Το στομάχι, το φαΐ ή τα τσουκάλια…
Ο Διδάσκαλος εκείνη την ημέρα δεν θέλησε να μιλήσει σε κανέναν. Ξύπνησε όπως πάντοτε πριν το χάραμα και έφυγε προς το ποτάμι. Μετά τον είδαν να κάθεται στην ιερή του πέτρα. Ολομόναχος! Οι μαθητές τον πλησίασαν και τους απομάκρυνε. Ακόμα και οι δυο αγαπημένοι του δεν είχαν καλύτερη τύχη. Δυο χωρικοί τον ζήτησαν και τους έδιωξε. Ως και ο γραμματέας του Άρχοντα τον ζήτησε και εκείνος του έδωσε έναν ‘λωτό σιωπής’ και τον έδιωξε.
Οι μαθητές μαζεύτηκαν στην μεγάλη αυλή και άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους ανήσυχοι.
«Ο Διδάσκαλος δεν είναι καλά»
«Είναι χλωμός»
«Το τσι του διαρρέει από τα δάχτυλά του πια…»
«Ο φυσικός του φορέας γέρασε. Δεν αντέχει άλλο»
«Ίσως να είναι ταξιδεμένος πια…»
«Ίσως να είναι στο μεγάλο του όνειρο και δεν θέλει να επιστρέψει…»
«Ίσως να μην μας θέλει άλλο πια»
«Οι Δυνάμεις δεν τον ευνοούν άλλο. Και ντρέπεται να μας το πει»
«Ξεκούτιανε. Και δεν καταλαβαίνει»
Έτσι συζητούσαν οι μαθητές και είχαν αρχίσει να θορυβούν γύρω από τον γέρικο κορμό στη μέση της αυλής.
Κάποια στιγμή τους πλησίασε η γριά μαγείρισσα της σχολής. Έκανε πως κάτι είχε χάσει και το έψαχνε ενώ είχε στήσει αυτί κι άκουγε τους μαθητές να λένε αυτά για τον διδάσκαλο. Κι όσο άκουγε τόσο κούναγε το κεφάλι της. Ύστερα, χωρίς να της δώσει κανείς σημασία ξεγλίστρησε ανάμεσά τους και άρχισε να κατηφορίζει προς το ποτάμι. Εκεί, στην αγαπημένη του λευκή πέτρα καθόταν ο Διδάσκαλος από το πρωί. Ολομόναχος.
«Ήρθα», του είπε σιγηλά και κάθισε λίγο πιο πέρα.
«Πες μου», είπε εκείνος αμέσως και η γερόντισσα άρχισε να του λέει όσα είχε ακούσει. Κάποιες στιγμές κόμπιαζε, δίσταζε μα μετά συνέχιζε ώσπου να τελειώσουν όλα όσα είχε να του πει.
Για λίγο έπεσε σιωπή.
«Τι λες εσύ για όλα αυτά;», τη ρώτησε άξαφνα ο Διδάσκαλος κι εκείνη σάστισε. Στύλωσε το βλέμμα της στο ποτάμι λες κι εκείνο θα της έδινε διέξοδο.
«Τι να σου πω εγώ σοφέ; Δεν έχω ιδέα…»
«Δεν είναι αυτό που σε ρώτησα!», έκανε θυμωμένος ο Διδάσκαλος και το αίμα της πάγωσε. «Πες μου τι σκέφτεσαι για όλα αυτά;»
Μέτρησαν οι χτύποι της καρδιάς της το χρόνο που πέρασε και ύστερα άρχισε να μιλάει.
«Σκέφτομαι πως… πως είχες δίκιο τις προάλλες», άρχισε να ψελλίζει και μαζί κούναγε πάλι και το κεφάλι της.
«Τι απ’όλα;»
«Να, στο δείπνο που είχαμε στον… πως τον λένε… κείνον που γράφει την ιστορία του Άρχοντα και τη ζωή του και τα σημαντικά και τα ασήμαντα… κι επέμενε πως όλα είναι ο Διδάσκαλος… πως ένας δάσκαλος κάνει χίλιους μαθητές άξιους όπως ένα δοχείο μελάνι κάνει για εκατό σελίδες όμορφες γραμμές και ιστορίες… και άρα σε όλη σου τη ζωή ψάχνεις τον δάσκαλό σου και… κάτσε να δεις, δεν τα θυμάμαι η καημένη όλα… κι έπειτα εσύ χτύπησες το χέρι στο τραπέζι και του είπες… μια μέρα, του είπες, μια μέρα να λείψει ο διδάσκαλος όλα πάνε στα τσακίδια! Κι όμως, η μαθητεία μένει σε κείνον που ήταν πάντα έτοιμος και τώρα πρέπει να το δει για τα καλά… αν δεν λείψει ο δάσκαλος, μένει ανάπηρος και ο πιο φωτισμένος μαθητής… και πως… αυτό ήταν όμορφο που είπες… πως σε όλη σου τη ζωή δεν ψάχνεις τον δάσκαλο αλλά ο δάσκαλος ψάχνει εσένα… τον ένα… τον ένα στους χίλιους και… αυτός ο ένας είσαι εσύ ο ίδιος… μα στάσου γιατί μπορεί να τα μπερδεύω… άλλο δεν θυμάμαι... κάπως έτσι τα είπες και να με συμπαθάς γιατί μια απλή γυναίκα είμαι σοφέ και λέω ανοησίες…»
Για λίγο έπεσε σιωπή ανάμεσά τους και τότε, τι περίεργο πράγμα, άκουγε τον ήχο του νερού η γυναίκα πιο δυνατά από ποτέ!
Και τότε έβαλε τα γέλια ο σοφός… και άρχισε να τραντάζεται το σώμα του και τις δονήσεις να τις νιώθει και η γριά μαγείρισσα που είχε σαστίσει και δεν ήξερε τι να κάνει. Βρε λες να είχαν δίκιο τα παλιόπαιδα, σκέφτηκε, λες να ξεκούτιανε και διαρρέει το τσι από τα δάχτυλά του;
Σιώπησε ξαφνικά ο σοφός και της είπε:
«Είδες καλή μου; Μια μέρα μόνο κι ούτε ολόσωστη… πέθανα για μισή μέρα και ήταν αρκετή… μα για εκείνον που ήταν έτοιμος, ήμουν πάντα πεθαμένος!», τέλειωσε τη φράση του και σηκώθηκε κεφάτος με ένα πήδο από την ιερή του πέτρα και γύρισε το βλέμμα του πάνω της. Η γυναίκα σηκώθηκε στα πόδια της με δυσκολία αλλά δεν τόλμησε να σταθεί στο βλέμμα του σοφού.
«Εσύ… εσύ αν μια μέρα λείψεις από το τσουκάλι… τι λές θα γίνει στα στομάχια μας;»
Η γυναίκα γούρλωσε τα μάτια και πάλευε στο μυαλό της να βάλει τα τσουκάλια στη σειρά και τις σκέψεις της επίσης.
«Δεν… δεν…», ψέλλισε και ο σοφός συνέχισε.
«Αναρωτιέμαι λοιπόν αν το στομάχι διδάχτηκε να περιμένει το φαγητό σου και καλόμαθε πως εσύ είσαι πιο υπεύθυνη από εκείνο. Γιατί αν συμβαίνει αυτό κυρά μου, μας πήρε όλους ο διάολος και μας σήκωσε!», φώναξε ο σοφός και ύστερα ήρθε κοντά της και της χτύπησε την πλάτη.
«Έλα, μη σκοτίζεσαι εσύ μ’αυτά… αρκετά… πάμε τώρα πάνω να δούμε ποιο είναι το πιο σπουδαίο… το στομάχι, το φαί ή τα τσουκάλια σου!», έκανε και γελώντας δυνατά κίνησε μαζί της το δρόμο πίσω στη σχολή.