Η ανοιχτή γροθιά

 

Β

ΡΕΘΗΚΕ ΚΑΠΟΤΕ Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΝΑΧΩΡΗΤΗΣ σε κείνη την ταπεινή καλύβη, στην άκρη ενός ξεχασμένου από θεούς και δαίμονες χωριού, στην ενδοχώρα της αιώνιας Κίνας. Τον υποδέχθηκε με χαρά ένας άντρας που δεν ήταν πια και στην πρώτη του νιότη όμως απείχε αρκετά από το να χαρακτηριστεί και απόμαχος του βίου. Προσκύνησε, φίλησε χέρι, έμπασε τον γέροντα στο σπίτι. Τον φίλεψε νερό και λίγο ζωμό. Ό,τι είχε. Η καλύβη ήταν σχεδόν γυμνή. Φτωχός ο άνθρωπος μα φαινόταν στέρεος και ίσιος στις χειρονομίες του. Τον συμπάθησε αμέσως ο άγιος αναχωρητής.

«Σ’ ευχαριστώ που με καλοδέχτηκες στο σπιτικό σου. Ήπια ζωμό, στυλώθηκα. Ρούφηξα νερό, δροσίστηκα. Να’σαι καλά. Σε βλέπω θλιμμένο όμως και σε ρωτώ γιατί»

Πήρε τα θάρρητα από το ενδιαφέρον του άγιου ο ανθρωπάκος, έπιασε σκαμνί και κάθισε σιμά του.

«Να με συμπαθάς άγιε… ένας απλός άνθρωπος είμαι… λόγια πολλά δεν ξέρω… αγράμματος και άξεστος… μην με παρεξηγήσεις…»

«Λέγε!…», τον μάλωσε ο διδάσκαλος που όσο προχωρούσε η ώρα τόσο και περισσότερο έβαζε στην καρδιά του τον απελάτη αυτό του κόσμου.

«Να… με την κυρά μου… αυτό με τρώει… αυτό με αφήνει άγρυπνο τα βράδια… ως και τα πρωινά μου έχουν σκοτεινιάσει… δεν ήμουν έτσι εγώ… στουρνάρι αν θες αλλά γελούσα όλη μέρα… και τώρα τι… πώς… γιατί… σκοτίζομαι…»

Χάιδεψε την άσπρη γενειάδα του ο διδάσκαλος, σούφρωσε τα χείλη, έκανε ένα γύρο με το βλέμμα του.

«Και που είναι τώρα;»

«Η κυρά; Λείπει… όλη τη μέρα λείπει στο χωριό… ξενοδουλεύει… και όσοι είναι στον ουρανό και βλέπουν ξέρουν μονάχα τι άλλο… τι άλλο…», απάντησε φουντωμένος ο ανθρωπάκος και δάγκωσε τα χείλια του μη ξεστομίσει τη βρισιά μπροστά στον άγιο.

«Χμμμ…», μούγκρισε ο αναχωρητής και κούνησε το κεφάλι του. «Αυτό σε τρώει το λοιπόν… σου φεύγει μέσα απ’τα χέρια όπως το νερό του ποταμιού απ’τη χούφτα πριν να προκάμει κανείς να ξεδιψάσει…»

Έσπασε ο άνθρωπος, λύγισε, έπιασε να κλαίει σαν κοριτσόπουλο με βογκητά και τρανταζόταν ολόστηθα και ολόκορμα. Έπεσε στο πάτωμα και άρχισε να χτυπάει με τη γροθιά του τα σανίδια.

«Γιατί; Γιατί; Γιατί διδάσκαλε; Γιατί Γιατί;»

Τον είδε έτσι ο άγιος, τον σπλαχνίστηκε. Έγειρε, τον σήκωσε σιγά σιγά, τον κάθισε ξανά στο σκαμνάκι του. Έβαλε την άγια παλάμη στο στήθος του ανθρώπου να μερέψει το χλιμίντρισμα.

«Ίσιωσε το σώμα σου μωρέ! Εσύ νεότερος και πιο γερός και σε κουμαντάρω με το ένα χέρι… έλα, σύνελθε, μαζέψου!»

Ντράπηκε στα λόγια αυτά ο άνθρωπος, σκούπισε τα δάκρυά του, φύσηξε, ξαναφύσηξε τη μύτη του. Έριξε και άφθονο νερό από τη γούρνα στο πρόσωπό του. Άρχισε να μερώνει.

«Να με συγχωρείς άγιε… δεν ξέρω τι έπαθα… πρώτη φορά… καταλαβαίνεις… που να τα πω όλα αυτά… εδώ μονάχος ζω με τα θηρία… το ποτάμι, τα δέντρα, τον άνεμο που φυσάει νύχτα μέρα… άλλον δεν έχω… και περιμένω την κυρά να έρθει το βράδυ να ανταλλάξω μια κουβέντα ο καημένος…»

«Και κάποια μέρα πάει να πει φοβάσαι…»

Σκοτείνιασαν και οι δυο μα ο άγιος είπε να τελέψει το λεγόμενο.

«Και κάποια μέρα φοβάσαι πως δεν θα σου γυρίσει».

Κούνησε σιωπηλός το κεφάλι του ο άνθρωπος, πήγε να σπάσει πάλι, συγκρατήθηκε, ένα μουρμουρητό ακούστηκε μονάχα σα βοή ανέμου απειλητικού στην έρημο.

«Το ξέρω πως δεν θα γυρίσει… σήμερα, αύριο… σώνονται οι όμορφες ημέρες μου άγιε… το ξέρω…»

«Δέξου το λοιπόν! Πάρε απ’όπου θέλεις θάρρος και δέξου το! Και κάτι ακόμα να σου πω κι έπειτα παίρνω δρόμο γιατί έχω κι αλλού να πάω…»

Σήκωσε το βλέμμα του ο άνθρωπος, κοίταξε τον γέροντα με προσοχή και άνοιξε όλο του το μέσα να υποδεχθεί τις άγιες λέξεις.

«Χειρότερη κι απ’τη μοναξιά, τρις χειρότερη σου λέω είναι η μιζέρια. Η κακομοιριά… Κι απ’αυτές χειρότερες η ζήλεια, ο φθόνος, η κακία… Γίνονται γρόμπος μέσα στο στομάχι… σαν την κλειστή γροθιά… που είναι η παλάμη σου;»

Σήκωσε το ένα του χέρι ο άνθρωπος, το άρπαξε ο γέροντας, έκλεισε σφιχτά τη γροθιά, την ταρακούνησε εμπρός στη μούρη του ανθρώπου.

«Το βλέπεις όλο τούτο; Αυτό είναι μέσα σου και σε κοπανάει νύχτα μέρα… άνοιξέ το… αργά αργά, σιγά σιγά… κι όσο ανοίγεις τη γροθιά σου να λογίζεσαι πως είναι ο γρόμπος στην καρδιά σου… ανοίγει κι αυτός γλυκά σαν το τριαντάφυλλο… δεν έχεις μίσος για κανένα… δεν έχεις φθόνο για κανένα… χαρούμενος είσαι μονάχα γι αυτό που είσαι… κοιμάσαι σαν μικρό παιδί… ξυπνάς πιο φρέσκος από πριν… κι ευγνωμονείς… τον ήλιο που ξημέρωσε και δεν σε αφήκε στο σκοτάδι, το ποτάμι που σου πλένει τα ποδάρια και σε ξεδιψάει, τον άνεμο που σφυρίζει και σε συντροφεύει… και την κυρά σου, όμορφη που είναι, πόσο όμορφη! Είτε είναι έτσι είτε αλλιώς… είναι όμορφη… είτε είναι σιμά σου είτε όχι… την ευγνωμονείς… γι αυτό που σου χάρισε όλα τα χρόνια… του κορμιού της τη δροσιά, της ανάσας της τη μέθη, της ματιάς της τον έρωτα, του χεριού της την τρυφεράδα… δεν είσαι αγνώμων… είσαι ευγνώμων… η γροθιά σου ανοίγει, δεν έχεις γρόμπο στην καρδιά σου πια… ας είναι όλοι ευτυχισμένοι όπως είσαι εσύ… είτε θέλουν να συνυπάρχουν είτε όχι… είτε θέλουν να αγαπούν είτε όχι… εσύ αγαπάς και η γροθιά σου δεν θα κλείσει ποτέ πια… ποτέ!»

Πέρασε ώρα πολλή… κανείς δεν ξέρει πόση… Σαν άγαλμα είχε απομείνει ο άνθρωπος με τη γροθιά ανοιχτή και όρθια, καθισμένος στο σκαμνάκι του. Φύσηξε άνεμος, δρόσισε τα μάγουλά του, άνοιξε τα μάτια του. Κοίταξε ολόγυρα. Η καρδιά του χτυπούσε αλλιώτικα.

Τι είχε συμβεί; Κάποιος ήταν μαζί του στην καλύβα του εκείνο το πρωί; Ποιος ήταν; Κοίταξε το τραπέζι. Ένα πιατάκι με ζωμό γεμάτο και η κούπα νερό ξέχειλη. Έξυσε το κεφάλι του, δεν έβγαζε άκρη, δεν τον ένοιαξε πολύ.

Βγήκε χαρούμενος και άρχισε να σφυρίζει έναν εύθυμο σκοπό. Πήρε να κατεβαίνει στο ποτάμι. Τι όμορφη μέρα!

Η σκέψη του γέμισε με την κυρά του. Χαμογέλασε. Ας είναι καλά όπου είναι. Ας είναι όλοι τους καλά…

Τι όμορφη μέρα!…

 

***