Αφετηρίες
Το γράψιμο είναι μετάφραση. Πάντα είναι. ακόμα κι όταν χρησιμοποιούμε τη δική μας γλώσσα…
Ζοσέ Σαραμάγκου
Λοιπόν, υπάρχει αναμφίβολα, μια παρηγορητική αίσθηση, ζεστή και λεπτοφυής στην αναμνησιακή διαδικασία την εκ του ασφαλούς όπως την λέω… που δεν είναι τμήμα μιας ψυχοθεραπευτικής εργασίας ή συνεδρίας αλλά που έχει το ανάλογο αποτέλεσμα. Όμως δεν μας ενδιαφέρει το ‘καπέλωμα’ και τα βαφτίσια της εσωτερικής θέασης… άλλος το λέει διαλογισμό, άλλος το ιεροποιεί με τη λέξη προσευχή, άλλος το τοποθετεί στη ψυχαναλυτική δράση. Λίγο με ενδιαφέρει.
Αναζητώντας την αφετηρία της αγάπης για παρατήρηση και αυτό που θα έλεγα αργότερα για τον εαυτό μου ‘στοχασμική περιπέτεια’, φτάνω εκεί κάπου στα εφηβικά και μετεφηβικά μου χρόνια… και μάλιστα φθινόπωρο… ναι, συνήθως Οκτώβρη και Νοέμβρη… τέτοιες εποχές, τέτοιες καιρικές συνθήκες… οι εξορμήσεις του Σαββατοκύριακου στην Αίγινα για διήμερο ψάρεμα που αγαπούσε ο πατέρας μου αλλά ποτέ δεν ενθουσίασε εμένα… όμως, δεν θα τον άφηνα ποτέ μόνο βέβαια από μια ηλικία και μετά και άλλωστε, είχε και το πρόβλημα υγείας και… η υπόσχεση στη μητέρα… και ίσως, ίσως λέω, μια εσώτερη, κρυφή, ανομολόγητη δική μου ανάγκη να βρεθώ για λίγες σπάνιες ώρες με τον άνθρωπο αυτό που ήταν πάντοτε τόσο αμήχανα μοναχικός και τόσο επιθετικά κοινωνικός… πάλι αμήχανα δηλαδή… το να είσαι πατέρας άλλωστε, δεν προϋποθέτει την αλλαγή του βλέμματος; Μερικοί δεν το μπορούν, άλλοι δεν το αντέχουν… κι άλλοι, σε προχωρημένη ηλικία το αποφασίζουν… κι εκεί η αμηχανία έχει ενδιαφέρον και ομορφιά…
Και πολλή σιωπή βέβαια… καθώς ανάμεσα σε άντρες, ενήλικες και μεγαλωμένους να είναι αρσενικά πριν απ’όλα και μετά άνθρωποι, θα πρέπει να εξαντληθούν όλα τα θέματα, από πολιτική και γήπεδο ως τις γκόμενες και τα της δουλειάς και της καριέρας...
Το φοβερό είναι να μην βυθιστείς αύτανδρος στη σιωπή… επιπλέεις μεν και είσαι εύδρομος ως ‘ρόλος’ πάνω σε ένα μικρό ‘κρούιζερ’ που μπορεί να σκίζει τα νερά του Σαρωνικού με ταχύτητα και ασφάλεια όμως τι γίνεται με τους ένδον ωκεανούς;
Μ’αυτούς δεν αρκεί η αποκοτιά του Κολόμβου… απαιτείται και άγγιγμα και ζεστασιά και προσήλωση και το να ακούς… να ακούς και να μην μεταφράζεις…
Όμως για μένα εκείνα τα σαββατοκύριακα, κάποτε περιπετειώδη με επικίνδυνες αποστολές σε 8 μποφόρ και άλλοτε πληκτικά όπως η νηνεμία στ’ανοιχτά, ήταν τα γεννητούρια μιας αγαπημένης δράσης… της απλόχωρης παρατήρησης του εκτός και της μετάφρασής του στο εντός… το αφιλόξενο υποδεχόμουν και το έκανα υλικό και αγάπη και έρωτα και όνειρο… για να γράψω;
Πρώτιστα θα πω τώρα μεγαλαυχώντας για να ζήσω… ψέματα, πρώτα για να γράψω… γιατί με μένα υπήρχε πάντα αυτή η διάσταση… την ώρα που το βίωμα ήταν παρθένο, πρώτο και όμορφο, που παλλόταν μέσα μου και έξω μου, εγώ αρνιόμουν να το αγγίξω, το φοβόμουν, το απωθούσα… μα αργότερα λιγάκι… σα να ήταν ένα παραπονεμένο παιδί, το αγκάλιαζα, το φρόντιζα, το αποζημίωνα με την μέγιστη τρυφερότητά μου…
Δεν αρκεί, θα πεις, δεν είναι ολόκληρο, δεν είναι ‘αυθεντικό’.
Κι όμως, σου λέω είναι… και μάλιστα, πιο πολύ απ’την βεβιασμένη και πανικόβλητη πρωτογενή αντίδραση του κεραυνοβολημένου που θέλει να μιλήσει για τον κεραυνό ενώ διακυβεύονται θηριώδη ζητήματα… η ζωή του ας πούμε.
Αναζητώντας την αφετηρία και την εκκίνηση, πηγαίνω εκεί, στ’ανοιχτά της Σουβάλας, κάποια Κυριακάτικα φθινοπωρινά πρωινά. Οι μπαλάδες τσιμπάνε από το πρωί μα, τα λιθρίνια σε τούτο το συγκεκριμένο σημάδι, θα εμφανιστούν κατά τις 11.00. Και για λίγο, για κανά εικοσάλεπτο μόνο, το νου σου.
Και το πρόσωπό του το φέρνω πάλι εμπρός μου. Με μια έννοια, οδυνηρή πάντως, το ανακατασκευάζω για τις ανάγκες του συνεργείου αναδομήσεων μνήμης… αγαπημένο πολύ και τόσο οικείο εκείνο το πλάγιο, μισό χαμόγελο της γλυκιάς αποδοχής… το σήκωμα του φρυδιού που καθώς λένε κληρονόμησα καθώς και το ζεστό του βλέμμα…
Που απλωνόταν ώρες ώρες στο στερέωμα και δεν έλεγε να αιχμαλωτιστεί πουθενά…