Είσαι διατεθειμένος να πεθάνεις;

 

 

«Ο

λόγος λοιπόν που σας αναζήτησα με τέτοια επιμονή που, στο κάτω κάτω, θα μπορούσε εύκολα και να παρεξηγηθεί, καταλαβαίνετε τι θέλω να πω, δεν είναι άλλος αγαπητέ κε Ν. από το να διατυπώσω με όση σαφήνεια μπορώ ίσως το μόνο μεγάλο ερώτημα που αγκαλιάζει όλα τα άλλα ερωτήματα και να προσδοκώ κάποια σαφή απάντηση από εσάς… οδηγηθήκατε εν τέλει κάπου;»

«Δεν σας καταλαβαίνω»

«Θέλω να πω πως βέβαια άλλος φάνηκε να είναι ο λόγος αρχικά. Σας έστειλα πριν από λίγες μέρες εκείνο το εκτενές αν όχι και φλύαρο μέιλ κι είχατε την ευγενή καλοσύνη να ανταποκριθείτε σχεδόν άμεσα. Μετά μιλήσαμε και από τηλεφώνου. Τελικά σήμερα συναντιόμαστε εδώ στο δροσερό αυτό κήπο, όπως κι εσείς είπατε, της έπαυλής μου, και συζητάμε μάλλον γενικά και αόριστα…»

«Νομίζω πως το θέμα της συνάντησης ήταν η κόρη σας. Ή μήπως όχι;»

«Σωστά, σωστά… το ανέφερα άλλωστε για πρώτη φορά και στην τηλεφωνική μας συνομιλία»

«Πίστευα μάλιστα πως θα ήταν σήμερα κι εκείνη εδώ, μαζί μας»

«Έχετε δίκιο. Όμως αυτό είναι το δευτερεύον θέμα. Γιατί το πρωτεύον κε Ν. είναι αυτό που σας είπα λίγο πριν. Εάν μου απαντήσετε σε αυτό θα περάσουμε και στο επόμενο. Όσο για την κόρη μου, την Α. βεβαίως είναι προγραμματισμένο να παρίσταται κι εκείνη στη συντροφιά μας. Άλλωστε, πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Μέσω εκείνης σας γνώρισα κι εγώ»

«Ναι αλλά δεν την βλέπω πουθενά. Τι συμβαίνει;»

«Παρακαλώ μη θυμώνετε. Και νομίζω πως αυτό αφορά όλους τους ανθρώπους που δεν είναι χασομέρηδες. Είναι ευέξαπτοι. Το κατανοώ, όμως δώστε μου λίγα λεπτά της ώρας ακόμη. Μια δεύτερη κούπα καφέ; Κέικ; Η Ρ. έβαλε όλη της την τέχνη για να σας ικανοποιήσει σήμερα»

«Δεν ήρθα για καφέ και κέικ εδώ σήμερα κυρία μου. Και ήδη αισθάνομαι πως κατά κάποιο τρόπο χάνω την ώρα μου. Για να μην πω ότι αισθάνομαι εξαπατημένος. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με το ταμπεραμέντο μου, σας βεβαιώ»

«Ω, παρακαλώ κε Ν. μην αισθάνεστε έτσι και να γνωρίζετε παρακαλώ πως είμαι προετοιμασμένη να σας αποζημιώσω για το κάθε λεπτό που δαπανήσατε σήμερα για να είστε μαζί μου»

«Ειλικρινά δεν σας καταλαβαίνω κυρία μου. Όμως αφού είμαι εδώ στον κήπο της βίλας σας και συζητάμε περί ανέμων και υδάτων ενώ θα έπρεπε να είναι και η κόρη σας και να αναπτύσσουμε κάποια μαθησιακή στρατηγική ή έστω να αναλύουμε θέματα που αφορούν πρώτιστα εκείνη, δέχομαι για λίγη ώρα ακόμη να παίξω το παράξενο παιχνίδι σας. Για να δω που θα μας βγάλει»

«Είστε ένας αληθινός τζέντλεμαν κε Ν. Από αυτούς τους γνήσιους αριστοκράτες που δεν έχουν ανάγκη τίτλων και οφικίων για να τους θαυμάζουν και να τους υπολήπτονται όλοι»

«Θέσατε ένα ερώτημα αν δεν κάνω λάθος»

«Ακριβώς. Και σας ευχαριστώ που δεν το παραθεωρήσατε. Μα, ελάτε, λίγο καφέ ακόμη, να μας φτιάξει τη διάθεση… και λίγο κέικ… ελπίζω η δροσιά του κήπου μας να σας ευχαριστεί. Είναι ξέρετε από τις λίγες απολαύσεις μου πλέον. Μαζί ίσως και οι ωραίες συζητήσεις με ξεχωριστούς ανθρώπους. Αλλά ας έλθω στο ερώτημα αυτό που δεν βασανίζει εν προκειμένω τη θυγατέρα μου, είναι τόσο νέα άλλωστε, αλλά εμένα. Και το επαναλαμβάνω. Οδηγηθήκατε εν τέλει πουθενά; Μετά από όλα αυτά τα χρόνια που αφιερώσατε φιλόπονα στο να μελετάτε τα πάντα… μετά από όλες αυτές τις αναδιφήσεις στη λογοτεχνία, τις θρησκείες, την τέχνη, τις επιστήμες… μα, αληθινά, μέσα από τις δημοσιεύσεις σας αναρωτιέται κανείς αν αφήσατε τομέα του επιστητού που να μην ερευνήσετε… Όμως, μετά από όλα αυτά τα ατελείωτα χρόνια σπουδών, οδηγηθήκατε κάπου;»

«Και θέσατε την απάντηση που θα λάβετε ως προϋπόθεση για να περάσουμε στο επόμενο στάδιο; Να αναλάβω την κόρη σας;»

«Μάλιστα. Βλέπετε, είμαι ειλικρινής. Δεν κρύβω τις προθέσεις μου κε Ν.»

«Θα μου επιτρέψετε να σας πω ότι δεν είστε ειλικρινής κυρία μου. Αντίθετα, είστε, αυτό που θα έλεγε κι ένας άνθρωπος του λαού, ‘πονηρή’. Μην σας προσβάλλει ο χαρακτηρισμός. Κι εσείς στη θέση μου αυτό θα λέγατε. Με αναστατώσατε με το μακροσκελές μέιλ, με τη συζήτηση από τηλεφώνου και με το να με φέρετε ως την έπαυλή σας για να γνωρίσω δήθεν την κόρη σας –που πλέον αμφιβάλλω αν όντως υφίσταται ως πρόσωπο- και τώρα μου βάζετε τεστ… αν το περάσω αναλαμβάνω την κόρη σας. Αν όχι φεύγω από τον ωραίο σας κήπο άπρακτος… ή έστω με κάποια αποζημίωση για το χαμένο χρόνο μου… κάποιο χαρτζιλίκι δηλαδή που για τους ανθρώπους της τάξης σας δεν είναι τίποτα ενώ για μένα μπορεί να είναι το φαγητό μου για μερικές ημέρες…»

«Κε Ν…»

«Μην με διακόπτετε… άλλο ένα ιδίωμα των ανθρώπων της τάξης σας. Να διακόπτουν όποτε και όταν θέλουν. Συνηθισμένοι να διατάζουν και να εκτελούνται άμεσα οι προσταγές τους απαίδευτοι στο να ακούν. Και πολύ λιγότερο να προσέχουν και να διορθώνουν…»

«Ω, κε Ν…»

«Βλέπετε; Το κάνετε διαρκώς… όπως και να’χει, το ερώτημα που θέσατε είναι από αυτά που εύκολα χαρακτηρίζει κανείς ‘αδιέξοδο’, ερώτημα-παγίδα δηλαδή. Όπως κι αν απαντηθεί παραμένει αναπάντητο και συνεπώς, ούτε κόρη, ούτε μαθήματα δήθεν ούτε προοπτική συνεργασίας… θέλατε απλώς να περάσετε την ώρα σας με κάποιον του οποίου η σκέψη και ο λόγος σάς κέντρισε το φιλοπερίεργο ενδιαφέρον… προφανώς το έχετε επαναλάβει πολλές φορές στο παρελθόν με άλλους… τους κουβαλήσατε ως τον ωραίο σας κήπο, τους κεράσατε καφέ και νοστιμότατο κέικ και μετά τους ξωπετάξατε… ικανοποιήσατε την ανάγκη σας, πήρατε τη δόση σας, αμπελοφιλοσοφήσατε, ίσως να προχωρήσατε και σε δραστηριότητες άλλου τύπου, -γιατί όχι; είστε μια ακόμη νέα και ελκυστική γυναίκα- και πάμε για τον επόμενο…»

«Κε Ν… κε Ν! Αρκετά! Νομίζω πως ήδη έχετε υπερβεί τα εσκαμμένα! Μα, ομολογώ τέτοια επίθεση δεν έχω επιτρέψει άλλη φορά στο σπίτι μου… δεν είμαι συνηθισμένη να μου φέρονται έτσι κε Ν!… σας αποκάλεσα τζέντλεμαν, μην με κάνετε να μεταβάλλω άποψη τόσο σύντομα… πήρατε φόρα αληθινά και είστε ασταμάτητος… μα, πώς νομίζετε, τι πιστεύετε για μένα; Όλα αυτά που αναφέρατε δεν με χαρακτηρίζουν καθόλου… κι εκείνο για το ότι στην ουσία αποπλανώ τους καλεσμένους μου… ω, αυτό ήταν αληθινά εξοργιστικό! Ξεχνάτε πως είμαι μια παντρεμένη γυναίκα! Μπορεί να έχετε κάποιο δίκιο και σας το αναγνωρίζω για το θέμα του ερωτήματος που ως πρόκριμα το έθεσα όμως τούτο δεν σημαίνει πως τα κίνητρά μου είναι τόσο ταπεινά… δεν είμαι τόσο κακοπρόθετη κε Ν… σας βεβαιώ… μα, πρέπει να ηρεμήσω λοιπόν γιατί ξαφνικά η ζέστη με ενοχλεί πάρα πολύ… και η δροσιά του κήπου μου δεν επαρκεί να με συνεφέρει…»

«Καλώς… ώρα να φεύγω λοιπόν κυρία μου. Να δροσιστείτε κι εσείς, να γυρίσω στις μελέτες μου κι εγώ… και δεν ζητώ συγνώμη ούτε ανακαλώ τίποτε απ’όσα είπα… εκτός από το σημείο για τις ‘άλλες’ δραστηριότητες… εκεί ομολογώ παρεξετράπην και ανακαλώ…»

«Μα… κε Ν… μην σηκώνεστε… σας παρακαλώ… ελάτε, ελάτε πίσω σας παρακαλώ… μα, μην με κάνετε να γελοιοποιούμαι κυνηγώντας σας από πίσω… ελάτε, σας παρακαλώ… ελάτε, ας καθίσουμε ξανά… εντάξει, πολύ ωραία… σας ευχαριστώ… ήταν ένα μικρό επεισόδιο… ας προσπαθήσουμε να το ξεχάσουμε… τι λέτε;»

«…»

«Δεν μου μιλάτε, δεν πειράζει… θα σας μιλώ εγώ ώσπου να ηρεμήσετε και θα δείτε πως με παρεξηγήσατε και μου προσδώσατε χαρακτηριστικά που δεν έχω… όχι πως δεν φέρω ευθύνη εξ αρχής… ομολογώ πως φέρω ευθύνη όμως δεν θα ήταν εύκολο τηλεφωνικά κε Ν. να σας αναπτύξω όλο μου το σκεπτικό… μα… απαντήστε μου σε κάτι… είστε γονιός;»

«Όχι…»

«Αν ήσασταν θα με καταλαβαίνατε κε Ν… αλήθεια σας το λέω… ξέρετε, η αγωνία μου –η αγωνία μας να πω καλύτερα καθώς εκπροσωπώ και τον σύζυγό μου-… η αγωνία μας λοιπόν γι αυτό το κορίτσι είναι όμοια με όλων των γονέων για τα παιδιά τους… μπορεί να μέμφεστε τους ανθρώπους της τάξης μας για κάποιες αρνητικές τους συνήθειες ή άλλα στοιχεία που ομολογώ πως κι εγώ αναγνωρίζω ως εκτροπές ή παρεκκλίσεις… όμως, να ξέρετε πως δεν διαφέρω σε τίποτε με οποιαδήποτε άλλη μητέρα του κόσμου όσον αφορά την έγνοια της για το μοναχοπαίδι της… λοιπόν βλέπω πως με παρακολουθείτε με προσοχή κι αν κρίνω σωστά, έχετε ηρεμήσει τώρα κάπως και δεν με βλέπετε με τόση αντιπάθεια όσο πριν… Παίρνω λοιπόν το θάρρος να σας εξομολογηθώ πως όταν άρχισε η Α. –και δεν είναι διόλου φανταστικό πρόσωπο μα ένα ολοζώντανο κορίτσι 18 ετών με σάρκα και οστά- να περιηγείται τα διάφορα σάιτ και ιστολόγια φιλοσοφικού περιεχομένου και άλλων αναζητήσεων ένιωσα ιδιαίτερη χαρά. Ναι, αληθινά… βλέπετε, είναι τόσο ρηχές και ανόητες οι αναζητήσεις της νεολαίας σήμερα που πίστευα πως και η Α. θα είχε την ίδια τύχη. Μπορεί να διαθέτουμε μια θαυμάσια βιβλιοθήκη και ο πατέρας της φρόντισε με επιμέλεια γι αυτό, να της είχαμε τους καλύτερους δασκάλους πάντα και να την προετοιμάζουμε για το Πανεπιστήμιο όσο καλύτερα μπορούμε, όμως, είμαι βεβαία πως το γνωρίζετε καλά, η εσωτερική αναζήτηση δεν εμφυτεύεται στον άνθρωπο… ο έρωτας για το Ωραίο, το Αληθές… αναδύεται, εγείρεται, ξυπνά… πώς; Άγνωστο… ίσως εσείς πάλι να έχετε μιαν απάντηση… ευτυχώς οι δικές σας δημοσιεύσεις έπαιξαν το ρόλο τους σε αυτό… βοήθησαν αληθινά… τους τελευταίους μήνες, κάθε βράδυ η Α. στο τραπέζι μάς μιλά για κάτι που διάβασε σε εσάς, που την προβλημάτισε, την έβαλε σε σκέψεις, την απασχόλησε. Ώσπου και ο σύζυγός μου άρχισε να αναρωτιέται όπως κι εγώ. Περιηγηθήκαμε μαζί τα ιστολόγιά σας, διαβάσαμε κείμενά σας και μετά από λίγο καιρό πήραμε από κοινού την απόφαση. Να σας αναζητήσουμε… Δεν ξέρω αν με παρακολουθείτε ή αν σας έκανα να πλήξετε ως τώρα… μήπως θέλετε να περπατήσουμε λίγο ή να φάμε κάτι; Η Ρ. έχει μαγειρέψει κάτι πολύ ιδιαίτερο και έχει αγωνία αν θα το εγκρίνετε…»

«Προτιμώ να συνεχίσετε»

«Εντάξει λοιπόν… σας ευχαριστώ… Με τον σύζυγό μου λοιπόν καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως εάν ο συγγραφέας όλων αυτών των θαυμάσιων πραγμάτων μπορούσε να γίνει ο μέντορας της Α., ένας άνθρωπος που θα ήταν μαζί δάσκαλος και φίλος, ένας πνευματικός αφυπνιστής αλλά και συνοδοιπόρος, τότε θα είχαμε εξαιρετικές προοπτικές για τη θυγατέρα μας που υπερ-αγαπούμε. Αποφασίσαμε μάλιστα να τελειώσουμε με τις υποχρεώσεις των εξετάσεων και το καλοκαίρι που είναι μπροστά μας, αν το θελήσετε κι εσείς…»

«Μισό λεπτό… και η Α.;»

«Ω, μα δεν τελείωσα την εξιστόρησή μου κε Ν… μην βιάζεστε… πιστεύετε πως όλα τούτα θα γίνονταν εν αγνοία της; Όχι φυσικά! Βλέπετε έχουμε μεγαλώσει την Α. μέσα σε ένα περιβάλλον θα τολμούσα να πω προοδευτικό και δημοκρατικό. Έχει το θάρρος της γνώμης της και ο πατέρας της φρόντισε να της ενθαρρύνει πάντα και το ερώτημα και το θάρρος να το διατυπώνει. Ακόμη και την αμφισβήτηση, τη διαφωνία, την ένσταση… Μα, θα γνωρίσετε σήμερα κιόλας την Α. και αμέσως θα καταλάβετε τι εννοώ… Βλέπω πως σας ικανοποιεί η διευκρίνησή μου κι έτσι συνεχίζω…»

«Δεν χρειάζεται να πείτε άλλα… τα όσα αφορούν στην Α. θέλω να τα μάθω από πρώτο χέρι… και όταν φυσικά δεν θα είσαστε μπροστά…»

«…»

«Μην με παρεξηγείτε κυρία μου όμως ήδη έχουμε πει πολλά εμείς οι δυο, κατά βάση έχετε πει εσείς και νιώθω σα να ‘συνωμοτούμε’ πίσω από την πλάτη μιας νεαρής κοπέλας που μπορεί να έχει φιλομάθεια να είναι έξυπνη, χαριτωμένη και όλα τα σχετικά όμως όλα τούτα τα διαθέτουν εκατομμύρια ανθρώπων, αν με εννοείτε… για σας φυσικά η Α. είναι το μοναχοπαίδι σας, το ακριβότερο του σύμπαντος, πολύ δικαιολογημένα… για μένα όμως δεν αποτελεί αυτή τη στιγμή παρά την ηρωίδα μιας αφήγησης… μπορεί να έχει ανεξάντλητες δυνατότητες και τάλαντα αναρίθμητα και κάποτε να εκπλήξει όλον τον κόσμο… το εύχομαι… για να πω την αλήθεια αδιαφορώ… μπορεί όμως απλά να είναι άλλη μια νεαρή ύπαρξη που γοητεύτηκε από κάποια κείμενα, τη συσσωρευμένη σοφία ενός ιδιότροπου γέροντα και όταν της περάσει ο ενθουσιασμός θα θελήσει απλά να περάσει σε κάτι άλλο… πνευματικός τουρισμός με άλλα λόγια… είναι ξέρετε πολύ κοινότοπα όλ’ αυτά… τόσο όσο δεν φαντάζεται κανείς…»

«Ναι, μα…»

«Κι άλλωστε, θέλω να διαπιστώσω εγώ ο ίδιος, με τα δικά μου αντιληπτικά όργανα, περισσότερο, με την διαίσθηση και το ένστικτό μου αν η Α. είναι σε θέση τούτη την εποχή της ζωής της να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας τέτοιας σχέσης όπως αυτή που υπόρρητα έχουμε στο νου μας εσείς κι εγώ… να σας πω την αλήθεια, εγώ στη θέση της δεν θα την ήθελα με τίποτε μια τέτοια συνθήκη…»

«Γιατί το λέτε αυτό κε Ν.;»

«Γιατί αν ήμουν στη φάση που βρίσκεται τώρα η Α. το τελευταίο που θα ήθελα θα ήταν έναν ακόμα εξυπνάκια να μου κάτσει στο σβέρκο επειδή τον χρυσοπληρώνουν ο μπαμπάς και η μαμά για να μου παραστήσει τον πνευματικό σύμβουλο, τον συνοδοιπόρο ή οτιδήποτε άλλο που στην ουσία αποτελεί μεταμφίεση ενός μπάτσου, ενός χωροφύλακα…»

«Κε Ν.! Τι υπονοείτε;»

«Μιλώ ξεκάθαρα κυρία μου με κίνδυνο από τζέντλεμαν να χαρακτηριστώ χαμάλης στη λαχαναγορά, όχι πως έχω τίποτε με τους ήρωες αυτούς της καθημέριας μάχης για την επιβίωση... Λέω απλά πως η Α. μπορεί να βρήκε ενδιαφέροντα κάποια κείμενά μου στα ιστολόγια, κάποια ποιήματα ή κάποιες σκέψεις… αλλά ως εκεί… και ίσως από ευγένεια να δέχθηκε να ‘δοκιμαστούμε’ και οι δυο σε μια απόπειρα ίδρυσης μιας ξεχωριστής σχέσης… της μόνης σεβαστής αν με εννοείτε ανάμεσα σε έναν άνθρωπο σε αποδρομή, όπως εγώ και μια νεαρή κοπέλα όπως εκείνη… στην ουσία όμως όλο τούτο υποκρύπτει και το… μυστικό παράλληλο σχέδιο των γονέων για το καλοκαίρι της κόρης τους… το τελευταίο καλοκαίρι ξεγνοιασιάς πριν αρχίσει ο επόμενος Γολγοθάς των πανεπιστημιακών σπουδών…»

«Κε Ν.! Οφείλω να ομ…»

«Μπορεί να είμαι ‘λόγιος’ κυρία μου, όμως στην ουσία είμαι ένας λαϊκός άνθρωπος που ανέλαβε κάποτε την ευθύνη της καλλιέργειας του εαυτού του… σωστότερα, της ανακάλυψης του εαυτού του… είμαι άνθρωπος ‘της πιάτσας’ αν με εννοείτε. Τους ξέρω καλά τους καλούς τρόπους και τα πρωτόκολλα των σαλονιών… μην αμφιβάλλετε… ξέρω καλά όμως και τον ‘άλλο’ κόσμο… τον πιο πραγματικό… τον κόσμο της αμεσότητας, της αγοραίας ειλικρίνειας και της ωμότητας… έναν κόσμο που δεν μεταμφιέζεται, δεν υποκρίνεται γιατί πολύ απλά, δεν μπορεί… όταν το μπορεί το κάνει… όχι πάντα με μεγάλη επιτυχία… βλέπετε η πνευματική εκλέπτυνση άλλες φορές εξευγενίζει και άλλες διαβρώνει τον ένδον άνθρωπο… η προσωπικότητα όμως είναι μια άλλη υπόθεση… τα βιώματα, όσα κουβαλάει κανείς στην πλάτη του, τους νεκρούς που κουβαλάει στην πλάτη του…»

«Κε Ν… Ξέρετε…»

«Το ζήτημα σε μια σχέση αγαπητή κυρία, σε μια οποιαδήποτε σχέση δεν έχει να κάνει με το τι ζητάς και τι δίνεις όπως καμιά φορά διδάσκουν οι ψυχολόγοι της δεκάρας και οι σοφοί της συμφοράς… ούτε καν έχει να κάνει με την περίφημη ‘έμπνευση’, το να γεννήσεις πάει να πει τον έρωτα για το Αληθές στην ψυχή του άλλου… έχει απλά και όμορφα να κάνει με την εντιμότητα… τη γνησιότητα… κι αυτό εισπράττετε από εμένα όλη ετούτη την ώρα… δεν σας επιτίθεμαι, δεν με ενδιαφέρει αυτό… σας ξεκαθαρίζω τη δική μου στάση… γιατί όλα τελικά στη ζωή, αμπελοφιλοσοφημένο ενδελεχώς, είναι ζήτημα στάσης…»

«…»

«Η στάση μου λοιπόν είναι η εξής: αν ψάχνετε για ένα μπατσοφύλακα του καλοκαιριού με την αμφίεση του πνευματικού αφυπνιστή και τρίχες κατσαρές, να ξέρετε πως εγώ δεν είμαι ο άνθρωπός σας… μπορείτε με τα τάνκερ και τις μετοχές σας να αγοράσετε έναν άλλο… εν ριπή οφθαλμού… κυκλοφορούν εν αφθονίη εκεί έξω… τον βουτάτε, τον ταΐζετε, τον ποτίζετε, τον χαρτζιλικώνετε και τον σερβίρετε στην κόρη σας… αν θέλετε όμως από την άλλη με ειλικρίνεια και εντιμότητα να ρισκάρετε… μονάχα αν θέλει η ίδια η Α. να ρισκάρει δηλαδή, τότε εγώ ίσως να μπορώ να σας φανώ χρήσιμος… γιατί η κάθε σχέση είναι ρίσκο… είναι τρικυμία και θύελλα και ανησυχία… ποιος είπε ότι ο Ιησούς ήταν ο γλυκύς Ναζωραίος του κατηχητικού;… ο Ναζωραίος κυρία μου ήταν ένας εσωτερικός πολεμιστής… ελάχιστοι άνθρωποι από τους σημερινούς αναιμικούς χαλβάδες θα μπορούσαν να αντέξουν καν το βλέμμα Του… μήπως ήλθε για να κανακέψει και να χαϊδολογήσει τους πρησμένους από ηλιθιότητα και κυνισμό και τριγλυκερίδια πάσης φύσεως ‘πνευματικούς’ ανθρώπους; Όχι, ήλθε να βάλει μαχαίρι, να κόψει το σάπιο, να σταυρώσει το νοσηρό… όμως εμείς κρατήσαμε από την εντιμότητά Του μια χλιαρή ‘αγάπη’ για να δικαιώνουμε τη χαμέρπεια, να σκεπάζουμε τη βρωμιά μας… στο νερό σας βάφτιζε ο Ιωάννης, τους είπε… εγώ ξέρετε που θα σας βαφτίσω άχρηστα τομάρια;»

«… στη φωτιά…»

«Ακριβώς… εν Πνεύματι Αγίω και πυρί… τούτη είναι η μόνη υπόσχεση που ένας αληθινός ‘αφυπνιστής’ μπορεί να δώσει… τον όρο εσείς τον χρησιμοποιήσατε γι αυτό και τον δανείζομαι… είστε σίγουρη πως αυτό θέλετε; Μα η ερώτηση δεν αφορά εσάς… αφορά τον αποδέκτη… την Α… και μονάχα αν η απάντηση είναι έμπρακτη και πειστική, τότε αυτή η συνθήκη ιδρύεται… κάποτε ένας από τους μεγάλους μας ποιητές έγραψε πως ‘η αλήθεια μόνον…»

«…έναντι θανάτου δίδεται’… Ελύτης…»

«Μπράβο σας… λοιπόν, να το μόνο ερώτημα που θα έπρεπε να ρωτήσει κανείς στη σημερινή συνάντηση… το μόνο που έχει αξία, σημασία, περιεχόμενο… όχι αν οδηγήθηκα εγώ κάπου μετά από τριάντα χρόνια περιπλανήσεων στις ερημιές του Αχανούς… το ερώτημα είναι, είσαι διατεθειμένος να πεθάνεις; Γιατί αν δεν είσαι, μείνε στο δωμάτιό σου, στις πλούσιες βιβλιοθήκες σου, στους ωραίους κήπους, πιες καφέ και τρώγε κέικ που με τόσο ζήλο έφτιαξε η Ρ… κι άσε τα ζόρικα για άλλους… να το ερώτημα… το ένα και μόνο που έθεταν από την αρχή των ημερών οι μύστες στους δόκιμους… ήρθες εδώ για να απολαύσεις; Λάθος χώρο διάλεξες… ήρθες για να πεθάνεις; Καλωσόρισες ανάμεσά μας!»

«…»

«Τι σκέφτεστε; Ήμουν θρασύς; Επιθετικός; Υπερέβην τα εσκαμμένα πάλι;»

«Για να σας πω την αλήθεια… είμαι ταραγμένη τούτη τη στιγμή κε Ν… όλο αυτό το πάθος της ψυχής σας… όλη αυτή η φωτιά… ένιωσα τις λέξεις να με διαπερνούν σαν λεπίδι… ένιωσα για λίγο… μια στιγμή πως συντονίστηκα μαζί σας… και ταράχτηκα… σκέφτομαι όμως…»

«Πως ένα τέτοιο ερώτημα δεν γίνεται να θέσουμε στην αθώα και χαρωπή Α…»

«Κατά κάποιο τρόπο ναι…»

«Το περίμενα κυρία μου. Για να πω την αλήθεια, το προσδοκούσα… ξέρετε την ιστορία με το κόκκινο χιόνι;»

«Δεν… δεν είμαι σίγουρη… βοηθήστε με…»

«Οι σοφοί πολεμιστές-μοναχοί Σαολίν κάθε τόσο δέχονταν νέους μαθητές στο ναό… έφταναν στο μοναστήρι από όλες τις γωνιές της απέραντης χώρας μικροί μαθητές με τη φιλοδοξία να περάσουν ως δόκιμοι τις πύλες του μυθικού μοναστηριού… έφταναν το λοιπόν, χειμώνα καιρό, έξω από την πύλη την προγραμματισμένη μέρα όμως δεν τους άνοιγε κανείς… χτυπούσαν και ξαναχτυπούσαν τη θύρα όμως κανείς δεν άνοιγε… περίπου οι μισοί εγκατέλειπαν την πρώτη κιόλας μέρα θυμωμένοι με τους τρελάκηδες μοναχούς… οι άλλοι κατασκήνωναν εκεί… περνούσαν οι μέρες, άρχιζε η πείνα, η ταλαιπωρία, το κρύο… που και που έβγαινε ένας μοναχός, άφηνε λίγο ρύζι και νερό και ξαναχωνόταν μέσα… κανείς δεν μιλούσε στους υποψήφιους, κανείς δεν τους έδινε σημασία… μετά από μια βδομάδα είχαν μείνει πια ελάχιστοι… τότε, λέει η ιστορία, η θύρα άνοιξε και ένας μοναχός υποκλίθηκε και τους κάλεσε στον περίβολο του ναού… τι χαρά, τι αγαλλίαση… τα είχαν καταφέρει, είχαν γίνει δεκτοί! Κι όμως… ο μοναχός απλά τους οδήγησε σε κάποια γωνιά του περίβολου και τους είπε να περιμένουν εκεί ώσπου… το χιόνι να γίνει κόκκινο… ήταν χειμώνας, τα παιδιά είχαν ξεπαγιάσει, λιμοκτονούσαν… και οι μοναχοί τους προσπερνούσαν λες και δεν υπήρχαν, λες και ήταν αόρατοι! Κουβαλούσαν νερό, έκαναν τις ασκήσεις τους, τις δουλειές τους κι εκείνοι λες κι ήταν τιμωρημένοι βρίσκονταν λησμονημένοι και χιλιοταλαιπωρημένοι στην περιφρόνηση… Μια μέρα ξημέρωσε που από όλους τους υποψήφιους είχαν μείνει μονάχα δυο… Πέρασε πάλι ένας μοναχός, τους άφησε φαγητό και νερό, τους έντυσε με ζεστά ρούχα και ξανάφυγε γοργά πατώντας στο φρέσκο χιόνι… Ύστερα από λίγες μόνο ημέρες είχε απομείνει ένας μονάχα υποψήφιος… ήρθε η μέρα που ξύπνησε μισολιπόθυμος και ολόγυρά του το χιόνι είχε ποτιστεί από το αίμα του… οι μοναχοί έσπευσαν, τον πήραν στο ναό, τον φρόντισαν, τον ανάστησαν, τον δέχτηκαν στην κοινότητά τους…»

«Σκληρό…»

«Σκληρό και απάνθρωπο… έχετε δίκιο… κανείς δεν μπορεί να πει το αντίθετο… ο πυρήνας όμως είναι αυτός… τα βιβλία δεν σε μεταμορφώνουν αγαπητή φίλη… το πολύ πολύ να ‘αρπάξεις’ και τις ψυχώσεις των συγγραφέων τους… εκείνο που μπορεί να σε πάει στο ‘αλλιώς’ είναι να χύσεις το αίμα της ψυχής σου… να το θέλεις αληθινά τόσο πολύ που όλο σου το είναι να συντονιστεί με αυτό…»

«Στενή και τεθλιμμένη η οδός ε;»

«Και σπαρμένη αγκάθια, χαλίκια και γυαλιά που σε κόβουν δίχως έλεος…»

«…»

«Λοιπόν; Θα μείνω για φαγητό; Θα γνωρίσω τη θυγατέρα σας; Ή μήπως να σας χαιρετήσω εδώ και να ανταμώσουμε ξανά κάτω από άλλες περιστάσεις;»

 

***