ΑΝΤΙΓΟΝΗ

 

‘ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΩΝ ΤΡΕΝΩΝ’

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Τέλη Μάρτη. Σύγχρονη εποχή. Σε κάποιο βαγόνι αμαξοστοιχίας Αθήνας – Θεσσαλονίκης.

Υπάρχουν ελάχιστοι επιβάτες. Σε μια θέση, δίπλα σε παράθυρο, κάθεται ο συγγραφέας Αντρέας Αφοσιωμένος Ένας άντρας γύρω στα 40 με άναρχο μαλλί, στοχαστικό βλέμμα, ευχάριστο πρόσωπο και αρκετά εμφανίσιμος.

Ταξιδεύει προς την επαρχιακή πόλη Κ. καλεσμένος από την Αντιγόνη, μια φίλη που δεν έχει γνωρίσει ποτέ από κοντά αλλά μέσω του ιστολογίου του.

Ο νους του Αντρέα ταξιδεύει στο χθες.

 

[ΕΝΑΛΛΑΓΗ ΤΟΠΙΩΝ ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΤΗΝ ΑΦΗΓΗΣΗ]

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Δεν το περίμενα, όμως τα τρένα είχαν εξελιχθεί πολύ από την εποχή που για τελευταία φορά είχα αποφασίσει να κάνω ένα ταξίδι εμπιστευόμενος τις υπηρεσίες των ελληνικών σιδηροδρόμων.

Στα νιάτα μου δεν ήμουν ‘άνθρωπος των τρένων’. Αυτή ήταν μια φράση ενός κουλτουριάρη θείου μου... Εκείνος ήταν υπάλληλος στον ΣΕΚ και είχε φάει όλη του τη ζωή σε μεταθέσεις. Δεν υπήρχε κατσικοχώρι και ερημότοπος που να μην τον είχε φιλοξενήσει στις πρώτες δεκαετίες μετά τον πόλεμο.

Μαζί του έσερνε και τη θειά μου και μέχρι κάποιας ηλικίας και τα τρία παιδιά του. Δεν είχε ζήσει εύκολη ζωή ο θειός μου αυτός και καθώς είχε και την στάμπα του ‘εαμίτη’ στο φάκελό του, δεν υπήρχε τρόπος να την κάνει ευκολότερη.

 

[ΣΚΗΝΗ ΑΠΌ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑ]

Τον θυμάμαι να γέρνει προς το μέρος μου, καθισμένος σε κείνη την ειδικά διαμορφωμένη πολυθρόνα που πια κόντευε να γίνει ένα αξεχώριστο όλο με το πληθωρικό του σώμα και να μού ψιθυρίζει, σχεδόν συνωμοτικά:

ΘΕΙΟΣ ΚΩΣΤΑΣ

Τρείς τύποι ανθρώπων υπάρχουν Αντρέα μου… οι άνθρωποι των δρόμων, οι άνθρωποι των τρένων και οι άνθρωποι των καναπέδων…

Θυμάμαι πως χαμογελούσα προσπαθώντας ταυτόχρονα να αποφεύγω την ακτίνα δράσης της αναπνοής του που είχε μια παράξενη οσμή. Ο θείος είχε υπέρταση από νέος και στα γεράματα έπαιρνε σκόρδο. Υπήρχαν μέρες που δεν μπορούσες να τον ζυγώσεις.

ΕΦΗΒΟΣ ΑΝΤΡΕΑΣ

Και ποιοι είναι ποιοι θείε;

ΘΕΙΟΣ ΚΩΣΤΑΣ

(με στοχαστικό ύφος)

Οι άνθρωποι των δρόμων είναι αυτοί που αλλάζουν τον κόσμο με τα χέρια τους. Οι άνθρωποι των τρένων είναι αυτοί που αλλάζουν τον κόσμο με τη σκέψη τους…

ΕΦΗΒΟΣ ΑΝΤΡΕΑΣ

Και οι τελευταίοι;

ΘΕΙΟΣ ΚΩΣΤΑΣ

(γελώντας βροντερά)

Αυτοί υφίστανται τις συνέπειες.

Έπειτα έμπαινε στο σαλόνι η θεία, τον μάλωνε που μού έλεγε τα ίδια και τα ίδια αλλά θυμάμαι πως κάποια μέρα, όταν είχε αρρωστήσει για τα καλά και ήταν στα τελευταία του, τόλμησα να τον ρωτήσω.

ΝΕΑΡΟΣ ΑΝΤΡΕΑΣ

Εσύ θείε, σε ποια κατηγορία ανήκεις;

ΘΕΙΟΣ ΚΩΣΤΑΣ

(με ζωηρεμένο βλέμμα)

Εγώ ανιψιέ μου ήμουν στο ΕΑΜ… πίστευα ότι θα αλλάζαμε τον κόσμο… με συνέλαβαν δυο φορές, με καταδίκασαν, το έσκασα, γλίτωσα… έπιασα δουλειά, έκανα οικογένεια… μεγάλωσα τις ξαδέρφες σου… κάθισα στην πολυθρόνα μου… κατάλαβες;

ΝΕΑΡΟΣ ΑΝΤΡΕΑΣ

Κατάλαβα θείε μου.

Έτσι είπα όμως δεν είχα καταλάβει απολύτως.

Τα σκεφτόμουν όλα τούτα πάλι καθώς κοιτούσα έξω από παράθυρο να περνούν τα δέντρα και τα χωράφια και τα σπίτια και να αλλάζουν διαρκώς τα σκηνικά με μένα παρατηρητή.

Το ταξίδι με το τρένο ευνοεί την αναπόληση, την ονειροπόληση ακόμα και την εσωτερική γραφή. Είσαι ‘ακίνητος’ μέσα σε ένα βαγόνι, διασχίζεις κάμπους και βουνά, περνάς από χωριά και πόλεις κι ανάλογα συμβαίνουν μέσα σου. Άνθρωποι που γνώρισες, τοπία, καταστάσεις, συμβάντα, γεγονότα… ξανά και ξανά… ύστερα αναζητάς κάποια στιγμή το μπαρ… ένα καφεδάκι, ένα τσιγάρο, μια διαφυγή… το ίδιο το ταξίδι είναι πάντα μια διαφυγή βέβαια όμως…

 

Ο ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΣ ΤΜΗΜΑΤΑΡΧΗΣ

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Ο Αντρέας έχει σηκωθεί από τη θέση του και βαδίζει προς το διάδρομο, προς το τέλος του βαγονιού.

Στο στενόχωρο διάδρομο διασταυρώνεται με κάποιον ηλικιωμένο συνεπιβάτη. Ο Αντρέας μαζεύει το σώμα του όσο μπορεί για να διευκολύνει να περάσει. Ο άντρας κρατάει και ένα χαρτοφύλακα. Όμως σκοντάφτει και πέφτει πάνω στον Αντρέα.

ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΣΥΝΕΠΙΒΑΤΗΣ

Ωπ! Να με συγχωρείτε!

ΑΝΤΡΕΑΣ

Δεν υπάρχει πρόβλημα.

Ο Αντρέας μαζεύει το σώμα του για να διευκολύνει τον συνεπιβάτη του.

ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΣΥΝΕΠΙΒΆΤΗΣ

(χαμογελώντας)

Ευχαριστώ.

Ο Αντρέας τον παρατηρεί. Έχει ένα αυστηρό, καθαρό πρόσωπο ο άνθρωπος αυτός. Καλοντυμένος, ευπρεπής, παλαιάς κοπής.

ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΣΥΝΕΠΙΒΑΤΗΣ

Πάτε στο μπαρ;

ΑΝΤΡΕΑΣ

Ναι…

ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΣΥΝΕΠΙΒΑΤΗΣ

Είναι κλειστό… θ’ανοίξει σε λίγο … από κει έρχομαι.

Αυτή η πληροφορία οδηγεί τον Αντρέα να επιστρέψει στη δική του θέση στο παράθυρο.

ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΣΥΝΕΠΙΒΑΤΗΣ

Όταν είναι θ’ακούσουμε ανακοίνωση, έτσι μού είπαν.

Ο ηλικιωμένος άντρας κάθεται λοξά και αριστερά από τον Αντρέα. Τον βλέπει να βγάζει ένα μαντήλι από το πέτο του, να καθαρίζει τη μύτη του και να το διπλώνει πάνω στο δεξιό μηρό του.

Ο Αντρέας γυρνά το βλέμμα του ξανά στα εναλλασσόμενα τοπία έξω από το τζάμι. Έχει αρχίσει να σουρουπώνει. Πέφτει το βλέμμα του στο κλειστό βιβλίο στο μικρό τραπεζάκι. Δεν το έχει ανοίξει ως τώρα.

ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΣΥΝΕΠΙΒΆΤΗΣ

Πιστεύετε πως είμαστε ενσυνείδητα όντα κύριε… δεν γνωρίζω το όνομά σας…

Ο Αντρέας γυρνά και κοιτά τον άνθρωπο με τον χαρτοφύλακα. Έχει βγάλει το σακάκι του, το έχει διπλώσει με επιμέλεια πάνω στα γόνατά του και τον κοιτά με ένα σταθερό, κάπως ανατριχιαστικό βλέμμα.

Και περιμένει απάντηση στο ερώτημά του.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Αντρέας… το ψηλαφούμε.

ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΣΥΝΕΠΙΒΑΤΗΣ

(ευγενικά)

Ιωσήφ Κεντρόπουλος, πρώην τμηματάρχης στο παλαιό Υπουργείο Γεωργίας… συνταξιούχος πλέον εδώ και χρόνια… χαίρω πολύ Αντρέα. Και τώρα ας ασχοληθώ με την ενδιαφέρουσα απάντησή σου… εκτός αν θέλεις να μείνεις στις σκέψεις σου ή να κάνεις κάτι άλλο… δεν επιθυμώ να γίνω ενοχλητικός.

Ο Αντρέας πρόσεξε το πέρασμα στον ενικό. Ο άνθρωπος ήθελε όσο τίποτε να συζητήσει.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Αφού το μπαρ είναι κλειστό…

ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

(απτόητος)

Σε λίγη ώρα θα σερβίρουν δείπνο. Νομίζω έχουμε δυο επιλογές. Κοτόπουλο με πατάτες ή ψάρι… μην με ρωτήσεις τι ψάρι γιατί δεν γνωρίζω…

ΑΝΤΡΕΑΣ

Δεν ξέρω αν θα φάω. Θέλω οπωσδήποτε καφέ και να καπνίσω ένα τσιγάρο.

Ο πρώην τμηματάρχης ανοίγει χαμογελώντας τον χαρτοφύλακά του και βγάζει ένα πακετάκι με υγρά χαρτομάντιλα. Αρχίζει με σχολαστικότητα χειρουργού να καθαρίζει ξανά και ξανά τα χέρια του. Όταν τελειώνει, διπλώνει και αυτό το μαντηλάκι και το απιθώνει στον άλλο του μηρό.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(μονολογεί)

Πέσαμε στην περίπτωση.

ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Λοιπόν, αυτό το ‘ψηλαφούμε’ που ανέφερες… πιστοποιεί και θα έλεγα τεκμηριώνει κατά κάποιον τρόπο την πρώτη μου εντύπωση για σένα.

Ο Αντρέας τον κοιτά με αυξημένο ενδιαφέρον.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Δηλαδή;

ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

(παίρνοντας ξανά το πρώην υγρό του μαντηλάκι για να επαναλάβει μερικές κινήσεις καθαρισμού σε σημεία των χεριών που ίσως να τού είχαν ξεφύγει)

Ε, δεν είναι δα και τόσο δύσκολο… Είσαι ερευνητής… συγγραφέας ίσως… μπορεί και δημοσιογράφος… όχι, το παίρνω πίσω… δεν είσαι δημοσιογράφος… οι δημοσιογράφοι είναι υπερκινητικοί και συνήθως απότομοι… είσαι ευγενικός, οι κινήσεις σου μελετημένες, προσεκτικές, ήρεμες… εσύ ίσως δεν είσαι ήρεμος… γιατί σκέφτεσαι… διαρκώς… άρα…

ΑΝΤΡΕΑΣ

Άρα;

ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Συγγραφέας… πάει και τελείωσε.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Εντάξει, το πέτυχες. Κάπως έτσι έχουν τα πράγματα.

Ο Κεντρόπουλος μειδιά ικανοποιημένος. Επιτέλους εγκαταλείπει στην ησυχία του το χιλιοταλαιπωρημένο μαντηλάκι και ακουμπάει τα χέρια του στα πόδια του.

ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Και λες ‘ψηλαφούμε’ που σημαίνει πως η έρευνά σου δεν έχει καταλήξει ακόμα κάπου. Είμαστε άραγε ενσυνείδητα όντα ή όχι; Δεν είσαι σίγουρος… κάποτε ίσως να ήσουν… κάποτε ήμουν κι εγώ… όμως τώρα έχουμε πάρει το δρόμο που δεν έχει γυρισμό.

Αρχίζει τώρα να καταπιάνεται με το σακάκι του. Το ξεδιπλώνει, το ξαναδιπλώνει καλύτερα, το απιθώνει ευλαβικά σαν βαρύτιμο αντικείμενο στο διπλανό του κάθισμα. Το κοιτά για μια στιγμή. Νιώθει ικανοποιημένος. Γυρνά και κοιτά τον Αντρέα πάλι.

Η ψυχαναγκαστική του διαταραχή έχει πιάσει τα χίλια!

 

ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΠΟΧΕΣ…

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στην ίδια αμαξοστοιχία. Στο ίδιο βαγόνι. Απογευματινό ταξίδι. Επιβάτες ο Αντρέας και ο συνταξιούχος τμηματάρχης Κεντρόπουλος. Και ίσως δυο, τρεις ακόμα.

ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

(απολογητικά)

Πάντα όταν ταξιδεύω είμαι νευρικός. Δηλαδή πάντα είμαι νευρικός… απλά όταν ταξιδεύω επιδεινώνεται η κατάστασή μου. Έτσι αρχίζω την κουβέντα. Κι έχω τρεις αγαπημένες ερωτήσεις. Εσένα σού έθεσα τη μια. Να σού πω τις άλλες δυο;

ΑΝΤΡΕΑΣ

Λέω να πάω μια βόλτα ως το μπαρ… ίσως άνοιξε και βαριούνται να το ανακοινώσουν.

Ο Κεντρόπουλος τον κοιτά θλιμμένα.

ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Να με συγχωρείς Αντρέα… σε κούρασα ήδη…

Ο Αντρέας το μετανιώνει και δεν σηκώνεται.

Ακούγεται μια ανακοίνωση. Όχι για το μπαρ. Πλησιάζουν στο χωριό Μ.

ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Αλήθεια, αν δεν είμαι αδιάκριτος, πού κατεβαίνεις;

Ρίχνει μια ματιά στο σακάκι, μετά στα χέρια του, είναι καθαρά, μετά στα μαντηλάκια, μετά πάλι στο σακάκι.

Ζαλάδα.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Στην Κ.

ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

(με λάμψη στο βλέμμα του)

Αλήθεια; Αυτός είναι ο τόπος μου.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Θα κατέβουμε μαζί λοιπόν.

ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Όχι, εγώ πάω ως το τέρμα της διαδρομής… επισκέπτομαι το γιο μου… σπουδάζει…

Ο Αντρέας κάνει ένα νεύμα αλλά μένει σιωπηλός.

Κι άλλη ανακοίνωση με το απαραίτητο ηχητικό σήμα. Σερβίρεται το φαγητό.

ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Ίσα που προλαβαίνεις να φας. Σε κανένα εικοσάλεπτο είναι ο σταθμός σου.

Αρχίζει να χαϊδεύει απαλά το σακάκι του με το πεντακάθαρο χέρι του. Τα μαντηλάκια στη θέση τους, όλα μια χαρά.

Ο Αντρέας κοιτά αδιάφορα έξω από το παράθυρο. Πιάνει να βρέχει. Σε λίγο η βροχή γίνεται μπόρα. Χαλάζι. Πέφτει πάνω στα παράθυρα με κρότο λες και μας πετροβολούν.

ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Χαρακτηριστικό της περιοχής. Ο πατέρας μου έλεγε ότι γεννηθήκαμε σε μια γωνιά του πλανήτη όπου κάθε μέρα ζούμε όλες τις εποχές. Το πρωί παγωνιά, το μεσημέρι ζέστη, το απόγευμα ανεμοθύελλες… παράξενα πράγματα.

Πάει να πιάσει πάλι το σακάκι αλλά τον διακόπτει η κοπέλα που μπαίνει στο βαγόνι με το τροχήλατο. Στο πάνω ράφι δυο μεγάλες κατσαρόλες. Στα κάτω ράφια πιάτα, κουβέρ κλπ. Ο Κεντρόπουλος σπεύδει να οργανωθεί.

Απλώνει ένα άλλο μαντήλι πάνω στα πόδια του. Η κοπέλα εξυπηρετεί τους μπροστινούς κι έπειτα έρχεται προς τα πίσω με ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό της. Είναι κοντούλα και νόστιμη.

Ο τμηματάρχης με το ολυμπιακό ρεκόρ των ψυχαναγκαστικών συνδρόμων επιλέγει το ψάρι. Ο Αντρέας το κοτόπουλο.

ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

(ενώ κοιτά προσεκτικά το πιάτο του πάνω στα πόδια του)

Τελικά θα φας ε;

ΑΝΤΡΕΑΣ

Ε, είπα να δοκιμάσω την κουζίνα της ταχείας.

(παρατηρώντας τον συνεπιβάτη του)

Γιατί δεν χρησιμοποιείς το τραπεζάκι;

ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Χα! Καλή ερώτηση φίλε μου. Ο ασφαλέστερος τρόπος να πέσει όλο πάνω μου και να με δει ο γιος μου τα μεσάνυχτα σε μαύρο χάλι.

Ο Αντρέας αποφασίζει να απολαύσει το φαγητό του και για λίγη ώρα πέφτει σιωπή στο βαγόνι. Όλοι τρώνε.

Περνούν δέκα λεπτά ακόμα, η κοπέλα μαζεύει τα πιάτα, ρωτά αν έχουν μείνει όλοι ευχαριστημένοι και χαμογελά ζεστά.

ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Σταμάτησε η βροχή… να δεις που όταν θα βγεις στο σταθμό θα πατάς πάνω στο χαλάζι… αλλά θα είσαι στεγνός.

Τα περιττά μαντηλάκια έχουν κρυφτεί στις φωλιές τους, νέα υγρά μαντηλάκια μιας χρήσεως έχουν καθαρίσει ξανά και ξανά τα χέρια του, το σακάκι διπλώθηκε και ξαναδιπλώθηκε, ένας ευτυχισμένος άνθρωπος.

Ο Αντρέας κοιτά το ρολόι του. Σε λίγο φτάνει στον προορισμό του.

ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Και σε ποιο σπίτι θα μείνεις, αν επιτρέπεις την όντως αδιάκριτη ερώτηση;

ΑΝΤΡΕΑΣ

Είμαι καλεσμένος μιας οικογένειας… είναι μεγάλη ιστορία.

ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Ποιας οικογένειας;

Ο συνταξιούχος τμηματάρχης εισπράττει ένα επιτιμητικό βλέμμα από τον Αντρέα.

ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Με συγχωρείς, υπερέβην τα εσκαμμένα.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Στο σπίτι του Μιχάλη Βάινα

Είναι η πρώτη φορά που η αντίδραση του ευγλωττότατου συνταξιδιώτη μου είναι η σιωπή. Μια παράξενη σιωπή όμως.

ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Μάλιστα…

ΑΝΤΡΕΑΣ

(κάπως ανήσυχος από την αντίδραση του Κεντρόπουλου)

Για να πω την αλήθεια δεν έχω γνωρίσει κανέναν τους. Μέσω της Αντιγόνης έγινε η επαφή.

Ο Κεντρόπουλος γυρνά ανήσυχος το κεφάλι του και τον κοιτάζει με ένταση.

ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Η οικογένεια αυτή βίωσε κάποτε μια μεγάλη τραγωδία.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Τραγωδία;

ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Ναι… η Αντιγόνη είναι η μικρότερη κόρη. Υπάρχει ακόμα η Ευμενία. Τρία χρόνια μεγαλύτερη και πρεσβυγενής… αλλά υπήρχε κι ένα ακόμα παιδί…

Ο Κεντρόπουλος στρέφει το βλέμμα του προς το ένα μαντηλάκι.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Τι έγινε με αυτό το παιδί;

ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

(με αναστεναγμό)

Σκοτώθηκε… έτσι μάθαμε… κανείς δεν ξέρει πως… δηλαδή ξέρουμε ότι έπεσε από την στέγη του σπιτιού τους και… ήταν μονάχα οκτώ ή εννιά… ο Ερρίκος. Η λατρεία της μητέρας και το καμάρι του πατέρα του…

ΑΝΤΡΕΑΣ

(σκύβοντας προς το μέρος του συνεπιβάτη του)

Πότε έγινε αυτό;

ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Πριν αρκετά χρόνια… δέκα ίσως… όλοι βυθίστηκαν στο πένθος… φοβερές στιγμές… αδύνατον να περιγραφούν φίλε μου…

Ο Αντρέας συνοφρυώνεται και σιγεί.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Δεν είχα ιδέα για όλα τούτα.

ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

(με διαφορετικό ύφος και φωνή)

Δεν ξέρω πως σε ανακάλυψε η μικρή. Όμως θα σού έλεγα να προσέχεις… και να μην μείνεις καιρό σε αυτό το σπίτι… και τώρα κάνε πως δεν τις άκουσες ποτέ αυτές τις φράσεις που ξεστόμισα.

Ο ηλικιωμένος άντρας καταπιάνεται και πάλι με τα διπλώματα και τα ξεδιπλώματα. Επίσης ένα νέο υγρό μαντηλάκι κάνει την εμφάνισή του και νέοι καθαρισμοί σε χέρια, πρόσωπο, λαιμό.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Με ‘ανακάλυψε’;

Ακούγεται η ανακοίνωση κι έπειτα ο Αντρέας σηκώνεται απ’τη θέση του.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(προτείνει το χέρι του)

Χάρηκα για τη γνωριμία.

ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

(σφίγγει με θέρμη)

Κι εγώ!

Μένουν σιωπηλοί και όταν σταματά η αμαξοστοιχία ο Αντρέας προχωρά προς την έξοδο σκεπτόμενος ότι ίσως έπρεπε να ανταλλάξει αριθμούς τηλεφώνου με τον άνθρωπο αυτό.

Τελικά αποφασίζει να κατέβει από το τρένο.

Έχει ήδη νυχτώσει.

 

Ο ΒΑΪΝΑΣ

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Στην αποβάθρα του σιδηροδρομικού σταθμού της πόλης Κ. Έχει βραδιάσει. Ο Αντρέας μόνος.

Ανάβει τσιγάρο και απολαμβάνει την ηδύτητα της νικοτίνης. Κάθεται στο μοναχικό παγκάκι του σταθμού πριν τηλεφωνήσει στον Βάινα.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

(καπνίζοντας)

Θα μπορούσα βέβαια και να μην τον ειδοποιήσω… να φύγω… να το σκάσω…  Θα βρω μια καλή δικαιολογία. Ήμουν άρρωστος, ξαφνικές υποχρεώσεις… κάτι θα σκαρώσω.

Ακούει την κόρνα ενός αυτοκινήτου. Βγαίνει από το παλαιό κτήριο του σταθμαρχείου και βλέπει δυο φωτεινές δέσμες να τον σημαδεύουν.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

(χαμογελώντας)

Σαν σκηνή από παλιό αμερικάνικο φιλμ-νουάρ. Ο μοναχικός ταξιδιώτης που φθάνει στον ακριτικό σταθμό μιας άγνωστης πόλης στη μέση του πουθενά και τον υποδέχεται… το πουθενά το ίδιο.

Το αυτοκίνητο ζυγώνει.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

Μπαίνω στο χορό. Θα χορέψω…

 

ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΤΕΡΑΣ ΠΟΥ ‘ΣΕΡΦΑΡΕΙ’ ΣΤΗΝ ΑΣΦΑΛΤΟ

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Ο Μιχάλης Βάινας έχει έρθει με το πολυτελές του αυτοκίνητο για να παραλάβει τον Αντρέα.

ΒΑΪΝΑΣ

(από το ανοιχτό παράθυρό του)

Καλώς τον. Πέρασε!

Ο Αντρέας ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού και δεν δυσκολεύεται να βολευτεί μέσα στην μαυλιστική πολυτέλεια του γερμανικού τετράτροχου θωρηκτού. Τα κρεμ δερμάτινα καθίσματα τον αγκαλιάζουν σχεδόν ερωτικά.

Ο Βάινας του απλώνει το χέρι του με τα δάχτυλα-λουκάνικα. Ο Αντρέας το σφίγγει δυνατά.

ΒΑΪΝΑΣ

Είχες καλό ταξίδι; Χαλάζι κι αυτό ε;.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Ενδιαφέρον ταξίδι. Παραγωγικό θα έλεγα.

Ο άντρας τον κοιτά με ένα εξεταστικό βλέμμα προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσει μάλλον τη λέξη ‘παραγωγικό’. Τελικά του χαμογελά κάπως πονηρά.

Ο Αντρέας μελετά τον Βάινα. Βραχύσωμος. παχουλός, ροδοκόκκινος, ντυμένος παράξενα, κακαίσθητα αλλά στο όριο, με μικρά μάτια και έξυπνο, αεικίνητο βλέμμα που σε ‘έκοβε και σε έραβε’ μέσα σε δευτερόλεπτα. Γύρω στα 50.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Ο κλασικός τύπος του νοικοκυραίου της ανερχόμενης μεσαίας τάξης που κατάφερε να πλουτίσει από την ένταξή του σε διάφορους χώρους και ομάδες, την απόκτηση και χρησιμοποίηση φίλων σε καίριες θέσεις και την περίφημη ‘ευελιξία’ του ‘ικανού και έξυπνου’.

Ο Αντρέας εντυπωσιάζεται από το αυτοκίνητο. Μια BMW της σειράς 7, πολυτελέστατη, ‘επιθετική’ και… εντελώς ασύμβατη με τον κάτοχό της.

Ο Βάινας αγγίζει ένα μοχλό και το πανάκριβο απόκτημά του, αθόρυβα και υπέροχα κυλά πάνω στο χωματόδρομο και στρίβει ρχοντικά για να βγει λίγο αργότερα στον επαρχιακό δρόμο που διασχίζει τη μικρή πόλη.

ΒΑΪΝΑΣ

Μάς περιμένουν, Η γυναίκα μου έχει μαγειρέψει. Από το πρωί ασχολείται. Την έβαλε βλέπεις η μικρή στη… δουλειά. Να σ’ευχαριστήσει.

Ο Βάινας έχει περάσει κι αυτός ομαλά και ήρεμα στον ενικό όπως το θαύμα της τεχνολογίας και της πολυτέλειας που οδηγεί γλιστρά πάνω στο ελεεινό οδόστρωμα της επαρχιακής οδού.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

(χαμογελώντας)

Φαίνεται κάπως αστείος έτσι στριμωγμένος στο κάθισμά του. Μοιάζει με τον οδηγό του πλούσιου αφεντικού που ‘δανείστηκε’ την λιμουζίνα και απολαμβάνει την παράνομη βόλτα του.

ΒΑΪΝΑΣ

Έχεις ξανάρθει στα μέρη μας;

ΑΝΤΡΕΑΣ

Όχι, πρώτη φορά.

Οι προβολείς της BMW σχίζουν το πυκνό σκοτάδι και δίνουν μια εξωπραγματική υπόσταση στα σκοτεινά αντικείμενα μπροστά.

Δεν ακούγεται ούτε ψίθυρος από τη μηχανή αυτού του τέρατος. Κάτι σαν φύσημα μονάχα όταν η ροπή αυξομειώνεται. Ο Βάινας είναι καλός οδηγός. Θα μπορούσες να κοιμηθείς μακαρίως ως τον προορισμό σου και να το απολαύσεις.

ΒΑΪΝΑΣ

Δεν λέει και τίποτα σπουδαίο η πόλη μας. Αλλά δεν θέλουμε την Αθήνα. Κάποτε η Μαρία, η γυναίκα μου, με είχε ‘φάει’ να φύγουμε και να πιάσουμε ένα διαμέρισμα στην Κηφισιά, κοντά σε μια ξαδέλφη της. Με είχε πρήξει σου λέω. Ήθελε Κηφισιά σώνει και καλά. Ωραία είναι βέβαια η Κηφισιά, συμφωνείς Αντρέα;

Ο Αντρέας συμφωνεί κουνώντας το κεφάλι μου και κοιτάζοντας τα χαμηλά, άσχημα σπίτια που προσπερνούν, τους λερωμένους μαντρότοιχους, τις παράνομες κατασκευές, τα παρκαρισμένα αγροτικά σε όλες τις πιθανές γωνίες, κάποια σκελετωμένα σκυλιά που περπατούν νωχελικά στο πουθενά.

ΒΑΪΝΑΣ

Την κατάφερα και το ξέχασε. Πήρα το κτήμα, χτίσαμε και το σπίτι… ωραία δεν περνάμε εδώ;, της είπα, τι τη θέλεις την Αθήνα; Για σκοτούρα; Καλά δεν της είπα Αντρέα;

Ο Αντρέας κουνά ξανά το κεφάλι του πιο νωχελικά.

Ο νους του ταξιδεύει στην αρχή όλων…

 

ΠΏΣ ΑΡΧΙΣΑΝ ΟΛΑ…

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Ο Αντρέας μέσα στο αυτοκίνητο του Μιχάλη Βάινα, ταξιδεύει στο παρελθόν.

 

[ΕΝΑΛΛΑΓΗ ΣΚΗΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΠΟΥ ΣΥΝΟΔΕΥΟΥΝ ΤΗΝ ΑΦΗΓΗΣΗ]

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Όλα είχαν ξεκινήσει πριν από περίπου δυο χρόνια. Στην αρχή κάποιος ‘ανώνυμος’ άφηνε ενδιαφέροντα σχόλια, ενίοτε και προκλητικά αλλά ποτέ χυδαία σε κείμενά μου στις αναρτήσεις του λογοτεχνικού ιστολογίου μου. Σύντομα ο ανώνυμος έπαψε να είναι ανώνυμος και αποκαλύφθηκε η Αντιγόνη. Το πικάντικο και δηκτικό της χιούμορ μού κέντρισε την προσοχή. Όπως και το ότι δεν έχανε ανάρτηση που να μην τη σχολιάσει. Μετά από λίγους μήνες η Αντιγόνη εμφανίστηκε και στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Το πρώτο της μήνυμα ήταν μικρό αλλά χαρακτηριστικό.

‘Καλησπέρα Μετάρσιε Λόγε… Μού κρατάς συντροφιά, με παιδεύεις, με μαθαίνεις, με εκνευρίζεις, με τεντώνεις και μερικές φορές με θυμώνεις κιόλας…’

Αρχίσαμε να επικοινωνούμε.

Καθώς το βίτσιο μου είναι οι ‘επιθετικοί’ άνθρωποι που έχουν όμως περιεχόμενο και βάθος, έβρισκα την επικοινωνία με την Αντιγόνη γόνιμη, αν μη τι άλλο ουδέποτε πληκτική και επίπεδη. Η Αντιγόνη ήξερε να κρατά τις ισορροπίες του διαλόγου. Δεν απλωνόταν ποτέ περισσότερο απ’όσο άντεχε, δεν με προκαλούσε σε ζητήματα που ήξερε πως ήταν ‘ανοχύρωτη’ και συχνά πυκνά επιστράτευε το ιδιότυπο χιούμορ της για να εκτονώσει μια ας πούμε ‘φορτισμένη’ ατμόσφαιρα. Κάποια στιγμή μού αποκάλυψε πως ήταν 22 ετών και μού έστειλε μια φωτογραφία της. Φαινόταν μονάχα το κεφάλι της και οι ώμοι της. Έγερνε λίγο αριστερά, λίγο βαριόταν, λίγο χλεύαζε τον φωτογράφο –η αδελφή της μάλλον. Χωρίς να διαθέτει κάποιο ιδιαίτερα εντυπωσιακό ή έντονο χαρακτηριστικό, ήταν χαριτωμένη, αρμονική και γλυκιά. Στο όριο όμως. Εκείνο που ίσως ξεχώριζε κάπως ήταν το βλέμμα της. Μέσα από τη φωτογραφία αυτή δεν μπορούσα να το αξιολογήσω ικανοποιητικά, το ένιωσα όμως διαπεραστικό και θα έλεγα, με μια έννοια, ερεθιστικό. Καθώς πιστεύω πως το πλέον σεξουαλικό στοιχείο σε έναν άνθρωπο είναι το βλέμμα του, μετά η φωνή του κι έπειτα οι σωματικές του αναλογίες ή το όποιο φετίχ έχει ο καθένας, το βλέμμα της εντυπώθηκε μέσα μου. Για έναν περίεργο, ανεξήγητο λόγο με ενοχλούσε, με αναστάτωνε, ήταν σα να μού μιλούσε.

Πέρασαν αρκετοί μήνες πυκνής επικοινωνίας όταν αποφάσισα να κάνω έναν ελιγμό ‘απόκρυψης-παραλλαγής’. Ο λόγος ήταν πως ένιωθα αυτή την ενόχληση να γίνεται ή να προσπαθεί να γίνει κάτι άλλο. Κατελάμβανε ή διεκδικούσε ζωτικό χώρο μέσα μου και αυτό με αποσυντόνιζε. Έπιασα τον εαυτό μου σχεδόν να ‘απολογείται’ κάθε φορά που αναρτούσα κάτι λες και οι αναρτήσεις πλέον αφορούσαν αποκλειστικά εκείνη. Ένιωθα πλέον άβολα με την επικοινωνία μας και ιδιαίτερα όταν εκείνη άρχισε να περνάει σε πιο προσωπικά, πιο ιδιαίτερα ζητήματα. Αισθανόμουν ότι η Αντιγόνη δυσφορούσε μέσα στο οικογενειακό της περιβάλλον και αναζητούσε κάποιον ή κάτι για να ‘γραπωθεί’ ψυχολογικά, να ‘διασωθεί’. Κι αυτό με έφερνε σιγά σιγά σε μια παράξενη θέση, σα να είχα ‘χριστεί’ ξαφνικά εγώ ο πνευματικός της Μεσσίας, ένας ψυχολογικός της παραστάτης, ένας δάσκαλος και μαζί ένας ενδιάμεσος μεταξύ εκείνης και της μοναχικής ζωής της. Κι αυτό δεν μπορούσα να το εξηγήσω γιατί η Αντιγόνη δεν ήταν ένα τυχαίο κορίτσι. Ένιωθα μια σκοτεινή άλω να την περιβάλλει, κάτι βαθύτερο και δυσερμήνευτο ακόμη και δυσοίωνο κι έτσι άρχισα να υποχωρώ και να αραιώνω την επικοινωνία μας. Όταν μάλιστα το προηγούμενο καλοκαίρι έφτασα στο σημείο να μην της γράφω σχεδόν καθόλου, η αντίδρασή της αρχικά περιελάμβανε βίαια ξεσπάσματα, οργή και αυτολύπηση. Με κατέταξε στους ‘προδότες’ και ‘συνωμότες’ της ζωής της, τους ανθρώπους που αφού πέρασαν ένα διάστημα ‘παίζοντας’ μαζί της, στο τέλος την πέταξαν σε μια γωνιά, την εγκατέλειψαν. Το φορτίο ήταν πολύ βαρύ και παράλογο και με στρίμωξε στα σχοινιά του εαυτού μου. Είχα μπλέξει σε μια ‘σχέση’ που δεν την ξεκίνησα ούτε την τροφοδότησα με αυτό το νοσηρό υλικό. Υπήρχε ένα υπόβαθρο έρωτα ή σεξουαλικών φαντασιώσεων που καραδοκούσε στη γωνιά και δεν τόλμησα ούτε διανοήθηκα ποτέ να προσεγγίσω ή να ενθαρρύνω. Αν το έκανα ίσως τα πράγματα να ήταν χειρότερα. Όμως είχα εμπλακεί σε αυτό το λαβύρινθο και η Αντιγόνη ένιωθε πως έψαχνα τη διέξοδο μακριά της, στο ημίφως της επίγνωσής της. Ίσως να είχε δίκιο. Ήθελα βέβαια να απομακρυνθώ αλλά δεν ήθελα να την πληγώσω.

Για κάμποσο διάστημα έπαψε εντελώς η επικοινωνία μας. Εξαφανίστηκε από το ιστολόγιο, δεν λάμβανα μέιλ της για καιρό. Και τότε, γύρω στα Χριστούγεννα εμφανίστηκε ξανά περνώντας σε ένα καινούργιο ‘γήπεδο’. Μού εξομολογήθηκε πως είχε σκεφτεί πολύ σοβαρά τη ‘σχέση’ μας και πως τα κείμενά μου και ο στοχασμός μου την είχαν επηρεάσει βαθιά. Είχε μιλήσει στους δικούς της για μένα και είχαν αποφασίσει οικογενειακώς να με γνωρίσουν. Μού πρότεινε να με φιλοξενήσει για όλες τις ημέρες των εορτών. Ευγενικά της το αρνήθηκα. Η νέα προοπτική με τρόμαξε. Η δυαδική μας σχέση περνούσε σε έναν άλλο στίβο και δεν ήξερα τι να υποθέσω. Όμως από την άλλη η μετοχή και των άλλων σε αυτή τη σχέση με εξασφάλιζε και με ‘κατοχύρωνε’ απέναντί της. Θα ήμουν πλέον απλά ο πνευματικός της συνοδοιπόρος, καμιά διολίσθηση προς άλλες ατραπούς. Ήταν μια λύση αυτό όμως δεν ήμουν έτοιμος.

Όλους αυτούς τους μήνες της επικοινωνίας μας, είχαμε αποφύγει την τηλεφωνική επαφή. Δεν την είχα ενθαρρύνει εγώ αλλά δεν είχε επιμείνει κι εκείνη. Αυτό άλλαξε. Μετά τις γιορτές, μού τηλεφώνησε αρκετές φορές, αρχίσαμε να συνομιλούμε. Μού μετέφερε την επιθυμία των γονιών της, ιδιαίτερα της μητέρας της που επίσης μελετούσε τα κείμενά μου, να με φιλοξενήσουν επιτέλους για ένα σαββατοκύριακο στο μεγάλο και άνετο σπίτι τους.

‘Δεν δαγκώνουμε ανθρώπους Αντρέα, γιατί είσαι τόσο αρνητικός;’, μού είπε κάποια μέρα η Αντιγόνη κι ένιωθα στη φωνή της έναν υπόρρητο λυγμό. Δεν θέλω να κρυφτώ, η φωνή της ακουγόταν στ’αυτιά μου ιδιαίτερα ερεθιστική, η φωνή μιας γυναίκας όχι ενός κοριτσιού. Και οι επικοινωνίες μας ‘σερφάριζαν’ πάνω στα κύματα του φλερτ με τέτοια δεξιότητα που το όλο ζήτημα είχε αρχίσει να γίνεται τυραννικό και σωματικά και ψυχικά για μένα.

Ένιωσα κάποια στιγμή πως αν εξακολουθούσα να ‘κρύβομαι’ το πράγμα θα γινόταν απλώς χειρότερο. Συσσωρευόταν ενέργεια ανάμεσά μας, χρειαζόταν εκτόνωση. Η βαλβίδα ήταν αυτό το σαββατοκύριακο. Μια πιθανή απομάγευση θα έλυνε από μόνη της το πρόβλημα. Θα ξαναβρίσκαμε όλοι τις ισορροπίες μας, θα μαζευόμασταν στις φωλιές μας.

Έτσι, συμφώνησα γι αυτό το τελευταίο σαββατοκύριακο του Μάρτη. Και είχα πάρει Παρασκευή βράδυ το τρένο από την Αθήνα με χίλια δυο αλληλοαντικρουόμενα συναισθήματα. Κυριαρχούσε πάντως η ένταση. Η Αντιγόνη είχε καταφέρει τελικά αυτό που διεκδικούσε από την αρχή.

Κατελάμβανε ζωτικό χώρο μέσα μου.

Τώρα, καθώς έκανα τούτη την ανασκόπηση, καθισμένος στην πολυτελή θέση του συνοδηγού, δίπλα στον πατέρα της που οδηγούσε ήρεμα και σιωπηλά, αναρωτιόμουν για δυο βασικά πράγματα.

Το πρώτο, πώς να ήταν άραγε από κοντά το βλέμμα αυτής της κοπέλας;

Το δεύτερο, γιατί ποτέ της δεν μου ανέφερε για το τραγικό συμβάν με τον αδελφό της;

Υπήρχε κι ένα τρίτο. Καθώς τα σκεφτόμουν όλ’αυτά, είχα μέσα μου τη φωνή της και συνέλαβα τον εαυτό μου να την επιθυμεί σαρκικά. Καθαρά σαρκικά όμως, πέρα από οποιαδήποτε άλλη συνάφεια. Κι αυτό είχε επιτείνει την έντασή μου.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΒΑΪΝΑΣ

Να’μαστε… φτάσαμε…

Οι προβολείς της ΜπεΕμΒε πέφτουν σε έναν ψηλό μαντρότοιχο και μια μεγάλη, διπλή καγκελόπορτα. Ο Βάινας βγάζει ένα τηλεχειριστήριο και το αριστερό του χέρι έξω από το παράθυρο. Σε λίγο τα δυο φύλλα ανοίγουν και το γερμανικό θωρηκτό των δρόμων κυλά αργά αργά και τεμπέλικα στην ιδιοκτησία της οικογένειας Βάινα.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(ψιθυριστά)

Εδώ είμαστε λοιπόν…

 

ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΒΙΛΙ…

ΣΚΗΝΗ. Μέσα στο κτήμα της οικογένειας Βάινα.

ΕΞΩΤ. Ο Αντρέας βγαίνει από το αυτοκίνητο και επιθεωρεί το μεγάλο σπίτι εμπρός του.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Νεοπλουτισμός μαζί με την επαρχιώτικη παράδοση της μη-πρόκλησης. Πολυτέλεια που δεν προκαλεί αλλά προσκαλεί μάλλον.

Καθώς κάνει ένα βήμα ο Αντρέας, ακούει κοντά του ένα γάβγισμα. Στρέφει δεξιά.

ΒΑΪΝΑΣ

Βίλι, σιωπή!

Ο Βίλι είναι ένα θηριώδες βελγικό λυκόσκυλο, κατάμαυρο και απολύτως τρομακτικό. Είναι δεμένο έξω από το μεγάλο του σκυλόσπιτο σε αρκετή απόσταση.

Ο Βάινας το πλησιάζει και το μεγαλόσωμο σκυλί γρυλλίζει. Τούτος ο ήχος και η λάμψη των ματιών του μέσα στη νύχτα θα μπορούσε να καθηλώσει τον οποιονδήποτε.

Η κεντρική βεράντα του σπιτιού είναι λουσμένη στο φως και μετά από δευτερόλεπτα βλέπει την εξώπορτα να ανοίγει και μια γυναικεία φιγούρα να βγαίνει.

ΓΥΝΑΙΚΑ

Καλώς τους. Έλα Μιχάλη, άσε το Βίλι έχει ψύχρα, ελάτε μέσα…

Ο Βάινας αγαπά προφανώς παθολογικά το σκύλο του και δυσκολεύεται να το αποχωριστεί. Το σκυλί παίζει λίγο με το αφεντικό του κι έπειτα ο Βάινας πλησιάζει τον φιλοξενούμενο και τον συνοδεύει ως την είσοδο του σπιτιού.

Εκεί περιμένει όρθια και χαμογελαστή η Μαρία.

ΜΑΡΙΑ

(απλώνει το χέρι της)

Καλώς ήρθατε κε Αντρέα.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Καλησπέρα σας.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Όμορφη η μητέρα… η ομοιότητα με την Αντιγόνη προφανής.

Η Μαρία φαίνεται σχεδόν συνομήλικη με τον άντρα της. Όμως οι ομοιότητες σταματούν εκεί.

Ψιλόλιγνη, αριστοκρατική, με τους μορφωμένους, λεπτούς, ήρεμους τρόπους της ‘καλής κοινωνίας’ της επαρχίας. Χαμογελά εγκάρδια και τιμά την πατροπαράδοτη φιλοξενία της ιδιαίτερης πατρίδας της.

ΜΑΡΙΑ

Ελάτε, περάστε… ελπίζω να είχατε όμορφο ταξίδι.

Ακούω τη βαριά εξώπορτα να κλείνει πίσω μου και προχωρώ στο εσωτερικού του σπιτιού.

 

ΣΤΟ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΒΑΪΝΑ

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο σαλόνι. Ο Αντώνης και η οικοδέσποινα.

Η γυναίκα συνοδεύει τον προσκεκλημένο στο ολοφώτεινο, μεγάλο σαλόνι που μοιάζει γιορτινό, λες και πρόκειται να υποδεχθεί δεκάδες καλεσμένους για μια εντυπωσιακή δεξίωση.

ΜΑΡΙΑ

Δώστε μου το σακάκι σας και καθίστε όπου θέλετε…

Ο Αντρέας βγάζει την ταμπακιέρα του με τα στριφτά τσιγάρα, της παραδίδει το σακάκι του και την τσάντα του.

ΒΑΪΝΑΣ

(με κάπως απολογητικό ύφος)

Εγώ πάω να κάνω ένα τηλεφώνημα κι έρχομαι αμέσως.

Ο Αντρέας διαλέγει μια γωνιά στον μεγάλο γωνιακό καναπέ ακριβώς δίπλα στο καφασωτό παράθυρο με την μεγάλη αψίδα που πιάνει ουσιαστικά έναν ολόκληρο τοίχο ανάμεσα σε δυο κολώνες. Παρατηρεί εν τάχει την αρχιτεκτονική και την επίπλωση.

Ο χώρος είναι πολύ μεγάλος αλλά όχι πνιγμένος. Στο πρώτο επίπεδο βρίσκεται ο μεγάλος καναπές με τις πολυθρόνες και ένα μακρύ, χαμηλό τραπέζι.

Στην απέναντι γωνία, δεξιά, ένα τζάκι με πάγκους και μαξιλάρια γύρω του ενώ αριστερά μια βαριά γεμάτη βιβλιοθήκη. Σε ένα από τα ράφια μια εντυπωσιακή επίπεδη τηλεόραση.

Στο δεύτερο επίπεδο, στην απέναντι πλευρά, λίγο ανυψωμένη, η τραπεζαρία. Όρθια φωτιστικά σε επιλεγμένα σημεία και φυτά εσωτερικών χώρων. Πίνακες ζωγραφικής προσεχτικά διαλεγμένοι σε συγκριμένα σημεία με διάφορα θέματα και γήινα, ζεστά χρώματα.

ΜΑΡΙΑ

Σας άφησα μόνο, να με συγχωρείτε.

Ο Αντρέας βλέπει την οικοδέσποινα να τον πλησιάζει με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί στο χέρι. Παίρνει από κάπου ένα σουβέρ και το αφήνει πάνω στο τραπεζάκι δίπλα του.

ΜΑΡΙΑ

(κάθεται δίπλα του)

Έτσι, να σας ζεστάνω πριν το φαγητό

ΑΝΤΡΕΑΣ

Ευχαριστώ.

ΜΑΡΙΑ

Μπορείτε και να καπνίσετε.

Του φέρνει από κάποιο άλλο τραπεζάκι ένα περίτεχνης διακόσμησης τασάκι.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Να είστε καλά.

Ο Αντρέας παρατηρεί καλύτερα την κα Βάινα.

Φορά ένα σκούρο απλό ημι-επίσημο φόρεμα που της πηγαίνει πολύ. Είναι όμορφη γυναίκα η Μαρία. Μακριά, λεπτά χέρια, ψηλά πόδια και λευκό δέρμα. Τα μάτια της έχουν μια ήρεμη μελαγχολία, μια γλυκιά θλίψη που κάνουν τις εκφράσεις της πολύ αριστοκρατικές. Οι κινήσεις της μοιάζουν όλες φυσιολογικές, απέριττες, η φωνή της ξεκούραστη, σχεδόν υπνωτιστική, ψιθυρίζει περισσότερο παρά μιλά. Και τα ελληνικά της προσεγμένα και ανεπιτήδευτα. Η βαριά προφορά του συζύγου της έχει εξαφανιστεί από τη δική της ομιλία.

ΜΑΡΙΑ

(χαμογελώντας)

Εσείς λοιπόν είστε ο περίφημος Μετάρσιος Λόγος.

Ο Αντρέας ανταποδίδει το χαμόγελο.

ΜΑΡΙΑ

Τα κορίτσια θα κάνουν την εμφάνισή τους όπου νάναι. Η Ευμενία είναι ακόμη σε ένα μάθημά της. Παραδίδει μαθήματα χορού ξέρετε.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Η Αντιγόνη;

Το πρόσωπο της γυναίκας φωτίζεται. Η φωνή της έχει έναν ελαφρύ συνωμοτικό τόνο.

ΜΑΡΙΑ

Είναι πάνω. Στο δωμάτιό της. Θα κατέβουμε μαζί σε λίγο.

Πριν προλάβει να πει οτιδήποτε ο Αντρέας, κάνει την δυναμική είσοδό του ο Μιχάλης Βάινας. Έχει αλλάξει ρούχα. Έχει βάλει μια γυαλιστερή ολόσωμη, μαύρη αθλητική φόρμα με λευκές ρίγες και αθλητικά παπούτσια. Το βλέμμα της συζύγου του καρφώνεται σαν ακτίνα λέιζερ πάνω του.

ΜΑΡΙΑ

(αυστηρά)

Μιχάλη γιατί ντύθηκες έτσι;

ΒΑΪΝΑΣ

Τα βράδια, τα έχουμε πει, δεν μπορώ τα παντελόνια και τα σκαρπίνια… δεν παρεξηγεί ο Αντρέας, έτσι δεν είναι;

Ο Αντρέας κάνει ένα νεύμα άρνησης και δεν σχολιάζει.

ΜΑΡΙΑ

Δεν είναι σωστό. Απλά αυτό έχω να σού πω. Δεν είναι σωστό!

Το τελευταίο ‘σωστό’ από τα δυο ακούστηκε δυνατότερο και με τις συλλαβές του χτυπητές. Ο Αντρέας πίνει σιωπηλός μια γουλιά κρασί.

Την αμηχανία διαλύει το το γάβγισμα του Βίλι απ’έξω. Γυρνά το κεφάλι του ο Αντρέας και βλέπει μια άλλη ψιλόλιγνη κοπέλα να τον πλησιάζει και να τον χαϊδεύει στη μουσούδα του. Το άπλετο φως της βεράντας διευκολύνει τη λεπτομερή παρακολούθηση.

Αυτή είναι η Ευμενία, το δίχως άλλο αν και από μακριά θα μπορούσε κάποιος να την μπερδέψει με τη μητέρα της.

Ο Βίλι γρυλίζει με ηδύτητα από τις περιποιήσεις της κοπέλας και έπειτα από η Ευμενία τον αποχωρίζεται και πλησιάζει δεξιά την εξώπορτα.

Ο Αντρέας σηκώνεται από τη θέση του για να την υποδεχθεί μαζί με τους γονείς της.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Απομένει πλέον να γνωρίσουμε και την Αυτής Μεγαλειότητα… που κρύβεται άραγε;

 

ΣΧΕΔΟΝ ΟΛΗ Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΒΑΪΝΑ

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Δείπνο προς τιμήν του προσκεκλημένου Αντρέα. Είναι παρόντες όλοι και όλες από την οικογένεια Βάινα. Ή σχεδόν όλες…

Το τραπέζι είναι στρωμένο. Υπάρχουν σερβίτσια για όλους. Για πέντε άτομα. Είναι ίσως τα καλά σερβίτσια, οι ακριβές πορσελάνες. Στη μέση τρεις μεγάλες σαλατιέρες με τρεις διαφορετικές σαλάτες. Ακόμη υπάρχουν δυο καλάθια με διαφορετικά είδη ψωμιού, μικρά πιάτα με κομμένα τυριά και διάφορα άλλα ορεκτικά.

Τον Αντρέα τον έχουν τοποθετήσει τιμητικά στην κεφαλή του τραπεζιού. Η οικογένεια Βάινα δεν του επιδαψιλεύει μόνον τιμές επιτίμου καλεσμένου αλλά τον αναγόρευε και οιωνεί αρχηγό της βραδινής ευωχίας!

Ο Αντρέας κοιτά το ωραίο έπιπλο-ρολόι κούκο απέναντι. Κοντεύει δέκα. Έπειτα ρίχνει μια ματιά στον καθένα τους.

Δεξιά του έχει τον ‘φυσικό’ αρχηγό, την κεφαλή, τον Μιχάλη Βάινα που κολυμπά μέσα στην φουσκωμένη του αθλητική φόρμα.

Απέναντί του και αριστερά, η… πραγματική αρχηγός, η σύζυγός του, η Μαρία που έχει αρχίσει να κυριεύεται από νευρικότητα. Το βλέμμα της πέφτει δολοφονικό πάνω στο σύζυγό της καταδικάζοντας τη γελοία περιβολή του αλλά δεν είναι νευρική γι αυτό.

Ακριβώς δίπλα της κάθεται η Ευμενία. Έχοντας μάνα και κόρη σε ένα βολικό κάδρο μπορεί ο Αντρέας να διακρίνει τις ομοιότητες και τις διαφορές τους.

Η 25χρονη Ευμενία μοιάζει με αντίγραφο της μητέρας. Οι γωνίες του προσώπου, το βλέμμα, τα μακριά μέλη, ακόμα και οι κινήσεις, η στάση του σώματος. Νομίζεις πως βλέπεις ταινία επιστημονικής φαντασίας για τα αποτελέσματα της κλωνοποίησης. Κι έπειτα γυρνούσες το βλέμμα στον πατέρα. Τι δουλειά έχει αυτός ο μικρόσωμος, παχουλός τύπος στο τραπέζι; Ίσως να είναι κι αυτός ένας ακόμα επισκέπτης, ένας ξένος, κάποιος που διαταράσσει την αρμονία του οίκου.

Ο κούκος χτυπά την δεκάτη βραδινή.

ΜΑΡΙΑ

Πέρασε η ώρα. Πάω να τη φέρω.

ΕΥΜΕΝΙΑ

Να πάω εγώ;

ΜΑΡΙΑ

(κοφτά)

Όχι βέβαια!

Με το ζόρι κρατιέται ο Βάινας. Η δική του νευρικότητα οφείλεται στην πείνα. Έπρεπε να ομολογήσω πως πεινούσα κι εγώ. Και το φαγητό δεν είχε καν σερβιριστεί ακόμα. Πόσα ‘πιάτα’ να είχε ετοιμάσει η σχολαστική νοικοκυρά του σπιτιού;

Η μητέρα αποχωρεί αθόρυβα. Την απουσία της φροντίζει να καλύψει αμέσως η Ευμενία. Με κοιτά χαμογελώντας ευγενικά.

ΕΥΜΕΝΙΑ

(παίρνοντας μια φτενή φετούλα μαύρο ψωμί και κόβοντάς την σε μικρά κομματάκια)

Το ιστολόγιό σου αποτελεί θέμα καθημερινής σχεδόν συζήτησης ξέρεις Αντρέα

ΑΝΤΡΕΑΣ

Αλήθεια;

ΒΑΪΝΑΣ

(παρεμβαίνοντας δυναμικά)

Μα βέβαια… ειδικά τα Σάββατα… διαβάζουμε όλοι μαζί και πέφτει μελέτη.

Ο πεινασμένος άντρας αρπάζει ξεθαρρεμένος μια φέτα ψωμί, ένα κομμάτι κασέρι κι άρχισε να μασουλάει.

Η Ευμενία τον κοίταξε με αποδοκιμασία αλλά και με ανοχή. Δεν είχε άδικο να λιμοκτονεί ο άνθρωπος τέτοια ώρα.

ΕΥΜΕΝΙΑ

(γυρνώντας στον Αντρέα)

Πραγματικά. Τα Σάββατα μάς βάζει τεστ η Αντιγόνη. Και μάς βαθμολογεί. Κανονικά!

(αρχίζει να τσιμπολογάει σαν πουλάκι ένα κομματάκι μαύρο ψωμί)

ΑΝΤΡΕΑΣ

(βρίσκει την ευκαιρία να πάρει λίγο μπλε τυρί και λίγο ψωμί)

Δηλαδή;

ΕΥΜΕΝΙΑ

Το τελετουργικό έχει ως εξής. Πρώτα καθόμαστε στις θέσεις μας όλοι, στο σαλόνι. Ύστερα η Αντιγόνη μάς διαβάζει μια ανάρτησή σας που έχει εκτυπώσει μέσα στην εβδομάδα. Κι έπειτα αρχίζει η συζήτηση. Παράγραφο παράγραφο… φράση φράση!

Γύρισα και κοίταξα τον πατέρα που μασούλαγε σαν υπερφυσικό κουνέλι μέσα σε φόρμα Adidas. Κούνησε το κεφάλι του συμφωνώντας με την κόρη του.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Μα, αυτό είναι… υπερβολή!

Έπειτα άκουσα θορύβους. Κάτι που κυλά, ρόδες, τροχοί πάνω σε πλακάκια. Κάποιοι ψίθυροι, γυναικείοι. Μάνα και κόρη έρχονταν.

Ο Αντρέας έχει αναψοκοκκινίσει. Η αγωνία του είναι έκδηλη.

 

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο βραδινό τραπέζι της οικογένειας Βάινα με προσκεκλημένο τον Αντρέα. Κάνει την εμφάνισή της και η Αντιγόνη.

Αυτό που αντικρίζει ο Αντρέας καθώς βλέπει την Αντιγόνη τον αιφνιδιάζει. Ήταν προετοιμασμένος για αρκετά όχι όμως γι’ αυτό.

Η Αντιγόνη είναι καθισμένη σε αναπηρικό αμαξίδιο. Πίσω της η μητέρα της που την ‘τακτοποιεί’ ακριβώς απέναντί του, στο τραπέζι κι έπειτα έρχεται και κάθεται ξανά στη θέση της, δίπλα μου.

Το σοκ αυτής της απρόσμενης εξέλιξης δεν καθηλώνει τον Αντρέα. Σηκώνεται και κάνει το γύρο του τραπεζιού. Πλησιάζει την Αντιγόνη που τον κοιτά εξεταστικά και της προτείνει το χέρι του.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(με ένα κόμπο στο λαιμό)

Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω Αντιγόνη. Σ’ευχαριστώ για την πρόσκληση.

Εκείνη σηκώνει το δεξί, λεπτό της χέρι και το βάζει μέσα στην παλάμη του. Της το κρατά για λίγο κι έπειτα γυρνά ξανά στη θέση του χωρίς να παίρνει τα μάτια του από πάνω της ούτε εκείνη από τα δικά του.

ΜΑΡΙΑ

(Αποφασιστικά)

Πάμε να φέρουμε και τα τρία.

Η μητέρα μαζί με την Ευμενία σηκώνονται και με κινήσεις μπαλέτου χάνονται σχεδόν αθόρυβα στο εσωτερικό του σπιτιού.

ΒΑΪΝΑΣ

Δόξα σοι ο Θεός.

Η Αντιγόνη δεν έχει πει ακόμα τίποτε. Με το βλέμμα της ακολουθεί τον Αντρέα στην παραμικρή του κίνηση.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

(παρατηρώντας την)

Είναι πολύ πιο όμορφη απ’όσο νόμιζα… Δεν είναι όμως μονάχα αυτό. Το βλέμμα της, που τόσο με έχει διαπεράσει μέσα από τη φωτογραφία που μού είχε στείλει, είχε μεγαλύτερο βάθος… και κάτι άλλο… κάτι απροσδιόριστο που μού φέρνει ρίγη στην πλάτη… και έντονο ερεθισμό ανάμεσα στα πόδια μου.

Οι μεθυστικές μυρωδιές προηγούνται κι έπειτα οι δυο γυναίκες εισέρχονται στην τραπεζαρία με τρεις μεγάλες πιατέλες που τις τακτοποιούν προσεκτικά στο κέντρο του τραπεζιού. Στη μεγαλύτερη αναπαύονται δυο τεράστια γεμιστά ρολά… το ένα χοιρινό και το άλλο μοσχάρι. Ολόγυρά τους πλήθος από πατάτες φούρνου. Στην δεύτερη υπάρχουν παϊδάκια και στην τελευταία αρνί της σούβλας.

Ο Βάινας στα όρια λιποθυμίας δεν αντέχει και αδειάζει τη μισή σχεδόν πιατέλα με το αρνί στο πιάτο του.

ΜΑΡΙΑ

Μιχάλη!

Μα εκείνος δεν ακούει πια. Και δεν μπορεί να τον αδικήσει κανείς.

ΜΑΡΙΑ

(προς τον Αντρέα)

Θα σας βάλω απ’όλα. Και πρώτα σαλάτες. Επιτρέψτε μου να σας σερβίρω.

Όταν του επιστρέφει το πιάτο του, υπάρχει φαγητό για μισό λόχο φαντάρων.

ΜΑΡΙΑ

Καλώς μας ήρθες λοιπόν Αντρέα και καλή μας όρεξη.

Σηκώνει το ποτήρι της. Ο Βάινας είχε ήδη γεμίσει όλων τα ποτήρια με το ίδιο κόκκινο ξηρό οίνο που είχα δοκιμάσει νωρίτερα.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Καλώς σάς βρήκα.

Το βλέμμα του πέφτει βέβαια στην Αντιγόνη. Το πιάτο της είναι γεμάτο όμως δεν του δίνει καμιά σημασία. Κοιτά τον Αντρέα. Δεν χαμογελά ούτε αντιδρά.

Ο Αντρέας μιμείται τον οικοκύρη δίπλα του και επιτίθεται κι αυτός με όρεξη στα υπέροχα εδέσματα.

ΜΑΡΙΑ

Αντιγόνη μου… δεν θα φας;

Η απάντησή της παγώνει την ομήγυρη.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(προς τον Αντρέα)

Δείχνεις μεγαλύτερος απ’όσο πίστευα.

Για ένα ή δυο δευτερόλεπτα όλες οι μασέλες ακινητοποιούνται, τα πιρούνια και τα μαχαίρια σιγούν και τα βλέμματα διασταυρώνονται.

Οι δυο γυναίκες αριστερά από τον Αντρέα έχουν στυλώσει το βλέμμα τους στο πιάτο τους. Ο Βάινας τού κάνει ένα νεύμα που μεταφράζεται ως ‘μη δίνεις σημασία, τρώγε!’.

 

ΑΡΧΙΖΕΙ ΤΟ ΜΑΤΣ

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Όλοι στο δείπνο στο αρχοντικό των Βάινα. Ο Αντρέας και η Αντιγόνη ετοιμάζονται για κάποια αντιπαράθεση. Η ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη.

Το βλέμμα του Αντρέα καρφώνεται στην Αντιγόνη. Για πρώτη φορά την βλέπει να χαμογελά. Όμως δεν είναι ένα καλόκαρδο, φιλόξενο χαμόγελο. Είναι ειρωνικό και περιπαικτικό. Νέα ραχιαία ρίγη.

ΜΑΡΙΑ

Αντιγόνη!

Συνεχίζουν όλοι να τρώνε αν και με μικρότερες ταχύτητες. Με εξαίρεση τον πατέρα βέβαια που μοιάζει να κολυμπάει στη δική του θάλασσα των ηδονών.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Εσύ πάλι δείχνεις πιο όμορφη απ’όσο πίστευα.

Η ατάκα του Αντρέα φάνηκε να ικανοποιεί τη μητέρα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(συνεχίζοντας το πινγκ-πονγκ)

Και πιο… ακίνητη, ε;

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Τις ξέρω αυτές τις καταστάσεις. Σκληρές, φραστικές επιθέσεις που θέλουν να δοκιμάσουν, να ‘μετρήσουν’, να ζυγιάσουν… αξίζει άραγε τίποτε αυτός ο τύπος ή δεν είναι για πολλά πολλά; Επιθέσεις πικρόχολες, σαρκαστικές, δηλητηριώδεις. Πόλεμος πριν τον πόλεμο… για να δούμε, έχει κότσια κι ετοιμότητα να με βάλει στη θέση μου ο μάγκας ή θα τον ξαπλώσω στο ρινγκ και θα τον βγάλω νοκ-άουτ από τον πρώτο γύρο;

(λίγο σκληρά προς την Αντιγόνη)

Είσαι σε φόρμα βλέπω.

(μετά από μικρή παύση)

Στη φωτογραφία που μού έστειλες δεν φαινόταν το αμαξίδιο.

Ο Αντρέας εισπράττει ένα γουρλωμένο βλέμμα από τη μητέρα κι ένα χαμόγελο από την Ευμενία. Ο πατέρας ετοιμάζεται για τον επόμενο γύρο κραιπάλης και τους αγνοεί όλους επιδεικτικά.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Αν φαινόταν θα ερχόσουν; Ή θα το έβαζες στα πόδια και δεν θα μού ξανάγραφες ποτέ;

ΜΑΡΙΑ

Ε, αρκετά!

(χτυπώντας με το πιρούνι της δυνατά το πιάτο)

Η Ευμενία απολαμβάνει προφανώς τη σκηνή γιατί συνεχίζει να τρώει κοιτάζοντας πότε εμένα και πότε την αδελφή της.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Αν το αμαξίδιο φαινόταν, απλώς δεν θα έθετες σήμερα το ζήτημα της ακινησίας. Δηλαδή του αν εξακολουθώ να σε αποδέχομαι… ή μήπως δεν είναι αυτό το θέμα;

Νέο βλέμμα απορίας από τη μητέρα προς εμένα. Όχι το ίδιο αυστηρό όμως, όχι αποδοκιμαστικό.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(με σπασμένη φωνή)

Δεν είμαι ακίνητη εκατό τοις εκατό.

Το πιάτο της παραμένει ανέγγιχτο. Το βλέμμα της έχει σκληρύνει.

ΜΑΡΙΑ

(παρεμβαίνοντας)

Τι συμβαίνει εδώ; Τι υποδοχή είναι αυτή παιδί μου;

ΑΝΤΡΕΑΣ

Τότε γιατί προβάλλεις πάνω μου το ποσοστό σου που είναι; Δυο χρόνια τώρα δεν στάθηκε εμπόδιο αυτό στην επικοινωνία μας.

Η Αντιγόνη τον κοιτά με σουφρωμένα τα φρύδια. Στο πρόσωπό της απλώνεται σιγά σιγά ένα δειλό χαμόγελο. Παίρνει το πιρούνι της κι αρχίζει να τρώει. Ξαφνικά η ένταση φαίνεται να υποχωρεί και η ατμόσφαιρα γεμίζει ξανά από οξυγόνο.

Κοιτάω τον Βάινα. Μού κάνει τρώγοντας πάλι ένα νόημα σα να λέει ‘είδες πού σού είπα; Τρώγε και μη δίνεις σημασία… κρυώνει το αρνάκι’.

 

ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΤΑΣΗ

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στην τραπεζαρία του αρχοντικού των Βάινα. Στο πρώτο δείπνο με προσκεκλημένο τον Αντρέα.

Ο Αντρέας ρίχνει μια ματιά στον Βάινα δεξιά του κι αυτό που αντικρίζει τον κάνει να χαμογελάσει. Ο πάτερ φαμίλιας έχει καταναλώσει κολοσσιαίες ποσότητες κρέατος και άλλων μεζέδων και είχε περιέλθει σε μια κατάσταση επικοινωνιακής αδράνειας. Το λιγότερο.

Έχει ξαπλώσει στην καρέκλα του με τα πόδια ανοιχτά και το πρόσωπό του πρησμένο.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Φεστιβάλ υπερφαγικής κραιπάλης. Ας ελπίσουμε να… βγάλει τη νύχτα!

ΜΑΡΙΑ

(με βλέμμα αποδοκιμασίας)

Γιατί δεν ανεβαίνεις να ξαπλώσεις;

ΒΑΪΝΑΣ

Δεν θα σερβίρεις παγωτό;

Η απάντηση του οικοδεσπότη αφήνει άλαλο τον Αντρέα αλλά κανείς άλλος δεν αντιδρά έτσι.

Η Ευμενία έχει σηκώσει με τη βοήθεια της μητέρας της το τραπέζι και στην προσπάθειά του Αντρέα να τις βοηθήσει τον έχουν ‘καθίσει’ στην καρέκλα του χωρίς δεύτερη συζήτηση.

Όταν έρχονται τα επιβλητικά μπολ με το παγωτό (βανίλια και σοκολάτα), ως εκ θαύματος ο ημιθανής Βάινας συνέρχεται, λαμβάνει ξανά θέση στην αφετηρία, αρπάει στα παχυλά του χέρια το ποτήρι του και αρχίζει να καταβροχθίζει το περιεχόμενό του.

Η Αντιγόνη έχει αρνηθεί να φάει οτιδήποτε πέρα από το λιτό της δείπνο. Εξακολουθεί όλη τη βραδιά να καρφώνει με το βλέμμα της τον Αντρέα, να τον ‘σκανάρει’, να τον ζυγίζει.

Πιάνει και ο Αντρέας το δικό του ποτήρι κι αρχίζει να τρώει το εύγευστο και δροσερό παγωτό όταν η Αντιγόνη αποφασίζει να περάσει το ματς στην… παράταση.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Νομίζω πως στο τελευταίο σου κείμενο… της προηγούμενης Δευτέρας στο Μετάρσιο Λόγο… νομίζω πως κάνεις ένα πολύ μεγάλο λάθος.

Αυτομάτως τα μακριά κουτάλια σταματούν στα ανοιχτά στόματα. Ακόμα και του Μιχάλη.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(με ετοιμότητα)

Ξέρεις τι παρατηρώ απόψε Αντιγόνη;

Κανείς μάλλον δεν περίμενε να μιλήσω έτσι και με κοιτούν όλοι. Έχει πάντα ενδιαφέρον άλλωστε να τρως το παγωτό σου και να απολαμβάνεις και μια ωραία ταινία δράσης.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(αγριεμένη)

Τι;

ΑΝΤΡΕΑΣ

Ότι δεν είπες ούτε μια φορά το όνομά μου.

Η παρατήρησή του κάνει τη μητέρα να κουνήσει το κεφάλι σα να έλεγε ‘μωρέ μπράβο, καλή ντρίπλα αυτή’.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Αυτή η παρατήρηση θα ταίριαζε σε ένα ναρκισσιστή.

Ο Αντρέας γυρνά στον Βάινα και εισπράττει ένα βλέμμα ‘βρε δως της να καταλάβει!’.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Καλός ελιγμός, δεν λέω. Το δεδομένο παραμένει όμως.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(με φωνή που τρέμει)

Ήθελες ν’ακούσεις το όνομά σου από μένα απόψε;

ΑΝΤΡΕΑΣ

(τονίζοντας το όνομά της)

Δεν θα καταλήξουμε πουθενά αν απαντούμε ο ένας στον άλλο με ερωτήσεις Αντιγόνη.

Οι θεατές κοιτούσαν μια εμένα και μια εκείνη όπως ακριβώς τους παίκτες μιας παρτίδας τένις.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(τονίζοντας το όνομά του)

Εντάξει Αντρέα. Και ποια είναι η εξήγηση που δίνεις σ’αυτό;

ΑΝΤΡΕΑΣ

Η εξήγηση είναι απλή. Και ταιριάζει απόλυτα με τον χαρακτήρα και την… πολεμική προετοιμασία που κάνεις εδώ και αρκετό καιρό για τούτη τη συνάντηση.

ΕΥΜΕΝΙΑ

Μμμ…

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Και ποια είναι η εξήγηση λοιπόν;

Το βλέμμα όλων τώρα πάνω στον Αντρέα.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Θα μιλήσω ανοιχτά. Όπως κάνεις κι εσύ. Έστω κι αν είμαι φιλοξενούμενος.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(τονίζοντας ξανά το όνομά του)

Και βέβαια να μιλήσεις ανοιχτά Αντρέα.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Είσαι θυμωμένη μαζί μου… είσαι ακόμη θυμωμένη από το καλοκαίρι που διακόψαμε την επικοινωνία μας… που διέκοψα εγώ δηλαδή την επικοινωνία μας για λόγους που δεν έχουν τώρα σημασία, τέτοια ώρα, σχεδόν μεσάνυχτα και μάλιστα μετά από ένα τέτοιο δείπνο…

Ένας βόγγος ακολουθεί τη λέξη ‘δείπνο’ από την πλευρά του Βάινα. Από τις δυο γυναίκες αριστερά σιγή. Ο Αντρέας νιώθει σχεδόν την ένταση στο πρόσωπο της Αντιγόνης. Τα σφιγμένα δόντια της, τα μαζεμένα της χείλια.

Νιώθει επίσης τον ανδρισμό του να δυσφορεί μέσα στο παντελόνι μου.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Ο βαθύτερος λόγος της πρόσκλησης αυτό το σαββατοκύριακο δεν ήταν άλλος από ένα… ξεκαθάρισμα λογαριασμών… ανάμεσά μας… και βέβαια δεν επρόκειτο να εκφέρεις το όνομά μου πριν αισθανθείς πως έχεις καταγάγει μια περηφανή νίκη… αυτό ήθελες να νιώσεις… να με δεις γονατισμένο εμπρός σου, νικημένο, παραδομένο… τότε θα ψέλλιζες με άφατη ηδύτητα το όνομά μου… με οίκτο ίσως… αυτό που θα άξιζα να μού δωρίσεις δηλαδή!

Ο Αντρέας παύει να μιλά. Έχει ήδη πει πολλά και σε ακατάλληλη ώρα. Δεν μιλά κανείς. Μπορεί κανείς να ακούσει σχεδόν το σφυροκόπημα του αίματος στις αρτηρίες όλων εκεί μέσα.

Ένταση που μπορούσες να την κόψεις φέτες.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Θέλω ν’ αναπαυτώ.

ΒΑΪΝΑΣ

Ναι, κι εγώ.

ΜΑΡΙΑ

(σηκώνεται για να βοηθήσει την Αντιγόνη)

Νομίζω πως είναι ώρα για όλους να αναπαυτούμε.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Καληνύχτα.

(κοιτάζοντας τον Αντρέα)

Είμαι χαρούμενη που ήρθες.

ΜΑΡΙΑ

Ευμενία, συνόδεψε τον Αντρέα στο δωμάτιό του. Καληνύχτα.

Βγαίνουν όλοι από την τραπεζαρία.

Ο Αντρέας σηκώνεται από τη θέση του και για πρώτη φορά αισθάνεται το επιπρόσθετο βάρος της κρεατοκατανάλωσης που έχει προηγηθεί.

ΒΑΪΝΑΣ

(χτυπώντας ελαφρά στον ώμο τον Αντρέα)

Πάω κι εγώ. Καληνύχτα φίλε μου.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(ακολουθώντας την Ευμενία που έχει ήδη προπορευτεί)

Καληνύχτα.

 

ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΥ

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στον ξενώνα του σπιτιού. Ο Αντρέας και η Ευμενία.

Το δωμάτιο του ξενώνα είναι επιπλωμένο απλά και λειτουργικά και δεν του λείπει τίποτα.

ΕΥΜΕΝΙΑ

(ευγενικά)

Μήπως θέλεις να σού φέρω κάτι για τη χώνεψη;

ΑΝΤΡΕΑΣ

Όχι, σ’ευχαριστώ.

Η Ευμενία του ρίχνει ένα γλυκό βλέμμα, τον καληνυχτίζει  και κλείνει την πόρτα πίσω της.

Ξαπλώνει στο κρεβάτι ολόγυμνος παλεύοντας να αγνοήσει τον ερεθισμό του.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Τι ημέρα ξημερώνει άραγε; Πολύ δυναμικό ξεκίνημα κάναμε με τη μικρή… και να δεις… τι μου είπε ο Κεντρόπουλος στο τρένο… ‘να προσέχεις… και να μην μείνεις καιρό σε αυτό το σπίτι…’

Ο Αντρέας δεν έχει άλλες δυνάμεις για επεξεργασία εικόνων και γεγονότων. Κλείνει τα μάτια και σχεδόν αμέσως αποκοιμιέται.

 

ΠΡΩΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Την επόμενη μέρα στο αρχοντικό της Αντιγόνης.

Ο Αντρέας με αργές κινήσεις τραβά το λεπτό στρώμα και αναζητά το ρολόι. Περασμένες δέκα!

Η ώρα τον αιφνιδιάζει.

Σηκώνεται και αμέσως παρατηρεί ένα μικρό χαρτάκι πάνω στο κομοδίνο του. Μια χειρόγραφη πρόσκληση.

Έλα στο δωμάτιό μου. Σε περιμένω.

Η Αντιγόνη, το δίχως άλλο. Πάνω στο κομοδίνο υπάρχουν επίσης μια κούπα καφέ, δυο κρουασάν και ένα ποτήρι φυσικός χυμός πορτοκαλάδας.

Ο Αντρέας παίρνει το πρωινό του με την ησυχία του κι έπειτα, ντύνεται και βγαίνει από τον ξενώνα αναζητώντας κάποιον από την οικογένεια. Δεν υπάρχει κανείς.

Γυρνά όλο το σπίτι, ψυχή. Αποφασίζει να ανεβεί στον πάνω όροφο και να βρει το δωμάτιο της Αντιγόνης.

Ανεβαίνει τη μεγάλη ξύλινη σκάλα, ακολουθεί τον διάδρομο. Παντού κλειστές πόρτες. Εκτός από το τελευταίο δωμάτιο. Ακούει τη φωνή της.

ΦΩΝΗ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ

Εδώ είμαι Αντρέα, σε περιμένω… υπναρά!

 

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΡΙΣΗΣ

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο υπνοδωμάτιο της Αντιγόνης. Για πρώτη φορά.

Ο Αντρέας διαβαίνει το κατώφλι του δωματίου της διστακτικά και κοντοστέκεται. Είναι ξαπλωμένη κάτω από τα σκεπάσματά της. Κάτι διαβάζει. Μόλις τον βλέπει κλείνει το βιβλίο της και χτυπά με την παλάμη της το στρώμα δίπλα της.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Έλα Αντρέα, έλα κάθισε δίπλα μου.

Μια άλλη Αντιγόνη. Η χθεσινή δύστροπη σκύλα φαίνεται πως κοιμάται ακόμα. Τη θέση της έχει πάρει η δίδυμη αδελφή της. Ή μάλλον το άλλο της εγώ.

Ετούτη χαμογελά, είναι εύθυμη, καλοσυνάτη. Την πλησιάζει, κάθεται δίπλα της, παρατηρεί το ευρύχωρο, κοριτσίστικο δωμάτιό της με τα ροζ και τα λιλιά και τα χιλιάδες κουκλάκια παντού.

Ιδιαίτερη εντύπωση του κάνει το κρεβάτι της. Μονάχα σε ταινίες εποχής είχε δει κάτι ανάλογο. Εντυπωσιακό, πολύ μεγάλο, με ουρανό, κολώνες με ξυλόγλυπτες παραστάσεις και στο κεφαλάρι μια ξυλόγλυπτη παράσταση… της ιδίας. Ένα πολύ επιτυχημένο πορτρέτο της.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Το δωμάτιο της Χιονάτης είναι αυτό;

Εκείνη αρπάζει την παλάμη του και την κλείνει στη δική της.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Καλέ μου Αντρέα… τι σού’μελλε να πάθεις!

Σκάει στα γέλια.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Είναι ακόμη πιο όμορφη από χθες.

Το φυσικό φως λούζει το ωραίο της παραμυθένιο δωμάτιο και δίνει μια ψεύτικη αντανάκλαση στα ξανθά της μαλλιά.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(φιλά απαλά το χέρι του)

Είμαστε μόνοι στο σπίτι. Έλα πιο κοντά μου λοιπόν, φοβάσαι;

Εκείνος διστακτικά μετακινείται ακόμη πιο κοντά της.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Που είναι οι δικοί σου;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Τους έδιωξα. Τους είπα ότι θέλω να περάσω μερικές ώρες με τον πιο καλό μου φίλο και να τον αποζημιώσω για το εφιαλτικό βράδυ που πέρασε. Καλά δεν έκανα;

ΑΝΤΡΕΑΣ

(κοφτά, αποσύροντας το χέρι του)

Όχι!

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Μην αντιδράς έτσι… σε παρακαλώ… θα σού ζητήσω συγνώμη… θα κάνω ό,τι θέλεις… μην μού κρατάς μούτρα τώρα… έκανα τόσο αγώνα να σε καταφέρω να έρθεις ως εδώ…

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Έχει ‘ντυθεί’ το κοριτσίστικο παραπονιάρικο ύφος τώρα και είναι ακόμα πιο σέξυ από χτες. Ας μην ξεχνάμε βέβαια πως είναι ένα ανάπηρο κορίτσι και δεν πρόκειται ποτέ να εκμεταλλευτώ καμιά κατάσταση.

(προς εκείνη)

(με ύφος δασκάλου στην άτακτη μαθήτρια)

Γιατί έδιωξες τους γονείς και την αδελφή σου Αντιγόνη;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Γιατί είσαι δικός μου και όχι δικός τους και δεν θέλω να σε μοιραστώ με κανέναν… ικανοποιήθηκες; Γι αυτό! Έχουμε μονάχα δυο μέρες και θέλω να εκμεταλλευτώ κάθε λεπτό… δυο χρόνια περίμενα γι αυτή τη στιγμή… ψέματα… τρία χρόνια!

Την κοιτά με σμιγμένα φρύδια.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Τι με κοιτάς έτσι; Σε διαβάζω πολύ πριν… απλά κάποια στιγμή αποφάσισα να σού γράψω κάποιο σχόλιο… θυμάσαι το πρώτο μου σχόλιο; Θυμάσαι ποιο κείμενο ήταν;

ΑΝΤΡΕΑΣ

(σηκώνεται από το κρεβάτι θυμωμένος)

Δεν θυμάμαι τίποτα Αντιγόνη.

Κάνει μια βόλτα μέσα στο δωμάτιο όταν ένα μαξιλάρι περνάει ξυστά από δίπλα του και πέφτει στο πάτωμα. Σκύβει και το μαζεύει. Της το πηγαίνει πίσω.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Δεν θέλω να είμαι μόνος στο σπίτι μαζί σου… δεν σε εμπιστεύομαι.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Γιατί φέρεσαι σαν μαλάκας ξαφνικά; Μού λες;

Ο Αντρέας παίρνει το κίνητό της που είναι στο κομοδίνο και της το δίνει.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Πάρε τους τηλέφωνο και πες τους να επιστρέψουν. Αλλιώς θα φύγω.

Εκείνη γουρλώνει τα μάτια της, τεντώνει το σώμα της, κοπανάει το στρώμα της. Και τον βρίζει μέσα απ’τα δόντια της.

Έπειτα παίρνει το κινητό και το εκσφενδονίζει στον απέναντι τοίχο. Η συσκευή σπάει και γίνεται κομμάτια.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ.

Άντε γαμήσου κύριε ποιητά!

Σηκώνει το σώμα της όσο μπορεί και τον φτύνει. Ξανά και ξανά. Ύστερα τινάζει από πάνω της το λευκό της πάπλωμα.

Είναι ολόγυμνη.

Ο Αντρέας την κοιτά για μια στιγμή κι έπειτα στρέφει το βλέμμα του αλλού.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Ήταν λάθος μου από την αρχή που δέχθηκα αυτή την πρόσκληση.

Πάει προς το παράθυρο. Βγάζει από την τσέπη του την ταμπακιέρα του και ανάβει ένα τσιγάρο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Θέλω να καπνίσω κι εγώ!

ΑΝΤΡΕΑΣ

Μού είχες γράψει κάποτε ότι δεν καπνίζεις.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ψέματα σού είχα γράψει. Ό,τι σού είχα γράψει ήταν ψέματα!

Κάνει σαν τρελαμένο παλιοκόριτσο που του αρνούνται ένα καπρίτσιο.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Εντάξει, δεν πειράζει.

 

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΡΙΣΗΣ… ΣΥΝΕΧΕΙΑ

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο υπνοδωμάτιο της Αντιγόνης. Τα αίματα έχουν ανάψει.

Η Αντιγόνη αρχίζει να κλαίει.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Ρε λες να είχε δίκιο ο Κεντρόπουλος; Κάτι ήξερε για να με προειδοποιήσει… μπας κι έπρεπε να τον ακούσω και να μην πατήσω το πόδι μου σε αυτό το απομονωμένο γαμημένο τρελοκομείο;

Πετάει τη γόπα έξω από το παράθυρο και μετά κλείνει το παραθυρόφυλλο. Γυρνά προς το κρεβάτι. Βλέπει την Αντιγόνη να έχει γυρίσει πλευρό και να έχει σκεπαστεί ξανά.

Κάθεται δίπλα της και παίρνει μια βαθιά ανάσα.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Αντιγόνη… μπορούμε να μιλήσουμε ήρεμα και απλά;

Εκείνη δεν αντιδρά. Έχει γυρίσει το κεφάλι της και έχει σηκώσει το πάπλωμα ως το λαιμό της.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Δεν είναι παιδιάστικη αυτή η συμπεριφορά; Εγώ τώρα τι πρέπει να κάνω; Να περιφέρομαι ασκόπως στο σπίτι σου περιμένοντας τους δικούς σου να επιστρέψουν; Ήρθα ως εδώ για σένα… το ξέρεις αυτό… ανταποκρίθηκα στην πρόσκλησή σου με κάποιο δισταγμό αλλά όχι εξαιτίας σου… δεν είμαι και τόσο εύκολος στις διαπροσωπικές σχέσεις… ήθελα να σε γνωρίσω… μού είχες κεντρίσει το ενδιαφέρον… από την αρχή…

Γυρνά το πρόσωπό της. Κατεβάζει το σκέπασμα. Είναι δακρυσμένη.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Μπορείς να με βοηθήσεις να κάνω μπάνιο;

Τον αιφνιδιάζει για μια ακόμη φορά. Αυτό το πλάσμα έχει έμφυτη αυτή την ικανότητα.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Νόμιζα πως ήθελες να μιλήσουμε. Πως έδιωξες τους δικούς σου, παρότι διαφωνώ, για να μείνουμε μόνοι… ωραία… είμαστε μόνοι… ας μιλήσουμε… ας μιλήσουμε για όλα όσα θέλεις… για όλα… ανοιχτά και ξεκάθαρα…

Του απλώνει το λεπτό της χέρι. Το κρατά στο δικό του. Η επαφή τον αναστατώνει.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(με λυγμό)

Με νιώθεις καθόλου;

ΑΝΤΡΕΑΣ

Νομίζω πως σε νιώθω εδώ και αρκετό καιρό… ίσως γι αυτό είναι όλα τόσο πολύπλοκα…

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Μη μου μιλάς σαν λογοτέχνης… μίλα μου σαν Αντρέας… σαν άντρας… με βρίσκεις αποκρουστική;

Με το άλλο της χέρι κατεβάζει ξανά το σκέπασμα αποκαλύπτοντας τα μικρά της στήθη. Η στιγμή είναι γεμάτη ιδιαίτερη φόρτιση.

Ξαφνικά τη θέλει πολύ, παράλογα πολύ.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Σού αρέσει να διαλέγεις τις πιο σκληρές και δυνατές λέξεις…

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Λέξεις πέτρες… έτσι δεν τις λες σε ένα σου κείμενο;

ΑΝΤΡΕΑΣ

Θέλεις να με πετροβολήσεις;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Θέλω να κάνουμε έρωτα…

Ο Αντρέας μένει σιωπηλός. Είναι φανερή η αναστάτωσή του.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Νομίζεις πως είμαι ανάπηρη κι εκεί; Δεν είμαι… νιώθω τα πάντα… θέλεις να με αγγίξεις;

Προσπαθεί να κατεβάσει το στρώμα χαμηλά και την εμποδίζει.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Τρέχεις… βιάζεσαι…

Και αμέσως συνειδητοποιεί τη λαθεμένη επιλογή λέξεων.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Δεν θέλω να περιμένω άλλο για να ζήσω Αντρέα… κι αυτό που θέλω τώρα όσο τίποτε άλλο είναι να σε νιώσω κι εσένα… πάνω μου, μέσα μου… βγάλε τα ρούχα σου κι έλα δίπλα μου… ας μην κάνουμε έρωτα… απλά να σε νιώσω… το έχω ανάγκη…

Περνούν δευτερόλεπτα φορτισμένης σιγής.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Κάτι ανέφερες πριν για μπάνιο…

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Γδύσου και ξάπλωσε δίπλα μου…

ΑΝΤΡΕΑΣ

Οι δικοί σου…

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Οι δικοί μου ξέρουν ότι είμαι ερωτευμένη μαζί σου από την πρώτη μέρα Αντρέα… μην μού πεις πως δεν το κατάλαβες… όλες αυτές οι βασιλικές περιποιήσεις, οι προετοιμασίες… πριν από το απόγευμα δεν θα επιστρέψει κανείς… βέβαια τώρα χωρίς το κινητό…

Αρχίζει ξαφνικά να γελά… Να γελά δυνατά, να συσπάται από τα γέλια.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Θα παίρνουν και δεν θα απαντά κανείς… το μηχάνημα μόνο…

ΑΝΤΡΕΑΣ

(αρχίζει να γελάει κι αυτός)

Θα γκαζώσει τη ΜπεΕμΒε ο πατέρας σου και θα έρθει σε χρόνο μηδέν.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Θα μπουκάρει στο δωμάτιο και θα μάς βρει αγκαλιά.

Το γέλιο της ξαφνικά καταπαύει όπως ένας άνεμος που αφήνει τα πανιά ενός σκάφους κρεμασμένα στο πέλαγος.

Σκύβει και της δίνει ένα φιλί στα χείλη. Το πρώτο τους φιλί. Άτεχνο, δειλό, παράξενο.

Απλώνει τα χέρια της τον τυλίγει μέσα στην αγκαλιά της. αρχίζουν να δαγκώνονται, να παλεύουν, να γελούν και να κλαίνε μαζί.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Έλα… γδύσου… μην με κάνεις να σε παρακαλάω συνέχεια.

Σε λίγο βρίσκεται κι αυτός κάτω από τα σκεπάσματα, ολόγυμνος δίπλα της.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Τι κάνουμε;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(με απλότητα)

Κλέβουμε χρόνο απ’το θάνατο.

Και μένουν για λίγο σιωπηλοί. Απολαμβάνοντας ο ένας την αίσθηση του άλλου.

 

ΙΕΡΕΣ ΣΙΩΠΕΣ

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο υπνοδωμάτιο της Αντιγόνης. Οι δυο τους. Μετά την πρώτη τους επαφή. Στο κρεβάτι.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Η πρώτη επαφή ήταν ένα μπλέξιμο… η μυρωδιά του νεανικού της κορμιού, οι ηδονές, οι κοφτές ανάσες, τα βογκητά, η πίεση των χεριών της στο κεφάλι μου, οι γρατζουνιές της σε όλο μου το σώμα… μπλέξιμο και πάλη και μάχη… τα σώματα γνωρίζονται με άλλους τρόπους απ’ό,τι τα μυαλά και οι καρδιές… έχουν άλλους κώδικες… αρχαίους, άγνωστους, μυστηριώδεις. Όλα τα υγρά και οι εκκρίσεις και οι γεύσεις και οι μυρωδιές ανακατεύονται και γίνονται ένας χυμός και καταπότι αλχημικό που το πίνεις και σε πίνει…

Όταν ξεχωρίσαμε, μετά από ώρα, είχαμε άλλο βλέμμα. Αυτό συμβαίνει όταν για πρώτη φορά ‘σαρκωθείς’ μέσα απ’τον άλλο, περάσεις μέσα απ’τους δρόμους του αίματος και του σπέρματος και βγεις ρημαγμένος αλλά ολοφώτεινος, ένα περίεργο μίγμα στην άλλη άκρη του τούνελ… το βλέμμα έχει αλλάξει, ο κόσμος έχει αλλάξει, η σύντροφός σου έχει αλλάξει… εσύ έχεις αλλάξει… για πάντα… ως και το άγγιγμα είναι διαφορετικό, η γεύση του φιλιού, ο ιδρώτας, η γεωμετρία του σώματος… δεν είναι αυτός ο άνθρωπος που ερωτεύτηκες, που φαντασιώθηκες, που πόθησες… ποιος είναι;… δεν ξέρεις… σαν το κουτάβι είσαι που κουτουλιέται με τα αδελφάκια του τυφλό μέσα στο καλάθι… μέσα από τις κουτουλιές μαθαίνεται ο κόσμος, ο έρωτας, η ζωή, η ένωση με το μαγικό δοχείο της ύπαρξης που είναι ο άλλος…

Ο Αντρέας σηκώνεται αργά και φέρνει τα τσιγάρα του. Καπνίζουν σιωπηλοί, ιδρωμένοι, πλήρεις.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Πλήρης… τι ιερή, τι υπέροχη λέξη… για μια στιγμή πιστεύεις πως είσαι θεός και όχι το βροτό και άθλιο σκήνωμα που σέρνεται στους δρόμους και ψηλαφεί το φως μες στα σκοτάδια… για μια στιγμή αληθινός… ιερός και αυτάρκης…

Ύστερα την παίρνει στην αγκαλιά του και την βάζει στο αμαξίδιο. Έτσι, γυμνή.

Την βοηθά να πάνε ως το μπάνιο.

 

ΚΑΘΑΡΣΗ

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο λουτρό. Οι δυο τους.

Ο Αντρέας ετοιμάζει το μπάνιο της Αντιγόνης. Έπειτα, την βάζει μέσα στο ζεστό νερό κι αρχίζει να την περιποιείται, να τη θαυμάζει.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Δεν μού εμπιστεύτηκε μονάχα την ηδονή και τον έρωτά της. Δεν μού παρέδωσε το σώμα της και το ρίγος της. Μού εμπιστεύτηκε τη μοναξιά, το λυγμό και την ανάσα του είναι της. Κι ήμουν ο πρώτος άντρας που έμπαινε στο ιερό της και ο συγκλονισμός από τη μέθεξη ήταν τόσο δυνατός που μού έφερνε ζάλη και αγωνία.

Μυήθηκα στο βωμό της κι εκείνη με δέχθηκε ήρεμα και φυσικά, χωρίς περισπασμούς και αμφιταλαντεύσεις. Μονάχα με δάκρυα και γυναικείες κραυγές και ανθρώπινες επικλήσεις στο παράλογο που για λίγο μερεύει και γίνεται γλυκό.

Και στο θάνατο που για λίγο αποξεχνιέται και σπλαχνικά χαρίζει τη λησμονιά αυτή στο σώμα και στο πνεύμα.

Δεν μιλούν για ώρα. Ανασαίνουν. Ανασαίνουν και περιμένουν.

Έπειτα, κάποια στιγμή, αρχίζει εκείνη να του μιλά. Να τού ιστορεί, να αφηγείται…

 

[ΣΚΗΝΕΣ ΜΕ ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΗΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ ΠΟΥ ΣΥΝΟΔΕΎΟΥΝ ΤΗΝ ΑΦΗΓΗΣΗ]

ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ

Εκείνο το απόγευμα, πριν από περίπου τρία χρόνια, ήμασταν όλοι στην κουζίνα μαζεμένοι. Τέσσερα ζόμπι γύρω από ένα τραπέζι. Κανείς δεν έτρωγε. Τα πιάτα μας ήταν γεμάτα από φαγητό και κανείς δεν έτρωγε. Η μάνα μου είχε αναφιλητό, η Ευμενία κοπάναγε το πιρούνι στο πιάτο, ο Μιχάλης είχε κλείσει το κεφάλι του μέσα στα χέρια του. Κι εγώ στο καρότσι μου.

Την προηγούμενη νύχτα ήμουν έτοιμη να αυτοκτονήσω. Είχα μαζέψει τα χάπια και τα είχα στη χούφτα μου. Ήμουν αποφασισμένη να τα καταπιώ. Δεν ήθελα να ξημερώσει άλλη μια μέρα με νεκροταφεία και μνημόσυνα. Είχα και τη φωτογραφία τού Ερρίκου κάτω απ’το μαξιλάρι μου. Μιλούσα μαζί του, κάθε μέρα, πιο πολύ τις νύχτες. Τού μιλούσα και μού απαντούσε. Και όταν του είπα μια μέρα ότι θέλω να έρθω να τον ανταμώσω μού είπε να πιω όλα τα χάπια που έχω μαζέψει μονομιάς. Και σιγά σιγά τα συγκέντρωσα και τα είχα στη χούφτα μου. Εκείνη τη νύχτα άνοιξα το λάπτοπ για να μιλήσω με την καλύτερή μου φίλη. Είχα σκοπό να της το πω. Θα ήταν η μόνη που θα το γνώριζε. Και τότε ‘κατά λάθος’ έπεσα πάνω στο ιστολόγιό σου. Μετάρσιος Λόγος… δεν υπήρχε περίπτωση να διαβάσω ούτε γραμμή απ’όσα αράδιαζες… μού κίνησε όμως την περιέργεια η φωτογραφία σου… είχες ένα βλέμμα γεμάτο θράσος… με θύμωσε πολύ αυτό… επειδή θύμωσα αποφάσισα να διαβάσω πρώτα, να σου γράψω μια κατσάδα και μετά να πάρω τα χαπάκια… ο Ερρίκος περίμενε… δεν μπορούσα να τον προδώσω… αλλά δεν πείραζε να περιμένει λίγο ακόμα… και τότε άρχισα να διαβάζω… η μια ανάρτηση έφερε την άλλη… κείμενα, ποιήματα… έπαθα ντελίριο… για μένα τα έγραφες όλ’αυτά… δεν μπορούσα να το εξηγήσω… αν ήμουνα θρησκόληπτη σαν τη θειά μου την Μαργαρίτα θα έλεγα ότι ο Κύριος το είχε κανονίσει όλο αυτό… αλλά εγώ έλεγα ότι εσύ το είχες κανονίσει… δεν ήξερα πως… το είχες κανονίσει να με θυμώσεις και να παρατήσω το σχέδιό μου… άνοιξα τη χούφτα μου και άφησα τα χαπάκια στο σεντόνι… διάβαζα, διάβαζα… μια θύμωνα, μια γελούσα… κοιτούσα και το πρόσωπό σου… αυτό το χαμόγελο της ειρωνείας… ο μάγκας που τα ξέρει όλα, που τα έχει σκεφτεί όλα πριν από μας για μας… θα σε συντρίψω, έλεγα μέσα μου… πρώτα θα σε συντρίψω και μετά θα πεθάνω… θα σε γαμήσω, έτσι έλεγα… και μετά θα πεθάνω… όμως δεν έγινε τίποτε απ’αυτά… με πήρε ο ύπνος… ξημερώματα με ανοιχτό το λάπτοπ… οι δικοί μου δεν με ενόχλησαν… πήγαν στο νεκροταφείο και γύρισαν… έπειτα με κατεβάσανε για φαγητό… αλλά κανείς δεν έτρωγε… κι εγώ δεν σκεφτόμουν τον Ερρίκο… σκεφτόμουν ότι ήθελα να σε γνωρίσω… να σε διαβάζω, να σου βγάζω γλώσσα, να σου λέω ότι αυτό δεν είναι έτσι, αυτό είναι αλλιώς, μην κοκορεύεσαι, μην σηκώνεις το κεφάλι, κάτω το κεφάλι, κύριε διανοούμενε, κύριε τα γαμώ όλα γιατί την έχω μεγάλη… έτσι σκεφτόμουν και οι άλλοι νόμιζαν ότι δεν έτρωγα γιατί σκεφτόμουν τον Ερρίκο…

Πέφτει μια πυκνή σιωπή που ο Αντρέας δεν τολμά να διακόψει. Τα όσα ακούει τον γεμίζουν αντιφατικά συναισθήματα. Τα κρατά για τον εαυτό του.

…Γεράσαμε πρόωρα όλοι μας σ’αυτό το σπίτι. Πιο πολύ γέρασε η ψυχή μας και λιγότερο το σώμα μας. Κι αλλάξαμε, όλοι μας. Η Μαρία έγινε περισσότερο σιωπηλή, η Ευμενία άρχισε να χορεύει πάλι για να μην κλαίει, ο Μιχάλης άρχισε να βρίζει όλον τον κόσμο στις οικοδομές και στους δρόμους. Κι εγώ άρχισα να σε ερωτεύομαι… νόμιζα πως θα πεθάνω παρθένα, αμόλυντη και ανέγγιχτη όπως θα έλεγε η θειά μου… νόμιζα πως θα με αφήσουν να σαπίσω πάνω στο καρότσι μου… αυτός ήταν ο εφιάλτης μου… για χρόνια… πως ξυπνάω ένα πρωί και δεν υπάρχει κανείς στο σπίτι… με έχουν όλοι παρατήσει, την έχουν κοπανήσει, με έχουν βαρεθεί και με άφησαν να σαπίσω… εγώ σέρνομαι ως το καρότσι, καταφέρνω να σκαρφαλώσω πάνω του, πέφτω, ξανασηκώνομαι, στρίβω το σώμα μου και κάθομαι… ύστερα το οδηγώ ως το κάτω πάτωμα… ξέρω ότι δεν υπάρχει κανείς αλλά βλέπω σε μια γωνιά τον Ερρίκο να παίζει με τις Φεράρι του… ο πατέρας τού είχε αγοράσει όλα τα μοντέλα… δεκάδες Φεράρι, μικρές, μεσαίες και μεγάλες. Όλες κόκκινες. Και γυαλιστερές. Τις έχει βάλει στη σειρά, τη μια πίσω από την άλλη και τις θαυμάζει… γυρίζει και με κοιτάζει… το σώμα του είναι σπασμένο, ξεχαρβαλωμένο από την πτώση… δεν μπορεί να περπατήσει καλά, το ένα πόδι πάει ξέχωρα απ’το άλλο… ύστερα με προσκαλεί να παίξουμε μαζί… κι εγώ ουρλιάζω απ’τη φρίκη και ξυπνάω… αυτό έβλεπα για χρόνια… τον αδελφό μου σαν σπασμένη κούκλα να μου χαμογελάει με ένα αφύσικο χαμόγελο και με τις φεράρι όλες παρκαρισμένες στο σαλόνι…

Την ακούει να τού μιλά. Δεν διακόπτει αυτό το χείμαρρο. Νιώθει την εγκατιαία ανάγκη της να πει, να ακουστεί.

Και εκείνος θέλει να ακούσει. Ν’ακούσει τη φωνή της, τις δονήσεις, τους ήχους, την ψυχή της.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Σαν να έχω μπει σε ένα απόκρυφο δωμάτιο, κρυμμένος κλέφτης που λαθρακούει μέσα απ’τη ντουλάπα.

ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ

…Εκείνο το βράδυ μού έσωσες τη ζωή… και μού την έκλεψες… άρχισα να ξαναζώ σκεφτόμενη μονάχα εσένα… να διαβάσω την επόμενη ανάρτηση, να διαφωνήσω, να κλάψω που γράφεις τόσο όμορφα, να σε μισήσω, να σε αγαπήσω πιο βαθιά… ήσουν ο πρώτος άνθρωπος που μίλησες στην ερημιά της ψυχής μου… άρχισα να σε βλέπω κι εσένα στον ύπνο μου… σε κάποιο όνειρο σε έβλεπα να μπαίνεις στο δωμάτιό μου ορμητικός, θυμωμένος, άγριος. Να με ξεσκεπάζεις, να με παίρνεις στην αγκαλιά σου, να με καθίζεις στο καρότσι.

Κι έπειτα να μού λες ‘σήκω… πάμε να φύγουμε απ’αυτό το κωλόσπιτο… έλα μαζί μου… πάμε να φύγουμε απ’αυτό το μαυσωλείο… έλα… σήκω κι έλα μαζί μου’.

Κι εγώ πονούσα φοβερά κι έκλαιγα και σε μισούσα ακόμη πιο πολύ αλλά εσύ δεν σταματούσες. ‘Δεν μπορώ’, σού φώναζα, ‘δεν μπορώ, είμαι κομμένη στα δυο, δεν μπορώ!’

Κι έτσι ξυπνούσα, φωνάζοντας, ‘δεν μπορώ’ κι έκλαιγα κι έμπαινε η μάνα μου ή ο Μιχάλης στο δωμάτιο και με αγκάλιαζαν και με παρηγορούσαν… ‘όνειρο αγάπη μου’, έλεγε η μάνα μου, ‘σώπασε τώρα, όνειρο είδες’.

Όμως δεν ήταν όνειρο… γιατί αυτό μού έλεγες απ’την αρχή… από την πρώτη μέρα που σε διάβασα… αυτό μού έλεγες… πάμε να φύγουμε, αυτό έλεγες, παράτα τους όλους κι έλα μαζί μου, άσε τα φαντάσματα, τους νεκρούς, τα μνημόσυνα… έλα μαζί μου… αυτό μού έλεγες…

Έχει κλείσει τα μάτια του. Δάκρυα τρέχουν στο πρόσωπό του. Έχει σταματήσει να της τρίβει την πλάτη… τα λόγια της μπαίνουν μέσα του σαν στιλέτα ενός δολοφόνου και τού ανοίγουν πληγές … οι λέξεις της μοιάζουν με αγκίστρια που έχουν αρπάξει τη σάρκα της ψυχής του και την ξεσκίζουν… αιμορραγεί… νιώθει το χέρι της να κλείνει σφιχτά το δικό του… αρχίζουν να κλαίνε δυνατά και οι δυο…

Κάθαρση…

 

[ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΑ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΩΣ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ]

[ΕΝΑΛΛΑΓΗ ΣΚΗΝΩΝ]

  • Μετά το μπάνιο, Ο Αντρέας συνοδεύει την Αντιγόνη στο δωμάτιό της και την βοηθά να ξαπλώσει. Την φιλά απαλά και σχεδόν αμέσως εκείνη αποκοιμιέται.

  • Έπειτα εκείνος κατεβαίνει στον ξενώνα του, κάνει κι αυτός ένα σύντομο μπάνιο και πέφτει να ξεκουραστεί.

  • Όταν σηκώνεται είναι περίπου έξι το απόγευμα. Σηκώνεται, ντύνεται και ανεβαίνει να κοιτάξει Αντιγόνη. Την βλέπει να κοιμάται βαθιά.

  • Κατεβαίνει κάτω και βγαίνει από το έρημο ακόμα σπίτι για να περιηγηθεί λίγο το κτήμα. Τελικά κάθεται σε μια ωραία πολυθρόνα δίπλα στην πισίνα.

 

ΣΤΗΝ ΠΙΣΙΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΜΕΝΙΑ

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Ο καιρός ανοιξιάτικος. Απόγευμα. Ο Αντώνης κάθεται στην μεγάλη πολυθρόνα δίπλα στην πισίνα και καπνίζει. Επιθεωρεί ολόγυρα το βασίλειο του Μιχάλη Βάινα και της οικογένειάς του. Ένας μικρός παράδεισος.

Οι σκέψεις του ένα ολόκληρο σύμπαν. Μέσα σε λίγες ώρες έχουν συμβεί συγκλονιστικά γεγονότα στη ζωή του.

Βγάζει από την τσέπη του το κίνητό του. Αποφασίζει να ηχογραφήσει κάποιες σκέψεις του.

ΑΝΤΡΕΑΣ [ΗΧΟΓΡΑΦΩΝΤΑΣ ΤΗ ΦΩΝΗ ΤΟΥ]

Ερχόμενος από την Αθήνα σκεφτόμουν αυτό το σαββατοκύριακο σαν μια πιθανή βαλβίδα εκτόνωσης της συσσωρευμένης έντασης δυο ετών ανάμεσα στην Αντιγόνη κι εμένα. Πίστευα πως η επαφή μας θα διέλυε το μαγικό ιστό και θα αποκαθιστούσε τις ισορροπίες. Η προσωπική επαφή έχει δύναμη βέβαια όμως πολλές φορές διαλύει και τις όποιες φαντασιώσεις.

Τα πράγματα έχουν πάρει την αντίθετη φορά. Οι δυνάμεις ήταν τόσο μεγάλες και η φόρτιση τόσο ασφυκτική που ίσως να μην γινόταν διαφορετικά. Είχαμε και οι δυο βαθύτερα συναισθήματα που με το χρόνο έγιναν συμπαγείς βράχοι μέσα μας. Όταν αυτοί έσπασαν απελευθερώθηκαν όλα όσα προσπαθούσαμε να εκλογικεύουμε ή να παρεμποδίζουμε.

Το τσουνάμι που αντιμετωπίσαμε δεν μπορούσε παρά να μας κατακλύσει, να μας παρασύρει. Δεν το πίστευα πως υπήρχε μέσα μου τέτοιο δυναμικό για την κοπέλα αυτή.

Το ερώτημα όμως είναι τι θα κάνω, τι θα κάνουμε από δω και στο εξής.

Τι γίνεται τώρα φίλε μου;

Βλέπει ξαφνικά την Ευμενία να τον πλησιάζει. Διακόπτει την ηχογράφηση.

ΕΥΜΕΝΙΑ

(χαμογελαστή)

Να διακόψω;

Κάθεται σε μια άλλη πολυθρόνα δίπλα του. Της προσφέρει τσιγάρο αλλά εκείνη αρνείται.

ΕΥΜΕΝΙΑ

Τσιγάρο και λογοτεχνία πάνε μαζί φαντάζομαι… αλλά τσιγάρο και χορός ποτέ!

Νιώθει στη φωνή της μια επιφυλακτική οικειότητα.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Η Ευμενία δεν με έχει συμπαθήσει. Ούτε με αντιπαθεί κιόλας. Νομίζω βρίσκεται κάπου στο ενδιάμεσο.

(δυνατά)

Επιστρέψατε.

Κείνη τη στιγμή βλέπει και τον Βίλι να τρέχει κάπου στην απέναντι πλευρά του μεγάλου κτήματος. Από πίσω του ο Βάινας φορώντας άλλη μια φόρμα από την συλλογή του που σίγουρα θα ήταν μεγάλη. Τούτη τη φορά είναι γαλάζια με μαύρες ρίγες.

ΕΥΜΕΝΙΑ

Ήμασταν καλεσμένοι στο σπίτι του θείου Δημήτρη. Δεν ξέρω αν σού έγραψε ποτέ η Αντιγόνη για τον θείο μας ή για τη θεία Μαργαρίτα.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Για τη θεία σας ναι. Με έμφαση στις θρησκευτικές της πεποιθήσεις.

ΕΥΜΕΝΙΑ

Α, ναι. Η θεία είναι αναγεννημένη χριστιανή. Δεν είναι ορθόδοξη. Πάει σε μια άλλη εκκλησία εδώ και λίγα χρόνια. Προσπαθεί μάλιστα να μάς προσηλυτίσει όλους, χωρίς επιτυχία όμως.

Μετά από μικρό διάστημα σιγής.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Ήθελα να σε ρωτήσω κάτι Ευμενία. Χθες με την όλη αναστάτωση στο τραπέζι δεν υπήρχε χρόνος ούτε βρήκα την ευκαιρία να μιλήσω με κανέναν σας ουσιαστικά.

ΕΥΜΕΝΙΑ

Και βέβαια να με ρωτήσεις.

Η Ευμενία ανακάθεται στην πολυθρόνα της.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Ποια είναι η γνώμη σου για μένα; Απάντησέ μου ειλικρινά σε παρακαλώ. Να είσαι σίγουρη πως θα το αντέξω.

ΕΥΜΕΝΙΑ

(ξεροβήχοντας)

Χμ… Θα σού απαντήσω με ευθύτητα Αντρέα. Δεν έχω καταλήξει ακόμα. Τον πρώτο καιρό, έβλεπα θετικά την επιρροή που ασκούσαν τα κείμενά σου στην αδελφή μου. Με τον καιρό άρχισα να ανησυχώ. Έβλεπα τη μικρή να προσκολλάται πάνω σου, στα γραπτά σου δηλαδή, λες και ήταν η μοναδική σανίδα σωτηρίας της. Δεν ευθυνόσουν εσύ βέβαια άμεσα γι αυτό. Έμμεσα όμως ευθυνόσουν. Έβλεπα την Αντιγόνη να αλλάζει, να τα φιλτράρει όλα πλέον μέσα από τα κείμενά σου.

(μικρή παύση)

Όταν άρχισαν οι σαββατιάτικες οικογενειακές συγκεντρώσεις με αναγνώσεις κειμένων και ερωταπαντήσεις από μέρους της, εκεί μπορώ να σού πω ότι είχα θυμώσει κιόλας μαζί σου. Ήταν παράλογο βέβαια, όμως σού είπα πως θα σού μιλήσω ανοιχτά. Υπήρχαν μέρες που καταριόμουν την ώρα και τη στιγμή που έπεσε πάνω στο μπλογκ σου…

Ο Αντρέας κουνά το κεφάλι του.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Δεν σε αδικώ καθόλου.

ΕΥΜΕΝΙΑ

Εκείνο μονάχα που με τρόμαξε κάπως ήταν η συμπεριφορά της του καλοκαιριού. Δεν γνωρίζαμε ότι εσύ είχες αποφασίσει να αραιώσεις ή και να σταματήσεις την επικοινωνία μαζί της. Η Αντιγόνη πέρασε πολύ δύσκολο φθινόπωρο Αντρέα. Δεν ξέρω αν σού είπε πως χρειάστηκε η συνδρομή ψυχοθεραπευτή για κάμποσο διάστημα.

Ο Αντρέας ανάβει κι άλλο τσιγάρο

ΕΥΜΕΝΙΑ

Από την άλλη σκεφτόμουν πως αν αυτό που τελικώς ήθελα ήταν να έφευγες από τη ζωή της, τούτο είχε πραγματοποιηθεί κι ας υπέφερε εκείνη. Θα σε ξεπερνούσε κάποια στιγμή. Ήδη ο πατέρας είχε κανονίσει ένα μεγάλο ταξίδι στο εξωτερικό. Όμως η μικρή δεν ήταν απλώς ερωτευμένη μαζί σου, είχε μια μεγάλη και πανίσχυρη εμμονή με οτιδήποτε σε αφορούσε. Κάποιο βράδυ… δεν ξέρω αν πρέπει να στο πω…

(κομπιάζοντας)

Θα στο πω… κάποιο βράδυ λοιπόν είπε στον πατέρα να προσλάβει έναν ιδιωτικό αστυνομικό και να τον βάλει να σε παρακολουθεί επί 24ώρου βάσεως… ναι, έφτασε εκεί… ο πατέρας δεν το δέχθηκε βέβαια…

Ο Αντρέας συνοφρυώνεται. Σβήνει το τσιγάρο αλλά αμέσως ανάβει άλλο.

ΕΥΜΕΝΙΑ

Ήταν πεπεισμένη ότι είχες κάποια σχέση, ότι πήγαινες για γάμο ή κάτι τέτοιο. Δεν ήθελε να σού κάνει κακό, ήθελε απλά να βεβαιωθεί… έτσι πιστεύω.

Ξαφνικά η Ευμενία σιωπά αισθανόμενη ίσως ότι έχει πει πάρα πολλά.

ΕΥΜΕΝΙΑ

(μετά από μεγάλη παύση)

Ο Μιχάλης ξέρεις, σε συμπαθεί πολύ. Σε βρίσκει βέβαια αρκετά μεγάλο για την Αντιγόνη αλλά πάντα έπαιρνε το μέρος σου…

ΑΝΤΡΕΑΣ

Και η μητέρα σου;

ΕΥΜΕΝΙΑ

Μμμ… η μητέρα… ξέρεις η μητέρα μας μετά το θάνατο του Ερρίκου… γνωρίζεις φαντάζομαι γι αυτό, έτσι;

Ο Αντρέας κατανεύει σιωπηλός.

ΕΥΜΕΝΙΑ

Μετά το θάνατο του Ερρίκου η μητέρα κλείστηκε πολύ στον εαυτό της. Βέβαια εξωτερικά δείχνει σα να μην έχει αλλάξει κάτι όμως… είναι σα να έχει περάσει σε έναν άλλο κόσμο. Είναι μόνιμα θλιμμένη, ακόμα κι όταν χαμογελά. Ο μικρός μας ήταν η μεγάλη της αδυναμία… όταν χάθηκε φοβήθηκα πως θα χανόταν κι εκείνη. Όμως άντεξε, κρατήθηκε… όχι για εμένα ή τον Μιχάλη… για την Αντιγόνη.

Ο Αντρέας βλέπει τον πλησιάζει μέσα στην ωραία του φόρμα και προς στιγμήν του μοιάζει με κάποιο κάποιος παλιό προπονητή της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου.

ΒΑΪΝΑΣ

Απόψε θα ψήσουμε έξω… έχει γλυκό καιρό, τι λες Αντρέα;

ΕΥΜΕΝΙΑ

Χωρίς κάρβουνα;

Ο μεγάλος βέλγικος λύκος βρίσκεται πίσω από το αφεντικό του. Η αίσθηση είναι ανατριχιαστική. Ο μεγαλόσωμος, όμορφος σκύλος έρχεται δίπλα στον Αντρέα ανασαίνοντας γρήγορα με τη μακριά του γλώσσα έξω. Σκύβει στα πόδια μου και αρχίζει να τον μυρίζει.

ΒΑΪΝΑΣ

Μην τον φοβάσαι, είμαι εγώ εδώ.

(προς την Ευμενία)

Τα ετοιμάζω τώρα τα κάρβουνα… σε μια ώρα θα είμαι έτοιμος… μήπως βιαζόμαστε;

Ο Αντρέας δεν πολυακούει τα λεγόμενα. Παρακολουθεί τον μελανότριχο θηριώδη φύλακα του οίκου να τον περιεργάζεται, να τον μυρίζει και να ανασαίνει ακριβώς δίπλα του.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Να μην επιχειρήσω να τον χαϊδέψω ε;

ΕΥΜΕΝΙΑ

Θα έλεγα πως όχι αν και δεν είναι γενικά επιθετικός όταν είμαστε εμείς παρόντες.

ΒΑΪΝΑΣ

Θα πάω να τον δέσω σε λίγο.

Ο κύρης του σπιτιού κάνει μεταβολή για το σπίτι.

ΕΥΜΕΝΙΑ

Πάω κι εγώ να βοηθήσω τη μαμά.

Ο Αντρέας σηκώνεται επίσης και με ήρεμε κινήσεις τους ακολουθεί σε κάποια απόσταση.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Τι να κάνει το κορίτσι; Σου λείπει ε; Και έκανες και τον δύσκολο!

 

ΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΕΝΟΧΕΣ

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στην κουζίνα του σπιτιού. Με την Ευμενία και την Μαρία.

Ο Αντρέας μπαίνει στην κουζίνα και βλέπει την Μαρία μαζί με την Ευμενία σε μια έντονη κινητικότητα. Ετοιμασίες για το βραδινό τραπέζι στον κήπο.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(σχεδόν απολογητικά)

Ήρθα να σάς πω μια καλησπέρα.

ΜΑΡΙΑ

(ήρεμα κι ευγενικά)

Καλησπέρα.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Ήθελα ακόμα να σάς πω δυο λόγια αλλά ίσως δεν είναι η κατάλληλη στιγμή.

ΜΑΡΙΑ

Θέλεις να πάμε μέσα;

ΑΝΤΡΕΑΣ

Όχι, δεν υπάρχει κάτι που δεν θέλω να ακούσει η Ευμενία… ήθελα απλώς να πω ότι νιώθω κάπως άβολα… και για χθες… όσα έγιναν στο τραπέζι… δεν έπρεπε… θέλω να πω… δεν…

ΜΑΡΙΑ

Μην αισθάνεσαι καθόλου άσχημα Αντρέα.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Η παρουσία μου εδώ έχει επιφέρει αναστάτωση… ετοιμασίες… εντάσεις…

Η Ευμενία σταματά τις εργασίες της και γυρνά να τον κοιτάξει. Μάνα και κόρη έχουν σχεδόν πανομοιότυπο ως και το βλέμμα αμηχανίας, τη στάση του σώματος… το θέαμα είναι εντυπωσιακό και κάπως αλλόκοτο.

ΜΑΡΙΑ

Δεν δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσουμε. Όμως θα δοθεί αυτή η ευκαιρία… νομίζω πολύ σύντομα… ίσως και απόψε…

ΑΝΤΡΕΑΣ

Εντάξει.

Κάνει μεταβολή και βγαίνει από την κουζίνα.

Οδεύει προς την Αντιγόνη. Ανεβαίνει τη σκάλα σχεδόν τρέχοντας και πλησιάζει με λαχτάρα την ανοιχτή πόρτα του δωματίου της.

 

ΣΕ ΠΑΓΙΔΕΨΑ

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο υπνοδωμάτιο της Αντιγόνης. Ξανά.

Ο Αντρέας στέκεται στο κατώφλι του δωματίου της και ρίχνει μια ματιά. Την βλέπει στο κρεβάτι της με ένα ανοιχτό βιβλίο. Μόλις τον αντιλαμβάνεται το κατεβάζει και χαμογελά.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Νόμιζα ότι το έσκασες.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(κάνοντας ένα δειλό βήμα προς το εσωτερικό)

Πράγματι το έσκασα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Έτσι ε; Και τι έγινε;

ΑΝΤΡΕΑΣ

Με πήρε στο κατόπι ο Βίλι και με ακινητοποίησε.

Ο Αντρέας πλησιάζει στο κρεβάτι της.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(παιχνιδιάρικα αλλά και σκληρά)

Τότε είσαι τιμωρία. Μην έρθεις εδώ, δεν σε θέλω.

Ο Αντρέας μένει ακίνητος στη μέση του μεγάλου δωματίου σαν λακές που περιμένει τις εντολές της κυράς του. Αυτό το κορίτσι έχει έναν μοναδικό τρόπο να αιφνιδιάζει. Και συνεχίζει με θράσος να διαβάζει το βιβλίο της σα να μην συμβαίνει τίποτα.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Να ρωτήσω τι διαβάζεις; Του Κάφκα είναι;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(κατεβάζει το βιβλίο πάνω στα σκεπάσματά της)

Κάτι για τον Κάφκα. Τον αγαπώ πολύ αυτόν τον άνθρωπο… νομίζω πως σε κάποια άλλη ζωή ίσως να ήμασταν αδέρφια

ΑΝΤΡΕΑΣ

Δεν το νομίζω.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(μιμούμενη τη φωνή του)

Μπα; Και γιατί κύριε ξερόλα δεν το νομίζεις;

ΑΝΤΡΕΑΣ

Διότι ο Κάφκα ήταν εντελώς διαφορετικός από σένα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(θυμωμένα)

Ε, βέβαια, έχουμε και κριτικό λογοτεχνίας και ψυχίατρο στο σπίτι.

Έπειτα βλέποντας τον Αντρέα να παραμένει ακίνητος στη θέση του, σε κάποια μέτρα απόσταση από το κρεβάτι της, σκάει στα γέλια.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Τι κάνεις άνθρωπέ μου εκεί;

ΑΝΤΡΕΑΣ

(ζυγώνοντάς την)

Υπακούω εις τας εντολάς σας.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Δεν έδωσα εντολή να έρθεις!

Έχει βρεθεί ήδη στο κρεβάτι, καθισμένος δίπλα της.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Είσαι μεγάλο κάθαρμα λοιπόν!

Σκύβει το κεφάλι του πάνω από τα ζεστά της χείλη. Του τα προσφέρει σαν κακομαθημένο κορίτσι που εξακολουθεί να δυστροπεί με το κάθε τι.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Ο πατέρας σου ετοιμάζει βραδινό τσιμπούσι στον κήπο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ναι, ήρθε πριν και μού το είπε.

Κλείνει προς στιγμήν τα μάτια της και παίρνει μια βαθιά εισπνοή. Έπειτα τα ανοίγει ξανά και τον κοιτάει αυστηρά.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(σηκώνοντας το βιβλίο της με απειλητικές διαθέσεις)

Ώστε δεν έχω καμιά σχέση με τον Κάφκα λοιπόν ε;

ΑΝΤΡΕΑΣ

Ε, ναι… ας το παραδεχθούμε… δεν έχεις…

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(προσπαθεί να τον χτυπήσει με το βιβλίο αλλά της σταματά το χέρι)

Συνεχίζεις!

Γίνεται μια μικρή πάλη όμως το λεπτό της χέρι δεν μπορεί να αντέξει για πολύ. Το πρόσωπό της έχει παραμορφωθεί από την ένταση.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Γορίλα!

Χαλαρώνει ηττημένη. Της παίρνει το βιβλίο από το χέρι και του ρίχνει μια ματιά. Εκείνη τον παρατηρεί καθώς ξεφυλλίζει το εσωτερικό αυτής της μελέτης και τον αιφνιδιάζει για μια ακόμη φορά.

Αρχίζει να κλαίει!

ΑΝΤΡΕΑΣ

(αφήνει το βιβλίο στο κομοδίνο της και την κοιτά ανήσυχος)

Τι συμβαίνει;

Τα μάτια της έχουν υγρανθεί, τα δάκρυά της μουσκεύουν κιόλας το μαξιλάρι της. Το αριστερό της χέρι αναζητά το δικό του. Το σφίγγει δυνατά.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(μέσα σε αναφιλητά)

Το ξέρω πως δεν είμαι για σένα… το ξέρω…

Ο Αντρέας δεν λέει τίποτα, δεν σχολιάζει τίποτα.

Το ευμετάβλητο των ψυχικών της διαθέσεων τον σοκάρει. Της σκουπίζει τα δάκρυα από το πρόσωπο και την κοιτά τρυφερά.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Τι σκέφτεσαι; Ότι είμαι ανισόρροπη;

ΑΝΤΡΕΑΣ

Σκέφτομαι ότι με σένα δεν μπορεί να νιώσει κάποιος τίποτε μέτριο, πλαδαρό, αναιμικό.

Εκείνη του χαμογελά αλλά σκέφτεται άλλα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(βρίσκοντας την αυτοκυριαρχία της ξανά)

Είναι άδικο… άδικο αυτό… και ανήθικο!

Γυρίζει το κεφάλι της στο πλάι να μην τον κοιτάζει.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Τι θέλεις να πεις;

Εκείνη αποσύρει το χέρι της από το δικό του.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(κοιτάζοντας στο πουθενά μέσα στο δωμάτιο)

Αυτό πού σού έκανα… δεν μού το λες αλλά το σκέφτεσαι… το ξέρω… σε παγίδεψα…

Ο Αντρέας δεν κάνει καμιά παρατήρηση. Αναζητά τα τσιγάρα του αλλά έπειτα σκέφτεται πώς μέσα στο υπνοδωμάτιο δεν θέλει να καπνίζει.

Σηκώνεται και αρχίζει να βαδίζει αργά μέσα στο δωμάτιο. Τελικά φτάνει δίπλα στο παράθυρο, ανοίγει το ένα φύλλο και βγάζει τα τσιγάρα του. Έπειτα από λίγο το μετανιώνει, τα κρύβει και κλείνει το παράθυρο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Θυμάμαι κάτι που είχες γράψει… ήταν από τα πρώτα που είχα διαβάσει… για το βίωμα… έλεγες πως υπερεκτιμούμε το βίωμα επειδή δεν ανήκει στο πραγματικό αλλά στο αληθινό… πως ο άνθρωπος αναποδογυρίζει την πραγματικότητα μονάχα για να βιώσει το αληθινό και μετά προσπαθεί να εξηγήσει, να απομυθοποιήσει ό,τι έζησε μέσα στο πραγματικό… ξεχνώντας ότι αυτός ευθύνεται που τα αναποδογύρισε όλα…

Την ακούει να μιλά και θαυμάζει που θυμάται όλ’αυτά τα μπερδεμένα που είχε γράψει έναν αιώνα πριν… πλησιάζει ξανά προς το κρεβάτι.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Δεν ξέρεις πόσο με είχε αγγίξει αυτό… σε είχα λατρέψει από αυτό το κείμενο… πόσο σιχαινόμουν πάντα όλους αυτούς τους ‘ζήστο’ ανθρώπους γύρω μου… ζήστο το ένα, ζήστο το άλλο… αηδία κι εμετός… με έπιανε ναυτία… ένιωθα πως συντονιζόμουν μαζί σου… πως κι εσύ την ίδια ναυτία ένιωθες…

Ο Αντρέας χαμογελά κάπως πικρά.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Και μετά από δυο χρόνια διάβασα για τη θεωρία σου… για το ‘μετα-βίωμα’… πω, πω… τι ήταν κι αυτό… τους είχα καθίσει όλους ένα Σάββατο στο σαλόνι κι από τις οχτώ ως τις δυο το πρωί αναλύαμε το κείμενό σου… μέχρι που η Μαρία εκνευρισμένη, το φαντάζεσαι, ως κι εκείνη βγήκε απ’τα όριά της, σηκώθηκε και έφυγε… ‘αρκετά ως εδώ’, είχε πει και χωρίς να μας καληνυχτίσει, πήγε για ύπνο!

Τον κοιτά με ένοχο ύφος. Έχει στο προσωπάκι της ζωγραφισμένο ένα συνωμοτικό χαμόγελο. Της κρατά το χέρι και χαμογελά κι εκείνος.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Ο Μιχάλης;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(στοργικά)

Αχ, ο καλός μου! Τούτος δεν βαρυγκομάει ποτέ Αντρέα… ποτέ! Είναι ψυχούλα ο Μιχάλης, να το ξέρεις…

Η φωνή της έχει έναν έντονο λυγμό. Τον συμμερίζεται.

Έχει έναν έντονο λυγμό η φωνή της.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Τον συμπάθησα από την πρώτη στιγμή νομίζω.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Κι αυτός σε συμπάθησε… πριν έρθεις τον ρώτησα ξέρεις…

Εκείνος την κοιτά ανήσυχος.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Τι τον ρώτησες;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Για σένα… τι νιώθει, τι πιστεύει… ξέρεις τι μού είπε;

ΑΝΤΡΕΑΣ

Θέλω πολύ να μού πεις.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(με προοδευτικά όλο και πιο σπασμένη φωνή)

Θα σας δώσω τη βίλα κι εμείς θα πιάσουμε ένα διαμέρισμα στην πόλη… το αξίζει.

Η απάντησή του συγκινεί τον Αντρέα.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Η γενναιοδωρία του και η ετοιμότητά του να αποχωριστεί αυτό το σπίτι που για εκείνον έχει ιδιαίτερη σημασία, ομολογώ με συγκλονίζει.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Φυσικά δεν θα το δεχόμουν ποτέ αυτό. Το λατρεύει το κτήμα και έφτυσε αίμα για να το αγοράσει, να το φτιάξει, να το ολοκληρώσει… και δεν θα δεχόμουν ποτέ να ζήσω μακριά του Αντρέα… είναι ο πιο διακριτικός άνθρωπος του κόσμου… καμιά φορά, τα πρωινά, έρχεται ως το κατώφλι μου… τον αισθάνομαι, θέλει να δει αν είμαι καλά, αν ανασαίνω, αν ζω… μπαίνει δειλά, φτάνει ως τη μέση, κοντοστέκεται, μετά το αποφασίζει, έρχεται, μού χαϊδεύει τα μαλλιά… ακούω την ανάσα, του… ακούω την ψυχή του… κι έπειτα νυκτοπατώντας γυρίζει και βγαίνει…

Ο Αντρέας σκύβει και κοιτά το πάτωμα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Και δεν του φαίνεται ξέρεις… Ο Μιχάλης μπορεί να είναι ένας άνθρωπος των οικοδομών και των επιχειρήσεων, όμως σε σχέση με την οικογένειά του ήταν σαν… σαν τρυφερός μίσχος που τον κόβεις με ένα φύσημα.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Έχω συμπαθήσει πολύ την οικογένειά σου Αντιγόνη.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Κι εκείνοι… όλοι τους… σε δέχθηκαν με αγάπη.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(για να ελαφρώσει το κλίμα)

Εκτός από το Βίλι.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(γελώντας)

Σε δάγκωσε;

ΑΝΤΡΕΑΣ

Γελάς; Δεν θα ήταν αστείο να με δαγκώσει ένα τέτοιο θηρίο!

Του δίνει φιλιά στο χέρι.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Να τον προσέχεις το Βίλι… είναι τυφλά προσκολλημένος στον Μιχάλη… μονάχα την Ευμενία δέχεται να τον χαϊδεύει… δεν ξέρω γιατί… εγώ μια φορά πήγα να τον αγγίξω και άρχισε να γρυλλίζει άσχημα… όσο για τη Μαρία…

Ο Αντρέας κοιτά το ρολόι του.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Πέρασε η ώρα. Πρέπει σιγά σιγά να ετοιμαζόμαστε

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Εντάξει. Δώσε μου ένα φιλί.

Εκείνος σκύβει και τη φιλά γλυκά. Τα χείλη της καίνε πάλι, τα μάγουλά της είναι μουσκεμένα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Πές στην Ευμενία να έρθει να με βοηθήσει να ντυθώ.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Εγώ δεν μπορώ να το κάνω αυτό;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(με ζωηρεμένο βλέμμα)

Θέλεις;

ΑΝΤΡΕΑΣ

Φυσικά και θέλω.

(σηκώνεται απ’το κρεβάτι)

Όποτε είσαι έτοιμη δώσε την πρώτη εντολή.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Και βέβαια θα δώσω και να είσαι προετοιμασμένος να σε ταλαιπωρήσω!

Και το βλέμμα της δεν έχανε την κοριτσίστικη λάμψη του.

 

ΓΙΟΡΤΙΝΟ ΣΑΒΒΑΤΟΒΡΑΔΟ

[ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΑ ΣΚΗΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΓΙΟΡΤΙΝΟ ΒΡΑΔΙ ΣΤΗΝ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΗ ΒΡΑΔΙΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ]

  • Ένα γιορτινό σαββατόβραδο σε έναν προστατευμένο χώρο έξω από την κουζίνα, πάνω στο περιποιμένο γκαζόν.  

  • Καλή διάθεση, κέφι και ένας συντονισμός όλων των μελών της οικογένειας.

  • Και ο Αντρέας πλέον άτυπα λογίζεται μέλος της οικογένειας.

  • Ο Μιχάλης κάνει επίδειξη των δεξιοτήτων του με τις μπριζόλες στα κάρβουνα που αληθινά είναι τρυφερές και πεντανόστιμες.

  • Η Μαρία πιο χαλαρή, χαμογελά πηγαία και μάλιστα αφηγείται προσωπικές της ιστορίες με εύθυμο περιεχόμενο.

  • Η Ευμενία κάθεται απέναντι από τον Αντρέα και γελά πλατειά και εγκάρδια. Μερικά της βλέμματα μάλιστα σε κείνον και στην Αντιγόνη δίνουν την αίσθηση πως εγκρίνει ολόψυχα την προοπτική μιας σχέσης του με την μικρή της αδελφή.

  • Η Αντιγόνη απ’την πλευρά της απολαμβάνει τη συντροφιά, τη βραδιά, το φαγητό ακόμη και τα τραγούδια του Μιχάλη που όταν κατέβασε μερικά ποτηράκια απ’το ωραίο του κόκκινο κρασί άρχισε, ενθαρρυνόμενος από τις γυναίκες της φαμίλιας του να σιγοψιθυρίζει. Δεν έχει άσχημη φωνή ο κύρης του σπιτιού. Μα περισσότερο τραγουδά μέσα απ’την ψυχή του ωραία ερωτικά τραγούδια της νιότης του. Κείνο που συγκίνησε περισσότερο τον Αντρέα ήταν ότι ερχόταν πάνω απ’την Αντιγόνη, έσκυβε στον ώμο της και τραγουδούσε μονάχα γι’αυτήν.

  • Ως και ο Βίλι απολαλμβάνει τη βραδιά ξαπλωμένος σε μια γωνιά, κοντά στο τραπέζι με τη μεγάλη του λυκίσια μουσούδα πάνω στα μπροστινά του πόδια.

  • Η γιορτινή σύναξη τελειώνει με παγωτό και γλυκό που σερβίρει η Ευμενία και λίγα ακόμα τραγούδια που ο Μιχάλης μουρμουράει πίνοντας το κρασάκι του.

  • Όταν έρχεται η ώρα της καληνύχτας, ο Αντρέας συνοδεύει την Αντιγόνη ως το δωμάτιό της.

 

ΓΛΥΚΙΑ ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο υπνοδωμάτιο της Αντιγόνης.

Όταν έρχεται η ώρα της καληνύχτας, συνοδεύει ο Αντρέας την Αντιγόνη, τη βοηθά να ξεντυθεί, την κρατά και πάλι σχεδόν γυμνή στην αγκαλιά του και την αποθέτει απαλά στο κρεβάτι της.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(με νυσταγμένο βλέμμα)

Πέρασες όμορφα;

ΑΝΤΡΕΑΣ

Πολύ. Ένιωσα πως κι εσύ πέρασες όμορφα και αυτό μού έδωσε διπλή χαρά.

Της δίνει ένα φιλί για καληνύχτα. Πριν φύγει νιώθει το χέρι της να αναζητά το πρόσωπό του.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Τι θα κάνεις τώρα μόνος σου στον ξενώνα; Θα είσαι άτακτος;

Το βλέμμα της παλεύει με την κούραση και έχει μια γλυκιά λάμψη.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Θα κάνω πρώτα κανά δυο τσιγάρα και μετά ύπνον… νανάκια… όπως κι εσύ τώρα.

Την σκεπάζει.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Μμμ…

Και αμέσως μετά παραδίδεται στην αγκαλιά του Μορφέα.

 

ΝΑ ΚΕΡΔΙΣΕΙ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΗΣ…

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στον ξενώνα.

Ο Αντρέας κατεβαίνει με αθόρυβα βήματα ως τον ξενώνα του κι όταν ανοίγει την πόρτα τον περιμένει μια έκπληξη. Η Μαρία είναι καθισμένη στο κρεβάτι τον και τον κοιτά.

ΜΑΡΙΑ

Ήθελα να μιλήσουμε για λίγο Αντρέα… το απόγευμα στην κουζίνα δεν είχαμε την ευκαιρία.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Και βέβαια.

Ο Αντρέας παίρνει τη μοναδική καρέκλα του δωματίου και κάθεται απέναντί της.

ΜΑΡΙΑ

Ήταν μια ξεχωριστή βραδιά απόψε, έτσι δεν είναι;

ΑΝΤΡΕΑΣ

Πολύ ξεχωριστή.

Η Μαρία τεντώνει τα μακριά της δάχτυλα και τα κοιτά για λίγο.

Ο Αντρέας αντιλαμβάνεται την αμηχανία της στιγμής, προβλέπει σχεδόν τι θα ακολουθούσε. Η μητέρα που ανησυχεί για την κόρη της, μια ιδιαίτερη και ευάλωτη κατάσταση από κάθε πλευρά.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Η κόρη που είναι ερωτευμένη με έναν άνθρωπο που είναι αρκετά χρόνια μεγαλύτερός της –ακόμη δεν είχε τεθεί καν το συγκεκριμένο θέμα όμως ήξερα πως δεν θα αργούσε- που όμως λόγω της κατάστασης της υγείας της και του ντελικάτου ψυχισμού της έχει ανάγκη από όλη την αγάπη και όλη την τρυφερότητα και όλη την αποδοχή και ασφάλεια που θα μπορούσε ένας άνθρωπος να τής δώσει.

Και είναι άραγε αυτός ο άνθρωπος ο κατάλληλος; Πέρα από τη διαφορά ηλικίας, πέρα από τα ζητήματα υγείας, είναι αυτός ο άνθρωπος ο ιδανικός για εκείνη;

Η οικογένεια έχει ήδη πληγεί από μια φοβερή τραγωδία που δεν θα ξεπεράσει ποτέ. Η σκιά του θανάτου υπάρχει στο βλέμμα, στις λέξεις ως και στις ανάσες όλων των μελών αυτής της οικογένειας. Υπάρχει ακόμη μέσα στο σπίτι, σε κάθε γωνιά, παντού. Η μητέρα που ανησυχεί, που έχει αγωνία, που θέλει να εξασφαλιστεί όσο κι αν αυτό είναι μια ουτοπία, μια φενάκη, ένα ψέμα.

Ποιος μπορεί ποτέ να σε ασφαλίσει από οτιδήποτε;

ΜΑΡΙΑ

Ξέρεις Αντρέα… η Αντιγόνη…

ΑΝΤΡΕΑΣ

Ξέρω Μαρία… και επίτρεψέ μου να κάνω τη στιγμή λιγότερο αμήχανη.

Ανησυχείς… όλοι σας ανησυχείτε… δεν με γνωρίζετε, δεν σας γνωρίζω, δεν ξέρετε τι μέρος του λόγου είμαι κι αν είμαι συμβατός και ο κατάλληλος για την Αντιγόνη… ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι έχουμε δεδομένη την προοπτική μιας σχέσης παρότι προς στιγμήν, επισήμως τουλάχιστον, δεν είμαι παρά ένας προσκεκλημένος για ένα σαββατοκύριακο…

Το κρασί και η ένταση της στιγμής έχουν αυξήσει την ευφράδειά του και παρακολουθεί την Μαρία να τον ακούει προσεκτικά.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Δεν πρόκειται να κρυφτώ ή να κρύψω οτιδήποτε ούτε από εσένα ούτε από κανέναν Μαρία. Δεν ξέρω με τι συναισθήματα ήρθα στο σπίτι σας χτες το βράδυ. Αν σου πω ότι ήρθα με τα συναισθήματα που έχω τώρα, θα είναι ψέμα. Θα σου πω λοιπόν πως ήρθα περισσότερο πιεσμένος να κόψω τον γόρδιο δεσμό παρά να ανιχνεύσω πιθανότητες εξέλιξης σε οτιδήποτε που αφορούσε την Αντιγόνη κι εμένα. Δεν γνώριζα για το ζήτημα της υγείας της. Αυτή είναι η αλήθεια. Αιφνιδιάστηκα όταν την είδα χθες για πρώτη φορά μετά από δυο χρόνια επικοινωνίας σε ένα αμαξίδιο. Αιφνιδιάστηκα κάπως και από την επίθεσή της με τις αιχμηρές παρατηρήσεις της. Αιφνιδιάστηκα όμως περισσότερο σήμερα το πρωί από όσα έγιναν ανάμεσά μας. Για να σου μιλήσω ακόμη πιο ανοιχτά, αιφνιδιάστηκα από το βάθος και τη δύναμη των συναισθημάτων μου για εκείνη.

Ήρθα να κόψω με μια σπαθιά κάποιον γόρδιο δεσμό αλλά τελικά τα πράγματα ήρθαν αλλιώς… τούτη τη στιγμή που μιλάμε δεν υπάρχει κανένα μπλέξιμο μέσα μου, καμιά διάθεση απεμπλοκής, καμιά εκκρεμότητα, κανένα άχθος που θέλω να απαλλαγώ… η Αντιγόνη δεν είναι για μένα ένα αίνιγμα όπως πριν, μισό επιθυμητό και μισό ανεπιθύμητο… είναι ένα μαγικό και όμορφο πλάσμα, ένα ιδιότροπο αλλά καλόψυχο κορίτσι που δεν μεγάλωσε αλλά κυριολεκτικά γεννήθηκε μέσα στη μοναχικότητα, την ποίηση, τις σκέψεις και τα όνειρά της που ένιωθε ότι ματαιώθηκαν κάποτε από την αναπηρία του κορμιού της… και ακόμη, η Αντιγόνη είναι μια γενναία γυναίκα που δεν δίστασε να μού ανοίξει την καρδιά της, να διεκδικήσει τη ζωή της και περισσότερο… να κερδίσει τον εαυτό της…

Ο Αντρέας έχει συγκινηθεί από την ένταση, τρέμει, αισθάνεται το ρίγος της κάθε λέξης, την αλήθεια της κάθε λέξης.

Σέρνει το βλέμμα του αλλού, δεν θέλει να τον βλέπει δακρυσμένο η μητέρα της. Ψάχνει τα τσιγάρα του, ανάβει ένα, αρχίζει να καπνίζει νευρικά. 

Η Μαρία δίπλα του σιωπηλή.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Αν τώρα θέλεις να σού ξεκαθαρίσω ποιες είναι οι προθέσεις μου για εκείνην, αυτό που έντιμα και, καθώς λένε, αντρίκια μπορώ να σου πω είναι ότι αυτό που αισθάνομαι είναι πως θέλω, αν το επιθυμεί κι εκείνη, να δοκιμάσουμε… να δοκιμάσουμε αληθινά, δυνατά και με ακεραιότητα. Χωρίς μεγάλα λόγια, χωρίς μεγαλοστομίες και προβολές στο αύριο… αν μπορούσα να στο πω αλλιώς, θα προτιμούσα αυτό που κάποιοι ψυχολόγοι λένε μπέιμπι στεπς… σιγά σιγά… να ανιχνεύσουμε τις στιγμές, τις ώρες, τις μέρες… να δοθούμε σε κάτι με αλήθεια αλλά να μην εκβιάσουμε τίποτα… δεν τα έχω συζητήσει όλα τούτα με κείνη… σε σένα τα εξομολογούμαι γιατί είσαι η μητέρα της και αυτό για μένα σημαίνει το ιερότερο πρόσωπο μέσα στην ύπαρξη… στην ανθρώπινη συνθήκη… ίσως μονάχα μετά τον πνευματικό διδάσκαλο στην εσωτερική ατραπό που για μένα τουλάχιστον έχει μια ακόμη ισχυρότερη δύναμη και μια ιερότητα άλλης ποιότητας… κι είμαι έτοιμος να ακούσω ό,τι θέλεις να μού πεις… εσύ ή ο Μιχάλης ή η Ευμενία… αν και μεγίστη προτεραιότητα, δεν στο κρύβω, έχει για μένα τι θα πει η Αντιγόνη…

Κυλούν μερικά λεπτά μέσα στη σιγή κι έπειτα η Μαρία αρχίζει να τού μιλά.

ΜΑΡΙΑ

Όταν χάθηκε ο Ερρίκος… πίστεψα πως όλα είχαν πλέον τελειώσει και για μένα… είχα βέβαια δυο κόρες, έναν σύζυγο, μια τακτοποιημένη ζωή… όμως η απώλεια του παιδιού μου ήταν ένα γεγονός που τα ανέτρεψε όλα… δεν σού κρύβω… μια κι είναι η βραδιά των εξομολογήσεων, πως σκέφτηκα αρκετές φορές να δώσω τέλος στη ζωή μου… κανείς εδώ μέσα δεν ήθελα να το ξέρει, δεν έπρεπε να ξέρει κανείς άλλος τίποτα… η μάνα μου έλεγε πως η γυναίκα είναι για την οικογένεια ό,τι η στέγη για το σπίτι… μπορεί ο άντρας να είναι η κολώνα όμως η γυναίκα είναι η στέγη… η αληθινή ασφάλεια, όχι ίσως η οικονομική αλλά η συναισθηματική… η μεγάλη φτερούγα, η μεγάλη αγκαλιά… και κάθε φορά το σκεφτόμουνα αυτό ξέρεις όταν έπαιρνα αγκαλιά την μικρή μου κόρη και την έκανα μπάνιο… πού πάς να την αφήσεις, έλεγα μέσα μου, με ποιο δικαίωμα θές να την αφήσεις;

Τολμώ να πω ότι υπήρξε μια εποχή που δεν με ενδιέφερε ο Μιχάλης, η Ευμενία, θα βρουν τρόπο να επιβιώσουν αυτοί, έλεγα, όμως η μικρή σου τι θα γίνει;

Κάποια στιγμή μπήκες στη ζωή της εσύ… δεν ξέρω πως και πότε ακριβώς… δεν ξέρω ακόμα το γιατί… βλέπεις εγώ δεν προσευχήθηκα ποτέ σε κανέναν θεό για να μου δώσει στηρίγματα κι ελπίδες… πίστευα πως ο άνθρωπος φτιάχνει τη μοίρα του μόνος του όμως απ’την άλλη δεν μπορούσα να εξηγήσω αυτό που είχε συμβεί με τη μικρή και μια απλή ίωση που είχαν περάσει όλα τα παιδιά στο σχολείο της και την ξεπέρασαν με ευκολία εκείνης της άφησε κληρονομιά μια σταδιακή παράλυση των κάτω άκρων… δεν μπορείς να φανταστείς τι περάσαμε… πόσους γιατρούς γυρίσαμε, κέντρα, ταξίδια στην Αμερική και στην Ευρώπη… όλη μου την περιουσία που είχα από τον πατέρα μου τη δαπανήσαμε χωρίς αποτέλεσμα… κάποια σπάνια νευρο-ψυχική νόσος, έλεγαν… σπάνια, πολύ σπάνιακαθόλου σπάνια για εκείνη… για εκείνη ήταν ένα γεγονός, ένας ογκόλιθος, μια φοβερή συγκυρία και μοίρα και πεπρωμένο… δεν έχει σημασία να σού πω τώρα τις λεπτομέρειες… δεν έχω σκοπό να γίνω μελό, σιχαίνομαι τα μελό και τις επικλήσεις του συναισθήματος… εκείνο που ξέρω είναι πως από την ώρα που μπήκες στη ζωή της άλλαξε… άλλαξε πολύ… ζωντάνεψε, έδειξε ενδιαφέρον για τη ζωή της, άρχισε να επικοινωνεί και πάλι με όλους μας, άρχισε να ζει ξανά… και τώρα έχουμε φτάσει σε ένα κρίσιμο σημείο Αντρέα… η Αντιγόνη είναι στα 22 της κι εσύ…

ΑΝΤΡΕΑΣ

Σαράντα.

ΜΑΡΙΑ

… η απόσταση που σας χωρίζει δεν είναι μικρή… όμως δεν με απασχολεί τόσο αυτό… εκείνο που με απασχολεί είναι τι θα συμβεί αν εσείς οι δυο προχωρήσετε, επενδύσει πάνω σου συναισθήματα μιας ευτυχισμένης ζωής και κάποια μέρα εσύ…

ΑΝΤΡΕΑΣ

…κουρασμένος από το να συζώ με μια ανάπηρη γυναίκα, την εγκαταλείψω… αυτός είναι ο πυρήνας… έτσι δεν είναι;

Η Μαρία κατανεύει κουρασμένα. Ύστερα σηκώνεται, η συζήτηση έχει κρατήσει πολύ.

ΜΑΡΙΑ

(με δειλό χαμόγελο)

Ποιος όμως μπορεί να ασφαλίσει οποιονδήποτε από οτιδήποτε… έτσι δεν είναι;

Ο Αντρέας δεν απαντά. Μειδιά που η ακροτελεύτια φράση της ταυτίζεται με τη δική του σκέψη.

Ανταλλάσσουν ευχές για μια ήρεμη νύχτα και την βλέπει να αποχωρεί με τις γνωστές αθόρυβες κινήσεις της και να τον αφήνει μόνο μέσα στο δωμάτιο να καπνίζει και να σκέφτεται ένα κορίτσι που κοιμάται στον πάνω όροφο με το πιο σκοτεινό και πιο φωτεινό μαζί βλέμμα του κόσμου…

 

‘ΚΑΙ ΣΙΓΑ ΝΑ ΜΗΝ Σ’ΑΦΗΣΟΥΜΕ ΝΑ ΠΑΝΤΡΕΥΤΕΙΣ ΤΗΝ ΑΝΑΠΗΡΗ!’

ΣΚΗΝΗ ΟΝΕΙΡΟΥ ΑΝΤΡΕΑ

ΕΣΩΤ. Στο πατρικό σπίτι του Αντρέα. Ο νεαρός Αντρέας ακούει τους γονείς του να συζητούν στο διπλανό δωμάτιο.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Σηκώνομαι από το κρεβάτι όμως δεν βρίσκομαι στο σπίτι της οικογένειας Βάινα. Είμαι στο παλιό, παιδικό μου δωμάτιο στην Αθήνα. Ακούω γνώριμες φωνές, οι γονείς μου στο διπλανό δωμάτιο συζητούν. Για την ακρίβεια ψιθυρίζουν, σα να συνωμοτούν. Τους ακούω να αναφέρουν το όνομά μου κι έπειτα της Αντιγόνης.

Η μητέρα μιλά για κάποιον γάμο και ο πατέρας προσπαθεί να την μεταπείσει για κάτι.

Με μια απότομη κίνηση ανοίγω την πόρτα του δωματίου τους. Είναι εκεί, όπως πάντα, ξαπλωμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο και στην παρουσία μου αιφνιδιάζονται. Ο πατέρας μού ρίχνει ένα βλέμμα βλοσυρό, η μητέρα σηκώνεται και έρχεται προς το μέρος μου.

ΠΑΤΕΡΑΣ ΑΝΤΡΕΑ

Πήγαινε να ντυθείς ρε, γυμνός ήρθες εδώ μέσα;

Ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι είμαι ολόγυμνος αλλά δεν με ενδιαφέρει. Τους ρωτώ για ποιο γάμο μιλούσαν και η μητέρα έρχεται κοντά μου για να με ηρεμήσει. Δεν θέλει να τσακωθώ με τον πατέρα όμως αυτό πρόκειται να γίνει.

ΠΑΤΕΡΑΣ ΑΝΤΡΕΑ

(σηκώνεται με απειλητικές διαθέσεις)

Πήγαινε μέσα σού είπα να ντυθείς!

Η μητέρα με πιάνει από το μπράτσο αλλά εγώ της κατεβάζω το χέρι.

ΝΕΑΡΟΣ ΑΝΤΡΕΑΣ

Ποιος παντρεύεται μητέρα; Άκουσα το όνομά μου και της Αντιγόνης.

ΜΗΤΕΡΑ ΑΝΤΡΕΑ

Δεν άκουσες καλά αγάπη μου.

ΠΑΤΕΡΑΣ ΑΝΤΡΕΑ

Τι σού είπα ρε τσόγλανε; Πήγαινε μέσα!

Εγώ δεν ακούω τίποτα και νιώθω απλώς τη μητέρα να μπαίνει ανάμεσά μας για να μην σκοτωθούμε.

ΠΑΤΕΡΑΣ ΑΝΤΡΕΑ

Και σιγά να μην σ’ αφήσουμε να παντρευτείς την ανάπηρη!

Η μητέρα αρχίζει να ουρλιάζει και να κλαίει κι εγώ απλώνω το χέρι μου και τον αρπάζω απ’το λαιμό.

ΜΗΤΕΡΑ ΑΝΤΡΕΑ

(ουρλιάζοντας)

Θα τον πνίξεις Αντρέα, άστον, άστον σού λέω!

 

ΒΡΟΧΕΡΗ ΚΥΡΙΑΚΗ

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στον ξενώνα. Ξημερώνει μια βροχερή Κυριακή.

Ο Αντρέας πετάγεται απ’το στρώμα του ιδρωμένος και ανακάθεται στο στρώμα ανασαίνοντας ακανόνιστα. Η καρδιά του χτυπάει έντονα. Αναζητά λίγο νερό και όταν πίνει μια γουλιά από το ποτήρι του κομοδίνου αισθάνεται το λαιμό του να πονάει.

Περιμένει λίγη ώρα να ηρεμήσει και έπειτα κοιτά το ρολόι του. Έξι παρά δέκα. Ακούει βροχή απ’έξω. Σκοτάδι, δυνατή βροχή και κρύο.

Αποφασίζει να ντυθεί και να ανέβει στην Αντιγόνη.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(μονολογεί)

Έχω ένα προαίσθημα ότι η μικρή είναι ξύπνια.

 

ΒΡΟΧΕΡΗ ΚΥΡΙΑΚΗ… ΣΥΝΕΧΕΙΑ

ΣΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο υπνοδωμάτιο της Αντιγόνης.

Ο Αντρέας, περπατώντας σαν τον διαρρήκτη, ολόμονος μέσα στο σκοτεινό σπίτι, φτάνει έξω από την πόρτα της Αντιγόνης. Στέκεται στο κατώφλι και δεν προχωρά. Σκύβει απλά το κεφάλι του. Την βλέπει κάτω απ’τα σκεπάσματά της. Κοιμάται. Σκέφτεται πως λάθεψε στο προαίσθημά του παρόλα αυτά χαίρεται που την βλέπει, έστω και για μια στιγμή από μακριά. Κάνει να γυρίσει πίσω όμως ακούει τη φωνή της.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Αντρέα! Έλα μέσα! Κλείσε και την πόρτα!

Ο Αντρέας αιφνιδιάζεται και χαίρεται μαζί. Κλείνει την πόρτα πίσω του και βαδίζει ήρεμα προς το μέρος της. Εκείνη ανάβει το φωτιστικό της και τον κοιτά χαρούμενη.

Κάθεται στο στρώμα δίπλα της. Σκύβει και τη φιλά.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Καλημέρα!

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Καλημέρα… νυχτοβάτη!

Γελούν και οι δυο. Ο Νυχτοβάτης είναι ένα κείμενο του Αντρέα.

Κάποια λευκά καλωδιάκια κρέμονται από τα αυτιά της. Ο Αντρέας ακολουθεί τη γραμμή τους και οδηγείται στο κινητό της που είναι κάτω από τα σκεπάσματα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Μού το έφτιαξε ο Μιχάλης… βέβαια η οθόνη είναι σπασμένη αλλά προσωρινά δουλεύει… αύριο θα μού πάρει ένα άλλο μού είπε…

ΑΝΤΡΕΑΣ

Ακούς μουσική;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ναι!

Και αμέσως βάζει ένα από τα ακουστικά στο αυτό του. Σκύβει πρόθυμα να ακούσει. Η φωνή της Δήμητρας Γαλάνη. Παλιό, αγαπημένο τραγούδι.

ΗΧΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ

… Έχουν σταθεί τα ρολόγια / κόμπος γίναν τα λόγια / τι να πεις, τι να πω / Μες στο σκοτάδι σ’αγγίζω / σε κρατώ, δεν σ’ορίζω / σ’αγαπώ, σ’αγαπώ…

ΑΝΤΡΕΑΣ

Υπέροχο… Χατζηνάσιος.

Βγάζει το ακουστικό του και της το επιστρέφει.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Αγαπημένος… και δικός σου;

ΑΝΤΡΕΑΣ

Ναι… βέβαια… από ποια ταινία είναι τούτο το τραγούδι;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Άκου, άκου… το επόμενο…

Του ξαναδίνει το ακουστικό.

ΗΧΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ

…Ήλιος που τρέχεις τον ουρανό / βροχή και βρέχεις χώμα στεγνό…

Ο Αντρέας βγάζει το ακουστικό. Της πιάνει σφιχτά το χέρι. Τρέμουν και οι δυο.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Τραγούδια για ερωτευμένους. Μιας άλλης εποχής βέβαια όμως…

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(ψιθυριστά)

Μη μιλάς! Φίλησέ με!

Φιλιούνται έντονα, δυνατά, παθιασμένα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Γδύσου αμέσως και πέσε κάτω απ’το στρώμα… έχει ψύχρα!

Με κάποιο μικρό δισταγμό υπακούει στην εντολή της. Λίγα μέτρα πιο κεί είναι το υπνοδωμάτιο των δικών της. Σε λίγο βρίσκεται κάτω απ’το στρώμα κι εκείνος. Τη βοηθά να στραφεί προς το μέρος του. Κοιτάζονται ξαπλωμένοι σε απόσταση εκατοστών.

Μπορεί να νιώσει τον ανδρισμό του, εκείνος το ρίγος του κορμιού της.

Η αίσθηση είναι μεθυστική. Και δεν θέλουν προχωρήσουν σε κάτι περισσότερο. Θέλουν να είναι απλά έτσι, κουκουλωμένοι κάτω απ’το στρώμα, ένα Κυριακάτικο βροχερό πρωινό που το ζούν μαζί. Το πρώτο τους.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Δεν μπορούσες να κοιμηθείς;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Έχω ξυπνήσει εδώ και ώρα. Ήθελα να ακούσω Γαλάνη. Θυμάσαι που σου είχα γράψει ότι είναι η αγαπημένη μου;

ΑΝΤΡΕΑΣ

Κάτι θυμάμαι αλλά… όχι δεν θυμάμαι.

Δέχεται μια απαλή γροθιά στο στομάχι.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Γέρασες και δεν θυμάσαι τίποτα!

ΑΝΤΡΕΑΣ

Αν μπει μέσα η μάνα σου…

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ξέρει Αντρέα… ξέρει όλα όσα έγιναν χθες.

Το μυαλό του δούλεψε γρήγορα.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Το αίμα… στο σεντόνι…

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Κι αυτό να μην ήταν, της τα είπα… δεν έχω μυστικά από τη Μαρία… για ποιο λόγο άλλωστε;

ΑΝΤΡΕΑΣ

Δια λόγους καθωσπρεπισμού!

Η μικρή γελά με το σχόλιό του. Όμως πρέπει να περάσουν και στα σοβαρά. Ξημερώνει η τελευταία ημέρα του στο σπίτι. Είναι η μέρα των αποφάσεων και για τους δυο τους

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(του πιάνει το χέρι)

Γιατί σοβάρεψες;

ΑΝΤΡΕΑΣ

Χθες το βράδυ είχα μια συζήτηση με τη μητέρα σου… δηλαδή, για να πούμε τα πράγματα όπως είναι, είχαμε δυο παράλληλους μονολόγους… δυο παράλληλες ομολογίες…

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ομολογίες;

ΑΝΤΡΕΑΣ

Ναι, μην σκιάζεσαι, είναι, ας το πούμε… εκκλησιαστικός όρος.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(τον τσιμπάει ελαφρά)

Και τι σημαίνει ακριβώς πάνσοφε νυχτοβάτη μου;

ΑΝΤΡΕΑΣ

Σημαίνει ότι… πως είναι το Πιστεύω ομολογία πίστεως… ε, κάτι τέτοιο… εξομολογείσαι, μιλάς για τον εαυτό σου, λες όσα σκέφτεσαι ή βαραίνουν την ψυχή σου.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Εντάξει, κατάλαβα. Και λοιπόν;

ΑΝΤΡΕΑΣ

(παίρνει βαθιά ανάσα)

Η μητέρα σου ήθελε να μού εκφράσει την αγωνία της… για σένα… για εμάς… περισσότερο όμως μίλησα εγώ…

Τον κοιτά με αγωνία. Η έκφραση στο πρόσωπό της έχει αλλάξει.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Ανοίξαμε την καρδιά μας χθες, ο ένας στον άλλο… ήταν πολύ όμορφο και λυτρωτικό θα έλεγα…

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ήθελε να μάθει τις προθέσεις σου, έτσι δεν είναι;

ΑΝΤΡΕΑΣ

Πολύ φυσικό… κι εγώ στη θέση της το ίδιο θα έκανα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Μήπως προσπάθησε να σε πιέσει για κάτι;

ΑΝΤΡΕΑΣ

Όχι μάτια μου… η μητέρα σου είναι ένας πολύ διακριτικός άνθρωπος… από το λίγο, το ελάχιστο που την γνωρίζω… ήθελε απλώς να μού εκφράσει την έγνοια της για σένα… πες μου, πώς αντέδρασε για όσα έγιναν χθες;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Χάρηκε… ειλικρινά…

ΑΝΤΡΕΑΣ

Πέρα από τους γονείς σου που είναι βέβαιο πως ανησυχούν και με το δίκιο τους για σένα και τη ζωή σου, θέλω να μιλήσουμε εμείς… εμείς οι δυο…

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Βοήθησέ με να γυρίσω αν θέλεις.

Τη βοηθά να στρέψει το σώμα της σε ύπτια θέση. Τακτοποιεί το μαξιλάρι της και σηκώνει το κεφάλι της έξω από το στρώμα. Η μαγική στιγμή έχει κάνει φτερά. Κι ευθύνεται εκείνος βέβαια.

Αποφασίζει να σηκωθεί από το κρεβάτι και να ντυθεί.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(κάπως ψυχρά)

Φεύγεις;

ΑΝΤΡΕΑΣ

Όχι, απλά ντύνομαι.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(ενοχλημένη)

Οι άνθρωποι όταν ντύνονται κάπου πρόκειται να πάνε.

Ο Αντρέας δεν απαντά αλλά αποφασίζει να καθίσει στην πολυθρόνα και όχι στο κρεβάτι.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Άλλωστε σήμερα θα φύγεις… ως το μεσημέρι θα έχεις φύγει γιατί είναι το τρένο σου... κι από αύριο θα αρχίσεις να αραιώνεις κατά το γνωστό σου συνήθειο… σε μια βδομάδα θα με έχεις ξεχάσει και θα χώνεσαι κάτω απ’τα στρώματα κάποιας από τις πουτανο-θαυμάστριές σου στο μπλογκ… δεν είναι και λίγες άλλωστε…

ΑΝΤΡΕΑΣ

Αντιγόνη…

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Νομίζεις ότι δεν ξέρω τι έγινε το καλοκαίρι; Για ποιο λόγο έκοψες την επικοινωνία; Πώς τη λέγανε εκείνη τη λίγδω που σού έγραφε εκείνα τα ηλίθια σχόλια κάτω απ’τα ποιήματά σου; Πανδώρα… κάτι τέτοιο… κι εσύ ευγενικός και γλυκός με όλους και όλες, βέβαια, μη χαθεί το κελεπούρι!

ΑΝΤΡΕΑΣ

Αντιγόνη!

Εισπράττει ένα σκληρό και δηλητηριώδες βλέμμα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Εδώ είναι το δωμάτιό μου κύριε Αντρέα και δεν σου επιτρέπω να φωνάζεις! Εδώ μέσα φωνάζω μονάχα εγώ! Το κατάλαβες;

Σηκώνεται για να βγει από το δωμάτιο. Είναι βέβαιο πως οι φωνές της έχουν ξυπνήσει τους δικούς της.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Ηρέμησε σε παρακαλώ!

Αυτό την εξοργίζει περισσότερο. Αρπάζει ένα μαξιλάρι και το εκσφενδονίζει πάνω του.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Μην μού ξαναπείς να ηρεμήσω! Σήκω φύγε! Έξω, έξω από το δωμάτιο και από το σπίτι μου! Έξω!

Αμέσως μετά ξεσπά σε κλάματα.

 

ΡΗΞΗ

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Έξω από το δωμάτιο της Αντιγόνης.

Ο Αντρέας βγαίνει από το δωμάτιο και βλέπει τον Μιχάλη στο διάδρομο με το σλιπάκι του, τις κάλτσες και ένα λευκό φανελάκι. Θέαμα αξιομνημόνευτο αλλά δεν έχει διάθεση.

Ο Αντρέας τον προσπερνά με γρήγορα βήματα και κατεβαίνει στον ξενώνα, παίρνει την τσάντα του και πηγαίνει στο σαλόνι του.

Η βροχή δεν έχει σταματημό.

Κάθεται στον καναπέ κι ανάβει ένα τσιγάρο.

Σε λίγο βλέπει τη Μαρία να κατεβαίνει τη σκάλα. Είναι ντυμένη με ένα παντελόνι και μια μπλούζα με λαιμό. Άψογη, καλοχτενισμένη, φρέσκια.

ΜΑΡΙΑ

(ψυχρά)

Καλημέρα.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Καλημέρα Μαρία.

Η Μαρία οδεύει προς την κουζίνα. Μετά από κάμποση ώρα βλέπει τον Μιχάλη να κατεβαίνει κι αυτός τη σκάλα μέσα σε ένα ακόμη μοντέλο της Adidas. Πλησιάζει τον Αντρέα και του αγγίζει τον ώμο.

ΒΑΪΝΑΣ

Πάμε για πρωινό, έλα.

Ο Αντρέας αρνείται. Δεν έχει όρεξη. Ο Μιχάλης επιμένει και τελικά τον ακολουθεί στην κουζίνα.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(ψιθυριστά)

Γαμημένη βροχή!

 

ΝΑΡΚΟΠΕΔΙΟ

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στην κουζίνα. Πρωί Κυριακής. Βρέχει ‘καρέκλες’. Μια μελαγχολική μέρα.

Κάθονται οι τρεις, ο Μιχάλης, η Μαρία και ο Αντρέας μπροστά από ένα γεμάτο από πολύ πλούσιο τραπέζι με κρουασάν, κέικ, μαρμελάδες και ζεστά ψωμάκια κι αυτοί έχουν γραπωθεί από μια κούπα καφέ και πίνουν αργά και σιωπηλοί λες κι ακολουθούν ένα αρχαίο τελετουργικό.

Είναι όλοι βυθισμένοι στις σκέψεις τους, σε μια ιερή σιγή που δεν θέλουν να την διακόψει τίποτε.

Ο Αντρέας κάποια στιγμή αναζητά με το βλέμμα του την Ευμενία αλλά φυσικά εκείνη είναι με την αδελφή της.

Απ’έξω ακούγεται η βροχή που τους έχει σχεδόν υπνωτίσει.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Μαρία, μού επιτρέπεις να σε ρωτήσω κάτι;

ΜΑΡΙΑ

(σηκώνει το βλέμμα της)

Ναι.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Πόσων ετών ήταν η Αντιγόνη όταν… όταν έγινε ό,τι έγινε με τον Ερρίκο;

Ο Μιχάλης δίπλα του αφυπνίζεται από το λήθαργό του και για πρώτη φορά παρεμβαίνει σε μια συζήτηση.

ΒΑΪΝΑΣ

Γιατί το ρωτάς αυτό Αντρέα;

ΜΑΡΙΑ

Μιχάλη… είναι μια ερώτηση… μην αρπάζεσαι.

(πίνει μια γουλιά από τον καφέ της)

Δεκατριών… ο μικρός μας δεν είχε κλείσει ακόμα τα οχτώ.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Μάλιστα… μια απλή ερώτηση ήταν… με συγχωρείτε… έχω συγχυστεί λίγο από όσα συνέβησαν πριν… από όσα έχουν συμβεί μέσα σε λιγότερο από δυο 24ωρα για να πω την αλήθεια… δεν είμαι συνηθισμένος σε τόσο βίαιες μεταβολές στη ζωή μου… μπορεί να φαίνεται αλλιώς ίσως αλλά ζω μια μάλλον πληκτική και μονότονη ζωή… και οι σχέσεις, αυτές που λέμε διαπροσωπικές δεν ήταν ποτέ το πεδίο που διέπρεψα… μάλλον το αντίθετο

ΒΑΪΝΑΣ

(επιμένοντας)

Γιατί ρώτησες για τον Ερρίκο;

Η φωνή του έχει μια άλλη χροιά, μοιάζει σαν του Βίλι, όταν ετοιμάζεται να ορμήσει στον ανεπιθύμητο ξένο.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Φαίνεται πως έχω μείνει υπερβολικά πολύ στο αρχοντικό των Βαϊναίων.

Γυρνά και κοιτά τον άντρα στα δεξιά του και δεν βλέπει το φιλόξενο παχουλό πρόσωπο της πρώτης συνάντησης αλλά έναν άνθρωπο που τον καρφώνει με αρνητικά συναισθήματα.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Τι μαλ… έκανες. Πάτησες το λάθος κουμπί! Χώθηκα στο ναρκοπέδιο και το κατάλαβα. Το κακό με τα ναρκοπέδια δεν είναι βέβαια ποτέ η είσοδος. Είναι η έξοδος.

Ο Αντρέας νιώθει το κλίμα πολύ βαρύ και την έντονη ανάγκη να φύγει. Το τρένο του δεν θα περνούσε πριν τις 2.30 το μεσμέρι. Κι ακόμη ήταν εννιά και πέντε.

Άφθονες ώρες και η βροχή δεν λέει να κοπάσει.

ΜΑΡΙΑ

(σε μια προσπάθεια υποστήριξης)

Ο Αντρέας μάλλον ρώτησε γιατί δεν του έχει μιλήσει ποτέ η Αντιγόνη για εκείνο το συμβάν… δεν είναι παράλογο να υπάρχουν απορίες… δεν το έκανε από αδιακρισία, είμαι βέβαιη… απλή περιέργεια.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Τι είχε γίνει πράγματι εκείνη τη μέρα στο σπίτι;

Πού ήταν η Αντιγόνη;

Και… ποια ήταν γενικότερα η σχέση της με το νεαρό πριγκιπόπουλο της οικογένειας;

Ο Ερρίκος ήταν μόλις οχτώ ετών και είχε πάνω του όλη την αγάπη, την προσοχή, την λατρεία των δικών του. ‘Λατρεία της μάνας και καμάρι του πατέρα’… κάτι τέτοιο είχε πει ο Κεντρόπουλος στο τρένο…

Και η πρώην εκλεκτή της οικογένειας; Είχε μείνει παράλυτη από μια κωλο-αρρώστια του κερατά που φρόντισε να χτυπήσει απ’όλα τα παιδιά της πόλης μονάχα εκείνη. Η Αντιγόνη είχε καθηλωθεί σε ένα αναπηρικό καρότσι ενώ ο Ερρίκος έτρεχε, έπαιζε, χαιρόταν την παιδική του ζωή και γέμιζε χαρά και τους άλλους. Ήταν η αποζημίωση του Θεού για την κατάρα με την Αντιγόνη. Στα λογιστικά βιβλία της οικογένειας, ο ένας έβαζε συνεχώς δίπλα του ‘συν’ και η άλλη ‘πλην’…

Δεν τολμούσα αλλά δεν μπορούσα να μην οδηγηθώ στην πιο σκοτεινή σκέψη μου… ποιος ο ρόλος της Αντιγόνης στο δυστύχημα που βύθισε την οικογένεια σε ένα μόνιμο πένθος;

Τι έκρυβε όλη η οικογένεια σαν τρομακτικό μυστικό;

Πρέπει να ηρεμήσεις και να πάψεις να βλέπεις θρίλερ.

Πρόκειται για μια φυσιολογική οικογένεια, όσο ‘φυσιολογικός’ είσαι κι εσύ και όλοι μας. Φωτεινός και σκοτεινός, άσπρος και μαύρος, κάθαρμα και ιππότης… τα έχουμε πει, τα έχουμε γράψει, τα ξέρουμε… κανείς δεν είναι άγιος, κανείς δεν γεννήθηκε τέρας…

ΑΝΤΡΕΑΣ

(δυσφορώντας)

Λέω… να βγω να περπατήσω λίγο.

ΒΑΪΝΑΣ

(γαβγίζοντας σχεδόν)

Με τη βροχή;

ΜΑΡΙΑ

Γιατί δεν ανεβαίνεις ως την Αντιγόνη; Να τα πείτε λιγάκι; Θα έχει ξεθυμώσει ως τώρα και θα σε ζητάει.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Τι συμβαίνει και με τους δυο;

Η συμπεριφορά τους είναι επιεικώς… αλλόκοτη.

Που έχω μπλέξει ο φουκαράς;

Α, ρε Κεντρόπουλε με τα μαντηλάκια σου… πόσο δίκιο είχες!

 

Πρέπει να απεγκλωβιστώ από τούτο το σπίτι όσο γίνεται γρηγορότερα. Δεν θα είναι εύκολο όμως. Πρέπει να γίνει με τρόπο έξυπνο.

 

Εκείνη τη στιγμή μπαίνει η Ευμενία στην κουζίνα και κάθεται δίπλα στον πατέρα της. Δεν της μιλά κανείς, δεν μιλά ούτε εκείνη σε κανέναν. Δεν λέει ‘καλημέρα’ στον Αντρέα, δεν του δίνει καν σημασία.

Κάθετα ήρεμα κι αρχίζει να τρώει το πρωινό της.

ΕΥΜΕΝΙΑ

Μπαμπά θα πας στο γήπεδο σήμερα;

Ο Βάινας δεν της απαντά. Έχει ‘λοκάρει’ το βλέμμα του πάνω στον Αντρέα όπως ο Βίλι πάνω στον ύποπτο για οποιαδήποτε απειλητική κίνηση.

ΒΑΪΝΑΣ

(αδιάφορα)

Θα πάω… το απόγευμα παίζουμε.

ΜΑΡΙΑ

Εγώ θα είμαι όλη την ημέρα εδώ… λέω να φτιάξω το αγαπημένο φαγητό της Αντιγόνης σήμερα.

ΕΥΜΕΝΙΑ

Εγώ θα πάω ως την Σίλια. Αλλά να πάψει πια αυτή η βροχή…

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Κι εσύ;,

Εσύ τι θα κάνεις φίλε σήμερα;

Πέφτει ξανά σιωπή στη κουζίνα. Μια πυκνή, φορτισμένη σιωπή που δεν αντέχεται.

Όλος ο οργανισμός του Αντρέα χτυπά συναγερμό, νιώθει πως κινδυνεύει.

Δεν νιώθει πλέον απλά παγιδευμένος σε ένα ναρκοπέδιο…

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Είμαι αιχμάλωτος.

Και ένας αιχμάλωτος αναζητά σχέδιο διαφυγής.

 

ΗΛΙΟΣ ΞΑΝΑ…

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο τραπέζι της κουζίνας.

Η βροχή σταματά έπειτα από λίγο. Δεν περνούν δέκα λεπτά κι ένας ανοιξιάτικος, ελληνικός ήλιος ξεπροβάλλει και η Κυριακή γίνεται ξαφνικά φωτεινή και αισιόδοξη.

ΒΑΪΝΑΣ

(σηκώνεται απ’το τραπέζι)

Πάω στον κήπο να δω το σκυλί.

ΜΑΡΙΑ

Κι εγώ λέω να ξεκινήσω ετοιμασίες… έχω και κανά δυο τηλεφωνήματα.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Θα ανέβω πάνω… να δω την Αντιγόνη.

Κανείς δεν σχολίασε τίποτε. Μονάχα η Ευμενία έρχεται δίπλα του και του σφίγγει τον ώμο. Έπειτα σκύβει και του ψιθυρίζει στ’αυτί:

ΕΥΜΕΝΙΑ

Σε περιμένει.

 

 

ΣΚΟΤΟΔΙΝΗ

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Ξανά στο δωμάτιο της Αντιγόνης.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Ανεβαίνω τη σκάλα με εντελώς διαφορετικά συναισθήματα από ό,τι λίγες μονάχα ώρες πριν. Το σκηνικό είναι τόσο σουρεαλιστικό που σχεδόν θέλω να βάλω τα γέλια.

Όλα έχουν γυρίσει τούμπα μέσα σε λίγες ώρες, σε λίγες στιγμές σχεδόν.

Κι αν όλα όσα σκεφτόμουν είναι εντελώς λανθασμένα; Αν δεν υπήρχε καμιά έμμεση ή άμεση εμπλοκή της Αντιγόνης στο δυστύχημα του Ερρίκου; Αν απλώς κάποιος διάβολος μέσα μου είχε διαλέξει το κακό σενάριο και πάλευε να το επιβάλλει στο κεφάλι μου; Μπορεί το κορίτσι αυτό να χτυπήθηκε από μια τρομερή μοίρα και να βιώνει από τότε έναν αργό θάνατο καθηλωμένη σε ένα αμαξίδιο, ανήμπορη να κάνει όσα ένα ‘φυσιολογικό’ παιδί της ηλικίας του θεωρεί αυτονόητο, όμως σήμαινε αυτό πως είχε φτάσει και στο σημείο να…

Πρέπει να συγκροτήσω τη σκέψη μου και να προσέχω περισσότερο το βάρος των συλλογισμών μου. Οι άνθρωποι της γραφής έχουν οργιώδη φαντασία κι αυτό δεν είναι πάντα καλός σύμβουλος. Διότι βέβαια όλοι οι άνθρωποι είμαστε ικανοί για το χειρότερο αλλά τούτο δεν σημαίνει πως υποχρεωτικά το πράττουμε.

Ο Αντρέας φτάνει με δειλά, απρόθυμα βήματα ως το δωμάτιο της Αντιγόνης.

Εκείνη τον περιμένει καθισμένη στη συνηθισμένη της στάση στο κρεβάτι της. Με ένα ντοσιέ ανοιχτό.

Ο Αντρέας διακρίνει ένα τυπωμένο Μετάρσιος Λόγος στην πρώτη σελίδα του ντοσιέ.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Δικά μου κείμενα διαβάζει!

Κάθεται στην πολυθρόνα, δίπλα στο κρεβάτι της. Εκείνη εξακολουθεί να έχει ανοιχτό το ντοσιέ χωρίς να τού δίνει καμιά σημασία.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(ψιθυριστά)

Ο σουρεαλισμός χτυπάει κόκκινο στο αρχοντικό των Βαϊναίων.

Ξαφνικά αρχίζει να διαβάζει. Με αργή, καθαρή φωνή. Και επίσημο ύφος. Λες και εκφωνεί ομιλία σε κάποια συγκέντρωση.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

«…Η Δίψα είναι η πρωτογενής ανάγκη της ύπαρξης να λάβει τις συντεταγμένες της. Όσο δεν τις έχει, τόσο εκείνη μεγαλώνει, γίνεται βασανιστική, μαρτυρική. Σε σάρκα και πνεύμα. Στο συναίσθημα και στο όνειρο. Στην αγωνία και στην καθημερινή ζωή. Στις σχέσεις και στη μοναχικότητα. Στην ποίηση και στον πόλεμο. Παντού. Η Δίψα δεν ικανοποιείται με τίποτα όσο η ύπαρξη είναι χωρίς συντεταγμένες. Οι μεγαλύτερες επιτεύξεις δεν αρκούν για να τη σβήσουν. Μοιάζει όλο τούτο με τη δίψα του σώματος αλλά είναι πολύ βαθύτερη, μεγαλύτερη, αρχαιότερη. Και φυσικά γεννά το καλό και το κακό μέσα μας. Γεννά τα πάντα. Τους θεούς και τους δαίμονες. Την ιστορία και το χρόνο. Τις μεγάλες ανακαλύψεις και τους φόνους. Τα θαύματα και τις μικρότητες. Όλα τα γεννά εκείνη και παραμένει ενεργή. Ό,τι κι αν κάνει ο άνθρωπος για να την εξευμενίσει. Αν δεν κατανοήσει κανείς τι είναι η Δίψα, δεν μπορεί να κατανοήσει τίποτε. Ή σχεδόν τίποτε…»

Κατεβάζει το ντοσιέ και την βλέπει για πρώτη φορά, μετά από το περιστατικό του πρωινού. Σοκάρεται. Ετούτη εδώ δεν είναι η Αντιγόνη γνώρισε. Έχει αλλάξει.

Από την ώρα που την άφησε λες κι είχαν περάσει δέκα συνεργεία περιποίησης προσώπου και μακιγιάζ από πάνω της. Έχει βαφτεί λες κι επρόκειτο να πάει σε κάποια δεξίωση ή σε κάποιο ραντεβού. Η Ευμενία το δίχως άλλο την είχε βοηθήσει σ’αυτό τόση ώρα που έλειπε από την κουζίνα.

Ο Αντρέας παρατηρεί ιδιαίτερα το κατακόκκινο κραγιόν στα χείλη της, τις σκιές κάτω απ’τα μάτια της, το άφθονο μέικ-απ. Και τα μαλλιά της είναι διαφορετικά. Έχουν φουσκώσει σε όγκο, πέφτουν τσουλούφια στα μάτια της, καλύπτουν τους λεπτούς της ώμους. Το θέαμα είναι κι αυτό σουρεαλιστικό όπως όλη η Κυριακή τελικά.

Δεν έχει εμπρός του την Αντιγόνη όπως την είδε χθες και προχθές. Έχει μια γυναίκα που έχει κάνει ό,τι μπορεί για να είναι το αντικείμενο των σκοτεινότερων πόθων του αρσενικού.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Δεν μπορώ να μην παραδεχθώ πάντως πως το εγχείρημα είναι επιτυχημένο. Η Αντιγόνη είναι όμορφη έτσι κι αλλιώς, όλη αυτή η… εργασία την έχει κάνει και εξαιρετικά ελκυστική.

Το αποτέλεσμα μέσα στο παντελόνι του είναι η ασφαλής απάντηση. Άλλωστε η σάρκα ποτέ δεν ρωτάει.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Το θυμάσαι αυτό το κείμενο;

ΑΝΤΡΕΑΣ

(δεν μπορεί να πάρει το βλέμμα του από πάνω της)

Και βέβαια το θυμάμαι.

(κάνει μια χειρονομία σχετική με το μακιγιάζ)

Γιατί όλο αυτό το…

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Δεν σου αρέσω;

ΑΝΤΡΕΑΣ

Και άβαφτη μού αρέσεις… ίσως και περισσότερο… δεν ξέρω… με αιφνιδίασες… σήμερα όλοι και όλα με αιφνιδιάζουν…

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(λέγοντας από στήθους κάποιο απόσπασμα)

Και φυσικά γεννά το καλό και το κακό μέσα μας. Γεννά τα πάντα. Τους θεούς και τους δαίμονες… Πώς μού ήρθε τώρα να ‘ξεθάψω’ αυτό το παλιό σου κείμενο ε; Η Δίψα… μού είχε κάνει μεγάλη εντύπωση τότε. Άλλο ένα μαρτυρικό Σάββατο για τους δικούς μου… συμφωνούσαμε, διαφωνούσαμε… τελικά τους έβαλα να ψηφίσουν.

Η Αντιγόνη χαμογελά και τα χείλη της γυαλίζουν.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Τι να ψηφίσουν;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Αν συμφωνούν με όσα γράφεις ή όχι. Φυσικά… κερδίσαμε. Μονάχα η Ευμενία ψήφισε κατά και για τιμωρία δεν την ξαναδέχθηκα στο δωμάτιο για τρεις μέρες!

ΑΝΤΡΕΑΣ

Τιμωρείς πάντα όσους σού πάνε κόντρα;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(το βλέμμα της σκοτεινιάζει)

Πάντα!

(με επιτηδευμένα προκλητικό ύφος)

Έλα κάθισε δίπλα μου.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Σού είχα πει και παλιότερα ότι δεν μου αρέσουν οι προστακτικές.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ναι, μού είχες πει κι άλλα… ότι οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν πολύ τις προστακτικές είναι κακομαθημένοι και αγενείς. Ενώ εσύ που είσαι ευγενής και εκλεπτυσμένος χρησιμοποιείς τις υποτακτικές… βλέπεις που τα θυμάμαι όλα;

ΑΝΤΡΕΑΣ

(γελώντας)

Και λίγη… επιλεκτική αμνησία δεν θα έβλαπτε που και που.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Να, κάτι τέτοια λες και σ’αγαπώ!

(με παράπονο)

Θέλεις παρακάλια; Έλα κοντά μου!

Ο Αντρέας υπακούει και κάθεται δίπλα της.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(περιπαικτικά)

Φίλησέ με!... συγνώμη… μήπως θα ήθελες να με φιλήσεις;

Τη φιλά απαλά στα κόκκινα χείλη της. Έχει ερεθιστεί έντονα. Απλώνει το χέρι της και τον αγγίζει ανάμεσα στα πόδια.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Νομίζω ότι ο φίλος μου εδώ με καλωσορίζει…

Την αποχωρίζεται απρόθυμα και κάθεται στη θέση μου.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(με ρώτησε με τα μάτια της υγρά)

Τι σού έχω κάνει Αντρέα; Γιατί μού φέρεσαι ψυχρά;

ΑΝΤΡΕΑΣ

Να θυμίσω ότι λίγες ώρες πριν με έδιωξες κακήν κακώς από το δωμάτιό σου ουρλιάζοντας;

Νιώθει το χέρι της να σφίγγει το δικό του.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(σκληρά και λάγνα μαζί)

Το άξιζες!

ΑΝΤΡΕΑΣ

Άσε που χαρακτήρισες… πώς το είπες… ‘πουτανο-θαυμάστριες’ κάποιες φίλες του ιστολογίου που δεν έχουν δώσει κανένα δικαίωμα… ειδικά η Πανδώρα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Όμως σε συγχώρησα. Και σε κατανοώ… αλήθεια… άντρας είσαι… και μάλιστα γοητευτικός, ελεύθερος και ποιητής… που σημαίνει ότι μπορείς να αλητεύεις όσο θέλεις… βλέπεις λοιπόν; Κανένα πρόβλημα… δίνεις διαστάσεις! Κι εγώ έκανα τόσο κόπο να ετοιμαστώ για σένα!

ΑΝΤΡΕΑΣ

Ώστε γι αυτό όλη τούτη η δουλειά με το κραγιόν και τα σχετικά… επειδή πιστεύεις ότι με ελκύουν οι… ας μην επαναλάβω τη λέξη.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Όλοι οι άντρες ποθούν τις πουτάνες… μην σε σοκάρει η λέξη κύριε ηθικολόγε… νομίζεις πως δεν το ξέρω; Επειδή είμαι καρφωμένη σε ένα καρότσι δεν ξέρω τι συμβαίνει στον κόσμο; Δεν ξέρω τι είναι αυτό που καυλώνει τους άντρες και τρέχουν σαν σκυλάκια πίσω απ’τις γκόμενες;

ΑΝΤΡΕΑΣ

Σταμάτα! Σε παρακαλώ σταμάτα τώρα να μιλάς έτσι!

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Αυτά που γράφεις λοιπόν δεν αξίζουν μία!

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(με μια απότομη κίνηση πετάει το ντοσιέ με τα κείμενα στο πάτωμα)

Γεννούν τα πάντα, θεούς και δαίμονες, το καλό και το κακό... Μαλακίες! Μπλα, μπλα, μπλα… όταν έρχεται η ώρα της κρίσης το βάζουμε στα πόδια. Σηκώνουμε τη σημαία της ψευτο-ηθικής και γινόμαστε χειρότεροι απ’αυτούς που κρίνουμε! Υποκριτή, ψεύτη!

ΑΝΤΡΕΑΣ

Εντάξει, σταμάτα σε παρακαλώ… σε παρακαλώ!

Η Αντιγόνη σιωπά.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Μού αρέσει να με παρακαλάς… μού αρέσεις γενικά Αντρέα… από την αρχή μού άρεσες… και σαν συγγραφέας και σαν άντρας… και τώρα που έχεις αυτό το μουσάκι και τότε που δεν το είχες…

ΑΝΤΡΕΑΣ

(παγωμένος)

Τι είπες;

Η Αντιγόνη δεν απαντά. Έχει πέσει στο λάκκο που είχε η ίδια σκάψει.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Πώς ξέρεις ότι παλιότερα δεν είχα το μούσι;

Ο Αντρέας νιώθει ξαφνικά μια ζαλάδα, σαν σκοτοδίνη. Του έρχονται στο νου τα λόγια της Ευμενίας στην πισίνα.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Πράγματι λοιπόν ο Βάινας πλήρωσε ντέτεκτιβ να με παρακολουθεί. Μάζεψε ‘υλικό’… φωτογραφίες, συνομιλίες στο τηλέφωνο, ποιος ξέρει τι… για την Αντιγόνη! Τι διάολο συμβαίνει εδώ πέρα; Που έχω μπλέξει;

Σηκώνεται από το κρεβάτι πανικόβλητος και παρά λίγο να σωριαστεί στο πάτωμα…

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Αντρέα!

Κάποια στιγμή νιώθει το έδαφος να χάνεται κάτω απ’τα πόδια του.

Σκοτάδι.

 

ΌΛΑ ΘΑ ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ…

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο δωμάτιο της Αντιγόνης.

Ο Αντρέας ξυπνά ξαπλωμένος στο κρεβάτι της. Κι ακούει τη φωνή της.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(μονολογεί περισσότερο)

Δεν έφταιγα εγώ… αυτός με είχε πάρει από πίσω… Αλήθεια στο λέω… δεν έφταιγα εγώ… όλη εκείνη την ημέρα προσπαθούσα να τον αποφύγω… δεν ήμουν καλά… κι αυτός με ακολουθούσε όπως ο Βίλι τον Μιχάλη… σαν σκυλάκι…

Ο Αντρέας δείχνει να μην βρίσκεται σε πλήρη επαφή. Αγγίζει το σώμα του. Είναι ολόγυμνος, χωμένος μέσα στο πάπλωμά της. τυλιγμένος απ’τις μυρωδιές της.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Εκείνη… πού είναι;

Γυρνά το κεφάλι του και τη βλέπει να κάθεται στο αμαξίδιό της. Δεν έχει αυτό το παραμορφωτικό βάψιμο πλέον, το πρόσωπό της είναι ήρεμο αλλά το βλέμμα της δεν κοιτά κάπου συγκεκριμένα.

Και παραμιλά.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Αντιγ…

Δεν μπορεί να ολοκληρώσει τη φράση του. Πιάνει το κεφάλι του μορφάζοντας απ’τον πόνο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Δεν ήθελα να του κάνω κακό… μπορεί να μην με πιστεύεις αλλά σού λέω την αλήθεια… απλά του είπα να φύγει και να με αφήσει ήσυχη… δεν ήμουν καλά εκείνη την ημέρα… με είχαν αφήσει πάλι μόνη μου… δεν θα αργούσαν, έτσι είχαν πει… ψέματα… όταν έφευγαν δεν τους ενδιέφερε αν θα αργούσαν… δεν τους ενδιέφερε τίποτε δικό μου… εγώ ήμουν απλά ένα βάρος… μια αποτυχία… κομμένη στα δυο… ανάπηρη… και ο μικρός με είχε ζαλίσει… του φώναζα να πάρει τα αυτοκινητάκια του και να παίξει κι αυτός με τραβολογούσε και μου φώναζε…

Νιώθει τα δάχτυλά της να αγγίζουν τα δικά του. Παίρνει την παλάμη του στα χέρια της και την χαϊδεύει. Γυρνά και την κοιτά τρομοκρατημένος.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

…Δεν τον πήρα χαμπάρι πως βρέθηκε κει πάνω… βγήκε απ’την μπαλκονόπορτα… την είχα ξεχάσει ανοιχτή… δεν φταίω εγώ... ήταν έξυπνος… βρήκε τον τρόπο… ήθελε να με εντυπωσιάσει… ήθελε να με κάνει να τον προσέξω… σκαρφάλωσε στο επίστεγο της βεράντας… δεν τον κατάλαβα… εγώ ήμουν κάτω… στο σαλόνι… έβλεπα τηλεόραση… τους περίμενα… έπειτα βγήκα στη βεράντα με το καρότσι μου και τον είδα εκεί πέρα, ψηλά… καμάρωνε που είχε ανέβει… κοίταξέ με, έλεγε, κοίταξέ με Αντιγόνη!... τον κοιτούσα… και λοιπόν; Εκείνος μπορούσε ν’ανέβει πάνω σε μια στέγη κι εγώ έπρεπε να είμαι σε όλη μου τη ζωή καρφωμένη σε μια καρέκλα με ρόδες… κοίταξέ με, φώναζε και γελούσε… με μένα γελούσε… με μένα!

Κάποια στιγμή βαρέθηκα… βαρέθηκα να τον ακούω να γελάει… πέσε αν τολμάς, του φώναξα… πέσε! Δίστασε λίγο… έπειτα άπλωσε το πόδι του κι έπεσε… έτσι, απλά… έπεσε πάνω στο γρασίδι… επειδή με εμπιστευόταν… επειδή πίστευε ότι θα τον πιάσω εγώ…’

Ο Αντρέας δεν αντέχει να ακούει άλλο. Έχει φρικάρει. Κάνει να σηκωθεί από το κρεβάτι αλλά ακούει ένα βραχνό γρύλισμα. Σηκώνει αργά το κεφάλι του και βλέπει το Βίλι να έχει ορθώσει το σώμα του και τον καρφώνει μερικά μέτρα πιο πέρα, στο μέσο του δωματίου.

Έχει γυμνώσει και τα δόντια του.

Ο Αντρέας γέρνει πάλι πίσω, βυθίζεται με απελπισία στο μαξιλάρι.

Ο σκύλος σταματά αυτό τον απαίσιο ήχο και ο Αντρέας ηρεμεί κάπως.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Αιχμάλωτος λοιπόν…

Στρέφει το κεφάλι του αριστερά. Η Αντιγόνη δεν μιλάει πια. Τον κοιτά σιωπηλή, με γερμένο το κεφάλι της και το αριστερό του χέρι μέσα στα δικά της. Έχει κι ένα γλυκό χαμόγελο στο πρόσωπό της.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Εδώ θα ζήσουμε… σ’αυτό το δωμάτιο… σ’αυτό το σπίτι… Θα είσαι δικός μου, ολόδικός μου… θα ξυπνάς και θα κοιμάσαι με το άρωμά μου, τα φιλιά μου, τα χάδια μου, την ανάσα μου… δεν θα σε πάρει κανείς από δω ούτε θα φύγεις ποτέ… δεν έχεις που να πάς… το ξέρω… το έψαξα… χρόνια το ονειρευόμουν, το σχεδίαζα, το ετοίμαζα… οι δικοί μου θα μας τα παρέχουν όλα… δεν θα χρειαστεί να δουλέψεις ποτέ ξανά… δεν θα σού λείψει ποτέ τίποτε… μονάχα θα γράφεις… θα γράφεις όταν το θέλω εγώ, θα γράφεις για μένα, θα μού κάνεις έρωτα, θα με φροντίζεις και θα με αγαπάς… εδώ θα ζήσουμε αγάπη μου… εδώ θα γεράσουμε και θα πεθάνουμε… μαζί

ΑΝΤΡΕΑΣ

Τρελάθηκες;

Διαμαρτύρεται φωνάζοντας και ακούει ξανά το βραχνό ήχο απ’το λαρύγγι του κωλόσκυλου.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Μην μού μιλάς απότομα γιατί κάνεις τον Βίλι νευρικό. Με μια μου κίνηση θα ορμήσει και θα σε αρπάξει απ’το λαιμό. Έχει εκπαιδευτεί να σκοτώνει ξέρεις.

Την ακούει να μιλά και δεν την αναγνωρίζει πάλι.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Πόσα πρόσωπα έχει αυτό το πλάσμα; Πόσες φωνές; Πόσες ψυχές;

ΑΝΤΡΕΑΣ

Αντιγόνη… σύνελθε σε παρακαλώ… δεν μπορείς να με κρατήσεις αιχμάλωτο εδώ… δεν γίνεται… μετά από λίγες μέρες θα με αναζητήσουν… υπάρχουν άνθρωποι, φίλοι μου, θα…

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(ήρεμα)

Δεν υπάρχει κανείς. Το έψαξα καλά… γι αυτό σε διάλεξα… είσαι ολομόναχος… όπως κι εγώ… ολομόναχος… πάντοτε ήσουν… ποτέ κανείς δεν σε κατάλαβε ούτε σε αγάπησε… μονάχα εγώ… ζούσες μόνος σου σε μια άθλια, βρώμικη τρύπα… κανείς δεν θα σε αναζητήσει… όλες τις εκκρεμότητές σου θα τις ρυθμίσουμε μαζί, από δω… ο Μιχάλης έχει ετοιμάσει τα πάντα… έχει δικηγόρους, φίλους, γνωστούς… έχει λεφτά… τα έχουμε σκεφτεί όλα… τα σχεδιάζαμε μαζί… βράδια ατελείωτα συζητούσαμε… γι αυτό σε διάλεξα Αντρέα… για να είμαστε μαζί… για πάντα…

Δάκρυα κυλούν από τα μάτια του Αντρέα…

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Εφιάλτης… κακό όνειρο… όπως αυτό με τους δικούς μου που ψιθύριζαν για το γάμο μου… αυτός ήταν ο ‘γάμος’ μου… η κηδεία μου… ο ενταφιασμός μου… χτισμένος ζωντανός νεκρός σε ένα δωμάτιο παρέα με μια παρανοϊκή…

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Όλα θα πάνε καλά… θα δεις…

Ο Αντρέας τραβάει το χέρι του απ’τα δικά της. Κλείνει τ’αυτιά του να μην την ακούει.

Μάταιος κόπος… η φωνή της τον διαπερνά, μπαίνει μέσα απ’τους πόρους του σώματος, τον πλημμυρίζει σαν το άρωμά της… δηλητήριο…

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ναι, ησύχασε αγάπη μου… όλα θα πάνε καλά…

 

ΤΕΛΟΣ