ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΩΡ

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Ιερουσαλήμ, Ιουδαία. Λίγες δεκαετίες πριν το τέλος του 1ου αιώνα. Στο μέγαρο του Προκουράτορα, του Επιτρόπου της Ιουδαίας. Εκείνος, ένας άντρας γύρω στα 50, έμπειρος αξιωματούχος της ρωμαϊκής διοίκησης. Κοντά του σε κάποια μικρή απόσταση ο έμπιστος γραμματέας του και ‘άνθρωπος για όλες τις δουλειές’ Αντώνιος. Ένας ψηλόλιγνος άντρας με πρόσωπο που δεν πρόδιδε κάποια συγκεκριμένη ηλικία. Εκείνο που δεν άντεχε κανείς ήταν να τον κοιτάζει για ώρα στα μάτια.  

Είναι πρωί ακόμα. Αξιωματικοί και στρατιώτες μπαινοβγαίνουν. Υπάρχει η φρουρά παραταγμένη στην είσοδο της αίθουσας.

Είναι οι μέρες πριν από το εβραϊκό Πάσχα. Οι χειρότερες ημέρες για τους ρωμαίους καθώς η Ιερουσαλήμ είναι γεμάτη από επισκέπτες από όλη την Παλαιστίνη που έρχονται για να εορτάσουν στο Ναό.

Ο Προκουράτωρ πιέζει δυνατά με τους αντίχειρές του τους κροτάφους του. Μέσα στο κεφάλι του υπάρχουν δυο τεράστια σφυριά που τον κοπανάνε χωρίς έλεος επί ώρες.

ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΩΡ

(βλαστημώντας, μονολογεί)

Η χειρότερη εποχή… το καταραμένο το Πάσχα…

Τακτοποιεί κάποια έγγραφα, κάθεται και ανακάθεται στην πολυθρόνα του αλλά δεν βρίσκει ησυχία.

ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΩΡ

Η λέξη χάος δεν αρκεί να περιγράψει τι συμβαίνει μέσα σ’αυτή την κωλόπολη του κερατά που με έστειλε η Ρώμη.

(κοιτάζει περισκοπικά για να δει μήπως άκουσε κανείς όσα είπε)

Δεν φταίει άλλος, αυτός ο άθλιος ο πεθερός μου… και στον Άδη θα με έστελνε αν μπορούσε!

(σκέφτεται τι είπε και χαμογελά πικρά)

Μήπως τελικά έχει και διαφορά;

Σηκώνεται από τη θέση του και κάνει μερικά βήματα στην αίθουσα

ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΩΡ

Να τελειώνουμε σήμερα με τους κατάδικους, να χωθώ στο λουτρό μέχρι αύριο το βράδυ.

Ο γραμματέας του τον ακούει. Κάθεται διακριτικά σε κάποιο σημείο παραπέρα αναμένοντας τις εντολές του.

Κάποια στιγμή ζυγώνει ένας στρατιώτης. Κουβαλάει ένα καλάθι.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ

Κρασί δροσερό, σταφύλια και λίγο κρέας.

Απιθώνει το καλάθι σε ένα χαμηλό τραπεζάκι που του υποδεικνύει ο γραμματέας και κάνει μεταβολή για να αποχωρήσει. Τον σταματά η φωνή του επιτρόπου.

ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΩΡ

Μισό λεπτό. Ποιος τα στέλνει ετούτα;

Ο στρατιώτης γυρνά ξανά και διστάζει να απαντήσει. Ρίχνει μια ματιά στον γραμματέα που μένει σιωπηλός.

ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΩΡ

Τι έπαθες; Γιατί δεν μιλάς;

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

(παρεμβαίνει)

Είναι… ένα μικρό δώρο από τους ιερείς του ναού.

Ο προκουράτωρ ρίχνει μια ζαλισμένη ματιά στο καλάθι και μετά στον στρατιώτη.

ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΩΡ

(εκνευρισμένος)

Μπα! Τι λες τώρα! Αυτοί! Πάρε το καλάθι στο δοκιμαστή!

Ο στρατιώτης σπεύδει να εκτελέσει τη διαταγή και εξαφανίζεται με γρήγορο βήμα.

ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΩΡ

(πηγαίνει και ξανακάθεται στην πολυθρόνα του)

Αν νομίζουν ότι θα με ξεκάνουν τόσο εύκολα είναι πολύ γελασμένοι. Έχω περάσει από πολλά σκοτεινά σοκάκια εγώ Αντώνιε. Λες να είχα φτάσει τα πενήντα αν ήμουν τόσο εύπιστος;

Ο γραμματέας χαμογελά μέσα από τα δόντια του και δεν βγάζει μιλιά.

ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΩΡ

(πιάνει το μέτωπό του)

Το κεφάλι μου πάει να με πεθάνει σήμερα… Το καταραμένο κλίμα αυτής της γης! Μου του είχε πει ο Δέλιος πριν χρόνια, στην Κόρινθο. Να εύχεσαι να μην πατήσεις το πόδι σου ποτέ σε αυτά τα χώματα, έτσι μου είχε πει… Κι όμως… κλείνω σύντομα ένα χρόνο εδώ.

Ο γραμματέας πλησιάζει τον επίτροπο.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

(σχεδόν ψιθυριστά)

Νομίζω πως ξέρω ποιος έστειλε το καλάθι εξοχότατε!

Ο αξιωματούχος της Ρώμης σηκώνει το κεφάλι του και ρίχνει μια μισόκλειστη ματιά στον σκυμμένο άντρα.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΟΡΑ

Τι βρωμερή νυφίτσα που είναι κι αυτός! Αρουραίος των διαδρόμων. Από αυτούς που τους κληρονομείς μαζί με τα έπιπλα, τους υπηρέτες και τα σιντριβάνια. Από πόσες καταστάσεις να έχει επιβιώσει, από πόσες δολοπλοκίες και πισώπλατα μαχαιρώματα. Και δεν τόλμησε όπως έμαθα να τον απομακρύνει ποτέ κανείς. Μου φαίνεται πως έχει ισχυρές διασυνδέσεις στους γυναικωνίτες της πρωτεύουσας. Ποιος μου είχε πει να δεις ότι είναι το μυστικό αυτί και μάτι του ίδιου του αυτοκράτορα!

ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΩΡ

Για πες μου λοιπόν… φίλε μου. Ποιος θέλει να με καλοπιάσει σήμερα πριν ξεκινήσει καλά καλά η μέρα;

Ο ψιλόλιγνος γραμματέας σκύβει ξανά.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ο αρχιερέας!

Ο προκουράτωρ μορφάζει. Προσπαθεί να σκεφτεί ποιος διάολος είναι πάλι αυτός. Ο πρώτος του συμβουλίου θα είναι. Δεν θυμόταν το όνομά του. Δεν έδινε δεκάρα τώρα.

ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΩΡ

Και τι θέλει; Με λίγο κρασί και δυο τσαμπιά σταφύλια τι θέλει από τον επίτροπο της Ρώμης;

Ο γραμματέας πλησιάζει λίγο ακόμη και ανοίγει την παλάμη του. Ένα δερμάτινο πουγκί κάνει την εμφάνισή του στα πονεμένα μάτια του επιτρόπου.

ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΩΡ

(με γρύλλισμα)

Έτσι πες μου! Τώρα μάλιστα! Να του τα επιστρέψεις όπως τα πήρες Αντώνιε. Να πάει στα τσακίδια κι αυτός και το συμβούλιό του!

(αλλάζοντας αμέσως θέμα)

Και λέγε μου το πρόγραμμα για σήμερα. Σιγά σιγά όμως και με το μαλακό.

Ο γραμματέας εξαφανίζει στον κόρφο του το μικρό πουγκί και αρχίζει να διαβάζει τον κατάλογο με τις υποχρεώσεις του προϊσταμένου του.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

(με τον άριστα εκπαιδευμένο επί δεκαετίες ψευδο-δουλικό τόνο στη φωνή του)

Κι ερχόμαστε στο σημαντικότερο γεγονός της ημέρας, αν μου επιτρέπετε εξοχότατε.

Ο προκουράτωρ χαμογελά.

ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΩΡ

(πίνει μια γουλιά χλιαρό νερό από την κούπα του)

Λες και δεν μου αράδιασες ένα σωρό για σήμερα. Πανάθεμά σε χώρα του Δαβίδ…

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

(με μια ιδιαίτερη χροιά στη φωνή του ειδικά στην τελευταία λέξη)

Πρόκειται για τον λεγόμενο Ναζωραίο.

ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΩΡ

Τον ποιον;

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Το Ναζωραίο. Ή αλλιώς Ιησού από τη Γαλιλαία.

ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΩΡ

Ε, τι είναι αυτός;

Ο γραμματέας τότε κάνει κάτι που πολύ σπάνια επέτρεπε στον εαυτό του. Παραβιάζει το πρωτόκολλο και αποφασίζει να καθίσει στο σκαμνάκι απέναντι από τον επίτροπο που τον παρακολουθεί με σμιγμένα φρύδια.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Αυτός είναι κάτι… ας πούμε κάτι πολύ ιδιαίτερο εξοχότατε… κάτι που περιμένουν όλοι εδώ… κάθε χρόνο!

Ο επίτροπος κοιτάζει ολόισια στα μάτια τον υφιστάμενό του κι αυτό είναι κάτι που δεν το κάνει συχνά.

ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΩΡ

Δεν μπορώ να ψυχολογήσω αυτό το πλάσμα. Δεν θα το καταφέρω κι ας παλεύω για δυο ζωές. Με πιάνει ίλιγγος και μόνο που τον αγγίζει το βλέμμα μου. Λες και το πρόσωπό του είναι ρευστό… ροϊκό… ασταθές… και τα μάτια του… δεν είναι μάτια ανθρώπινα αυτά… δηλαδή το βλέμμα τους… αυτό που υπάρχει μέσα στο βλέμμα τους…

Ο επίτροπος αποστρέφει με μανία το βλέμμα του από τον άνθρωπο απέναντί του και γυρίζει αλλού. Ξαφνικά ο πονοκέφαλος έχει γίνει ζάλη, νιώθει ανακατωσούρα στο στομάχι του…

Ο γραμματέας σηκώνεται χαμογελώντας και παίρνει αποστάσεις από τον καταρρέοντα προϊστάμενό του. Αποφασίζει να του δώσει λίγο χρόνο. Ταυτόχρονα κάνει νόημα σε έναν υπηρέτη κι εκείνος σπεύδει με μια κούπα δροσερό νερό στον προκουράτορα.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Μετά από λίγα λεπτά ο πενηντάχρονος άντρας έχει κάπως αναλάβει. Το χρώμα έχει γυρίσει στα μάγουλά του. Δείχνει έτοιμος να συνεχίσει.

ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΩΝ

Δεν ξέρω τι μου συνέβη…

Ο Αντώνιος δεν μιλά.

ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΩΡ

Όταν έρθει εκείνη η ώρα, το μεσημέρι… φρόντισε να μου υπενθυμίσεις για τον… πως τον είπαμε…

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ιησού.

ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΩΡ

Αυτόν… φρόντισε… γιατί με δυσκολία θα τα βγάλω πέρα σήμερα.

Έπειτα κάνει νόημα πως ήθελε να μείνει μόνος για λίγη ώρα. Νιώθει ένα βουητό μέσα στ’ αυτιά του που δεν λέει να σταματήσει…

 

ΕΜΒΟΛΙΜΗ ΣΚΗΝΗ

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Μια εικόνα παράξενη έχει τρυπώσει στο κεφάλι του προκουράτορα… μια απέραντη σκοτεινή, ταραγμένη θάλασσα… κι ένας άντρας με μακριά μαλλιά και λευκό χιτώνα περπατά πάνω της και τον πλησιάζει… είναι πολύ μακριά, με δυσκολία τον διακρίνεις ανάμεσα στα αφρισμένα κύματα… όμως πλησιάζει με βήμα σταθερό λες και περπατά σε κάποιο ήρεμο δρομάκι… κάτι συμβαίνει με αυτό τον άνθρωπο… κάτι δεν πάει  καλά… κι ύστερα, ξαφνικά, η θάλασσα γίνεται κόκκινη, κατακόκκινη… το βλέμμα του αναζητά με αγωνία το λευκοντυμένο άντρα αλλά πουθενά… κι ύστερα… άξαφνα μπροστά στα μάτια του, σε απόσταση εκατοστών του κλείνει το οπτικό πεδίο μια μορφή… ένας άντρας κουρασμένος, ρυτιδιασμένος, ταλαιπωρημένος με δυο μεγάλα μάτια που τον καρφώνουν ολόισια στη ψυχή!

Και κάτι του ψιθυρίζει…

 

ΤΕΛΟΣ ΕΜΒΟΛΙΜΗΣ ΣΚΗΝΗΣ

 

Ο προκουτάτορας συνειδητοποιεί ότι είχε αποκοιμηθεί αφού πετάγεται ουρλιάζοντας από την καρέκλα του. Τις κραυγές του ακούει στο βάθος, σε κάποιο διάδρομο του παλατιού ο γραμματέας και χαμογελά ικανοποιημένος.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Λίγη ώρα αργότερα. Σε κάποιο άλλο χώρο του κτηρίου. Παρόντες ο Γραμματέας Αντώνιος και ο Αρχιερέας των Σανχεντρίν.

Ο αρχιερέας δείχνει ακόμη μεγαλύτερος από την προχωρημένη ηλικία του. Τα δασιά του φρύδια έχουν σμίξει, η ανάσα του είναι ακανόνιστη, κοφτή.

ΑΡΧΙΕΡΕΑΣ

(σε άψογα ελληνικά)

Τι πρόκειται να γίνει σήμερα;

Ο γραμματέας με απαλές, ήρεμες, αθόρυβες κινήσεις, τον πλησιάζει, του κλείνει απαλά το στόμα, τον οδηγεί παραμέσα στο δωμάτιο.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΡΧΙΕΡΕΑ

Πώς κινείται έτσι αυτό το… πλάσμα… σαν το φίδι…

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

(ψιθυριστά)

Δεν έχω πολύ χρόνο… κακώς ήρθατε ως εδώ…

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΡΧΙΕΡΕΑ

Ψιθυρίζει και τον ακούω πεντακάθαρα!

Ένα παγωμένο ρίγος διατρέχει τη ράχη του. Η συναναστροφή με τούτο τον άνθρωπο δεν είναι διόλου ευχάριστη.

ΑΡΧΙΕΡΕΑΣ

Μα, ανησυχώ… όλοι ανησυχούμε!

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δεν πιστεύω πως έχουμε λόγο ανησυχίας.

ΑΡΧΙΕΡΕΑΣ

Είναι η πρώτη του χρονιά του επιτρόπου. Δεν έχει ιδέα τι θα αντικρίσει. Μπορεί να πάρει τη λανθασμένη απόφαση… μπορεί να…

Ο γραμματέας ελίσσεται αέρινα για μια ακόμη φορά και βρίσκεται, άγνωστο πώς, πίσω από το σβέρκο του γέρου που νιώθει ξαφνικά μια παγωμένη ανάσα στο δέρμα του και ανατριχιάζει.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

(πάντα ψιθυριστά)

Σας είπα να μην ανησυχείτε… και τώρα, πηγαίνετε. Να μην σας δει κανείς. Και να μην έρθετε πριν το μεσημέρι.

Ο αρχιερέας νιώθει ξαφνικά πολύ κουρασμένος. Λες και η σύντομη αυτή επαφή με το γραμματέα να τον έχει ξεζουμίσει ενεργειακά. Τα γέρικα μέλη του είναι βαριά, νιώθει μια ελαφριά δυσφορία.

ΑΡΧΙΕΡΕΑΣ

Ναι, να πηγαίνω…

(βαδίζει αργά προς την έξοδο)

Μήπως το... δώρο μας δεν ήταν αρκετό;

Δεν παίρνει απάντηση στο ερώτημά του. Γυρνά το βλέμμα του. Το δωμάτιο είναι άδειο. Ο γραμματέας έχει εξαφανιστεί!

Ο γέροντας ψελλίζει μια προσευχή και μια κατάρα μέσα από τα δόντια του και σπεύδει να φύγει από το καταραμένο παλάτι των ειδωλολατρών.

 

ΣΚΗΝΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

ΕΞΩΤ. Θάλασσα της Γαλιλαίας. Αρκετές δεκαετίες πριν. Ο Σίμων Ιωνάς που κάποτε θα αποκληθεί ‘Πέτρος’ θα έχει την πρώτη του συνάντηση με τον μυστηριώδη άνθρωπο με το όνομα Ιησούς.

[ΕΙΚΟΝΕΣ ΠΟΥ ΣΥΝΟΔΕΥΟΥΝ ΤΗΝ ΑΦΗΓΗΣΗ]

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Έχει φρεσκάρει ο δυτικός άνεμος στη Θάλασσα της Κινέρετ όταν από μια παράξενη ανησυχία αποφάσισε να επιστρέψει στις βάρκες. Είναι τουλάχιστον μισή ώρα δρόμος με τα πόδια από το σπίτι του όμως, δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Κάτι τον σπρώχνει να γυρίσει.

Παίρνει σιγά σιγά το δρόμο προς την παραλία. Κι όσο περπατά στην ακρογιαλιά, με τον άνεμο να του χαλάει τα πυκνά σγουρά του μαλλιά, τόσο νιώθει σα να πλησιάζει σε κάτι ανεξήγητα μεγάλο, ανεξήγητα βαρύ… δεν είναι το στομάχι του που τον ενοχλεί. Δεν έχει φάει πολύ, ούτε έχει πιει. Κάτι άλλο είναι πιο βαθύ και απρόσιτο.

Κάτι που μπορεί να σου μιλήσει σε μια αρχαία γλώσσα.

Απορεί και τρομάζει μαζί. Μα, τι έχει πάθει σήμερα; Στέκεται για μια στιγμή, ακούει την ανάσα του, στερεώνεται, κινά πάλι.

Τον πρωτόδε να κάθεται μαζεμένος, μια λευκή κουκίδα πάνω στην αμμουδερή παραλία. Λίγο πιο κάτω ξαπλωμένη πάνω στο γιαλό η μεγάλη του βάρκα και στη σειρά ακολουθούν παρά ως πέρα οι άλλες βάρκες.

Όλα δείχνουν καλά. Το κυματάκι σκάει αφρισμένο αλλά δεν έχει την τόλμη ούτε το ανάστημα να παρασύρει τα καΐκια των ψαράδων. Όμως εκείνου το βλέμμα δεν αφήνει τούτη τη φιγούρα που μοιάζει παράταιρη σε όλο το σκηνικό.

Κάποιος έχει καθίσει κοντά στις βάρκες και… τι κάνει άραγε ολομόναχος εκεί;

Αυτή να είναι η αιτία της αναστάτωσής του όλη την ημέρα;

Τον πλησιάζει αλλά για κάποιο λόγο δεν θέλει να του μιλήσει. Ένας άντρας, νέος, ψιλόλιγνος μάλλον αν κρίνει σωστά από τα λιγνά του πόδια και το μακρύ κορμί. Μαύρα μαλλιά, χύνονται άναρχα όπως τα τραβολογά ο άνεμος. Δεν βλέπει το πρόσωπο, αυτό δεν θέλει να το δει.

Τον προσπερνά, πλησιάζει το καΐκι του, ρίχνει μια σύντομη ματιά, όλα καλά. Κανείς ολόγυρα, ερημιά, ησυχία.

Ενοχλητική ησυχία.

Ξέρει πως ο ξένος τον κοιτά. Νιώθει το βλέμμα του στο σβέρκο του σαν τη σαύρα που περπατάει στο λαιμό σου όταν κοιμάσαι. Όμως δεν είναι παγωμένο τούτο το βλέμμα, δεν είναι άρρωστη η αίσθηση. Καλή είναι. Κείνος είναι ένας απλός άνθρωπος, όλα στη ζωή του είναι καλά ή κακά. Ζεστά ή κρύα, φωτεινά ή σκοτεινά. Τούτος ο άγνωστος όμως δεν μπορείς να πεις τι αύρα πνέει. Τι ουρανό υπηρετεί, τι υπόσχεται για το αύριο. Το καλό ή το τίποτα; Ή και τα δυο;

Γιατί κακό δεν σέρνει μαζί του… το νιώθει…

Αισθάνεται μια μικρή ζαλάδα καθώς το κεφάλι του βράζει από όλα τούτα τα πρωτογέννητα μέσα του. Θέρμη στο ηλιακό του πλέγμα, φωτιά στα νεφρά του, πρήξιμο στις αρθρώσεις του. Αυτός ο κοκαλιάρης φταίει με το λευκό χιτώνα. Ποιος είναι; Τι θέλει;

Γυρνά αργά το σώμα του, αποφασισμένος να τον πλησιάσει κι εκεί είναι που παρά λίγο να ουρλιάξει. Ο ξένος είναι δίπλα του, μπροστά του!

ΞΕΝΟΣ

Σίμωνα…

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Ακούει μια ζεστή, αρχαία φωνή να βγαίνει απ’το λαρύγγι του ανθρώπου λες και βγαίνει από τις αρχαίες σπηλιές του Κουμράν.

Όλα έχουν αφανιστεί ολόγυρα. Δεν νιώθει τη λίμνη, τον άνεμο, την αμμουδιά, το σκάφος, το στερέωμα και τον εαυτό του ακόμα. Λίγο θέλει να σωριαστεί, μεγάλος άντρας, δυνατός σαν βράχος, τέτοιο ρεζιλίκι. Μα νιώθει τα πόδια του δυνατά, πιο δυνατά από ποτέ και τη ψυχή του στέρεη πάνω στη σάρκα… και τη σάρκα να φλέγεται πάνω στα οστά του… κι όλο του το είναι ξαφνικά, ένα σπαθί, μια ρομφαία πύρινη.

Ο άγνωστος τον έχει αγκαλιάσει!

ΞΕΝΟΣ

Πάμε…

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Αυτό ακούει και βρίσκεται να περπατά μαζί με τον άνθρωπο που έμελλε να γίνει σύντομα ο μεγάλος, ο απόλυτος, ο ενικός και μοναδιαίος Άνθρωπος της ζωής του…

ΣΙΜΩΝ

Που π…

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Πάει να ψελλίσει αλλά…

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Σε κάποιο κελί κράτησης της ρωμαϊκής διοίκησης. Δυο άντρες. Και οι δυο πάνω απ’τα εξήντα. Ο ένας, ο Πέτρος, πιο γεροδεμένος, με αλαφιασμένα τα γκρίζα του μαλλιά. Ο άλλος, αδύνατος, καθισμένος σε μια γωνιά, με μακριά λευκόγκριζα μαλλιά και σιωπηλός. Είναι ο Ιησούς από τη Γαλιλαία.

Ο Πέτρος τινάζεται και παρά λίγο να χτυπήσει στην κολώνα που στηρίζει το γερασμένο αλλά γεροδεμένο πάντοτε κορμί του. Το όνειρό του έχει μείνει πάλι ανολοκλήρωτο αλλά δεν έχει σημασία. Ξέρει τη συνέχεια. Κείνο που παλεύει να καταλάβει είναι ποιος τον έχει ταράξει.

Ένας στρατιώτης ανοίγει την πόρτα και κοιτάζει τον Πέτρο.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ

(με διατακτικό τόνο)

Ετοιμαστείτε… είναι ώρα…

Άκουσε την ερώτηση να κατεβαίνει στ’αυτιά του. Ο γνωστός διατακτικός τόνος των στρατιωτών.

Ο στρατιώτης αποσύρεται χωρίς να ξανακλειδώσει. Αφήνει μισάνοιχτη την πόρτα και περιμένει απ’έξω.

Ο Πέτρος γυρίζει το ταλαιπωρημένο, γέρικο πια σώμα του προς τον διδάσκαλο που παραμένει σιωπηλός στη γωνιά του.

Έτσι όπως τον κοιτά η ψυχή του γεμίζει από ένα βαθύ λυγμό που τον καίει.

ΠΕΤΡΟΣ

(μονολογεί)

Γιατί καλέ μου Ραβί… γιατί να το περνάς όλο τούτο… γιατί…

Ο διδάσκαλος είναι σιωπηλός, κουρασμένος, νηστικός. Ο Πέτρος κάθεται ήσυχα δίπλα του και πιάνει την αγαπημένη παλάμη και την κλείνει στη δική του.

ΠΕΤΡΟΣ

Έλα Ραβί… είναι η ώρα… πρέπει να πάμε…

Ο διδάσκαλος σηκώνεται αργά. Τα άναρχα γκρίζα μαλλιά του πέφτουν στους ώμους. Σφίγγει το χέρι του στη χοντρή παλάμη του πιστού του Σίμωνα.

ΙΗΣΟΥΣ

Ναι, πάμε.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο λουτρό. Ο προκουράτορας παλεύει με όσες δυνάμεις έχει να αντέξει. Είναι το δεύτερο μπάνιο του και νιώθει πως έχει γεράσει είκοσι χρόνια σε πέντε ώρες! Η ζέστη έχει σφίξει σα μέγγενη τους τοίχους του παλατιού, η σκόνη μπαίνει απ'τα ρουθούνια… ίλιγγος…

ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΩΡ

(καθώς δέχεται τις περιποιήσεις του δούλου του)

Τούτος ο τόπος μονάχα παλαβούς γεννάει.

Και βγαίνει από το λουτρό με τη βοήθεια του δούλου για να ντυθεί. Έχει μια τελευταία ακρόαση που τον περιμένει.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Λίγη ώρα μετά. Στη μεγάλη αίθουσα. Ο προκουράτωρ φτάνει τρεκλίζοντας σχεδόν και σωριάζεται στη μεγάλη του πολυθρόνα.

Δεν θυμάται σχεδόν τίποτα απ’όσα έχουν προηγηθεί τις προηγούμενες ώρες. Ποιους είδε, τι άκουσε, τι αποφάσεις είχε πάρει. Ήταν σωστές; Λανθασμένες; Αδιάφορο! Τούτη την ώρα θα σκότωνε για έναν βαθύ, λυτρωτικό ύπνο στο κρεβάτι του.

Ο αρχιερέας, δυο ακόμη μέλη του Μεγάλου Συμβουλίου και κάποιοι παρατρεχάμενοι στέκουν υπομονετικά έξω από την είσοδο της αίθουσας ακροάσεων. Ο σκληρός ήλιος της Ιουδαίας πέφτει πάνω στα κεφάλια τους όμως δεν είναι αυτό που τους απασχολεί τούτη τη στιγμή. Είναι η κατάσταση του Ρωμαίου επιτρόπου. Δεν φαίνεται καλά. Μοιάζει κουρασμένος, ράθυμος και βλοσυρός. Ποια θα είναι η κρίση του άραγε; Γιατί θα πρέπει να περνάνε αυτό το βάσανο κάθε χρόνο; Ως πότε; Έχουν περάσει περισσότερα από τριάντα χρόνια πλέον. Ως πότε;

Ο προκουράτωρ νιώθει μια παγωμένη σκιά να τον ζυγώνει.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Εξοχότατε… είστε καλά;

Ο γραμματέας έχει σκύψει πάνω από το κεφάλι του και ως συνήθως ψιθυρίζει μέσα από τα δόντια του. Ο επίτροπος συνέρχεται, ανοίγει τα μάτια του και προσανατολίζεται γρήγορα. Στο βάθος, στο περιστύλιο, βλέπει συναγμένους τους εβραίους ιερείς και λίγο κόσμο. Αριστερά και δεξιά του οι στρατιώτες. Ο γραμματέας ως συνήθως, αλλάζει στάσεις και θέσεις με ανεξήγητη ταχύτητα.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΟΡΑ

Που βρίσκεται ο Ναζωραίος;

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

(λες κι έχει διαβάσει τη σκέψη του)

Έρχεται.

Ο Αντώνιος παίρνει θέση στα δεξιά του και πράγματι, κάπου στο βάθος αριστερά του, μέσα στο ημίφως τον βλέπει. Μια ψηλόλιγνη, λιπόσαρκη φιγούρα που περπατά αργά. Δεν είναι μόνος. Τον συνοδεύει κι ένας ακόμη. Πιο κοντός και γεροδεμένος αυτός. Μπροστά τους ένας στρατιώτης που παλεύει με τη δυσφορία του για τον αργό βηματισμό του κρατούμενου.

ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΩΡ

(έκπληκτος)

Αυτός είναι;

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Μάλιστα εξοχότατε. Να σας διαβάσω το κατηγορητήριο;

ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΩΡ

Οι ιερείς γιατί κάθονται έξω στον ήλιο; Δεν θα παραστούν;

Ο γραμματέας μορφάζει ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Παρίστανται ήδη εξοχότατε. Βλέπετε η θρησκεία τους απαγορεύει να εισέλθουν στην αίθουσα. Είμεθα ειδωλολάτρες βλέπετε…

Ο επίτροπος ξεφυσά και κουνάει το κεφάλι του.

Ο Ιησούς μαζί με τον Πέτρο πλησιάζουν.

ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΩΡ

Διάβασε. Για τι κατηγορούν αυτό το γέροντα;

Ο γραμματέας χαμογελά πλατύτερα τώρα. Φυσικά κανείς δεν τον βλέπει.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας κατηγορείται για ασέβεια προς τις παραδόσεις, τους νόμους και τις αρχές της επαρχίας. Είναι ζηλωτής, φανατικός και επαναστάτης. Ισχυρίζεται πως είναι βασιλιάς… επί τριάντα ένα χρόνια τώρα, τέτοια εποχή, λίγο πριν την εορτή του Πάσχα, εισέρχεται με ομάδα μαθητών στην Ιερουσαλήμ και εισβάλλει στο Ναό. Εκεί διδάσκει, θεραπεύει και προσπαθεί να εξεγείρει τους φιλήσυχους και νομοταγείς υπηκόους της αυτοκρατορίας. Επίσης…

Ο προκουράτωρ όφειλε να παραδεχθεί πως ο γραμματέας του έχει αληθινό ταλέντο να παρασύρει τον ακροατή του. Τα λατινικά του, όπως και τα ελληνικά του είναι υποδειγματικά, σχεδόν μεθυστικά. Όμως λίγο ακόμη και θα τον έπαιρνε ο ύπνος. Βλέποντας δε τον Ιησού, έναν άνθρωπο στα πρόθυρα της κατάρρευσης, γέρο και αδύναμο, απορεί, σχεδόν αγανακτεί με τις κατηγορίες εναντίον του.

Διακόπτει τον Αντώνιο με θυμό.

ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΩΡ

Τριάντα χρόνια; Είπες τριάντα;

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Τριάντα ένα για την ακρίβεια εξοχότατε.

ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΩΡ

Κάθε χρόνο τον συλλαμβάνουν και τον κρατούν;

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Μάλιστα.

ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΩΡ

Και αυτός επιμένει; Διδάσκει όλα αυτά που τέλος πάντων διδάσκει; Και κάνει όλα αυτά που κάνει;

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Με ολοένα και μικρότερη επιρροή βεβαίως αλλά οπωσδήποτε ναι εξοχότατε. Να σημειωθεί ακόμη πως…

Ο προκουράτωρ ανακάθεται στην πολυθρόνα του και κάνει νεύμα παύσης στον γραμματέα. Το θέμα του κινεί το ενδιαφέρον. Δεν περίμενε πως θα αντιμετώπιζε μια τέτοια υπόθεση.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΟΡΑ

Τι επιδιώκει δηλαδή αυτός ο άνθρωπος; Να πεθάνει;

Θα το ανακαλύψω σύντομα.

Μέχρι να ολοκληρώσει την αλληλουχία των σκέψεών του, ο υπό κρίση ταλαιπωρημένος άνθρωπος συντροφιά με τον μαθητή του βρίσκονται σε απόσταση λίγων μέτρων εμπρός του.

 

ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΑ ΣΚΗΝΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ

Ναζαρέτ. Ο μικρός Ιησούς ακούει την κραυγή της μητέρας του. Βρίσκεται μακριά της. Ο πατέρας εργάζεται σε κάποιο σπίτι, στην άλλη πλευρά της πόλης. Δεν θα επιστρέψει πριν σκοτεινιάσει. Όπως πάντα.

Ο Ιησούς είναι μόνος. Κάθεται, όπως του αρέσει, σε κάποια απόμερη γωνιά ενός στενού δρόμου και παρατηρεί. Τους ανθρώπους στις καθημερινές τους εργασίες, τα άλλα παιδιά που παίζουν, τα μικρά ζώα που σεργιανίζουν ελεύθερα.

Η κραυγή της μητέρας του ακούστηκε καθαρά μέσα στο κεφάλι του λες κι ήταν δίπλα του. Σηκώνεται και τρέχει προς το σπίτι.

Μπαίνει στο ταπεινό σπίτι και βλέπει τη μητέρα του να κάθεται στο στρώμα και να μορφάζει από τον πόνο. Έχει σκοντάψει κάπου, έπεσε και χτύπησε άσχημα το δεξί της γόνατο. Του το δείχνει. Είναι πρησμένο.

ΜΗΤΕΡΑ ΙΗΣΟΥ

(πίσω από μια μάσκα πόνου παλεύει να ακουστεί καθησυχαστική)

Θα μου περάσει αγόρι μου

Αγαπημένη μητέρα. Την κοιτάζει στα μάτια. Διατρέχει με το παιδικό του βλέμμα το γλυκό της πρόσωπο και ξαφνικά η καρδιά του πλημμυρίζει με άπειρη τρυφερότητα.

ΜΗΤΕΡΑ ΙΗΣΟΥ

Μη νοιάζεσαι, θα περάσει.

Κάνει να σηκωθεί η νεαρή γυναίκα και να περπατήσει όμως ο οξύς πόνος την παραλύει και αναγκάζεται να ξαπλώσει στο στρώμα. Κάτι αρχίζει να μουρμουράει.

Μητέρα…

Την πλησιάζει αργά. Την κοιτάζει ξανά και μετά κλείνει τα μάτια του. Απλώνει το μικρό του χέρι και πιάνει το δικό της. Εκείνη ανταποκρίνεται αμέσως όμως δεν τον κοιτάζει. Συνεχίζει να ψέλνει. Έχει ιδρώσει.

Με το άλλο του χέρι αγγίζει το πρησμένο της γόνατο. Η επαφή την κάνει να ριγήσει όμως δεν τον εμποδίζει. Περνούν μονάχα λίγα λεπτά. Ξαφνικά το παιδί, αφήνει την παλάμη της μητέρας του και το γόνατό της και κάνει μεταβολή και βγαίνει από το σπίτι τρέχοντας.

Τώρα δεν μπορεί να ακούσει τη φωνή της να τον καλεί.

Όταν γυρίζει ο πατέρας στο σπίτι το ίδιο βράδυ δεν βρίσκει το παιδί να τον περιμένει. Η γυναίκα είναι εκεί. Ανήσυχη λίγο αλλά σιωπηλή. Τον υποδέχεται θερμά. Μπορεί να περπατά ξανά λες και το ατύχημα δεν είχε συμβεί ποτέ.

Ο άντρας την κοιτά με τρυφερότητα. Είναι κατάκοπος και πεινασμένος. Συζητούν για κάποια θέματα τρώγοντας. Όχι για το παιδί.

Ξέρουν και οι δυο πως θα γυρίσει. Δεν έχει έρθει η ώρα του ακόμη…

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Ο Πέτρος και ο Ιησούς ενώπιον του Προκουράτορα.

ΠΕΤΡΟΣ

(μιλά με ένταση)

Ραβί… Ραβί…

Ο διδάσκαλος ακούει τη φωνή του Πέτρου να τον επαναφέρει από την παράξενη ανάμνηση. Σηκώνει το κεφάλι του και ανοίγει τα μάτια του. Λίγα μέτρα εμπρός του κάθεται ο επίτροπος. Φαίνεται εξαντλημένος, άρρωστος, χλομός.

Έπειτα τον βλέπει να σηκώνεται με αργές κινήσεις από το κάθισμά του και να τον πλησιάζει. Το βλέμμα του είχε μια ιδιαίτερη λάμψη.

Είναι σαστισμένος, αμήχανος, τρομαγμένος.

Μέσα του ακούει ξανά τη γλυκιά φωνή της μητέρας, όμως ψιθυριστή αυτή τη φορά, ήρεμη, καταπραϋντική.

ΜΗΤΕΡΑ ΙΗΣΟΥ

Ως πότε Γεσούα; Ως πότε παιδί μου;

Ο επίτροπος δεν ξέρει τι να κάνει. Δεν έχει συναντήσει ποτέ πριν έναν άνθρωπο όπως αυτόν κι ας μην τον γνώριζε καθόλου. Μέσα του είχε αρχίσει μια πρωτόγνωρη μάχη, μια σύγκρουση που τον ταλανίζει. Τι να ρωτήσει αυτόν τον κουρασμένο ασκητή με το λιπόσαρκο σώμα και τα γκρίζα, μακριά μαλλιά; Τι κρίση να πάρει για οτιδήποτε;

Ο ελιγμός του είναι ο μαθητής που στέκεται δίπλα του.

ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΩΡ

(απευθυνόμενος στον Πέτρο)

Αυτός είναι ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ;.

Επαναλαμβάνει την ερώτηση στα ελληνικά. Τα γνωρίζει άπταιστα.

ΠΕΤΡΟΣ

Μάλιστα

ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΩΡ

Γνωρίζει τις κατηγορίες που υπάρχουν εναντίον του;

Ο επίτροπος κάνει με αργά βήματα ένα κύκλο γύρω τους και μετά στέκεται ακίνητος εμπρός τους. Απευθύνεται στον Πέτρο αλλά κοιτά τον Ιησού.

ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΩΡ

Οι υπόλοιποι που είναι;

Ο Πέτρος αιφνιδιάζεται. Πρώτη φορά όλα αυτά τα χρόνια έπρεπε να απαντήσει σε μια τέτοια ερώτηση.

ΠΕΤΡΟΣ

Δεν υπάρχουν άλλοι κύριε.

Ο προκουράτωρ δείχνει την έκπληξή του ανασηκώνοντας τα φρύδια του.

ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΩΡ

Εσύ του απέμεινες μονάχα;

ΠΕΤΡΟΣ

(μελαγχολικά)

Μάλιστα. Πολλοί πέθαναν. Όσοι ζουν ακόμη βρίσκονται στα σπίτια τους… έκαναν οικογένειες, παιδιά… κοιτάνε τη δουλειά τους…

ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΩΡ

(σκωπτικά)

Επανάσταση με δυο ανθρώπους είναι κάπως δύσκολο να γίνει, έτσι δεν είναι;

Ο αρχιερέας και οι άλλοι δίπλα του έχουν τεντώσει τις αισθήσεις τους. Παλεύουν να ακούσουν όσα λέγονται.

ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΩΡ

Ξέρεις… ξέρετε ποια είναι η τιμωρία για τους επαναστάτες και τους εχθρούς της Ρώμης;

ΠΕΤΡΟΣ

(ξεφυσώντας)

Σταύρωση.

Ο γραμματέας ακούει από τα χείλη του μαθητή την λέξη κλειδί και κάνει να πλησιάσει. Ο επίτροπος τον αντιλαμβάνεται και με μια απότομη κίνηση με το χέρι του τον ακινητοποιεί.

ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΩΡ

Ναι, σωστά, σταύρωση… Θάνατος μαρτυρικός, παραδειγματικός όμως.

Και τότε άκουσε τον Ιησού.

ΙΗΣΟΥΣ

Λύτρωσέ με!

Στην αρχή δεν τον κατάλαβε. Ο διδάσκαλος είχε μιλήσει σε κάποια άλλη γλώσσα. Στα αραμαϊκά ίσως. Ο επίτροπος κοίταξε τον Πέτρο.

Ο Ιησούς άπλωσε το βλέμμα του στο πρόσωπο του ανακριτή του.

ΙΗΣΟΥΣ

(σε πεντακάθαρα ελληνικά)

Λύτρωσέ με!

Ο ρωμαίος αξιωματούχος νιώθει ένα σφίξιμο στο στομάχι του.

ΠΕΤΡΟΣ

(ικετευτικά με τα μάτια του να υγραίνονται)

Ραβί…

Ο προκουράτωρ γυρνά στη θέση του και κάθεται αποκαμωμένος. Ο γραμματέας παρακολουθεί με εγρήγορση τα δρώμενα αλλά δεν τολμά να παρέμβει. Ρίχνει μια ματιά στο περιστύλιο. Οι ιερείς και οι λιγοστοί ακόλουθοι είναι βουβοί.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Μετά από λίγη ώρα μέσα στη σιωπή του ιουδαϊκού μεσημεριού. Ο ήλιος καίει τις κολώνες και τα μάρμαρα του μεγάρου, χύνεται πάνω στους ανθρώπους, ιδρώνει μέτωπα και ψυχές.

Μιλιά. Από πουθενά.

Κάποια στιγμή κι ενώ ο γραμματέας είναι έτοιμος να παρέμβει, ακούγεται η βραχνή φωνή του επιτρόπου.

 

ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΩΡ

(ψελλίζοντας)

Δεν… δεν βρίσκω κανένα λόγο να…

Δεν αποσώνει τη φράση του. Ζητά νερό. Καθαρίζει το λαιμό του και χωρίς να κοιτάζει κανένα, συνεχίζει.

ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΩΡ

Δεν βρίσκω κανένα λόγο να παρατείνω την κράτηση του ανθρώπου αυτού. Να τον συνοδέψετε ως την έξοδο της πόλης και από κεί μια ώρα απόσταση προς τα βόρεια, στο δρόμο προς τη Γαλιλαία… Να μην ξανάρθει στην Ιερουσαλήμ… Να μην διδάξει ξανά κανένα. Να παραμείνει στον οίκο του. Αυτή είναι η κρίση μου.

Ο προκουράτωρ ολοκλήρωσε την ανακοίνωση της απόφασής του μέσα σε απόλυτη σιγή. Ο γραμματέας ήδη χαμογελά, το ίδιο και ο αρχιερέας και οι συνοδοί του. Όλα έχουν πάει καλά. Για μια ακόμη χρονιά.

Ο Πέτρος πιάνει τον Ιησού από το μπράτσο.

ΠΕΤΡΟΣ

Έλα, πάμε Ραβί. Τελειώσαμε.

Ο διδάσκαλος γυρνά απρόθυμα το σώμα του και κάνει ένα διστακτικό βήμα προς την έξοδο της αίθουσας. Έπειτα, ξαφνικά, σταματά, σηκώνει το βλέμμα του και το καρφώνει πάνω στον επίτροπο που τον κοιτά με σμιγμένα φρύδια.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Υπήρξε μια στιγμή. Μια αιώνια στιγμή. Μια στιγμή που μπορούσε να περιέχει τα πάντα κι όμως όλα είχαν αφανιστεί. Η Ιουδαία, το μέγαρο του έπαρχου, οι στρατιώτες, οι ιερείς… τα πάντα. Είχαν απομείνει μονάχα ο άνθρωπος από τη Γαλιλαία και ο προκουράτωρ… Οι λέξεις του Ραβί έρχονταν στο μυαλό του ρωμαίου μια μια λες κι έβγαιναν από κάποια αρχαία μήτρα… λες και τις γεννούσαν τα έγκατα του κόσμου.

Δονήσεις μέσα στο χώρο, κυματισμοί σε κάποια αρχαία λίμνη, κόκκινα αφρισμένα κύματα σε έναν άγνωστο κόσμο…

Όταν τελειώνει το φαινόμενο, ο επίτροπος βρίσκεται στο πάτωμα, χτυπημένος λες από κάποιο κεραυνό, με τα μέλη του μουδιασμένα, το κεφάλι του γεμάτο από ένα πελώριο τίποτα που τον σφυροκοπά στα τοιχώματα του κρανίου του.

Πονά όχι μονάχα το κορμί του. Πονά όλο του το είναι.

Από όλα όσα του έχει επικοινωνήσει σιωπηρά ο παράξενος εκείνος άνθρωπος, μονάχα δυο λέξεις έχει συγκρατήσει και τις ψελλίζει κι αυτός σαν παραλήρημα ενός τρελού… σαν επωδό ενός αρχαίου ψαλμού…

Ως πότε…

 

ΤΕΛΟΣ