Η ετοιμότητα της φυγής…
Ε |
ίναι η ζωή μια διαρκής και ατελεύτητη ασκητική ανάβασης;
Μια ασκητική πένθους;
Αν είναι πράγματι έτσι γιατί η ετοιμότητα της φυγής αποδεικνύεται πως αποτελεί το πιο δύσκολο απ’όλα τα επιτεύγματα στην πνευματική ωρίμανση του ανθρώπου;
Η ετοιμότητα της φυγής… γιατί άραγε θα πρέπει να είναι κανείς ‘έτοιμος’ να φύγει;
Γιατί θα πρέπει να ζει κανείς διαρκώς ‘με μια βαλίτσα στο χέρι’;
Γιατί να μην αφεθεί;
Γιατί να μην ‘ξεχαστεί;’
Γιατί να μην έχει το δικαίωμα της λήθης του θανάτου;
Θυμάμαι μια συνομιλία με μια παλιά φίλη που αποτελεί και την αφορμή αυτής της ανάρτησης. Είχαμε συναντηθεί στο φιλόξενο σπίτι ενός κοινού φίλου και κάποια στιγμή θέλησε να μου αναφέρει ένα όνειρό της. Ένα όνειρο που θεωρούσε ‘σημαδιακό’.
«Είδα πως βρισκόμουν σε ένα μεγάλο κρουαζιερόπλοιο», μου είπε κι ήταν ήδη αναστατωμένη καθώς αναβίωνε το όνειρό της. «Κόσμος πολύς σ’αυτό το τεράστιο πλοίο και λογής λογής. Θυμάμαι πως κάποιοι ήταν σε μια διαρκή ετοιμότητα, σε μια έντονη ανησυχία, σε μια αφύσικη εγρήγορση… όχι εγώ… εγώ ήμουν σε μια αναπαυτική ξαπλώστρα σε κάποιο ευρύχωρο κατάστρωμα, παρέα με τα παιδιά μου και απολάμβανα το ταξίδι. Δεν μπορούσα να κατανοήσω γιατί υπήρχε σε κάποιους αυτή η ‘πολεμική’ ετοιμότητα. Οι περισσότεροι δεν ήταν έτσι. Ήταν μάλλον σαν κι εμένα, ανέμελοι. Άλλοι πάλι σουλατζάριζαν ήρεμα και στοχαστικά και περνούσαν από μπρος μου. Κανείς δεν μιλούσε στους άλλους όμως γύρω του. Όλοι ήταν απορροφημένοι στον εαυτό τους, όλοι ήταν σε μια περίεργη μοναξιά.
Δεν ήμουν εκεί για διακοπές. Αυτό το ένιωσα, δεν το ήξερα. Ούτε που πήγαινε το πλοίο είχα ιδέα. Όμως κάποια στιγμή ένιωσα πως το πλοίο ζύγωνε στον προορισμό του. Είδα κάποιους συνεπιβάτες να βαδίζουν νευρικοί προς την πλώρη, άλλοι απλώς περνούσαν σαστισμένοι, επικρατούσε ένας σχετικός αναβρασμός. Όχι πανικός όμως. Άλλωστε οι περισσότεροι ήταν όπως εγώ. Απολαμβάναμε ακόμα το ωραίο ταξίδι.
Κάποια στιγμή με πλησίασε ένας σοβαρός άντρας με στολή. Κατάλαβα ότι ήταν ο πλοίαρχος. Μόλις τον είδα από πάνω μου τα χρειάστηκα. Δεν είχε κάτι ευχάριστο να μου ανακοινώσει ή να μου πει, το κατάλαβα»
-Τι κάνεις εσύ εδώ;, με ρώτησε αυστηρά και αμέσως σηκώθηκα από την ξαπλώστρα μου λες κι είχα κάνει κάτι κακό κι έπρεπε να απολογηθώ.
Δεν μπορούσα να του απαντήσω. Δεν ήξερα. Συνειδητοποίησα όμως ότι ξαφνικά το ταξίδι είχε τελειώσει και με είχε βρει απροετοίμαστη.
-Ξεχάστηκα, αυτό βρήκα να του πω και με πήραν τα κλάματα…»
Η φίλη μου τελείωσε την αφήγησή της μέσα σε έντονη συγκίνηση. Μου είπε μάλιστα πως όταν ξύπνησε κάθιδρη, έκλαιγε ακόμη και αναστέναζε. Το όνειρο την είχε συνταράξει ως τα κατάβαθα του είναι της.
«Πιστεύεις πως το όνειρό μου έχει κάποιο ιδιαίτερο περιεχόμενο ή απλά έτσι το βιώνω εγώ;»
Η αλήθεια είναι πως εκείνη τη στιγμή είχα πολλές σκέψεις μέσα μου και καμιά δεν ήταν επεξεργασμένη. Της υποσχέθηκα να της απαντήσω σε μερικές ημέρες αν ακόμη ενδιαφερόταν. Είχε διηγηθεί το όνειρό της σε πολλούς ανθρώπους όχι μόνο στον δικό μας ‘κύκλο’ αλλά γενικώς. Και είχε λάβει πολλές και διάφορες ‘ερμηνείες’.
Τώρα, το θέμα που απασχολούσε εμένα δεν ήταν τόσο μια ‘ικανοποιητική’, πάει να πει ‘ικανή’ ερμηνεία ενός ονείρου. Το ζήτημα των ονειρικών προτυπώσεων ή αποτυπώσεων είναι πολύ μεγάλο και δεν έχω καμιά ειδίκευση στον τομέα αυτό. Μπορεί να έχω διαβάσει κάποια βιβλία ή να με είχε απασχολήσει παλαιότερα εντός του πεδίου των αναζητήσεών μου αλλά για να πω την αλήθεια, δεν είχα ποτέ την τάση να δίνω μεγάλη σημασία στα όνειρα και τα ενύπνια.
Το συγκεκριμένο αφήγημα όμως είχε συγκρότηση, ενδιαφέρον και πιστεύω πως απεικόνιζε γλαφυρά την εγγενή αγωνία της ονειρευόμενης για τη ζωή και το θάνατο. Αυτό περίπου της είπα και όταν επικοινώνησα μετά από λίγες ημέρες. Είναι βέβαιο πως επρόκειτο για ένα όνειρο που θα την απασχολούσε για πολύ καιρό ίσως και για πολλά χρόνια. Όλοι έχουμε δει ‘προφητικά’ ή ‘σημαδιακά’ ή άλλα τέτοια όνειρα… μερικά εγγράφονται εντός μας ανεξίτηλα…
Κατά την άποψή μου η συγκεκριμένη φίλη εξέφρασε ονειρικά και αρκετά ‘λογοτεχνικά’ αυτό που αποτελεί εν τέλει ο ίδιος ο κύκλος του βίου για όλους μας. Απλώς, όταν το ζεις ως πρωταγωνιστής και όχι ως ‘θεατής’ η εμπείρωση ίσως να είναι και τραυματική. Ξύπνησε γεμάτη από την αγωνία του επερχόμενου πέρατος του ταξιδιού… ήταν επίσης γεμάτη ενοχές… έζησε ‘ανέμελα’ χωρίς καμιά ‘προετοιμασία’ για το τέλος… το τέλος με μια έννοια αρκετά ειρωνική ‘την έπιασε στον ύπνο’.
Καμιά ετοιμότητα εδώ λοιπόν.
Εκείνη πίστευε πως ο ‘καπετάνιος’, ο ένστολος άντρας που την επέπληξε τόσο αυστηρά δεν ήταν άλλος από τον Ιησού. Με άλλα λόγια της είπε: Τι έκανες σε όλη σου τη ζωή; τίποτα. Απλά αγνάντευες το πέλαγος… πώς αξιοποίησες το δώρο που σου εμπιστεύτηκα; Πώς ετοιμάστηκες για ‘την άλλη όχθη’; Δεν έκανες τίποτα άλλο από το να… ‘ζεις’.
Κατά την ταπεινή μου άποψη ο ένστολος άντρας ήταν ο εαυτός της που απλώς την έλεγχε για την… αμεριμνησία της. Είχε κάνει ένα ολόκληρο ταξίδι χωρίς να το συνειδητοποιήσει. Το αντελήφθη μονάχα στο τέλος του. Ή έστω, λίγο πριν το τέλος.
Η απάντηση που του έδωσε μάλιστα έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον και είναι το κλειδί: Ξεχάστηκα. Μια ολότελα παράξενη απάντηση για έναν ταξιδιώτη που στο κάτω κάτω αυτό ακριβώς ήθελε, να ‘ξεχαστεί’. Όπως όταν πηγαίνει κάποιος διακοπές με ένα πλοίο. Ο στόχος είναι ακριβώς αυτός, να ξεχάσει και να ξεχαστεί. Όμως εδώ υπάρχει κάτι άλλο. Το ταξίδι αυτό δεν ήταν ταξίδι αναψυχής. Ήταν το ταξίδι της ίδιας της ζωής της. Και ο εαυτός της –με τη μορφή του ένστολου αξιωματικού- την ήλεγξε αυστηρά. Δεν είχες δικαίωμα να ξεχαστείς…
Γιατί άραγε;
Το πολύ ενδιαφέρον αυτό όνειρο της φίλης μου γέννησε αλυσιδωτούς στοχασμούς. Η φίλη μου αυτή είναι μια γυναίκα που ασχολείται έντονα με τα λεγόμενα ‘πνευματικά’ ζητήματα. Είναι ένας μορφωμένος και καλλιεργημένος άνθρωπος. ‘Ψάχνεται’ από νεαρής ηλικίας. Στις συναντήσεις μας κατά καιρούς θυμάμαι πως διετύπωνε εύστοχα και αιχμηρά ερωτήματα. Τα περισσότερα είχαν να κάνουν ακριβώς με τη ζωή και το θάνατο. Όπως άλλωστε συμβαίνει με όλους τους ανθρώπους που έχουν μεταφυσικές και πνευματικές εκζητήσεις και ανησυχίες. Συνεπώς έχουμε να κάνουμε με έναν άνθρωπο με ενεργό πνευματικό εαυτό. Πιθανώς υπερβολικά ενεργό σε κάποια δεδομένη χρονική περίοδο της ζωής της. Ίσως αυτή η εποπτεία υπερέβη τα όρια και εκφράστηκε με αυτό το όνειρο στο ασυνείδητό της. Ίσως.
Όμως το βασικό, το πυρηνικό ερώτημα πάει οπωσδήποτε πέρα από το όνειρο αυτό. Διότι η αλήθεια είναι πως όλοι οι πνευματικοί διδάσκαλοι καλούν σε εγρήγορση, σε διαρκή ετοιμότητα τον άνθρωπο. Δεν χρειάζεται να αναφέρει κανείς σχετικά εδάφια από την Καινή Διαθήκη, επί παραδείγματι όπου είναι σαφής και ανάγλυφη η αγωνία του Ιησού ή του Παύλου για το μη επιτρεπτό της ‘ανάπαυσης’ στις βιοτικές μέριμνες. Ο Ιησούς μάλιστα κάποτε επέπληξε και την Μάρθα, την μια αδελφή του Λαζάρου για την υπερβολική της ενασχόληση με τις ‘αγγαρείες’ του νοικοκυριού της ενώ η αδελφή της, η Μαρία, είχε καθίσει στα πόδια Του και άκουγε τα λόγια Του. Ακολούθησε μάλιστα και διάλογος της εκνευρισμένης Μάρθας για την αδιαφορία της Μαρίας και η απάντηση του Ιησού (στον Λουκά όλ’αυτά).
Η ετοιμότητα της ‘φυγής’, της ‘αναχώρησης’ βέβαια είναι ένα τεράστιο θέμα, ένα μεγάλο ζήτημα που αγγίζει βαθύτερα επίπεδα, αμιγώς υπαρξιακά. Θα έλεγα, εν τέλει, μυητικά.
Αυτό το ‘ξεχάστηκα’ όμως στο όνειρο της φίλης μου, έχει και μια τρυφερότητα, μια λύπη, μια μελαγχολία… Πολλές φορές το ανακαλώ ή το σκέφτομαι. Μπορεί η ατραπός να είναι μια στενή οδός και τεθλιμμένη, μπορεί ο πνευματικός αγώνας να είναι σκληρός και διαρκής και απαιτητικός, όμως η ανθρώπινη συνθήκη περιλαμβάνει και την ανάπαυση, την αποδοχή των όρων του βίου, την προσωρινή έστω ‘ανακωχή’…
Αν είναι η αποστολή του ανθρώπου να γνωρίσει τον εαυτό του, να εναρμονίσει τις δονήσεις του, να πνευματικοποιηθεί, να ανέλθει, να εκφύγει της χυδαίας προσκόλλησης σε οτιδήποτε, δεν είναι άραγε και η πρόσκαιρη καταφυγή αι ανάπαυση στο πεπερασμένο, το ενθαδικό, το γαιώδες, το χοϊκό ένα άνοιγμα φωτός που δικαιούται;