ΤΟ ΤΡΕΝΑΚΙ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ.  Χειμώνας. Βράδυ. Ένα ερειπωμένο Λούνα – Παρκ σε κάποια παραλιακή περιοχή της Αττικής. Οι παρατημένες εγκαταστάσεις σαπίζουν, παντού βρομιά, εγκατάλειψη, σκουπίδια που παίρνει ο αέρας και ταξιδεύουν ανενόχλητα.

Ένας γιγαντόσωμος άντρας με μακριά, άπλυτα μαλλιά και μούσι, που φορά ένα μακρύ παλτό και άρβυλα, περνά μπροστά από τον πελώριο κλόουν με το κάποτε ζωηρό κόκκινο πουκάμισο και κίτρινο παντελόνι που για χρόνια δέσποζε μπροστά από τον Μεγάλο Τροχό και τώρα στέκεται ξεθωριασμένος και λησμονημένος στη θέση του.

Ο άντρας λέγεται Λούκι. Και βιάζεται. Στην τεράστια αγκαλιά του χουζουρεύει ένα μικρό γατάκι μισοπεθαμένο από το κρύο και την πείνα.

ΛΟΥΚΙ

Καλό γατάκι, ο μπαμπάς θα σου δώσει γάλα, μμμ... όμορφο γατάκι.

 

Ο Λούκι περνά από το Τρενάκι του Τρόμου και την πίστα των Συγκρουόμενων και στρίβει προς την παραλία. Προσπερνά πεταμένα λάστιχα, σωρούς από σάπια ανταλλακτικά και φτάνει στην παράγκα του.

Με μια κλωτσιά διαλύει την… σουρεαλιστική σύνθεση από σάπια ξύλα και ελενίτ που παίζει τον ρόλο της πόρτας και μπαίνει στο σπίτι του.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στην παράγκα του Λούκι. Γεμάτη από χίλια δυο πράγματα. Ντενεκεδάκια, κουτιά, μπουκάλια, παλιά βιβλία, σακούλες, σανίδες και σωλήνες. Σε μια γωνιά ένα κρεβάτι με ένα στρώμα και μια κουβέρτα. Δίπλα ένα αυτοσχέδιο τραπέζι από καφάσια.

Ο Λούκι ακουμπά απαλά το μικρό ζώο πάνω στο κρεβάτι.

ΛΟΥΚΙ

Που έχω το γάλα... το γάλα...

Χρειάζεται να ξεσηκώσει το μισό ντενεκεδο-δωμάτιο αλλά τελικά ξετρυπώνει ένα κουτί με συμπυκνωμένο γάλα που έχει απομείνει.

ΛΟΥΚΙ

(στάζει σταγόνες από το κουτί στο στοματάκι του ζώου)

Έλα, έλα μικρό μου!

 

Το γατάκι αρχίζει να συνέρχεται και με ακόρεστη βουλιμία να ρουφάει το λευκό νέκταρ.

 

Ο Λούκι το παρατηρεί τρυφερά και με την τεράστια παλάμη του χαϊδεύει το κεφαλάκι του μικροσκοπικού ζώου.

 

ΛΟΥΚΙ

Θα ζήσεις, θα μεγαλώσεις… εδώ θα μεγαλώσεις, με τον μπαμπά.

Και μετά ακούει το θόρυβο.

 

Κάτι σαν σπάσιμο ξύλων κάτω από το βάρος κάποιου βιαστικού. Κάποιου που δεν ξέρει που βρίσκεται και πατάει απρόσεκτα εδώ κι εκεί. Κάποιου που σε λίγο θα κάνει ακόμη μεγαλύτερη φασαρία καθώς θα διαλύσει ένα μικρό βουναλάκι από κονσερβοκούτια και θα πετύχει "καραμπόλα" με κάποιες σάπιες κατσαρόλες.

Κάποιος έχει παραβιάσει τον ιδιωτικό χώρο του Λούκι κι αυτό δεν πρόκειται να μείνει έτσι!

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Έξω από την παράγκα του Λούκι.

Ο θηριώδης άντρας με τα μακριά μαλλιά και την γενειάδα, χωμένος μέσα στο μακρύ παλτό του, βγαίνει έξαλλος από την καλύβα του, κρατώντας ένα φαναράκι στο δεξί του χέρι και χτενίζει με το βλέμμα του όλη την περιοχή.

Σε λίγο οι θόρυβοι επαναλαμβάνονται, πιο κοντά του τώρα και μαζί και κάποια φωνή, σαν γυναικεία, σαν βογκητό πόνου από κάποιο χτύπημα.

Μέχρι να κάνει το επόμενο βήμα προς την πηγή του χαλασμού, το μικρό του φανάρι αποκαλύπτει στο χλομό του φως ένα κορίτσι που έχει κοκαλώσει έντρομο, λαχανιασμένο και τον κοιτά με γουρλωμένα μάτια.

Μετά βλέπει το κορίτσι να χάνει τις αισθήσεις του και να σωριάζεται εμπρός στα άρβυλά του.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο σπίτι του Λούκι.

Η κοπέλα αναπαύεται στο μοναδικό κρεβάτι της άθλιας παράγκας. Ένα νεαρό κορίτσι, όχι πάνω από 16 ή 17 χρόνων, με μακριά ξανθά μαλλιά και αγγελικό προσωπάκι. Είναι αρκετά χλομή όμως και έχει γδαρσίματα στο πρόσωπο και στα χέρια της.

Ο Λούκι της περιποιείται τις εκδορές στον αριστερό της κρόταφο με ένα βρεγμένο πανί και την κοιτά με θαυμασμό.

ΛΟΥΚΙ

Όμορφη... πολύ όμορφη... σαν άγγελος…

Ο Λούκι την σκεπάζει τρυφερά με την κουβέρτα του μοναδικού κρεβατιού και κάθεται δίπλα της για λίγο.

Εκείνος θα κοιμηθεί στο πάτωμα. Πάνω σε μια τσαλακωμένη, βρόμικη λινάτσα.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο σπίτι του Λούκι

(περίπου ξημερώματα της άλλης ημέρας)

Ο Λούκι ξυπνά για να επιθεωρήσει τη μικρή του φιλοξενούμενη. Χαϊδεύει τα μεταξένια αλλά βρόμικα μαλλιά του κοριτσιού που κοιμάται βαθιά.

Ακούει το νιαούρισμα του μικρού γατιού. Θέλει γάλα πάλι αλλά δεν έχει μείνει ούτε σταγόνα. Ο Λούκι πρέπει να βγει πάλι στην ζητιανιά ή να ρίξει μια ματιά στην αποθήκη του γειτονικού Ιστιοπλοϊκού Ομίλου που καμιά φορά μένει ξεχασμένη ανοιχτή και τρυπώνει και κλέβει κανένα γάλα ή λίγα φρούτα.

ΛΟΥΚΙ

(ανακοινώνει στη γάτα και την κοιμισμένη κοπέλα)

Πάω για φαί. Και νερό.

Εγκαταλείπει το καλύβι.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στην παράγκα του Λούκι.

(λίγες ώρες μετά)

Ο Λούκι γυρίζει ευδιάθετος στο σπίτι κρατώντας μια μεγάλη σακούλα με γάλα, σάντουιτς, νερό και ακόμη σοκολάτες.

Η μικρή του Αφροδίτη είναι ακόμη εκεί, ξαπλωμένη στο κρεβάτι του. Μονάχα που όταν ακούει το θόρυβο του γιγαντόσωμου άντρα να μπαίνει στην παράγκα, ανασηκώνεται, του ρίχνει μια ματιά και αφήνει ένα επιφώνημα ανησυχίας.

ΛΟΥΚΙ

(χαμογελώντας πλατιά αφήνοντας να φανούν τα σάπια δόντια του)

Νερό, σοκολάτες!

 

Το θέαμα κάνει την κοπέλα να συρρικνωθεί στο ντιβανάκι και να κολλήσει το σώμα της στον τενεκεδένιο μπουλμέ πίσω από το μαξιλάρι της.

Ο Λούκι της δείχνει έδειξε ξανά την σακούλα αλλά δεν χαμογελά πια. Η εικόνα του τρομάζει το κορίτσι και πρέπει να απομακρυνθεί.

Πλησιάζει το κουτί που έχει τοποθετήσει το μικρό γατί. Ανοίγει το ένα μπουκάλι με το φρέσκο γάλα και αρχίζει να ταΐζει το ζωάκι σαν τρυφερή μάνα.

Η κοπέλα παρακολουθεί με ενδιαφέρον την σκηνή αλλά φροντίζει να μην χαλαρώσει. Ύστερα ρίχνει μια ματιά ολόγυρα.

ΚΟΠΕΛΑ

Που βρίσκομαι; Ποιος είσαι εσύ;

Ο Λούκι δεν απαντά απάντησε και εξακολουθεί να ταΐζει το ζώο. Ύστερα σηκώνεται με το γατάκι αγκαλιά και πλησιάζει την κοπέλα.

ΛΟΥΚΙ

Το βρήκα χτες, στην προβλήτα. Πεινούσε.

Η κοπέλα χαμογελά σαν να έλεγε χαίρω πολύ για τη γνωριμία αλλά δεν δείχνει να ηρεμεί καθόλου με την επίδειξη φιλοζωικών αισθημάτων του μαλλιαρού γίγαντα.

ΚΟΠΕΛΑ

(πιο γλυκά)

Με λένε Τόνια. Εσένα;

Ο Λούκι αφήνει το γατάκι στη φωλιά του και απλώνει το χέρι του στην κοπέλα.

ΛΟΥΚΙ

Λούκι.

ΤΟΝΙΑ

Λούκι; Τι Λούκι; Λούκι Λουκ;

Ο Λούκι δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στην προσπάθεια ελάφρυνσης της ατμόσφαιρας από την Τόνια. Βγάζει από τη σακούλα δυο σοκολάτες και νερό και τα φέρνει σχεδόν κολλητά στο πρόσωπό της.

Η Τόνια τα παίρνει χαμογελώντας ευγενικά.

ΛΟΥΚΙ

(σχεδόν μονολογεί)

Βρήκα ζευγαράκι. Μου έδωσαν 10 ευρώ.

Η Τόνια προσπαθεί να καταλάβει τι μουρμουράει ο οικοδεσπότης της αλλά πεινάει πολύ και καταβροχθίζει τις σοκολάτες.

Ο Λούκι της ρίχνει μια ματιά και ξαναβγαίνει από την παράγκα του.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Έξω από την παράγκα του Λούκι.

Η Τόνια μόλις βλέπει τον Λούκι να φεύγει, μένει για λίγο σκεπτική κι έπειτα παίρνει την απόφασή της.

ΤΟΝΙΑ

Όπου να’ναι ο Τζίμης και οι άλλοι θα φτάσουν ως εδώ. Καλύτερα να φεύγω!

Η Τόνια βγαίνει διστακτικά από την παράγκα και κοιτά γύρω της. Μονάχα σωροί από λάστιχα, ανταλλακτικά και άλλες τέτοιες σαβούρες. Πουθενά ο γίγαντας. Πάει να κάνει το επόμενο βήμα όταν σκοντάφτει σε κάποιο τοίχο. Έναν ‘τοίχο’ που μυρίζει άσχημα και έχει την υφή μάλλινου, παλιού, πολυφορεμένου παλτού.

ΛΟΥΚΙ

Μην φεύγεις. Δεν είσαι καλά ακόμη.

Την σηκώνει στα χέρια του σαν πάνινη κούκλα και την πηγαίνει πίσω στην τενεκεδένια φυλακή της.

ΤΟΝΙΑ

(χτυπώντας τον με τις γροθιές της)

Άσε με κάτω! Άσε με ρε παιδάκι μου!

Η διαμαρτυρία της και οι γροθιές της τον αφήνουν εντελώς ασυγκίνητο.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στην παράγκα του Λούκι.

Είναι και πάλι ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και παρακολουθεί τον Λούκι να βγάζει από την σακούλα του ένα σάντουιτς και να της το προσφέρει.

ΤΟΝΙΑ

Δεν πεινάω που να σε πάρει και να σε σηκώσει! Να φύγω θέλω. Γιατί δεν με αφήνεις να φύγω;

Ο Λούκι μένει σιωπηλός και απλά κάθεται και την κοιτάζει.

ΤΟΝΙΑ

Κουφός είσαι ρε φίλε; Εεε, σου μιλάω! Θέλω να φύγω σου είπα, να πάω σπίτι μου!

Η Τόνια φωνάζει πολύ δυνατά ελπίζοντας να εισπράξει κάποια αντίδραση. Και την εισπράττει.

Ο Λούκι βγάζει ένα τρομαχτικό ουρλιαχτό ενώ ταυτόχρονα πετά με μανία το παλτό του από πάνω του. Ουρλιάζει τρεις φορές μέχρι να εκτονώσει την οργή του κι ύστερα, ρίχνοντας μια τρομερή γροθιά που γκρεμίζει κάποιο παράπηγμα που συνδεόταν με την παράγκα, βγαίνει από την καλύβα αφήνοντας την Τόνια πανικόβλητη πάνω στο κρεβάτι της.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Κάποιο γραφείο νυχτερινού κέντρου διασκέδασης με γυμνές κοπέλες και τα ανάλογα θεάματα. Ο άντρας που κάθεται στη μεγάλη μπεζ πολυθρόνα, ο Σήφης, είναι κλασικός τύπος υποκόσμου. Και σε κακή διάθεση. Τούτη την ώρα συνομιλεί στο κινητό του.

ΣΗΦΗΣ

Τι έγινε ρε μαλάκα, που στο διάολο είσαστε;

ΦΩΝΗ ΤΖΙΜΗ

Που να είμαστε ρε Σήφη… ψάχνουμε…

ΣΗΦΗΣ

(βγάζει μια ασημένια ταμπακιέρα και παίρνει ένα τσιγάρο)

Σκατά ψάχνετε μου φαίνεται.

ΦΩΝΗ ΤΖΙΜΗ

Θα την βρω Σήφη, μην ανησυχείς. Είναι θέμα χρόνου. Μέχρι αύριο το πολύ θα την τσακώσω. Και ξέρεις φυσικά τι την περιμένει. Θα φτύσει αίμα το τσουλάκι, το πουτανάκι. Και θα στο φέρω στο γάντζο κρεμασμένο το μουνί!

ΣΗΦΗΣ

(ανάβει το τσιγάρο του)

Πρόσεχε μη μου τη φέρεις διαλυμένη, θα σε γαμήσω!

ΦΩΝΗ ΤΖΙΜΗ

Εντάξει, μη σε νοιάζει. Ξέρω τι θα κάνω.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Σε ένα μαύρο τζιπ σε κάποια παραλιακή τοποθεσία. Στη θέση του οδηγού ο Τζίμης (ο γαλανομάτης). Συνοδηγός ο Ρούχας (ο χοντρός). Πίσω κάθονται ο Κάπος (ο ψηλός) και ο Κόκκινος (ο Αλβανός).

Ο Τζίμης κλείνει το κινητό του και το βάζει ξανά στο τζάκετ του.

Είναι τόσο εκνευρισμένος που κανείς δεν τολμά να τον ρωτήσει τι του έχει ζητήσει ο αρχηγός. Ο Κάπος ρίχνει ένα βλέμμα ανησυχίας στον Ρούχα και μετά στον Κόκκινο.

ΤΖΙΜΗΣ

(ξεφυσώντας)

Που στο διάολο να είναι το μαλακισμένο!

Χτυπάει τη γροθιά του στο τιμόνι.

ΤΖΙΜΗΣ

Έχουμε σκουπίσει όλα τα στέκια, τα σπίτια των φιλενάδων της, στο μπιλιαρδάδικο του Μπάμπη πήγαμε… μέχρι και στη Φυλής πήγαμε… την πουτάνα μου γαμώ…

(ξαναχτυπάει το τιμόνι)

Άνοιξε η γης και την κατάπιε!

ΚΑΠΟΣ

Τι κάνουμε τώρα Τζίμη; Πού θα πάμε να ψάξουμε;

Ο Τζίμης δεν απαντά αμέσως. Ρίχνει μια ματιά στη θάλασσα μέσα από το παρμπρίζ, μένει για λίγο σιωπηλός και ξαφνικά, κάτι αστράφτει στο μυαλό του.

Φαίνεται να κάνει κάποιους υπολογισμούς, να προσπαθεί να βάλει κάποια πράγματα σε μια σειρά και μετά από κάμποση ώρα, γυρίζει με ένα πλατύ χαμόγελο και καρφώνει τον Κόκκινο.

ΤΖΙΜΗΣ

Στην Αλβανία είχατε Λούνα Παρκ ρε;

ΚΟΚΚΙΝΟΣ

(αιφνιδιασμένος)

Μια φορά είχα πάει… στα Τίρανα.

ΤΖΙΜΗΣ

(γυρίζει ξανά μπροστά και βάζει μπρος τον κινητήρα της μεγάλης Μπε Εμ Βε)

Ετοιμάσου… αυτή θα είναι η δεύτερη…

Όλοι κοιτάζονται μεταξύ τους με απορία.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στην παράγκα του Λούκι

(βράδυ)

ΤΟΝΙΑ

(αγκαλιά με το γατάκι)

Λένο μου… γλυκό μου… σου έδωσα το όνομα του αδελφούλη μου…

(γυρνώντας πίσω το κεφάλι της, αναστενάζοντας)

Αχ, πότε θα σας ξαναδώ…

Βάζει το γατάκι στην κοιλιά της και του χαϊδεύει το κεφαλάκι.

ΤΟΝΙΑ

Αν ήξερες τη δυστυχία μου… καημένο κι εσύ… μοναχούλι, όπως εγώ…

Το μικρό ζωάκι κάνει κινήσεις να ξεφύγει αλλά η Τόνια το επαναφέρει αμέσως στη θέση του.

ΤΟΝΙΑ

Δυο χρόνια Λένο μου λείπω από το σπίτι μου… ήθελα να ξεφύγω από κει μέσα… το’σκασα… κατέβηκα στην Αθήνα… και τι κατάλαβα; Έμπλεξα με τη συμμορία του Τζίμη… Πφφ… τι να σου λέω τώρα…

Το γατάκι της δαγκώνει ελαφρά το δάχτυλο.

ΤΟΝΙΑ

Μόλις ξεμπλέξω μ'αυτό τον αλήτη, θα πάω καρφί στον ΟΣΕ.

Πίσω στη μανούλα μου και στον αδελφό μου. Η μάνα μου παίρνει διαζύγιο και… θα είμαστε πια οι τρεις μας… και δεν θα την χτυπά πλέον κανείς…

Βρε μόνο να ξεμπλέξω απ’αυτόν και… Θεσσαλονίκη σου'ρχομαι!

Το κέφι της Τόνιας ανεβαίνει και αρχίζει να σιγοτραγουδά ένα σουξεδάκι της εποχής.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Στο αυτοκίνητο του Τζίμη.

ΡΟΥΧΑΣ

Που πάμε ρε Τζίμη;

Ο Τζίμης γυρίζει και τον κοιτάζει. Χαμογελά.

ΤΖΙΜΗΣ

Δεν υποσχέθηκα ρε να πάω στο Λούνα Παρκ τον Κόκκινο;

ΡΟΥΧΑΣ

(ξύνει το κεφάλι του απορημένος)

Μιλάς σοβαρά;

ΤΖΙΜΗΣ

Δεν μου έχεις εμπιστοσύνη;

ΚΟΚΚΙΝΟΣ

Κάτι θα έσκασε στο μυαλό σου φαίνεται;

ΤΖΙΜΗΣ

(χαμογελώντας και κοιτάζοντας απ’τον καθρέφτη)

Όπως το’πες μεγάλε… έσκασε σα χειροβομβίδα. Μάλλον σαν πυροτέχνημα… από αυτά που ρίχνουνε στην Ανάσταση.

ΚΑΠΟΣ

Εγώ νομίζω ξέρω που πηγαίνουμε.

ΤΖΙΜΗΣ

(του κλείνει το μάτι μέσα απ’τον καθρέφτη)

Μ’έπιασες ε;

ΚΑΠΟΣ

(κοιτάζει έξω από το παράθυρο)

Καμιά φορά το πιο φανερό είναι αυτό που κρύβεται καλύτερα.

Οι άλλοι έμειναν να τον κοιτάζουν. Ο Τζίμης χαμογελά και πατά περισσότερο το γκάζι.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στην παράγκα του Λούκι.

Ο Λούκι μπαίνει στο σπιτάκι του με μια παλιά κουβέρτα στην δεξιά μασχάλη. Την απλώνει στο πάτωμα, ακριβώς δίπλα από το κρεβάτι και κοιτάει την Τόνια.

ΛΟΥΚΙ

(ξερά)

Ώρα για ύπνο

Έπειτα κάθεται στην κουβέρτα που θα τον φιλοξενήσει για το νυχτερινό του ύπνο. Φαίνεται εξουθενωμένος.

ΤΟΝΙΑ

Δεν κάνει να κοιμηθείς εκεί κάτω. Είναι βρόμικα.

(μονολογώντας)

Θα μου πεις τώρα, και που δεν είναι βρόμικα.

Τον κοιτά με συμπόνια.

(ψιθυρίζει)

Ποιος ξέρει τι ναυάγιο είσαι κι εσύ καημένε. Κάποτε θα είχες κι εσύ μια οικογένεια. Πατέρα, μητέρα, ίσως και κάποια αδέλφια. Πως να βρέθηκες σ'αυτό το χάλι άραγε;

Η Τόνια δεν είναι κουρασμένη. Έχει όρεξη για φλυαρία. Προσκαλεί τον Λούκι να καθίσει στο κρεβάτι που άλλωστε είναι δικό του.

Εκείνος την κοιτάζει σαστισμένος. Τελικά κάθεται, όχι πολύ κοντά της.

ΤΟΝΙΑ

Λούκι. Πες μου, πες μου για σένα.

Ο πανύψηλος άντρας την κοιτάζει εξεταστικά.

ΤΟΝΙΑ

Έλα, μην φοβάσαι, άνοιξέ μου την καρδιά σου. Χτες με γλίτωσες από κάποιους αλήτες που με κυνηγούσαν και σήμερα μου έφερες σοκολάτες. Κι εγώ δεν σ'ευχαρίστησα η γαϊδούρα. Σ'ευχαριστώ λοιπόν. Εσύ δεν θα μου πεις τίποτα;

Ο Λούκι συνεχίζει να την ανιχνεύει. Τελικά, αποφασίζει  να της πει δυο λόγια.

ΛΟΥΚΙ

Κάποτε, ήμουν φύλακας εδώ πέρα. Στο Λούνα Παρκ. Πριν το κλείσουν. Ύστερα...

ΤΟΝΙΑ

(με ενδιαφέρον)

Τι συνέβη ύστερα; Έκανες τίποτα κακό;

ΛΟΥΚΙ

Στο Τρενάκι του Τρόμου... Εκεί βρήκαν το αγοράκι. Ήταν πολύ αργά.

ΤΟΝΙΑ

Τι συνέβη;

Ο Λούκι αργεί να της απαντήσει, φαίνεται να ταξιδεύει στο παρελθόν σε κάποια επώδυνη εμπειρία. Το πρόσωπό του γίνεται μια μάσκα πόνου καθώς ξαναζεί την εμπειρία που άλλαξε όλη τη ζωή του.

ΤΟΝΙΑ

(με τρυφερότητα)

Αν δεν μπορείς ή δε θέλεις...

 

ΛΟΥΚΙ

Ο μικρός... τον θυμάμαι, ένα όμορφο, ζωηρό αγόρι... ήθελε να μπει στο Τρενάκι. Η μητέρα του δεν το άφηνε, εκείνο επέμενε... τελικά, έκατσε στο βαγονάκι του μαζί με τον αδελφό του αλλά δεν ήξεραν...

 

Ο Λούκι κρύβει το πρόσωπό του στις παλάμες του.

ΤΟΝΙΑ

(αναζητά το χέρι του)

Λούκι, δεν θέλω να...

ΛΟΥΚΙ

…δεν ήξεραν ότι μέσα στο βαγόνι, σ'αυτό το καταραμένο βαγόνι είχε κρυφτεί μια οχιά. Όταν βγήκε το βαγόνι από μέσα το ένα παιδάκι...

ΤΟΝΙΑ

(σοκαρισμένη)

Ω, θεέ μου! Και θεώρησαν υπεύθυνο εσένα;

ΛΟΥΚΙ

Με απέλυσαν αμέσως. Παρά λίγο να με χώσουν μέσα. Δεν... δεν το ήθελα... τα έλεγξα όλα τα βαγόνια, δεν είδα το φίδι... αλήθεια λέω, δεν το είδα το γαμημένο!

Ο Λούκι αναλύεται σε λυγμούς.

Η καρδιά της Τόνιας πάει να σπάσει. Αυτός ο άνθρωπος τιμωρούσε τον εαυτό του κάθε μέρα για το θάνατο εκείνου του αγοριού πριν από χρόνια. Και με την φασαρία που έγινε έκλεισε και το Λούνα Παρκ. Καμιά μητέρα δεν μπορούσε να εμπιστευτεί πια τα παιδιά της σε μια βόλτα με το Τρενάκι του Θανάτου.

Η Τόνια απλώνει το χέρι της και αγγίζει τα μαλλιά του Λούκι.

ΤΟΝΙΑ

(με τρυφερότητα)

Δεν... δεν έφταιγες εσύ καλέ μου. Πώς θα μπορούσες να φταις;

Ο Λούκι τραντάζεται απ’το κλάμα και πέφτει στην κουβέρτα στο πάτωμα σε στάση εμβρύου.

Κάποια στιγμή μετά από ώρα η Τόνια τον αγγίζει στην πλάτη.

ΤΟΝΙΑ

Εγώ φταίω… να με συγχωρείς… καληνύχτα…

 

Ο Λούκι δεν της απαντά. Η κοπέλα ξαπλώνει στο κρεβάτι της. Ο Λένος γρατζουνάει το πουλόβερ της και η Τόνια τον αφήνει πιο κει για να κοιμηθεί κι εκείνη.

Τα μάτια της είναι υγρά από τα δάκρυα.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Στην πάλαι ποτέ είσοδο του Λούνα Παρκ.

ΤΖΙΜΗΣ

Σιγά σιγά και αλαφροπατώντας θα πηγαίνετε. Σαν γάτες. Ο φακός σχετικά χαμηλά και αν θέλετε να πείτε κάτι, ψιθυριστά

Οι τέσσερις άντρες περνούν την είσοδο του περιφραγμένου χώρου και φτάνουν κοντά στον Μεγάλο Κλόουν με το κόκκινο σακάκι και το κίτρινο παντελόνι.

Ξαφνικά, ο Τζίμης τους σταματά.

ΤΖΙΜΗΣ

Καλύτερα να χωριστούμε. Κάπο, μαζί μου. Εσείς οι δυο θα πάτε από την κάτω πλευρά. Ραντεβού ξανά εδώ. Άντε, σπάστε τώρα!

Ο Κόκκινος με τον Ρούχα κάνουν μεταβολή και χάνονται πίσω από τις εγκαταστάσεις του ‘Μαγικού Ιπποδρόμου’, προς την παραλία.

ΤΖΙΜΗΣ

(χτυπώντας τον Κάπο στην πλάτη)

Πάμε κι εμείς.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στην παράγκα του Λούκι.

Η Τόνια δεν έχει ύπνο.

ΤΟΝΙΑ

(σκεπτόμενη συνεχώς στο σπίτι της στην Θεσ/νίκη, τη μάνα της και τον αδερφό της)

(χαϊδεύοντας το κεφαλάκι του γατιού που παίζει με τα ρούχα της)

(δακρυσμένη)

Πόσο σας πλήγωσα αυτά τα χρόνια… Πόσο μόνη είμαι κι εγώ όμως, αν ξέρατε πόσο...

Και τότε τους ακούει για πρώτη φορά.

Στην αρχή είναι ψίθυροι. Όπως όταν μιλούν κάποιοι στο σινεμά, όταν παίζει η ταινία, Θα πρέπει να είναι δυο ή τρεις.

Και κάτι ψάχνουν.

Η Τόνια αναστατώνεται Κοιτά τον Λούκι. Ροχαλίζει βαριά. Θα πρέπει να είναι ξεθεωμένος. Δεν τον ενοχλεί.

Οι φωνές ακούγονται πιο κοντά. Δεν είναι τρεις, δυο είναι και ο ένας από τους δυο είναι σίγουρα ο Κόκκινος. Την φωνή του θα την αναγνώριζε ανάμεσα σε χιλιάδες.

Η Τόνια σηκώνεται από το κρεβάτι, ανοίγει προσεκτικά την πορτούλα της παράγκας και τεντώνει τ'αυτιά της.

Οι φωνές έρχονται από αριστερά. Ξέρει λοιπόν προς τα που πρέπει να πάει.

Γυρίζει για τελευταία φορά το βλέμμα της προς τα μέσα.

ΤΟΝΙΑ

(ψιθυριστά, συγκινημένη)

Γεια σου Λούκι. Και καλή τύχη. Μακάρι κάποτε να ξανασυναντηθούμε

Κρύβει το γατάκι στο μπουφάν της και φεύγει προς τα δεξιά, φροντίζοντας να κάνει όσο λιγότερο θόρυβο.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Η Τόνια μόνη της, σε κάποια περιοχή, στο πίσω μέρος των εγκαταστάσεων του Λούνα Παρκ.

Έχει περπατήσει κανένα πεντάλεπτο. Κοιτά ολόγυρα. Χαμογελά ικανοποιημένη.

ΤΟΝΙΑ

Σε λίγο θα βγω στην παραλιακή και...

ΦΩΝΗ ΑΝΤΡΑ

Να'τη!

Η φωνή ακούγεται από τ’αριστερά της και βλέπει δυο δέσμες φακών να τη σημαδεύουν.

ΤΟΝΙΑ

Γαμώτο!

Αρχίζει να τρέχει χωρίς προφυλάξεις προς το Λούνα Παρκ.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Στην ίδια περιοχή. Ο Κόκκινος και ο Ρούχας με αναμμένους τους φακούς καταδιώκουν την Τόνια.

ΚΟΚΚΙΝΟΣ

Τη βρήκαμε. Τη βρήκαμε!

ΡΟΥΧΑΣ

Ο Τζίμης είχε δίκιο λοιπόν, εδώ είναι η πριγκηπέσα!

Επιταχύνουν το βήμα τους στο κατόπι της κοπέλας.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Σε κάποια γειτονική περιοχή του ευρύτερου χώρου του Λούνα Παρκ.

ΤΖΙΜΗΣ

Ποδοβολητά… τα ακούς;

ΚΑΠΟΣ

Ναι… Προς τα πίσω Τζίμη, πάμε!

Κάνουν μεταβολή κι αρχίζουν να τρέχουν προς την πηγή της φασαρίας.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Κοντά στο Τρενάκι του Τρόμου.

Η Τόνια κινδυνεύει  να κυκλωθεί από την συμμορία. Ο Κόκκινος με τον Ρούχα είναι στο κατόπι της ενώ στο βάθος, κάπου δεξιά της διακρίνει δυο άλλες φιγούρες. Είναι σίγουρη πως είναι ο Τζίμης με τον Ρούχα που τρέχουν κι αυτοί προς το μέρος της.

Κοιτά αριστερά της. Το αίμα της παγώνει.

Μια τεράστια χαρτονένια, γριά μάγισσα, με σκούφο, μυτερό καπέλο και σάπια δόντια και μια σκούπα στα χέρια την υποδέχεται στο Τρενάκι του Τρόμου.

Δεν το σκέφτεται πολύ. Στρίβει και χώνεται στην ανοιχτή είσοδο που κάποτε εισέρχονταν τα μικρά βαγονέτα πάνω στις ράγες τους.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Έξω από το Τρενάκι του Τρόμου.

Οι τέσσερις της συμμορίας φτάνουν μπροστά από την πελώρια, ξεδοντιάρα μάγισσα δευτερόλεπτα μετά. Δεν έχουν δει πού έχει χωθεί η μικρή και κοιτούν εξεταστικά ολόγυρα λαχανιασμένοι και σε έξαψη.

ΡΟΥΧΑΣ

(παλεύει να πάρει ανάσα)

Που στο δαίμονα χάθηκε;

ΚΟΚΚΙΝΟΣ

Ίδρωσες… Θέλεις δίαιτα…

ΡΟΥΧΑΣ

Και τη μάνα σου θέλω αλλά…

Κάτι πάει να πει ο Κόκκινος αλλά ο Τζίμης τους σταματάει.

ΤΖΙΜΗΣ

(λαχανιασμένος κι αυτός)

Κόψτε τώρα τις μαλακίες μην σας κόψω τον κώλο.

ΚΑΠΟΣ

(ο πιο ήρεμος)

Όπου και να είναι, κάπου εδώ γύρω έχει τρυπώσει το ποντικάκι.

ΤΖΙΜΗΣ

Λοιπόν μάγκες, αρχίστε το ψάξιμο. Ο καθένας μόνος του. Μην αφήσετε ούτε πέτρα που να μην σηκώσετε. Δεν μου γλιτώνει το μικρό. Και θα πληρώσει πολύ ακριβά για αυτό το βραδινό κυνηγητό!

Οι τέσσερις άντρες με αργό και σταθερό βήμα πλέον χωρίζουν για να εκτελέσουν την εντολή του Τζίμη.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Μέσα στο Τρενάκι του Τρόμου.

Η Τόνια έχει χωθεί, έχει κουλουριαστεί για την ακρίβεια μέσα σε ένα παλιό βαγόνι αγκαλιά με το γατάκι της.

ΤΟΝΙΑ

(μονολογεί)

Σαν την οχιά…

Την διαπερνά ένα ρίγος. Εδώ που βρίσκεται, μέσα στη σκοτεινή σήραγγα, μπορεί να ακούει τα πάντα και τον παραμικρό ήχο. Αλλά πρέπει να προσέχει. Η ηχώ του χώρου πολλαπλασιάζει και τη δική της φωνή ως και την ανάσα της.

Βγάζει το μικρό γατί και το φιλά τρυφερά.

ΤΟΝΙΑ

(του ψιθυρίζει στο αυτάκι του)

Μην με προδώσεις Λένο…

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Στην πίστα των συγκρουόμενων.

Ο Ρούχας πατά τώρα την πίστα των συγκρουόμενων και περνά  ανάμεσα στα παρατημένα, εγκαταλελειμμένα ηλεκτροκίνητα οχήματα της πίστας.

Σε κάθε ένα ρίχνει μια ματιά με τον φακό του και προχωρά στο επόμενο.

Δεν προλαβαίνει ούτε κιχ να κάνει όταν κάποια στιγμή που σηκώνει το φακό του βλέπει τη δέσμη να πέφτει πάνω σε ένα γίγαντα με μακριά μαλλιά και γένια που τον κοιτά λες και το'χει σκάσει από την Κόλαση.

Το τελευταίο πράγμα που νιώθει πριν βυθιστεί για πάντα στο σκοτάδι είναι ο γδούπος από το κεφάλι του που σκάει  πάνω στην πίστα και ανοίγει σαν πεπόνι.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Στη λίμνη με τις βαρκούλες.

Ο Κόκκινος έχει μπροστά του μια ολόμαυρη, βρόμικη μικρή λίμνη και κοιτά με καχυποψία τις μικρές βαρκούλες που πλέουν πάνω της.

Αποφασίζει να ρίξει μια πιο κοντινή ματιά και μπαίνει με δυσκολία σε μια απ'αυτές που παρά λίγο να διαλυθεί και να τον αδειάσει στο νερό.

ΚΟΚΚΙΝΟΣ

Να πάρει η οργή!

Αποφασίζει αμέσως να περάσει στην επόμενη. Και λίγο αφότου το καταφέρνει ικανοποιημένος, ακούει τον περίεργο παφλασμό, στρίβει το κεφάλι του και αντικρίζει το πιο τρομερό θέαμα της ζωής του.

Μέσα από τη ρηχή λίμνη, σαν το τέρας του Λοχ Νες, αναδύεται ένα θεόρατο όν με το στόμα ορθάνοιχτο και τα σάπια δόντια του να απειλούν να τον καταβροχθίσουν.

Ο Κόκκινος τα χρειάζεται, χάνει την εύθραυστη ισορροπία του και βρίσκεται μέσα στο νερό.

Εκεί τελειώνει και η ζωή του με μια χοντρή αρβύλα να συνθλίβει με αφάνταστη μανία το σβέρκο του.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Στο Τρενάκι του Τρόμου.

Το μικρό γατί είναι ανήσυχο.

ΤΟΝΙΑ

(προσπαθεί να το ησυχάσει αλλά μάταια)

Σσσ, ησύχασε μωρό μου.

Φαίνεται πως πεινάει πάλι και εκείνη δεν έχει τίποτε μαζί της να το ταΐσει. Το ζωάκι όμως δεν λέει να ηρεμήσει κι αρχίζει να μην θέλει πια τα χάδια και το χουζούρι. Θέλει να τρέξει, να κινηθεί και την γρατζουνάει συνέχεια.

ΤΟΝΙΑ

Έλα βρε Λένο, βρήκες την ώρα. Μετά θα παίξουμε, στο υπόσχομαι, μετά...

Και ξαφνικά ακούει κάποια πολύ γνώριμη φωνή και το αίμα της παγώνει.

ΤΖΙΜΗΣ

Τόνια; Τόνια εδώ μέσα είσαι;

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Στο Μύλο.

Ο Κάπος χαζεύει τον πανύψηλο Μύλο. Είναι αλήθεια πολύ όμορφος. Δεν είχε πάει ποτέ του σε Λούνα Παρκ, μονάχα στα έργα στο σινεμά είχε δει κάτι παρόμοιο, αλλά θα στοιχημάτιζε ότι μερικοί γύροι με αυτό τον Τροχό θα ήταν πολύ ωραίοι.

Πρέπει να ψάξει τώρα όλα τα βαγονάκια; Δεν ήταν και ό,τι ευκολότερο αλλά αποφασίζει να μπει μονάχα σε ένα, δυο απ'αυτά. Στο κάτω κάτω η μικρή δεν είναι ο Ταρζάν να σκαρφαλώσει στον Μύλο και να πάει να κρυφτεί πάνω, έτσι δεν είναι;

Ο Κάπος μπαίνει στο πρώτο βαγονάκι και κάθεται.

ΚΑΠΟΣ

Μωρέ, μακάρι να δούλευε τούτο το μαραφέτι και να κάνω κανένα γύρο, να δω την Αθήνα από ψηλά.

Σαν απάντηση στην επιθυμία του, εκείνη τη στιγμή νιώθει το Μύλο να…  κουνιέται, να γυρίζει. Μα, το μόνο πράγμα που γυρίζει και μάλιστα πολύ δυνατά, είναι το βαγονάκι του και ώσπου να καταλάβει τι του συμβαίνει, έχει βρεθεί στο χαλίκι, πεσμένος μπρούμυτα, με τα μούτρα του σπασμένα και τη μύτη του γεμάτη μύξες και αίματα.

Γυρίζει ανάσκελα με όση δύναμη έχει και αυτό που αντικρίζει να ορθώνεται πάνω από το κεφάλι του είναι πέρα από κάθε περιγραφή. Ένας γίγαντας, ένας μακρυμάλλης, παλτοφορεμένος γίγαντας! Τα ρούχα του στάζουν νερό και έτσι όπως σήκωσε το ποδάρι του και το έφερε πάνω από το πρόσωπό του, δεν έχει καμιά αμφιβολία. Υπάρχει Κόλαση, έχει κιόλας πεθάνει και αυτός είναι ο Βεελζεβούλ αυτοπροσώπως!

Ο Κάπος κλείνει τα μάτια του και προλαβαίνει να πει δυο αράδες από μια ξεχασμένη προσευχή της μάνας του πριν η τεράστια αρβύλα του Άρχοντα της Κόλασης κομματιάσει σαν ρόδι το κρανίο του.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Στο Τρενάκι του Τρόμου.

ΤΖΙΜΗΣ

Τόνια... Τόνια μωράκι μου... εδώ είσαι ε; Που αλλού θα πήγαινες; Πάντα σου άρεσαν οι ταινίες τρόμου, με τις ώρες δε καθόσουνα στη τηλεόραση κι έβλεπες αυτές τις αηδίες;

Η Τόνια έχει κοκαλώσει στην θέση της και προσπαθεί να μην βγάζει άχνα. Ο Λένος όμως; Το μικρό γατάκι έχει  δραπετεύσει. Τώρα θα πρέπει να κάνει τις βόλτες του στο βάθος της σήραγγας, ψάχνοντας ίσως για νερό ή απλά για να παίξει.

Η δέσμη του φακού χορεύει μέσα στο σκοτάδι και η Τόνια τη βλέπει να στενεύει όλο και περισσότερο καθώς χτυπά στην οροφή της σήραγγας.

Ο Τζίμης πλησιάζει.

ΤΟΝΙΑ

Ας είμαι ψύχραιμη, μονάχα να είμαι ήρεμη και να μην φοβάμαι…

(επαναλαμβάνει σαν προσευχή, σαν βουδιστικό μάντρα)

Ψύχραιμη, ψύχραιμη...

ΤΖΙΜΗΣ

Ωπ! Τι είσαι εσύ; Που βρέθηκες εδώ;

Ο Τζίμης έχει εντοπίσει το μικρό γατάκι με το φακό του και τώρα το κρατά κρεμασμένο από το δεξί του χέρι σαν ακριβό τρόπαιο.

ΤΖΙΜΗΣ

(αυτοσχεδιάζει ένα τραγουδάκι)

Τι έχουμε εδώ; Ένα όμορφο μικρό γατάκι, που αν περάσει λίγη ώρα/ και δεν βρω την Τόνια/ θα καταλήξει στο χαντάκι/ με σπασμένο κεφαλάκι…

Η Τόνια ακούει το τραγούδι του Τζίμη και αναστατώνεται. Είναι ικανός να του κάνει κακό και δακρύζει. Όμως δεν θέλει να προδώσει τη θέση της. Σφίγγει τα δόντια να μην κραυγάσει, να μην ουρλιάξει.

Παρακολουθεί τη δέσμη του φωτός. Ο Τζίμης θα πρέπει να απέχει λιγότερο από τρία ή τέσσερα μέτρα.

ΤΖΙΜΗΣ

Λοιπόν δεσποινίς; Αν είσαι εδώ, αποκαλύψου τώρα! Έτσι ή αλλιώς θα το συντρίψω το γαμημένο αυτό το γάτο που με έχει καταγδάρει. Αν θέλεις να τον σώσεις…

ΤΟΝΙΑ

(τρομοκρατημένη)

Εντάξει. Βγαίνω, μην το πειράξεις!

Ο Τζίμης κατεβάζει το φακό προς το βαγόνι και βγάζει ένα βροντερό γέλιο. Έχει νικήσει και πάλι. Την ξετρύπωσε την πουτανίτσα.

Ύστερα ρίχνει μια ματιά στο μικρό αιχμάλωτό του που κρέμεται από το δεξί του χέρι και πασχίζει να ελευθερωθεί.

Αποφασίζει τελικά να το εκσφενδονίσει στον τοίχο. Είναι κάτι που έκανε όταν ήταν παιδί με τους φίλους του και το απολάμβανε πολύ. Σκυλιά και γατιά είχαν μαρτυρήσει στα χέρια του.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Στο Τρενάκι του Τρόμου.

Την ίδια ώρα που η Τόνια βγαίνει από την στενόχωρη κρυψώνα της και ο Τζίμης ετοιμάζεται να πολτοποιήσει στον τοίχο ένα ανυπεράσπιστο ζώο, ο Λούκι ορθώνεται σαν τοίχος που σηκώνεται από τη γη προς τον ουρανό μέσα σε χρόνο μηδέν και κλείνει το οπτικό πεδίο του Τζίμη.

ΤΖΙΜΗΣ

Μα, τι διάολ...

 

Αυτό προλαβαίνει να πει πριν την πανύψηλη σκιά που τον έχει ακινητοποιήσει και ακούσει το χέρι του να σπάει και το μικρό γατί να απελευθερώνεται.

ΤΟΝΙΑ

(γεμάτη χαρά)

Λούκι! Εσύ;

Ο Τζίμης έχει πέσει στις ράγες σφαδάζοντας από τους πόνους όμως μπορεί να εστιάσει με το φακό του στον γίγαντα που του είχε χαλάσει τα σχέδια. Κι ύστερα να βγάλει από το τζάκετ του το πιστόλι του.

ΤΟΝΙΑ

Λένο, Λένο! Ψι, ψι, ψι, που είσαι αγάπη μου;

ΛΟΥΚΙ

(τραβώντας την Τόνια από το χέρι)

Πάμε να φύγουμε

Ο Λούκι δεν έχει σκοπό να επιστρέψει στον πεσμένο Τζίμη και να τον αποτελειώσει.

Κι αυτό είναι το λάθος του.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Στο Τρενάκι του Τρόμου.

Μέσα στο σκοτεινό τούνελ που κάποτε φιλοξενούσε το Τρενάκι του Τρόμου, η Τόνια συνεχίζει να ψάχνει το γατί.

Έχει απομακρυνθεί αρκετά όταν ακούει τον πυροβολισμό. Βγάζει ένα ουρλιαχτό, γυρίζοντας το κεφάλι της προς την πηγή της ακαριαίας αστραπής και βλέπει τον γίγαντα να σωριάζεται σαν πύργος στις ράγες.

Ο Λούκι μπόρεσε να τον δει μονάχα την τελευταία στιγμή. Πρόλαβε να σηκώσει το άρβυλό του και να το κατεβάσει με δύναμη θανάτου πάνω στο λαιμό του Τζίμη, μια στιγμή όμως αργότερα από την εκπυρσοκρότηση του όπλου. Ο Τζίμης με σπασμένο το σβέρκο είχε παραδώσει το πνεύμα του όμως πρόλαβε να πάρει μαζί του και τον πρώην φύλακα του Λούνα Παρκ.

ΤΟΝΙΑ

(σπεύδει προς τον πεσμένο φίλο της που αιμορραγεί θανατηφόρα)

Λούκι! Λούκι!

ΛΟΥΚΙ

(ξεχυψώντας)

Φύγε, φύγε πριν έρθει η Αστυνομία.

Η Τόνια τον χαϊδεύει, τον φιλά και κλαίει σαν μωρό παιδί.

ΤΟΝΙΑ

(κρατώντας του το χέρι)

Εγώ φταίω, εγώ...

Ο Λούκι φέρνει δειλά την παλάμη του και αγγίζει τα μαλλιά της Τόνιας.

ΛΟΥΚΙ

(ψελλίζει)

Να με θυμάσαι κορίτσι. Θέλω να υπάρχει κάποιος να με θυμ...

Ο Λούκι ξεψυχά.

ΤΟΝΙΑ

Όχι, όχι ρε γαμώτο, όχι!

Η Τόνια κραυγάζει κρατώντας από το πέτο το άψυχο κουφάρι του φίλου της, του μοναδικού της φίλου.

ΤΟΝΙΑ

Καταραμένη να είσαι, μ'ακούς; Καταραμένη!

Η νεαρή κοπέλα σκυμμένη ακόμα πάνω απ’το νεκρό Λούκι ουρλιάζει με όλη τη δύναμή της και απευθύνεται στη ζωή της αλλά και στην ίδια...

 

 

ΤΕΛΟΣ