ΜΑΙΝΑΔΕΣ

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Ένα κλασικό μεσοαστικό σπίτι σε κάποια γειτονιά της Αθήνας. Μονοκατοικία.

Στο σαλόνι. Κλασική επίπλωση, μάλλον παλιομοδίτικη που έχει ζήσει καλύτερες εποχές. Η φθορά είναι εμφανής παντού. Στους τοίχους, στα έπιπλα, στην όλη ατμόσφαιρα.

Βρίσκονται δυο άνθρωποι. Ο Αντρέας, ένας λίγο πάνω από τα τριάντα ‘κυνηγός’ ευκαιριών σε παλιά βιβλία. Εμφανίσιμος, συμπαθητικός, με γλυκό πρόσωπο. Εξετάζει κάποια βιβλία προς πώληση σε μια πλευρά που είναι μια μεγάλη, παλιά βιβλιοθήκη.

Απέναντί του, στην άλλη πλευρά του σαλονιού, δίπλα στο στρογγυλό τραπέζι μια ηλικιωμένη κυρία, ιδιοκτήτρια της κατοικίας. Κάθεται στο αναπηρικό αμαξίδιό της. Απροσδιόριστα χαρακτηριστικά προσώπου, μάλλον νεότερη απ’όσο δείχνει. Έχει μαζεμένα τα μαλλιά της, συντηρητικό, ουδέτερο ντύσιμο μεγάλης γυναίκας.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(με θερμή φωνή)

Λοιπόν, ειλικρινά πιστεύω πως εδώ έχουμε κάτι πολύ ενδιαφέρον.

Ο Αντρέας έχει πάρει στα χέρια του έναν από τους τόμους που είχε μπροστά του και αφού τον ‘αισθάνεται’, τον ‘ζυγίζει’ και τον επιθεωρεί εξωτερικά, τον φυλλομετρά με προσοχή.

Το ογκώδες βιβλίο φαίνεται να είναι σε εξαιρετική κατάσταση αλλά οι κινήσεις του είναι επαγγελματικές, προσεκτικές για να μην προκαλέσει κάποια απρόβλεπτη ‘ζημιά’.

ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑ

(με αγωνία αλλά και ηρεμία)

Αλήθεια το λέτε κε Αντρέα;

Το πρόσωπο της ηλικιωμένης γυναίκας φωτίζεται.

Έχει σχεδόν ανασηκώσει το σώμα της, στο βαθμό που μπορεί και τον κοιτάζει με βλέμμα προσδοκίας.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(με σταθερή φωνή)

Ναι… βεβαίως… έχουμε κάτι αξιόλογο εδώ…

ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑ

(αναλύεται σε λυγμούς)

Ω… θα χαρεί πολύ η Άλκηστη!

Ο Αντρέας βάζει ξανά τον τόμο στη θέση του και στρέφει την προσοχή του στην κυρία που σπαράσσεται από το κλάμα. Την πλησιάζει με βιάση, χαμηλώνει το σώμα του δίπλα της και της αγγίζει τρυφερά τον ώμο.

ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑ

(συνερχόμενη, χαμογελώντας)

Σ’ευχαριστώ… το είπα εγώ… το είπα… από την πρώτη στιγμή που μπήκες στο σπίτι μας… είσαι καλός άνθρωπος… το είπα…

Ο Αντρέας χαμογελά και κάθεται σε μια άδεια καρέκλα απέναντί της. Η γιαγιά φαίνεται να συνέρχεται πια. Έχει το μαντήλι της πρόχειρο και σκουπίζει τα μάτια της. Την προσέχει καλύτερα, την παρατηρεί. Ιδιαίτερα τα μάτια της…

ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑ

(απολογητικά)

Να με συγχωρείς παιδί μου που…

ΑΝΤΡΕΑΣ

(ειλικρινά)

Σας παρακαλώ… δεν υπάρχει απολύτως κανένα ζήτημα… εγώ μάλλον είμαι αυτός που σας αναστάτωσε… ήρθα εδώ να σας αφαιρέσω κάτι πολύτιμο… κάτι που ίσως στο μέλλον…

ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑ

(τον διακόπτει με νεύμα και δυνατή φωνή)

Ό,τι πολύτιμο είχα έχει πεθάνει αγόρι μου

(μετά από μικρή παύση)

Λοιπόν… μόλις κατέβει η Άλκηστη, μα πού είναι αυτό το κορίτσι;… μόλις κατέβει, να μιλήσετε για τα βιβλία…

ΑΝΤΡΕΑΣ

(κατανεύει)

Ναι…

Κάνει την είσοδό της στο σαλόνι η Άλκηστη. Όμορφη, λυγερόκορμη, ευλύγιστη, όχι πάνω από 25. Έχει δέσει τα ξανθά της μαλλιά σε αλογοουρά. Το πρόσωπό της είναι το πιο δυνατό της στοιχείο. Απαλά, ευγενικά χαρακτηριστικά, πλατύ, εγκάρδιο χαμόγελο, φωτεινά, λαμπερά, χαλκοπράσινα μάτια.

Ο Αντρέας δεν κρύβει μια έκφραση έκπληξης και θαυμασμού βλέποντάς την να έρχεται στη συντροφιά.

ΑΛΚΗΣΤΗ

(ζωηρά, χαμογελώντας)

Καλημέρα σας… δεν άργησα πολύ…

ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑ

(γκρινιάζοντας λίγο)

Άλκηστη! Μα, που ήσουν βρε παιδί μου;… περιμένει ώρα εδώ ο άνθρωπος…

ΑΛΚΗΣΤΗ

(απολογούμενη, κοιτώντας τον Αντρέα περισσότερο)

Να με συγχωρείτε…

ΑΝΤΡΕΑΣ

(δεν μπορεί να πάρει το βλέμμα του από το πρόσωπό της… και τα μακριά, λεπτά της δάχτυλα)

Δεν πειράζει… κανένα πρόβλημα.

ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑ

(δείχνει προς τη βιβλιοθήκη)

Ο κος Αντρέας ενδιαφέρεται για τους Ρώσους… ξέρεις… την βυσσινί συλλογή…

ΑΛΚΗΣΤΗ

(γυρνά το βλέμμα της στον Αντρέα)

Αλήθεια;

ΑΝΤΡΕΑΣ

(αναστατωμένος από το διαπεραστικό βλέμμα, το ηλιόλουστο χαμόγελο και τη δροσιά αυτής της κοπέλας)

(ζωηρά)

Ναι… ναι… πράγματι… ενδιαφέρομαι… έχω ήδη καταλήξει.

ΑΛΚΗΣΤΗ

(κάπως μελαγχολικά)

Ήταν μια από τις αγαπημένες συλλογές του πατέρα…

ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑ

Όλα τα βιβλία τα αγαπούσε ο πατέρας σου… τι να κάνουμε τώρα…

ΑΛΚΗΣΤΗ

(Παίρνει μια από τις καρέκλες της τραπεζαρίας και κάθεται κοντά τους)

Λοιπόν κε Αντρέα;

ΑΝΤΡΕΑΣ

(επιστρέφοντας στα επαγγελματικά)

Ναι… θα έλεγα… δεν μπορώ να ανέβω πάνω από τα πεντ… ας πούμε εξακόσια ευρώ!

Η γιαγιά κοιτάζει την εγγονή με έκπληξη και η Άλκηστη πασχίζει να κρύψει τη χαρά της.

ΑΛΚΗΣΤΗ

(προτείνει το όμορφο χέρι της στον Αντρέα)

Εντάξει λοιπόν! Είναι δικά σας… Όλη η ρωσική ποίηση σε αυτή την παλιά έκδοση… δική σας…

Ο Αντρέας την σφίγγει στην δική του επισφραγίζοντας τη συμφωνία τους. Η επαφή τον δονεί.

ΑΛΚΗΣΤΗ

(ζωηρά)

Πάω να φέρω μια κούτα να τα βάλουμε μέσα.

ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑ

Πριν φέρεις την κούτα να πας στην κουζίνα και να φτιάξεις καφέ και να φέρεις και γλυκό… έχουμε τον άνθρωπο χωρίς νερό τόση ώρα εδώ πέρα… πω, πω κε Αντρέα, τι γνώμη θα σχηματίσατε για τη γιαγιά και την εγγονή!

ΑΛΚΗΣΤΗ

(σηκώνεται)

Ναι γιαγιά, πόσο δίκιο έχεις. Πάω να φτιάξω καφέ για όλους και…

ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑ

(την σταματά)

Μια στιγμή, τι ώρα είναι παιδί μου;

ΑΛΚΗΣΤΗ

Τι ώρα; Περασμένες δώδεκα!

ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑ

(με έμφαση)

Ε, τότε παράτα τους καφέδες και τις ανοησίες. Θα κάνουμε το τραπέζι στο φίλο μας από δω! Ε, πως δηλαδή…

ΑΝΤΡΕΑΣ

Όχι… δεν…

ΑΛΚΗΣΤΗ

Ναι γιαγιά μου… πάω να δω το φαγητό μας… έχουμε και λίγη τούρτα… θα τα καταφέρουμε.

Η Άλκηστη σηκώνεται και βγαίνει από το σαλόνι.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(κάπως σαστισμένος)

Μα, τώρα, τι κάνετε…

ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑ

(νοσταλγικά με βαθύ αναστεναγμό)

Το λιγότερο κάνουμε παιδί μου… αυτό κάνουμε… κάποτε εδώ μέσα…

Ο Αντρέας αφήνει διακριτικά τα χαρτονομίσματα πάνω στο τραπέζι και κατευθύνεται προς τη βιβλιοθήκη για να βγάλει τους τόμους σιγά σιγά από τη θέση τους.

ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑ

(δήθεν τυπικά)

Ανύπαντρος είστε;

ΑΝΤΡΕΑΣ

Ναι…

ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑ

(απτόητη)

Α, μάλιστα… μήπως… αρραβωνιασμένος;

ΑΝΤΡΕΑΣ

(δειλά)

Όχι…

Οι ακριβοπληρωμένοι τόμοι, ένας ένας εγκαταλείπουν την οικεία τους θέση και τοποθετούνται προσεκτικά από τον Αντρέα ο ένας πάνω στον άλλο σε ένα γειτονικό τραπεζάκι.

ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑ

Και αν επιτρέπετε, είστε πάνω από 35 χρόνων;

ΑΝΤΡΕΑΣ

(χαμογελώντας)

Τριάντα τριών.

ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑ

(με έμφαση)

Ω, η καλύτερη ηλικία του άντρα…

Οι ογκώδεις βυσσινί τόμοι έχουν βγει από την παλιά τους θέση και έχουν γίνει τώρα δυο εξάδες πάνω στο τραπεζάκι.

ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑ

Αφήστε τους εκεί και μετά το φαγητό μας θα φέρει μια γερή κούτα η εγγονή μου και θα τους τακτοποιήσετε μια χαρά.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(συμφωνώντας)

Δεν έχετε άδικο.

ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑ

(ασταμάτητη)

Και η δουλειά που κάνετε… θέλω να πω… είναι δική σας;

ΑΝΤΡΕΑΣ

(γυρνά και κάθεται ξανά στη θέση του)

Ναι… εδώ κι ένα χρόνο… ήμουν υπάλληλος πριν… τώρα τρέχω για μένα μόνο!

ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑ

(σε ενικό τώρα)

Μπράβο σου, μπράβο σου παιδί μου!

Ο Αντρέας σταυρώνει τα χέρια του χωρίς να πει τίποτα.

ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑ

Να σου προτείνω κάτι; Τι λες; Δεν πάς στην κουζίνα να βοηθήσεις λιγάκι την εγγονή μου με τις ετοιμασίες;

Ο Αντρέας πετάγεται από τη θέση του καλωσορίζοντας την προοπτική.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Και βέβαια…

ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑ

(χαμογελώντας)

Καλός κι ευγενικός. Να ο καλός άντρας, ο σωστός άντρας!

Ο Αντρέας την προσπερνά με ένα εγκάρδιο χαμόγελο στο πρόσωπό του και οδεύει προς την κουζίνα.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Η κουζίνα του σπιτιού. Κι εδώ μπορεί κανείς να διακρίνει τα σημάδια της φθοράς, της παρακμής. Η Άλκηστη ετοιμάζει τρία σερβίτσια που έχει ήδη αποθέσει στο μικρό τραπέζι. Μόλις βλέπει τον Αντρέα χαμογελά.

ΑΛΚΗΣΤΗ

(χαμογελώντας)

Σας έστειλε η γιαγιά έτσι; Δεν λέει να το βάλει κάτω!

ΑΝΤΡΕΑΣ

(με προθυμία)

Μπορώ να βοηθήσω σε κάτι;

ΑΛΚΗΣΤΗ

Χμμ… ο πατέρας ήταν καλός στο να ανοίγει τα κρασιά.

Του δείχνει μια μποτίλια κόκκινο κρασί στο τραπέζι. Ο Αντρέας παίρνει το τιρμπουσόν και αρχίζει την προσπάθεια να αφαιρέσει το φελλό από το μπουκάλι. Χαίρεται τη στιγμή και το δείχνει.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Μμμ… τι ωραία μυρωδιά έρχεται απ’το φούρνο;

ΑΛΚΗΣΤΗ

Κοτόπουλο ρολό με πατάτες. Σας αρέσει;

ΑΝΤΡΕΑΣ

Πολύ. Και πιο πολύ αν δεν υπήρχε αυτός ο πληθυντικός.

Βγάζει με μια τελική, απότομη κίνηση το φελλό.

ΑΛΚΗΣΤΗ

Έτοιμο και το κρασί μας, ωραία!

Η συναναστροφή με το κορίτσι αυτό τον έχει εξιτάρει.

Μεταφέρουν μαζί όλα τα πράγματα ως την τραπεζαρία. Η μυρωδιά του κοτόπουλου γεμίζει το χώρο.

ΓΙΑΓΙΑ

Μα, σήμερα λοιπόν έχουμε γιορτή!

Η Άλκηστη την οδηγεί ως την κεφαλή του τραπεζιού. Ο Αντρέας κάθεται απέναντι από το κορίτσι.

ΓΙΑΓΙΑ

Πρώτα η προσευχή μας!

ΑΛΚΗΣΤΗ

(κλείνει τα μάτια της)

Ναι γιαγιά.

Η ηλικιωμένη γυναίκα μουρμουράει δυο λόγια ευχαριστίας προς τον Κύριο για το φαγητό και δεν παραλείπει να Τον ευχαριστήσει και για τον φιλοξενούμενο που είναι ταυτόχρονα και ένας κομιστής σημαντικής οικονομικής ανακούφισης για τις δυο γυναίκες.

Τρώνε σιωπηλοί το πεντανόστιμο φαγητό τους.

Ο Αντρέας συχνά πυκνά, ρίχνει κλεφτές ματιές στην Άλκηστη που δεν αποφεύγει το βλέμμα του.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(ευδιάθετος)

Πολύ ωραίο και το κρασάκι.

ΓΙΑΓΙΑ

Φτηνό βέβαια αλλά ό,τι πρέπει.

ΑΛΚΗΣΤΗ

(χαμογελώντας)

Μην σηκωθεί κανείς, έρχεται η τούρτα!

Η Άλκηστη πηγαίνει στην κουζίνα και επιστρέφει με ένα δίσκο που περιέχει τρία πιατάκια με κομμάτια τούρτας. Σερβίρει ήσυχα και ξανακάθεται.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Πριγκηπικές περιποιήσεις βλέπω!

ΓΙΑΓΙΑ

Και βέβαια… κατά πως πρέπει στους εκλεκτούς μας καλεσμένους!

ΑΝΤΡΕΑΣ

(παρατηρώντας ότι οι δυο γυναίκες δεν έχουν αγγίξει το γλυκό τους)

Μα, εσείς δεν θα φάτε; Εγώ το καταβρόχθισα κιόλας!

Η γιαγιά κοιτάζει με νόημα την εγγονή κι εκείνη της αντιγυρίζει το βλέμμα.

Ο Αντρέας τις κοιτά απορημένος. Ξαφνικά, το κλίμα είχε αλλάξει, είχε βαρύνει.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(σκυθρωπός)

Είπα μήπως κάτι που δεν…

Τη φράση του την διακόπτει μια ξαφνική ζάλη. Περισσότερο σαν ίλιγγος. Κρατά για πολύ λίγο και περνάει.

ΓΙΑΓΙΑ

(με ύφος εντελώς ψυχρό)

Είσαι… καλά;

Η Άλκηστη κοιτά σιωπηλή.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Μα… δεν… δεν ξέρω τι…

Ο Αντρέας δεν τελειώνει τη φράση του καθώς αμέσως μετά μια θύελλα ξεσπά στο κεφάλι του. Τα είδωλα γύρω του στριφογυρίζουν. Η εικόνα της Άλκηστης θολώνει. Γυρίζει το βλέμμα του προς τη γιαγιά της και δεν μπορεί να διακρίνει σχεδόν τίποτα.

Πανικόβλητος κάνει να σηκωθεί και πιάνεται από την πλάτη της καρέκλας για να μη σωριαστεί στο πάτωμα. Ιδρώτας τον λούζει.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Δεν… δεν είμαι…

Επιχειρεί ένα βήμα προς τα αριστερά. Δεν το καταφέρνει. Γονατίζει πιάνοντας το κεφάλι του κι έπειτα χάνει τις αισθήσεις του και ξαπλώνει στο χαλί.

ΓΙΑΓΙΑ

(προστακτικά προς την Άλκηστη)

Φώναξε τον Ισμαήλ!

Η γιαγιά αμέσως μετά σηκώνεται από το αναπηρικό της αμαξίδιο.

Η Άλκηστη δεν λέει τίποτα μονάχα σπεύδει να εκτελέσει την προσταγή της μεγαλύτερης γυναίκας.

Η ‘γιαγιά’ ρίχνει μια ματιά στον αναίσθητο άντρα στο χαλί. Τον σκουντάει με το παπούτσι της.

’ΓΙΑΓΙΑ’

(μονολογεί)

Για να δούμε αν εσύ θα είσαι ο εκλεκτός.

Έπειτα αναζητά τα τσιγάρα της στο σαλόνι.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Ένα απλό, ταπεινό υπνοδωμάτιο. Στο κέντρο του με το κεφαλάρι στον ένα τοίχο, ένα διπλό κρεβάτι. Ξαπλωμένος ανάσκελα, σκεπασμένος με ένα λινό σεντόνι βρίσκεται ο Αντρέας. Τα χέρια και τα πόδια του είναι δεσμευμένα από καρπούς και αστραγάλους αντίστοιχα με το κρεβάτι.

Αριστερά του, όπως κοιτάζει, σε μια καρέκλα, είναι καθισμένη μια γυναίκα. Φορά ένα απλό μπεζ φουστάνι και είναι ξυπόλητη. Τα μαλλιά της είναι λυτά, χύνονται στους ώμους της.

Πίσω της διακρίνει κάποιες σανίδες που έχουν τοποθετηθεί για να καλύψουν το άνοιγμα του παραθύρου.

Απέναντί του είναι ένας μικρός πάγκος και δίπλα η κλειστή πόρτα του δωματίου.

Από πάνω του, στο κέντρο του ταβανιού κρέμεται μονάχα μια λάμπα, σβηστή.

Το δωμάτιο έχει φως από ένα μικρό πορτατίφ στο κομοδινάκι αριστερά του.

Ο αιχμάλωτος συνέρχεται σιγά σιγά μέσα από πόνους και μουγκρητά. Έπειτα βήχας που χειροτερεύει. Τραντάζεται ολόκληρος και ανασαίνει δύσκολα.

Ανοίγει τα μάτια του. Επιθεωρεί το χώρο και αντικρίζει τη γυναίκα που κάθεται σιωπηλή στην καρέκλα και τον παρατηρεί ανέκφραστη.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Που είμαι; Τι είναι εδώ; Τι μου συμβαίνει;

(μορφάζοντας από ισχυρό πονοκέφαλο)

(τα βλέμμα του καρφώνεται στη γυναίκα)

Ποια είναι αυτή;

Η γυναίκα βγάζει ένα πακέτο τσιγάρα και ανάβει ένα με αργές κινήσεις.

Μόλις τον βλέπει να συνέρχεται για τα καλά, σβήνει το τσιγάρο της σε ένα τασάκι στο πάτωμα.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Κάτι μου θυμίζει αυτή… το βλέμμα της… Ποια είναι;

Κάποια στιγμή συνειδητοποιεί τη γυμνότητά του και πως προστατεύεται μονάχα από ένα σεντόνι. Έπειτα τραβά με δύναμη καρπούς και αστραγάλους για να εισπράξει νέα κύματα πόνου.

Μορφάζει.

Η γυναίκα σηκώνεται όρθια και τον πλησιάζει από τα αριστερά του κρεβατιού. Το βλέμμα της είναι σκοτεινό, η έκφρασή της έχει κάτι ανάμεσα σε δυσαρέσκεια, αγωνία και απολογία μαζί.

Ο Αντρέας την κοιτάζει καλύτερα.

Σοκάρεται!

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Η γιαγιά! Το κερατό μου! Αυτή η παλιοσκρόφα… μαζί με την άλλη, την…

Η οργή δίνει τη θέση της στην έκπληξη και στο φόβο. Τα πράγματα άρχισαν να μπαίνουν σιγά σιγά σε μια σειρά. Έχει στο μυαλό του πλέον όλη την αλληλουχία των εικόνων.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Με παγίδεψαν, με δηλητηρίασαν… οι πουτάνες!

‘ΓΙΑΓΙΑ’

Συνήλθες βλέπω…

Από κοντά δείχνει μια εντελώς διαφορετική γυναίκα πλέον. Πολύ νεότερη, με τα μαλλιά της λυμένα και ριχτά στους ώμους της.

Μοιάζει πολύ τώρα με την άλλη… την ‘εγγονή’…

ΑΝΤΡΕΑΣ

(με φωνή βραχνή και ξερή που δεν την αναγνωρίζει όταν την ακούει)

Τι… τι μού κάνατε;

Η γυναίκα σκύβει από πάνω του και τον παρατηρεί με τα μεγάλα της μάτια.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(με θυμό)

Τι θέλετε; Χρήματα; Πάρτε τα… όσα έχω… γιατί με δέσατε; Τι στο δ…

‘ΓΙΑΓΙΑ’

(αινιγματικά με απαλή φωνή)

Σσσσς… Ηρέμησε… όλα θα πάνε καλά… το πιστεύω… αυτή τη φορά όλα θα πάνε καλά

(τον κοιτάζει με ένα μοχθηρό βλέμμα)

Φοβισμένος τραντάζει τα χέρια του και τα πόδια του. Τα σημεία που έχει περιδεθεί έχουν πρηστεί κιόλας και τον πονούν.

Και τότε η γυναίκα κάνει κάτι το απροσδόκητο.

Κατεβάζει με το ένα της χέρι το σεντόνι του ως τα πόδια του. Τώρα είναι εντελώς γυμνός μπροστά της!

ΑΝΤΡΕΑΣ

(πανικόβλητος)

Τι κάνεις; Ποια είσαι; Τι… Τι…

Η γυναίκα επικεντρώνει το εξεταστικό της βλέμμα στην ευαίσθητη περιοχή του.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(φωνάζει)

Τι κοιτάς; Τι θέλεις από μένα;

Η γυναίκα τον αγνοεί. Το βλέμμα της έχει εστιάσει στο ζαρωμένο του πέος.

‘ΓΙΑΓΙΑ’

(με το αριστερό της χέρι το αγγίζει απαλά)

Χμμ…

Η αντίδραση του δέσμιου άντρα είναι άμεση. Το συρρικνωμένο πέος ‘ζωντανεύει’ σαν μικρό ζωάκι που βγαίνει από τη νάρκη του.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(έντρομος παρακολουθώντας το τελετουργικό της γυναίκας)

Είσαι τρελή… και οι δυο είστε τρελές… τι θέλετε;

Η γυναίκα με μια ήρεμη κίνηση πιέζει απαλά το πέος και τους όρχεις του. Η ανταπόκριση είναι άμεση. Ικανοποιημένη γυρνά και τον κοιτάζει.

‘ΓΙΑΓΙΑ’

(σαν τρυφερή σύζυγος)

Όλα δείχνουν μια χαρά γλυκέ μου. Ναι, το πιστεύω… αυτή τη φορά θα έχουμε επιτυχία.

Έπειτα με μια αιφνίδια κίνηση φέρνει ξανά το σεντόνι στη θέση του σκεπάζοντας ως το λαιμό τον Αντρέα.

Το ορθωμένο του πέος συνεχίζει να διογκώνεται κάτω από το λεπτό σκέπασμα.

‘ΓΙΑΓΙΑ’

(με λαγνεία)

Α, χα!… με καλωσόρισε λοιπόν!

ΑΝΤΡΕΑΣ

(ικετεύοντας)

Λύσε με… σε παρακαλώ… δεν ξέρω ποιος πιστεύεις ότι είμαι… έκανες λάθος… αυτό είναι, έχει γίνει κάποιο λάθος εδώ…

‘ΓΙΑΓΙΑ’

(αδιαφορώντας)

Κοιμόσουν περίπου έξι ώρες. Ο οργανισμός έχει τις ανάγκες του. Κι εμείς θέλουμε έναν υγιή και δυνατό οργανισμό.

Γυρνά και του ρίχνει μια ακόμη ματιά. Με αλλαγμένο ύφος.

‘ΓΙΑΓΙΑ’

(στεγνά και αυστηρά)

Να είσαι φρόνιμος! Μην με αναγκάσεις να σου δέσω το στόμα… όχι πως θα σε ακούσει κανείς εδώ κάτω… όμως… συνεννοηθήκαμε;

Ο Αντρέας την κοιτά σαν χαμένος. Έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να κάνει τίποτε. Είναι στο έλεός της.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(σαν υπάκουο παιδί)

Ναι… εντάξει…

‘ΓΙΑΓΙΑ’

Μπράβο, καλό αγόρι.

Η γυναίκα και με αργά βήματα οδεύει προς την πόρτα. Την ανοίγει με αργές κινήσεις και βγαίνει αφήνοντάς την ανοιχτή.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Είμαι χαμένος… Χαμένος…

Ξαφνικά την βλέπει να ξεπροβάλλει από το άνοιγμα και να τον κοιτάζει.

‘ΓΙΑΓΙΑ’

Το όνομά μου είναι Ιφιγένεια.

Και χάνεται ξανά.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο ίδιο δωμάτιο αιχμαλωσίας. Η γυναίκα που την λένε Ιφιγένεια δεν αργεί πολύ να επιστρέψει. Στο ένα της χέρι κρατά μια ‘πάπια’ από αυτές που υπάρχουν στα νοσοκομεία και στο άλλο μια μικρή λεκάνη. Τα ακουμπά όλα με ήρεμες, επιδέξιες κινήσεις πάνω στο κρεβάτι, δίπλα στα πόδια του Αντρέα. Εκείνος την παρακολουθεί απορημένος.

Μέσα στη λεκάνη υπάρχουν πετσέτες και κάποια άλλα πράγματα.

Η γυναίκα στρέφει το βλέμμα της, τον κοιτά για μια στιγμή και ξαναγυρίζει στη δουλειά της.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(μονολογώντας)

Να φέρουμε και λίγο νερό.

Βγαίνει για λίγο από το δωμάτιο. Ο Αντρέας ακούει έπειτα από δευτερόλεπτα ήχο τρεχούμενου νερού από κάποιο γειτονικό δωμάτιο. Την βλέπει να ξαναμπαίνει με μια μεγάλη πλαστική κανάτα.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(με τόνο έμπειρης νοσηλεύτριας)

Πρέπει να κάνεις την ανάγκη σου. Κι έπειτα θα σε πλύνω και θα σε καθαρίσω. Να είσαι έτοιμος για να σε δει η Άλκηστη.

Ο Αντρέας συνοφρυώνεται.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

(πλημμυρισμένος από απόγνωση)

Δεν είναι αληθινά όλα αυτά… δεν γίνεται… κάποια ταινία τρόμου παίζει… Οι παρανοϊκοί δολοφόνοι που ετοιμάζουν το θύμα τους για κάποια σκοτεινή και μακάβρια τελετή.

Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό!

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(έχουσα διαβάσει τη σκέψη του)

Ω, ναι, συμβαίνει αγαπητέ μου…

(ετοιμάζοντας τα σύνεργά της για να εξυπηρετήσει και να καθαρίσει τον ‘ασθενή’ της)

Να το πιστέψεις γιατί είναι η αλήθεια

(τον πλησιάζει με την πάπια στο χέρι)

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(αυστηρά)

Βοήθησέ με τώρα να κάνω τη δουλειά μου.

Ο Αντρέας την κοιτά ανέκφραστος αλλά δεν υπακούει.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(σκληρά)

Πίστεψέ με κε Καναβέ, το τελευταίο πράγμα που θα ήθελες είναι να με κάνεις να θυμώσω!

Ο Αντρέας παίρνει το μήνυμα και σηκώνει το σώμα του για να τοποθετήσει η γυναίκα την πάπια στη θέση της.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Έψαξαν τα πράγματά μου, ξέρουν τα στοιχεία μου. Φυσικά… έχουν το πορτοφόλι μου, είδαν τις κάρτες μου… κι αυτό είναι το λιγότερο… καργιόλες!

Ο άντρας αποφασίζει να συνεργαστεί.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Θα πάω με τα νερά τους… να κερδίσω χρόνο… πώς το έλεγε εκείνο το παλαιό σύνθημα ενός τάγματος του μεσαίωνα; ‘Ισχύς και Ευελιξία’… αυτό… αν θέλω να βγω ζωντανός από δω μέσα…

(έπειτα από κάποια παύση)

(μελαγχολικά)

Και δεν υπάρχει κανείς που να με αναζητήσει. Κανείς δεν ξέρει ότι βρίσκομαι δέσμιος δυο παρανοϊκών γυναικών σε κάποιο υπόγειο της Αθήνας… απολύτως κανείς…

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Ένα καλόγουστο σαλόνι σε διαμέρισμα κάποιας περιοχή της Αθήνας. Επίπλωση και διακόσμηση μιας γυναίκας που έχει καλαισθησία αν και είναι λίγο συντηρητική.

Μια μεγαλόσωμη μαύρη γάτα, η Αγαύη, έχει κουρνιάσει πάνω στο μικρό τραπέζι, δίπλα στο γραφείο και τεμπελιάζει αφήνοντας που και που ένα γουργουρητό ικανοποίησης. Κάτω από το σώμα της ίσα που ξεχωρίζει μια γωνιά ενός καρνέ τηλεφώνων. Η Ελευθερία το ψάχνει εδώ και ώρα και μόλις το βλέπει με την άκρη του ματιού της πλησιάζει το τραπεζάκι με ένα ύφος που προδίδει την αναστάτωσή της.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

(λίγο αυστηρά)

Αγαύη, πήγαινε να κοιμηθείς στο καλάθι σου, έλα!

Κάνει να πιάσει τη μεγάλη γάτα. Εκείνη την αντιλαμβάνεται αμέσως, κάνει μια επιθετική κίνηση με το μπροστινό της πόδι βγάζοντας τα νύχια της και γρυλλίζει θυμωμένη.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

(τσατισμένη)

Να σου πω, μην μου τα κάνεις εμένα αυτά! Μπρος, δρόμο, έλα… θέλω το καρνέ.

Η Ελευθερία χτυπά τις παλάμες της και της φωνάζει ξανά. Τελικά, απρόθυμα και τεμπέλικα, η γάτα ανασηκώνεται και πηδά στο πάτωμα.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

(μονολογώντας)

Άντε και με σένα…

(Παίρνει το καρνέ από το τραπέζι)

Μπορεί να με κοροϊδεύουν μερικοί που χρησιμοποιώ ακόμα καρνέ για τα τηλέφωνα όμως να που τώρα θα με σώσει…

Κάθεται στο γραφείο της, βάζει τα γυαλιά ανάγνωσης και ανοίγει το καρνέ. Βρίσκει στο ‘Κ’ αυτό που ψάχνει και σηκώνει το ακουστικό.

Πληκτρολογεί τον αριθμό. Περιμένει για λίγο.

ΕΛΕΥΘΕΡΊΑ

(μονολογεί)

Μπα… λείπει… κάπου θα γυρνάει…

(Κατεβάζει το ακουστικό)

Μωρέ κάπου είχα και το κινητό του…

Βλέπει την Αγαύη να έχει πάρει θέση τώρα κάτω από τον μεγάλο καναπέ.

Ξαναψάχνει για λίγο το καρνέ της.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

(βγάζει τα γυαλιά της)

Καλά… κάποια στιγμή θα το βρω.

Σηκώνεται από την καρέκλα της για να κάνει άλλες δουλειές.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο δωμάτιο αιχμαλωσίας.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

(μπαφιασμένος)

Τι ώρα να είναι; Χάνω την αίσθηση του χρόνου εδώ μέσα… κοιμήθηκα αλλά πόση ώρα;

Διψάω ρε πούστη μου…

Με ξεχάσαν εδώ μέσα και θα ψοφήσω απ’τη δίψα… θα με βρουν από τη βρώμα μετά από καμιά βδομάδα.

Την πουτάνα μου μέσα…

Ξαφνικά, η Ιφιγένεια ανοίγει την πόρτα και εισέρχεται στο δωμάτιο. Τούτη τη φορά είναι ντυμένη με ένα ριχτό, μακρύ και διάφανο φόρεμα, σα νυχτικιά.

Τον πλησιάζει από την αριστερή πλευρά του κρεβατιού. Ο Αντρέας μπορεί να δει το γυμνό της σώμα μέσα από το φόρεμά της. Τα στήθη της είναι γυμνά και εκτεθειμένα και μπορεί ακόμη να διακρίνει και την ευαίσθητη περιοχή της.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Να’τη πάλι… τι ετοιμάζει τώρα;

Η γυναίκα ελέγχει προσεκτικά τα σημάδια από τα δεσμά στους καρπούς και στους αστραγάλους του άντρα. Μορφάζει με ανησυχία. Έπειτα φέρνει το σώμα της κοντά στο πρόσωπό του και κάθεται στο στρώμα.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Νομίζω πως αύριο θα πρέπει να ελευθερώσουμε τα χέρια και τα πόδια. Αν είσαι καλό και υπάκουο παιδί βέβαια.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(χαρούμενα)

Ναι… και βέβαια θα είμαι Ιφιγένεια.

 

Ξαφνικά δέχεται ένα δυνατό χαστούκι στο πρόσωπο.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(σκληρά)

Κυρία Ιφιγένεια!

(πιο μαλακά)

Έχεις πολλά να μάθεις… σιγά σιγά…

Κατεβάζει αργά αργά το σκέπασμά του.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Άντε πάλι…

Την παρακολουθεί χωρίς να αντιδρά.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(γελώντας)

Πρέπει να ελέγξω το μικρό μας φίλο… είναι σε καλή υγεία;

Ο Αντρέας σφίγγει τα πόδια του ενστικτωδώς λες και ετοιμάζεται για κάτι οδυνηρό.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Χαλάρωσε… χαλάρωσε τα πόδια σου. Δεν πρόκειται να σου κάνω κακό… να επιθεωρήσω θέλω μόνον.

Φέρνει το σώμα της δίπλα στην… επίμαχη περιοχή.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Αύριο θα πρέπει να τον φροντίσω κι αυτόν… ένα καλό πλύσιμο… μμμ… υπέροχος θα γίνει… έτσι όπως πρέπει.

Κλείνει το ζαρωμένο μόριο μέσα στη ζεστή της παλάμη.

Η αίσθηση είναι ηδονική και ο Αντρέας αναστενάζει.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(με λαγνεία)

Μμμμ… σου αρέσει η φροντίδα μου… μικρέ αλήτη…

Σφίγγει δυνατά το πέος του γυμνού άντρα που τώρα αρχίζει να διογκώνεται ταχύτατα μέσα στη χούφτα της.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(ικανοποιημένη)

Πολύ ωραία… μια χαρά.

Ελευθερώνει τον ορθωμένο φαλλό που πλέον παίρνει διαστάσεις κανονικής στύσης.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(μετρώντας το μέγεθος και τη σκληρότητα του πέους)

Όχι κι άσχημα…

Έπειτα, με μια επιδέξια κίνηση σκεπάζει ξανά τον ερεθισμένο άντρα με το σεντόνι του.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Και τώρα πρέπει να φύγω. Θα μιλήσουμε πάλι αύριο…

ΑΝΤΡΕΑΣ

(ικετεύοντας ενώ η ανάσα του είναι πιο βαριά λόγω του ερεθισμένου του πέους)

Λίγο νερό… κάτι να πιω…

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Αύριο αυτά… σήμερα ήταν ημέρα νηστείας και καθαρμών… ες αύριον τα σπουδαία καλό μου αρσενικό.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Δεν είναι στα καλά της αυτή η πόρνη!

Υπομονή! Και αισιοδοξία!

Τι λέγαμε; Ισχύς και Ευελιξία…

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(γελώντας και αποχωρώντας από το δωμάτιο)

Καληνύχτα τρυφερό μου σφάγιο!

ΑΝΤΡΕΑΣ

(μονολογώντας… με πανικό)

Τι είπε τώρα αυτή η κάργια; Χριστέ μου!

(παλεύοντας να ελέγξει τους χτύπους της καρδιάς του)

Ηρέμησε!

ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΝΤΡΕΑ

Η εικόνα του ολόγυμνου σώματος της Ιφιγένειας μέσα από τη διάφανη νυχτικιά της τον πυροδοτεί. Η σάρκα του ζωντανεύει για μια φορά ακόμη και οι λογισμοί της ηδονής παίρνουν τη θέση της αγωνίας και του άγχους για τη ζωή του.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο δωμάτιο αιχμαλωσίας.

Ο Αντρέας ξυπνά από θόρυβο και αναστάτωση.

Ανοίγει τα μάτια του και μέσα στο δωμάτιό του βρίσκεται η Ιφιγένεια και ένας άγνωστος άντρας.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(με φούρια)

Ξυπνάμε τώρα… έχουμε μεγάλη ημέρα μπροστά μας!

Αφήνει ένα δίσκο που κρατά πάνω σε ένα τραπεζάκι που ως εκ θαύματος έχει κάνει την εμφάνισή του δίπλα από το κρεβάτι του.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(διατάζοντας τον άντρα)

Ισμαήλ, λύστον.

Ο Ισμαήλ, ένας νεαρός σχετικά και γεροδεμένος αλλοδαπός, υπακούει και ξεκινά από τα πόδια.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(με απειλητικό ύφος)

Σε προειδοποιώ, αν επιχειρήσεις το παραμικρό, ο Ισμαήλ θα σε χτυπήσει τόσο άσχημα που θα χρειαστεί να σε πετάξουμε σε καμιά χωματερή έπειτα… θα μας είσαι εντελώς άχρηστος!

Ο Αντρέας τρομοκρατημένος από τα όσα συμβαίνουν κατανεύει σιωπηλά.

Σύντομα τα δυο του πόδια είναι ελεύθερα από τα δεσμά του. Η αίσθηση είναι συγκλονιστική.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(επιθεωρώντας τον Ισμαήλ που απελευθερώνει και τα χέρια)

Μετά θα σηκωθείς, θα φας το πρωινό σου και αργότερα, θα κάνεις και μια μικρή βόλτα στο διάδρομο… πηγαινέλα…

Μετά από λίγο είναι ολοκληρωτικά ελεύθερος από τα δεσμά του και καλωσορίζει την αίσθηση σαν καλό οιωνό. Μέχρι που έχει και όρεξη να φάει. Κοιτά το δίσκο. Δυο μεγάλα κρουασάν, πορτοκαλάδα, ένα ψημένο τοστ.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Κάτσε να φας σαν καλό παιδί… ήρεμα και ωραία. Εγώ θα λείψω για λίγο. Όταν επιστρέψω η βόλτα.

Ο Αντρέας κουνά το κεφάλι του. Πεινά σαν λύκος. Και αρχίζει να τρώει.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Ισμαήλ!

Στην προσταγή της ο αλλοδαπός άντρας σαν τέλεια εκπαιδευμένο μαντρόσκυλο μένει στο κατώφλι του δωματίου και για να προσέχει και την παραμικρή λεπτομέρεια από τις κινήσεις του αιχμαλώτου.

Ο Αντρέας κοιτά δεξιά του. Υπάρχει κάτι πάνω στο κρεβάτι.

ΙΣΜΑΗΛ

Βάλεις εσύ αυτό.

Επιτέλους, θα εγκατέλειπε πλέον την αδαμιαία του περιβολή. Παίρνει το ρούχο που του έδειξε ο Ισμαήλ και το περιεργάζεται. Είναι μια ριχτή ολόσωμη ρόμπα.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(ενώ συνεχίζει να τρώει)

Πακιστανός είσαι;

Δεν έλαβε απάντηση.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Αφγανός;

ΙΣΜΑΗΛ

Δεν πρέπει μιλάμε. Τρώγε.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(χωρίς να έχει σκοπό να υπακούσει)

Καλά…

Μόλις τελειώνει το πρωινό του, βάζει τη ρόμπα του και νιώθει καλύτερα. Η αυτοπεποίθησή του κερδίζει πόντους ώρα με την ώρα.

Κάθεται στο κρεβάτι του και τρίβει τα σημάδια στους καρπούς του. Έχουν κοκκινίσει και τον πονούν. Στους αστραγάλους τα πράγματα είναι κάπως καλύτερα.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Ισμαήλ σε λένε;

Ο άντρας δεν τού απαντά.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(σηκώνεται όρθιος. Προς στιγμήν παραπατά αλλά τελικά καταφέρνει να σταθεί)

Πρέπει να πάω στην τουαλέτα.

ΙΣΜΑΗΛ

(με κάποια νευρικότητα)

Μείνεις μέσα. Κυρία έλθει σε λίγο.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(με ικετευτικό βλέμμα)

Μα σου λέω πρέπει… καταλαβαίνεις…

ΙΣΜΑΗΛ

(με ένταση)

Μείνεις εδώ.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Εντάξει… να μείνω… να κατουρήσω στο πάτωμα; Τι θα πει η κυρία σου αν δει τα κάτουρα;

Ο Ισμαήλ μπερδεύεται και μένει σιωπηλός. Ψάχνει μέσα στο δωμάτιο. Δεν υπάρχει κάποια λεκάνη ή κάτι άλλο. Παραμένει αναποφάσιστος.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Κοίτα Ισμαήλ… εγώ θα κατουρήσω και…

ΙΣΜΑΗΛ

(υποχωρεί δυο βήματα απελευθερώνοντας την έξοδο)

Εντάξει… μην κάνεις κάτι… τίποτα!

ΑΝΤΡΕΑΣ

(υπόσχεται ψέματα)

Δεν θα κάνω τίποτα… μην σε νοιάζει.

Κάνει ένα διστακτικό βήμα προς τα εμπρός. Οι αστράγαλοι μεταδίδουν σήματα πόνου και μορφάζει αλλά συνεχίζει.

Εκείνη τη στιγμή ακούγονται βήματα από τη σκάλα.

ΙΣΜΑΗΛ

Κυρία!

ΣΚΕΨΗ ΑΝΤΡΕΑ

Ή τώρα ή ποτέ.

ο Αντρέας αποφασίζει να κάνει την κίνησή του.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο γραφείο της Ελευθερίας.

Η Ελευθερία ανεβάζει και κατεβάζει με το δάχτυλό της την οθόνη του κινητού της αναζητώντας την επαφή που επιθυμεί.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

(μονολογώντας)

Βρε να πάρει… πού τον έχω…

(μουρμουράει εκνευρισμένη… ξαφνικά χαμογελάει)

Νάτος, τον βρήκα!

Πατά το πλήκτρο της κλήσης και περιμένει. Μετά από τρία χτυπήματα, η σύνδεση ανοίγει. Η Ελευθερία δεν ακούει τίποτα και αποφασίζει να μιλήσει εκείνη.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Ναι… Αντρέα! Εμπρός! Αντρέα με ακούς;

Τίποτα…  δεν της μιλά κανείς.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Ναι! Αντρέα… η Ελευθερία είμαι! Δεν σε ακούω.

Η σύνδεση διακόπτεται από την πλευρά του αποδέκτη.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Σκατά!

Ξαφνικά βλέπει είδε την Αγαύη να κάνει ένα σάλτο και να πηδάει στα πόδια της.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

(γελώντας)

Άκουσες σκατά και ήρθες; Τι γίνεται με σένα;

Η γάτα άρχισε να τρίβεται στο σώμα της.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Α, εσύ θέλεις χάδια τώρα… εντάξει…

Αποφασίζει να καλέσει ξανά. Αυτή τη φορά της απαντά η ηχογραφημένη ενημέρωση για τον ‘εκτός λειτουργίας αριθμό του συνδρομητή’.

Η Ελευθερία ακουμπά το κινητό στο γραφείο της. Χαϊδεύει μηχανικά το κεφάλι της Αγαύης που ανταποκρίνεται με έντονα γουργουρητά.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

(μονολογεί)

Περίεργο…

(προς τη γάτα της)

Χάδια… όλο χάδια θέλεις…

(χώνει το χέρι της πιο βαθιά στο πλούσιο κατάμαυρο τρίχωμά της)

(μονολογεί απορημένη)

Πολύ περίεργο…

Ξαπλώνει στην πλάτη της καρέκλας της βυθισμένη στις σκέψεις της.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Το δωμάτιο της Άλκηστης. Ένα απλό δωμάτιο μέσα σε αυτή την μονοκατοικία. Ένα διπλό κρεβάτι, ένας καθρέφτης,  γραφείο με την καρέκλα του και η ντουλάπα. Κυριαρχεί το λευκό χρώμα παντού.

Η Άλκηστη κάθεται στο κρεβάτι της και κρατάει στο χέρι της το κινητό του Αντρέα.

ΑΛΚΗΣΤΗ

(μονολογεί)

Ποια είναι τώρα αυτή η Ελευθερία;

Η Άλκηστη απενεργοποιεί το κινητό του Αντρέα κι έπειτα το ανοίγει, αφαιρεί τη μπαταρία, ανοίγει ένα συρτάρι και πετάει μέσα τη συσκευή και τη μπαταρία.

ΑΛΚΗΣΤΗ

(μονολογεί)

Καλύτερα να μη μάθει για την κλήση η Ιφιγένεια.

Σηκώνεται και ρίχνει μια γρήγορη ματιά στον καθρέφτη της.

ΑΛΚΗΣΤΗ

(μονολογεί)

Πρέπει να ντυθώ. Έχω να επισκεφτώ το μνηστήρα μου.

Και τότε ακούει φωνές και ήχους από το υπόγειο.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Έξω από το δωμάτιο αιχμαλωσίας. Η Ιφιγένεια κατεβαίνει τη σκάλα προς το υπόγειο. Εκείνη τη στιγμή γίνεται μάρτυρας της προσπάθειας του Αντρέα να αποδράσει.

Βλέπει έκπληκτη τον Αντρέα να πέφτει πάνω στον Ισμαήλ και αρχικά να τον αιφνιδιάζει. Κι ενώ σπρώχνοντάς τον, τον απωθεί, οι πόνοι στα πόδια του δεν του επιτρέπουν να σταθεροποιήσει το δρασκέλισμά και σωριάζεται μπρούμυτα στο διάδρομο.

Αν δεν κατέβαινε εκείνη τη σκάλα είναι σίγουρο ότι ο Αντρέας θα προλάβαινε να σηκωθεί ξανά και να έχει μια δεύτερη ευκαιρία. Μόλις τον βλέπει όμως στο πάτωμα, πέφτει από πάνω του και με μια λαβή του ακινητοποιεί το κεφάλι.

Βλέπει ταυτόχρονα τον Ισμαήλ να σηκώνεται κάπως ζαλισμένος και να την πλησιάζει.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Ισμαήλ! Φέρε το κολάρο!

Ο Αντρέας κάνει αγωνιώδη προσπάθεια να την πετάξει από πάνω του αλλά δεν τα καταφέρνει.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(λαχανιασμένη)

Γρήγορα!

Η Ιφιγένεια χαλαρώνει προς στιγμή τη λαβή της και ο Αντρέας βρίσκει την ευκαιρία να γυρίσει το σώμα του και είναι έτοιμος να σηκωθεί. Εκείνη τη στιγμή δέχεται ένα ισχυρό χτύπημα στο πρόσωπο και σχεδόν χάνει τις αισθήσεις του.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(προσπαθώντας να πάρει ανάσα)

Πανάθεμά σε!

Η πάλη με τον Αντρέα την έχει ήδη εξουθενώσει.

Ο Ισμαήλ επιστρέφει με ένα μαύρο, λεπτό κολάρο στα χέρια.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Φόρεσέ του το! Φέρε μου και το κοντρόλ.

 

Ο Ισμαήλ υπακούει. Φορά το κολάρο στο λαιμό του Αντρέα και μετά χάνεται μέσα σε ένα άλλο δωμάτιο και όταν επιστρέφει έχει στο χέρι του μια μικρή συσκευή.

Η Ιφιγένεια την αρπάζει σχεδόν και την ενεργοποιεί. Ένα μικρό φωτάκι ανάβει στο κολάρο του αιχμαλώτου της.

Η γυναίκα ξεφυσά και χαλαρώνει ακουμπώντας την πλάτη της στον τοίχο.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(κοιτάζοντας θυμωμένη τον υπηρέτη της)

Παραλίγο… ηλίθιε!

Εμφανίζεται η Άλκηστη που κατεβαίνει ανήσυχη τα σκαλιά.

ΑΛΚΗΣΤΗ

(ταραγμένη)

Τι συμβαίνει;

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(ακόμα λαχανιασμένη)

Τίποτα… πήγαινε πάνω εσύ… όλα είναι υπό έλεγχο… πήγαινε να ντυθείς.

Η Άλκηστη δεν κατεβαίνει ως το επίπεδο του υπογείου.

Κοιτά τον ξαπλωμένο άντρα στο πάτωμα, κάνει ένα μορφασμό και αρχίζει να ανεβαίνει τα σκαλιά.

Περνούν λίγα λεπτά. Έπειτα η Ιφιγένεια δίνει την επόμενη εντολή της στον υπηρέτη της.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Έλα, βοήθησέ με να τον ξαναπάμε μέσα.

Ο Ισμαήλ πειθήνια σπεύδει να εκτελέσει την εντολή της κυράς του.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Η Ελευθερία βρίσκεται έξω από το μικρό μαγαζί του Αντρέα. Είναι κλειστό. Κοιτάζει στο εσωτερικό με κάποια ανησυχία.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

(μονολογεί)

Πού έχει πάει αυτός ο άνθρωπος; Και δεν απαντάει και στις κλήσεις βρε παιδί μου…

(πιάνει το στήθος της)

Τι είναι αυτό τώρα;

(ξεφυσάει)

Δίπλα από το μικρό και στενόχωρο παλαιοβιβλιοπωλείο του Αντρέα είναι ένα καφέ. Η Ελευθερία αποφασίζει να καθίσει και να περιμένει.

Παραγγέλνει όρθια τον καφέ της και κάθεται να τον πιει σε ένα από τα τραπεζάκια του πεζοδρομίου. Βγάζει το κινητό της και το αφήνει πάνω στο τραπέζι.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

(μονολογεί)

Μωρέ θα ξαναπάρω αργότερα… αφού κάποιος το σήκωσε… μετά τι έγινε όμως;

Αποφασίζει να κάνει κάτι πιο δραστικό. Σηκώνεται και μπαίνει στο μαγαζί. Πλησιάζει μια κοπέλα πίσω από τον πάγκο.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Καλημέρα. Να σε ρωτήσω κάτι; Ξέρεις τον Αντρέα, που έχει το μαγαζάκι δίπλα σας;

ΚΟΠΕΛΑ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ ΚΑΦΕ

Ναι βέβαια. Κάθε μέρα παίρνει το καφεδάκι του και την τυρόπιτά του από δω.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Σήμερα;

ΚΟΠΕΛΑ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ ΚΑΦΕ

Σήμερα δεν τον είδα.

(κάπως ανήσυχη)

Για να πω την αλήθεια, από προχτές έχω να τον δω… Μήπως του έχει συμβεί κάτι; Αυτός κάθεται στο μαγαζί του ως αργά το βράδυ.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Τι να σου πω… δεν ξέρω…

Ευχαριστεί την κοπέλα και επιστρέφει στη θέση της.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

Τώρα, τι έχω πάθει εγώ και τον ψάχνω τον άνθρωπο; Για κείνα τα βιβλία… σιγά… όμως… τι στο καλό… κάτι δεν πάει καλά… το ένστικτό μου δεν με γέλασε ποτέ… γαμώτο…

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο δωμάτιο αιχμαλωσίας.

Συνήλθε σχετικά γρήγορα. Βρίσκεται ξανά στο ίδιο αυτό καταραμένο κρεβάτι, στο ίδιο δωμάτιο, στο ίδιο υπόγειο. Το μέτωπό του, δεξιά, πάνω από το μάτι του πονά. Φέρνει το χέρι του να το αγγίξει. Υπάρχει κάποιος επίδεσμος εκεί. Όταν τον πιέζει κύματα πόνου τον διαπερνούν. Ξαφνικά συνειδητοποιεί ότι τα χέρια του και τα πόδια του είναι ελεύθερα. Δεν τον έδεσαν ξανά!

Κοιτά ολόγυρα. Είναι ολομόναχος. Με μια γρήγορη κίνηση αφαιρεί το σκέπασμα από πάνω του και κάνει την κίνηση να σηκωθεί απ’το κρεβάτι. Ένα ισχυρό ηλεκτροσόκ τον καθηλώνει έντρομο στη θέση του.

Τότε… συστήνεται μαζί του για πρώτη φορά. Φέρνει το δεξί του χέρι και το αγγίζει. Υπάρχει ένα κολάρο στο λαιμό του!

Ξεροκαταπίνει και προσπαθεί να ηρεμήσει. Τώρα τα έχει χρειαστεί.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(μονολογεί φοβισμένος)

Ώστε δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με δυο τρελές γυναίκες κι έναν υπηρέτη. Έχουμε να κάνουμε με μια συμμορία, μια σκοτεινή οργάνωση επαγγελματιών!

(κοπανάει το χέρι του στον τοίχο)

(φωνάζει)

Πουτάνες!

 

Μια νέα εκκένωση τον τινάζει στο στρώμα του. Τούτη τη φορά τρέχουν σάλια απ’το στόμα του. Τα δόντια του έχουν μουδιάσει, αδυνατεί να κινήσει κάποιο από τα μέλη του.

Βλέπει με μισόκλειστα μάτια την αρχι-πουτάνα, τη μεγαλύτερη απ’τις δυο, να μπαίνει χαμογελώντας μέσα στο δωμάτιο. Τον κοιτάζει εξεταστικά. Ύστερα τον σκεπάζει ξανά με τα σεντονάκι του κι έπειτα στέκεται δίπλα του όρθια. Στο χέρι της κρατά ένα μικρό μαύρο πράγμα.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(σαρδόνια)

Τέλεια εφεύρεση, δεν συμφωνείς καλέ μου;

ΑΝΤΡΕΑΣ

(φωνάζει)

Είσαι ΠΟΥΤΑΝΑΑΑΑΑΑ!

Εκείνη πατά για μια ακόμη φορά το κουμπάκι της και απανωτά κύματα πόνου τον σωπαίνουν.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Κοίτα να το βουλώσεις και να ηρεμήσεις γιατί το απόγευμα θα γίνει η πρώτη επαφή. Η Άλκηστη έχει ετοιμαστεί. Θα φροντίσω να ετοιμαστείς κι εσύ όσο το δυνατόν καλύτερα!

Ο Αντρέας ανασαίνει γρήγορα. Η καρδιά του χτυπά δυνατά.

Η Ιφιγένεια οδεύει προς την πόρτα.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Προσπάθησε να κοιμηθείς. Το μεσημέρι σε περιμένει μια θαυμάσια έκπληξη. Θα δοκιμάσεις μερικά εδέσματα δικής μου σύλληψης που είμαι σίγουρη θα απολαύσεις!

ΑΝΤΡΕΑΣ

(τραυλίζοντας)

Πουτφφφ άνες… γαμημμμμμ… ένες πουτάννννς!

Την βλέπει να εμφανίζεται πάλι στο κατώφλι και να τον κοιτάζει.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(με σατανικό χαμόγελο)

Και μην κάνεις καμιά εξυπνάδα να το βγάλεις από το λαιμό σου. Από την άλλη… δοκίμασέ το όμορφε! Θα σε περιμένει μια πολύ ωραία έκπληξη!

Η Ιφιγένεια αποχωρεί.

Ο Αντρέας γέρνει το κεφάλι του στο μαξιλάρι τραυλίζοντας ακόμη.

Δεν αργεί να κλείσει τα μάτια του και να παραδοθεί σε έναν βαθύ ύπνο.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο σαλόνι της Ελευθερίας. Συνομιλεί με μια φίλη της στο τηλέφωνο.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Δεν σου φαίνεται περίεργο;

ΦΩΝΗ ΦΙΛΗΣ

Ποιο απ’όλα δηλαδή;

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Ότι έχω αυτή την ανησυχία… για έναν άνθρωπο που… που στην ουσία δεν γνωρίζω… που μου είναι… μού ήταν δηλαδή αδιάφορος… ως χθες…

ΦΩΝΗ ΦΙΛΗΣ

Αλήθεια, πόσο καιρό τον ξέρεις;

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Δυο μήνες ίσως. Μου είχε βρει κάποια καταπληκτικά βιβλία και…

ΦΩΝΗ ΦΙΛΗΣ

Καλός;

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Ο Αντρέας; Μμμ… γλυκός… τι ρωτάς μωρή;

ΦΩΝΗ ΦΙΛΗΣ

Βρε μπας κι ερωτεύτηκες;

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Θα σου έλεγα τώρα καμιά ωραία κουβέντα!

(μικρή παύση)

Μέχρι που σκέφτομαι να πάω στην αστυνομία.

ΦΩΝΗ ΦΙΛΗΣ

Να κάνεις τι;

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Δεν ξέρω… σα να έχω ένα προαίσθημα… σκοτεινό προαίσθημα… ότι κάτι δεν πάει καλά με τον άνθρωπο αυτόν…

ΦΩΝΗ ΦΙΛΗΣ

Και τι θα τους πεις; Ότι ο βιβλιοπώλης απέναντι από το σπίτι σου έχει δυο μέρες το μαγαζί του κλειστό και άρα κινδυνεύει;

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

(ζυγιάζει το επιχείρημα της φίλης της)

Πφφφ! Τέλος πάντων… θα πάω να ρίξω καμιά ματιά και αύριο και… πες μου τα δικά σου τώρα…

Αλλάζοντας θέμα κάνει νόημα στην Αγαύη να ανέβει στα γόνατά της. Η γάτα της τής ρίχνει μια ματιά και αγνοώντας την απομακρύνεται στο εσωτερικό του σπιτιού.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο δωμάτιο αιχμαλωσίας.

Ο Αντρέας είναι ξαπλωμένος και χωνεύει το πιο πλούσιο γεύμα που είχε εδώ και χρόνια. Και καλό κόκκινο κρασί.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Τι να είναι άραγε αυτή η πρώτη επαφή που μου είπε αυτή η μέγαιρα; Με ταΐζουν, με ποτίζουν... για ποιον λόγο άραγε;

(αγγίζει το κολάρο στο λαιμό του)

Κι όμως… η Άλκηστη δεν είναι ίδια με την άλλη… δεν είναι… αν μπορούσα να της μιλήσω… ίσως να είναι κι αυτή αιχμάλωτη… όπως εγώ… αν μπορούσα να…

Τα βλέφαρά του βαραίνουν σε τούτες τις σκέψεις. Το αίμα συγκεντρώνεται στο στομάχι για να βοηθήσει την πέψη και μια γλυκιά ζάλη τον τυλίγει.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο σαλόνι της μονοκατοικίας των δυο γυναικών. Παντού ολόγυρα η φθορά, η εγκατάλειψη, τα παλιομοδίτικα έπιπλα με την ξεφτισμένη επένδυση.

Στον τριθέσιο καναπέ κάθονται οι δυο γυναίκες και συζητούν.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(με αυστηρό ύφος)

Τι έχεις; Είσαι σκεφτική… για να μην πω μελαγχολική… Τι συμβαίνει;

ΑΛΚΗΣΤΗ

Δεν τηρούμε τη σωστή διαδικασία μητέρα… αυτό έχω.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Στο είπα και τις προάλλες, δεν προλαβαίνουμε.

ΑΛΚΗΣΤΗ

Αν δεν προλαβαίνουμε να το ματαιώσουμε… να το αναβάλλουμε.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(με θυμό, σηκώνεται από τον καναπέ)

Δεν αναβάλλουμε τίποτα. Και το καλύτερο είναι να πας να αναπαυτείς… το απόγευμα…

ΑΛΚΗΣΤΗ

(κοιτάζει στα μάτια τη μητέρα της)

Μητέρα! Σε παρακαλώ!

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Τι πράγμα Άλκηστη;

ΑΛΚΗΣΤΗ

Δε κάναμε καμιά από τις διαδικασίες. Ούτε καν εξέταση αίματος!

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Είναι οι μέρες σου. Κι αυτός είναι ο κατάλληλος… δεν χρειάζονται εξετάσεις… το ξέρω… το νιώθω… βαθιά μέσα μου… από την πρώτη στιγμή τον κατάλαβα… είναι ο εκλεκτός!

Η Άλκηστη αναστενάζει και σηκώνεται κι αυτή από τον καναπέ.

ΑΛΚΗΣΤΗ

(με παράπονο)

Πάω να ξεκουραστώ. Δεν είναι εύκολο πλέον να επικοινωνήσουμε

Η μητέρα της την πιάνει από το μπράτσο και της γυρίζει βίαια το σώμα.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Κοίταξέ με! Δεν θα τα χαλάσεις όλα τώρα! Όχι με αυτόν! Όχι άλλες αποτυχίες!

ΑΛΚΗΣΤΗ

(υπακούοντας)

Καλά μητέρα

Με αθόρυβα βήματα κατευθύνεται προς την κάμαρή της.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(μονολογώντας)

Αυτός είναι… το ξέρω… το ξέρω καλά!

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο δωμάτιο του Ισμαήλ. Ένα μικρό δωμάτιο με ένα μονό κρεβάτι στον ένα τοίχο και μια καρέκλα για κομοδίνο.

Ο Ισμαήλ έχει κολλήσει το αυτί του στην πόρτα του μικρού του δωματίου και ακούει. Ακούει προσεκτικά όσα λένε οι δυο γυναίκες στο σαλόνι.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΙΣΜΑΗΛ

Περιμένω… πολλά χρόνια τώρα περιμένω… και με την τρελή αυτή να με εξευτελίζει, να με τιμωρεί… η γριά πόρνη… να παίρνει το βούρδουλα και να με ξυλοφορτώνει όποτε της κάνει κέφι… για την αγάπη μου… για την Άλκηστη…

 

Σταματά να κρυφακούει και ξαπλώνει στο κρεβάτι του.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΙΣΜΑΗΛ

Μου υποσχέθηκε. Θα φύγουμε μαζί. Την ακολούθησα, έγινα σκλάβος τους… για εκείνη. Μου υποσχέθηκε… Μετά από αυτό… αυτό είναι το τελευταίο… μετά θα φύγουμε μαζί…

Θα ζήσουμε μαζί… όλη μέρα θα δουλεύω σε τρεις δουλειές για εκείνη… Θα ζήσουμε όμορφα… Μακριά από τη γριά πόρνη, τη μάγισσα…

Μου υποσχέθηκε…

Ο Ισμαήλ σφίγγει τα δόντια του και τη γροθιά του.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Το υπνοδωμάτιο της Ιφιγένειας. Το μεγαλύτερο και καλύτερα επιπλωμένο υπνοδωμάτιο του σπιτιού. Ένα μεγάλο διπλό κρεβάτι με ουρανό. Μεταξωτά σεντόνια και μεγάλες μαξιλάρες. Βαριές κουρτίνες στην μπαλκονόπορτα. Μεγάλο γραφείο με πολυθρόνα σε μια γωνιά.

Η Ιφιγένεια είναι ημίγυμνη, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της με μισάνοιχτα τα πόδια της. Φορά ένα σατέν νυχτικό, κατακόκκινο. Έχει κλειστά τα μάτια της και το δεξί της χέρι χαϊδεύει τη γυμνή περιοχή της.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(προστακτικά)

Ισμαήλ!

Ύστερα από λίγο ο υπηρέτης της έρχεται με σερνάμενα, διστακτικά βήματα ως το κατώφλι του δωματίου της. Μπαίνει μέσα. Μόλις τη βλέπει κοντοστέκεται.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Κλείσε την πόρτα κι έλα κατά δω…

Ο Ισμαήλ κλείνει την πόρτα και απρόθυμα την πλησιάζει από το κάτω μέρος του κρεβατιού. Φαίνεται να γνωρίζει τη ‘διαδικασία’.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(με λαγνεία)

Μα έλα, έλα πιο κοντά…

Ο Ισμαήλ ζυγώνει στην μια πλευρά του κρεβατιού αλλά δεν την κοιτάζει.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(αυστηρά)

Γονάτισε! Και κοίταξέ με!

Ο Ισμαήλ απρόθυμα γονατίζει, σηκώνει το βλέμμα του και κοιτάζει την ξαπλωμένη και ερεθισμένη γυναίκα που χαϊδεύεται.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(γλείφεται)

Με θέλεις; Πες μου… πες μου…

ΙΣΜΑΗΛ

Κυρία…

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Πες μου… πες μου πόσο με θέλεις δούλε!

Η Ιφιγένεια τρίβεται δυνατά τώρα, λικνίζεται πάνω στο σεντόνι της, αναστενάζει…

ΙΣΜΑΗΛ

Κυρία…

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(προστακτικά)

Πλησίασε… πλησίασε μονάχα το πρόσωπό σου… κοντά… μην με αγγίξεις!

Εκείνος σέρνεται με τα γόνατα πιο κοντά στο σώμα της. Κλείνει τα μάτια του.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(ερεθισμένη)

Μύρισε… μύρισε την κυρά σου δούλε!

Ο Ισμαήλ αρχίζει να ρουφάει με δύναμη

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Με ονειρεύεσαι τα βράδια δούλε; Την ονειρεύεσαι την κυρά σου;

ΙΣΜΑΗΛ

(απρόθυμα και συνεχίζοντας να ρουφάει αέρα δυνατά)

Ναι κυρία.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(με λαγνεία)

Απείθαρχε δούλε, θα τιμωρηθείς!

Βυθίζεται στην έκστασή της και περνάει σε μια φάση απανωτών οργασμών που της τινάζουν το κορμί.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(μέσα στο παραλήρημα της κορύφωσής της…)

Πρόστυχε, αλήτη, βιαστή!

Τα κύματα περνούν και απομένει ιδρωμένη και εξαντλημένη πάνω στο στρώμα της.

Ο Ισμαήλ περιμένει κάμποση ώρα να καταλαγιάσει το τράνταγμα της γυναίκας κι όταν την βλέπει αμίλητη με το κεφάλι γυρισμένο στο πλάι, σηκώνεται. Το τελετουργικό έχει τελειώσει. Δεν γυρνά καν να τον κοιτάξει καθώς εκείνος βγαίνει από το δωμάτιο.

ΙΣΜΑΗΛ

(μονολογώντας)

Τρελή και ανώμαλη!

 

ΣΚΗΝΗ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑ

Οι γονείς του. Ο πατέρας του, η μητέρα του, η αδελφή του. Δεν ζει πια κανείς τους. Οι γονείς περνούν μπροστά από τα μάτια του σαν σε ταινία. Το πρόσωπο του πατέρα, της μητέρας. Σκόρπιες εικόνες, ονειρικές. Και η αδελφή του που είχε σκοτωθεί πολύ νέα σε αυτοκινητιστικό. Σπαράγματα από βιώματα τραυματικά.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο δωμάτιο αιχμαλωσίας. Αντρέας ξυπνά από το όνειρο ιδρωμένος αλλά σύντομα ηρεμεί. Στο πρόσωπό του ζωγραφισμένο ένα γλυκό και μελαγχολικό συναίσθημα.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(μονολογώντας με νέα συγκίνηση)

Λες να πεθάνεις εδώ μέσα, σ’αυτό το θλιβερό δωμάτιο πριν προλάβεις να κάνεις όσα θέλεις; Να μεγαλώσεις το μαγαζί, να παντρευτείς, να γευτείς κάτι; Να ζήσεις;

Ένα δάκρυ κυλά από τα μάτια του.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(σκεπτόμενος την Άλκηστη)

Αυτό το κορίτσι… έχει τόση ζωντάνια, λάμψη, ομορφιά… ευγένεια... δεν μοιάζει με την άλλη… καμιά σχέση… ίσως αυτή… θα μπορούσα με την Άλκηστη… αν μπορούσε να ξεφύγει απ’το θανάσιμο κλοιό της μάνας της… Πώς όμως;

Χαμογελά κάπως πιο αισιόδοξος…

Άκουσε βήματα και κοίταξε προς την πόρτα.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(μονολογώντας)

Η πρώτη επαφή…

(ξεροκαταπίνει και τον διαπερνά ένα ραχιαίο ρίγος)

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Η Άλκηστη εισέρχεται στο δωμάτιο του Αντρέα και είναι η πρώτη φορά που εκείνος τη βλέπει μετά το μοιραίο γεύμα.

Τούτη τη φορά βλέπει μια άλλη Άλκηστη. Μια λεπτή γυναικεία φιγούρα που δεν περπατά αλλά σχεδόν ρέει μέσα στο χώρο. Μια οπτασία.

Φορά ένα μακρύ φόρεμα σε μια απαλή κρεμ απόχρωση και λεπτές πτυχώσεις που φτάνει κάτω, ως τους γυμνούς της αστραγάλους. Μοιάζει με ιέρεια της αρχαιότητας! Το ευγενικό της πρόσωπο εναρμονίζεται απόλυτα με το λιτό της χιτώνα.

Ο λευκός της λαιμός, οι ήρεμες γωνίες του προσώπου της, τα μακριά της δάχτυλα, η ανάερη κύλησή της… τον μαγεύουν… ο Αντρέας την κοιτά σαν υπνωτισμένος…

Όταν κάποια στιγμή στέκεται από πάνω του, σε απόσταση μισού μέτρου και του χαμογελά, του κόβεται η ανάσα.

Ζει ένα όνειρο!

Τη λεπτή της μέση περιζώνει μια γαλάζια κορδέλα. Η Άλκηστη την λύνει σιωπηλά και ήρεμα και την αφήνει να πέσει στο πάτωμα. Μέσα από τις πτυχώσεις ο Αντρέας μπορεί να δει την αγαλμάτινη γεωμετρία του κορμιού της.

Μόλις τον είχε επισκεφτεί μια αρχαία θεά, μια νύμφη έστω και νιώθει την καρδιά του να χτυπάει δυνατά και τον ανδρισμό του να φουσκώνει.

ΑΛΚΗΣΤΗ

(απαλά)

Καλησπέρα.

Η Άλκηστη δεν θέλει να αφαιρέσει ακόμα το λεπτό της φόρεμα. Ξέρει πώς να κλιμακώσει και να μεγιστοποιήσει τον πόθο.

Ο Αντρέας πασχίζει να αρθρώσει κάτι αλλά δεν έχει φωνή. Δεν χορταίνει να την κοιτάζει, να τη θαυμάζει, να τη λατρεύει!

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

(ο άλλος του εαυτός)

Σύνελθε! Μην σε μαγέψει η Σειρήνα! Έχεις ένα σχέδιο. Μην ξεχνάς ότι είσαι αιχμάλωτος εδώ… ένα σφάγιο… μη χάνεσαι… Κράτα χαλινάρι!

ΑΝΤΡΕΑΣ

(ψιθυριστά)

Θέλω να σου μιλήσω.

Η κοπέλα τον κοιτά με ένα περίεργο, χαμένο βλέμμα. Απλώνει το δεξί της χέρι και περιγράφει απαλά το πρόσωπό του.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(μουδιασμένος από το χάδι της)

Άλκ… Άλκηστη… σε π… σε παρακαλώ… άκουσέ με…

Δείχνει να μην τον ακούει. Ξαπλώνει ήρεμα δίπλα του. Το άρωμά της τον διαπερνά μεθυστικά.

Ο ανδρισμός του την έχει ήδη υποδεχθεί με μια μεγαλοπρεπή στύση.

Η κοπέλα περνά το χέρι της στο λαιμό του, προσπερνά το κολάρο του και διαγράφει μια αόρατη γραμμή στο στήθος του… φτάνει στη μια ρώγα και την πιέζει ελαφρά… ύστερα στην άλλη…

Ο άντρας τρέμει σύγκορμος…

ΑΝΤΡΕΑΣ

(ερεθισμένος πολύ, με κλειστά τα μάτια)

Σε… σε παρακαλώ… άκουσέ με… εγώ θα σου μιλώ… κι ας μην με ακούς…

Η Άλκηστη δεν του απαντά. Κι αν τον ακούει, δεν δείχνει κανένα σημάδι ανταπόκρισης. Φαίνεται αφοσιωμένη στο έργο της. Δεν επικοινωνεί με το μυαλό του. Μονάχα με τις αισθήσεις του.

Τα μακριά, επιδέξια δάχτυλά της, ‘περπατούν’ πιο χαμηλά… στην κοιλιά του… πιο χαμηλά… στα όρια της ευαίσθητης περιοχής του… λίγο πιο κάτω ένας πρησμένος, ορθωμένος φαλλός την περιμένει… τον αγνοεί… είχε πολλή δουλειά να κάνει ακόμα…

ΑΝΤΡΕΑΣ

(με ρίγη ηδονής, ικετεύοντας)

Βγάλε μου… βγάλε μου το κολάρο… πάμε να φύγουμε… μαζί! Να φύγουμε! Πάμε όπου… όπου θέλεις… μακριά… Άλκηστη… άκουσέ με… ελευθέρωσέ με…

Εκείνη ξαφνικά φέρνει το στόμα της στο αυτί του και ανασαίνει βαριά!

ΑΝΤΡΕΑΣ

Θεέ μου!

(πυρπολημένος, στα όριά του)

Άλκ…

Κι εκείνη τη στιγμή νιώθει τα δόντια της να χώνονται στο λαιμό του πίσω από το αυτί του και να μπήγονται βαθιά στο δέρμα!

Ο Αντρέας ουρλιάζει από τον πόνο και τινάζει το κεφάλι του μακριά. Κοιτάζει την Άλκηστη και το θέαμα τον τρομοκρατεί.

Το πλάσμα που έχει μπροστά του δεν μοιάζει με την όμορφη, χαρούμενη κι ευγενική του Άλκηστη! Είναι μια φοβερή μάσκα αυτό που βλέπει, ένα τέρας, ένα βδέλυγμα. Από τα δόντια της τρέχει το αίμα του και στάζει πάνω στο σεντόνι.

Δυο μεγάλα, πελώρια, ωκεάνια μάτια ανοίγουν και τον κοιτάζουν. Εκείνος δεν θα μπορούσε να διανοηθεί πως υπήρχε ον που να είχε αυτό το βλέμμα. Δεν είναι ανθρώπινο αυτό το βλέμμα. Έρχεται από άλλες διαστάσεις, άλλα βασίλεια, άλλες εποχές… έρχεται από πολύ μακριά, πολύ βαθιά…

ΑΝΤΡΕΑΣ

(τρομοκρατημένος)

Χριστέ μου! Βοήθησέ με!

Νιώθει περισσότερο παρά ακούει το ουρλιαχτό του πλάσματος πάνω από το σώμα του.

Την έχει εξαγριώσει, όποια ή ό,τι κι αν είναι.

Κι αυτό δεν μπορεί να προμηνύει τίποτε καλό.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Έξω από την κλειστή πόρτα του δωματίου αιχμαλωσίας.

Ο Ισμαήλ είχε στήσει αυτί έξω ακριβώς απ’την κλειστή πόρτα. Είναι ανήσυχος.

ΙΣΜΑΗΛ

(μονολογώντας)

Τις άλλες φορές… όλα τελείωναν σε δέκα λεπτά… τώρα, τι γίνεται;

Ακούει ψιθύρους, κολλάει το αυτί του στην πόρτα… δεν μπορεί να διακρίνει τα λεγόμενα…

ΙΣΜΑΗΛ

(μονολογώντας)

Δεν μιλάει η αγάπη μου… αυτός μιλάει…

Όταν ακούει το πρώτο ουρλιαχτό, σφίγγει τη γροθιά του και ετοιμάζεται να εισβάλλει στο δωμάτιο.

Κάποιος όμως τον παρακολουθεί. Και δεν τον έχει αντιληφθεί

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(σαδιστικά)

Ισμαήλ!

Στρίβει το κεφάλι του αιφνιδιασμένος, σοκαρισμένος. Η κυρά του στέκεται και τον κοιτά με ένα βλέμμα γεμάτο μίσος.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(παγερά)

Τι κάνεις εδώ άθλιο ερπετό;

Ο Ισμαήλ έχει πετρώσει.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Τσακίσου και πήγαινε στη ντουλάπα μου, πάρε το βούρδουλα και μετά τρέχα να χωθείς στη βρωμερή σου τρύπα. Γύμνωσε την πλάτη σου, πέσε στα τέσσερα και περίμενέ με!

Ο Ισμαήλ μένει για μια στιγμή αναποφάσιστος, έπειτα υπακούει τελικά σαν ρομπότ.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(με λάμψη σαδιστικής χαράς)

Σε λίγο θα δεις τι παθαίνουν οι δούλοι που κρυφακούνε!

Ο Ισμαήλ την προσπερνά σα δαρμένος σκύλος με χαμηλωμένο το κεφάλι και ανεβαίνει τη σκάλα.

Η Ιφιγένεια σφίγγει τη δεξιά της γροθιά. Χαμογελά κι αρχίζει κι εκείνη να ανεβαίνει αργά αργά τα σκαλοπάτια.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο δωμάτιο αιχμαλωσίας.

Ο Αντρέας έχει κλείσει τα μάτια του όμως δεν μπορεί να κάνει το ίδιο και με τ’αυτιά του. Το πλάσμα που είχε αντικρίσει και ακούσει λίγο πριν δεν ήταν η Άλκηστη. Δεν είχε ιδέα τι ήταν, όμως σίγουρα δεν είχε παραισθήσεις ούτε έβλεπε κάποιο εφιάλτη. Τα είχε τετρακόσια και ήταν απόλυτα βέβαιος για το τι είχε δει. Και τι είχε ακούσει.

Που είναι τώρα Έχει κατέβει απ’το κρεβάτι; Που βρίσκεται;

Φέρνει το αριστερό του χέρι στην πληγή που του είχε κάνει κάτω από το αυτί του. Αιμορραγεί.

Πιέζει την πληγή με το μαξιλάρι που ήδη έχει μουσκέψει στο αίμα.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(φωνάζει αδιαφορώντας για τις συνέπειες)

Γαμημένη τρελή!

Ψάχνει με το βλέμμα του να την βρει. Έχει εξαφανιστεί, δεν την βλέπει μέσα στο δωμάτιο.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(το ίδιο δυνατά)

Να πας στο διάολο… και οι δυο σας να πάτε στο διάολο!

Ψάχνει για κάτι που θα μπορούσε να βάλει στην πληγή του. Δεν υπάρχει τίποτε. Αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει το λινό του σκέπασμα. Τουλάχιστον να σταματήσει η αιμορραγία.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(μονολογώντας)

Έμπλεξες κυρ Αντρέα! Έμπλεξες άσχημα!

(Με το δεξί του χέρι πιάνει το κολάρο που τον κρατά δέσμιο δυο μαινάδων)

Πολύ άσχημα!

Κλείνει τα μάτια του προσπαθώντας να ηρεμήσει.

Η περίφημη πρώτη επαφή είχε πάει κατά διαόλου.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Υπνοδωμάτιο της Άλκηστης.

Η Άλκηστη βλέπει τη μητέρα της να μπαίνει μέσα στο δωμάτιο ξαναμμένη, ιδρωμένη και με τον βούρδουλα στο χέρι.

Δεν χρειάζεται άλλη πληροφορία. Ξέρει τι έχει συμβεί.

ΑΛΚΗΣΤΗ

(κλαυθμηρίζουσα)

Τον δάγκωσα άσχημα!

Η Άλκηστη μαζεύεται σε στάση εμβρύου στο κρεβάτι της.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο διάδρομο, έξω από το κατώφλι της κάμαρής της Ιφιγένειας. Δίπλα ακριβώς από την κάμαρη της Άλκηστης.

Ούτε η Ιφιγένεια αιφνιδιάζεται που βλέπει την κόρη της στην κάμαρά της αντί να βρίσκεται στο υπόγειο. Έχει καταλάβει ότι η πρώτη επαφή κατέληξε σε ναυάγιο. Έπρεπε όμως να τιμωρήσει πρώτα τον απείθαρχο υπηρέτη και μετά να αναλάβει και τη θυγατέρα της.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(μονολογώντας

Σκατά! Όλα τελικά πρέπει να τα κάνω μόνη μου. Όλοι τους ανίκανοι… όλοι τους άχρηστοι!

Κοιτάζει τον βούρδουλα που στάζει το αίμα του Ισμαήλ στο πάτωμα.

ΙΦΙΦΕΝΕΙΑ

(σκληρά)

Και τώρα θα τα πούμε με το σφάγιο!

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο δωμάτιο του Ισμαήλ.

Ο νεαρός άντρας έχει ξαπλώσει διπλωμένος στο στενό του κρεβάτι και κλαίει. Τούτη τη φορά η τιμωρία του είχε κρατήσει περισσότερο. Τριάντα χτυπήματα είχαν ξεσκίσει την πλάτη του που τώρα μοιάζει περισσότερο με οργωμένο χωράφι.

ΙΣΜΑΗΛ

(μονολογεί χτυπώντας τη γροθιά του στο στρώμα)

Τελευταία φορά, πουτάνα! Τελευταία φορά!

Το κατωσέντονο του κρεβατιού έχει γίνει κατακόκκινο. Οι πληγές του έχουν πρηστεί και τον πονούν φριχτά. Δεν τον νοιάζει. Άλλο τον νοιάζει.

ΙΣΜΑΗΛ

Αύριο θα τη σκοτώσω! Ναι, αύριο πόρνη θα πεθάνεις. Αύριο!

Ακούει βήματα να πλησιάζουν στο δωματιάκι του.

Είναι η Άλκηστη που κρατά μια μικρή λεκάνη με επιδέσμους, αντισηπτικά και όλα τα απαιτούμενα για να περιποιηθεί την πλάτη του. Δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνει αυτό. Όταν όμως αντικρίζει το θέαμα του υπηρέτη τους σαστίζει.

Ο Ισμαήλ αναλύεται σε λυγμούς όταν αρχίζει εκείνη σιωπηλά να του περιποιείται μια μια τις φοβερές πληγές που έχουν καταξεσκίσει την πλάτη του.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΙΣΜΑΗΛ

Δεν θα πω τίποτε στην αγάπη μου… Πρώτα θα πεθάνει η σκύλα και μετά θα φύγουμε. Όπως τα έχω κανονίσει!,

Αύριο!

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο σαλόνι του διαμερίσματος της Ελευθερίας.

Η Αγαύη δεν είναι καλά. Έχει κάνει εμετό το φαγητό της, δεν έχει πιει νερό και είναι όλη μέρα άκεφη και μαλθακή στο καλάθι της.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

(ανήσυχη)

Ααα… εσύ δεν είσαι καλά!... δεύτερη μέρα τα ίδια…(στοργικά)

Θα πάμε στο γιατρό μας, ε ψυχή μου; Τον θυμάσαι; Απέναντι από το παλιό μας σπίτι… είναι λίγο μακριά αλλά…

Την κοιτάζει με αγάπη. Δεν τη χαϊδεύει καθώς αν είναι άρρωστη κάθε επαφή μπορεί να τής είναι πολύ ενοχλητική.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Μη σε νοιάζει… ως το βράδυ θα είσαι μια χαρά.

(μονολογώντας)

Ποιος να μένει άραγε στο παλιό μας σπίτι;

Βγάζει από την αποθήκη της τον ειδικό κλωβό μεταφοράς για να βάλει την Αγαύη.

Το ζήτημα της υγείας της γάτας της και άλλες υποθέσεις έχουν παραμερίσει την ανησυχία της για τον Αντρέα. Όταν όμως περνά από το μαγαζί του με το αυτοκίνητό της λίγο αργότερα και βλέπει το μαγαζί του να παραμένει κλειστό, το σκοτεινό της αίσθημα ξαναφουντώνει.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

(οδηγώντας με μορφασμό απορίας και ανησυχίας)

Τι να συμβαίνει άραγε μ’αυτόν τον άνθρωπο;

Ρίχνει μια ματιά στον κλωβό στο πίσω κάθισμα. Η Αγαύη κοιμάται ήσυχη.

Επικεντρώνεται στην οδήγησή της και ανοίγει το ραδιόφωνο στον αγαπημένο της σταθμό.

 

ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΑ ΣΚΗΝΩΝ

ΕΣΩΤ. Στο δωμάτιο αιχμαλωσίας.

  • Μετά το ναυάγιο της πρώτης επαφής, η Ιφιγένεια επισκέπτεται τον Αντρέα.

  • Επιθεωρεί πρόχειρα την πληγή του και αποφαίνεται πως χρειάζονται ράμματα από επαγγελματία.

  • Του ζητά να μείνει σιωπηλός γιατί πρόκειται να καλέσει έναν κτηνίατρο που είναι φίλος της και έχει το ιατρείο του ακριβώς απέναντι.

  • Ο Αντρέας δεν πρέπει να πει τίποτε, να ρωτήσει ή να ψελλίσει καν το παραμικρό στην παρουσία του γιατρού.

  • Ο Αντρέας συμφωνεί. Από το να πεθάνει από αιμορραγία από το δάγκωμα μιας τρελής καλύτερα να κερδίζει όσο χρόνο μπορεί και να οργανώσει κάποιο επόμενο σχέδιο αργότερα.

  • Ο γιατρός εμφανίζεται λίγο αργότερα με τη συνοδεία της Ιφιγένειας βέβαια.

  • Ο Ισμαήλ είναι άφαντος.

  • Ο γιατρός είναι ένας σχετικά ηλικιωμένος άντρας, ίσως λίγο πάνω από τα εξήντα.

  • Ο τρόπος που μιλά στην Ιφιγένεια και οι δικές της αποκρίσεις δεν του αφήνουν καμιά αμφιβολία για το είδος της σχέσης τους.

  • Ο γιατρός επιθεωρεί το τραύμα του, εκδηλώνει την ανησυχία του και καταπιάνεται αμέσως να περιποιείται και να ράβει τις δυο μεγάλες και βαθιές δαγκωματιές που του έχει καταφέρει πάνω στον παροξυσμό της η Άλκηστη.

  • Ο γιατρός δεν ρωτά το πώς έχουν δημιουργηθεί δυο τέτοιες δαγκωνιές.

  • Δεν ρωτά για τον Αντρέα, δεν ασχολείται ούτε με το κολάρο στο λαιμό του. Το μόνο που φαίνεται να τον ενδιαφέρει είναι η Ιφιγένεια.

  • Μετά τις περιποιήσεις του, δεν αποχαιρετά καν τον ασθενή αλλά φροντίζει να εξασφαλίσει την υπόσχεση της μέγαιρας για κάποιο ραντεβουδάκι τις επόμενες ημέρες.

  • Ο Αντρέας μορφάζει από αηδία από την εν γένει συμπεριφορά του κτηνιάτρου.

  • Κι έπειτα μένει πάλι μόνος.

  • Δεν τον ενοχλεί ξανά κανείς και κοιμάται βαθιά ως το επόμενο πρωί.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο δωμάτιο αιχμαλωσίας.

Ο Αντρέας ξυπνά επειδή κάτι τον πιέζει επίμονα στα πλευρά.

Ανοίγει τα μάτια του και βλέπει την Ιφιγένεια να κάθεται σε μια καρέκλα, αριστερά από το κρεβάτι, να έχει απλώσει τα γυμνά της πόδια πάνω στο στρώμα και με τα πέλματά της να τον πιέζει στο στήθος και στα πλευρά.

Μπορεί να είναι σιχαμένη και παρανοϊκή όμως δεν μπορεί παρά να παραδεχθεί πως είναι πολύ ελκυστική γυναίκα. Τα πόδια της, μακριά, αψεγάδιαστα και γυμνασμένα θα τα ζήλευαν πολλές νεότερές της.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(κάπως ειρωνικά)

Πρέπει να μιλήσουμε καλέ μου

(ενώ τον πατάει μια στο στήθος και μια στην κοιλιά)

Όλο τούτο δεν αργεί να επιφέρει κάποια αναπόφευκτα αποτελέσματα.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(κάπως εκνευρισμένος)

Μάνα και κόρη θα με διαλύσετε στο τέλος!

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(αγνοώντας το σχόλιό του)

Πώς είσαι σήμερα; Έγιανε η πληγή;

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Δεν ξέρω πως είμαι Ιφιγ… κυρία Ιφιγένεια.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(χαμογελώντας)

Μαθαίνεις γρήγορα…

Η γυναίκα παίρνει τα πόδια της από το σώμα του και ανάβει ένα τσιγάρο.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Δεν ήταν και τόσο δυσάρεστο αυτό.

Η Ιφιγένεια τον κοιτά σιωπηλή.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Απόψε θα γίνει η δεύτερη επαφή… ή μάλλον η επανάληψη της πρώτης.

Ξαφνικά και με τρόπο που άφησε τον Αντρέα άφωνο, κάνει την εμφάνισή του ένα μεγάλο κυνηγετικό μαχαίρι με πριονωτή λεπίδα στο ελεύθερο χέρι της.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(γυρίζοντας το μαχαίρι στο χέρι της)

Σε προειδοποιώ… αν πάει κι αυτή στραβά, θα σε σφάξω εγώ… με τα ίδια μου τα χέρια… και θα το απολαύσω!

Η γυναίκα τόνισε τις λέξεις μια μια και ο Αντρέας αναστατώνεται.

Φέρνει το τεράστιο όπλο μπροστά στα μάτια του.

 

ΑΝΤΡΕΑΣ

Τι το θέλεις… το θέλετε αυτό κα Ιφιγένεια… να ξεκοιλιάσετε ελέφαντα;

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(χωρίς διάθεση για αστεία πιέζει τη μύτη του μεγάλου μαχαιριού πάνω στο μάγουλό του)

Το κατάλαβες;

ΑΝΤΡΕΑΣ

(ταραγμένος)

Ναι… ναι… εντάξει…

Η Ιφιγένεια αποσύρει το μαχαίρι, το βάζει στη θήκη του και σηκώνεται για να τον αφήσει μόνο. Πριν φτάσει στο κατώφλι γυρίζει και τον κοιτάζει.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Ούτε πρωινό ούτε μεσημεριανό έχει σήμερα. Μόνο νερό θα σου φέρω αργότερα. Κάνε τη δουλειά σου κι έπειτα θα φας…

Και βγαίνει απ’το δωμάτιο.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο ιατρείο του κτηνιάτρου.

Η Ελευθερία κοιτάζει το ρολόι της. Δέκα και μισή. Μπαίνει στο ιατρείο του φίλου της αλλά δεν τον βλέπει πουθενά.

Πλησιάζει τον πάγκο και αφήνει με προσοχή τον κλωβό με την Αγαύη πάνω.

Δεν αναγνωρίζει την κοπέλα στην υποδοχή. Έχει καιρό να επισκεφτεί το γιατρό. Όταν ακόμα ζούσε στη γειτονιά και μάλιστα στο παλιό διώροφο απέναντι.

ΚΟΠΕΛΑ ΣΤΗ ΡΕΣΕΨΙΟΝ

(με ευγενικό χαμόγελο)

Καλημέρα.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Καλημέρα. Είναι ο κος Ρολάνδος εδώ;

ΚΟΠΕΛΑ ΣΤΗ ΡΕΣΕΨΙΟΝ

Ναι, μέσα είναι, χειρουργεί ένα λυκόσκυλο.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Χμμ… θ’αργήσει ε;

ΚΟΠΕΛΑ ΣΤΗ ΡΕΣΕΨΙΟΝ

Λιγάκι… τι έχει η γάτα σας;

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Δεν ξέρω… από χθες δεν είναι καλά…

ΚΟΠΕΛΑ ΣΤΗ ΡΕΣΕΨΙΟΝ

(απορροφημένη στον υπολογιστή της)

Καθίστε να περιμένετε αν θέλετε.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

(λίγο σκεπτική)

Μπα… ίσως επισκεφτώ το απέναντι σπίτι. Κάποτε μέναμε εκεί και…

Η κοπέλα δεν σχολίασε τίποτε και η Ελευθερία αποφασίζει να σιωπήσει. Πλησιάζει στο τζάμι της εξώπορτας και κοιτά την μονοκατοικία που κάποτε τη φιλοξενούσε.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

(περισσότερο μολογώντας)

Ίδιο κι απαράλλαχτο φαίνεται.

Αποφασίζει να βγεί έξω και να περπατήσει λίγο ως το παλιό της σπίτι για να περάσει και η ώρα.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο δωμάτιο αιχμαλωσίας.

Ο Αντρέας έχει καθίσει στην άκρη του κρεβατιού του με το κεφάλι του ανάμεσα στις παλάμες του.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(αγχωμένος και στα όρια των αντοχών του)

Τι να κάνω Θέ μου;

(ξεφυσάει)

Να περιμένω σα γουρούνι να μου κόψουν το λαιμό αυτές οι παλαβές;

Πρέπει να βρω τι θα κάνω… πρέπει να φύγω από δω μέσα… πρέπει…

(σε πυρετό σκέψεων)

Θα αντισταθώ με όλες μου τις δυνάμεις… θα παλέψω για τον εαυτό μου… τη ζωή μου… ίσως… ίσως βρω σύμμαχο και την Άλκηστη… είμαι βέβαιος πως είναι παγιδευμένη μέσα σ’αυτή τη διχασμένη ψυχή…

(γλείφοντας τα χείλη του)

Ξεράθηκε το στόμα μου εδώ… ούτε νερό δεν μου δίνει η πουτάνα!

Ξαφνικά αισθάνεται την παρουσία ανθρώπου. Γυρνά το κεφάλι του και βλέπει στο κατώφλι την Άλκηστη.

Στο ένα της χέρι κρατά μια κανάτα νερό. Στο άλλο… τα ρούχα του!

Ο Αντρέας δεν μπορεί να κρύψει τη συγκίνησή του.

Η Άλκηστη τον πλησιάζει, αφήνει τα ρούχα του πάνω στο κρεβάτι και κάθεται στη μοναδική καρέκλα που υπάρχει στο δωμάτιο.

Είναι ντυμένη με τα απλά, καθημερινά της ρούχα. Μια φυσιολογική, απλή, σύγχρονη κοπέλα. Και όχι ένας δαίμονας.

Ο Αντρέας αναθαρρεύει.

ΑΛΚΗΣΤΗ

Σου έφερα δροσερό νερό.

Το ύφος της προδίδει έναν άνθρωπο που έχει σκεφτεί πολύ. Έναν άνθρωπο που θέλει να μιλήσει αλλά διστάζει. Που έχει ενοχές, τύψεις και παλεύει με τον εαυτό του.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(συγκινημένος)

Ευχαριστώ…

ΑΛΚΗΣΤΗ

(δείχνοντας με ένοχο ύφος το τραύμα του)

Πώς είναι το…

ΑΝΤΡΕΑΣ

Πονάει λίγο… όμως είναι εντάξει… μάλλον αύριο πρέπει να βγουν τα ράμματα…

ΑΛΚΗΣΤΗ

(στρέφει το βλέμμα της αλλού)

Θέλω να σου ζητήσω συγνώμη… Ξέρω ότι δεν αρκεί για όλο το κακό που σου κάναμε αυτές τις μέρες. Όμως μιλώ για μένα τώρα, όχι για τη μάνα μου.

Ο Αντρέας πίνει λίγο νερό και την ακούει προσεκτικά.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

(ο άλλος του εαυτός)

Πρόσεχε! Μην της έχεις εμπιστοσύνη. Μπορεί να είναι κι αυτή άλλη μια φάση των μεταμορφώσεων μιας παρανοϊκής. Ή ένας ελιγμός… πρόσεχε!

Ο Αντρέας δεν τής απαντά. Σκύβει το κεφάλι του και κοιτά αμίλητος το πάτωμα.

ΑΛΚΗΣΤΗ

(με ήρεμη φωνή)

Σου έφερα τα ρούχα σου. Είναι πλυμένα και σιδερωμένα. Μπορείς να ντυθείς και να φύγεις. Έπειτα μπορείς να πας στην αστυνομία και να μάς καταγγείλεις. Μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις. Θα φροντίσω εγώ η ίδια να σε συνοδεύσω ως την έξοδο. Και σού εγγυώμαι ότι αν πας στην αστυνομία, εγώ θα τους περιμένω εδώ. Δεν θα το κουνήσω.

ΑΝΤΡΕΑΣ

(με ανθρώπινο ενδιαφέρον)

Τι συμβαίνει εδώ μέσα Άλκηστη; Ποιες είστε; Εσύ… ποια είσαι;

ΑΛΚΗΣΤΗ

(με σκυμμένο το βλέμμα)

Τι είμαι… αυτό ήθελες να ρωτήσεις… Δικαιούσαι βέβαια κάποιες εξηγήσεις. Όμως δεν μπορώ να σου πω πολλά… δεν μπορώ γιατί δεν έχει κανείς ανάγκη αυτή τη… γνώση. Μόνο κακό μπορεί να τού κάνει. Όπως κάναμε ως τώρα σε δυο ανθρώπους πριν από σένα…

ΑΝΤΡΕΑΣ

Σφάγια κι αυτοί;

ΑΛΚΗΣΤΗ

(αδίστακτα)

Ακριβώς. Στη δική μας, ας την πω ‘θρησκεία’, ίσως καλύτερα κατάρα, δεν υπάρχουν παρά μονάχα απόλυτα μεγέθη. Ζωή ή θάνατος, μαύρο ή άσπρο. Αρσενικό ή θηλυκό…

ΑΝΤΡΕΑΣ

Γιατί όχι και τα δυο;

ΑΛΚΗΣΤΗ

(ξεφυσώντας)

Γιατί το ένα θα πρέπει να κατασπαράξει το άλλο… γιατί η δική μας φύση δεν επιτρέπει στο άλλο να συνυπάρχει… δεν μπορούμε να ζήσουμε με το αρσενικό αρμονικά και ειρηνικά… δεν είναι στο αίμα μας, στη δύναμή μας… το αρχαίο μέσα μας επικρατεί και τα καταναλώνει όλα…

Η Άλκηστη σηκώνεται να φύγει.

ΑΛΚΗΣΤΗ

(γυρίζει και τον κοιτά με σπασμένο χαμόγελο)

Μόλις ντυθείς, έλα έξω… θα περιμένω… θα σε πάω εγώ ως…

ΑΝΤΡΕΑΣ

(προσκαλώντας την)

Έλα κάθισε δίπλα μου.

Τής προτείνει το χέρι του και περίμενε για το δικό της.

Η Άλκηστη παραμένει για λίγο αναποφάσιστη κι έπειτα απλώνει κι εκείνη το δικό της χέρι και κρατά το δικό του.

Ο Αντρέας την τραβά απαλά προς το μέρος του και αφού σηκώνεται όρθιος την φέρνει σε απόσταση αναπνοής.

ΑΛΚΗΣΤΗ

Τι κάνεις;

Δεν αρνείται τα χείλη του όταν αναζητούν τα δικά της. Τα χάδια του όταν περιγράφουν το κορμί της. Την ανάσα του όταν την νιώθει καυτή στο λαιμό της.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Σε θέλω!

Η Άλκηστη δεν αντιδρά.

Κι όταν εκείνος αρχίζει σιγά σιγά να τη γδύνει, με τα χέρια της και τις κινήσεις της τον βοηθά.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο κτηνιατρείο.

Η Ελευθερία είναι έτοιμη να ανοίξει την πόρτα του ιατρείου και να πάει τη βόλτα της ως απέναντι, στο παλιό της σπίτι όταν ακούει στην πλάτη της μια γνώριμη φωνή.

ΡΟΛΑΝΔΟΣ

Καλημέρα Ελευθερία!

Γυρίζει και τον κοιτάζει.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Καλημέρα κε Ρολάνδε.

ΡΟΛΑΝΔΟΣ

(ευδιάθετος)

Πολλά χρόνια έχουμε να τα πούμε ε; Από τότε που έμενες στη γειτονιά μας.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Ναι, από τότε.

ΡΟΛΑΝΔΟΣ

(ρίχνοντας μια ματιά στην Αγαύη που δεν δείχνει καμιά ζωηρότητα)

Τι έχουμε εδώ;

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Η γάτα μου… είναι άρρωστη

ΡΟΛΑΝΔΟΣ

Χμμμ… πάμε μέσα να μού τα πεις.

Η Ελευθερία ικανοποιημένη που εξυπηρετείται γρήγορα ακολουθεί το γιατρό στο εσωτερικό. Πίσω τους η υπάλληλος της ρεσεψιόν κουβαλώντας τον κλωβό με την Αγαύη.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο υπνοδωμάτιο της Ιφιγένειας.

Κάθεται μπροστά στον καθρέφτη της και παρατηρεί το είδωλό της. Κάποιες νέες ρυτίδες έκφρασης την κάνουν να ανησυχεί. Κατά τα άλλα όμως ικανοποιείται από την εικόνα της.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(κοιτώντας το είδωλό της)

Ο χωμάτινος φορέας βρίσκεται ακόμη σε εξαιρετική κατάσταση.

Αγγίζει το γυμνό της δέρμα στα στήθη και την κοιλιά της. Χαϊδεύει τα πλούσια, ριχτά μαλλιά της.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Ακόμη ποθητή…

Τον είδε για πρώτη φορά όταν άρχισε να βουρτσίζει τα μαλλιά της. Στέκεται όρθιος και ακίνητος στο κατώφλι του δωματίου της. Του έχει δώσει ρεπό για όλη την ημέρα για να χορτάσει τον ύπνο μετά τον άγριο ξυλοδαρμό του. Γιατί την ενοχλεί;

Και πώς τόλμησε να μείνει έτσι σιωπηλός και να την παρακολουθεί;

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(αυστηρά αλλά ήρεμα)

Τι θέλεις Ισμαήλ; Έχεις ρεπό σήμερα. Πήγαινε να κοιμηθείς. Να φας όσο θέλεις. Δεν θα σε χρειαστούμε.

Συνεχίζει να βουρτσίζει τα μαλλιά της.

Ο Ισμαήλ δεν κάνει καμιά κίνηση.

Γυρίζει και τον κοιτάζει απορημένη. Σηκώνεται από την καρέκλα της και βαδίζει προς το μέρος του με αργά βήματα. Το βλέμμα της έχει σκοτεινιάσει. Τελικά αυτός ο μπαμπουίνος είχε χαζέψει εντελώς.

Παρατηρεί τη στάση του και κοντοστέκεται. Πρώτη φορά τον βλέπει έτσι. Κάτι δεν πάει καλά.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(ανήσυχη ίσως και λίγο φοβισμένη)

Τι έπαθες; Δεν με ακούς; Θέλεις κάτι;

Ο Ισμαήλ κάνει δυο βήματα και κλείνει πίσω του την πόρτα.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Τι κάνεις; Πώς τολμάς; Ποιος νομ…

Δεν προλαβαίνει να αποσώσει τη φράση της. Μια μέγγενη της σφίγγει το λαιμό.

Ο υπηρέτης της είχε απλώσει το χέρι του και την έχει γραπώσει από το λαιμό. Τα μάτια του γυαλίζουν και έχει ένα σκληρό, πλατύ χαμόγελο που την τρομοκρατεί.

Τον βλέπει να ιδρώνει.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Άσε με… Βοήθ…

Εκείνος σφίγγει ακόμη περισσότερο τη λαβίδα γύρω από το λαιμό της. Η αναπνοή της σταματά. Αρχίζει να μπλαβιάζει. Τα μάτια της γουρλώνουν.

Λίγο πριν την πλημμυρίσει το αιώνιο σκοτάδι, ο γεροδεμένος άντρας την σπρώχνει δυνατά δεξιά και την πετά πάνω στο κρεβάτι της σαν δεμάτι με άχυρα. Το στόμα του αφρίζει. Ψελλίζει κάποια ακατάληπτα πράγματα στη γλώσσα του.

Εκείνη χάνει σχεδόν τις αισθήσεις της.

Ο Ισμαήλ πατά πάνω στο κρεβάτι της με τις μπότες του και έρχεται με ένα βήμα ακριβώς από πάνω της. Ανοίγει το φερμουάρ του παντελονιού του και σε λίγο αρχίζει να ουρεί πάνω της!

Η γυναίκα αιφνιδιασμένη κάνει μια κίνηση να αποφύγει τα ούρα που τη λούζουν αλλά δεν υπάρχει διέξοδος.

Ο τρελαμένος από μίσος υπηρέτης αφού ολοκληρώνει την ούρηση σηκώνει το πόδι του και το φέρνει ακριβώς στην καρωτίδα της. Πιέζει ελαφρά και την ακινητοποιεί τελείως.

Ο Ισμαήλ είναι σε έκσταση.

ΙΣΜΑΗΛ

(ουρλιάζοντας)

Ψόφα πουτάνα! ΨΟΦΑ, ΨΟΦΑ, ΨΟΦΑ!

Ακούγεται ένας ήχος από κόκαλα που σπάνε. Ο Ισμαήλ δεν έχει τελειώσει. Φέρνει τη μπότα του πάνω από το πρόσωπό της για το οποίο τόσο καμάρωνε λίγο πριν η Ιφιγένεια και αρχίζει να την ποδοπατά με λύσσα.

Περνά ώρα μέχρι να ξεθυμάνει η οργή και το μένος του άντρα.

Όταν κατεβαίνει από το κρεβάτι, λίγα λεπτά αργότερα, έχει αφήσει πίσω του ένα άγρια κακοποιημένο γυναικείο κορμί και ένα συνθλιμμένο κρανίο. Κόκαλα, αίμα και μυαλά έχουν γίνει ένας πολτός πάνω στο σεντόνι.

Ο Ισμαήλ ανοίγει τη ντουλάπα, ψάχνει για λίγο, βρίσκει το βούρδουλα και τον παίρνει μαζί του. Βγαίνοντας από την κρεβατοκάμαρα, κλείνει με δύναμη πίσω του την πόρτα και την κλειδώνει.

Παίρνει μια βαθιά ανάσα και με το χοντρό βούρδουλα στο χέρι κατευθύνεται προς το υπόγειο.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Έξω από το κτηνιατρείο.

Η Ελευθερία βγαίνει από το ιατρείο με μια έκφραση ικανοποίησης, κρατώντας από το δεξί της χέρι τον κλωβό με τη γάτα της.

Κοντοστέκεται για λίγο στο πεζοδρόμιο και κοιτάζει το ταλαιπωρημένο ζώο.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Τελικά δεν έχεις κάτι σοβαρό. Καλά τα νέα ε; Μια ιωσούλα. Θα πάρουμε την αντιβίωση και σύντομα θα είσαι μια χαρά.

Η Ελευθερία μπαίνει στο αυτοκίνητό της ευχαριστημένη. Πριν βάλει μπρος για την επιστροφή στο σπίτι της, σταματά με μια έκφραση ανησυχίας.

Πιάνει το στήθος της.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

(μονολογώντας)

Πάλι αυτό… γαμώτο…

Κοιτάζει μέσα από το παρμπρίζ δεξιά και μπροστά. Η παλιά μονοκατοικία στέκεται ήσυχη.

Γυρίζει και βλέπει την Αγαύη μέσα στον κλωβό κουρνιασμένη στη γνωστή της θέση.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

(απολογούμενη)

Δεν θα λείψω πολύ.

Ανοίγει την πόρτα και βγαίνει έξω.

Προχωρά με αργά βήματα ως την καγκελόπορτα του εξωτερικού φράχτη. Με μια απαλή κίνηση το ένα φύλλο ανοίγει και τρυπώνει μέσα στην ιδιοκτησία.

 

Στέκεται αναποφάσιστη για λίγο.

ΕΛΕΘΕΡΙΑ

(μονολογώντας)

Που να τα πω αυτά στη Νίτσα. Θα τηλεφωνήσει να με κλείσουν σε κανένα ίδρυμα!

Αποφασίζει όμως να προχωρήσει.

Ρίχνει μια γρήγορη ματιά στην πρόσοψη του σπιτιού.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

(σχολιάζει τις φθορές)

Το έχουν παρατήσει τελείως στην τύχη του.

Φτάνει ως την εξώπορτα αλλά ενώ είναι έτοιμη να χτυπήσει το κουδούνι, το μετανιώνει και αποφασίζει να κάνει το γύρο και να πάει στην πίσω αυλή.

Με αθόρυβα βήματα φτάσει ως την πίσω πλευρά και κάνει ένα μορφασμό αποδοκιμασίας. Η κάποτε όμορφη και περιποιημένη αυλή έχει μετατραπεί σε έναν κανονικό σκουπιδότοπο. Κάνει ένα σχόλιο κι έπειτα φτάνει ως την πόρτα και δοκιμάζει να την ανοίξει. Η πόρτα δεν τής αντιστέκεται και βρίσκεται σαν κανονικός διαρρήκτης στο εσωτερικό του σπιτιού που ως πριν λίγα χρόνια την φιλοξενούσε.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

(μονολογώντας)

Τι κάνεις χριστιανή μου εδώ πέρα;

Πιάνει το στήθος της και παίρνει μια βαθειά ανάσα.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Μα, δεν υπάρχει άνθρωπος εδώ μέσα;

Αποφασίζει να συνεχίσει την περιήγησή της με κίνδυνο να την θεωρήσουν διαρρήκτη ή οτιδήποτε άλλο και να φέρουν και την αστυνομία.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Και τι θα πω στους αστυνομικούς; Ότι νοστάλγησα το παλιό μου σπίτι και ήρθα να… μπουκάρω από την πόρτα της πίσω αυλής;

Ξαναπιάνει το στήθος της.

Αποφασίζει να συνεχίσει.

Η Ελευθερία περνά την κουζίνα και κατευθύνεται τώρα προς το σαλόνι.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

(σχολιάζει με αποδοκιμασία τη γενική εικόνα)

Δεν είναι και πολύ νοικοκύρηδες…

Όλο το σπίτι αναδίδει μια αίσθηση παραμέλησης, σχεδόν εγκατάλειψης. Τα έπιπλα έχουν καταφθαρεί, οι ταπετσαρίες είναι βρόμικες, οι τοίχοι άβαφτοι.

Και ησυχία. Απόλυτη ησυχία και σκοτάδι.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Αρκετά, ως εδώ!

Γυρίζει προς την αντίθετη κατεύθυνση.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

(με το χέρι της στο στήθος της)

Θα πάω σπίτι και θα ηρεμήσω. Μην το παρακάνουμε κιόλας.

Ξαφνικά ακούει κάποιους ήχους. Ακινητοποιείται και η καρδιά της αρχίζει να χτυπάει δυνατά. Προσπαθεί να εντοπίσει την πηγή τους.

Ακούει κάποιες φωνές. Φασαρία.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Από το υπόγειο έρχονται…

Ψάχνει για τη σκάλα του υπογείου και μόλις την εντοπίζει, αρχίζει να κατεβαίνει.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Έξω από το δωμάτιο αιχμαλωσίας.

Ο Ισμαήλ φτάνει με το βούρδουλα στο χέρι έξω από την πόρτα του αιχμαλώτου. Ξέρει ότι δεν είναι μόνος του εκεί μέσα. Είναι και η αγαπημένη. Σφίγγει το χοντρό μαστίγιο στο χέρι του και με μια κλωτσιά ανοίγει διάπλατα την πόρτα.

Το θέαμα που αντικρίζει είναι το αναμενόμενο. Κι όμως, τον χτυπά σαν κεραυνός, τον πληγώνει βαθιά.

Η αγαπημένη του είναι ολόγυμνη, καθισμένη πάνω στα πόδια αυτού του γελοίου και χορεύει σαν μανιασμένη πόρνη! Εκείνος μπορεί να δει μονάχα την όμορφη πλάτη της.

Η Άλκηστη αιφνιδιασμένη από την εισβολή του Ισμαήλ, κατεβαίνει από το σώμα του ξαπλωμένου Αντρέα και φροντίζει αμέσως να σκεπάσει τα γυμνά της στήθη με το σεντόνι.

ΑΛΚΗΣΤΗ

(σαστισμένη)

Ισμαήλ!

Ο Αντρέας ανακάθεται στο στρώμα. Βλέπει τον Ισμαήλ σε έξαλλη κατάσταση. Το στόμα του είναι γεμάτο σάλια. Λέει κάτι παράξενα λόγια στη γλώσσα του. Και κρατά από το δεξί του χέρι ένα χοντρό βούρδουλα.

ΑΛΚΗΣΤΗ

Θα τού μιλήσω εγώ. Μην κάνεις καμιά χαζομάρα. Έχει κτηνώδη δύναμη και είναι τρελαμένος τώρα.

Ο Αντρέας την ακούει και μαζεύεται στο κρεβάτι. Αναζητά με το βλέμμα του κάτι που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για όπλο αλλά δεν βρίσκει τίποτα.

ΙΣΜΑΗΛ

(στην Άλκηστη)

Γιατί; Γιατί έκανες πάλι αυτό; Γιατί;

Τρέμει σύγκορμος, κλαίει και κοιτάζει ξανά και ξανά τον Αντρέα και την Άλκηστη.

ΑΛΚΗΣΤΗ

(προσπαθώντας να τον ηρεμήσει)

Ισμαήλ… θέλω… σε παρακαλώ… θέλω να ηρεμήσεις καλέ μου… άκουσέ με… εγώ δεν είμαι η αγαπημένη σου; Ε; Δεν είμαι;

 

Η κοπέλα άρχισε να πλησιάζει σιγά σιγά προς το μέρος του.

ΙΣΜΑΗΛ

(στην ίδια κατάσταση)

Γιατί γαμώτο! Γιατί;!!!!

Σηκώνει το βούρδουλα στον αέρα και τον εξαπολύει ενάντια στην Άλκηστη. Η ουρά του βούρδουλα την χτυπά στο λαιμό και στο στήθος και την τινάζει προς τα πίσω.

Ο Ισμαήλ φωνάζοντας και κραδαίνοντας το φοβερό μαστίγιο, στα όρια της νευρικής κατάρρευσης αρχίζει να χτυπάει οπουδήποτε σαν τον τυφλωμένο Κύκλωπα.

Ο Αντρέας έχει συρρικνωθεί στη γωνιά του και περιμένει κάποια ευκαιρία να ορμήσει στον Ισμαήλ.

Άλλο ένα χτύπημα σαρώνει την κοιλιά και τον ένα μηρό της Άλκηστης που τώρα βρίσκεται αναίσθητη πάνω στο κρεβάτι.

Οι πληγές της ήδη έχουν βαθειές αιμάτινες γραμμές στο τρυφερό της δέρμα.

Ο Ισμαήλ κλωτσάει την καρέκλα, σπάει το τραπεζάκι και ανεβαίνει με ένα σάλτο πάνω στο κρεβάτι πλησιάζοντας απειλητικά και τους δυο.

Πρόλαβε να ρίξει άλλη μια με το βούρδουλα που σκίζει τον δεξιό ώμο της αναίσθητης κοπέλας.

Και τότε συμβαίνει κάτι αναπάντεχο.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Έξω από το δωμάτιο αιχμαλωσίας.

Η Ελευθερία ακούει όλα όσα γίνονται.

Έχει κατέβει πια στο υπόγειο και η φασαρία, οι φωνές και οι θόρυβοι από πράγματα που σπάνε την καθοδηγούν προς ένα δωμάτιο στο βάθος του διαδρόμου.

Η αγωνία και ο φόβος της την κάνουν να σταθεί για μια στιγμή.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

(ταραγμένη)

Που πάω να μπλέξω;

Τι γίνεται εκεί μέσα;

Κοιτά ολόγυρα για κάτι που θα μπορούσε να της χρησιμεύσει σαν όπλο. Το μόνο που βρίσκει είναι μια διαλυμένη παλιά καρέκλα. Παίρνει ένα από τα χοντρά ποδάρια της καρέκλας και το κρατά σαν ρόπαλο.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Να που θα κάνω και τον Ηρακλή τώρα!

(ψιθυριστά)

Το χιούμορ μού έλειπε τέτοια ώρα!

Από το δωμάτιο έρχονται ανησυχητικές πληροφορίες. Κάποιος ή κάποιοι τα διαλύουν όλα, τα κάνουν ρημαδιό.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Να με πάρει ο διάολος να με πάρει.

Μπαίνει θαρρετά μέσα στο δωμάτιο.

Μπροστά της εκτυλίσσεται μια σκηνή που μονάχα σε ταινίες κινηματογράφου είχε δει.

Σηκώνει το ποδάρι της καρέκλας και μπαίνει στη μάχη.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Μέσα στο δωμάτιο αιχμαλωσίας.

Ο Αντρέας δεν κατάλαβε αρχικά τι γινόταν. Ο Ισμαήλ έχει σηκώσει ξανά το βούρδουλα για να τον κατεβάσει πάνω του αλλά το χέρι του μένει μετέωρο, τα γόνατά του λυγίζουν και με μια φοβερή κραυγή πέφτει αριστερά από το κρεβάτι στο πάτωμα.

Η πτώση του απελευθερώνει το οπτικό πεδίο. Μπροστά του βρίσκεται μια γυναίκα που κρατά κάτι σαν ρόπαλο στο δεξί της χέρι.

Από το ένα άκρο αυτού του όπλου στάζει αίμα.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Μέσα στο δωμάτιο αιχμαλωσίας.

Η Ελευθερία μόλις βλέπει τον άντρα πάνω στο κρεβάτι να σηκώνει το μαστίγιο, τον πλησιάζει και βάζοντας όλη της τη δύναμη, τού καταφέρνει ένα σφοδρό χτύπημα στο πίσω μέρος του κρανίου του.

Το χτύπημα είναι φοβερό, ανοίγει το κεφάλι του άντρα και βάφει με αίμα το πόδι της καρέκλας.

Ο άντρας λυγίζει και πέφτει προς τα δεξιά της. Η πτώση του είναι τέτοια που συμπληρώνει το έργο από μόνη της. Ο άντρας χτυπά στον τοίχο και ακινητοποιείται. Μια λιμνούλα μαύρο αίμα απλώνεται γοργά κάτω από το κεφάλι του.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

(σοκαρισμένη)

Τον… τον σκότωσα…

Ύστερα βλέπει τον γυμνό Αντρέα πάνω στο κρεβάτι με μια κοπέλα άσχημα σημαδεμένη δίπλα του. Το μάτι της πέφτει πάνω στο κολάρο του παλαιοβιβλιοπώλη της γειτονιάς της.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Γεια σου Αντρέα.

Πετάει από το χέρι της το ρόπαλο.

Εκείνου του παίρνει κάμποση ώρα για να την αναγνωρίσει.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Μέσα στο δωμάτιο αιχμαλωσίας.

Κάτι του θυμίζει αυτή η γυναίκα αλλά δεν ξέρει τι. Παλεύει να θυμηθεί. Εκείνη τον γνωρίζει. Τον χαιρετά και μετά πετά αυτό το πράγμα που κρατούσε.

Ξαφνικά τη θυμάται και νιώθει αμέσως ντροπή για την περιβολή του.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Ελευθερία!;

ΕΛΕΘΕΡΙΑ

Εγώ είμαι.

Ρίχνει μια ματιά στο χώρο και έπειτα στην αναίσθητη Άλκηστη.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Πρέπει να τηλεφωνήσουμε σε αστυνομία και ασθενοφόρα. Η κοπελιά μπορεί να έχει πάθει χοντρή ζημιά. Κι αυτός βέβαια.

Ο Αντρέας φροντίζει να σκεπάσει τη γύμνια του με το σεντόνι και έπειτα ρίχνει μια ματιά στην Άλκηστη. Δεν υπάρχει κάποιο εξωτερικό τραύμα που να αιμορραγεί σοβαρά.

Την χτυπά ελαφρά στο πρόσωπο.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Πρόσεχε, μην την ταρακουνήσεις

Περνά πάνω από το σώμα του πεσμένου Ισμαήλ.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Πέθανε;

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

(πολύ ψύχραιμα)

Δεν ξέρω… ίσως

ΑΝΤΡΕΑΣ

Ας τηλεφωνήσουμε εκεί που πρέπει. Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει. Σ’ευχαριστώ… μα… πώς…

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Πώς βρέθηκα εδώ κάτω; Μακάρι να’ξερα…

(Πιάνει με την παλάμη της το πρόσωπο του Ισμαήλ)

(με κάποια ανακούφιση)

Ανασαίνει ακόμα…

Ο Αντρέας σηκώνεται από το κρεβάτι. Κάπου εκεί μέσα στο δωμάτιο βρίσκονται ακόμα τα ρούχα του.

Η Ελευθερία βγάζει το κινητό της για τα περαιτέρω.

 

ΣΚΗΝΗ

[κάποιους μήνες μετά]

ΕΣΩΤ. Στο μαγαζί του Αντρέα.

Η Ελευθερία ανοίγει την πόρτα του μικρού μαγαζιού κρατώντας στα χέρια της δυο καφέδες από το γειτονικό μαγαζάκι.

Ο Αντρέας σηκώνεται από την καρέκλα του γραφείου του στο βάθος να την βοηθήσει.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Καλώς την! Έλα να καθίσεις.

Της προσφέρει τη μοναδική ελεύθερη καρέκλα εκτός από τη δική του.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Μόνο να μην παχύνουμε. Δεν θα χωράμε εδώ μέσα.

Ο Αντρέας χαμογελά με το σχόλιό της. Το χιούμορ της είναι κάποιες φορές αιχμηρό αλλά πάντα καλοπρόθετο.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Αν μπορέσω κάποια στιγμή να πάρω και το διπλανό που έκλεισε…

(Πίνουν μια γουλιά καφέ)

(με αγωνία)

Λοιπόν…

Τι έγινε; Τι σου είπαν από την εισαγγελία;

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Η υπόθεση θα κλείσει. Ο Ισμαήλ θα φάει κάμποσα χρονάκια βέβαια για το φόνο της Ιφιγένειας αλλά δεν είναι μόνο αυτό… εμπλέκεται μαζί με την Άλκηστη και σε κάποιες άλλες υποθέσεις του παρελθόντος… μπερδεμένη ιστορία… αυτή ειδικά μού φαίνεται δεν τα γλιτώνει τα ισόβια… πάντως εγώ δεν κινδυνεύω.

Ο Αντρέας σφίγγει την παλάμη της Ελευθερίας με αληθινή χαρά.

Ξαφνικά αναλύεται σε λυγμούς.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Έλα, τι έπαθες τώρα;

Βγάζει ένα χαρτομάντηλο από την τσάντα της και του το δίνει.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Αν… αν δεν ήσουν εσύ…

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Αν δεν ήμουν εγώ θα σε έβλεπαν οι αστυνομικοί με το κολάρο και θα γινόσουνα ρεντίκολο!

ΑΝΤΡΕΑΣ

Πώς θα μπορέσω ποτέ να στο ξεπληρώσω;

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Να μου βρεις εκείνα τα βιβλία που σου έχω πει εδώ και τόσο καιρό… και σε καλή τιμή!

Γελούν και οι δυο.

 

ΤΕΛΟΣ