει να ανησυχούσε ο άνθρωπος αυτός γι αυτή την κοπέλα ώστε να της φωνάζει στ’αυτιά, να την ταρακουνάει, να την πονάει σχεδόν!
«Σύνελθε Κατερίνα! Έλα, σύνελθε επιτέλους!»
Το οπτικό της πεδίο γέμισε από το κεφάλι του Αντρέα. Πολλές φορές του είχε κάνει παρατηρήσεις για τα μαλλιά του, τις αλαζονικές φαβορίτες του, τα τριών ημερών γένια του και το παράξενο ύφος του αλλά αυτή τη στιγμή δεν μπορούσε να σκεφτεί πιο αξιολάτρευτο πρόσωπο!
«Αντ…», προσπάθησε να πει αλλά δεν μπορούσε. Οι συλλαβές κόλλησαν στο λαιμό της και απλά βγήκε ζεστός αέρας και πνιχτός βήχας.
«Ηρέμησε, μη μιλάς», της απάντησε εκείνος και η όψη του έδειχνε μεγάλη ανησυχία.
Ένα ποτήρι νερό ήρθε κοντά της.
«Θέλεις να πιεις λίγο;»
Ήθελε να πιει αλλά δεν ήξερε αν μπορούσε. Διψούσε πολύ αλλά…
«Προσπάθησε, σε παρακαλώ…», είπε ο ανησυχών Αντρέας και της χάιδεψε το μέτωπο. «Ψήνεσαι παιδάκι μου!», είπε σαν καλός πατέρας που παλεύει να κρύψει τον πανικό του.
Το νεράκι κύλησε δροσερό στα καυτά της σωθικά αλλά μονάχα λίγο μπόρεσε να αντέξει πριν κάνει εμετό…
«Μην το κουνήσεις ρούπι», της είπε ο Αντρέας και ύστερα ακούστηκαν φωνές άλλων αντρών και γυναικών. Πιο επαγγελματικές φωνές. Όχι πιο ψυχρές αλλά πιο ψύχραιμες. Ένα τσούρμο κεφάλια μαζεύτηκε γύρω της και τέσσερα-πέντε ζευγάρια μάτια την κοιτούσαν σαν αξιοπερίεργο έκθεμα.
Μετά ένιωσε να ανασηκώνεται και να ξαπλώνει σε κάτι που είχε ρόδες και κυλούσε. Ωραία! Πάμε βόλτα!
«Αντρέα!», είπε αναζητώντας το φύλακα άγγελό της.
«Έλα μωρό μου», είπε αυτός, πάντα ανησυχών αλλά ολίγον χαμογελών τώρα.
«Πεθαίνω;», ψέλλισε.
«Χαζοπούλι!», της απάντησε εκείνος κι εκείνη χαμογέλασε γλυκά. Ήταν το πείραγμά του όταν ένιωθε τρυφερά μαζί της. Κάποτε. Όταν εκτός από συνεργάτες ήταν και εραστές.
Αποκοιμήθηκε αλλά μια εικόνα την ξεπροβόδισε ως την αγκαλιά του Μορφέα και πάλεψε να την κρατήσει ξυπνητή χωρίς επιτυχία.
Η εικόνα ενός ολόγυμνου άντρα με ασημένια μαλλιά και μούσι και το σώμα του… χαραγμένο σε κάθε εκατοστό… με λέξεις, σύμβολα και βλάσφημες επικλήσεις… πυρογραφίες που είχαν μετατρέψει ένα ανθρώπινο ον σε μια ζωντανή κόλαση!
4
«ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ ΤΙΠΟΤΑ!»
Ο Αντρέας έκανε για χιλιοστή ή ίσως για εκατομμυριοστή φορά τη διαδρομή πολυθρόνας – απέναντι παραθύρου με τους ανθρώπους να τον προσπερνούν σαν σκοτεινές φιγούρες και τους φίλους και συναδέλφους που κάθονταν στις μπλε υφασμάτινες πολυθρόνες της αίθουσας αναμονής να τον κοιτούν γυρνώντας μηχανικά τα κεφάλια τους δεξιά – αριστερά, όπως με τους παίκτες στο τένις. Σε αργή κίνηση βέβαια.
«Σκατά… δεν καταλαβαίνω… σκατά!». Άλλες λέξεις δεν έβρισκε να πει, μέρες τώρα… από το πρωινό εκείνο το καταραμένο που είχαν κάνει εισαγωγή της Κατερίνας στο νοσοκομείο για μια απλή δηλητηρίαση μάλλον και τελικά είχε βρεθεί στην εντατική να δίνει μάχη για τη ζωή της… τέσσερις μέρες τώρα… για την ακρίβεια, 89 ώρες τώρα…
Τα ιατρικά συμβούλια είχαν πάρει φωτιά από την πρώτη ώρα κιόλας ενώ τώρα την κουράριζε ένας ειδικός εντατικολόγος που είχε κληθεί από την Αγγλία και συνεργαζόταν με το επιτελείο του νοσοκομείου. Αυτό που ανησυχούσε τους γιατρούς ήταν πως η Κατερίνα, χωρίς να έχει κανένα λόγο –οι εξετάσεις της δεν το τεκμηρίωναν – έτρεχε σε έναν κατήφορο με χίλια. Σε έναν κατήφορο που θα την οδηγούσε, το δίχως άλλο στο τέλος. Λίγες μέρες πριν ήταν δυνατή, ακμαία, ζωηρή και έσκαγε από υγεία. Και τώρα… στην κυριολεξία έλιωνε… αυτορουφιόταν… σαν να είχε γίνει η ίδια μια μαύρη τρύπα που κατανάλωνε τον εαυτό της… και με υψηλές ταχύτητες. Όλα τα ζωτικά όργανα, ένα προς ένα κατέρρεαν… σαν χάρτινοι πύργοι, σαν ένα εφιαλτικό ντόμινο… τίποτε δεν μπορούσε να το εξηγήσει και τίποτε να το αναχαιτίσει. Ένα τρελό ράλι προς το θάνατο!
«Σκατά! Κι απόσκατα!», ξανάπε ο Αντρέας και κοντοστάθηκε στο παράθυρο του φωταγωγού. Αυτό ήταν το σημείο που συνήθως διάλεγε για να ξεσπάσει. Αλλά τώρα δεν είχε πια άλλα δάκρυα. Είχε κλάψει όλες αυτές τις ατελείωτες ώρες για κείνη όσο δεν το φανταζόταν στη ζωή του. Χτύπησε με θυμό το μεταλλικό πλέγμα των υαλοπινάκων αναγκάζοντας μια νοσοκόμα να του κάνει παρατήρηση και να τον οδηγήσει στην κεντρική αίθουσα αναμονής, μαζί με τους άλλους. Φίλους, συναδέλφους, υπαλλήλους, περίεργους, εχθρούς και φίλους.
Ο επικεφαλής της ιατρικής ομάδας, ο καθηγητής Ρασιάς, τον χτύπησε στον ώμο.
«Πάμε λίγο μέσα να τα πούμε», του είπε χωρίς ίχνος αισιοδοξίας στη φωνή του.
Ο Αντρέας τον ακολούθησε σαν ρομπότ. Όλες αυτές τις μέρες δεν τον είχε δει να χαμογελά ούτε στιγμή. Λαχταρούσε να τον δει έστω μια φορά με ένα σπασμένο, ψεύτικο έστω χαμόγελο στο πρόσωπό του.
Ο καθηγητής έκλεισε την πόρτα του γραφείου του πίσω του και κάθισε πίσω απ΄το γραφείο του χωρίς να κοιτάζει τον Αντρέα που βολεύτηκε σε μια πολυθρόνα.
«Τελειώνει;», τον ρώτησε εκείνος επιθετικά.
Ο καθηγητής ήταν ανέκφραστος και σκοτεινός. Σαν έρημος, κακόφημος δρόμος.
«Ετοιμαζόμαστε και γι αυτό το ενδεχόμενο. Βέβαια…»
«Τι βέβαια και ίσως και πιθανώς γιατρέ; Δεν χρειάζεται να κρυβόμαστε πλέον… η Κατερίνα τελείωσε…», είπε και ξαφνικά όλη η ένταση της στιγμής και το βάρος της λέξης που χρησιμοποίησε τον έκαναν να ξεσπάσει πάλι σε λυγμούς. Νόμιζε πως δεν είχε άλλα δάκρυα… έκανε λάθος…
«Θα ήθελα μια χάρη από σένα», του είπε ο γιατρός στεγνά.
«Ό,τι θέλεις γιατρέ… και συγνώμη», απολογήθηκε ο Αντρέας και ανακάθισε στην πολυθρόνα του.
«Έρχεται ένας συνάδελφός μου από τη Γερμανία σε λίγες ώρες… για την ακρίβεια, σε μια ώρα περίπου…», είπε ο γιατρός κοιτώντας το ρολόι του. «Θα ήθελα να σε παρακαλέσω αν μπορείς να τον συνοδεύσεις ως εδώ… Θα πήγαινα εγώ αλλά…»
«Ούτε να το συζητάς κ. καθηγητά. Πες μου πτήση και ώρα», είπε και ξαφνικά μια χαραμάδα φωτός σα να φάνηκε στο σκοτεινό στερέωμα. Ο Αντρέας θα μπορούσε να πιαστεί από οτιδήποτε για να κρατηθεί.
«Υπάρχει λες γιατρέ…», ψέλλισε αλλά είδε το βλέμμα του καθηγητή πάντα σκοτεινό, πάντα ανέκφραστο.
Ο γιατρός δεν μίλησε. Έγραψε κάτι σε ένα χαρτάκι και του το έδωσε.
«Έφυγα!», είπε ο Αντρέας και σηκώθηκε σα να τον τίναξε ελατήριο.
Τρέχοντας στο διάδρομο, πέρασε μπροστά από το θάλαμο της εντατικής που φιλοξενούσε και την Κατερίνα. Δεν μπορούσε να μπει. Χάιδεψε όμως απαλά την πόρτα και πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Κρατήσου ρε κορίτσι, κρατήσου!», της είπε ψιθυριστά. «Χαζοπούλι μου!», είπε σαν στερνή κουβέντα και με τα δάκρυα να θολώνουν πάλι το οπτικό πεδίο του έφυγε για να συναντήσει μια ώρα μετά στο αεροδρόμιο έναν γιατρό από τη Γερμανία.
5
ΤΟ ΣΤΕΡΕΩΜΑ… ΕΝΑΣ ΜΑΥΡΟΚΟΚΚΙΝΟΣ ΠΗΧΤΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ… ΑΛΛΑΖΕ μορφές και πρόσωπα και σχήματα… διαρκώς και με ταχύτητες που την έκαναν να ζαλίζεται… και τι παράξενο… ζωντανός! Με μια σκοτεινή, σιωπηρή… ευφυΐα. Γιατί το ένιωθε, μπορούσε να νιώσει… πως το στερέωμα ήταν ένας αμείλικτος, αρχαίος εχθρός που την παρακολουθούσε, την μισούσε, ήθελε το θάνατό της…
Γιατί όμως; Γιατί;
Οξυγόνο… λιγόστευε πια… είχε γονατίσει… δεν ήξερε που βρισκόταν… τούτο που άγγιζε έμοιαζε με χώμα αλλά δεν ήταν… μπροστά της… ίσα που μπορούσε να σηκώσει το κεφάλι της να κοιτάξει… σε τούτο τον πλανήτη η βαρύτητα ήταν διπλάσια από της Γης… ή τριπλάσια… δεν είχε ιδέα… όμως σήκωσε το βλέμμα της για λίγο… μια σπηλιά… όχι… ένα στόμα… κάτι σαν στόμα με μορφή σπηλιάς… μια είσοδος στα έγκατα του Άδη… δεν ήξερε, δεν την ένοιαζε, δεν την ενδιέφερε πια… μονάχα να τελείωνε αυτό το μαρτύριο...
Άκουσε μια περίεργη, μουντή κραυγή… δεν κατάλαβε από πού; Ίσως από πάνω… το στερέωμα μαζευόταν… δημιουργούσε κάτι σαν μάτι… έναν παντεπόπτη οφθαλμό που την κεντράριζε… ολόγυρά της το αλλόκοτο, άνυδρο τοπίο σα να συνέκλινε για να την περιχαρακώσει… μα ήταν ήδη αιχμάλωτη, ήταν, με μια έννοια, κιόλας νεκρή… ζωντανή νεκρή… το χειρότερο είδος δηλαδή!
Κι άλλη κραυγή, πιο δυνατή, πιο κοντινή. Η καρδιά της ρίγησε. Είχε ακόμα καρδιά, χτυπούσε ακόμα, είχε χέρια, φλέβες, αίμα μέσα της… σύντομα όμως… σύντομα θα ήταν ένα ροζιασμένο, ρουφηγμένο, άψυχο κουφάρι στην εσχατιά του σύμπαντος… έξω από κάποια αρχαία, καταραμένη σπηλιά, σε έναν εχθρικό πλανήτη…
Πώς βρέθηκα ως εδώ;
Κι άλλη κραυγή… δυνατή, έντονη, σείστηκε το υπέδαφος απ’την ισχύ της. Το στερέωμα μάζευε ό,τι είχε και δεν είχε, δημιουργούσε κάτι σαν το μάτι ενός κυκλώνα… μαύρο κι άραχλο… σκοτεινό σαν τους αιώνες του Μεσαίωνα αλλά σιωπηλό και βλάσφημο…
Και είμαι ολομόναχη εδώ… θα πεθάνω ολομόναχη σε έναν άγνωστο κόσμο…
Η σκέψη τής έφερε δάκρυα στα μάτια. Ρίγησε στην τρομερή ιδέα της απόλυτης, αδυσώπητης μοναξιάς… Και το οξυγόνο λιγόστευε λεπτό το λεπτό… κάθε της ανάσα έμοιαζε με εκείνη των εγκλωβισμένων ανθρακωρύχων στα έγκατα της Γης… τα όργανά της… τα ένιωθε πιεσμένα, άρρωστα… πονούσε, στα νεφρά, στο στομάχι, στην κοιλιά… παντού…
Να τελειώσω Θεέ μου… πάρε με κοντά Σου επιτέλους… πάρε με!
Είχε να προσευχηθεί χρόνια αμέτρητα. Υπήρχε κάποτε μια περίοδος της ζωής της, όταν ήταν υγιής, ανέμελη και με την έπαρση της νιότης που χλεύαζε όσους πίστευαν, πήγαιναν σε ναούς και άναβαν κεριά… και τι δεν θα’δινε τώρα για να τα πάρει όλα τούτα πίσω… να μπει σε ένα εκκλησάκι απόμερο, να γονατίσει, να κλάψει ελεύθερη… και ζωντανή!
Κι άλλη, τρομερή κραυγή! Το έδαφος σείστηκε τόσο που την έκανε να αναπηδήσει και να ουρλιάξει! Κάτι ερχόταν… κάτι ανέβαινε… κάτι θα εμφανιζόταν σε λίγο…
Στη σπηλιά… από κει θα βγει! Θα βγει και θα είμαι πια νεκρή! Θα με κατασπαράξει! Χριστέ μου!
Σήκωσε το κεφάλι της στο αφιλόξενο, μαύρο στερέωμα της φρίκης και πάλεψε να βγάλει κι εκείνη την πιο δυνατή ουρανομήκη κραυγή της! Να φτάσει η φωνή απ’τα άρρωστα πνευμόνια ως το Μάτι που την σημάδευε και να παραδώσει το κουρασμένο πνεύμα της σε όποιο τρελό θεό κυβερνούσε αυτό τον κόσμο!
Εντάξει, νίκησες, τέλειωσέ με!
Φώναξε αλλά έμεινε άηχη η κραυγή της… το ουρλιαχτό ανατάραξε το είναι της… σιωπηλά όμως και μύχια… λες και είχε καταπιεί το στερέωμα… λες και είχε ένα ολόκληρο σύμπαν μέσα της!
Κατέβασε ξανά το βλέμμα…
Και τότε το είδε στο στόμιο του σπηλαίου…
6
Η ΓΙΑΓΙΑ ΝΙΝΟΝ ΕΡΙΞΕ ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΟΨΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΤΗΡΙΟΥ και αναστέναξε. Θα έπρεπε να μπει λοιπόν. Να αντικρίσει τον εγγονό της στο κρεβάτι του πόνου, να του τρίψει το χέρι, να του πει δυο λόγια. Δεν το ήθελε… δεν ήθελε οι γέροι να επισκέπτονται τους νέους στα νοσοκομεία… το είχε γρουσουζιά… Όμως ήταν ο αγαπημένος της εγγονός, γιος του πρώτου της αγοριού, του Νίκου, του λατρεμένου της που είχε χάσει πριν χρόνια σε κείνο το καταραμένο δυστύχημα στην εθνική οδό.
«Έλα γιαγιά… πάμε»
Ευτυχώς, είχε τη Σοφία μαζί της. Το καλύτερο, το πιο ευγενικό κορίτσι όλου του κόσμου. Φοιτήτρια, όπως και ο εγγονός της, ο Μιχάλης. Στην ίδια σχολή, στο ίδιο έτος… ερωτευμένοι και όμορφοι και οι δυο.
«Ναι, πάμε», απάντησε η γιαγιά και ξαφνικά, πριν κάνει το επόμενο βήμα, ένιωσε ένα πλάκωμα στο στήθος της. Λες και μια τεράστια αρπάγη την είχε κλειδώσει και την έσφιγγε. Της κόπηκε η ανάσα, έγειρε προς τα αριστερά, παρέσυρε και το κορίτσι που την κρατούσε απ’το χέρι.
«Γιαγιά! Τι έπαθες;»
Η κοπέλα πανικοβλήθηκε προς στιγμήν αλλά η γιαγιά Νινόν δεν σωριάστηκε στην άσφαλτο. Απλά είχε γείρει σαν καράβι που μπάζει νερά, γέρνει στη μια του πλευρά μα δεν αποφασίζει τελικά να βουλιάξει.
«Θα… θα μου περάσει», είπε ψέματα στην κοπέλα και ένα σφίξιμο που είχε δεκαετίες να νιώσει την έζωσε στη ψυχή σαν πύθωνας.
«Δεν είσαι καλά… μείνε εδώ… πάω να φέρω κάποιον», αποφάσισε η νεαρή συνοδός της αλλά η γιαγιά της έσφιξε το χέρι.
«Δεν θα πας πουθενά!», την πρόσταξε. «Συνέρχομαι… περίμενε», της είπε και η Σοφία υπάκουσε. Κάποιοι που μπαινόβγαιναν στο νοσοκομείο τους έριξαν μια περίεργη ματιά. Δυο νοσοκόμες που πέρασαν δίπλα τους, κοντοστάθηκαν. Η μια, η μεγαλύτερη αποφάσισε να παρέμβει.
«Θέλετε βοήθεια;»
«Όχι!», γκρίνιαξε η γιαγιά Νινόν και το ύφος της ήταν τόσο κατηγορηματικό που η νοσοκόμα σήκωσε τα φρύδια, έριξε ένα τελευταίο βλέμμα και γύρισε στη συνάδελφό της.
«Πάμε… σιγά σιγά όμως…», είπε η γιαγιά και έγειρε πάλι ελαφρά προς το κέντρο. Όχι τελείως όμως. Η πελώρια αρπάγη δεν την άφηνε, την πίεζε και δεν την άφηνε να ισιώσει το κορμί της.
Η κοπέλα ανήσυχη στήριξε πιο δυνατά τη γιαγιά του αγαπημένου της και ύστερα από λίγη ώρα βρίσκονταν στο εσωτερικό του πολύβουου νοσοκομείου.
Το σφίξιμο στο στήθος όμως χειροτέρευε.
Κάτι συμβαίνει εδώ μέσα… , μονολόγησε η γιαγιά Νινόν και αυτό το κάτι δεν μπορούσε, δεν τολμούσε να το μοιραστεί με κανέναν… γιατί ένα τέτοιο σφίξιμο είχε νιώσει όταν ήταν νέα, πολύ πιο νέα από το κορίτσι δίπλα της… και σ’έναν άλλο τόπο… κάτω από άλλες συνθήκες… που νόμιζε πως είχαν πια βυθιστεί στα βάθη της λήθης και του χρόνου.
Όχι… δεν πρέπει να είναι αυτό… όχι αυτό!, ψιθύρισε η γριά και η κοπέλα την άκουσε.
«Θέλεις κάτι γιαγιά; Λίγο νερό; Πες μου!»
«Πάμε… στο παιδί!», είπε με βιάση εκείνη και έκανε τα βήματα προς τον ανελκυστήρα. Έγερνε σταθερά πλέον στ’αριστερά της, ο καρδιακός της μυς την έσφιγγε, η ανάσα της είχε αλλάξει… και το μυαλό της… κι αυτό πονούσε…
Πριν μπουν στο μεγάλο ανελκυστήρα που άδειαζε από τον κόσμο, η γιαγιά Νινόν γύρισε το κεφάλι της και έριξε μια περισκοπική ματιά στο χώρο… δεν αντέδρασε κι ύστερα σήκωσε το κεφάλι της ψηλά κι έκλεισε τα μάτια…
Είναι εδώ μέσα! Δυνάμεις βοηθήστε με… για το παιδί!, είπε και έβγαλε έναν ήχο απ’τα πνευμόνια της που έκανε τη Σοφία να ανησυχήσει περισσότερο.
«Γιαγιά!», φώναξε αλλά ένιωσε πάλι την τανάλια στο χέρι της.
«Στο παιδί, γρήγορα!», είπε η γριά και χώθηκε με τη συνοδό της στον άδειο θάλαμο που τους περίμενε.
7
ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΔΕ Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ, ΉΤΑΝ ΈΝΑ ΜΑΥΡΟ ΚΑΤΙ ΚΡΥΜΜΕΝΟ πίσω από το φωριαμό, στο βάθος του δωματίου. Ένιωσε το χτυποκάρδι στο στήθος της, σήμα κινδύνου και πισωπάτησε. Αποφάσισε να αφήσει την πόρτα ανοιχτή για καλό και για κακό.
«Ποιος είναι εδώ;», ρώτησε δυνατά αλλά δεν πήρε απάντηση. Το μαύρο κάτι δεν έκανε βήμα, δεν σάλεψε.
Η προϊσταμένη ήταν μια έμπειρη νοσοκόμα. Είχε αντιμετωπίσει δεκάδες καταστάσεις στην πολύχρονη σταδιοδρομία της σε κλινικές και νοσοκομεία. Και οι πιο πολλές δεν ήταν απλές και ήρεμες. Δεν φοβόταν εύκολα. Όμως, αυτό που ένιωσε στην καρδιά της από την παρουσία αυτού του… πράγματος στο βάθος του δωματίου που φιλοξενούσε το αρχείο και τα ιστορικά παλαιών ασθενών, δεν ήταν συνηθισμένο. Μια… κρύα φωτιά… αυτές οι λέξεις της ήρθαν στο μυαλό… μια αρχαία και παγωμένη φωτιά… Παράξενο, ανεπιθύμητο, τρομακτικό συναίσθημα… και πρωτόγνωρο…
«Ποιος είναι εκεί;», ρώτησε τελικά αλλά δεν ζύγωσε το ον που κρυβόταν στο βάθος. Ανάμεσά τους υπήρχε ένας μακρόστενος διάδρομος και αριστερά και δεξιά, ράφια με σκονισμένος φακέλους ως το ταβάνι. Κανείς δεν έμπαινε εδώ μέσα. Πολύ σπάνια.
Πώς μπήκε αυτός εδώ;, αναρωτήθηκε η νοσοκόμα και ξαφνικά δεν ήξερε τι να κάνει. Είχε αντιμετωπίσει αμέτρητα ‘έκτακτα’ περιστατικά και τώρα είχε κοκαλώσει στη θέση της και κοιτούσε.
Κάτι μαύρο εξείχε. Σαν ρούχο… πουκάμισο ή μπλούζα… κάποιος που είχε κρυφτεί… αλλά όχι και τόσο καλά… είχε κρυφτεί αλλά δεν ήθελε να περάσει εντελώς αθέατος… αλλιώς μπορούσε να βρει δεκάδες σημεία στο αχανές νοσοκομείο…
«Ασθενής είσαι; Μίλησέ μου και θα βρούμε την άκρη. Δεν θα σε ‘καρφώσω’… θα βρούμε λύση οι δυο μας… στο υπόσχομαι», είπε σκεφτόμενη πως μάλλον επρόκειτο για κάποιον φοβισμένο ασθενή που ήθελε να αποφύγει μια εγχείρηση ή κάτι τέτοιο. Συνέβαιναν τόσα και τόσα.
Η νοσοκόμα έκλεισε την πόρτα πίσω της για να κάνει πιο πειστικά τα λόγια της.
«Έλα, φανερώσου… μην κρύβεσαι… ορίστε, έκλεισα την πόρτα… είμαστε οι δυο μας… μόνον οι δυο μας… αλήθεια σου λέω… φανερώσου και πες μου τι συμβαίνει», είπε με πιο μαλακό τόνο στη φωνή της. Οι ασθενείς έμοιαζαν πολύ με τα μικρά παιδιά. Ήθελαν ντάντεμα, ενθάρρυνση και ψυχικά… δολώματα – καμιά φορά και υλικά δολώματα - για να συνεργαστούν με το προσωπικό. Μιλούσε η εμπειρία χρόνων.
Το μαύρο πράγμα σάλεψε τελικά. Βγήκε σιγά σιγά από τη κρυψώνα του και με ένα πλάγιο βήμα αποκαλύφθηκε μπροστά της χωρίς να την πλησιάσει όμως.
Ήταν ένας άντρας… μεσόκοπος, ίσως γύρω στα 50, 55. Δεν μπορούσε να καταλάβει. Είχε πυκνό μούσι και φορούσε ολόμαυρα ρούχα, σαν τους παππάδες. Και είχε το κεφάλι του σκυφτό, η στάση του ενόχου ή του παιδιού που το τσάκωσαν να κλέβει γλυκό απ’το βάζο. Η νοσοκόμα χαμογέλασε και έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Ο άνθρωπος φαινόταν χαμένος, ήρεμος σαν προβατάκι… και μάλλον τη φοβόταν περισσότερο απ’όσο εκείνη αυτόν.
«Ελάτε… μην φοβάστε!», τον παρότρυνε. «Δεν θα πω σε κανέναν ότι κρύβεστε. Μη σας νοιάζει…», είπε πολύ πιο ήρεμη τώρα.
Ο άντρας δεν σήκωσε το κεφάλι του. Πλησίασε όμως δειλά.
Η νοσοκόμα παρατήρησε τα παπούτσια του. Πάντα το έκανε αυτό, ιδιαίτερα με τους άντρες. Από τα παπούτσια μπορούσες να καταλάβεις κάποια πράγματα για τους ανθρώπους. Γιατί, για έναν παράξενο λόγο, μπορεί κάποιος να είναι ατημέλητος σε όλα του, εκτός από τα παπούτσια… λες κι εκεί, στο σημείο που πατάει τη γη, στα άκρα που τον ενώνουν με τον ‘Κάτω Κόσμο’ δεν μπορεί να κάνει κανέναν συμβιβασμό… Ο άγνωστος φορούσε ακριβά, δερμάτινα παπούτσια κι αυτό σήμαινε πως δεν ήταν αν μη τι άλλο κάποιος αλήτης που είχε τρυπώσει λαθραία στο νοσοκομείο.
Ο άντρας έφτασε στα δυο μέτρα από τη γυναίκα και ξαφνικά έπεσε στα τέσσερα σαν προσκυνητής εμπρός της.
«Απλά έψαχνα ένα μέρος να ησυχάσω κυρία», είπε αλλά η φωνή του ήταν πιο περίεργη ακόμα κι από τη στάση του. Η νοσοκόμα αιφνιδιάστηκε, δεν της είχε ξανασυμβεί κάτι τέτοιο. Έσκυψε και έπιασε τον άντρα από το μπράτσο.
«Τι κάνετε εκεί; Σηκωθείτε αμέσως!», του είπε κι ένιωσε παράξενα. Όχι συμπόνια ή οίκτο. Για την ακρίβεια, δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι ένιωθε.
Ο άντρας σηκώθηκε αλλά αρνήθηκε να την κοιτάξει στο πρόσωπο. Ήταν πάντα σκυφτός, σα να ντρεπόταν πολύ με την όλη κατάσταση.
«Ασθενής σίγουρα δεν είστε. Συγγενής είστε;», τον ρώτησε με ενδιαφέρον και σκεφτόταν ταυτόχρονα τι όριζε το πρωτόκολλο σε τέτοιες περιπτώσεις. Και δεν μπορούσε να βγάλει άκρη.
«Είμαι αυτός που ήρθε να τη δει», απάντησε αινιγματικά ο άντρας. Η φωνή του της έκανε μεγάλη εντύπωση. Της θύμισε έναν καθηγητή που είχε στη σχολή της, χρόνια πριν. Ήταν η φωνή ενός καλλιεργημένου ανθρώπου που ξέρει πώς να τονίσει τις συλλαβές, πώς να χρωματίσει τις λέξεις. Βαθιά, ζεστή φωνή… σαν αγκαλιά.
«Μπορείτε να με πάτε σ’αυτήν;», τη ρώτησε πάλι χωρίς να σηκώνει το κεφάλι του.
Η νοσοκόμα ένιωσε μια μητρική ζεστασιά γι’αυτό το πλάσμα και τον άγγιξε στον ώμο.
«Φυσικά! Αν μου πείτε ποια είναι, θα σας πάω αμέσως!», του είπε και τον βοήθησε να καθίσει στη μοναδική καρέκλα που υπήρχε στο χώρο, μοναδικό έπιπλο αν εξαιρούσε κανείς το μικρό, παμπάλαιο γραφείο του αρχείου.
«Οπωσδήποτε πρέπει να τη δω!», επανέλαβε μηχανικά σχεδόν ο άντρας και της κράτησε σφιχτά το χέρι. Η νοσοκόμα ένιωσε ένα ρυάκι από παγωμένο νερό να κυλάει στη ράχη της.
Και να σκεφτεί κανείς ότι έκανε διαβολεμένη ζέστη σ’αυτό το δωμάτιο!
8
Η ΜΕΓΑΛΗ BMW ΚΑΤΑΠΙΝΕ ΤΟ ΔΡΟΜΟ ΑΘΟΡΥΒΑ ΑΛΛΑ ΚΑΠΩΣ ΝΕΥΡΙΚΑ. Μάλλον θα έλεγε κανείς, πολύ νευρικά. Ο οδηγός βρισκόταν σε μια παράξενη, πρωτοφανή για εκείνον, κατάσταση άγχους. Είχε ιδρώσει σε όλο του το σώμα, το στόμα του είχε στεγνώσει ενώ τα χέρια του με δυσκολία κουμαντάριζαν το απαιτητικό αυτοκίνητο. Γύρισε πάλι δεξιά του και κοίταξε τον άνθρωπο που πριν λίγα λεπτά είχε παραλάβει από το αεροδρόμιο. Ήταν ένας μεσόκοπος, κοντούλης και μάλλον εύθυμος τύπος που δεν ταίριαζε καθόλου στο προφίλ του αυστηρού γερμανού γιατρού που είχε στο νου του. Κοιτούσε πότε το δρόμο και πότε τον Αντρέα με αυξανόμενη ανησυχία. Έσφιγγε τον παλιομοδίτικο δερμάτινο χαρτοφύλακά του λες κι από κει θα μπορούσε να κρατηθεί σε περίπτωση ατυχήματος.
«Μια γυναίκα τόσο δυνατή, τόσο… ζωντανή! Πώς στο διάολο το εξηγείτε αυτό;», τον ξαναρώτησε για πολλοστή φορά σε σπασμένα αγγλικά που τα χειροτέρευε το άγχος, μάλλον ο πανικός του.
Ο γερμανός σήκωσε τους ώμους αλλά μετά σκέφτηκε κάτι καλύτερο. Άγγιξε απαλά το δεξί χέρι του οδηγού που έτρεμε πάνω από το λεβιέ του αυτόματου συστήματος.
«Ηρέμησε», είπε στα αγγλικά κι αυτός. «Πάμε στο νοσοκομείο κι εκεί…», αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του.
Μια από τις νταλίκες εκείνες που μοιάζουν με κινούμενα βουνά, άλλαξε ξαφνικά λωρίδα και βρέθηκε να κλείνει το οπτικό πεδίο του Αντρέα.
«Τι κάνει αυτός;», μπόρεσε να πει εκείνος και ήταν και οι τελευταίες φράσεις που θα έλεγε ποτέ στη ζωή του.
Δευτερόλεπτα μετά είχε σχηματιστεί ένα σκηνικό φρίκης ανάλογο με αυτά που οι χολιγουντιανές ταινίες δημιουργούν στις ακριβές ταινίες καταδίωξης. Η BMW διαλυμένη, λιωμένη σαν σουρεαλιστικό κολλάζ από λαμαρίνα πάνω στο μπροστινό μέρος της νταλίκας που είχε διπλώσει στα δυο και άχνιζε από χίλια σημεία. Δυο αυτοκίνητα ακόμα είχαν πληρώσει τον ανεξήγητο νόμο του Κάρμα και είχαν εμπλακεί στο φοβερό σκηνικό. Κανείς από τους οδηγούς και τους επιβαίνοντες δεν έζησε.
Ο Αντρέας ξεψύχησε αμέσως. Ο γερμανός καθηγητής ίσως να έζησε αρκετά βασανιστικά λεπτά ώσπου το κομμάτι λαμαρίνας που του είχε διαπεράσει το λαιμό σαν ξίφος να επιτρέψει σχεδόν σε όλο του το αίμα να στραγγίσει.
Ο οδηγός της νταλίκας δεν βρέθηκε ποτέ… λες κι είχε ανοίξει η γη και τον κατάπιε…
Και μάλλον αυτό ακριβώς είχε γίνει…
9
Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΕΣΦΙΞΕ ΤΟ ΡΥΤΙΔΙΑΣΜΕΝΟ ΧΕΡΙ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ χαμογέλασε ζεστά. Χλωμός ακόμη και κάπως ταλαιπωρημένος αλλά με το φρόνημα υψηλό. Δίπλα του η Σοφία φλυαρούσε αναθαρρυμένη από την βελτιωμένη εικόνα του αγαπημένου της.
«Τι περιπέτεια κι αυτή… ε, γιαγιά;», είπε σε κάποια στιγμή ο νεαρός αλλά η γυναίκα δεν του απάντησε. Καθόταν σε μια καρέκλα δεξιά του. Εδώ και κάμποση ώρα είχε φανερά στραμμένη την προσοχή της κάπου αλλού.
«Γιαγιά! Όλα καλά;», είπε πάλι ο κλινήρης εγγονός και κοίταξε τη Σοφία με βλέμμα απορίας.
«Είχε ένα πονάκι στην καρδιά… έτσι νομίζω… και ίσως…», είπε εκείνη αλλά δεν συνέχισε για να μην φορτίσει την ατμόσφαιρα.
Η γιαγιά Νινόν βρισκόταν προσανατολισμένη σε κάποιο άλλο δωμάτιο του ορόφου… έψαχνε σαν τηλεσκοπική κεραία να συντονιστεί με κάποια πηγή… η δράση αυτή της προκαλούσε κάποιους πόνους, μορφασμούς ενώ έβγαζε και κάποιους παράξενους ήχους…
«Γιαγιά!», φώναξε τώρα πιο ανήσυχος ο Μιχάλης και έριξε μια ματιά για κάποια νοσοκόμα εύκαιρη. Κάτι πήγε να πει και η Σοφία αλλά τότε άκουσαν τη φωνή της δυνατή, πιο δυνατή από ποτέ… και νεανική! Λες κι είχε μεταφερθεί σαράντα χρόνια πίσω!
«Σωπάστε επιτέλους!»
Η Σοφία ρίγησε, πισωπάτησε ενστικτωδώς και παρά λίγο να χτυπήσει στο μικρό τραπεζάκι δίπλα ανάμεσα στα κρεβάτια. Μόλις συνήλθε είδε το Μιχάλη απορημένο και του έκανε νόημα να υπακούσουν.
Ο Μιχάλης κατένευσε απρόθυμα αλλά έκδηλα ανήσυχος. Πάντοτε ήταν παράξενη η γιαγιά και δεν ξεχνούσε τα λόγια του πατέρα του όταν ήταν μικρός και ρωτούσε γιατί δεν πήγαιναν να δουν τη γιαγιά Νινόν. Θα γίνει κι αυτό Μιχάλη… όταν θα μας το επιτρέψει ο ουρανός!
Ο Μιχάλης δεν είχε καταλάβει ποτέ τι σήμαινε αυτό και φοβόταν να ρωτήσει. Δεν καταλάβαινε γιατί φοβόταν αλλά φοβόταν. Και τη γιαγιά Νινόν τη φοβόταν. Μετά το θάνατο του πατέρα την είχαν φιλοξενήσει σπίτι για να προσέχει το μικρό και να βοηθά τη νύφη της και σε γενικές γραμμές ήταν γλυκιά και ζεστή όμως υπήρχε ένα αδιόρατο πέπλο γύρω της, σαν αύρα που δεν άφηνε κανέναν να την οικειωθεί. Ήταν λιγομίλητη. Εκτός από τις φορές που τραγουδούσε. Ή έψελνε. Έτσι πίστευε ο Μιχάλης. Την άκουγε στο δωμάτιό της κάποιες συγκεκριμένες μέρες και κυρίως νύχτες. Δεν μπορούσε να βγάλει ποτέ νόημα.
Μια βραδιά από εκείνες που η γιαγιά κλεινόταν στο δωμάτιό της και απαγόρευε αυστηρά να την ενοχλήσουν, στήθηκε έξω από την πόρτα της κι έστησε αυτί κι όταν άρχισε εκείνη να ψέλνει προσπάθησε να καταλάβει τι έλεγε. Μάταια. Του φάνηκαν αλαμπουρνέζικα κι ετοιμαζόταν να γυρίσει στο κρεβάτι του όταν άκουσε την αυστηρή φωνή της να απαγγέλει:
Ποιος κρυφακούει έξω από την πύλη;
Όποιος κρυφακούει θα κουφαθεί
όποιος γελάει θα μουγκαθεί
όποιος τρέχει δεν προφτάνει
κι όποιος κλέβει θα πεθάνει!
Έρχομαι να σε πιάσω!
Ο μικρός Μιχάλης κατουρήθηκε πάνω του και στην ελεεινή αυτή κατάσταση ντροπής και κατρουλιού έτρεξε σαν κυνηγημένος να κλειστεί ξανά στο δωμάτιό του με τους σφυγμούς του στο κόκκινο και την καρδιά του να θέλει να πεταχτεί έξω από το παιδικό του στήθος.
«Η μητέρα σου στη δουλειά;»
Η ερώτηση της Σοφίας επανέφερε το Μιχάλη από το ταξίδι των αναμνήσεων.
«Ε; Ναι… θα έρθει πάλι το απόγευμα», είπε άτονα και κοίταξε την γιαγιά Νινόν ακόμη πιο ανήσυχος.
Εκείνη είχε γυρίσει πια το κεφάλι της προς την πόρτα του θαλάμου. Η στάση του σώματός της… κάτι δεν πήγαινε καλά…
«Πάντως καλά το είπε ο γιατρός», συνέχισε ακάθεκτη η Σοφία τακτοποιώντας το σεντόνι με τρυφερότητα, «φτηνά τη γλίτωσες καλέ μου… με την ταχύτητα που είχε ο…»
«Σσσς….», της έκανε νόημα ο Μιχάλης και της έδειξε τη γιαγιά.
Το θέαμα ήταν εντελώς αλλόκοτο.
Η ηλικιωμένη γυναίκα είχε γείρει στο κάθισμά της και είχε απλώσει το χέρι της προς την κατεύθυνση που κοιτούσε τόση ώρα… από το στόμα της έβγαιναν κάποιοι ήχοι σαν… λασπωμένο νερό… αυτό σκέφτηκε ο Μιχάλης και του έκανε εντύπωση η εικόνα… το άλλο της χέρι της κρατούσε ακόμη σφιχτά το δικό του σαν αρπάγη.
«Τι κάνουμε τώρα;», ρώτησε τρέμοντας η Σοφία αλλά με μειωμένη ένταση στη φωνή της.
Ο Μιχάλης είχε ασπρίσει. Είμαστε και μόνοι στο δωμάτιο, μονολόγησε. Τα διπλανά κρεβάτια ήταν άδεια και περίμεναν εισαγωγές ασθενών από ώρα σε ώρα.
«Δεν έχω ιδέα μωρό μου. Η γιαγιά…»
Και τότε ξαφνικά το αλλόκοτο σχήμα του κορμιού της γιαγιάς και οι λασπόηχοι σταμάτησαν. Η γηραιά γυναίκα γύρισε αργά αργά το κεφάλι της και τους κοίταξε και τους δυο. Μονάχα που… δεν τους κοιτούσε η γιαγιά. Τα μάτια της… το βλέμμα της ήταν σκοτεινό, πολύ σκοτεινό και όταν καρφώθηκε πάνω τους τούτο το παράξενο βλέμμα τους έκλεψε την ανάσα ενώ η Σοφία δεν μπόρεσε να συγκρατήσει μια κραυγή.
«Τι είναι στο βάθος του διαδρόμου;», ρώτησε η γιαγιά κοιτάζοντας τον Μιχάλη. Η φωνή της παρέμενε κι αυτή διαφορετική, βαθιά, μπάσα και πεντακάθαρη.
«Στο βάθος; Που ενν… α, ναι… η… η εντατική γιαγιά», είπε εκείνος και απέσυρε το βλέμμα του από το δικό της. Δεν το άντεχε. Φοβόταν μην ξαναπάθει τα ίδια με κείνο το βράδυ έξω από την κλειστή της πόρτα και λερώσει τα σεντόνια του. Δεν ήθελε και πολύ.
«Πήγαινέ με!», είπε και γύρισε με μια απότομη, κοφτή κίνηση και κάρφωσε το σακατεμένο αυτό άρρωστο βλέμμα στη Σοφία.
Η κοπέλα βρέθηκε σε τρομερό δίλημμα. Είχαν κοπεί τα γόνατά της και δεν ήξερε τι να κάνει. Αρπάχτηκε από το βλέμμα του Μιχάλη για βοήθεια.
Δεν υπήρχε καμιά βοήθεια από κει.
«Πήγαινέ με!», επανέλαβε μηχανικά, σαν ρομπότ η γιαγιά μονάχα μια ιδέα πιο δυνατά.
«Πήγαινέ την», είπε ο Μιχάλης τελικά.
Η Σοφία πλησίασε απρόθυμα τη γιαγιά και πιο απρόθυμα ακόμα της έπιασε το χέρι. Ήταν παγωμένο και ξερό σαν κλαδί πεθαμένου δέντρου.
Η γιαγιά σηκώθηκε με το κορμί της να γέρνει αλλά το βήμα της ήταν σταθερό. Η ανάσα της γρήγορη και από το στόμα της έτρεξε μικρή ποσότητα σάλιου και έπεσε στο δάπεδο.
«Γιαγιά… μήπως…», πήγε να πει η Σοφία αλλά ένιωσε την τανάλια να την σφίγγει.
Έκαναν τα τρία βήματα και βγήκαν από το δωμάτιο. Στο κέντρο του διαδρόμου η γιαγιά ακινητοποιήθηκε.
«Που;», ρώτησε.
«Στο… στο τέλος του διαδρόμου, να, εκεί… δεξιά… υπάρχει κάποιος εκεί που…», πάλεψε να πει η κοπέλα αλλά δεν είχε τύχη.
«Προχώρει!», της είπε κοφτά. «Κι όρθωσε το ανάστημα της ψυχής σου!», την διέταξε σχεδόν η γιαγιά κι έκαναν το πρώτο από τα λίγα βήματα που τους χώριζαν ως το θάλαμο που φιλοξενούσε τους ασθενείς που βρίσκονταν στο μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου. Στη αχνή εκείνη γραμμή που το φως της ζωής τρεμοσβήνει και το σκοτάδι λάμπει με τα μεταξένια του νεκρόφωτα.
Μια από αυτές είχε περάσει τη γραμμή αυτή προ πολλού και αντίκριζε το Αχανές σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια!
Η Σοφία δεν είχε ιδέα γι αυτό.
Η γιαγιά Νινόν είχε γεννηθεί μέσα σ’αυτό!
10
Ο ΓΙΑΝ ΑΝΑΚΑΤΕΥΕ ΞΑΝΑ ΤΑ ΠΟΛΥΚΑΙΡΙΣΜΕΝΑ ΧΑΡΤΙΑ ΤΗΣ Μεγάλης Αρκάνα και δεν αποφάσιζε να τα απλώσει ξανά μπροστά του. Ήξερε τι θα του φανερωνόταν. Ναι, το ήξερε. Τρεις μέρες τώρα δεν άλλαζε τίποτα. Είχε αρχίσει να απελπίζεται. Είχε αρχίσει να φοβάται.
Άνοιξη του ’45. Οι πρώτες μέρες μετά το τέλος του πολέμου. Όλος ο κόσμος είχε πάρει μια μεγάλη ανάσα, τα βλέμματα των ανθρώπων ήταν φωτεινά, η αισιοδοξία κυριαρχούσε παντού. Ακόμα και στις πιο κλειστές καρδιές, ακόμα και στις πιο μαύρες ψυχές. Μπορεί οι γερμανοί να είχαν αφήσει πίσω τους ερείπια και χάος, όμως κανείς δεν σκεφτόταν πια αρνητικά. Όλα μπορούσαν να φτιαχτούν απ’την αρχή. Και οι δουλειές είχαν ανοίξει, νέες ευκαιρίες, νέες ελπίδες. Τα χειρότερα είχαν περάσει.
Για τους τσιγγάνους δεν ίσχυαν όμως οι νόμοι των υπόλοιπων ανθρώπων. Πάντα νομάδες, κυνηγημένοι, ανέστιοι, δεν έβρισκαν μόνιμη γη ποτέ, ίσως δεν την αποζητούσαν κιόλας. Οι ναζί είχαν εξολοθρεύσει χιλιάδες τσιγγάνους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης όμως ο Γιαν και οι δεκαπέντε οικογένειες που διαφέντευε εδώ και χρόνια είχαν καταφέρει να ξεγλιστρούν πάντα ταξιδεύοντας σε όλη τη νότια Ευρώπη. Ο Γιαν ήταν ικανός και έξυπνος και είχε καταφέρει να κρατήσει τη φατρία του σχεδόν ανέγγιχτη απ’τη φρίκη του πολέμου.
Ανέγγιχτη σχεδόν και άχαρη είχε γίνει και η ζωή του. Από τη μέρα που είχε χάσει την αγαπημένη του από τη καταραμένη αρρώστια, δέκα χρόνια πριν ήταν πια ένα μοναχικό θηρίο. Ζούσε πάντοτε μόνος στη σκηνή του και δεν αποφάσιζε να μοιραστεί τη ζωή του ή το κρεβάτι του με καμιά κοπέλα από τις πολλές που του προσφέρονταν συνεχώς.
Και ήταν όμορφος, ίσως ο ωραιότερος και πιο ποθητός άντρας της φυλής. Ακμαίος, γερός και δυνατός. Όμως στην καρδιά του έκαιγε πάντα η φωτιά εκείνης της γυναίκας και η φωτιά αυτή δεν τον άφηνε να ησυχάσει.
Ο Γιαν ήταν ένας περήφανος και σιωπηλός άντρας. Μετρούσε τις μέρες με τις νύχτες που περνούσαν και μιλούσε στους ανθρώπους μονάχα αν ήταν απολύτως απαραίτητο. Πίστευε πως είχαν πια όλα τελειώσει γι αυτόν και η ζωή του πια θα ήταν μια αλυσίδα από αμέτρητους, πανομοιότυπους κρίκους. Ο ένας μετά τον άλλο, ίδιοι κι απαράλλαχτοι.
Και τότε, ένα χειμωνιάτικο πρωινό, εμφανίστηκαν εκείνες οι δίδυμες άσχημες γριές.
Όταν τις είδε να στέκονται έξω από τη μεγάλη του σκηνή, ένιωσε ένα κόμπο στο λαιμό κι ένα σφίξιμο στο στομάχι. Οι γυναίκες δεν του μίλησαν. Ήταν μαυροφορεμένες, ψηλόλιγνες και αμίλητες. Τον κοίταξαν απ’την πρώτη στιγμή με μια μελαγχολική ησυχία, μια νεκρότητα που του προκάλεσε ένα κρύο ρίγος στη ράχη. Τι ήθελαν απ’αυτόν; Τι μπορεί να ήθελαν από τον οποιονδήποτε δυο τέτοια πλάσματα;
Οι δίδυμες γριές άπλωσαν ταυτόχρονα, σαν σε μπαλέτο, τα αριστερά τους χέρια και του έδειξαν το δάσος που απλωνόταν στο βάθος, μακριά απ’τον καταυλισμό. Ο Γιαν είχε επιλέξει το μέρος εκείνο. Ήταν απρόσιτο αλλά πάντως όχι πιο αφιλόξενο από τα περίχωρα των πόλεων της κατεχόμενης Γαλλίας. Απρόσιτο και σκοτεινό, όπως κι εκείνος.
Ο Γιαν κατάλαβε. Οι δυο γυναίκες του έδειχναν κάτι που έπρεπε να δει. Και ήθελαν να τις ακολουθήσει. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση ίσως να τις αγνοούσε. Όχι εκείνη τη μέρα όμως.
Τους έκανε νεύμα και οι γυναίκες, σιωπηλές σαν τάφοι, γύρισαν πλάτη και άρχισαν να προχωρούν. Εκείνος τις ακολουθούσε περίπου σαν υπνωτισμένος.
Μπήκαν στο δάσος και οι γυναίκες δεν σταμάτησαν να περπατούν ως τα ριζά ενός χαμηλού λόφου. Μια μικρή σπηλιά υπήρχε εκεί και ο Γιαν έσμιξε τα φρύδια του. Έβριθαν από λύκους οι περιοχές αυτές κι αυτή σίγουρα ήταν φωλιά λύκων.
Οι γριές στάθηκαν έξω από τη φωλιά. Πήραν θέση αριστερά και δεξιά σαν παραμορφωμένες, γριές Καρυάτιδες. Ο Γιαν κατάλαβε. Έπρεπε να χωθεί στη σπηλιά, κάτι τον περίμενε εκεί.
Μπορεί να μην καταλάβαινε τίποτα, ένιωθε όμως. Και ένιωθε όπως όλοι οι άντρες και γυναίκες της φυλής του πολύ περισσότερα από όσα μπορούσε να εκφράσει με λέξεις. Οπλίστηκε με θάρρος κι έβγαλε από τη θήκη το μαχαίρι του με τη μεγάλη λάμα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και χώθηκε στη στενή σπηλιά.
Δεν χρειάστηκε να κάνει παρά μονάχα δυο βήματα. Το μικρό καλαθάκι βρισκόταν μπροστά του. Και το περιεχόμενό του τον έκανε να ζαρώσει από έκπληξη. Ένα μωρό… ένα νεογέννητο όμορφο μωρό που ήσυχο τον κοιτούσε. Χωρίς φόβο αλλά με έκπληξη.
Πήρε το καλαθάκι με το μωρό και βγήκε από τη σπηλιά.
Οι γυναίκες είχαν εξαφανιστεί. Στην είσοδο της σπηλιάς όμως υπήρχε ένα σακουλάκι. Ήταν βέβαιος πως πριν δεν υπήρχε αυτό εκεί. Ακούμπησε το παιδί ήρεμα στο χώμα και πήρε το μεγάλο πουγκί στο χέρι του και άδειασε το περιεχόμενό του στη μια του παλάμη. Μια μικρή περιουσία βρισκόταν εμπρός του και άστραφτε! Διαμάντια, ρουμπίνια κι άλλοι πολύτιμοι λίθοι σαν μερτικό από κάποιο χαμένο θησαυρό!
Ο Γιαν μόρφασε και κοίταξε το παιδί που κοιμόταν σαν αγγελούδι στο καλαθάκι του.
Είναι πανέμορφη!, είπε και χαμογέλασε. Ίσως και να’ταν και η πρώτη φορά που χαμογελούσε μετά από αμέτρητα χρόνια.
Θα την πω Νινόν… όπως εκείνη…, σκέφτηκε και την χάιδεψε απαλά με τον αντίχειρά του στο μέτωπο.
Ξαφνικά, έπεσε το μάτι του σε κάτι που φορούσε το μωρό.
Άνοιξε απαλά το κουμπάκι της φόρμας του και είδε μια αλυσίδα γύρω απ’το μικρό του λαιμό. Το παιδί φορούσε ένα μενταγιόν. Ο Γιαν παραξενεμένος το έβαλε στη μεγάλη του παλάμη και το περιεργάστηκε. Ήταν πολύ όμορφο. Και πάνω του μια ανάγλυφη εικόνα. Δυο λύκοι που αλυχτούσαν σε αντίθετες κατευθύνσεις και ένας ουρανός από πάνω τους που έβρεχε αστέρια!
Ο Γιαν έβαλε πάλι το μενταγιόν μέσα απ’το ρουχαλάκι του μωρού και αποφάσισε να πάρει το δρόμο της επιστροφής.
Όταν περπατούσε πίσω προς τη σκηνή το βήμα του ήταν απαλό, για να μην την ξυπνήσει… και η καρδιά του πιο ζεστή… και πιο ανάλαφρη.
Ανάλαφρη…
Όταν χάθηκε η Νινόν, όταν κάποιος την άρπαξε απ’το κρεβατάκι της ενώ εκείνος κοιμόταν, έκλειναν ακριβώς πέντε χρόνια από κείνη τη μέρα που την είχε βρει στη λυκοφωλιά.
Την πρώτη μέρα απ’το θυμό και τη θλίψη του είχε κόψει με το μαχαίρι του το μηρό του κι άφησε το αίμα να τρέξει για να μην σκάσουν οι φλέβες του!
Τη δεύτερη μέρα είχε οργώσει περπατώντας όλη την περιοχή, είχε ανακρίνει ένα προς ένα όλους τους αδελφούς του, τις γυναίκες ως και τα ανήλικα παιδιά τους, είχε περπατήσει χιλιόμετρα και είχε ουρλιάξει αμέτρητες φορές στο στερέωμα.
Τούτη ήταν η τρίτη μέρα. Και είχε σουρουπώσει πια. Ήταν κλεισμένος στη σκηνή του απ’το πρωί και είχε στείλει εντολή να μην τολμήσει κανείς να τον ενοχλήσει εκτός κι αν είχε νέα για το παιδί του.
Κι έπινε.
Και άπλωνε τα χαρτιά για να παίρνει ξανά και ξανά την ίδια απάντηση. Την απάντηση που τον έστελνε πάλι στο να πίνει.
Κοίταξε στο αναιμικό φως της λάμπας γκαζιού το αριστερό του χέρι. Ήταν πρησμένο. Οι φλέβες φουσκωμένες, ένιωθε να βροντοχτυπάνε σε κάθε χτύπο της καρδιάς του. Και τα νεφρά του… αυτό ήταν το πιο ανησυχητικό… τα νεφρά του τον πονούσαν όπως ποτέ… κάποιες στιγμές μόρφαζε απ’τον πόνο…
Έβαλε στο ποτηράκι του δυο δάχτυλα απ’το παράξενο ιδιοκατασκεύασμα που έμοιαζε με βότκα αλλά είχε τους διπλάσιους βαθμούς σε αλκοόλ και το κατέβασε μονορούφι.
Τα μάτια του λύθηκαν και τα δάκρυα έτρεξαν καφτά στο ωραίο του πρόσωπο.
«Νινόν… μωρό μου… που είσαι;», μονολόγησε και άκουσε έξαφνα θόρυβο έξω απ’τη σκηνή του. Βάδισμα βαρύ, αντρίκιο, τον πλησίαζε.
Σκούπισε γρήγορα τα μάτια του. Το παραπέτο της σκηνής άνοιξε στα δυο και εμφανίστηκε ο αδερφός του.
«Τι είναι Φιλίπ;», τον ρώτησε κι έπιασε πάλι τα χαρτιά στα χέρια του.
«Κάθεσαι; Έλα… το παιδί…», είπε εκείνος και ο Γιαν πετάχτηκε σα να τον είχε χτυπήσει κεραυνός και βρέθηκε δίπλα στον αδελφό του.
«Που είναι; Δείξε μου!», τον τραβολόγησε και το χνώτο του μύριζε οινόπνευμα, ξενύχτι και άγχος.
Ο Φιλίπ δεν απάντησε. Του έδειξε. Κι αυτό που αντίκρισε ο ευθυτενής και όμορφος άντρας δεν θα’ταν εύκολο να το ξεχάσει ως το τέλος της ζωής του.
Στα τριάντα μέτρα στεκόταν το κορίτσι. Στεκόταν και τους κοιτούσε. Ήρεμη. Πίσω της, στα τριακόσια μέτρα το καταραμένο δάσος. Σκοτεινό σαν ουρανός στην καταιγίδα. Πάνω μια τεράστια ολόγιομη σελήνη, φωτεινή και αγριεμένη.
«Κοίτα!», του ψιθύρισε ο Φιλίπ και ο Γιαν κρατούσε την ανάσα του.
Το κορίτσι δεν ήταν μόνο του. Δεξιά κι αριστερά του στέκονταν δυο τετράποδα πλάσματα. Δυο λύκοι. Ο ένας μεγαλόσωμος, ασημο-μαυρότριχος και σίγουρα αρσενικός. Ο άλλος γκρίζος, πιο μικρόσωμος. Μάλλον θηλυκός.
«Νιν… Νινόν!», φώναξε ο Γιαν και παρά λίγο να πνιγεί η φωνή του μέσα στο λυγμό του.
«Μην της φωνάζεις διάβολε! Τρελάθηκες;», τον μάλωσε ο Φιλίπ.
«Πάω να τη φέρω, κείνη διστάζει!», είπε ο Γιάν αλλά ο αδελφός του τον κράτησε απ’το χέρι.
«Βήμα μην κάνεις… κοίτα… έρχεται το παιδί!», είπε και θαυμάσανε και οι δυο.
Πρώτα γονάτισε. Τους δέχτηκε έναν έναν στην παιδική αγκαλιά της. Τους χάιδεψε τρυφερά, τα παχουλά χεράκια της έμοιαζαν αστεία στα τριχωτά κεφάλια των ζώων… ίσως να είπε κάτι, λόγια που χάθηκαν στη νύχτα. Ύστερα σηκώθηκε ξανά. Οι λύκοι έμειναν ακίνητοι να βλέπουν καθώς εκείνη άρχισε να βαδίζει προς τους δυο άντρες.
«Να με πάρει ο ουρανός αν καταλαβαίνω τι γίνεται εδώ πέρα!», μονολόγησε ο Φιλίπ και γελούσε πλατειά. Ήταν όμορφος και λεβέντης κι αυτός αλλά όχι σαν τον αδερφό του.
Ο Γιαν άνοιξε την μεγάλη του αγκαλιά και δέχθηκε το κορίτσι που έτρεχε πια για να χωθεί μέσα της.
Λόγια δεν είχαν… έκλαιγαν… έκλαιγαν και σιωπούσαν… Τραντάζονταν τα στήθια του Γιαν από των τόσων ημερών την αγωνία, την απελπισία, το συσσωρευμένο πόνο… κάποια στιγμή άφησε μια κραυγή στον ουρανό την υποδέχθηκε στην αγκαλιά του.
Οι δυο τους δεν είχαν άλλο βλέμμα. Μονάχα ο Φιλίπ είδε τους δυο λύκους να επιστρέφουν ήρεμα και να χάνονται στην αγκαλιά του δάσους…
Ύστερα από ώρες, αφού είχε ξυπνήσει το παιδί από ένα βαθύ, γλυκό ύπνο στη σκηνή του πατέρα της, μπόρεσε εκείνος να ακούσει ξανά, μετά από τόσες μέρες τη φωνούλα της.
«Με συγχωρείς μπαμπά;», του είπε και τον κοιτούσε να δακρύζει πάλι και να πίνει… οι φλέβες του στο χέρι είχαν ξεπρηστεί. Δεν τον πονούσαν άλλο τα νεφρά του.
Με το δεξί της μικροσκοπικό χέρι χάιδευε τα μάγουλα του μεγαλόσωμου μελαχρινού τσιγγάνου που την κοιτούσε με λατρεία και δεν τη χόρταινε.
Την έσφιξε πάλι στην αγκαλιά του. Δεν μπορούσε να το πιστέψει ακόμα πως την είχε σώα και ασφαλή κοντά του.
«Πώς έγινε Νινόν; Πώς έγινε μωρό μου;», τη ρώτησε αφού ηρέμησε λιγάκι.
«Μου είπαν πως το είχε ζητήσει ο ουρανός μπαμπά!», είπε με φυσικότητα εκείνη.
«Ποιοι στο είπαν αγάπη μου;», ρώτησε απορημένος εκείνος.
«Οι φίλοι μου… οι λύκοι», είπε η Νινόν κι άρχισε να τραγουδάει χαρούμενη ένα από εκείνα τα παράξενα τραγούδια που είχε μάθει από μωρό δίπλα στο Γιαν και αν τα πρόσεχες καλύτερα θα έλεγες πως μοιάζαν με ψαλμούς…
Ναι, θα τόλεγες οπωσδήποτε…
11
Η ΝΙΝΟΝ ΜΠΗΚΕ ΣΤΟ ΜΙΚΡΟ ΤΗΣ ΣΠΙΤΙ ΣΦΥΡΙΖΟΝΤΑΣ ΕΝΑ ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ σκοπό. Ένα τραγουδάκι της μόδας στη Γαλλία, εκεί, στα μέσα της δεκαετίας του ’50 που μιλούσε για ένα παθιασμένο παιχνιδιάρικο έρωτα κι ένα αγόρι με όμορφα, ζεστά μάτια. Άφησε τη λεκάνη με τα πεντακάθαρα, στεγνά ρούχα στο μικρό καρεκλάκι δεξιά και σκέφτηκε πάλι τον πατέρα της. Είχε κατέβει απ’το πρωί στην πόλη για κείνη τη δουλειά και τώρα πια, μεσημέριαζε, τον περίμενε να επιστρέψει. Έπρεπε να του μαγειρέψει κάτι, θα πεινούσε πολύ.
Τούτο το μικρό καλύβι με την ξύλινη στέγη που δεν έπρεπε ποτέ κανείς μπροστά τους να αποκαλέσει ‘παράγκα’, το’εχει φτιάξει εκείνος, με τα χέρια του για τους δυο τους. Ένα μεγάλο δωμάτιο ήταν στην ουσία, χωρισμένο σωστά και λειτουργικά όμως για να εξυπηρετεί τις ανάγκες δυο ανθρώπων. Πάντα καθαρό κι επιπλωμένο με γούστο και χάρη. Ο πατέρας της δεν ήθελε να μένουν μέσα στον καταυλισμό πια. Από τότε με την περιπέτεια της εξαφάνισής της και μετά, ο Γιαν είχε αρχίσει να αποστασιοποιείται κάπως από τη φυλή κάτι που προκαλούσε κάποιες αναστατώσεις και μάλιστα ορισμένοι είχαν θέσει και ζήτημα εκλογής νέου αρχηγού. Όμως κανείς μπροστά του δεν τολμούσε να το πει ανοιχτά κι όλοι παρέμεναν σε μια κατάσταση σιωπηρής αναμονής. Κάποτε ο Γιαν θα έπαιρνε τη μικρή του ‘κόρη’ και θα’φευγαν. Το ήξεραν, το έβλεπαν. Ως και τα αδέρφια του είχαν κάπως ψυχρανθεί μαζί του. Το ζήτημα της Νινόν που δεν ήταν δική τους έτσι κι αλλιώς και κανείς δεν ήξερε ποια ήταν και πώς είχε βρεθεί στα χέρια του Γιαν, αποτελούσε θέμα ταμπού για όλους. Η υπερβολική αγάπη που της είχε ήταν πέρα από κάθε συζήτηση. Αλίμονο σε όποιον θα σκεφτόταν καν να μπει ανάμεσά τους.
Η Νινόν έφτασε στα 17 της χρόνια χωρίς τη μητρική στοργή όμως με πολλαπλάσια πατρική. Τόση αγάπη θα ήθελε να έχει κάθε παιδί στον κόσμο από τους γονείς του. Τόση λατρεία, τόση ζεστασιά. Ο Γιαν ήταν ένας πραγματικός θεός στα μάτια της. Τέλειος και άψογος από κάθε άποψη. Κι όταν άνοιγε τη μεγάλη αγκαλιά του και την έκλεινε μέσα, δεν υπήρχε πληρέστερη στιγμή, μεγαλύτερη ευτυχία. Ένα όνειρο που το ζούσε και το απολάμβανε με την ίδια ένταση κάθε φορά.
Τον τελευταίο καιρό, είχε παρατηρήσει όμως κάποιες αλλαγές πάνω του. Την κοιτούσε κάπως παράξενα μερικές φορές, με μια ένοχη σιωπή, σκεφτόταν η Νινόν. Σα να ήθελε να της μιλήσει για κάτι σημαντικό αλλά δίσταζε. Η κοπέλα ενηλικιωνόταν πια και ίσως να έπρεπε να της μιλήσει για τον έρωτα και τις περιπέτειες με τους άντρες. Ή ίσως πάλι να ήταν κάτι άλλο. Για τη μητέρα της που ποτέ δεν γνώρισε και ο Γιαν δεν της είχε μιλήσει. Ό,τι κι αν ήταν, η Νινόν περίμενε. Είχε εμπιστοσύνη στον πατέρα της. Κάποια μέρα θα ερχόταν που θα της μιλούσε για όλα. Στο κάτω κάτω είχε εκείνον και όλα ήταν καλά!
Γύρισε το σώμα της για να πάει προς την κουζίνα στ’αριστερά της και είδε κάτι μαύρο να εξέχει από την ανοιχτή πόρτα του δωματίου της, στο βάθος. Η καρδιά της χτύπησε δυνατά. Κάποιος είχε κρυφτεί εκεί.
«Μπαμπά!», είπε η κοπέλα αλλά ήξερε ότι αυτός δεν ήταν ο μπαμπάς της. Το ήξερε και το ένιωσε. Και την επόμενη στιγμή, της επιτέθηκε ένας φοβερός πονοκέφαλος και μια αρπάγη, σαν γροθιά γίγαντα της έσφιξε την καρδιά. Η Νινόν μόρφασε απ’τον πόνο, έγειρε αριστερά και αναγκάστηκε να καθίσει στο μικρό καναπέ που γινόταν και τραπεζαρία αν άνοιγες το πτυσσόμενο τραπεζάκι.
Παρά τον πόνο της που δεν έλεγε να κοπάσει, έριξε πάλι μια ματιά στο δωμάτιο. Το μαύρο κάτι ήταν πάντα εκεί, ακίνητο, ασάλευτο.
Αυτό είναι χέρι… κάποιου άντρα…, είπε μέσα της αλλά η ζαλάδα την εμπόδιζε να σκεφτεί καθαρά και η μεγάλη αρπάγη δεν την άφηνε να αναπνεύσει κανονικά.
Που είναι ο μπαμπάς… αναρωτήθηκε κι ύστερα αποφάσισε να του απευθύνει ένα κάλεσμα… Μπαμπά μου… που είσαι; Που είσαι;
Η κοπέλα κοίταξε πάλι. Ο άντρας με το μαύρο πουκάμισο, τι άλλο να ήταν άραγε, δεν έλεγε να το κουνήσει ρούπι. Δεν είχε κρυφτεί ακριβώς… απλά στεκόταν στο κατώφλι…
«Ποιος είσαι;», ρώτησε τελικά η Νινόν κι ένιωσε το σφίξιμο να υποχωρεί λιγάκι. Οι σφυριές στο κεφάλι της όμως συνέχιζαν αμείωτες.
«Απ’τον Ρισάρ είσαι; Για το χρέος;», ξαναρώτησε η κοπέλα αλλά ο απρόσκλητος επισκέπτης δεν σάλευε.
«Αν είσαι απ’τον Ρισάρ να ξέρεις πως ο πατέρας μου ήταν χθες στη Μασσαλία… πιάνει δουλειά… ναι, πες του πως πιάνει καλή δουλειά και σε ένα μήνα θα του…», είπε η Νινόν αλλά ξαφνικά η αρπάγη έκλεισε ξανά και ένιωσε πως της κοβόταν η ανάσα.
Μπαμπά μου!, είπε σαν προσευχή περισσότερο.
«Βγες έξω… να μιλήσουμε! Αν δεν ήρθες για να μας βλάψεις ή για τα χρέη, για τι ήρθες;», είπε εκνευρισμένη με τη φωνή της να παλεύει να βρει κανονικό ρυθμό.
Ξαφνικά ο άνθρωπος μετακινήθηκε και με δυο βήματα εμφανίστηκε μπροστά της. Δεν κατάλαβε με τι ταχύτητα το έκανε γιατί τον είδε και τρόμαξε. Το ευχάριστο ήταν πως ο πονοκέφαλος υποχώρησε αισθητά και η καρδιά της απελευθερώθηκε από τον σφιγκτήρα της.
Η Νινόν πάλευε να καταλάβει. Δεν ήταν ένα κορίτσι που φοβόταν εύκολα. Είχε περάσει πολλά στη ζωή της και σαν κόρη τσιγγάνου και μάλιστα του αρχηγού της φυλής της, δεν σταματούσε να υπερπηδά συνεχώς εμπόδια που τους έβαζαν όπου κι αν πήγαιναν. Όμως αυτός ο άνθρωπος δεν έμοιαζε με κανέναν που είχε δει ή γνωρίσει. Δεν έμοιαζε καν για τσιγγάνος.
«Πως σε λένε;», τον ρώτησε.
Ο άντρας είχε το κεφάλι σκυφτό. Φορούσε ένα ταλαιπωρημένο, μαύρο πουκάμισο κι ένα καλό παντελόνι. Το πιο ενδιαφέρον ήταν τα παπούτσια του. Η Νινόν δεν είχε δει ξανά τόσο καλόγουστα, αντρικά παπούτσια.
Τον κοίταξε καλύτερα. Λευκά μαλλιά, ασημόλευκο, παχύ μούσι, πιο μεγάλος από τον πατέρα της. Και πιο κοντός βέβαια. Κανείς δεν ήταν τόσο ψηλός και όμορφος όσο ο Γιαν, σκέφτηκε και χαμογέλασε!
Ξαφνικά όμως ένιωσε πάλι τον ισχυρό πονοκέφαλο και τον πόνο στο στήθος.
Γαμώτο!, είπε και έπιασε την καρδιά της. Τώρα τα πράγματα έμοιαζαν χειρότερα από πριν.
«Πεινάω», της είπε ξαφνικά ο άντρας και άκουσε τη φωνή του σταθερή, σίγουρη, βαθιά. Προς στιγμήν μάλιστα νόμισε πως δεν ερχόταν από εκείνον, πως είχε μπει και δεύτερο άτομο στο σπίτι. Γύρισε το κεφάλι της αλλά δεν είδε κανέναν. Ήταν λοιπόν η δική του φωνή.
«Σήκωσε το κεφάλι να σε δω!», του είπε αλλά δεν την υπάκουσε.
«Παρακαλώ κυρία, δώστε μου να φάω, πεινάω!», επέμεινε εκείνος και η κοπέλα απρόθυμα σηκώθηκε από τη θέση της και πήγε στην κουζίνα. Περνώντας από δίπλα του ένιωσε κάτι παράξενο… μια γλυκερή παγωνιά… σα γλίτσα… σα να μην ήταν ζωντανό αυτό το πλάσμα… ναι, αυτό σκέφτηκε, σα να ήταν νεκρό, νεκρό από αιώνες… από αναρίθμητους αιώνες!
Τι συμβαίνει εδώ πέρα;, αναρωτήθηκε αλλά αποφάσισε να υπερνικήσει το φόβο που θέριευε μέσα της.
«Πεινάω κυρία», επανέλαβε εκείνος μηχανικά.
«Θα σου τηγανίσω αυγά… έχω και λουκάνικα… και ψωμί… νομίζω. Κάτσε και περίμενε», του είπε και παρά τους πόνους αποφάσισε να τελειώνει μαζί του περιμένοντας τον πατέρα της.
Αχ, βρε μπαμπά μου!, είπε πάλι και έβγαλε τα υλικά για να ετοιμάσει το φαγητό στον επισκέπτη – εισβολέα.
Ανοίγοντας το μικρό ψυγείο είδε πως είχαν μείνει μόνο δυο αυγά.
Αυτό που δεν είδε ήταν τον άντρα με την παράξενη αύρα και τα ακριβά παπούτσια, να βγάζει το πουκάμισό του.
12
Ο ΓΙΑΝ ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΑΝΗΣΥΧΗΤΙΚΗ ΠΑΡΟΡΜΗΣΗ. Φρόντισε να ολοκληρώσει τις διαπραγματεύσεις με τον εργολάβο πιο γρήγορα απ’ό,τι θα’πρεπε γιατί ένιωσε ένα περίεργο πλάκωμα στο στήθος. Σύντομα το πλάκωμα έγινε δυσφορία και εκεί αισθάνθηκε πως έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι… στη Νινόν.
Κάτι δεν πάει καλά…, μονολόγησε και στο απορημένο βλέμμα του νέου εργοδότη του απάντησε με ένα νεύμα, ένα χαιρετισμό και έκανε μεταβολή για να φύγει.
Είχε παρκαρισμένη το αυτοκίνητό του έξω από το εργοτάξιο και θα του έπαιρνε τουλάχιστον ένα εικοσάλεπτο να φτάσει στο σπίτι. Υπό τις καλύτερες συνθήκες. Το σαραβαλιασμένο Φορντ που είχε αγοράσει από έναν αγρότη της περιοχής δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Όπως κι ο ίδιος. Όταν έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου σχεδόν διπλώθηκε από τον οξύ πόνο στο στήθος. Άρχισε να ιδρώνει. Καταλάβαινε πως έπρεπε να βιαστεί. Κι η μέρα είχε ξεκινήσει τόσο καλά… νέα δουλειά, καλή και για όλο το χειμώνα ίσως και τον επόμενο σε αυτό το εργοτάξιο… καλά λεφτά και σίγουρα. Είχε σκεφτεί κιόλας πώς θα τα ξόδευε για τη μικρή του αλλά...
Κάτι της συμβαίνει… πρέπει να βιαστώ… κουνήσου σκατόπραμα!, έβρισε αλλά όσο κι αν πατούσε το πεντάλ το Φορντ δεν είχε περισσότερη ψυχή απ’τα εξήντα χιλιόμετρα την ώρα.
Μπήκε στο φιδωτό, επαρχιακό δρόμο και προσπάθησε να εστιάσει στην οδήγηση. Τα αυτοκίνητα ήταν ελάχιστα, περισσότερο έπρεπε να προσέχει κανείς για τα κάρα με τα άλογα και τους πεζούς που πετάγονταν άξαφνα στη μέση του δρόμου. Ο Γιαν ήταν καλός οδηγός. Σε κάθε άλλη περίπτωση θα απολάμβανε την διαδρομή όμως τώρα…
Το πλάκωμα στο στέρνο του υποχώρησε κάπως… η ανάσα του βγήκε δυνατή απ’το στόμα λες και την κρατούσε για να κάνει βουτιά στη θάλασσα. Ο ιδρώτας είχε μουσκέψει το πουκάμισό του, τα χέρια του γλιστρούσαν στο τιμόνι.
Όχι σήμερα… όχι… πριν προλάβω να της πω… πρέπει να της πω…, μονολογούσε καθώς οδηγούσε περίπου σαν μεθυσμένος αλλά καταφέρνοντας να κρατάει το αρχαίο Φορντ στη λωρίδα του.
Κάποια στιγμή ο δρόμος εμπρός του, φάνηκε να θολώνει… λες κι είχε απλωθεί ομίχλη ξαφνικά και του εμπόδιζε την ορατότητα. Ένιωσε να ζαλίζεται, τα μηνίγγια του βροντούσαν και τότε ξαφνικά τις είδε… ξανά! Πίσω απ’τη γκρίζα θολούρα, μέσα σε ένα προπέτασμα ομίχλης… τις δυο δίδυμες γριές που τον είχαν επισκεφτεί εκείνο το πρωί… ήταν στη μέση της ασφάλτου, μπροστά του και τον κοιτούσαν αυστηρά… θα τις χτυπούσε διάολε!
Πάτησε φρένο σαν τρελός και το σαραβαλάκι ούρλιαξε, έκανε ένα κωμικό τετακέ και με ένα τράνταγμα έσβησε στη μέση του δρόμου. Ο Γιαν χτύπησε πάνω στο τιμόνι αλλά τούτο το χτύπημα τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Δεν υπήρχε καμιά ομίχλη, ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος και λαμπερός. Ούτε γριές υπήρχαν με αυστηρό βλέμμα… Μονάχα το πλάκωμα είχε ξαναγυρίσει και η δυσφορία σε κάθε εισπνοή.
Έρχομαι μωρό μου…, είπε λες κι απαντούσε σε κάποιο κάλεσμα και έβαλε μπρος τον κινητήρα του αυτοκινήτου. Μετά από κάποιες προσπάθειες το αρχαίο, αλλά αξιόπιστο αυτοκίνητο ζωντάνεψε πάλι και ο Γιαν μπόρεσε να συνεχίσει την πορεία του.
13
ΈΦΤΑΣΕ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΕ ΜΙΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΕΓΡΗΓΟΡΣΗΣ ΚΑΙ λήθης. Μεταξύ άγριας μέθης και ισχυρής ζάλης. Μεταξύ σφυριών που τον κοπανούσαν στο κεφάλι σαν τεράστια πιστόνια και μαρμάρινων πλακών που τον συμπίεζαν στο στήθος.
Μεταξύ ζωής και θανάτου ίσως να τολμούσε να πει κάποιος. Και δεν θα έπεφτε έξω.
Βγήκε από το ταλαιπωρημένο υπέργηρο Φορντ σαν να περπατούσε σε φουρτουνιασμένη θάλασσα. Πισωπάτησε, με βία κρατήθηκε, έκανε δυο βήματα, έπεσε… ξανασηκώθηκε.
Το θλιπτικό πλάκωμα στο στήθος του και η αφόρητη δύσπνοια είχαν γίνει πλέον η μόνιμη κατάσταση. Και χειροτέρευε ραγδαία. Εισπνοές και εκπνοές σχεδόν απαγορεύονταν, η κάθε κίνηση, σχεδόν η κάθε σκέψη του ήταν κυκλώπειο έργο. Του απομυζούσε πολύτιμη ενέργεια. Όμως ο Γιαν δεν ήταν συνηθισμένος άνθρωπος. Κάθε άλλος στη θέση του θα είχε λυγίσει, θα είχε χάσει τις αισθήσεις του, θα είχε παραδώσει τα όπλα. Όχι όμως αυτός.
Έρχομαι μωρό μου!, είπε και κοίταξε μπρος του το σπίτι. Αυτό που έμοιαζε με το σπίτι του δηλαδή. Ήταν στα πέντε μέτρα αλλά φάνταζε να έρχεται από μια τρύπα στον ουρανό. Ολόγυρα από το οίκημα, την έβλεπε, μια τεράστια, σκοτεινή άλως… να, σαν ένα σεντόνι… όχι… τώρα μια μεμβράνη που χόρευε, άλλαζε μορφές… τελικά ένα θηριώδες σκοτεινό στόμα που ρουφούσε την ενέργεια από το κάθε τι…
Ο Γιαν έκανε κουράγιο και περπάτησε τα λίγα βήματα ως την πόρτα σα να είχε εκατό κιλά στο κάθε του πόδι. Σα να ήταν η βαρύτητα δεκαπλάσια και τον καθήλωνε στο χώμα. Όμως έφτασε στην πορτούλα της παράγκας. Η άλως τώρα έμοιαζε να πάλλεται πιο γρήγορα, σα να είχε θυμώσει, σκέφτηκε ο Γιαν και του έκανε εντύπωση αυτή η τρελή σκέψη.
Και τι δεν είχε τρελαθεί όμως εκείνη τη μέρα;
Έρχομαι κορίτσι μου, είπε πάλι και έσπρωξε την πόρτα με όλη του την περισσευούμενη δύναμη.
Εκείνο που αντίκρισε στο εσωτερικό του σπιτιού του ήταν πέρα από κάθε περιγραφή.
Η Νινόν, η αγάπη του, το κορίτσι του… ήταν ξαπλωμένη στο δάπεδο… ανάσκελα… ολόγυμνη… Θεέ μου! Ολόγυμνη! Μα αυτό δεν τον σοκάρισε τόσο. Πίσω της στεκόταν ένας ξένος. Ένας άντρας που φορούσε ολόμαυρα ρούχα. Δεν μπορούσε να δει τίποτε άλλο. Έμοιαζε με μουτζούρα πάνω σε λευκό χαρτί.
Ο ξένος δεν κοιτούσε τη Νινόν.
Κοιτούσε πάνω… κάπου ψηλά… γιατί από ψηλά κατέβαινε μια δέσμη μαύρου φωτός που διαπερνούσε την πρόχειρη στέγη του σπιτιού και χυνόταν πάνω στο κορίτσι σαν λερωμένο νερό… σαν σάπιο νερό!
Τι στο δαίμ…, ψέλλισε ο Γιαν τρομοκρατημένος και έκανε να πλησιάσει πιο κοντά. Δεν το μπορούσε. Μπροστά του υπήρχε ένας αόρατος τοίχος που ανάσαινε ενέργεια και μοχθηρία… και τον εμπόδιζε να ζυγώσει, να πιάσει το κορίτσι του… να το σώσει…
Το λερωμένο φως έλουζε την κοπέλα όμως σιγά σιγά μειωνόταν, λιγόστευε… Η δύναμη του αόρατου τοίχου εξασθενούσε.
Ο Γιαν ένιωσε ξαφνικά μέσα του να τινάζονται όλα στον αέρα. Λες κι είχε βάλει κάποιος δυναμίτη στα σωθικά του. Μια έκρηξη και όλα είχαν γίνει ένας αιμάτινος πολτός με ίνες, κρέατα και υγρά.
Πεθαίνω, σκέφτηκε και είχε δίκιο.
Πρόλαβε όμως.
Πρόλαβε να δει κάτι.
Τη Νινόν να είναι όρθια, γυμνή και χαμογελαστή εμπρός του!
Όμορφη όπως ποτέ… και φωτεινή και δυνατή!
Τον πλησίασε, του χάιδεψε τρυφερά το κεφάλι και ύστερα του γύρισε τη γυμνή της πλάτη.
Και τότε το είδε. Πίσω στην πλάτη της… εκεί που είναι τα νεφρά του ανθρώπου… Κάτι παράξενο. Μια ζωγραφιά ίσως… όχι…
Μια αράδα… γράμματα… παράξενα γράμματα που ανάσαιναν!
Έχουν νοημοσύνη και τα ξέρασε αυτό το κερατένιο μαύρο φως, σκέφτηκε ο Γιαν στιγμές μονάχα πριν παραδώσει το κουρασμένο πνεύμα του στο Αχανές.
Η Νινόν τώρα ντυνόταν αργά αργά.
Συγνώμη κορίτσι μου, σκέφτηκε ο τσιγγάνος και ξεψύχησε.
Ο ξένος δεν ήταν πουθενά.
14
ΜΑΡΤΙΟΣ ΤΟΥ 1978. ΣΕ ΚΑΠΟΙΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΕΝΟΣ ΣΠΙΤΙΟΥ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ. Η γυναίκα κοίταξε με χαμόγελο ευγνωμοσύνης τον άντρα που της κρατούσε τρυφερά το χέρι.
«Την είδες;», τον ρώτησε.
«Την είδα καρδιά μου», απάντησε εκείνος. Είχαν ασπρίσει τα μαλλιά του. Κι υπήρχαν μερικές βαθιές ρυτίδες στο μέτωπό του. Όμως κατά τα άλλα δεν είχαν αλλάξει και πολλά στην όψη του. Και έμοιαζε τώρα περισσότερο στον πατέρα. Όπως θα ήταν ο πατέρας αν…
«Είναι… καλά;», ρώτησε κι ένας λυγμός ανέβηκε στο λαιμό της.
«Μια χαρά»
«Όμορφη;»
«Όχι όπως ήσουν εσύ… όμως είναι», απάντησε αυτός και η φόρτιση και αμηχανία της στιγμής τον είχαν επηρεάσει φανερά.
Ακολούθησε μια μικρή παύση. Μια παύση που είχε μέσα της μαχαίρια, πόνο και παρελθόν.
«Την… έψαξες θείε;», ρώτησε τελικά και γύρισε το βλέμμα της αλλού.
«Ναι… το έχει», απάντησε αυτός και δεν την άφησε να πει οτιδήποτε.
«Όλα θα γίνουν όπως πρέπει κορίτσι… μη στενοχωριέσαι…», είπε ο τσιγγάνος και της χαμογέλασε ζεστά. «Πρέπει να φύγω τώρα!», είπε αλλά εκείνη του κράτησε το χέρι σφιχτά.
«Όχι! Θέλω…», γύρισε το βλέμμα της πάνω του ξανά, «θέλω να τη δω πρώτα!»
«Ναι… θα στη φέρω…», απάντησε ο γέρος και βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο.
Δεν κράτησε την υπόσχεσή του.
Η γυναίκα δεν τον ξανάδε ποτέ. Ούτε αυτόν, ούτε το μωρό της.
15
Η ΓΙΑΓΙΑ ΝΙΝΟΝ ΤΟΝ ΕΙΔΕ ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΔΡΟΜΟΥ ΚΑΙ ΠΑΓΩΣΕ ΤΟ αίμα της. Δεν είχαν προλάβει να κάνουν ούτε τρία βήματα με τη Σοφία. Κράτησε τη κοπέλα και μαζί κρατήθηκε κι εκείνη απ’αυτήν.
Τον είδε ξανά μετά από 60 χρόνια και όμως δεν είχε αλλάξει τίποτε! Ήταν σίγουρη πως δεν είχε αλλάξει τίποτε. Για κείνον βέβαια, όχι για κείνη.
«Τι συμβαίνει γιαγιά;», ρώτησε η Σοφία και σκέφτηκε ότι σύντομα θα έπρεπε όλο αυτό το σήριαλ να τελειώνει. Είχε αρχίσει να κουράζεται. Έπρεπε να γυρίσει και στο σπίτι της.
Η γιαγιά τον είδε στο τέλος του διαδρόμου, στο κλιμακοστάσιο. Κρυμμένος, ναι, όχι και τόσο καλά όμως… ο μαύρος του αγκώνας εξείχε… λίγο…
Τι σκατά θέλει εδώ πέρα!, φώναξε από μέσα της η γιαγιά και ήξερε την απάντηση. Τι θέλεις εδώ πέρα Ερημόφρονα;, είπε μέσα απ’τα δόντια της.
Ό,τι θέλουν όλοι οι Ονειροφάγοι και οι Νεκρονόμοι, απάντησε μόνη της στο ερώτημά της και τότε ξαφνικά ο πόνος στο στήθος της έγινε αφόρητος και γονάτισε.
Η Σοφία έσκυψε να την βοηθήσει να σηκωθεί.
Μια νοσοκόμα που τις είδε έσπευσε να βοηθήσει.
Μια διερχόμενη νεαρή ασθενής, σταμάτησε και με ειλικρινές ενδιαφέρον ρώτησε αν η γιαγιά ήταν καλά.
Καμιά τους δεν είδε τον μαυροφορεμένο ξένο να γλιστράει σαν σκιά στο θάλαμο της εντατικής.
16
Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΡΑΣΙΑΣ ΚΟΙΤΑΞΕ ΤΟ ΡΟΛΟΪ ΤΟΥ ΑΝΗΣΥΧΟΣ.
Έπρεπε να είναι εδώ… εδώ και τόση ώρα!
Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Σουρούπωνε. Η πτήση είχε φτάσει κανονικά στην ώρα της. Καλούσε στο κινητό τον Αντρέα κάθε μισή ώρα αλλά φαινόταν να είναι απενεργοποιημένο. Του συναδέλφου του τον αριθμό δεν τον γνώριζε.
Κάτι έχει συμβεί… πέρασαν τόσες ώρες…, μονολόγησε ο καθηγητής. Σκέφτηκε τις εναλλακτικές που είχε για την περίπτωση της Κατερίνας. Το συμβούλιο –αν ήταν απαραίτητο πλέον – θα γινόταν χωρίς τον γερμανό γιατρό. Θα ήταν και η κατάστρωση του σχεδίου της τελικής μάχης. Ενός σχεδίου απελπισίας.
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η προϊσταμένη της εντατικής. Ανήσυχη, σχεδόν έντρομη. Εντελώς ξένο γι αυτήν.
«Πρέπει να έρθετε αμέσως κ. καθηγητά»
Ακολούθησε μια σύντομη περιγραφή της κατάστασης από την προϊσταμένη. Ο καθηγητής όταν έκλεισε το τηλέφωνο ήταν χλωμός κι έδειχνε γερασμένος και εξουθενωμένος.
Τι άλλο πια!…, είπε κουρασμένα.
Έκλεισε την πόρτα του γραφείου του και σχεδόν έτρεξε ως τον επάνω όροφο.
17
ΣΤΑΘΗΚΕ ΣΤΟ ΣΤΟΜΙΟ ΤΗΣ ΣΠΗΛΙΑΣ. Η ΘΕΑ ΤΟΥ ΤΗΣ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕ έναν τρόμο που δεν είχε νιώσει ποτέ όχι μονάχα εκείνη αλλά κανένα ανθρώπινο πλάσμα. Η όψη αυτού του όντος ήταν έξω από κάθε δυνατή και αδύνατη, τρελή ή απόκοσμη πληροφορία που είχε ποτέ ο νους στα δεδομένα του. Ακόμα και η πιο νοσηρή φαντασία δεν είχε τη γλώσσα για να το περιγράψει. Τούτο το κολλώδες βδέλυγμα που έπαιρνε σάρκα από το Στόμα και όσο κινείτο άδειαζε πολτό και γλίτσα από το σώμα του παντού… τούτο το μεταλλασσόμενο διαρκώς ερπετώδες ανοσιούργημα που σερνόταν, κυλιόταν, έπαιρνε σχήματα, ‘χόρευε’, άλλαζε μορφές και… χαμογελούσε… τι φρίκη, χαμογελούσε κι αυτή η παραμόρφωση στο ‘πρόσωπό’ του ήταν πέρα από την αντοχή ενός ισορροπημένου νου…
Και η μυρωδιά. Ήταν μια μπόχα που δεν μπορούσε να συγκριθεί με τίποτα που μπορεί να έχει βιώσει κανείς στον γήινο κόσμο. Το στομάχι της διαμαρτυρήθηκε μα δεν είχε τίποτα να αδειάσει κι έμεινε με έναν δυνατό πονοκέφαλο να την συμπιέζει σαν πρέσα. Έκλεισε για λίγο τα μάτια να μην βλέπει το απόστημα αυτό της Δημιουργίας που την κοιτούσε στο στόμιο και την… ορεγόταν… γιατί αυτό ένιωσε ως τα έγκατα του είναι της… κάτι την ετοίμαζε για να την καταναλώσει…
Άνοιξε ξανά τα μάτια της όταν η πρέσα στο κεφάλι της μείωσε την έντασή της.
Τώρα όλα άλλαζαν. Με γρήγορους, όλο και πιο γρήγορους ρυθμούς. Το ζωντανό, μοχθηρό στερέωμα από πάνω της κατέβαινε προς το μέρος της. Έμοιαζε ο μαυροκόκκινος ουρανός με μπαλόνι ανάστροφο… φούσκωνε προς τα μέσα, τεντωνόταν, μπορούσε ακόμα ν’ακούσει τριγμούς απαίσιους από χίλιες κατευθύνσεις… ο ορίζοντας, όπου κι αν κοιτούσες είχε γίνει μια γλοιώδης μάζα που έσταζε πύο και βρώμικη, ρευστή φωτιά…
Το θηριώδες σάρκινο μάτι είχε πρηστεί και την κοιτούσε με μια ευφυΐα αλλόκοτη, παράλογη. Είχε ξεχειλώσει κι είχε κατέβει κι αυτό κι έμοιαζε με ανάποδο εξόγκωμα σε ένα καρκινωμένο, σάπιο όργανο… έναν εξαλλαγμένο όγκο που μεγάλωνε ολοένα και με απίστευτη ταχύτητα…
Γύρω της… το ένιωθε όλο και πιο δυνατά… οι σεισμικές δονήσεις ήταν πλέον ένα διαρκές χοροπηδητό κάτω απ’τα αδύναμα πόδια της. Το στόμα… άλλαζε… έπαιρνε μορφές… είχε σύμβολα… σύμβολα έγγλυφα σαν πύρινες βλάσφημες λέξεις πάνω σε ανθρώπινη σάρκα… τούτη η σκέψη την έκανε να ριγήσει… μέσα σε τούτο το χαμό θυμήθηκε… θυμήθηκε τον άντρα με τα μαύρα ρούχα, το πυκνό μούσι και το χαμηλωμένο βλέμμα… τον άντρα που πάνω στο κορμί του, σε ολόκληρο το κορμί του υπήρχε ζωντανεμένη τούτη η κόλαση!
Αυτός με έστειλε εδώ! Αυτός! Όμως γιατί; Γιατί εμένα;
Ξαφνικά μπροστά της ορθώθηκε, λες και το γέννησε το χώμα, ένας βωμός. Σηκωνόταν σιγά σιγά και έπαιρνε τη θέση του ανάμεσα σε κείνη και το στόμα… ήταν μια οβάλ τράπεζα, απόλυτα επίπεδη που στηριζόταν σαν μανιτάρι σε ένα μονάχα χοντρό πόδι… και… σάρκινη… ναι, το κατάλαβε αυτό και ένιωσε το στομάχι της ν’ανακατεύεται!
Θεέ μου, τι πρόκειται να συμβεί εδώ;, ψέλλισε αλλά οι δονήσεις απ’τις λέξεις της έγιναν μικρά ασήμαντα έντομα που τα κατάπιε ο πρόστυχος ουρανός πάνω της.
Έκλεισε ξανά τα μάτια της. Το οξυγόνο λιγόστευε ολοένα και τα πνευμόνια της έκαιγαν.
Ώστε σ’αυτό το βωμό θα βρω το τέλος; Θα με διαμελίσουν; Θα με ξεσκίσουν; Θα με κατασπαράξουν;, σκέφτηκε δυνατά το κουρασμένο μυαλό της και η κάθε σκέψη ήταν βροντή και πόνος και δόνηση στα δόντια της.
Γιατί όμως;
Γιατί;
Γιατί εμένα;
Άνοιξε τα μάτια της και ούρλιαξε άηχη φρίκη και ήττα.
18
Η ΝΕΑΡΗ ΕΙΔΙΚΕΥΟΜΕΝΗ ΝΟΣΗΛΕΥΤΡΙΑ ΚΟΙΤΑΞΕ ΜΕ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΤΙΣ ζωγραφιές πάνω στο χαρτί. Δεν ήταν ακριβώς ζωγραφιές δηλαδή. Έμοιαζαν περισσότερο με τις μουτζούρες ενός παιδιού, σαν κι αυτές που έκανε κι η ίδια όταν ήταν μικρή για να περνάει η ώρα και γέμιζε τα λευκά χαρτιά. Μονάχα που ούτε με παιδιού έμοιαζαν τελικά. Είχαν μια συνοχή… αν τις παρατηρούσες πιο προσεκτικά… είχαν μια δομή, σαν σύμβολα σε μια σειρά… σχήματα και γραμμές που της θύμισαν μια ταινία τρόμου που είχε δει πριν χρόνια με έναν τρελό καθηγητή που έψαχνε να βρει άκρη σε βιβλία με ξεχασμένες γλώσσες των αρχαίων. Και τελικά είχε βρει το μπελά του! Τι ταινιάρα ήταν αυτή, την είχε καταφχαριστηθεί! Τελικά όλοι πέθαιναν στο τέλος σε ένα λουτρό αίματος. Εκτός από την πρωταγωνίστρια βέβαια.
Ποιος τα έγραψε αυτά στο μπλοκ;¸ αναρωτήθηκε αλλά εκείνη τη στιγμή έκλεισε φουριόζος την πόρτα ένας γεροδεμένος νεαρός συνάδελφος που τρύπωσε στο μικροσκοπικό γραφείο.
«Δεν άργησα, ε μωρό μου;», της είπε κοιτάζοντάς την με λαγνεία. Άρχισε να γδύνεται κιόλας.
«Μμμμμμ…», έκανε εκείνη ναζιάρικα και του επέτρεψε να τη φιλήσει στο λαιμό, να τη χαϊδέψει στους γλουτούς της, να ακουμπήσει τον πρησμένο φαλλό του μέσα από το παντελόνι του στη ποδιά της.
«Πιο σιγά!», του είπε και το βλέμμα της δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τα ορνιθοσκαλίσματα πάνω στο χαρτί. Ο νεαρός όμως της έκλεισε το οπτικό πεδίο. Ήταν κιόλας μισόγυμνος και με μια στύση βασιλική.
«Τρελό μωρό!», της είπε κι εκείνη τον έγδαρε στην πλάτη. Είχε αρχίσει να μπαίνει κι αυτή στο κλίμα της βιαστικής ένωσής τους. Αποφάσισε να ξεχάσει τα παράξενα σύμβολα στο χαρτί και να αφεθεί στην ερωτική έξαψη.
Δέκα πέντε λεπτά μετά, κάπνιζαν αναμαλλιασμένοι και αναψοκοκκινισμένοι.
«Πρέπει να φύγω», της είπε χαμογελώντας, «στην εντατική γίνεται της Πόπης!» και άρχισε να τακτοποιεί το παντελόνι του και τη στολή του.
«Μισό λεπτό…», τον σταμάτησε εκείνη τακτοποιώντας τα μαλλιά της. «Έχεις ιδέα τι είναι αυτά;» και του έδειξε το χαρτί με τα ακατάληπτα σύμβολα και σχήματα.
«Ποια; Α, ναι, είναι το τατουάζ της… δεν θυμάμαι πως τη λένε τώρα… της καινούργιας τέλος πάντων… που δεν θα τη βγάλει καθαρή…»
Η κοπέλα σκοτείνιασε. Ήξερε καλά για ποια μιλούσε.
«Τατουάζ;»
«Ναι, το αντέγραψε ο Μάκης… του άρεσε να το κάνει λέει κι αυτός… κατάλαβες…», απάντησε εκείνος λαχανιασμένος. «Φεύγω μωρό μου… αν με ψάχνει ο Ρασιάς…»
«Που το είχε το… τατουάζ αυτό;», τον ρώτησε πάλι με σμιχτά τα φρύδια. Η κοπέλα δεν είχε πρόσβαση στους ασθενείς της εντατικής όπως ο φίλος της. Και η πληροφορία αυτή της είχε εξάψει τη φαντασία.
«Που το είχε; Που να… α, ναι… μη φανταστείς… όχι εκεί κάτω… πίσω, στη μέση της… πάνω απ’τα νεφρά της… ναι… νομίζω δηλαδή…», είπε εκείνος με βιασύνη. «Σε αφήνω μωράκι μου… μη χαθούμε ε;», της είπε πονηρά και τη φίλησε πεταχτά στο στόμα.
Ο νεαρός έφυγε κι έκλεισε πίσω του την πόρτα.
Η νεαρή νοσηλεύτρια πήρε στα χέρια της το χαρτί και κοίταξε με δέος τώρα τη σειρά από σύμβολα που έμοιαζαν ανεξιχνίαστα, αρχαία σύμβολα μιας μυστηριώδους γλώσσας.
«Αυτό πάντως, δεν είναι τατουάζ!», απεφάνθη φωναχτά και ένα ρίγος την διαπέρασε.
19
Η ΓΙΑΓΙΑ ΝΙΝΟΝ ΑΚΟΥΓΕ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΝΑ ΦΩΝΑΖΟΥΝ ΣΑΝ ΑΠΟ κάποια σπηλιά. Φωνές γυναικών μεγαλύτερων και νεώτερων. Κι όλες ανήσυχες. Για εκείνη! Για την υγεία της, την κατάστασή της, το χρώμα του προσώπου της… Παράξενο… Ένιωθε καλά… μια χαρά… πιο καλά από ποτέ!
Κάποιος της κρατούσε δυνατά το ένα χέρι… μα και το άλλο χέρι δεν ήταν ελεύθερο… το ένιωθε πιασμένο από κάποιον… θόρυβος… φωνές που δυνάμωναν… πονοκέφαλος… πόνος στο στήθος…
«Έλα γιαγιά, έλα!»
Αυτή ήταν γνώριμη φωνή.
Ένα ποτήρι νερό ακούμπησε στα χείλη της… το αρνήθηκε… δεν ήθελε νερό… κι όλο τη ρωτούσαν και τη ρωτούσαν… δεν πήγαιναν όλοι στα τσακίδια!
Αυτή ήταν καλύτερα από ποτέ!
Ξανά ο πόνος στο στήθος… τον αγνόησε… ο πονοκέφαλος… τον έβαλε στην άκρη…
Έπρεπε να συναντήσει τον Ερημόφρονα!
Σήκωσε το κεφάλι της. Άνοιξε τα μάτια της.
Πόδια. Πόδια γυναικών. Λευκές ρόμπες και ποδιές.
«Συνέρχεται, δόξα τω Θεώ!»
Αυτή ήταν άγνωστη φωνή. Όχι επαγγελματική, έδειχνε ενδιαφέρον και ανακούφιση.
«Για φέρτε την μέσα να της πάρω την πίεση»
Αυτή ήταν επαγγελματική φωνή.
Ούτε πίεση ούτε τίποτα.
Αφήστε με ήσυχη!
Ήταν μια χαρά!
Σήκωσε το σώμα της καλύτερα, πάτησε πιο γερά, τη βοήθησαν, σηκώθηκε!
Πρόσωπα. Θολά και ασχημάτιστα. Και όλα ανήσυχα.
«Μας τρόμαξες γιαγιά! Άντε!»
Πάλι η γνώριμη φωνή. Νεανική και δροσερή αλλά τρομαγμένη.
Δεν ήθελε τώρα να βλέπει άγνωστους ανθρώπους. Ούτε γνωστούς. Καλούς ή κακούς, ανησυχούντες ή ανακουφισμένους. Αδιαφορούσε.
Κάτι άλλο… κάποιον άλλο αναζητούσε.
Κάποιον που είχε να δει σχεδόν 60 χρόνια…
Κάποιον που ερχόταν από έναν κόσμο μακρινό και αφιλόξενο. Εχθρικό και άθλιο.
Κάποιον που δεν είχε σάρκα… είχε κορμί από απεκκρίσεις και περιττώματα… από γλίτσα και μάκα…
Κάποιον που εμφανιζόταν ντυμένος στα μαύρα. Χωμένος μέσα στο σώμα ενός δύσμοιρου γήινου που βρήκε μπροστά του.
Κάποιον που την ξεγέλασε κάποτε… αλλά δεν θα την ξεγελούσε και τώρα…
Αυτός ήταν εκεί… κάπου εκεί… κι είχε λογαριασμούς μαζί του.
Λογαριασμούς μιας ολόκληρης ζωής.
Η γιαγιά πάτησε καλά στα πόδια της, όρθωσε το σώμα της, τίναξε σχεδόν τα ξένα χέρια από πάνω της σαν σκόνη απ’τα πέτα της και περπάτησε μπρος στο διάδρομο. Προς το τέλος, εκεί που είχε κρυφτεί το ον και την περίμενε.
«Που πάς γιαγιά;»
«Άστην, θέλει να περπατήσει»
«Μήπως πέσει πάλι;»
«Μην την αφήνετε»
«Ελάτε κυρία πίσω, να πάρουμε την πίεση!»
Φωνές.
Φωνές αδιάφορες.
Τις τίναξε κι αυτές απ’το μυαλό της.
Το πλάκωμα… η πίεση στο κρανίο της…
Τα έβαλε σε ένα σεντούκι για αργότερα…
Πήρε βαθιά ανάσα.
Και έκανε το βήμα της ζωηρό προς την εντατική.
Μονάχα που δυο μέτρα μετά θα την έζωνε σαν πύρινο φίδι ένας τρομερός πόνος που είχε να νιώσει 60 χρόνια.
Ένας πόνος τόσο ισχυρός που θα ένιωθε πώς την κόβουν στα δυο!
Πίσω… στην πλάτη της… λίγο πιο πάνω από κεί που είναι τα νεφρά των ανθρώπων…
20
ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΕΙΧΕ ΔΙΑΣΤΑΛΕΙ ΚΑΙ ΞΕΡΝΟΥΣΕ. Η ΣΠΗΛΙΑ ΕΙΧΕ ΠΡΗΣΤΕΙ και εξεμούσε. Το θέαμα μπροστά στα κουρασμένα μάτια της Κατερίνας ήταν συγκλονιστικό… θα μπορούσε να το πει συναρπαστικό αν δεν ήταν ταυτόχρονα φριχτό και δυσοίωνο.
Δυσοίωνο για την ίδια.
Ανθρώπινα κορμιά… δεν ήξερε αν θα έπρεπε να τα αποκαλέσει ‘ζόμπι’ ή σάρκινα ρομπότ. Κινούνταν, έβγαιναν δεξιά κι αριστερά απ’τη σπηλιά… κινούνταν βέβαια όμως φαίνονταν άψυχα. Το ήξερε πως ήταν άψυχα.
Άνθρωποι… πρώην άνθρωποι. Ίσως όχι ακριβώς νεκροί. Όμως ούτε και ζωντανοί.
Και ολόγυμνοι. Γυναίκες και άντρες. Ακόμα και παιδιά, αγόρια και κορίτσια. Σαν σκιές που τις εξόριζε ο Άδης, έβγαιναν σιγά σιγά και έπαιρναν θέση σε ένα τεράστιο κύκλο που είχε σαν κέντρο το σάρκινο οβάλ βωμό και την Κατερίνα που στεκόταν γονατιστή μπροστά του.
Πάνω απ’το απαίσιο, γιγάντιο στόμα που είχε διασταλεί σαν φρικαλέα μήτρα ενός λεπρού κορμιού, αυτός. Χόρευε, λικνιζόταν, εξέπεμπε αυτό το θλιβερό, μαύρο φως σαν ιδρώτα από ένα σαπισμένο σώμα.
Και φαινόταν… χαρούμενος! Με μια χαρά… μολυσμένη σαν καρκινοπαθές όργανο!
Το μάτι στην κορυφή αυτού του τρομακτικού, εξώκοσμου σκηνικού, είχε κατέβει πια πολύ και σχεδόν άγγιζε τα πυρακτωμένα μαλλιά της Κατερίνας. Ένιωθε την ανάσα του, τη μπόχα του, τη μοχθηρία του.
Ετοιμάζονται… κι ετοιμάζουν κι εμένα!, σκέφτηκε εκείνη. Ο χρόνος μου τελειώνει.
Ο κύκλος από τον ‘χορό’ των ανθρώπινων κουφαριών είχε πια ολοκληρωθεί. Κάποια στιγμή η Κατερίνα μπόρεσε να δει πως σε όλους υπήρχε ένα κόκκινο στεφάνι σαν ζώνη πύρινη στη μέση τους. Ένα φλεγόμενο δαχτυλίδι που αργά αργά έλαμπε πιο δυνατά, πιο ζωηρά!
Ήταν η στιγμή που ένιωσε το κάψιμο και στη δική της μέση. Αυτό ήταν εντελώς διαφορετικό απ’ό,τι είχε νιώσει ως εκείνη τη στιγμή και δεν είχε νιώσει λίγα.
Σα να καιγόταν το κορμί της εσωτερικά. Τα νεφρά της ξαφνικά την έκοψαν στα δυο. Έβαλε τα δάχτυλά της και στη γυμνή της πλάτη ψηλάφησε με τρόμο ανάγλυφα σχέδια που δεν είχε ιδέα τι ήταν. Την πονούσαν φοβερά όμως… και τα ένιωσε να αντιδρούν στο άγγιγμά της…
Σα να είναι… ζωντανά!, σκέφτηκε και κείνη τη στιγμή ο πόνος στη μέση της έφτασε στο κορύφωμά του και έχασε τις αισθήσεις της…
21
Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΡΑΣΙΑΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΛΙΠΟΨΥΧΟΥΣΕ ΜΕ ΤΟ παραμικρό. Μάλλον το αντίθετο. Κι όχι μονάχα ως γιατρός αλλά και ως εντατικολόγος και μάλιστα διακεκριμένος, είχε μια ψυχραιμία που έφτανε στα όρια της ψυχρότητας. Της απάθειας. Αν δεν ήταν έτσι δεν θα ανέβαινε τόσο γοργά τα σκαλοπάτια της σταδιοδρομίας του σε έναν άκρως ανταγωνιστικό κόσμο.
Αυτό όμως που αντίκρισε όταν άνοιξε η πόρτα της εντατικής και προχώρησε δυο βήματα στο εσωτερικό του θαλάμου, τον άρπαξε απ’το σβέρκο της ψυχής του και τον τίναξε σαν αχυρένια κούκλα!
Το θέαμα δεν ήταν κάτι που θα μπορούσε κανένα ανθρώπινο ον να αντικρίσει και να αντέξει. Όσοι ήταν γύρω του, η προϊσταμένη, δυο νοσοκόμοι και ένας άντρας της ιδιωτικής εταιρίας φύλαξης, είχαν αποστρέψει το βλέμμα τους. Ο ένας από τους δυο νοσοκόμους, είχε γονατίσει και σταυροκοπιόταν. Κάτι μουρμούραγε μέσα απ’τα δόντια του. Ήταν κάτωχρος και έτρεμε.
Κρεβάτια, μηχανήματα, υπολογιστές και όλα τα άλλα δεν υπήρχαν πια στο μεγάλο θάλαμο. Είχαν γίνει ένας σωρός τοποθετημένος από μια υπερφυσική δύναμη στη μια γωνία στο βάθος του θαλάμου. Ήταν ένα μακρόστενο άδειο δωμάτιο… όχι ακριβώς άδειο βέβαια…
Στη μέση του, ήταν γονατισμένη μια γυναίκα. Ολόγυμνη. Σε μια περίεργη στάση, σχεδόν πρόστυχη. Σα να ετοιμαζόταν να δεχθεί ανάμεσα στα πόδια της έναν φανταστικό εραστή. Το κεφάλι της είχε γείρει προς τα πίσω και απ’το ανοιχτό της στόμα έβγαινε μια ομίχλη που ρύπαινε το χώρο με ήχους, μπόχα και μαύρο αίμα! Κάθε τόσο τα στήθια της πρήζονταν αφύσικα και απ’το στόμα της πετάγονταν ριπές από ένα βλάσφημο, σκοτεινό υγρό.
Η Κατερίνα!, μονολόγησε ο καθηγητής. Είχε μείνει στυλωμένος, καρφωμένος στη θέση του. Όλα τα περίμενε ίσως να τα δει στη ζωή του όμως αυτό ήταν πάνω και πέρα από την πιο αχαλίνωτη φαντασία. Κι ένας άνθρωπος ορθολογιστής όπως αυτός δεν μπορούσε εύκολα να δεχθεί εικόνες σαν κι αυτή. Έσμιξε τα φρύδια. Έπρεπε να αντέξει να βλέπει.
Άντεξε και συνέχισε.
Το βλέμμα του έπεσε στη μέση της Κατερίνας. Υπήρχε κάτι περίεργο εκεί. Θυμόταν το τατουάζ όταν την είχαν πρωτοφέρει αλλά αυτό δεν ήταν το ίδιο. Ήταν μαύρο, κατράμι. Είχε μεγαλώσει, απλωθεί, σαν βρωμερός λεκές πάνω σε ένα πουκάμισο.
Εξαπλώνεται… στην πλάτη της!, σκέφτηκε ο καθηγητής αλλά δεν ήξερε γιατί. Πώς θα μπορούσε; Ήταν παράλογο. Ένα απλό μελανογράφημα να γίνει καρκίνος και να…
Δεν ήταν απλά ένα τατουάζ!, σκέφτηκε ξανά και ένιωσε πως κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε κουραζόταν σα να είχαν περάσει 24 ώρες αϋπνίας!
Ο γιατρός ένιωσε τη θερμοκρασία του χώρου να έχει ανέβει αισθητά. Άγγιξε το μέτωπό του, το λαιμό του. Είχε ιδρώσει σα να είχε καύσωνα!
Καμίνι είναι εδώ μέσα!, μονολόγησε και πήγε να βγάλει ένα μαντήλι απ’το τσεπάκι του πουκαμίσου του. Δεν πρόλαβε να κάνει τίποτα γιατί ξαφνικά, το οπτικό του πεδίο γέμισε από έναν μαυροφορεμένο άντρα.
Πώς βρέθηκε αυτός εδώ;, αναρωτήθηκε αλλά δεν πρόλαβε να πει ή να σκεφτεί τίποτε άλλο ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος από τη συντροφιά.
Ο άντρας με το μαύρο πουκάμισο και τα λευκά μαλλιά άνοιξε τα χέρια του και με μια κίνηση τους ώθησε όλους έξω από την εντατική. Στην κυριολεξία τους πέταξε έξω με μια δύναμη αφύσικη, τρομακτική!
Ώσπου να καταλάβουν τι συνέβαινε, ο καθηγητής, η προϊσταμένη, οι δυο νοσοκόμοι και ο σεκιούριτι, πεσμένοι όλοι τους στον πλατύ διάδρομο έξω από την εντατική, κάποιοι χτυπημένοι, κάποιοι με αίματα στο στόμα και στα ρούχα τους, κάποιοι απλώς σοκαρισμένοι, έγινε διακοπή ρεύματος και το νοσοκομείο βυθίστηκε στο σκοτάδι!
22
ΟΤΑΝ ΧΑΡΑΧΤΗΚΕ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΣΑΡΚΙΝΟ ΒΩΜΟ η Κατερίνα δεν το είδε. Το ένιωσε όμως! Δέχθηκε ένα ισχυρό πύρινο έμβολο κατευθείαν στη μήτρα της. Στο ιερό των ιερών της. Το σοκ ήταν μεγάλο και την δίπλωσε στα δυο από τον πόνο.
Απέναντί της, το ελεεινό βδέλυγμα παρακολουθούσε με άφατη χαρά, με αηδιαστική ικανοποίηση. Το μάτι από πάνω της άνοιξε διάπλατα. Ο χορός των ζόμπι της φάνηκε πως είχε αναλάβει δράση. Είχαν αρχίσει όλοι να ψέλνουν, να τραγουδούν μια ανυπόφορη σύνθεση που έμοιαζε σαν συριγμός φαλαινών αλλά πολύ πιο δυνατός και άναρχος!
Η Κατερίνα ένιωθε ταυτόχρονα το κάψιμο στην πλάτη της που σιγά σιγά απλωνόταν προς κάθε κατεύθυνση και τώρα είχε τον φοβερό πόνο εκεί κάτω. Ένιωσε ακόμα κάτι.
Να διαρρέει. Έχανε ενέργεια από το άνοιγμα του αιδοίου της. Δεν τολμούσε να κοιτάξει κάτω. Ήταν σίγουρη πως είχε μουσκέψει το χώμα αυτού του άγνωστου πλανήτη με υγρά και αίμα.
Πάνω στο σάρκινο βωμό, στην άκρη αριστερά, είχε χαραχτεί κιόλας και λαμποκοπούσε το πρώτο σύμβολο.
Η τελετή αφομοίωσης είχε αρχίσει.
Η Κατερίνα δεν είχε ιδέα πώς το ήξερε αυτό.
Και ήξερε από την ίδια άγνωστη πηγή και κάτι άλλο.
Θα ακολουθούσαν οχτώ σύμβολα ακόμα.
Της φάνηκε εντελώς απίθανο να αντέξει ως το τέλος.
Μακάρι να μην άντεχε.
Αλλά αυτό δεν θα την άφηνε!
23
Η ΓΙΑΓΙΑ ΝΙΝΟΝ ΔΕΝ ΑΙΦΝΙΔΙΑΣΤΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΗΜΜΥΡΑ ΤΟΥ σκοταδιού ολόγυρά της. Το περίμενε πως θα συμβεί. Η τελετή είχε αρχίσει και απαιτούσε τρομακτικά ποσά ενέργειας. Και όχι μονάχα ηλεκτρικής ενέργειας αλλά κάθε μορφής!
Οι άνθρωποι μέσα στο νοσοκομείο κινδύνευαν και μάλιστα θανάσιμα. Κι έπρεπε κάποιος να τους πείσει να εκκενώσουν το κτήριο. Και άμεσα μάλιστα.
Από την άλλη, εκείνη μόνο γνώριζε πως μπορούσε να σταματήσει τη φριχτή ακολουθία γεγονότων που είχε εκκινήσει. Κι απαιτούσε κι αυτό ενέργεια.
Καθώς περπατούσε στο σκοτάδι και γύρω της γινόταν χαλασμός από τις φωνές, τις νοσοκόμες που φώναζαν και τους ασθενείς που γκρίνιαζαν, άναψαν τα φώτα ασφαλείας. Η γιαγιά Νινόν άκουγε τις νοσοκόμες να καθησυχάζουν τους ασθενείς και να αναζητούν λύσεις στα προβλήματα ώσπου να επανέλθει κανονική τάση στο ηλεκτρικό ρεύμα.
Είδε στα δεξιά της την δίφυλλη πόρτα του θαλάμου της εντατικής. Από μέσα ερχόταν ένα έντονο κιτρινοκόκκινο φως που παλλόταν. Δεν ήθελε να φανταστεί τι γινόταν εκεί. Όχι ακόμα. Πρώτα έπρεπε να μιλήσει σε κάποιον υπεύθυνο.
Το έμπυρο περίζωμά της άρχισε να την πονά περισσότερο και κατάλαβε πως δεν είχε πλέον πολύ χρόνο. Όλα έπρεπε να γίνουν γρήγορα. Πολύ γρήγορα.
Ούτε εγώ έχω άλλο χρόνο, σκέφτηκε αλλά δεν φοβόταν. Δεν είχε φοβηθεί ποτέ το θάνατο. Μονάχα που μελαγχόλησε στη σκέψη πως δεν θα ξανάβλεπε τον αγαπημένο της εγγονό.
Άστα αυτά τώρα, προχώρα!, παρότρυνε τον εαυτό της.
Μπροστά της είδε τον καθηγητή Ρασιά που περιποιόταν κάποιο νοσοκόμο που είχε χτυπήσει σοβαρά στο κεφάλι. Ο ίδιος ο καθηγητής φαινόταν απλά ταλαιπωρημένος πάντως, χωρίς εμφανή τραύματα.
Η γιαγιά Νινόν ήξερε πώς αυτός ήταν ο άνθρωπος που έπρεπε να μιλήσει. Τον πλησίασε και τον άγγιξε στον ώμο.
Ο καθηγητής γύρισε ήρεμα το κεφάλι του και της χαμογέλασε.
«Μην ανησυχείτε, θα επανέλθει σύντομα το…», πήγε να πει αλλά το βλέμμα που αντίκρισε του έκοψε τη λαλιά.
«Ποια… ποια είστε;», ψέλλισε ο γιατρός και πήρε μια αινιγματική απάντηση.
«Αυτή που θα σε λίγο θα μπει στο Στόμα», απάντησε η γιαγιά με τη φωνή της παραμορφωμένη όμως ζωηρή, σίγουρη.
«Τι… τι θέλετε;», ρώτησε ο γιατρός αλλά η γιαγιά τον είχε αναγκάσει κιόλας να σηκωθεί από το πάτωμα. «Πρέπει να σου μιλήσω. Δεν έχουμε χρόνο», του είπε και τον πήρε παράμερα.
Ο γιατρός και να’θελε δεν μπορούσε να φέρει αντιρρήσεις.
24
ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΧΑΡΑΧΤΗΚΕ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΒΩΜΟ ΜΕ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ταχύτητα από το πρώτο. Αναδύθηκε στη θέση του δίπλα στο άλλο και παλλόταν πιο έντονα, πιο γοργά. Η διαδικασία επιταχυνόταν!
Η Κατερίνα ένιωσε την ευαίσθητη περιοχή της να αποδεσμεύεται από τον πόνο κι εκεί που ανάσανε ανακουφισμένη που η αρπάγη αυτή την άφηνε, ένιωσε το φαινόμενο να ‘ενεργοποιεί’ την περιοχή των νεφρών της. Τινάχτηκε σύγκορμη και μόρφασε. Εκεί τα βέλη που τη χτύπησαν της φάνηκαν πιο αιχμηρά, λες και τη τρυπούσαν από πίσω κι έβγαιναν στην κοιλιά της!.
Ο χορός των νεκροζώντανων συνέχιζε πιο δυνατά τις μακάβριες ψαλμωδίες υποδοχής και ‘καλωσορίσματος’ μιας ακόμα ‘μυημένης’ στο γαστρό του Στόματος. Ταυτόχρονα, αν τους κοιτούσε θα διαπίστωνε πως άλλαζαν κι αυτοί. Η όψη τους αλλοιωνόταν, τα μέλη τους περνούσαν από την ανθρώπινη σε μια άλλη φύση… Σαν γιγάντια αποκρουστικά έντομα που δημιουργούνταν λίγο λίγο. Που ξεπηδούσαν από το ανθρώπινο κουκούλι τους και φιλοδοξούσαν λες να μοιάσουν σ’αυτόν!…
Το ον είχε απλώσει τώρα δυο πελώρια φτερά πίσω του κι έμοιαζε με αλλόμορφο δράκο που ετοιμάζεται να ορμήξει στο ανήμπορο θύμα του. Το κεφάλι του είχε αλλάξει πάλι και σε λίγο θα άλλαζε ξανά. Τα απίστευτα ποσά ενέργειας που είχαν συσσωρευτεί πάνω και γύρω από το βωμό, το έτρεφαν, το ηδόνιζαν, το τρέλαιναν! Ήταν ευτυχισμένο…
Το μάτι κατέβαινε κι άλλο. Και θα κάλυπτε σαν σάρκινος οφθαλμικός μανδύας όλο το στερέωμα.
Αν υπάρχει Θεός, ας με βοηθήσει τώρα, αλλιώς, ας τελειώνω πια!, σκέφτηκε η Κατερίνα που ένιωθε πλέον τα έγκατά της να έχουν πυροδοτηθεί από αυτή τη νοσηρή φωτιά και να μην έχει διέξοδο καμιά. Έπρεπε να το υποστεί όλο αυτό.
Ως το τέλος.
25
«Δ |
ΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΩ ΑΥΤΟ… ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ!»
Ο καθηγητής είχε ακούσει αρχικά μια πολύ σύντομη αφήγηση της γιαγιάς Νινόν. Μια συντομευμένη εξιστόρηση όλων των γεγονότων από την πρώτη στιγμή που είχε ανταμωθεί μ’αυτόν, εξήντα χρόνια πριν σε κείνο το σπιτάκι σε κάποια περιοχή της Μασσαλίας.
Ύστερα η γιαγιά Νινόν είχε ρωτήσει τον καθηγητή ποια ήταν η γυναίκα μέσα στο θάλαμο για την οποία είχε έρθει ο Ερημόφρονας.
Ο καθηγητής της είχε δώσει τα στοιχεία της. Όσα θυμόταν από το φάκελο στην εισαγωγή της στο νοσοκομείο. Η γιαγιά Νινόν κατάλαβε αμέσως κι ένιωσε να χάνει τον κόσμο κάτω απ΄τα γέρικα πόδια της.
Ο καθηγητής την είχε βοηθήσει να καθίσει. Της εξήγησε πως έπρεπε να γυρίσει στα καθήκοντά του. Αμέσως!
Η γιαγιά Νινόν αναλύθηκε σε λυγμούς.
Πώς δεν το είχα καταλάβει; Πώς δεν το είχα νιώσει; Πώς;!
Η γιαγιά παραληρούσε, έκλαιγε, χτυπιόταν.
«Εκκένωσε το κτήριο γιατρέ γιατί σύντομα δεν θα απομείνει κανείς ζωντανός εδώ μέσα! Κάντο γρήγορα και ίσως προλάβεις και τη δική σου ζωή!», του είπε με τόνο που δεν σήκωνε αντιρρήσεις.
«Δεν μπορώ κυρία μου!», της είχε πει αυτός και ένιωσε ξαφνικά να τον σφίγγει στο λαιμό ένα ατσάλινο δαχτυλίδι. Η γιαγιά τον κοιτούσε από την καρέκλα της αλλά αυτό το βλέμμα δεν ήταν το δικό της.
Το αόρατο περιλαίμιο έπνιγε τον καθηγητή που πάλευε να πάρει ανάσα με γουρλωμένα μάτια.
«Άδειασε το κτήριο! Διώξε τον κόσμο! Εγώ δεν έχω άλλο χρόνο! Πρέπει να πάω μέσα!», του φώναξε κι εκείνη τη στιγμή δυο πράγματα συνέβησαν.
Το περιλαίμιο έπαψε να σφίγγει το γιατρό στο λαιμό του.
Τα φώτα ασφαλείας παρέδωσαν το αρρωστιάρικο, χλωμό τους πνεύμα.
26
Τ |
ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΗΡΘΕ ΣΧΕΔΟΝ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ. ΣΑΝ ΖΕΥΓΑΡΙ. Η Κατερίνα είχε σχεδόν μαντέψει την ακολουθία και προσπαθούσε να προετοιμαστεί. Μετά τα νεφρά, η πύρινη αρπάγη έσφιξε το συκώτι της και αμέσως μετά το στομάχι της σαν απανωτές γροθιές που δέχεται κανείς και δεν προλαβαίνει να πάρει μιαν ολόκληρη ανάσα. Η μαύρη τελετή έμοιαζε πλέον με ράλι που έπρεπε να ολοκληρωθεί.
Βιάζεται να με κατασπαράξει, σκέφτηκε και ένιωσε να βγαίνει απ’το στόμα της ένα σιχαμερό υγρό, σαν πύο.
Αυτή είναι η αρχή του τέλους!
Τα πρώην ανθρώπινα όντα μεταμορφώνονταν γοργά. Έμοιαζαν ολοένα και περισσότερο με γιγάντια ανθρωπο-έντομα. Τα μέλη τους έχασαν τη σάρκα τους και γίνονταν οστεώδη μέλη που κατέληγαν σε μυτερές αιχμές. Απ’τη μέση τους είχαν ξεπηδήσει φτερά που πάλλονταν στο ρυθμό της απαίσιας ψαλμωδίας που γινόταν όλο και πιο παράφωνη, συριστική… τρύπωνε στ’αυτιά της Κατερίνας και την ζάλιζε.
Αυτός είχε μεγαλώσει, είχε απλωθεί έξω απ’το Στόμα και φτεροκοπούσε τα ρυπαρά του πτερύγια με ένταση.
Πέντε ακόμα…, είπε η Κατερίνα και το στερέωμα έκλεισε από πάνω της σαν στέγαστρο και το μοχθηρό μάτι κοιτούσε πια ολόισια στη ψυχή της.
27
ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ Η ΓΙΑΓΙΑ ΝΙΝΟΝ ΕΤΟΙΜΑΖΟΤΑΝ ΝΑ ΑΝΟΙΞΕΙ ΤΗ ΔΙΦΥΛΛΗ πόρτα της εντατικής, ολόγυρά της γινόταν ένας πραγματικός χαλασμός. Μέσα στο πυκνό σκοτάδι άνθρωποι περπατούσαν, έτρεχαν, σκόνταφταν πάνω σε άλλους, πάνω σε τοίχους, προσπαθούσαν να καταλάβουν τι έπρεπε να κάνουν. Οι νοσοκόμες έδιναν τις εντολές εκκένωσης και τις φώναζαν κιόλας για να ακούν όλοι. Ταυτόχρονα, με βοήθεια αναπτήρων και κάποιων φακών που βρέθηκαν, βοηθούσαν τους ασθενείς να οδηγηθούν προς τις κλίμακες του ορόφου.
Κάποιος την πλησίασε και της ψιθύρισε στο αυτί.
«Σε λίγη ώρα θα έχει μαζευτεί ένας ολόκληρος στρατός εδώ πέρα. Πυροσβέστες, αστυνομικοί, μέχρι και οι ειδικές δυνάμεις. Ό,τι είναι να κάνεις, κάντο γρήγορα!»
Ήταν ο καθηγητής Ρασιάς. Του έσφιξε το μπράτσο κι εκείνος της χάιδεψε τον ώμο.
«Μια στιγμή!», είπε η γιαγιά Νινόν και έβγαλε από το λαιμό της κάτι που φορούσε. Ήταν το μενταγιόν της. Με το παράξενο σκάλισμα των δυο λύκων και τον ουρανό που βρέχει αστέρια.
Η γιαγιά το φίλησε δακρυσμένη και αναζήτησε τη χούφτα του γιατρού.
«Φύλαξέ το! Να της το δώσεις… μετά!», τον πρόσταξε σχεδόν και η φωνή της είχε σπάσει.
Ο γιατρός δεν είπε τίποτα. Έσφιξε στο χέρι του το πολύτιμο αντικείμενο και έφυγε από κοντά της.
Δεν θα τον ξανάβλεπε ποτέ.
Σε λίγα λεπτά ο πέμπτος όροφος ήταν ήσυχος και σκοτεινός.
Όχι όλος ο όροφος.
Υπήρχε αυτό το παλλόμενο, άρρωστο φως που έβγαινε από το στενό παράθυρο της πόρτας της εντατικής σαν σήμα κινδύνου που έχει μια κανονικότητα κι ένα ρυθμό.
Σήμα κινδύνου… αυτό είναι… έτσι πρέπει να το δω…, σκέφτηκε η γιαγιά Νινόν που είχε μείνει ολομόναχη μέσα στο σκοτάδι, έξω από την πόρτα και ετοιμαζόταν.
Αυτός εισπνέει φως και εκπέμπει σκοτάδι, εγώ πρέπει να κάνω το αντίθετο!, είπε στον εαυτό της και σκέφτηκε την γυναίκα που βρισκόταν αιχμάλωτη, ετοιμοθάνατη μέσα στο θάλαμο.
Σκέφτηκε την κόρη της που δεν είχε δει ποτέ. Ούτε καν όταν την γέννησε.
Την κόρη της που πίστευε πως δεν θα αξιωνόταν να δει ποτέ. Πως είναι κάπου μακριά, πως ζει σε μια χώρα του εξωτερικού, σε κάποιο αλαργινό τόπο, σε μια άλλη διάσταση.
Πολλές φορές την έφερνε στο νου της. Πώς να ήταν η ζωή της; Ποια οικογένεια την είχε πάρει; Πώς μεγάλωσε; Ήταν ευτυχισμένη; Παντρεύτηκε; Είχε δικά της παιδιά;
Εκείνη δεν μπορούσε να την κρατήσει και να την μεγαλώσει. Το ήξερε από την πρώτη στιγμή. Από την πρώτη στιγμή που την ένιωσε μέσα της. Ήταν ένα αλλόκοτο συναίσθημα. Γιατί ήταν καρπός, και ο μοναδικός, ενός μεγάλου έρωτα με τον αγαπημένο της που δεν την είδε ούτε εκείνος ποτέ. Δεν πρόλαβε άλλωστε. Στη διάρκεια της εγκυμοσύνης της εκείνος σκοτώθηκε σε κάποιο αεροπορικό δυστύχημα στον ερχομό του από τη Γαλλία στην Αθήνα.
Αυτός δεν θα τον άφηνε να την δει! Αυτός ο άθλιος!, μονολόγησε η γιαγιά Νινόν κι έσφιξε το σαγόνι της με οργή.
Η μικρή είχε γεννηθεί με το σημάδι στην πλάτη της. Και αυτό σήμαινε πως ανήκε στον Ερημόφρονα. Της το είχε περάσει μέσα στη σκέψη της εκείνη τη φοβερή μέρα που τον αντάμωσε στο μικρό της σπίτι και ήρθαν σε μια νοσηρή, βλάσφημη ένωση. Την ίδια μέρα που έχασε τον πατέρα της κι ένιωσε πως τα έχανε όλα!
Ο Ερημόφρονας της είχε ψιθυρίσει πως θα γεννήσει ένα κορίτσι και θα του ανήκει.
Δεν έπρεπε να του το δώσει. Αυτό δεν θα το επέτρεπε όσο ζούσε. Δεν θα το επέτρεπε!
Αρχικά, ο θείος της, ο Φιλίπ, που του είχε εμπιστευτεί τα πάντα, αφού εκείνος την είχε αναλάβει μετά το ορφάνεμά της, την είχε συμβουλεύσει να θανατώσουν το παιδί αν είχε το σημάδι. Η Νινόν, απελπισμένη, φοβισμένη, με δάκρυα στα μάτια είχε συμφωνήσει. Όμως όσο περνούσε ο καιρός κι έφτανε η ώρα του τοκετού, η απόφασή της άλλαζε. Δεν μπορούσε να πάρει μια τέτοια απόφαση για ένα πλάσμα που θα έβγαινε από τα σπλάχνα της. Δεν το άντεχε.
Έδωσε την εντολή στο θείο Φιλίπ να ψάξει για μια καλή οικογένεια. Μια πλούσια οικογένεια ελλήνων, όπως ήταν και ο πρώτος της άντρας ή ξένων. Όμως να μην ξέρει ούτε να μάθει ποτέ της τίποτα.
Ο θείος Φιλίπ είχε διαφωνήσει. Το παιδί ήταν σημαδεμένο, ήταν καταραμένο. Έπρεπε να πεθάνει!
Η Νινόν τον είχε επιπλήξει. Κανένα παιδί δεν είναι καταραμένο. Και δεν θα σκότωνε το παιδί. Θα του έδινε μια ευκαιρία. Όμως όχι κοντά της. Αυτό ήταν πέρα από τις δυνάμεις της.
Ο θείος Φιλίπ υπάκουσε τελικά και της το υποσχέθηκε.
Αμέτρητες φορές από τότε είχε μετανιώσει για την απόφασή της. Αναρίθμητες φορές!
Η Νινόν έκλαψε πολύ για τη μικρή της αλλά γύρισε σελίδα. Πέρασαν λίγα χρόνια, παντρεύτηκε ξανά έναν έλληνα επιχειρηματία, ήρθε στον Πειραιά, έκανε μια ευτυχισμένη οικογένεια με τρία καλά παιδιά που της χάρισαν κι εγγόνια.
Είναι εκεί μέσα! Ζωντανή, ακόμα! Όμως όχι για πολύ! Δυνάμεις και ουρανέ, βοηθήστε με!, ψέλλισε η Νινόν, κι άρχισε να ταξιδεύει σε μια άλλη διάσταση. Σε μια διάσταση που ταξίδευε χρόνια πριν, όταν ήταν μικρή και έψελναν με το Γιαν τα παράξενα τραγούδια της φατρίας του.
Όχι ακριβώς τραγούδια.
Επικλήσεις σε αρχαίες δυνάμεις που στοίχειωναν τον Ουρανό πολύ πριν ανασάνει ο πρώτος άνθρωπος στον πλανήτη.
Αν ήταν τυχερή, αν ήταν άξια και ικανή θα τις έφερνε συμμάχους για να διώξουν το βδελυρό ον από το παιδί της.
Μονάχα που θα ζητούσαν το αντάλλαγμά τους. Και βέβαια θα το ζητούσαν. Τίποτα δεν δίνεται δωρεάν σ’αυτόν τον κόσμο.
Από τούτο το ταξίδι δεν θα γυρνούσε η γιαγιά Νινόν και το ήξερε.
Όμως δεν δίστασε στιγμή.
Άρχισε να ψέλνει ρυθμικά και δυνατά το αρχαίο τραγούδι και την ίδια στιγμή άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα σε έναν χώρο που μέχρι πριν κάποιες ώρες ήταν θάλαμος εντατικής ενός μεγάλου νοσοκομείου.
Και τώρα ήταν ένας άλλος πλανήτης.
28
«ΤΩΡΑ ΘΑ ΜΕ ΧΤΥΠΗΣΕΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ! ΤΟ ΞΕΡΩ!»
Η Κατερίνα δεν λάθεψε. Κι είχε μαντέψει ολόκληρη την ακολουθία των χτυπημάτων του Όντος σχεδόν απ’την αρχή. Είχε ξεκινήσει με τη μήτρα, ανέβηκε στα νεφρά, μετά στο συκώτι, στο στομάχι, ακολουθούσε η καρδιά, τα πνευμόνια, το στόμα, οι οφθαλμοί και τελικό χτύπημα θα δινόταν στον εγκέφαλό της.
Αν έφτανε στο ένατο κέντρο αυτό θα σήμαινε την πλήρη, την απόλυτη αφομοίωση. Ήδη ένιωθε το κάτω μέρος του κορμιού της μουδιασμένο. Το ένιωθε διαφορετικό. Δεν είχε την ίδια αίσθηση, δεν είχε το ίδιο βάρος.
Αλλάζω, αυτό γίνεται… γίνομαι ανθρωπο-έντομο κι εγώ!, σκέφτηκε η Κατερίνα με τρόμο. Μπορούσε ακόμα να σκεφτεί. Σε λίγο όμως θα δυσκολευόταν να ανασάνει.
Όταν το χτύπημα έσφιξε τον καρδιακό μυ αισθάνθηκε όλη την ύπαρξή της να τραντάζεται σαν από έναν εσωτερικό, τεκτονικό σεισμό. Όλα της τα κέντρα δονήθηκαν, ρίγησαν, πάλλονταν.
Δεν χρειαζόταν να βλέπει πια κι είχε κλείσει τα μάτια. Το τι γινόταν ολόγυρά της σ’αυτό το γιορτάσι της φρίκης δεν την αφορούσε πια. Ούτε και τη φόβιζε.
Τις τελευταίες μου στιγμές δεν θα του τις χαρίσω!, είπε και χαμογέλασε. Ναι, χαμογέλασε και αποφάσισε να χαρίσει στον εαυτό της το στερνό ταξίδι.
Μπορεί η καρδιά της να βροντούσε μέσα της από την παλάμη του Όντος που την έσφιγγε με ηδονή όμως εκείνη είχε αρχίσει το ταξίδι στα παιδικά της χρόνια.
Έζησα όμορφα χρόνια. Έπαιξα, χάρηκα, ταξίδεψα… γέλασα πολύ, ερωτεύτηκα, χόρεψα… Όλα αυτά δεν σου ανήκουν σιχαμερέ, ποτέ δεν θα σου ανήκουν!, φώναξε με κείνη την άηχη κραυγή της και πήγε στο παιδικό της πάρτι, όταν έκλεισε τα εφτά της χρόνια με κείνη τη μεγάλη κούκλα που της είχαν χαρίσει οι υπέροχοι, φωτεινοί γονείς της. Τι ευτυχία ήταν αυτή! Από τότε δεν την έχασε ποτέ αυτή την κούκλα, την είχε πάντοτε στο υπνοδωμάτιό της.
Η καρδιά της πάλευε να μείνει μέσα στο στήθος της καθώς την μάλαζε με άφατη ηδονή ο νοσηρός αλλά εκείνη ήταν τώρα στα εφηβικά της χρόνια. Σε κείνη τη γιορτή που γνώρισε τον πρώτο της έρωτα! Ένα ψηλό, μελαχρινό αγόρι με μεγάλα μάτια που της έδωσε το πρώτο της φιλί στον κήπο και είχε αισθανθεί πως είχαν ανοίξει οι ουρανοί και έβρεχαν ευτυχία και ηδονές.
Το τράνταγμα στο στήθος της άλλαξε κέντρο.
Το ένιωσε.
Τα πνευμόνια της συνθλίφτηκαν σαν λαμαρίνες αυτοκινήτου πάνω σε τοίχο και της κόπηκε η ανάσα.
Αυτό είναι το έκτο! Βιάζεται πολύ… γιατί; Ίσως θέλει να προλάβει… τι όμως;, ψέλλισε και αποφάσισε να μην ανοίξει τα μάτια της και να μην σταματήσει το ταξίδι της.
Κι είχε πολλούς και όμορφους σταθμούς ακόμα που την περίμεναν!
Μονάχα που δεν αισθανόταν πια ούτε τα πόδια της, ούτε τα χέρια της… σχεδόν ούτε το μισό κορμί της.
29
ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΑΝΤΙΚΡΙΣΕ Η ΓΙΑΓΙΑ ΝΙΝΟΝ ΜΠΑΙΝΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΘΑΛΑΜΟ ΤΗΣ εντατικής δεν θα μπορούσε να το αποδώσει ούτε ο πιο προικισμένος ζωγράφος… ούτε ο πιο ταλαντούχος συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας. Μόνο που δεν ήταν γέννημα φαντασίας. Ήταν η αλήθεια. Μια αλήθεια που πονούσε.
Που πονούσε πολύ.
Και βρώμαγε!
Βρέθηκε ξαφνικά στη μέση ενός παρανοϊκού σκηνικού. Βρέθηκε στα σωθικά ενός τρελού κόσμου. Στην υλοποιημένη σάπια θέληση ενός τέρατος.
Βρέθηκε στον πλανήτη του Ερημόφρονα!
Ολόγυρά της ούρλιαζε ένα άρρωστο, παλλόμενο στερέωμα φρίκης. Οι τοίχοι έμοιαζαν με την κυματιστή επιφάνεια ενός βούρκου που η μπόχα του κόβει την ανάσα. Ερπετοειδή πλάσμα άγνωστης μορφής έβγαιναν και έμπαιναν από παντού… κινούνταν παντού, στο ταβάνι, στους τοίχους… κακάσχημα πλάσματα γεννημένα από αρρωστημένους νόες, τσίριζαν σαν φίδια, τερέτιζαν σαν έντομα, σήκωναν το κεφάλι τους και έβγαζαν τα μαύρα δόντια τους για να την απειλήσουν!
Ένα κανονικό πανηγύρι ασχήμιας, βλασφημίας και εξωκοσμικού τρόμου της επιτέθηκε, την άγγιξε, πάλεψε να χωθεί μέσα της.
Όμως εκείνη δεν ήταν ένας απλός επισκέπτης σε έναν αφιλόξενο τόπο.
Η γιαγιά Νινόν δεν ήταν πια μόνη της. Ο Γιαν, ο αγαπημένος της πατέρας, δάσκαλος και μύστης της Ιερής Παλαιάς Τέχνης της Φατρίας του ήταν μαζί της. Και οι πρόγονοι και οι διδάσκαλοι και οι Γέροντες όλων των φυλών ήταν μαζί της. Και οι παλαιοί πολεμιστές ήταν μαζί της. Είχε ενσωματώσει στα κύτταρά της ενέργειες, σοφία και δύναμη αναρίθμητων αιώνων.
Δεν θα πάλευε μονάχα εκείνη το αρχαίο βδέλυγμα που στην παρουσία της είχε αρχίσει να τρελαίνεται και σκλήριζε σαν πληγωμένος αρουραίος στη φωλιά του. Μαζί της θα πάλευε σύμμαχος ένας ολόκληρος κόσμος, μια στρατιά ιερών πολεμιστών από αρχαίες γήινες φυλές. Χαμένες πια και ξεχασμένες.
Όχι η γνώση τους όμως.
Όχι η δύναμή τους.
Η γιαγιά Νινόν έκανε τα πρώτα της βήματα στο χώρο, συνθλίβοντας κάτω απ’τα πέλματά της μεγάλες, αηδιαστικές κατσαρίδες που ανέβαιναν στα πόδια της και ξανάπεφταν κάτω. Στην παρουσία της όλος αυτός ο κόσμος αντιδρούσε ξέφρενα… Η αύρα γύρω της άλλαζε… η ατμόσφαιρα… όλος αυτός ο βαλτώδης σιχαμερός βιότοπος άλλαζε μορφή… έτρεμε, συρρικνωνόταν… οπισθοχωρούσε!
Με φοβούνται! Ναι, με φοβούνται!, σκέφτηκε η γιαγιά Νινόν και ένιωσε τον πατέρα της να μιλά μέσα απ’τα έγκατά της.
Και βέβαια σε φοβούνται μωρό μου. Είσαι η δυνατή, η εκλεκτή, η Ουράνια… Αγνόησέ τα! Όλα! Προχώρα αγάπη μου! Και δες! Άνοιξε όλα σου τα μάτια… Πρέπει να δεις! Όπως σε δίδαξα… τότε!
Η γιαγιά Νινόν έγινε πάλι η έφηβη κοπέλα με το χαρούμενο βλέμμα και τον ουρανό στην καρδιά της. Αριστερά και δεξιά της οι αγαπημένοι της φύλακες ήταν μαζί της. Οι δυο λύκοι που την είχαν φιλοξενήσει στην πρώτη της γήινη κατοικία και την παρέδωσαν στον άνθρωπο-φύλακα… τον πατέρα της.
Η κοπέλα Νινόν ένιωσε τη καρδιά της να ζεσταίνεται και αναρίγησε. Χάιδεψε με άπειρη τρυφερότητα τα αγαπημένα ζώα που στο άγγιγμά της γύρισαν τα κεφάλια τους και την κοίταξαν ως τα κατάβαθα του είναι της.
Βοηθήστε με! Σολ… Λούνα… βοηθήστε με!, ψέλλισε η κοπέλα και οι δυο λύκοι ανταποκρίθηκαν αμέσως. Εκείνο που συνέβη ήταν πέρα από τις προσδοκίες της.
Γιατί εκείνη τη στιγμή άκουσε μια γυναικεία κραυγή που σάρωσε τα αυτιά της και την έκανε να μορφάσει.
Η γυναίκα που αφομοιωνόταν… πονούσε πολύ!
Και παρέδιδε το αθάνατο είναι της στη ρυπαρή σπηλιά του Όντος!
30
ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΚΑΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΧΤΥΠΗΘΗΚΑΝ ΣΧΕΔΟΝ ταυτόχρονα! Ήταν πια δύσκολο να διαχωρίσει τις φάσεις. Και σχεδόν αδύνατον να αντιπαλέψει τις συνέπειες.
Κι όμως… εκείνη ήταν στη θάλασσα!
Βρισκόταν σε ένα υπέροχο ταξίδι όταν δέχθηκε το έβδομο χτύπημα. Ένα ταξίδι με το πρώτο της σκάφος. Ένα ιστιοπλοϊκό οχτώ μέτρων που της είχε αγοράσει ο πατέρας της στα τριακοστά γενέθλιά της. Ήταν τόσο μεγάλη η αγάπη της για τις ιστιοδρομίες από μικρό κορίτσι που το πιο μεγάλο της όνειρο, ένα ολόδικό της πανάδικο σκαρί γινόταν πραγματικότητα. Το ονόμασε Πενθεσίλεια από το όνομα της αγαπημένης της μυθικής βασίλισσας των Αμαζόνων και ένιωθε έναν ωκεανό ευτυχίας να έχει πλημμυρίσει την καρδιά της. Με τον Αντρέα στο πλευρό της είχαν ξεκινήσει εκείνο το πρώτο τους ταξίδι από τη Γλυφάδα ως την Ύδρα. Ένα ταξίδι γεμάτο από γέλια, παιχνίδια, πειράγματα βουτιές στη θάλασσα και έρωτα.
Το πιο ευτυχισμένο και ανέμελο σαββατοκύριακο της ζωής της πάνω στην Πενθεσίλεια που έσκιζε τα νερά του Σαρωνικού υπέροχα και συντροφιά τον γοητευτικό της σύντροφο ξαναζούσε η Κατερίνα όταν ένιωσε σαν από λάμα σπαθιού να ξεσκίζεται το σαγόνι της και να κόβεται η γλώσσα της στα δυο!
Το σώμα της από το λαιμό και κάτω δεν ήταν πια σε επαφή με το μυαλό της. δεν είχε ιδέα τι είχε απογίνει… δεν την ενδιέφερε σε τι μεταλλασσόταν, σε τι άλλαζε. Είχε ακόμα ακέραια τα λογικά της. Αυτό είχε σημασία πλέον. Γιατί μπορούσε ακόμη να ταξιδεύει… να ξαναζεί τις όμορφες στιγμές της ζωής της…
Το πρόσωπό της έκαιγε, ένιωθε πως βρισκόταν μέσα σε έναν μεγάλο φούρνο που την σιγόψηνε όμως ξαφνικά άκουσε τη φωνή!
Μην τον φοβάσαι αγάπη μου! Τίποτε δεν τελείωσε ακόμα! Εγώ είμαι εδώ! Πάλεψέ τον! Μπορείς! Είμαστε όλοι εδώ για σένα!
Μπορείς!
Διώξτον από μέσα σου!
Φτύστον σαν σάπιο καρπό!
Φτύστον και διώξε το μαύρο του αίμα!
Η Κατερίνα δεν άνοιξε τα μάτια της. Δεν το μπορούσε άλλωστε πια. Και δεν το τόλμησε μέσα στο καμίνι που ένιωθε ότι βρισκόταν.
Όμως πήρε δύναμη και κουράγιο από αυτή την άγνωστη φωνή και ένιωσε ξανά δυνατή και παρούσα!
Η Πενθεσίλεια έφυγε από μέσα της, οι εικόνες με τον Αντρέα να κρατιέται απ’τα σχοινιά και να την κοιτάζει πονηρά ξεθώριασαν.
Η μάχη δεν είχε τελειώσει ακόμα.
Τώρα άρχιζε!
31
Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΦΟΜΟΙΩΣΗΣ ΔΕΝ ΠΗΓΑΙΝΕ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΤΟ ΟΝ ΕΙΧΕ εξοργιστεί! Αν μπορούσε να παρακολουθήσει κανείς από μια μεριά το σκηνικό που διαδραματιζόταν θα εντυπωσιαζόταν. Ήταν μια αληθινή μάχη του Ερέβους με το Φως σε όλη της τη φρικώδη μεγαλοπρέπεια!
Το αρχαίο σκοτεινόμορφο Ον μπροστά στην ανεπιθύμητη παρουσία της Νινόν, των φυλάκων της και των οντοτήτων που ήταν μαζί της, πάσχιζε να αναδιαμορφώσει και να ανασυγκροτήσει την τελετή χάνοντας όμως πολύτιμη ενέργεια λεπτό με λεπτό.
Όλοι οι ακόλουθοι και οι σύμμαχοί του ολόγυρα διέρρεαν ενέργεια, σκοτείνιαζαν, έχαναν το λεπρό τους φως και έμπαιναν σε ταχύτατη διαδικασία αποσύνθεσης.
Τα ανθρωπο-έντομα που είχαν κυκλώσει το βωμό, δεν είχαν πια την ίδια ζωτικότητα και η μετάλλαξή τους είχε διακοπεί. Ο κύκλος έσπαγε σε κάποια σημεία και τα δυστυχισμένα πλάσματα διαλύονταν σε μια μαύρη σκόνη που την απορροφούσε σαν γιγάντια ηλεκτρική σκούπα το στερέωμα.
Ο οφθαλμός είχε πρηστεί και είχε ραγίσει σε κάμποσα σημεία. Έσταζε πύρινο μπλε αίμα και οιμωγές.
Η Κατερίνα ένιωθε πως οι αρπάγες που της είχαν κλειδώσει το σώμα, τα όργανα και τη ζωτική της ενέργεια, δεν είχαν πια την ίδια δύναμη… τα διάφορα μέλη της έδειχναν ξανά σημεία επαφής με τον εγκέφαλό της!
Μπορώ να τα καταφέρω; Έχω ακόμα χρόνο να τα καταφέρω;, ψέλλισε και ένιωσε το στόμα της να πονάει αλλά να ανταποκρίνεται!
Θα τα καταφέρεις! Μαζί θα το νικήσουμε!, άκουσε τη φωνή ξανά και το κεφάλι της βγήκε απ’το καμίνι που την έψηνε.
Ποιος είσαι;, ρώτησε τον άγνωστο σύμμαχό της η Κατερίνα. Και μετά διόρθωσε, ποια είσαι;, αλλά απάντηση δεν πήρε.
Αυτό που ένιωθε με τα μάτια της κλειστά και το είναι της σε πλήρη συναγερμό ήταν πως δινόταν μια φοβερή μάχη συμπαντικών διαστάσεων με επίκεντρο εκείνη!
Θα αντέξω ως το τέλος;, αναρωτήθηκε και συγκέντρωσε κάθε ικμάδα της δύναμής της.
Ναι Θα αντέξω!, αποφάσισε και άνοιξε τα μάτια της.
32
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΤΙΣΤΡΕΨΕΙΣ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ!
Ξέρεις πως!
Ξεκίνα!
Τώρα!
Δεν έχεις άλλο χρόνο!
Η έφηβη Νινόν είχε σταθεί πίσω από την Κατερίνα και έκανε το σώμα της ένα ανθρώπινο Υ. Άκουγε τις φωνές όλων εκείνων που μιλούσαν μέσα της αλλά καταλάβαινε πως δεν υπήρχε άπειρος χρόνος ούτε άπειρη ενέργεια.
Ο Ερημόφρονας αποδυναμωνόταν όμως η ζωή της Κατερίνας κρεμόταν από μια κλωστή. Έπρεπε να βιαστεί!
Ο Σολ και η Λούνα, οι δυο φύλακες λύκοι, είχαν πάρει υπερφυσικές διαστάσεις και είχαν σταθεί ανάμεσα στην Κατερίνα και το σάρκινο βωμό που είχε σχεδόν ολοκληρώσει το ρυπαρογράφημά του αλλά με την παρουσία των δυο φυλάκων είχε αρχίσει κιόλας να αποσταθεροποιείται!
Τα τραγούδια!, φώναξε μέσα της ο Γιαν και μαζί του όλες οι αρχαίες φωνές της φατρίας.
Και η Νινόν δεν είχε ξεχάσει ούτε λέξη. Ούτε στίχο. Ούτε συλλαβή!
Τέντωσε τα χέρια της, τα πλευρικά σκέλη του Ύψιλον και άρχισε να ‘τραγουδάει’. Δυνατά και ρυθμικά.
Στίχο με στίχο…
Στροφή με στροφή…
Το αρχαιότερο τραγούδι του κόσμου. Την επωδό των Πολεμιστών Φυλάκων που είχαν αιχμαλωτίσει κάποτε τα Όντα στις σπηλιές τους και τα είχαν διώξει στο μακρινό πλανήτη τους.
Όμως ο Ερημόφρονας ήταν ο ισχυρότερος αντίπαλος που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ποτέ.
Και η ζωή της αγαπημένης της θυγατέρας ήταν πάνω σε ένα λεπτό σχοινί που ένωνε τις όχθες της Αβύσσου…
Εκείνη τη στιγμή ήταν που ακούστηκε η έκρηξη…
33
Η ΟΜΑΔΑ ΤΩΝ ΜΑΥΡΟΦΟΡΕΜΕΝΩΝ ΚΟΜΜΑΝΤΟ ΕΦΤΑΣΕ ΣΤΟΝ ΠΕΜΠΤΟ ΟΡΟΦΟ ταχύτατα και αθόρυβα. Ο επικεφαλής όταν πάτησε το πόδι του στο κεφαλόσκαλο, έκανε ένα σινιάλο με τα δάχτυλα του αριστερού του χεριού και οι άντρες του, άριστα εκπαιδευμένοι και γρήγοροι, πήραν τις καθορισμένες θέσεις τους.
«Τι σκατά γίνεται εδώ πέρα;» ρώτησε μέσα από το μικρόφωνό του και η απάντηση ήρθε από έναν άνθρωπο που είχε επιμείνει να τους συνοδεύσει ως τον πυρήνα της μάχης παρότι δεν είχε καμιά σχέση μαζί τους.
«Το πράγμα έχει χειροτερέψει αστυνόμε!», απάντησε ο καθηγητής Ρασιάς που είχε δανειστεί μια ολόιδια στολή και μιλούσε κι αυτός από ένα μικροσκοπικό μικρόφωνο μέσα στο άβολο κράνος του.
Ο γιατρός δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει… ευγενέστερη λέξη για να περιγράψει την κόλαση που είχε ζωντανέψει μπροστά τους αν και μπορούσαν να δουν μονάχα ένα ελάχιστο μέρος του σκηνικού.
Ο διάδρομος ήταν γεμάτος με ένα πηχτό, μαύρο σύννεφο. Μια ζωντανή ομίχλη, σκέφτηκε ο γιατρός και ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Τούτο το σάπιο νέφος έμοιαζε με γλίτσα που είχε απλωθεί σε όλους τους τοίχους και έσταζε στο πάτωμα… άλλαζε μορφές, εξαχνιζόταν, γινόταν ατμός και εμπόδιζε την ορατότητα των ανδρών των ειδικών δυνάμεων.
Αν μπορούσαν να μυρίσουν την αφόρητη μπόχα που είχε μπολιάσει όλο το χώρο θα είχαν κιόλας ζαλιστεί και ίσως να έχαναν τις αισθήσεις τους. Μέσα από τις μάσκες τους όμως ήταν ακόμα ασφαλείς. Τουλάχιστον έτσι ένιωθαν.
Ο βαθμοφόρος που διηύθυνε την επιχείρηση δεν είχε αντικρίσει ξανά παρόμοιο θέαμα.
«Χημικό εργαστήριο είναι εκεί μέσα γιατρέ;», ρώτησε πιο πολύ για να κερδίσει λίγο χρόνο και να πάρει τη σωστή απόφαση. Εντωμεταξύ όλοι οι άνδρες είχαν παραταχτεί αριστερά και δεξιά του θαλάμου της εντατικής που έμοιαζε με πύλη της κολάσεως σε κάποια ταινία τρόμου. Κάποιοι ‘τραβούσαν’ πανικόβλητοι αυτή τη σκοτεινή γλίτσα που έσταζε στις στολές τους ή δενόταν σαν σχοινί στα πόδια τους.
«Δεν έχω ιδέα πλέον τι είναι εκεί μέσα αστυνόμε. Πρέπει να βιαστούμε όμως. Η Κατερίνα ίσως να μην είναι πλέον…», είπε αλλά δεν ολοκλήρωσε τη σκοτεινή προφητεία του.
«Δοκιμάστε να το πυρπολήσετε… ελεγχόμενα!», έδωσε τη διαταγή αμέσως ο επικεφαλής αλλά το λάθος φάνηκε σχεδόν αμέσως. Δυο άντρες εκτόξευσαν πύρινες δέσμες πάνω στη μαύρη γλίτσα που αμέσως έγινε ωκεανός φωτιάς και τους τύλιξε σύγκορμους! Οι φλεγόμενοι άντρες απομακρύνθηκαν έντρομοι και οπισθοχώρησαν στο βάθος του διαδρόμου, στην αντίθετη πλευρά. Όλοι οι υπόλοιποι έμειναν ακίνητοι στις θέσεις τους.
Το μαύρο αίμα τρεφόταν απ’τη φωτιά.
«Τα C-4!», φώναξε θυμωμένος με το πατατράκ της πρώτης επίθεσης, ο αστυνόμος και αμέσως ένιωσε το χέρι του γιατρού στον ώμο του.
«Τι κάνεις; Μια έκρηξη θα το δυναμώσει!»
«Άσε με να κάνω τη δουλειά μου γιατρέ. Και καλύτερα να του δίνεις. Θα γίνει χαμός σε λίγο εδώ πέρα!»
Τρεις άντρες πλησίασαν το θάλαμο και άρχισαν να τον ‘ντύνουν’ με επίπεδες πλατιές ‘ζώνες’ απ’τις οποίες εξείχαν καλώδια που κατέληγαν συγκεντρωμένα σε μια μικρή συσκευή. Η μαύρη ουσία δεν τους εμπόδισε και μάλιστα έδειξε να υποχωρεί πλέον μέσα στο θάλαμο.
Το παλλόμενο άρρωστο φως που έβγαινε απ’τα στενόμακρα παραθυράκια της δίφυλλης πόρτας έδειχνε να ζωηρεύει.
«Πριν το κάνεις σκέψου ότι εκεί μέσα υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που μπορεί να είναι ζωντανοί διάολε!», φώναξε ο γιατρός και ο αστυνόμος γύρισε θυμωμένος και τον τράνταξε από τη δανεική στολή του.
«Σήκω φύγε είπα!», ούρλιαξε και σήκωσε το χέρι του για να είναι έτοιμος να δώσει το σήμα πυροδότησης.
«Χριστέ μου!», ψέλλισε ο γιατρός απελπισμένος.
«Κι Αυτός να’ταν εδώ, το ίδιο θα έκανε με μένα!», είπε ο αστυνόμος και κατέβασε το χέρι του.
34
Η ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΙΤΟΥΣΕ ΕΚΠΛΗΚΤΗ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΖΕ! ΔΥΟ ΤΕΡΑΣΤΙΟΙ ΛΥΚΟΙ βρίσκονταν μπροστά της και της έκλειναν το οπτικό πεδίο. Ταυτόχρονα η πύρα που την έκαιγε επί τόση ώρα δεν υπήρχε πια. Αισθανόταν πως το σώμα της δροσιζόταν, αναλάμβανε κάποιες δυνάμεις, ήταν ακόμα ικανό να αντιδρά.
Εκείνη τη στιγμή άκουσε το τραγούδι.
Σήκωσε το κεφάλι και είδε μια γυναίκα, ηλικιωμένη, άγνωστη να στέκεται σε παράξενη στάση από πάνω της και να… τραγουδά.
Ή να ψέλνει… ή ίσως και τα δυο.
Τα λόγια και ο ρυθμός της ήταν άγνωστα όμως είχαν ευεργετική επίδραση στην καρδιά της, στο μυαλό της… στο σώμα της. Η δύναμη αυτής της άγνωστης γριάς την είχε σώσει.
Όπως και οι μεγαλόσωμοι προστάτες της μπροστά της.
Από πού ήρθαν αυτοί; Ποιοι είναι;, αναρωτήθηκε κι ένιωσε το δροσερό περιβάλλον να ευρύνεται ολόγυρα.
Αλλάζουν όλα!, σκέφτηκε χαρούμενη και για πρώτη φορά μετά από ώρα ένιωσε τα δάχτυλα των χεριών της να είναι ξανά δικά της!
Χριστέ μου!, ψέλλισε με δάκρυα και πίστεψε πως θα γλίτωνε.
Όταν έγινε ο τρομερός σεισμός!
Δεν ήταν όμως ένας σεισμός που ερχόταν από κάτω της. Δεν ήταν γέννημα του Όντος. Ήταν κάτι άλλο. Κάτι τρομερά δυνατό που σταμάτησε τα πάντα.
Έκρηξη!, ψέλλισε η Κατερίνα. Και ήταν το μόνο που πρόλαβε να ψελλίσει. Στη στιγμή ένιωσε ένα ωστικό κύμα σαν τσουνάμι να την τραντάζει και να την τινάζει μακριά. Λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις της, αντιλήφθηκε έναν πελώριο όγκο να την σκεπάζει.
Δεν πρόλαβε να σκεφτεί τίποτε άλλο.
Όλα σκοτάδι.
35
«ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΚΑΙ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ!». ΦΩΝΑΞΕ Ο ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ ΚΑΙ ΣΗΚΩΘΗΚΕ από τη θέση του να τρέξει προς το εσωτερικό του θαλάμου. Κάποιοι άντρες του είχαν ήδη εισέλθει στο χώρο μετά τη φοβερή έκρηξη που είχε διαλύσει την πόρτα, είχε ρηγματώσει τον τοίχο αριστερά και είχε σπάσει τζάμια και θύρες σε όλο τον όροφο! Δεν είχαν γλιτώσει ούτε γραφεία, ούτε έπιπλα.
«Ο Θεός να βάλει το χέρι του!», είπε ο Ρασιάς.
«Για επιστήμονας πολύ ανακατεύεις τον Ύψιστο», σχεδόν γκάριξε ο αστυνόμος.
«Όταν θα μπεις μέσα θα τον ανακατέψεις κι εσύ!», είπε ο γιατρός και ακολούθησε τον αξιωματικό.
36
Η ΝΙΝΟΝ ΠΡΟΛΑΒΕ ΝΑ ΕΠΑΝΑΛΑΒΕΙ ΕΝΝΙΑ ΦΟΡΕΣ ΤΗΝ ΠΙΟ ΚΡΙΣΙΜΗ ΕΠΩΔΟ λίγο πριν αισθανθεί την πλάτη της να κόβεται στα δυο.
Πρόλαβε ακόμα να αγκαλιάσει το παιδί της. Κι αυτό ίσως να ήταν το ιερότερο τμήμα τούτης της φοβερής τελετουργίας. Πρόλαβε να την αγκαλιάσει πεσμένη στην άκρη της μεγάλης αίθουσας.
Οι δυο τεράστιοι φύλακες, χωρίς ζωή πια, με το τρίχωμά τους καμένο και τα σώματά τους, σε φυσικό μέγεθος ξανά, απανθρακωμένα κάπνιζαν στο κέντρο του χώρου.
Όλα τα άλλα είχαν εξαφανιστεί!
Ή σχεδόν όλα τα άλλα…
Απέμεναν όμως πάνω στους καρβουνιασμένους τοίχους και στην οροφή αποτυπώματα φρίκης. Υπολείμματα από αυτό το βρωμερό μαύρο αίμα που έσταζε και άχνιζε.
Οι άντρες των ειδικών δυνάμεων είχαν μείνει έκπληκτοι από όσα αντίκριζαν στο χώρο. Ιδιαίτερα η παρουσία δυο λύκων και μάλιστα απανθρακωμένων σε ένα θάλαμο νοσοκομείου τους είχε δημιουργήσει αναπάντητα ερωτηματικά.
Ο καθηγητής Ρασιάς έσπευσε πρώτος να εξετάσει την κατάσταση των δυο γυναικών. Αγνοώντας κάθε πρωτόκολλο ασφαλείας, παρέκαμψε τους άντρες και πλησίασε τη μακάβρια σύνθεση των δυο σωμάτων.
Για την γιαγιά Νινόν δεν υπήρχε τίποτα να εξετάσει. Στην ουσία είχε απομείνει ένα τμήμα του κορμού και το κεφάλι της. Όλα τα άλλα είχαν γίνει κομμάτια που θα περισυνέλλεγαν οι άνδρες του σε όλα τα σημεία του θαλάμου.
Η Κατερίνα κείτονταν κάτω από το σώμα της μητέρας της. Ήταν γεμάτη τραύματα, σχισίματα και εκδορές. Τμήμα του προσώπου της και το μισό της κεφάλι είχε καεί. Μια λιμνούλα μαύρο αίμα ήταν κάτω απ’την πλάτη της. Ο γιατρός παρατήρησε και τα σπασμένα της μέλη. Το δεξί της χέρι και το αριστερό πόδι που είχαν λάβει αφύσικη μορφή.
Εξέτασε την καρδιά της και χαμογελώντας έσπευσε να φωνάξει:
«Αστυνόμε, είναι ζωντανή! Που είναι επιτέλους οι νοσοκόμοι σου; Που διάολο είναι;»
Πήρε το ένα της χέρι και το έβαλε μέσα στο δικό του κι άρχισε να το τρίβει δυνατά.
«Δεν ξέρω ποιες δυνάμεις σε βοήθησαν όμως είσαι ακόμα εδώ κορίτσι μου!», είπε και της χάιδεψε απαλά τα καψαλισμένα μαλλιά της.
Λίγο μετά βοήθησε τους νοσοκόμους να την τοποθετήσουν σε ένα φορείο και να την απομακρύνουν. Θα πήγαινε αργότερα να την επισκεφθεί. Είχε αποφασίσει να επιτηρεί ο ίδιος την μακρόχρονη αποθεραπεία της.
Κυρίως την ψυχική.
«Μπορείς να μου πεις τι διάολο έγινε εδώ πέρα;», ρώτησε ο αστυνόμος ώρα μετά κι αφού είχαν ηρεμήσει κάπως τα πράγματα.
Ο γιατρός έμεινε για λίγο σιωπηλός. Ο νους του ήταν ακόμα στο παραμορφωμένο πρόσωπο της γυναίκας και στη γηραιά μητέρα της που της είχε σώσει τη ζωή.
Έβαλε το χέρι του στην τσέπη του και χάιδεψε το μενταγιόν που του είχε εμπιστευτεί… αιώνες πριν…
«Αυτό που έγινε εδώ μέσα αστυνόμε… είναι ένα θαύμα! Κι όταν ακούς ένα γιατρό να σου μιλάει για θαύματα, καλό είναι να μην το παίρνεις αψήφιστα!»
Ο γιατρός αποχώρησε από το θάλαμο μετά από λίγο.
Είχε ανάγκη από αέρα.
Είχε ανάγκη να σκεφτεί… και να κλάψει.
37
Μετά από οχτώ μήνες περίπου. Σε ένα δωμάτιο κάποιας κλινικής.
«ΉΡΘΕ Η ΜΕΓΑΛΗ ΩΡΑ ΛΟΙΠΟΝ!»
Η εύσωμη προϊσταμένη με το συνήθως αυστηρό βλέμμα και τη δυνατή φωνή, αυτή τη φορά μίλησε γλυκά και με σχεδόν νοσταλγικό τόνο. Μα δεν ήταν μια συνηθισμένη μέρα. Μια οποιαδήποτε μέρα. Ήταν μια μέρα γιορτής!
Μπαίνοντας στο δωμάτιο βρήκε την γυναίκα που επί μήνες φιλοξενούσε, ντυμένη όμορφα, καθισμένη στο καροτσάκι της, με τη βαλίτσα της πάνω στην μεγάλη πολυθρόνα των επισκεπτών. Κρατούσε κάτι στο ένα της χέρι και το χάιδευε με το άλλο. Κάτι σαν μενταγιόν με ασημένια αλυσιδίτσα.
«Ποιος θα το πίστευε καλή μου! Ποιος θα το’λεγε!», συμπλήρωσε η προϊσταμένη και η φωνή της είχε τρυφερότητα. Και η γυναίκα την κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο ευγνωμοσύνη και φως.
«Μάρω!», είπε και άνοιξε την αγκαλιά της. Η νοσοκόμα χωρίς δισταγμό έσπευσε να κλειστεί μέσα της.
Οι δυο γυναίκες έμειναν σφτιχταγκαλιασμένες για κάμποσα δευτερόλεπτα φορτισμένα από συγκίνηση και δάκρυα.
«Θα μου λείψεις… ευτυχώς! Να μην ξαναπατήσεις ούτε εδώ ούτε σε κανένα άλλο νοσοκομείο κούκλα μου!», είπε δήθεν σοβαρά η Μάρω και έβαλαν κι οι δυο τα γέλια.
«Πόσα σου χρωστάω μάτια μου!», είπε η γυναίκα. Η προϊσταμένη κάθισε δίπλα της, στο κρεβάτι και σκούπισε τα μάτια της.
Η γυναίκα πήρε το χέρι Μάρως και το κράτησε στο δικό της. Προσπάθησε να το σφίξει. Δεν είχε ακόμη τόση δύναμη όμως με τον καιρό θα την έβρισκε ξανά. Με τον καιρό, προσπάθειες και κόπο.
«Πόσα σου χρωστάω εσένα!», επανέλαβε.
«Έλα… μην τα σκεφτόμαστε πια… πέρασαν… δεν μπορώ να το πιστέψω κι εγώ αλλά πέρασαν!», είπε η Μάρω και η αμηχανία της στιγμής πλημμύρισε το χώρο. «Ήρθε κόσμος να σε παραλάβει!», άλλαξε θέμα χαρούμενα η Μάρω για να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα.
«Αλήθεια;», ρώτησε η γυναίκα και έλαμψε το όμορφο πρόσωπό της. «Ποιοι;»
«Όλοι!», πέταξε η Μάρω. «Ο Μιχάλης με τους γονείς του και την κοπέλα του, ο διευθυντής της εταιρίας σου, κάποιοι υπάλληλοί σου… και πολλοί άλλοι που δεν τους έχω ξαναδεί… συγγενείς και φίλοι… όλοι κρατάνε ανθοδέσμες και γλυκά! Αναγκάστηκα να τους πω να περιμένουν στη ρεσεψιόν γιατί μου κλείσανε τον όροφο!», είπε γελώντας η νοσοκόμα.
«Και ο Ρασιάς βέβαια!», συμπλήρωσε με νόημα η προϊσταμένη κλείνοντας και το μάτι.
«Α!», έκανε η γυναίκα και χαμογέλασε ικανοποιημένη.
«Αυτός πια… από το πρωί έχει έρθει… θες να του πω να έρθει μέσα ή θα τον δεις μετά;»
«Όχι, πες του… ναι… ας έρθει…», είπε η γυναίκα και φρόντισε να τακτοποιηθεί λιγάκι. Σκούπισε τα μάτια της και έφτιαξε τα μαλλιά της.
«Κούκλα είσαι!», της είπε η Μάρω και το εννοούσε. Μετά σηκώθηκε και πήγε να ειδοποιήσει το γιατρό που περίμενε στο διάδρομο.
«Μάρω!», την σταμάτησε η γυναίκα. «Σ’ευχαριστώ! Μέσα από την καρδιά μου, σ’ευχαριστώ… για όλα!», είπε και η φωνή της απηχούσε την βαθύτερη φωνή του είναι της. «Αν δεν ήσουν εσύ… όλο αυτό το διάστημα… όλες αυτές τις ατελείωτες μέρες και νύχτες που πάλεψα να…», πήγε να πει αλλά η νοσοκόμα την σταμάτησε.
«Ας αλλάξουμε θέμα αγάπη μου. Σήμερα βγαίνεις από δω μέσα! Νίκησες! Είσαι καλά, δυνατή και όμορφη! Αν μου το έλεγε κανείς οχτώ μήνες πριν θα τον έλεγα παλαβό. Όμως εσύ τα κατάφερες. Εμείς σε βοηθήσαμε αλλά εσύ τα κατάφερες!»
«Ναι, τα… κατάφερα», επανέλαβε η Κατερίνα και ο τόνος της φωνής της είχε κατάφαση και απορία μαζί. Και μια έκδηλη, γλυκιά πίκρα.
Τα κατάφερα. Με δυο πόδια που δεν τα νιώθω πια και δυο χέρια που μοιάζουν αδύναμα… σαν ατροφικά. Τουλάχιστον, αυτά είναι ακόμα δικά μου!
Η Μάρω κατάλαβε τις μελαγχολικές σκέψεις της γυναίκας.
«Όχι τόση κατήφεια σήμερα! Μην ξεχνάς καλή μου πώς όταν σε έφεραν δεν σου έδιναν πάνω από 10% πιθανότητες να βγάλεις το πρώτο 24ωρο! Κι όμως, να που εσύ τους διέψευσες όλους και σήμερα…», είπε και δεν συνέχισε. Ήταν κι εκείνη πολύ φορτισμένη. Όλο αυτό το διάστημα είχε ζήσει τις υπεράνθρωπες προσπάθειες του οργανισμού της Κατερίνας να κερδίζει ώρες, νύχτες και μέρες, να παλεύει απεγνωσμένα με το θάνατο και τελικά να καταφέρνει, έστω και με ακριβό τίμημα να βγεί ζωντανή!
«Και τώρα ετοιμάσου γιατί θα ειδοποιήσω το Ρασιά!», είπε δήθεν επιτακτικά και χαμογέλασε πλατιά.
«Ναι… σ’ευχαριστώ!», είπε εκείνη.
Η νοσοκόμα βγήκε απ’το δωμάτιο και άφησε τη γυναίκα να κοιτάζει το αντικείμενο που είχε στη χούφτα της.
«Ενοχλώ;»
Ο Μάνος Ρασιάς είχε μπει στο δωμάτιο και κρατούσε μια ανθοδέσμη με τριαντάφυλλα.
«Συγνώμη… δεν…», είπε η γυναίκα και χαμογέλασε.
«Ήσουν απορροφημένη… κοιτούσες το μενταγιόν σου… δεν ήθελα να σε αποσπάσω αλλά… θα μαραίνονταν τούτα εδώ!», είπε ο γιατρός δείχνοντας τα λουλούδια.
Η γυναίκα γέλασε και τα πήρε στην αγκαλιά της. Τα μύρισε με απληστία. Ήταν τα αγαπημένα της ροζ μπουμπούκια. Ο Ρασιάς κάθισε στο κρεβάτι δίπλα της και της έπιασε τρυφερά το αδύναμο λεπτό της χέρι.
«Είμαι περήφανος… πολύ περήφανος για σένα κορίτσι… και συγκινημένος βέβαια», είπε με τη φωνή του σοβαρή και σταθερή όσο γινόταν. «Το ξέρεις, δεν είμαι καλός με τις λέξεις και τα σχετικά όμως…» προσπάθησε να πει αλλά τον σταμάτησε η Κατερίνα.
«Έλα πιο κοντά!», του είπε κι εκείνος την υπάκουσε. Τον αγκάλιασε και τα χείλη της άγγιξαν τα δικά του.
«Κατερίνα μου! Αγάπη μου!», είπε και την αγκάλιασε κι εκείνος σφιχτά.
«Σιγά! Θα με διαλύσεις!», τον μάλωσε πειραχτικά εκείνη αλλά απολάμβανε την αγκαλιά του όσο τίποτε άλλο. «Μην ξεχνάς ότι είμαι… εύθραυστη!».
«Μάλλον άθραυστη μάτια μου είσαι! Και πολύ όμορφη!», απάντησε ο γιατρός.
Η Κατερίνα του χάιδεψε τα μαλλιά.
«Ας πάμε λοιπόν!», έδωσε το σήμα και ο γιατρός σηκώθηκε και πήγε πίσω από το αναπηρικό καρότσι για να την οδηγήσει στην έξοδο.
Η Κατερίνα κοίταξε το δεξί της χέρι. Το ατίμητο ασημένιο μενταγιόν της γιαγιάς Νινόν ήταν πάντα εκεί.
Εκείνη τη μέρα ήταν που το αποφάσισε.
Εκείνη τη στιγμή που είχε δίπλα της άντρα που αγαπούσε.
Δυο πράγματα δεν θα αποχωριζόταν ποτέ πια στη ζωή της.
Αυτόν το θαυμάσιο άνθρωπο που της στάθηκε όσο κανείς στην μεγάλη της περιπέτεια.
Και το μενταγιόν της γιαγιάς Νινόν.
Της μητέρας της.
Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΑΠΛΩΝΟΤΑΝ ΣΕ ΟΛΟ ΤΟΝ ΟΡΙΖΟΝΤΑ ΕΜΠΡΟΣ ΤΗΣ. ΑΠΕΡΑΝΤΗ. Επιβλητική. Μυστηριώδης.
Ένας φιλικός σορόκος ερχόταν από τις αφρικάνικες ακτές στο νότο… της έπαιρνε τα όμορφα μαλλιά… της χάιδευε το υγρό απ’τα δάκρυα πρόσωπο. Της δρόσιζε τα καφτά της χείλια.
Δεν τα κατάφερνε όμως το ίδιο καλά και με την ψυχή της. Μέσα της φλεγόταν από ένα αργό θυμό και μια πίκρα που δεν θα μπορούσε κανείς και ποτέ να δροσίσει.
Σουρούπωνε πια.
Στεκόταν όρθια στο μεγάλο βράχο. Στο δικό τους βράχο. Δεν ήξερε πόση ώρα. Δεν μετρούσε πλέον τις στιγμές και τις ώρες.
Στη δεξιά της χούφτα κρατούσε σφιχτά κάτι.
«Ήρθα εδώ για να σε αποχαιρετήσω πατέρα…», ξεκίνησε να λέει και ο λυγμός έγινε γρήγορα κόμπος και της έκλεισε το λαιμό. Έπρεπε όμως να κάνει αυτό για το οποίο είχε έρθει. Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε.
«Είμαι εδώ… στο βράχο μας… το ξέρω πως με βλέπεις… το ξέρω πως πάντα θα με βλέπεις… όπου κι αν είσαι. Και θα μου μιλάς… και θα σου μιλώ… δεν γίνεται να…», κόμπιασε η κοπέλα και έσφιξε πιο δυνατά αυτό που κρατούσε στο χέρι της. «…Δεν γίνεται να χωρίσουμε εμείς οι δυο… ποτέ!», είπε και ξέσπασε σε κλάματα.
Της πήρε κάμποση ώρα να συνέλθει. Ο ήλιος έπεφτε στα δεξιά της, αργά και βασανιστικά στον μακρινή γραμμή του ορίζοντα που άρχιζε κιόλας να πυρώνεται και να κοκκινίζει.
«Θυμάμαι… θυμάμαι κάποτε που μου είπες… τα ανταμώματα πρέπει να γίνονται στα βουνά… για να είναι στέρεα και σίγουρα… και σιωπηλά… και οι αποχωρισμοί… αυτοί μου είπες, πρέπει να γίνονται στη θάλασσα… για να τους ταξιδεύει η Μεγάλη Μητέρα στα άπειρα βάθη της και να…», δεν άντεξε να ολοκληρώσει τη φράση της η κοπέλα και άνοιξε τη δεξιά της χούφτα.
«Και μου είχες πει ακόμα… πως όταν κάποτε εσύ θα φύγεις… να έρθω εδώ, σ’αυτό το βράχο που κάποτε καθόμασταν μέρες και νύχτες ατελείωτες και με δίδασκες, μου μιλούσες, μου τραγουδούσες… να φέρω χώμα από το… τελευταίο σου σπίτι και να το ρίξω ψηλά… στον ουρανό… κι αυτό θα κάνω! Κι όταν το χώμα πέσει στο νερό… και τα τρία θα γίνουν ένα… η γη, ο ουρανός και η θάλασσα!», ψέλλισε με κόπο η Νινόν και με μια σίγουρη, αργή, τελετουργική κίνηση πέταξε ψηλά το σβώλο χώμα και το παρακολούθησε με θολό βλέμμα να σκορπίζεται και να απορροφιέται αμέσως μετά στον υδάτινο βουβό όγκο κάτω απ’τα πόδια της.
«Δεν μπορώ να σου πω αντίο αγαπημένε μου πατέρα!», είπε ακόμα με δυσκολία το κορίτσι με την καρδιά της να σπαράζει και τη ψυχή και το κορμί της να τρέμουν στο πορφυροκόκκινο φως του δειλινού. «Ποτέ δεν θα πούμε αντίο εμείς οι δυο. Μα να το ξέρεις… θα σου τραγουδάω πάντα. Θα σε αγαπάω! Και θα περιμένω τη στιγμή που θα ανταμώσουμε ξανά… για πάντα!»
Στις τελευταίες της λέξεις λύγισε, γονάτισε και με το σώμα της τεντωμένο απ’την οργή και το παράλογο, έγινε ολόκληρη μια ουρανομήκης φοβερή κραυγή που τράνταξε το βαθυκόκκινο, απ΄το αίμα του ήλιου στερέωμα.
ΤΕΛΟΣ
καλοκαίρι 2015