ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΛΙΑΣ

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Ένα μεγάλο τρεχαντήρι που έχει για επιβάτες κάποιους τροφίμους σωφρονιστικού καταστήματος. Το σκάφος σκίζει αργά αργά τα ήρεμα νερά του Σαρωνικού. Κατευθύνεται προς το λιμάνι του που είναι και ο τόπος των φυλακών.

Το τρεχαντήρι έχει μόλις πριν λίγο εγκαταλείψει ένα ξερόβραχο όπου πότε πότε οι κρατούμενοι κάνουν κάποιες αγγαρείες.

Ο ‘Γάτος’, ένας από τους τροφίμους, πανύψηλος και ασουλούπωτος, ζυγώνει τον Αντώνη, έναν συγκρατούμενο κρατώντας ένα ζευγάρι κιάλια.

ΓΑΤΟΣ

(του φέρνει τα κιάλια στο πρόσωπο)

Πάρε Φιλέ… πάρε!

Ο Αντώνης, ένας από τους ‘παλιούς’, κάθεται αραχτός σε κάποιο σημείο βυθισμένος στις σκέψεις του.

ΑΝΤΩΝΗΣ

(εκνευρισμένος)

Τι έπαθες ρε;

ΓΑΤΟΣ

Πάρε Φιλέ… δες… στο νησάκι… ένα κορίτσι…

ΑΝΤΩΝΗΣ

Τι κορίτσι ρε; Μαστουρωμένος είσαι;

Ξέρει ότι δεν πρόκειται να απαλλαγεί από τον Γάτο, παίρνει τα κιάλια και κοιτάζει προς την παραλία.

ΑΝΤΩΝΗΣ

(μονολογώντας)

Τελικά ο Γάτος είχε δίκιο. Πράγματι υπάρχει ένα κορίτσι στην αμμουδιά. Απίστευτο… Κοίτα να δεις… ωραία, μακριά μαλλιά… λευκό μπικίνι… κορμάκι τέλειο… τι μωρό είναι αυτό; Που βρέθηκε σ’αυτή την ερημιά του Θεού;

Και ολομόναχη;

Ακούγεται ξαφνικά η αγριοφωνάρα του αρχιφύλακα που βγαίνει από το κουβούκλιο της γέφυρας για να τον κατσαδιάσει.

ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ

Κρανιώτης! Κρανιώτης, άσε τα κιάλια και κάτσε κάτω!

ΑΝΤΩΝΗΣ

(με μορφασμό αηδίας)

Αει γαμήσου!

Ακουμπάει τα κιάλια πάνω στο κουτί της μηχανής.

Ο Αντώνης γυρίζει και βλέπει τον πανύψηλο φίλο του να σκύβει και να του χαμογελάει μέσα από τα σάπια δόντια του.

ΓΑΤΟΣ

Την είδες; Όμορφη ε;

ΑΝΤΩΝΗΣ

Ναι, την είδα.

(γυρίζει πάλι το βλέμμα του)

Καλή είναι. Απορώ που βρέθηκε εκεί πέρα. Και πώς δεν την πήραμε χαμπάρι.

ΓΑΤΟΣ

(γλείφοντας τα χείλη του)

Μωρέ, μπουκιά και συχώριο σου λέω. Λες μεθαύριο που θα πάμε για να καθαρίσουμε να την ξαναβρούμε;

ΑΝΤΩΝΗΣ

(βγάζει τα τσιγάρα του και ανάβει ένα με αργές κινήσεις)

Δεν ξέρω. Αλλά αν δεν την βρούμε θα είναι καλύτερα.

(φυσάει τον καπνό)

ΓΑΤΟΣ

(με σκοτεινιασμένο βλέμμα)

Γιατί ρε Φιλέ;

ΑΝΤΩΝΗΣ

(αρπαγμένος)

Σου έχω ξαναπεί να μην με λες έτσι!

ΓΑΤΟΣ

(μαλωμένος)

Καλά ρε Φιλ... ρε Αντώνη. Αλλά πες μου, θα τη βρούμε μεθαύριο;

ΑΝΤΩΝΗΣ

(πιο μαλακά)

Σου είπα, καλύτερα να μην την δούμε. Αρκετές μαλακίες δεν έχεις τραβήξει οχτώ χρόνια τώρα; Θα τον ξεκολλήσεις στο τέλος!

Κάποιοι πάρα πέρα, ο Σουηδός και ο Μουράβγιας ξεσπούν σε γέλια. Ο Γάτος σηκώνει τους τεράστιους ώμους του και απομακρύνεται από τον Αντώνη.

ΑΝΤΩΝΗΣ

(μονολογώντας και καπνίζοντας)

Κι όμως, εδώ που τα λέμε, θα'ταν αληθινά όμορφο να την ξαναδούμε μεθαύριο.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Δίπλα σε ένα πανάρχαιο πλυντήριο σε κάποιο χώρο του κτηρίου των φυλακών. Ο Αντώνης βάζει τα τελευταία ρούχα, κλείνει και ασφαλίζει τη μεγάλη στρογγυλή πόρτα. Γυρνά το διακόπτη και αφού ακούει το… βρυχηθμό που σημαίνει την έναρξη του προγράμματος πλύσης, κάθεται στον πάγκο του και ανάβει ένα τσιγάρο.

ΑΝΤΩΝΗΣ

(μονολογεί καπνίζοντας)

Τι χρώμα να έχουν άραγε τα μάτια της;

ΓΑΤΟΣ

(έχει σταθεί πάνω απ’το κεφάλι του)

Γαλάζιο!

ΑΝΤΩΝΗΣ

(τρομαγμένος)

Τι είπες μωρέ μαλάκα;

ΓΑΤΟΣ

‘Γαλάζιο’ ρε Φιλέ. Θα πάμε μεθαύριο στην παραλία. Βγήκαν οι βάρδιες.

Ο Αντώνης χαμογελά ικανοποιημένος. Προσφέρει τσιγάρο στον Γάτο.

ΓΑΤΟΣ

(σχεδόν δεν το πιστεύει)

Ευχαριστώ Φιλέ!

Κάθεται λίγο πιο κει ο Γάτος, βολεύει το ατσούμπαλο, γιγάντιο σώμα του και απολαμβάνει το τσιγάρο του από την πρώτη τζούρα.

ΓΑΤΟΣ

Λες να είναι εκεί Φιλέ;

ΑΝΤΩΝΗΣ

Ποια μωρέ;

ΓΑΤΟΣ

Η κοπέλα της παραλίας. Λες να είναι εκεί και να μας περιμένει;

ΑΝΤΩΝΗΣ

Ναι, έχει αναβάλει όλες τις δουλειές της και περιμένει 12 κατάδικους από τον Αη Λιά να πάνε να καθαρίσουν τα σκουπίδια. Ποια σκουπίδια δηλαδή; Τέλος πάντων…

Ο Γάτος ξύνει το κεφάλι του.

ΓΑΤΟΣ

Φιλέ...

ΑΝΤΩΝΗΣ

(ρίχνει μια καρπαζιά στον πανύψηλο φίλο του)

Σου είπα ή δεν σου είπα να μην με λες έτσι ρε;

ΓΑΤΟΣ

Αλήθεια, γιατί σε λένε Φιλέ;

ΑΝΤΩΝΗΣ

Δεν ξέρεις; Δεν στο έχω πει δέκα χιλιάδες φορές;

Ο Γάτος δεν ξέρει τι να πει. Καπνίζει σαστισμένος.

ΑΝΤΩΝΗΣ

Ο Τζαμάικας μου το κόλλησε μαζί και ο Σουγιάς. Κάποια Κυριακή που παίζαμε βόλεϊ.

ΓΑΤΟΣ

Ναι, ναι!

ΑΝΤΩΝΗΣ

Κάποια στιγμή τους φώναξα, ‘πάνω απ'το φιλέ ρε μαλάκες τη μπάλα, όχι από κάτω!’

ΓΑΤΟΣ

Ναι, ναι!

ΑΝΤΩΝΗΣ

Μερικοί με λένε Ρόμβο… κάποιοι Νανού… ή μήπως δεν τα ξέρεις;

ΓΑΤΟΣ

(γυρίζει και τον κοιτάει με δέος)

Ναι, τα ξέρω!

Μετά από λίγα λεπτά.

ΑΝΤΩΝΗΣ

Άντε ρώτα το…

ΓΑΤΟΣ

Ποιο;

ΑΝΤΩΝΗΣ

Αυτό που σου έχει κολλήσει στο κεφάλι.

ΓΑΤΟΣ

(μαζεύει το τεράστιο σώμα του δίπλα στον Αντώνη)

Θα της την πέσεις;

ΑΝΤΩΝΗΣ

(δήθεν αγριεμένος)

Τι είπες;

Ο Γάτος τώρα σηκώνεται από τον πάγκο και κάνει δυο βήματα πίσω. Είναι αστείο το θέαμα. Με ύψος περίπου κοντά δυο μέτρα και βάρος πάνω από 130 κιλά, ο Γάτος τρέμει σαν το ψάρι και μόνο στη σκέψη ότι ο Αντώνης, περίπου 30 πόντους πιο κοντός και καμιά 40ριά κιλά πιο αδύνατος, θα θύμωνε και θα του έβαζε τις φωνές. Όμως ο Αντώνης ήταν κάτι σαν θεός για τον Γάτο, και όχι μόνο. Ο λόγος του είναι ο πιο σεβαστός στην Πτέρυγα και ό,τι αποφασίζει εκείνος είναι περίπου νόμος για όλους.

Ο Αντώνης σηκώνεται από τον πάγκο, δήθεν να ορμήξει στον φοβισμένο συγκρατούμενό του. Ο τελευταίος υπερασπίζει το κεφάλι του με τα χέρια του αλλά ο Αντώνης το μόνο που κάνει είναι να τον χτυπήσει φιλικά στην πλάτη και να τον χαϊδέψει στα μαλλιά.

ΓΑΤΟΣ

(χαμογελώντας)

Δεν θύμωσες Φιλέ, έτσι;

ΑΝΤΩΝΗΣ

Όχι ρε μάγκα, δεν σου θύμωσα. Άντε, πάγαινε πάνω τώρα. Σε λιγάκι θα έρθω κι εγώ.

ΓΑΤΟΣ

(χαρούμενος)

Θα σου φτιάξω καφέ Φιλέ.

ΑΝΤΩΝΗΣ

(πηγαίνοντας ξανά να ρίξει μια ματιά στο σαράβαλο που έπαιζε το ρόλο πλυντηρίου και αγκομαχούσε να τα βγάλει πέρα)

Καλά…

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Το γραφείο του διευθυντή των φυλακών. Ένα παλιομοδίτικο σαραβαλιασμένο γραφείο, τρεις καρέκλες κι ένα μικρό γραφειάκι για τον γραμματέα. Πίσω από το διευθυντή ένας πανάρχαιος χάρτης του Σαρωνικού με το νησάκι του Άη-Λια.

Ο διευθυντής κάθεται πίσω από μια αθλητική εφημερίδα, ως συνήθως.

Έχει μπει στο γραφείο ο Αντώνης και περιμένει.

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ

(διπλώνει την εφημερίδα)

Κλείσε την πόρτα ρε Νανού. Έλα, κάτσε να τα πούμε.

Ο διευθυντής πετάει την εφημερίδα στο πλάι και ανακάθεται στη φθαρμένη προκατακλυσμιαία πολυθρόνα του που τρίζει απαίσια. Ο Αντώνης κάθεται σε μια από τις καρέκλες εμπρός από το γραφείο.

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ

Πως τα πας ρε Νανού;

ΑΝΤΩΝΗΣ

Καλά είμαι κε διευθυντά.

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ

Λοιπόν, έχω ακούσει μια ιστορία για το πώς σου βγάλανε αυτό το παρατσούκλι. Τον πρώτο καιρό που ήσουν εδώ, έκανες λέει ένα σαρδάμ και αντί να πεις Νουνού το γάλα, είπες Νανού… και ένας φύλακας στο κόλλησε. Έτσι είναι;

ΑΝΤΩΝΗΣ

(ψιλο-δυσφορώντας)

Ναι, κάπως έτσι.

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ

Όλο τέτοιες μαλακίες γίνονται στις φυλακές. Και στο στρατό βέβαια. Λοιπόν Νανού, έχω να σου πω.

ΑΝΤΩΝΗΣ

Ξέρω τι θα μου πείτε κε διευθυντά. Θα πάμε στο νησάκι της Γριάς. Θα αμοληθούμε για καμιά δυο ώρες, θα κάνουμε ‘γόπινγκ’, θα μαζέψουμε ό,τι σκουπίδια βρούμε και έπειτα θα αράξουμε. Όποιος γουστάρει κάνει και καμιά βουτιά, που λέει ο λόγος.

ΔΙΕΥΘΥΝΤΉΣ

(κουνάει το κεφάλι του ικανοποιημένος)

Πάρτε και σακούλες. Γεμίστε τις με ξερόκλαδα και τέτοια να φουσκώσουν. Και μετά τις 12 αράξτε στην παραλία, κάντε και καμιά βουτιά και μετά θα γυρίσετε. Ξηγημένοι;

ΑΝΤΩΝΗΣ

(βαριεστημένα)

Έγινε κε διευθυντά.

Σηκώνεται απ’την καρέκλα.

ΑΝΤΩΝΗΣ

Α, μην το ξεχάσω!

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ

Τι είναι;

ΑΝΤΩΝΗΣ

Έχω κάνει μια λίστα με κάποια βιβλία για την βιβλιοθήκη. Τα παλιά τα έχουμε διαβάσει όλα. Να σας την αφήσω;

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ

(με καχύποπτο ύφος)

Εντάξει, άστο. Πολύ διάβασμα πέφτει τελευταία Νανού.

ΑΝΤΩΝΗΣ

(χαμογελώντας)

Μορφώνω τον Γάτο. Μπας και πάρει καμιά φορά το απολυτήριο Λυκείου.

Ο Αντώνης εγκαταλείπει το γραφείο του διευθυντή ενώ ο τελευταίος ξύνει το κεφάλι του.

  

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Πάνω στο καϊκι με τους κρατούμενους με πορεία προς το νησάκι της Γριάς.

Το καΐκι δεν έπιανε πάνω από 8 μίλια την ώρα. Κι αυτά με ιδανικές συνθήκες. Σήμερα που έχει θαλασσίτσα δεν θα πρέπει να ξεπερνά τα 6 μίλια. Σκέτο καφεκούτι. Όχι πως βιάζεται κανείς βέβαια. Θα πιάνανε το νησάκι της Γριάς σε καμιά ώρα.

Ο Αντώνης είχε ξαπλώσει και λαγοκοιμάται σε ένα πάγκο στην πλώρη. Πιο κει, πάνω σε κάτι κουλουριασμένα σχοινιά παλεύει να βολέψει το θηριώδες σώμα του ο Γάτος.

ΓΑΤΟΣ

(ενοχλημένος από το κούνημα του σκάφους)

Να σε ρωτήσω κάτι ρε Φιλέ;

ΑΝΤΩΝΗΣ

Παλεύω να κοιμηθώ λιγάκι. Κάνε κι εσύ το ίδιο

ΓΑΤΟΣ

Κουνάει ρε Φιλέ. Ανακατεύομαι.

ΑΝΤΩΝΗΣ

Μην ξεράσεις πάνω μου μονάχα.

Ο Γάτος έμεινε για λίγο ήσυχος αλλά ο Αντώνης ήξερε πως αυτό το... λίγο ήταν πολύ λίγο.

ΓΑΤΟΣ

Γιατί μας στέλνουν για γόπινγκ Φιλέ; Ρώτησα και τον Μπογιά αλλά μου είπε να ρωτήσω εσένα. Αυτός δεν ξέρει.

ΑΝΤΩΝΗΣ

Κάνεις παρέα και με τον Μπογιά τώρα;

ΓΑΤΟΣ

(σαστισμένος)

Μου δίνει κανά τσιγάρο που και που ρε Φιλέ. Κι εγώ του στρώνω το κρεβάτι.

ΑΝΤΩΝΗΣ

Οκ… Λοιπόν άκου, βγήκε κάποτε ένα πρόγραμμα από την κυβέρνηση. Να καθαρίζουν οι κρατούμενοι τις ακτές και τα σχετικά. Και τα φράγκα τα τσεπώνει ο διευθυντής. Αυτά. Αλλά μην το πεις αυτό στον Μπογιά. Εντάξει;

ΓΑΤΟΣ

Και τι να του πω αν ρωτήσει;

ΑΝΤΩΝΗΣ

Να του πεις να έρθει να ρωτήσει εμένα.

ΓΑΤΟΣ

Εντάξει. Φιλέ, λες να την βρούμε;

ΑΝΤΩΝΗΣ

Ποια;

ΓΑΤΟΣ

Την κοπελιά της παραλίας

ΑΝΤΩΝΗΣ

(ανοίγει το ένα του μάτι, κοιτάζει τον φίλο του, το ξανακλείνει)

Κοιμήσου.

ΓΑΤΟΣ

Ήταν πολύ όμορφη. Και μπορεί να έχουν έρθει και φίλες της σήμερα. Θα κάνουμε παρέα

ΑΝΤΩΝΗΣ

Καλά, άσε να τελειώσουμε το γόπινγκ και θα δούμε.

ΓΑΤΟΣ

(παρακλητικά)

Φιλέ, αν είναι τα κορίτσια εκεί, θα με πάρεις μαζί σου, ε;

ΑΝΤΩΝΗΣ

Ρε ένα τσιμπούρι που με βρήκε, εντάξει, θα σε πάρω μαζί μου.

ΓΑΤΟΣ

Σ'ευχαριστώ Φιλέ. Είσαι εντάξει.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΩΝΗ

Η εικόνα της κοπέλας με το λευκό μαγιό και τα καστανά μαλλιά που τα παίρνει ο άνεμος.

Χαλάρωσε!

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Προχωρημένο μεσημέρι. Στην παραλία, ο Αντώνης, ο Γάτος, ο Σουγιάς και ο Τσάφας. Ο Αντώνης έχει βγάλει το πουκάμισό του και το παντελόνι του και λιάζεται. Ο Γάτος με τους άλλους δυο φτιάχνουν κάτι που με πολύ φιλότιμο θα μπορούσες να το αποκαλέσεις πύργο.

Κάποια στιγμή ακούγεται ήχος από εξωλέμβια μηχανή. Κάποιο ταχύπλοο τους πλησιάζει. Ο Γάτος παρατάει την κατασκευή του πύργου και τρέχει δίπλα στον Αντώνη.

ΓΑΤΟΣ

(σε έξαψη δείχνει προς το μικρό σκάφος που έρχεται με ταχύτητα)

Να'τες! Να'τες, σήκω Φιλέ!, είπε με ενθουσιασμό δείχνοντας προς το μικρό σκάφος που ερχόταν με ταχύτητα.

ΑΝΤΩΝΗΣ

Μην δείχνεις και ηρέμησε, μην φωνάζεις.

Ύστερα σηκώνεται, ανακάθεται και στυλώνει το βλέμμα του στο μικρό σκαφάκι.

ΑΝΤΩΝΗΣ

Δεν έρχονται εδώ.

ΓΑΤΟΣ

(με αγωνία)

Που πάνε Φιλέ;

ΑΝΤΩΝΗΣ

Ε, πιο κάτω πάνε. Δεν θέλουν κόσμο. Ερημιά θέλουν.

ΓΑΤΟΣ

Είναι και η δικιά μας μέσα Φιλέ;

ΑΝΤΩΝΗΣ

Δεν μπόρεσα να δω. Πάντως είναι τρία άτομα.

Ο Γάτος σηκώνεται όρθιος και καλύπτει τον ήλιο από τον φίλο του.

ΑΝΤΩΝΗΣ

Μην διανοηθείς να πάς προς τα εκεί. Έχουμε διαταγές, μην τις ξεχνάς.

Ο Γάτος υπακούει αμέσως και ξανακάθεται δίπλα στον Αντώνη.

ΣΟΥΓΙΑΣ

Εμείς την πέφτουμε για καμιά βουτιά. Πότε φεύγουμε Νανού;

ΑΝΤΩΝΗΣ

Σε λιγάκι παιδιά. Κάντε την βουτιά σας με την ησυχία σας

Οι δυο άντρες πέφτουν στο νερό.

ΑΝΤΩΝΗΣ

(στο Γάτο)

Δεν πας κι εσύ να δροσιστείς λιγάκι;

ΓΑΤΟΣ

Καλά, να πάω.

Ο Αντώνης τον παρακολουθεί να τρέχει με αυτό το άγαρμπο, ασουλούπωτο στυλ του και χαμογελά. Μετά αποφασίζει να χαλαρώσει λιγάκι μέχρι να ακούσουν το σφύριγμα του αρχιφύλακα.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Στην αρχή νόμιζε πως ήταν ο Γάτος και απώθησε με το χέρι του το πόδι που είχε ακουμπήσει στο στέρνο του. Όμως σε ελάχιστα δευτερόλεπτα το πόδι ξαναγυρίζει και με μια παιγνιδιάρικη διάθεση ακουμπά πάλι πάνω στην κοιλιά του αυτή τη φορά.

Αποκλείεται να είναι ο Γάτος. Εκείνος δεν θα επέμενε. Και βέβαια ο Γάτος δεν είχε τόσο… ναζιάρικες διαθέσεις.

Ο Αντώνης κατεβάζει το χέρι από το πρόσωπό του έτοιμος να ξεστομίσει κάποια ‘Γαλλικά’ αλλά αυτό που αντικρίζει του παίρνει τη μιλιά. Όρθια από πάνω του στέκεται, τον κοιτάζει και χαμογελά εκείνη! Η κοπέλα της παραλίας! Το δικό της πόδι είχε απωθήσει λίγο πριν και το είχε ξαναφέρει στο γυμνό του σώμα. Η εικόνα είναι σχεδόν μαγική, σαν ψεύτικη. Έτσι όπως την κοιτά από χαμηλά, έχει τη μοναδική ευκαιρία να επιθεωρήσει και να θαυμάσει το όμορφο αυτό κορίτσι σε όλη του την μεγαλοπρέπεια. Το χαμόγελό της όμως, αυτό είναι που τον έχει αιχμαλωτίσει, το αλήτικο βλέμμα της και...

ΚΟΡΙΤΣΙ

(με μελωδική φωνούλα όλο νάζι)

Ποιος είσαι εσύ;

ΑΝΤΩΝΗΣ

(με εύθυμο ύφος)

Αν σταματήσεις να με πατάς και με αφήσεις να σηκωθώ, θα σου πω.

Η κοπέλα παίρνει το όμορφο πόδι της από πάνω του και του επιτρέπει να σηκωθεί. Όταν βρίσκεται όρθιος δίπλα της έχει πια όλη της την εικόνα.

Όχι πάνω από 20 ή 22 χρόνων. Δροσερή, γλυκιά και αθώα. Έτσι σχηματίζεται η εικόνα της μέσα του και ευχαριστιέται που βρίσκεται δίπλα σε ένα τέτοιο κορίτσι ξανά, ύστερα από τόσα χρόνια.

Θυμήθηκε τους συγκρατούμενους. Ψάχνει με το βλέμμα του παντού. Δεν υπάρχει κανείς.

ΚΟΡΙΤΣΙ

Τι ψάχνεις;

ΑΝΤΩΝΗΣ

Εεε, τίποτα.

ΚΟΡΙΤΣΙ

Μήπως την κοπελιά σου;

ΑΝΤΩΝΗΣ

Όχι, όχι, μόνος είμαι.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΩΝΗ

Μάλλον έφυγε το καΐκι και με παράτησαν εδώ. Σκατά! Καλά όλοι οι άλλοι, να με παρατήσει και ο Γάτος;

ΚΟΡΙΤΣΙ

Πάμε μια βόλτα;

Πριν προλάβει να απαντήσει εκείνη ήδη τον τραβάει να σηκωθεί, τον πιάνει έπειτα από το χέρι και περπατούν κιόλας σαν ερωτευμένο ζευγαράκι στην αμμουδιά.

ΚΟΡΙΤΣΙ

Πως σε λένε;

ΑΝΤΩΝΗΣ

Ναν... ε, Αντώνη θέλω να πω. Εσένα;

ΚΟΡΙΤΣΙ

Τζέσικα. Και τι κάνεις σ'αυτή την παραλία ολομόναχος;

ΑΝΤΩΝΗΣ

Εεε, εσύ; Εσύ τι κάνεις εδώ;

ΤΖΕΣΙΚΑ

(γελώντας)

Μα, αυτό το νησάκι, είναι δικό μου!

ΑΝΤΩΝΗΣ

Ώστε είναι δικό σου ε; Και που μένεις;

ΤΖΕΣΙΚΑ

Πουθενά. Έρχονται, με αφήνουν να κάνω το μπάνιο μου και μετά γυρίζουν και με παίρνουν πάλι. Να, πιο κάτω είναι τα πράγματά μου

Ξαφνικά τον αφήνει. Αρχίζει να τρέχει και σε λίγο τον αναγκάζει να την ακολουθήσει.

Ύστερα από λίγο φτάνουν κάτω από ένα ξύλινο υπόστεγο, στο τέλος της μεγάλης παραλίας. Το υπόστεγο φιλοξενεί τα πάντα. Καρέκλες, τραπεζάκι, ξαπλώστρες και πετσέτες, μικρά ψυγειάκια γεμάτα με αναψυκτικά και μπίρες ενώ πάνω στο τραπέζι υπάρχει ένα μπολ με φρούτα.

ΤΖΕΣΙΚΑ

Μήπως πεινάς;

Εκείνη κάθεται στη μια από τις δυο θέσεις και αρχίζει να τρώει με βουλιμία κάποιες ρώγες σταφύλι.

ΑΝΤΩΝΗΣ

Πιο πολύ διψάω, να σου πω την αλήθεια.

Σπεύδει να βγάλει δυο μπίρες από το ψυγείο.

ΤΖΕΣΙΚΑ

Εγώ δεν πίνω μπίρες. Μου αρέσει μονάχα το κρασί.

Τον κοιτάζει ολόισια στα μάτια.

ΤΖΕΣΙΚΑ

Μ'αρέσουν τα μάτια σου. Το βλέμμα σου είναι περίεργο, κάπως καχύποπτο. Φαίνεται πως έχεις περάσει πολλά.

Ο Αντώνης κατεβάζει σχεδόν μονορούφι την μια μπίρα -τι θεσπέσια γεύση είχε θεέ μου!- και ανοίγει αμέσως την δεύτερη. Στο άκουσμα της παρατήρησής της χαμογελά.

ΑΝΤΩΝΗΣ

Που ξέρεις, μπορεί να είμαι κακό παιδί και να μ'έχουν φυλακή.

ΤΖΕΣΙΚΑ

(παιχνιδιάρικα)

Κι εμένα φυλακή με έχουν. Άρα θα κάνουν παρέα δυο κρατούμενοι.

Αφήνει το τραπέζι και ξαπλώνει σε μια από τις ξαπλώστρες. Τον κοιτάζει με νόημα.

ΤΖΕΣΙΚΑ

(τον προσκαλεί κρατώντας ένα μπουκάλι λάδι)

Θα με βοηθήσεις να αλείψω το λάδι σε όλο μου το σώμα;

Εκείνος παραλίγο να πνιγεί.

ΑΝΤΩΝΗΣ

Ερ... έρχομαι.

Κάθεται δίπλα της. Θαυμάζει ακόμη μια φορά τις καμπύλες του κορμιού της και πήρε στο χέρι του το αντηλιακό.

ΤΖΕΣΙΚΑ

Ξεκίνα από τα πόδια και ανέβαινε. Σιγά σιγά όμως αν θέλεις.

Είναι κάτι που ο Αντώνης δεν πίστευε ποτέ πως θα ζούσε, ύστερα από τόσα χρόνια μέσα στο πνιγηρό του κλουβί, παρέα μονάχα με κάτι ανθυγιεινούς τύπους όπως ο Ζαλούφας, ο Μωρές, ο Τσάφας, ο Σουγιάς, ο Καρυδάκιας και ο Γάτος. Που να το φανταστεί πως θα ερχόταν μια ευλογημένη μέρα, σε μια μυθική παραλία, μόνος και ελεύθερος από δεσμοφύλακες να βάζει λάδι στα καλλίγραμμα πόδια της ωραιότερης κοπέλας που είχε γνωρίσει ποτέ!

ΤΖΕΣΙΚΑ

(τον διατάζει)

Και στο άλλο πόδι τώρα!

Πόσο θα κρατούσε αυτό; Κάποια στιγμή το καΐκι θα γυρνούσε και...

Τα χέρια του ανέβαιναν και είχαν φτάσει τώρα σε... επικίνδυνες περιοχές. Χάιδευε τους μηρούς της και το λεπτό κορδονάκι από το μαγιό της.

ΤΖΕΣΙΚΑ

(με ένα μικρό αναστεναγμό)

Κατέβασέ το!

Έχει αρχίσει να ιδρώνει. Υπακούει στην ευχάριστη εντολή και το κατεβάζει σιγά σιγά ώσπου το πετάει από πάνω της. Θαυμάζει για λίγο την ευαίσθητη περιοχή της και αισθάνεται τον ανδρισμό του να φουσκώνει.

ΤΖΕΣΙΚΑ

Βγάλε και το πάνω!

Δεν αργεί καθόλου να εκτελέσει κι αυτή την προσταγή.

Η Τζέσικα είναι τώρα γυμνή, ολόγυμνη και... διαθέσιμη. Σηκώνεται, ανακάθεται στην ξαπλώστρα και φέρνει το πρόσωπό της δίπλα στο δικό του.

ΤΖΕΣΙΚΑ

Με θέλεις, το ξέρω. Όσο σε θέλω κι εγώ…

Με τα τελευταία της λόγια κολλά τα τριανταφυλλένια χείλη της στα δικά του.

Ο Αντώνης είχε μεθύσει, είχε χαθεί σε ένα ταξίδι αλλόκοτο, μαγευτικό, υπέροχο.

ΑΝΤΩΝΗΣ

Σε θέλω, ναι, ναι...

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Στην παραλία. Πάνω από τον Αντώνη που ξυπνάει από ένα όνειρο όλοι οι άλλοι έχουν στήσει ‘πάρτι’.

Βροντερά γέλια από το Σουγιά και σφυρίγματα του Τσάφα.

ΤΣΑΦΑΣ

Με θέλεις; Ουάου, παιδιά, ο Νανού εκδηλώθηκε!

ΓΑΤΟΣ

(δείχνει το φούσκωμα στο παντελόνι του)

Φιλέ, έχεις... έχεις…

ΣΟΥΓΙΑΣ

Ποιον θέλεις απ'όλους ρε Νανού;

Ώστε ήταν όνειρο. Ένα όμορφο, καυτό και άκρως  ερεθιστικό όνειρο που είχε καταλήξει σε μια πελώρια στύση και το γιουχάρισμα των υπολοίπων. Ο Γάτος δεν γελούσε πάντως. Αντίθετα κοιτούσε τον ανδρισμό του φίλου του με δέος.

Ακούγεται από μακριά το σφύριγμα του αρχιφύλακα.

ΣΟΥΓΙΑΣ

Φύγαμε!

ΤΣΑΦΑΣ

Ε, Νανού, δεν πιστεύω να μας τον σφυρίξεις στο καΐκι και έχουμε φασαρίες

Με χοντρά καλαμπούρια όλοι κατευθύνονται προς την προβλητούλα που είχε δέσει το καϊκι.

Ο Αντώνης έχει μια έκφραση μακαριότητας στο πρόσωπό του. Αυτό που είχε ζήσει, έστω και στο όνειρό του ήταν μοναδικό, όμορφο, λυτρωτικό.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Το καΐκι έχει ανοιχτεί καμιά διακοσαριά μέτρα και απομακρύνεται από το νησάκι της Γριάς. Ο Γάτος έρχεται προς το μέρος του Αντώνη με τα κιάλια του δεσμοφύλακα στα χέρια.

ΓΑΤΟΣ

(δίνει τα κιάλια στον Αντώνη)

Πάρε, πάρε και κοίτα Φιλέ!

ΑΝΤΩΝΗΣ

Άσε με ρε αδελφέ ήσυχο…

Παίρνει τελικά απρόθυμα τα κιάλια από τον επίμονο φίλο του και τα στρέφει προς τα εκεί που του δείχνει ο φίλος του.

Αυτό που βλέπει όταν εστιάζουν οι φακοί στην παραλία τον κάνει να χάσει το χρώμα του.

Ένα υπόστεγο.

Ένα τραπεζάκι με μπολ γεμάτο φρούτα.

Μια ξαπλώστρα και πάνω της, ένα κορίτσι. Γυμνό, ολόγυμνο!

ΓΑΤΟΣ

(ενθουσιασμένος)

Αυτή είναι, αυτή είναι!

Και λίγο πριν ο Αντώνης σοκαρισμένος κατεβάσει τα κιάλια, βλέπει την κοπέλα να σηκώνεται, να τον κοιτάζει στα μάτια και να τον χαιρετάει!

Είναι εκείνη!

Και χρειάστηκε να σπεύσει ο αρχιφύλακας για να τον συνεφέρει από την κρίση λιποθυμίας.

 

 

ΤΕΛΟΣ