Το ‘α’ τελειώνει τ’ όνομά μου [Αντιγόνη… μέρος ΙΙ - Η συνέχεια και το τέλος ]
Το λονδρέζικο ύφος
ΣΚΗΝΗ
ΕΞΩΤ. Πέμπτη μεσημέρι, μέσα Γενάρη και κρύο. Έξω από την κεντρική πύλη μιας περιφραγμένης ιδιοκτησίας. Είναι η ιδιοκτησία του Μιχάλη Βάινα και της οικογενείας του. Το σπίτι της Αντιγόνης.
Μια γυναίκα με ιδιαίτερο στυλ είναι έξω από την μεγάλη καγκελόπορτα. Κανονικό ύψος, συμπαθητικό πρόσωπο, έξυπνο βλέμμα, μαλλί μαύρο και μακρύ αλλά μαζεμένο, ντύσιμο ‘μιλιτέρ’. Μπουφάν δερμάτινο, παντελόνι εφαρμοστό και μπότες.
Είναι η Μελίνα Χάντζου, 37 ετών και ιδιωτική ερευνήτρια ή ‘ντέτεκτιβ’ κατά τον αδόκιμο όρο.
Η Μελίνα χτυπάει και ξαναχτυπάει το κουδούνι αλλά δεν απαντά κανείς. Κολλά το πρόσωπό της σε ένα από τα ανοίγματα της βαριάς σιδερόπορτας και το μόνο που βλέπει είναι δέντρα, καλλωπιστικοί θάμνοι και ένα μικρό τμήμα από μια έπαυλη στο βάθος.
Κάνει ένα βήμα πίσω για να έχει καλύτερη θέα. Η περίφραξη είναι πολύ ψηλή.
ΜΕΛΙΝΑ
(μονολογεί)
Μην κάνουμε και τους σαλταδόρους τώρα. Άστο…
Υπάρχει και η πινακίδα για σκύλο που δαγκώνει τους ανεπιθύμητους.
ΜΕΛΙΝΑ
Καμιά φορά αυτές οι ταμπελίτσες δεν είναι διακοσμητικές. Ας χτυπήσουμε άλλη μια φορά. Έτσι, για το ‘ονόρε’. Τελευταία.
Χτυπά ξανά το κουδούνι.
ΜΕΛΙΝΑ
Έχει και ψοφόκρυο. Θα ξανάρθω αύριο, μη στενοχωριέστε… Βάινα, δεν με ξέρεις καλά εμένα…
Τη στιγμή που γυρνά την πλάτη της τρίβοντας τις παλάμες της που έχουν ξυλιάσει, ακούει τον χαρακτηριστικό βραχνό ήχο του μεγαφώνου. Ακολουθεί μια γυναικεία φωνή, ψυχρή και τυπική.
ΦΩΝΗ ΑΠΌ ΜΕΓΑΦΩΝΟ
Ποιος είναι παρακαλώ;
ΜΕΛΙΝΑ
Καλημέρα σας. Με συγχωρείτε που χτύπησα πολλές φορές. Έχω έρθει από Αθήνα…
ΦΩΝΗ ΑΠΟ ΜΕΓΑΦΩΝΟ
(πιο αυστηρά)
Ποια είστε;
ΜΕΛΙΝΑ
Θα ήθελα να μιλήσω στην Αντιγόνη. Για ένα προσωπικό ζήτημα.
Σιγή μεγαφώνου.
Η Μελίνα που έχει στο μεταξύ ακουμπήσει το σώμα της στην καγκελόπορτα, ακούει ήχους σαν να πλησιάζει τρέχοντας ένα σκυλί. Πράγματι μπορεί να ακούσει πλέον καθαρά τον χαρακτηριστικό λαχάνιασμα και γρύλισμα κάποιου μεγαλόσωμου ζώου, ίσως λυκόσκυλου από την άλλη πλευρά της πόρτας.
ΜΕΛΙΝΑ
Μα, είναι δυνατόν; Ξαμολήσατε το τέρας; Έτσι και ανοίξει ξαφνικά η πύλη εκείνη τη στιγμή δεν με βλέπω καλά. Εμπρός καλό μου γκλοπ!
Η Μελίνα βγάζει από την τσέπη της ένα πτυσσόμενο γκλοπ. Είναι μαύρο αλλά στη λαβή του έχει το σήμα του Ολυμπιακού. Το αναπτύσσει πλήρως και το θαυμάζει. Δίνει μερικές ‘ροπαλιές’ στον αέρα για να ζεσταθεί.
ΜΕΛΙΝΑ
Ας κοπιάσει τώρα ο γαμημένος ο σκύλος σας… αν ξέρατε τι έχει ζήσει αυτό το ματσούκι… τι πλάτες έχει ‘γνωρίσει’, τι κόκκαλα έχει τσακίσει…
Η Μελίνα κρατά το γκλοπ αναπτυγμένο όσο ακούει το κοπρόσκυλο να κοπανιέται από την άλλη πλευρά της κλειστής πόρτας.
Στο μυαλό της έρχεται η σοφή συμβουλή του Πήτερ.
ΜΕΛΙΝΑ
Πώς το έλεγες δάσκαλε; Καλύτερα να φανείς παράξενη στα βλέμματα των περαστικών παρά στα μάτια των γιατρών. Σοφέ μου δάσκαλε… ευαγγέλιο τα λόγια σου.
Ξαφνικά φωνές. Μια γυναίκα δίνει διαταγές στο Βίλι (αυτό είναι το όνομα του ‘τέρατος’).
Η Μελίνα ακούει και χαμογελάει.
Η πύλη ανοίγει στη μέση. Το ένα φύλλο σέρνεται αργά αργά προς τα αριστερά και κάνει την εμφάνισή της μια ψιλόλιγνη κυρία με παράξενη κόμμωση και… λονδρέζικο ύφος.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
Αν ήταν εδώ ο Λάμπρος αυτό θα έλεγε. Της πάει της μαντάμ…
ΚΥΡΙΑ
Παρακαλώ… ποια είστε;
Η γυναίκα κρατά απ’το χέρι ένα θηρίο μαύρο και μαλλιαρό σαν την κόλαση την ίδια. Τα μάτια του αστράφτουν από μίσος και το σώμα του είναι σε πλήρη ένταση και ετοιμότητα.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
Βέλγος καθαρόαιμος ο Βίλι. Σωστός κίλερ.
(προς την γυναίκα μαζεύοντας το γκλοπ)
Καλημέρα σας.
ΓΥΝΑΙΚΑ
Καλημέρα σας.
Η Μελίνα παρατηρεί τη γυναίκα. Το βλέμμα τα είναι ψυχρό. Έχει όμως στυλ. Ντύσιμο κομψό αλλά φανερώνει έναν τύπο ολίγον σνομπ.
ΜΕΛΙΝΑ
Έχω έρθει για την Αντιγόνη.
ΓΥΝΑΙΚΑ
Γνωρίζεστε με την Αντιγόνη;
Η Μελίνα θέλει να χαμογελάσει. Το ύφος της γυναίκας δηλώνει
‘αποκλείεται, ούτε μια στο δισεκατομμύριο να έχεις εσύ σχέση με την Αντιγόνη’.
ΜΕΛΙΝΑ
Όχι, δεν γνωριζόμαστε. Όμως θέλω να της μιλήσω. Πρόκειται για ένα ζήτημα προσωπικό.
Το βλέμμα της Μελίνας δεν φεύγει στιγμή από τον Βίλι. Έχει καθίσει απρόθυμα στα πίσω του πόδια, έχει βγάλει τη γλωσσάρα του και την καρφώνει. Με μια λανθασμένη κίνηση της Μελίνας δεν θα διστάσει να κάνει ένα σάλτο και να την αρπάξει απ’το λαιμό.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
Τα έχω δει αυτά τα θηρία πως τα εκπαιδεύουν κάτι φασίστες γκεσταπίτες σε ένα κτήμα στο Μαρκόπουλο. Μεγάλη ιστορία κι αυτή. Να έχει χρόνο κανείς να του μιλάω.
Από το χέρι της δεν αφήνει το ρόπαλο ούτε γι’αστείο. Σε ένταση ο Βίλι, σε ένταση κι εκείνη.
ΓΥΝΑΙΚΑ
Μα αν δεν γνωρίζεστε δεν βλέπω τι προσωπικό μπορείτε να έχετε με την Αντιγόνη.
Η Μελίνα βλέπει πως η άμμος σώνεται απ’την κλεψύδρα της υπομονής της γυναίκας και πρέπει να κάνει κάποιο ελιγμό. Έχει και κρύο, η γυναίκα είναι ντυμένη ελαφρά, δεν έχει περιθώρια.
ΜΕΛΙΝΑ
Είμαι ιδιωτικός αστυνομικός. Μπορώ να σάς δείξω την ταυτότητά μου. Ερευνώ μια υπόθεση που αφορά την ίδια.
Η γυναίκα μένει σιωπηλή. Σκέφτεται. Ο Βίλι δεν σκέφτεται. Ο Βίλι ονειρεύεται τα σαγόνια του να τσακίζουν το λαιμό της Μελίνας.
ΓΥΝΑΙΚΑ
Υπόθεση; Δεν καταλαβαίνω…
Η Μελίνα βλέπει ότι την έχει κλονίσει. Το λονδρέζικο στυλάκι έχει τσαλακωθεί πλέον
ΜΕΛΙΝΑ
Κοιτάξτε, δεν μπορούμε να μιλήσουμε έτσι… εδώ.
Η γυναίκα συμφωνεί αν και απρόθυμα.
ΓΥΝΑΙΚΑ
(ψυχρά)
Καλώς… περάστε. Για δέκα λεπτά όμως μόνον γιατί πρέπει να φύγω.
Η γυναίκα παραμερίζει για να ελευθερώσει το άνοιγμα.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
(κρατάει το στήθος της σα να πονάει)
Το πρώτο βήμα έγινε. Μια μικρή νίκη πριν τον τελικό θρίαμβο. Αυτό το καταραμένο μαύρο συναίσθημα όμως…
Και περνάει το κατώφλι της πύλης στο μεγάλο κτήμα.
Στο ρετιρέ
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Μερικούς μήνες πριν. Σε ένα μεγάλο ρετιρέ στο κέντρο της Αθήνας. Το διαμέρισμα ανήκει στον Μάνο Καράλη που έχει επικοινωνήσει ηλεκτρονικά με την Μελίνα και ζητά τις υπηρεσίες της.
Ο Μάνος Καράλης, ένας εμφανίσιμος άντρας γύρω στα 40 με κοσμοπολίτικο ‘αέρα’, την υποδέχεται στο διαμέρισμά του με ένα ευγενικό χαμόγελο και μαζί με ένα κάπως απορημένο βλέμμα.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
Το έχω συνηθίσει πλέον. Κανείς δεν περιμένει μια γυναίκα ιδιωτικό αστυνομικό. Ή ‘ντέτεκτιβ’ όπως μας έλεγαν παλιά.
Η Μελίνα μπαίνει στο σπίτι του Καράλη και κάνει τις παρατηρήσεις της. Ένα ευρύχωρο ρετιρέ με μεγάλες περιμετρικές βεράντες, σε καλή περιοχή της Αθήνας και εξαιρετική θέα. Καλόγουστα έπιπλα, αρκετοί πίνακες ζωγραφικής και κυρίως βιβλία… εκατοντάδες, μάλλον χιλιάδες βιβλία παντού.
Πηγαίνουν κατευθείαν στο γραφείο του. Ένα μεγαλοπρεπές έπιπλο δεσπόζει στην μια άκρη του χώρου και ολόγυρά του η βιβλιοθήκη, υπολογιστές, εκτυπωτές και φυσικά, βιβλία. Κλειστά, ανοιχτά, μικρά, μεγάλα…
Ο Καράλης της προτείνει να καθίσει σε μια από τις ωραίες πολυθρόνες με το ιδιαίτερο ντιζάιν και κείνος κάθεται σε μια όμοια απέναντί μου. Ακριβώς από πίσω του, στο φιστικί τοίχο δεσπόζει ένας πίνακας. Δηλαδή, για την ακρίβεια, ένα εκτυπωμένο αντίγραφο σε ένα μαύρο πλαίσιο που κεντρίζει το βλέμμα της Μελίνας.
ΚΑΡΑΛΗΣ
Λέω να βάλω κανένα ποτό… πίνετε;
Γυρνά και κοιτά τον πίνακα και μετά την Μελίνα.
ΚΑΡΑΛΗΣ
Χέρριτ φαν Χόντχορστ… Ο Ιησούς ενώπιον του Αρχιερέα. Σάς αρέσει η ζωγραφική;
ΜΕΛΙΝΑ
Δεν είμαι ειδική, αλλά αυτός… δεν ξέρω… όλα γύρω από ένα κερί… το φως ενός κεριού… ο αρχιερέας αριστερά, ο Ιησούς όρθιος δεξιά… όμορφο…
ΚΑΡΑΛΗΣ
Η τεχνοτροπία αυτή ήταν της μόδας εκείνη την εποχή και ο Χόντχορστ είχε διαπρέψει… είστε σίγουρη ότι δεν θέλετε κάτι να πιείτε;
Η Μελίνα παίρνει το βλέμμα της από τον πίνακα και το επικεντρώνει στον οικοδεσπότη. Αποφασίζει να τον ‘σκανάρει’ κατά την προσφιλή της μέθοδο.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
Λίγο ταλαιπωρημένος μού φαίνεται. Νέος, όχι πάνω από σαράντα σε αρκετά καλή φυσική κατάσταση και σίγουρα ευκατάστατος. Θα μου πεις, κανείς δεν προστρέχει στις υπηρεσίας μας αν δεν είναι σε πολύ καλή οικονομική κατάσταση. Το χαμόγελό του έχει κάτι το… ξύλινο… το μαγκωμένο. Ιδεολόγος εργένης ίσως. Ίσως γκέι. Πάντως έχει σίγουρα ιδιαίτερα γούστα, εκλεκτικός και σίγουρα ιδιότροπος. Πώς μου έγραψε το επάγγελμά του στο μέιλ… κάτι σαν μάνατζερ, σύμβουλος σε ειδικά θέματα… πολύ ειδικά μάλλον… από αυτά που δεν κοινοποιούνται. Στοιχηματίζω πως έχει φίλους σε υψηλές θέσεις και αναλαμβάνει μια δουλειά το χρόνο, σε κάποιο οργανισμό, σε κάποιο κυβερνητικό όργανο ίσως. Μπερδεμένα πράγματα. Και πολύ κερδοφόρα βέβαια.
ΚΑΡΑΛΗΣ
(έχοντας σερβίρει τον εαυτό του δυο δάχτυλα ακριβό, μαύρο ουίσκι από ένα κομψό μπαρ στη γωνία του σαλονιού)
Να σάς πω την αλήθεια…
ΜΕΛΙΝΑ
Δεν περιμένατε γυναίκα.
Ο Καράλης χαμογελά.
ΚΑΡΑΛΗΣ
Ναι, δηλαδή στα μέιλ που ανταλλάξαμε υπήρχαν τα στοιχεία σας όμως το γραφείο σας…
ΜΕΛΙΝΑ
(κοφτά)
Ανήκε κάποτε στον Πήτερ Μανιαδάκη… όχι πια…
ΚΑΡΑΛΗΣ
Ναι… εγώ γνώριζα τον αδελφό του… τον Τόνι… στον Καναδά… όπως σας έγραψα, ήμουν εκεί για χρόνια… είχα μια πολύ… ιδιαίτερη δουλειά, ας την πω έτσι… η κυβέρνηση όμως άλλαξε χέρια και…
ΜΕΛΙΝΑ
Οι υπηρεσίες σας δεν ήταν πλέον ευπρόσδεκτες.
ΚΑΡΑΛΗΣ
(πίνει όλο το ουίσκι του και χαλαρώνει στο κάθισμά του)
Ε, κάπως έτσι… έλαβα μια αποζημίωση και ‘παραιτήθηκα’…
Η Μελίνα διακρίνει μια λάμψη στο βλέμμα του και ένα πονηρό χαμόγελο. Το ύψος της ‘αποζημίωσης’ μάλλον θα ήταν πολύ μεγάλο.
ΜΕΛΙΝΑ
Και ήρθατε στην πατρίδα.
ΚΑΡΑΛΗΣ
Ναι… εδώ και λίγο καιρό… εκεί λοιπόν, στο Μόντρεαλ είχα γνωρίσει τον Τόνι, αυτός μού είχε μιλήσει για το γραφείο του αδερφού του και όταν γύρισα αποφάσισα να στείλω το μειλ… απαντήσατε εσείς βέβαια….
ΜΕΛΙΝΑ
Αν υπάρχει πρόβλημα μπορώ να φύγω.
Η στάση του σώματός της βέβαια λέει το αντίθετο. Ο Καράλης δεν λέει να ξεκολλήσει το βλέμμα του από το μπούστο της.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
Δεν του έκανα τη χάρη να έρθω ντυμένη με στενή φούστα και ψηλά τακούνια. Μια χαρά είναι το παντελόνι μου και τα σνίκερς μου. Όμως στους άντρες θα πρέπει πάντα ‘κάτι’ να δίνεις. Λίγο ξεκούμπωτο το πουκάμισο είναι αρκετό.
ΚΑΡΑΛΗΣ
Δεν έχω κανένα πρόβλημα.
ΜΕΛΙΝΑ
Ωραία… αν είναι έτσι, ας ξεκινήσουμε… βλέπετε, για μένα, ο χρόνος είναι στην κυριολεξία χρήμα.
ΚΑΡΑΛΗΣ
Ναι, έχετε δίκιο… Πρόκειται για έναν φίλο μου… αδελφικό μου φίλο. Λέγεται Αντρέας Αφοσιωμένος… Δεν είναι ψευδώνυμο… παρότι θα μπορούσε εδώ που τα λέμε… ο Αντρέας είναι συγγραφέας… ποιητής θα έλεγα μάλλον… στοχαστής… φιλόσοφος… όλα τούτα…
ΜΕΛΙΝΑ
Και τι συμβαίνει με τον αδελφικό σας φίλο; Σας εξαπάτησε σε κάποια συναλλαγή και εξαφανίστηκε;
ΚΑΡΑΛΗΣ
Όχι, όχι… πετύχατε το δεύτερο όμως…
Ο Καράλης σηκώνεται και πλησιάζει με κουρασμένα βήματα την μεγάλη μπαλκονόπορτα. Δεν έχει πρόθεση να την ανοίξει. Τέλη Νοέμβρη και σε ένα διαμέρισμα του όγδοου ορόφου η νυχτερινή ψύχρα θα είναι αισθητή. Και κάτι παραπάνω. Σταυρώνει τα χέρια του στο στήθος και ρίχνει μια ματιά στη φωτισμένη πόλη.
ΚΑΡΑΛΗΣ
(με φωνή που προδίδει ανησυχία)
Περίεργα πράγματα συμβαίνουν.
ΜΕΛΙΝΑ
Θέλετε να μού πείτε;
Ο Καράλης βγαίνει από την εσωτερική του περιήγηση και διαλέγει να καθίσει στην μεγάλη, δερμάτινη πολυθρόνα του γραφείου του.
Τώρα η Μελίνα τον έχει απέναντί της και δεξιά, κάπως υπερυψωμένο. Τώρα ο φιλικός οικοδεσπότης έχει δώσει τη θέση του στον άνθρωπο που πληρώνει.
ΚΑΡΑΛΗΣ
Πώς μπορεί να εξαφανιστεί ένας άνθρωπος;
ΜΕΛΙΝΑ
Πολύ εύκολα. Όμως ποτέ δεν εξαφανίζονται όλα τα ίχνη.
ΚΑΡΑΛΗΣ
Αφελές ερώτημα ε; Πάντως υπάρχουν και άνθρωποι που δεν βρέθηκαν ποτέ.
ΜΕΛΙΝΑ
Φυσικά, ο Τζίμι Χόφα ας πούμε.
Γελούν και οι δυο.
Ο Καράλης βάζει λίγο ακόμα ουίσκι στο ποτήρι του. Της προτείνει ξανά και αυτή τη φορά εκείνη δέχεται.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
Είναι άσχημο να πίνει κανείς ολομόναχος και δεν θέλω να τον κάνω να νιώθει αλκοολικός.
ΚΑΡΑΛΗΣ
(πίνοντας μαζί της μια γουλιά από το ακριβό, μαύρο ‘καθαρόαιμο’)
Μπορώ να σού μιλάω στον ενικό;
ΜΕΛΙΝΑ
Ελεύθερα.
Ξαφνικά σηκώνεται από τη θέση του.
ΚΑΡΑΛΗΣ
Πάω να φέρω να τσιμπήσουμε κάτι.
Χάνεται για λίγο στην κουζίνα και επιστρέφει με ένα δίσκο γεμάτο με κρακεράκια και τυρί ροκφόρ. Υπάρχουν επίσης ξηροί καρποί και άλλα αλμυρά.
Παίρνουν και οι δυο για να συνοδεύουν το ποτό τους.
ΚΑΡΑΛΗΣ
(την κοιτάζει για μια στιγμή μασουλώντας)
Το μικρό σου όνομα είναι…
ΜΕΛΙΝΑ
Μελίνα.
ΚΑΡΑΛΗΣ
Λοιπόν Μελίνα… άκουσε πως έχουν τα πράγματα…
Πώς έχουν τα πράγματα
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο διαμέρισμα του Καράλη, κάποιο φθινοπωρινό βράδυ. Ο Μάνος Καράλης και η Μελίνα Χάντζου.
[ΕΝΑΛΛΑΓΗ ΣΚΗΝΩΝ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΩΝ ΑΠΌ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΠΟΥ ΣΥΝΟΔΕΥΟΥΝ ΤΗΝ ΑΦΗΓΗΣΗ]
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Και τα πράγματα είχαν ως εξής: Ο Μάνος Καράλης και ο Αντρέας Αφοσιωμένος γνωρίστηκαν κάποτε, πριν από πολλά χρόνια στο Πανεπιστήμιο και τους συνέδεσε, σχεδόν αμέσως μια θερμή φιλία. Είχαν πολλά κοινά αλλά και έντονες διαφορές. Για παράδειγμα, ο ένας ήταν φιλόδοξος και σκεφτόταν περισσότερο ‘υλιστικά’. Μπλεκόταν με ευκολία σε πολύπλοκες καταστάσεις και κατάφερνε να τις περιπλέκει ακόμα περισσότερο, προς όφελός του. Με απλά λόγια, ήταν γεννημένος αν όχι για πολιτικός αλλά σίγουρα για άνθρωπος του παρασκηνίου. Δεν ήταν ακριβώς αυτό που θα έλεγε κανείς αμοραλιστής ή οπορτουνίστας. Μπορούσε να ελίσσεται όμως σε οποιοδήποτε περιβάλλον και να αποκομίζει κέρδη από κει που οι άλλοι δεν έβλεπαν παρά αδιέξοδα. Ο άλλος πάλι, ήταν διαφορετικός. Πιο ευαίσθητος, πιο συνεσταλμένος, πιο βαθύς αλλά και στα όρια του αντικοινωνικού. Του άρεσε να γράφει, να ονειροπολεί, να χώνεται στα μύχια των πραγμάτων αλλά με τον δικό του, μοναχικό τρόπο. Ο Καράλης μού το περιέγραψε αυτό σχηματικά.
ΚΑΡΑΛΗΣ
Υπάρχουν δυο βασικοί τύποι ανθρώπων Μελίνα. Οι ‘οριζόντιοι’ και οι ‘κάθετοι’. Έχεις υπόψη σου τον Άνθρωπο του Βιτρούβιου;
ΜΕΛΙΝΑ
Κάτι μού λέει αλλά…
ΚΑΡΑΛΗΣ
Είναι ο τέλειος, ο αρμονικός άνθρωπος της Αναγέννησης. Θα τον δεις σε σχέδια με απλωμένα τα χέρια και τα πόδια σε μια αναπτυγμένη πεντάλφα. Αυτός ο άνθρωπος είναι η σύνθεση των άλλων δυο. Ο πρώτος κινείται στην οριζόντια δοκό, ο άλλος στην κάθετη… φαντάσου έναν ανισοσκελή σταυρό… η μια δοκός που τέμνεται με την άλλη… ο τέλειος, ο ισορροπημένος άνθρωπος που βρίσκεται;
ΜΕΛΙΝΑ
(κάπως ενοχλημένη)
Χμμ… δεν είχα φανταστεί ότι με περίμενε μάθημα απόψε.
ΚΑΡΑΛΗΣ
(χαμογελώντας)
Ο τέλειος άνθρωπος είναι στο σημείο τομής. Βλέπεις, ο οριζόντιος άνθρωπος είναι ευέλικτος αλλά ρηχός, ο κάθετος είναι βαθύς αλλά στον κόσμο του… η σύνθεση είναι η αρμονία και των δυο… γιατί ο πρώτος εξελίσσει τις εξωτερικές δράσεις, την επικοινωνία, την πολιτική… ο δεύτερος εξελίσσει τις τέχνες, τις θρησκείες, τις επιστήμες… χρειάζονται και οι δυο…
ΜΕΛΙΝΑ
Κατάλαβα πού το πάς. Θέλεις να πεις ότι η τέλεια φιλία αποτελεί τη σύνθεση αυτών των δυο… ο τέλειος άνθρωπος είναι οι δυο μαζί…
ΚΑΡΑΛΗΣ
Μπράβο… το έθεσες άψογα… έχεις πρακτικό, κοφτερό μυαλό… δεν απορώ καθώς η δουλειά σου απαιτεί να βρίσκεις γρήγορα τον πιο σύντομο δρόμο… χωρίς απεραντολογίες… να λοιπόν τι μάς έδεσε τότε… είχαμε βρει ο καθένας το άλλο του ‘μισό’… όσο κι αν ακούγεται κλισέ…
[ΕΝΑΛΛΑΓΗ ΣΚΗΝΩΝ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΩΝ ΑΠΌ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΠΟΥ ΣΥΝΟΔΕΥΟΥΝ ΤΗΝ ΑΦΗΓΗΣΗ]
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Έτσι λοιπόν, ο Μάνος και ο Αντρέας για αρκετά χρόνια δεν έκαναν απλώς συντροφιά. Ήταν αχώριστοι. Ήταν κάθε μέρα σχεδόν μαζί. Συζητούσαν ατέλειωτες ώρες, έκαναν όνειρα, σχεδίαζαν το μέλλον… ένα πονηρό μυαλό θα το πήγαινε και παραπέρα. Γιατί πονηρό όμως; Η εποχή μας δεν είχε πλέον τέτοια ταμπού. Βέβαια πριν από είκοσι χρόνια τα πράγματα ήταν κάπως αλλιώς σε αυτό τον τομέα. Όπως και να’χει, μπορεί οι δυο τους να είχαν δοκιμάσει και άλλες ‘διαστάσεις’ στην επαφή τους. Τίποτε ‘βρόμικο’ ή απαράδεκτο. Όχι για μένα τουλάχιστον. Όμως ο Καράλης φρόντισε να μου το βγάλει προκαταβολικά απ’το κεφάλι.
ΚΑΡΑΛΗΣ
Μην μας θεωρήσεις ως ζευγάρι σαρκικών αναζητήσεων… θα μπορούσαμε να ήμασταν, δεν λέω, όμως δεν έγινε αυτό. Ήμασταν και οι δυο φανατικοί ετεροφυλόφιλοι. Όμως πέρα από τις ηδονές της σάρκας μοιραζόμασταν όλες τις άλλες… ή σχεδόν όλες…
[ΕΝΑΛΛΑΓΗ ΣΚΗΝΩΝ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΩΝ ΑΠΌ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΠΟΥ ΣΥΝΟΔΕΥΟΥΝ ΤΗΝ ΑΦΗΓΗΣΗ]
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Ο πρώτος που ‘έσπασε’, ή μάλλον που εμφάνισε τις πρώτες ‘ρωγμές’ ήταν ο πιο εσωστρεφής και ρομαντικός Αντρέας. Και γιατί; Γιατί άρχισε κάποια στιγμή να τον ενοχλεί η υπερβολική ‘ευκολία’ του φίλου του να ελίσσεται και να φτερουγίζει από κατάσταση σε κατάσταση με περισσή χάρη. Άρχισε με δυο λόγια να νιώθει ανασφάλεια. Δεν χρειάζεται να έχεις μάστερ στην ψυχολογία για να καταλάβεις ότι ο Αντρέας κάποια στιγμή ένιωσε να απειλείται όλη αυτή η συναισθηματική του ‘επένδυση’. Ο Καράλης ήταν καλός φίλος αλλά ήταν και καλός ακροβάτης. Θα περνούσε εύκολα πάνω από την άβυσσο μιας ρημαγμένης σχέσης και θα συνέχιζε μπροστά σχεδόν τραγουδώντας έναν ανάλαφρο σκοπό. Το ‘always look on the bright side of life’ των θρυλικών Μόντι Πάιθονς, ας πούμε. Αυτό μού ήρθε στο νου. Όμως ο άλλος, αυτός δεν θα ελαφροπατούσε πάνω απ’το τεντωμένο σχοινί και μοιραία κάποια στιγμή η άβυσσος από κάτω του θα τον εφέλκυε τόσο που θα έριχνε τη βουτιά.
Κι έτσι, ήρθε η μοιραία στιγμή του χωρισμού. Με την σταδιακή απομάκρυνση του ενός και τις μέριμνες του βίου να… ‘υποτονθορύζουν’. Αυτή ήταν λέξη του Καράλη. Και να σπρώχνουν κιόλας. Δεν αργεί κανείς να χωθεί ως το λαιμό ‘στα σκατά’. Και να περάσει στην ‘ενηλικίωση’. Να βρεις δουλειά, να βγάλεις λεφτά, όλα αυτά, τα γνωστά…
Δεν έγινε χωρίς πόνο όλο τούτο. Το συναίσθημα υπήρχε, οι ωραίες αναμνήσεις, η φοιτητική ζωή που κάποτε τελειώνει αλλά ποτέ δεν πεθαίνει μέσα μας… Και οι δυο άντρες πήραν το δρόμο τους. Οι διαφορές τους πυργώθηκαν ανάμεσά τους, νίκησαν τις ομοιότητες, η ζωή είναι μια πόρνη, έτσι κι αλλιώς.
ΚΑΡΑΛΗΣ
Δεν χάσαμε ποτέ την επικοινωνία μας όμως Μελίνα. Ποτέ… Εγώ σύντομα έφυγα από την Ελλάδα, είχα κάποιους συγγενείς στον Καναδά, αποφάσισα να δοκιμάσω την τύχη μου εκεί. Πρώτα κάτι μεταπτυχιακά στο Λονδίνο, τα συνήθη. Κι έπειτα έπεσα με τα μούτρα στις ‘μπίζνες’… Ο φίλος μου από την άλλη βυθίστηκε σε αυτά που αγαπούσε… μελέτες, γραφές, περιπέτειες Το παράξενο είναι ότι και οι δυο παντρευτήκαμε και χωρίσαμε… δεν κάναμε παιδιά… και επικοινωνούσαμε… είχαμε πάντα μεγάλο σεβασμό και αγάπη ο ένας για τον άλλο… δεν ακυρώθηκε αυτό, δεν αμαυρώθηκε… ο Αντρέας έλεγε πως ‘το ιερό του έμεινε απαραβίαστο’, εγώ έλεγα πως ό,τι έδινε φτερά στην ψυχή και στο νου μας τότε δεν έπαψε να μάς δροσίζει…
[ΕΝΑΛΛΑΓΗ ΣΚΗΝΩΝ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΩΝ ΑΠΌ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΠΟΥ ΣΥΝΟΔΕΥΟΥΝ ΤΗΝ ΑΦΗΓΗΣΗ]
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Ο Καράλης στάθηκε πιο τυχερός απ’τους δυο όμως. Μπόρεσε να δημιουργήσει στον Καναδά μια άνετη ζωή, σχεδόν πλούσια. Ο Αντρέας πάντοτε πάλευε να επιβιώσει. Πολλές φορές δέχθηκε προσκλήσεις να τα παρατήσει όλα και να πάρει το πρώτο αεροπλάνο για Μόντρεαλ. Εκεί θα ξεκινούσε κάτι από την αρχή. Ο φίλος του προσφερόταν να τον στηρίξει σε όλα. Όμως δεν δέχθηκε ποτέ. Ο Αντρέας δεν ήταν τυχοδιωκτικός τύπος. Και δεν προσαρμοζόταν εύκολα σε νέα περιβάλλοντα. Ο Καράλης απ’την άλλη δεν έπαψε να στηρίζει οικονομικά το φίλο του, διακριτικά πάντα έστω κι αν δεν κατάφερνε να τον μεταπείσει να εγκαταλείψει το στενόχωρο διαμερισματάκι του για μια άνετη και ξεκούραστη ζωή κοντά του.
Τα χρόνια πέρασαν. Οι δυο φίλοι άρχισαν να χάνονται. Η επικοινωνία τους αραίωσε κάπως. Τα τελευταία χρόνια σχεδόν έφτασε στο μηδέν. Ώσπου ο Μάνος, μετά την κυβερνητική αλλαγή στον Καναδά, αποφασίζει μετά από πολλά χρόνια να επιστρέψει στην πατρίδα. Επικοινωνεί με το φίλο του, κανονίζουν να ανταμώσουν, υπάρχει συγκίνηση ανάμεικτη με αμηχανία. Έχουν σαρανταρίσει πια και οι δυο. Η φλόγα δεν έχει σβήσει όμως το βλέμμα έχει αλλάξει.
ΜΕΛΙΝΑ
(κοιτώντας και το ρολόι της… περασμένα μεσάνυχτα!)
Πότε ήταν η τελευταία φορά που επικοινωνήσατε;
ΚΑΡΑΛΗΣ
Ενάμιση χρόνο πριν. Εγώ κανόνιζα τις τελευταίες εκκρεμότητες για να έρθω Αθήνα. Ανταλλάσσαμε μέιλς. Τού έγραφα, μού έγραφε. Είχαμε πυκνή επικοινωνία εκείνες τις εβδομάδες λίγο πριν έρθω στην Ελλάδα. Επισκεπτόμουν συχνά το ιστολόγιό του… ένα ποιητικό ιστολόγιο που όμως περιελάμβανε και τις σκέψεις του, το στοχασμό του… έμπαινα κάθε μέρα και τον διάβαζα. Μπορείς να μπεις να το δεις. Μετάρσιος Λόγος, αυτός είναι ο τίτλος.
ΜΕΛΙΝΑ
(γευόμενη τις λέξεις)
Μετάρσιος Λόγος…
ΚΑΡΑΛΗΣ
Η τελευταία του ανάρτηση είναι εκείνης της εποχής περίπου… Μάρτιος του 201… Από τότε δεν ανήρτησε τίποτε.
ΜΕΛΙΝΑ
(σκεφτική)
Μάλιστα. Έπειτα;
ΚΑΡΑΛΗΣ
Ήρθα στην Αθήνα αρχές καλοκαιριού… εντωμεταξύ είχε διακοπεί αιφνίδια η επικοινωνία με τον Αντρέα. Έπιασα τούτο το διαμέρισμα, έτρεχα σε διάφορες δουλειές, ο φίλος μου άφαντος. Το κινητό του νεκρό… το ιστολόγιό του νεκρό… εξαφανισμένος!
ΜΕΛΙΝΑ
Ώστε λοιπόν από τον Μάρτη εκείνο χάθηκαν τα ίχνη του.
ΚΑΡΑΛΗΣ
(κουρασμένα)
Ναι.
ΜΕΛΙΝΑ
Τον αναζήτησες;
ΚΑΡΑΛΗΣ
Παντού… με κάθε τρόπο… εννοώ με κάθε προφανή τρόπο. Και για λίγους μήνες. Πήγα βέβαια κι από το σπίτι του. Κι εκεί δέχθηκα ένα μεγάλο σοκ. Το σπίτι είχε ξενοικιαστεί ήδη από το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς! Όχι από τον ίδιο όμως!
[ΕΝΑΛΛΑΓΗ ΣΚΗΝΩΝ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΩΝ ΑΠΌ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΠΟΥ ΣΥΝΟΔΕΥΟΥΝ ΤΗΝ ΑΦΗΓΗΣΗ]
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Το πράγμα είχε αρχίσει να έχει ενδιαφέρον πλέον. Την ίδια εποχή που ο Καράλης ερχόταν από τον Καναδά στην Αθήνα, κάποιος άγνωστος, κάποιος που είχε παρουσιαστεί ως συγγενής του Αφοσιωμένου, είχε εμφανιστεί στο σπιτονοικοκύρη του φίλου του, είχε βγάλει ένα πακέτο με ευρώ, είχε εξοφλήσει με το παραπάνω όλα τα χρωστούμενα και είχε αδειάσει το σπίτι! Όταν πήγε ο Καράλης εκεί, κατά τον Οκτώβρη πλέον μια οικογένεια αλλοδαπών είχε πιάσει το διαμέρισμα του φίλου του! Το σοκ ήταν μεγάλο.
ΜΕΛΙΝΑ
(κάπως ελεγκτικά)
Πέρασαν κάμποσοι μήνες μέχρι να πας από κει ε;,
ΚΑΡΑΛΗΣ
Ναι… το παραδέχομαι… σκέφτηκα αρχικά πως ο φίλος μου είχε αλλάξει διάθεση… του συνέβαινε αυτό κατά καιρούς… ενθουσιαζόταν με μια προοπτική και μετά από λίγο την εγκατέλειπε. Όμως, ομολογώ πως αδράνησα… όταν συνειδητοποίησα πως δεν μπορούσα να βρω ίχνη του απελπίστηκα. Έβαλα τα χειρότερα με το νου μου… καταλαβαίνεις… γι αυτό και απευθύνθηκα στο γραφείο σας… δηλαδή σε σένα.
Η Μελίνα αποφασίζει να σηκωθεί. Είναι η ώρα της αναχώρησης. Ο Καράλης τα συνοδεύει ως την πόρτα. Είναι εμφανώς κουρασμένος. Πριν φύγει η Μελίνα, της δίνει ένα στικ…
ΚΑΡΑΛΗΣ
Εδώ είναι ό,τι έχω… αρχεία, απόσπασμα της αλληλογραφίας μας… κάποιες φωτογραφίες… στα εμπιστεύομαι.
Η Μελίνα παίρνει το στικάκι και το βάζει στην τσέπη.
ΚΑΡΑΛΗΣ
Δεν συζητήσαμε το οικονομικό.
ΜΕΛΙΝΑ
(χαμογελώντας)
Έχω προσληφθεί λοιπόν.
ΚΑΡΑΛΗΣ
Από την πρώτη στιγμή.
ΜΕΛΙΝΑ
Είμαι αρκετά ακριβή όμως κάνω καλή δουλειά κε Καράλη. Πρώτα θέλω να μελετήσω τα δεδομένα, να έχω μια εικόνα… θα είμαστε σε επαφή…
ΚΑΡΑΛΗΣ
Μια προκαταβολή;
ΜΕΛΙΝΑ
Θα σας στείλω με μειλ έναν αριθμό λογαριασμού… σύντομα. Και το ποσό της προκαταβολής πριν ξεκινήσω πραγματικά
Η Μελίνα βαδίζει προς τον ανελκυστήρα.
ΚΑΡΑΛΗΣ
Μου αρέσει ο τρόπος σου… νιώθω μια αισιοδοξία.
ΜΕΛΙΝΑ
Καλή είναι πάντα η αισιοδοξία και το θετικό πνεύμα.
Και ανταλλάσσουν χαμογελαστές και κουρασμένες καληνύχτες.
Στα ‘μπεργκεράδικα’
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Η Μελίνα μετά το ραντεβού της με τον Μάνο Καράλη στο αυτοκίνητό της.
Κρατάει το μικρό στικ ανάμεσα στα δάχτυλά της. Ξεφυσάει κουρασμένη. Πιάνει το στήθος της. Ένα σκοτεινό συναίσθημα. Την αιφνιδιάζει.
ΜΕΛΙΝΑ
Τι είναι αυτό τώρα;
(παίρνει μια βαθιά ανάσα)
Είσαι νηστική καλή μου… γι αυτό. Κι αυτός ο Καράλης, μόνο με αλκοόλ και κρακεράκια να τη βγάλουμε…
Το στομάχι της κάνει έναν παράξενο θόρυβο.
ΜΕΛΙΝΑ
Εσύ λιμοκτονείς, όχι αστεία! Βουρ για τα ‘μπεργκεράδικα’. Ας τους έχει ο Θεός καλά που ξενυχτούν για κάτι τύπους σαν κι εμένα.
Βρίσκει ένα σταθμό στο ραδιόφωνο με ροκ μουσική για να διαλύσει τα σύννεφα και βγαίνει στους νυχτερινούς δρόμους της Αθήνας.
Ο Πήτερ στα καδράκια
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο σπίτι της Μελίνας.
Η Μελίνα ξυπνά. Κοιτά το ρολόι της στο κομοδίνο. Περίπου δέκα. Αποφασίζει να παραγγείλει καφέ και τρία κρουασανάκια βουτύρου.
ΜΕΛΙΝΑ
Ξεκίνα τεμπέλα! Έχουμε μελέτη σήμερα. Ένα βουνό!
Βλέπει στον τοίχο ένα από τα ρητά του Πήτερ που έχει καδράρει. Όλο της το σπίτι (ένα μικρό διαμέρισμα στα Εξάρχεια που νοικιάζει) είναι γεμάτο από καδράκια με τη φατσούλα του Πήτερ και φράσεις του που αγαπά να διαβάζει και να ξαναδιαβάζει.
ΡΗΤΟ ΤΟΥ ΠΗΤΕΡ ΣΤΟ ΚΑΔΡΑΚΙ
«Πριν πάρεις την όποια απόφαση για δράση, να περάσεις από όλη τη γκάμα των συναισθημάτων. Από τον ενθουσιασμό ως την απόρριψη. Όπου σταθεί το ένστικτό σου, εμπιστεύσου το και πράξε αναλόγως»
Από κάτω είχε συμπληρώσει και τις δικές της σκέψεις.
«Ο ενθουσιώδης ξεκινά με χίλια και στην πρώτη στραβή πάει με την όπισθεν. Ο πεσιμιστής τα βλέπει όλα μαύρα και χάνει χρόνο και χρήμα. Αλλά τους περιέχουμε όλους. Και τον ενθουσιώδη και τον γκρινιάρη και τον ηττοπαθή και τον αισιόδοξο και τον πρακτικό και τον ονειροπαρμένο. Σα να έχουμε φάει όλα τα φαγητά ενός πλούσιου μπουφέ. Και αυτό που μένει σαν γεύση την επομένη είναι αυτό που ‘διάλεξε’ ο οργανισμός. Κι αυτό εμπιστεύεσαι»
Η Μελίνα τηλεφωνά και ταυτόχρονα μπαίνει στο μπάνιο για ένα σύντομο ντουζάκι.
Ερωτήματα
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο σπίτι της Μελίνας. Στο γραφείο της. Φοράει τις πυτζάμες της με τα χρώματα του Ολυμπιακού. Έχει ανοιχτό το λάπτοπ της και μελετά. Πίνει και τον καφέ της.
Στον ανοιχτό κειμενογράφο της οθόνης, σημειώνει ερωτήματα.
-
Ποιος είναι ο Αφοσιωμένος;
-
Έχει οικογένεια; Είχε ποτέ; Ο Καράλης δεν είχε κάνει καμιά νύξη.
-
Ήταν ολομόναχος;
-
Είχε κάποια σχέση;
-
Δεν υπήρχε κανείς να τον αναζητήσει;
Παίρνει το στικάκι που της έδωσε ο Καράλης, το βάζει στη θύρα usb του υπολογιστή της και στρώνεται στη μελέτη.
‘Είσαι στο μυαλό / κάτι μαγικό…’
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Μετά από λίγες ώρες. Στο γραφείο της, βυθισμένη στη μελέτη των στοιχείων που της έδωσε ο Καράλης.
Χτυπά το κίνητό της. Η Μελίνα σχεδόν δεν το ακούει. Μηχανικά περισσότερο απλώνει το δεξί της χέρι στο γραφείο, παίρνει τη συσκευή και τη φέρνει στο αυτί της. Δεν έχει δει καν ποιος την καλεί. Τελικά είναι ο Λάμπρος.
ΦΩΝΗ ΛΑΜΠΡΟΥ
Καλημέρα Θρυλάρα!
Η βροντερή, χαρούμενη φωνή του σχεδόν τη σοκάρει.
ΜΕΛΙΝΑ
(ζωντανεμένη)
Τι κάνεις βρε παλιόγαυρε; Πάλι λουφάρεις;
ΦΩΝΗ ΛΑΜΠΡΟΥ
Πήρα ν’ακούσω τη φωνή σου να ισιώσω! Πώς πάν τα κέφια;
Από το βάθος ακούγονται αγριοφωνάρες, ανυψωτικά μηχανήματα, θόρυβος του λιμανιού. Κάπου έχει τρυπώσει ο αθεόφοβος και πίνει το καφεδάκι του.
ΜΕΛΙΝΑ
Δουλεύω αχαΐρευτε. Όχι σαν κι εσένα!
ΦΩΝΗ ΛΑΜΠΡΟΥ
(μαζί με άλλους)
Είσαι στο μυαλό / κάτι μαγικό…
ΜΕΛΙΝΑ
(γελώντας)
Εντάξει, εντάξει. Ερυθρόλευκα γομάρια!
ΦΩΝΗ ΛΑΜΠΡΟΥ
(αφού ησυχάζουν λίγο οι φωνές)
Το απόγευμα θα πάω για τα εισιτήρια.
ΜΕΛΙΝΑ
Και γιατί δεν τα παίρνεις ηλεκτρονικά;
ΦΩΝΗ ΛΑΜΠΡΟΥ
Δεν ξέρω εγώ απ’αυτά κούκλα μου. Στο γκισέ! Εσύ τι θα κάνεις;
Νέες αγριοφωνάρες. Κάποιος έχει πάρει χαμπάρι τους λουφαδόρους.
ΜΕΛΙΝΑ
Δεν ξέρω, μάλλον θα έχω δουλειά αυτό το σου-κού Λάμπρο.
Μικρή παύση.
ΦΩΝΗ ΛΑΜΠΡΟΥ
Καλά μάτια μου… όπως ορίζεις.
(έπειτα, απτόητοι όλοι)
Θρύλε θεέ μου / Ολυμπιακέ μου!
ΜΕΛΙΝΑ
Μάλιστα, μάλιστα. Κοίτα να σε τσακώσει πάλι ο Λαχανάς και θα σου πω εγώ.
Νέα βροντερά γέλια.
ΦΩΝΗ ΛΑΜΠΡΟΥ
(με πιο ήρεμη φωνή)
Είσαι καλά κορίτσι;
ΜΕΛΙΝΑ
Καλά είμαι βρε. Εσύ;
ΦΩΝΗ ΛΑΜΠΡΟΥ
(με περηφάνια)
Οικογένεια και άγιος ο θεός!
ΜΕΛΙΝΑ
Έτσι μπράβο… να κάνουν και μερικοί οικογένειες γιατί οι Έλληνες χανόμαστε Λάμπρο!
ΦΩΝΗ ΛΑΜΠΡΟΥ
Τι είπες; Δεν σε άκουσα Μελίνα.
ΜΕΛΙΝΑ
Τίποτα. Θα τα πούμε, να προσέχεις.
Ο Λάμπρος… ο παλιός και καλός της φίλος από το σχολείο. Μαζί στα θρανία, στα σκασιαρχεία, στα γήπεδα. Παντού μαζί. Τώρα έχει παντρευτεί, έχει νοικοκυρευτεί αλλά η τρέλα του για τη μπάλα καλά κρατά. Μερικές φορές τον είχε επιστρατεύσει σε κάποιες δύσκολες ‘αποστολές’ στη δουλειά. Δεν αρνιόταν ποτέ του να με βοηθήσει και δεν παραπονιόταν ούτε γκρίνιαζε. Ανοιχτή καρδιά. Λαϊκός, όμορφος άνθρωπος.
ΜΕΛΙΝΑ
(μονολογώντας)
Με ποιον παίζουμε την Κυριακή;
(βλέπει το πρόγραμμα που έχει τοιχοκολλημένο στον τοίχο απέναντί της)
Με την ΑΕΚ… Πολύ θα ήθελα αλλά… έχω πολλή δουλειά…
Ψάχνει τα τσιγάρα τα. Βρίσκει κάπου ένα πακέτο, το ανοίγει, είναι άδειο.
ΜΕΛΙΝΑ
(βλαστημάει)
Το κερατό μου!
Αποφασίζει να ξαναγυρίσει στη μελέτη της.
Από το σπίτι ως το παγκάκι
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ.
Η Μελίνα κοιτά το ρολόι της. Τρεις και μισή!
ΜΕΛΙΝΑ
Πώς κύλησαν οι ώρες… Πολύ υλικό… κι ακόμα δεν έχω μπει καν στο ιστολόγιο του Αφοσιωμένου! Μπορώ να στείλω όμως τη… λυπητερή στον Καράλη! Και μετά θα βγώ να περπατήσω λίγο. Και να πάρω κάτι για φαγητό.
Στέλνει ένα μέιλ με τον αριθμό λογαριασμού της και το ποσόν. Την ώρα που το γράφει σουφρώνει και τα χείλια της.
Η Μελίνα σηκώνεται και ντύνεται για να βγει. Σε λίγο ακούει τον ήχο ειδοποιήσεων από το ανοιχτό λάπτοπ.
Έχει έρθει μέιλ. Ο Καράλης τής έχει κιόλας απαντήσει!
Ανοίγει τα μέιλ της και διαβάζει: ‘Το τακτοποίησα κιόλας’. Μένει άναυδη. Και αμέσως μετά χτυπά και το κίνητό της. Είναι ο εντολέας και καλοπληρωτής της.
ΦΩΝΗ ΚΑΡΑΛΗ
(ευδιάθετος)
Καλημέρα.
ΜΕΛΙΝΑ
Καλό απόγευμα μάλλον.
ΦΩΝΗ ΚΑΡΑΛΗ
Ναι… σωστά. Ώστε μελέτησες κιόλας το υλικό;
ΜΕΛΙΝΑ
Έχω κάνει το πρώτο πέρασμα… ναι… Όμως δεν έχω διαβάσει τίποτα από το ιστολόγιο του φίλου σου. Αυτό θα πάρει λίγες μέρες.
ΦΩΝΗ ΚΑΡΑΛΗ
Και το συμπέρασμά σου ως τώρα;
ΜΕΛΙΝΑ
Χμμ… μπορώ μονάχα να σου πω ότι τα πράγματα είναι πιο ζόρικα απ’όσο πίστευα…
Παύση.
ΦΩΝΗ ΚΑΡΑΛΗ
Έχεις σχεδιάσει τις επόμενες ενέργειές σου;
ΜΕΛΙΝΑ
Ναι, έχω σχεδιάσει ήδη κάποιες ενέργειες. Μην με ρωτήσεις όμως τι και πως.
ΦΩΝΗ ΚΑΡΑΛΗ
Ναι, εντάξει… δεν θα σε ρωτούσα... ας κρατήσουμε το θετικό πνεύμα όμως, ε;
ΜΕΛΙΝΑ
Φυσικά… αλλιώς θα είχα αλλάξει επάγγελμα!. Κι ευχαριστώ για την προκαταβολή.
ΦΩΝΗ ΚΑΡΑΛΗ
Εύχομαι καλή δουλειά.
Η σύντομη επικοινωνία λαμβάνει τέλος.
Αμέσως μετά η Μελίνα πιάνει το στέρνο της. Το ίδιο σφίξιμο.
ΜΕΛΙΝΑ
Εχτές το απέδωσα στην έλλειψη θερμίδων, σήμερα;
Άλλο ένα σωτήριο ρητό του Πήτερ σε ένα καδράκι.
ΡΗΤΟ ΤΟΥ ΠΗΤΕΡ ΣΕ ΚΑΔΡΑΚΙ
«Όταν αμφιβάλλεις περπάτα!»
Η Μελίνα σηκώνεται.
ΜΕΛΙΝΑ
Ας πάμε ως το γειτονικό παρκάκι. Τις καλύτερες ιδέες τις συλλαμβάνει κανείς στη διαδρομή από το σπίτι ως το παγκάκι.
Κι αυτό δεν είναι του Πήτερ, δικό μου είναι.
Πολλά και τίποτα
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Λίγες ημέρες μετά. Σε κάποια καφετέρια των βορείων προαστίων.
Η Μελίνα έχει έρθει νωρίτερα στο προγραμματισμένο ραντεβού της με τον Καράλη για να τον ενημερώσει για την υπόθεση της εξαφάνισης του φίλου του.
Όση ώρα κάθεται σε μια απόμερη γωνιά μόνη και τον περιμένει, σκέφτεται όσα έχουν γίνει τις προηγούμενες ημέρες από τη μελέτη των κειμένων και των στοιχείων που αφορούν στον Αντρέα Αφοσιωμένο.
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Η αλήθεια είναι πως είχα κιόλας φιλοτεχνήσει το πορτρέτο του. Ο Καράλης τον είχε περιγράψει εσωστρεφή και συνεσταλμένο. Κάπως δειλό ίσως και αντικοινωνικό.
Το δικό μου μαχαίρι έφτασε πιο βαθιά κι ας μην τον είχα γνωρίσει ποτέ μου αυτόν τον άνθρωπο. Πρόκειται για έναν αληθινό ερημίτη, έναν ‘κοσμοκαλόγερο’ που θα’λεγε και η μάνα μου. Από τις αναρτήσεις του στο ιστολόγιό του έβγαζε κανείς πολλά συμπεράσματα και μακάριζα τον Πήτερ, το παλιό καλό μου αφεντικό που με είχε εκπαιδεύσει τόσο καλά αλλά και το δικό μου μυαλό που έκοβε ξυράφι.
Ο Αφοσιωμένος είναι ένας ευαίσθητος και ταυτόχρονα πολύ μοναχικός άνθρωπος. Από αυτούς που λέμε ότι γεννήθηκαν σε λάθος εποχή. Ζει στην κυριολεξία στον δικό του κόσμο, σ’αυτό είχε δίκιο ο Καράλης. Και δεν είναι άσχημος αυτός ο κόσμος. Είναι γεμάτος υψηλές ιδέες, μεγάλες αλλά απόλυτες αξίες και τρυφερότητα.
Δεν είμαι σίγουρη αν υπάρχει αγάπη σ’αυτόν τον κόσμο. Υπάρχει απογοήτευση, μελαγχολία για την μοίρα του ανθρώπου, τη φθορά, το πρόσκαιρο του βίου. Αυτό τον απασχολεί σε όλα σχεδόν τα ποιήματα και τα κείμενά του. Ομολογώ πως αρκετά δεν τα έχω καταλάβει. Η γλώσσα του ιδιαίτερη, το ύφος του μερικές φορές πυκνό και απροσπέλαστο για μια αμύητη όπως εγώ. Το κεντρικό νόημα το έχω πιάσει όμως, δεν λαθεύω.
Και από την άλλη υπάρχει και η επίκληση ενός χαμένου έρωτα, μιας αγάπης που ήρθε κι έφυγε, μιας ματαιωμένης ευτυχίας. Όλες αυτές τις μέρες διάβασα σχεδόν τα πάντα μέσα στο ιστολόγιό του. Και διάβασα και τα σχόλια των αναγνωστών του. Δεν ήταν και πολλοί αυτοί που τολμούσαν να κάνουν κάποιο σχόλιο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αρκετοί αποθαρρύνονταν καθώς δεν θα καταλάβαιναν τι διάβαζαν.
Τα πιο πολλά σχόλια ήταν πάντως από γυναίκες. Και ειδικά από μια, την Αντιγόνη. Με αυτή μάλιστα υπήρχε κάτι ανάμεσά τους. Κάτι ιδιαίτερο. Η τύπισσα φαινόταν από την αρχή τσιμπημένη μαζί του. Τα σχόλιά της ήταν μερικές φορές προκλητικά, έμπαινε για να του την πει για να το πούμε λαϊκά. Φαίνεται όμως πως υπήρχε κάποια ξεχωριστή σχέση ανάμεσά τους. Οι αναρτήσεις της τελευταίας χρονιάς ειδικά ήταν σχεδόν γεμάτες από δικά της σχόλια και δικές του απαντήσεις. Κανονικός διάλογος. Καμιά φορά σχεδόν καβγάδιζαν κιόλας. Το πράγμα κάνει μπαμ, δεν είναι δα και πυρηνική φυσική. Η κοπέλα είναι ερωτευμένη μαζί του και προσπαθεί να τον τσιγκλήσει, να τον πειράξει. Εκείνος πάλι πιο βαρύς, καμιά φορά ανταποκρινόταν, άλλοτε τη μάλωνε.
Έπειτα, λίγους μήνες πριν την εξαφάνιση του Αφοσιωμένου παρατήρησα μια αλλαγή. Τα μηνύματα του προς εκείνη είναι πιο κοφτά και τυπικά. Πάντα της απαντά αλλά όχι πια με την ίδια θέρμη, την ίδια όρεξη. Και οι αναρτήσεις του έχουν αλλάξει. Μπαίνει σε άλλα θέματα, πιο ‘σκληρά’, πιο σκοτεινά. Ναι, πιο σκοτεινά, αυτή είναι η λέξη.
Και δεν έχει απομείνει κανείς πια να του γράφει εκτός από την Αντιγόνη. Αυτή μπαίνει πάντα και γράφει τα δικά της.
Η τελευταία του ανάρτηση ήταν στα μέσα του Μάρτη εκείνης της χρονιάς. Κι από τότε τίποτα.
Βλέπει κάποια στιγμή τον Καράλη να μπαίνει στο καφέ και να τη ζυγώνει με ένα βλέμμα παραπονεμένο. Και ένοχο.
ΚΑΡΑΛΗΣ
(ξαναμμένος)
Άργησα, να με συγχωρείς
Κάθεται απέναντί της στον καναπέ.
ΜΕΛΙΝΑ
Δεν άργησες, οκ. Πέντε λεπτά.
Παραγγέλνουν δυο καφέδες και η Μελίνα βγάζει ασυναίσθητα το πακέτο με τα τσιγάρα της. Δεν μπορεί να καπνίσει και το αφήνει πάνω στο τραπέζι.
ΚΑΡΑΛΗΣ
(με βλέμμα ανάμεικτο. Μεταξύ ικεσίας, απόγνωσης και συγκρατημένης αισιοδοξίας)
Χάρηκα που μού τηλεφώνησες Μελίνα.
ΜΕΛΙΝΑ
Σκέφτηκα να μιλήσουμε λιγάκι. Την προηγούμενη φορά βάλαμε ας πούμε το περίγραμμα, τώρα έχω μπει κι εγώ βαθύτερα στο θέμα.
ΚΑΡΑΛΗΣ
Περίμενα με ιδιαίτερη αγωνία ένα τηλεφώνημά σου. Λοιπόν έχουμε τίποτα;.
ΜΕΛΙΝΑ
(κάπως κοφτά, όπως το συνηθίζει)
Πολλά και τίποτα.
Ο Καράλης την κοιτά με τα φρύδια του σμιγμένα. Έρχονται οι κούπες, πίνουν μια γουλιά.
ΜΕΛΙΝΑ
Την υπόθεση Λιαντίνη την ξέρεις;
ΚΑΡΑΛΗΣ
(σμίγει τα φρύδια του)
Ναι… όμως…
ΜΕΛΙΝΑ
Θυμάσαι τι έλεγαν τότε στα κανάλια όταν ‘εξαφανίστηκε;’ Θυμάσαι το σούσουρο που είχε γίνει; Μετά από καιρό αποδείχθηκε ότι δεν είχε ‘εξαφανιστεί’ καθόλου. Απλώς είχε κάνει αυτό που ετοίμαζε από καιρό. Κανένας αιφνιδιασμός στην ουσία.
ΚΑΡΑΛΗΣ
(πίνει λίγο καφέ και την κοιτά με ενδιαφέρον)
Βγάζεις ένα παρόμοιο συμπέρασμα από τα κείμενά του;
ΜΕΛΙΝΑ
Όχι ακριβώς… δεν είναι ίδιες περιπτώσεις… όμως έχω καταλήξει σε τρία πιθανά σενάρια. Δεν ξέρω ποιο βαραίνει παραπάνω. Το πρώτο είναι ότι μια μέρα απλώς πήρε το καπελάκι του και έφυγε. Τα παράτησε όλα και έφυγε. Τώρα αν έφυγε και… εντελώς, δεν ξέρω…
ΚΑΡΑΛΗΣ
(νεύοντας αρνητικά)
Το αποκλείω Μελίνα. Το είχα σκεφτεί κι εγώ. Τον Αντρέα τον ξέρω είκοσι χρόνια… και περισσότερο… δεν… θέλω να πω ούτε από όσα διάβασα προκύπτει κάτι τέτοιο…
ΜΕΛΙΝΑ
Προς στιγμήν ας το αφήσουμε εδώ αυτό το σενάριο. Είναι πάντως πιθανό. Αν ένας άνθρωπος αυτής της φιλοσοφικής τάσης πάρει την απόφαση δεν θα βγάλει και ανακοίνωση για τους αναγνώστες του ιστολογίου… για ποιο λόγο; Αλλά κι εγώ αισθάνομαι… περισσότερο δηλαδή το νιώθω ότι δεν είναι το πιο πιθανό αυτό…
ΚΑΡΑΛΗΣ
(χαμογελώντας)
Το δεύτερο σενάριο;
ΜΕΛΙΝΑ
Το δεύτερο σενάριο είναι ότι τον σκότωσαν.
Ο άνθρωπος παρά λίγο να πνιγεί. Του ζητά συγνώμη και υπόσχεται να μην είναι τόσο ωμή.
ΚΑΡΑΛΗΣ
(αναψοκοκκινισμένος και βήχοντας)
Τι… τι εννοείς;
ΜΕΛΙΝΑ
Πως κάπου είχε μπλέξει, κάπου βρέθηκε, ίσως σε ένα καβγά, σε κάτι, οτιδήποτε… και τον καθάρισαν… που βρίσκεται τώρα; Θα τον βρουν μετά από καμιά δεκαριά χρόνια σε κανένα λάκκο… από τύχη…
ΚΑΡΑΛΗΣ
Θλιβερό και αποτρόπαιο.
ΜΕΛΙΝΑ
Αλλά καθόλου απίθανο… θα επανέλθω σ’αυτό. Πάμε στο τρίτο σενάριο.
ΚΑΡΑΛΗΣ
Που είναι;
ΜΕΛΙΝΑ
Ότι τον έχουν απαγάγει.
Ο Καράλης δεν μπορεί να εμποδίσει ένα μορφασμό αποδοκιμασίας.
ΜΕΛΙΝΑ
Σού φαίνεται παράξενο; Εμένα καθόλου. Δεν εννοώ ότι τον έχουν απαγάγει για λύτρα. Ο φίλος σου ήταν σχεδόν απένταρος, ζούσε φτωχικά και μάλλον είχε και αρκετά χρέη. Υπάρχουν και άλλα είδη ‘αιχμαλωσίας’ όμως. Κάποιος ή κάτι τον έμπλεξε άσχημα. Και κάτι με τρώει εσωτερικά κάθε φορά που το σκέφτομαι. Σα να είναι το πιο πιθανό… κι ας μην του φαίνεται…
Ο Καράλης επιμένει να το αποκλείει.
ΚΑΡΑΛΗΣ
Νομίζω πως… φοβάμαι δηλαδή πως μάλλον ισχύει το δεύτερο… να σου πω την αλήθεια Μελίνα εγώ δεν ελπίζω να τον βρούμε… θέλω να πω το θέλω πολύ αλλά πολύ φοβάμαι πως δεν θα τον βρούμε…
ΜΕΛΙΝΑ
Ζωντανό.
ΚΑΡΑΛΗΣ
(μελαγχολικά)
Ναι… έχει περάσει τόσος καιρός χωρίς να δώσει σημεία ζωής… άρα κάτι κακό έχει συμβεί.
ΜΕΛΙΝΑ
Το ότι έχει συμβεί κάτι ‘κακό’ το θεωρώ παραπάνω από σίγουρο. Το θέμα είναι το πόσο κακό είναι αυτό… πες μου όμως κάτι… δεν υπάρχει κανένας που να ξέρεις… συγγενής, φίλος ή οτιδήποτε που να μπορώ να απευθυνθώ; Κάποιος όμως με τον οποίο να είχε πάρε δώσε πρόσφατα… κάποιος που τις προάλλες δεν θυμήθηκες να μου πεις ή παρέλειψες να βάλεις στο υλικό που μού έδωσες.
ΚΑΡΑΛΗΣ
(σουφρώνει τα χείλη του)
Ό,τι γνωρίζω τα ξέρεις ήδη… όλα είναι μέσα στο στικάκι που σου έδωσα…
Η Μελίνα τελειώνει τον καφέ της και κοιτούσα τα τσιγάρα της με ανυπομονησία να βγει στον καθαρό αέρα.
ΜΕΛΙΝΑ
Θέλω να σου πω κάτι ακόμα… δεν ξέρω πως θα το πάρεις όμως το σκεφτόμουν όλες αυτές τις μέρες που διάβαζα όσα μού έδωσες και όσα βρήκα στο ιστολόγιο του φίλου σου.
Ο Καράλης πετρώνει σχεδόν.
ΜΕΛΙΝΑ
Δεν ξέρω πόσο καλά γνωρίζεις το φίλο σου… αυτό που αισθάνομαι απ’όσα διάβασα είναι πως ένας άνθρωπος τόσο… πώς να στο πω, πολύπλοκος, έχει και περίεργα γούστα. Να με συμπαθάς που είμαι τόσο ευθύς και δεν ξέρω τους τρόπους των σαλονιών αλλά έτσι μεγάλωσα και έτσι επιβιώνω.
Ο Καράλης την κοιτά κάπως διαφορετικά τώρα. Και παραμένει σιωπηλός σαν καλό σκυλάκι που περιμένει την επόμενη εντολή απ’το αφεντικό του.
ΜΕΛΙΝΑ
Τι σημαίνει περίεργα γούστα; Ο,τι μπορείς να φανταστείς. Δεν είσαι χθεσινός… κοσμογυρισμένος είσαι, μορφωμένος, άνθρωπος του κόσμου… ίσως και του υποκόσμου… δεν με ενδιαφέρει… επειδή εγώ όμως έχω φτάσει σε πολύ χαμηλά σκαλοπάτια και η βρωμιά δεν κατάφερε να με λερώσει, απλά τη μυρωδιά έφερνα μαζί μου κάθε φορά που επέστρεφα, θέλω να σου πω ότι δεν αποκλείεται ο εκλεκτός συγγραφέας και ευαίσθητος και ρομαντικός και όλα τα σχετικά, να είχε… ή να έχει και μια άλλη ζωή… μια ‘διπλή’ ζωή… αυτή που δεν συζητά ποτέ κανείς αλλά ανακαλύπτεται μερικές φορές μετά θάνατον… έμαθα από μικρή ότι κανείς δεν είναι αυτό που δείχνει… κανείς… ούτε εσύ ούτε εγώ… το να έχουμε άγρια βίτσια δεν είναι δα και τόσο πρωτότυπο… μας πρόλαβαν τα Σόδομα και τα Γόμορα κάτι αιώνες πριν…
Ο Καράλης σκάει ένα πονηρό χαμογελάκι και σκύβει το κεφάλι του.
ΚΑΡΑΛΗΣ
Και ο συλλογισμός σου πού οδηγεί;.
ΜΕΛΙΝΑ
Πουθενά… προς το παρόν… απλώς, θέλω να σου πω ότι προσωπικά δεν θα έπεφτα από κανένα συννεφάκι αν ανακάλυπτα πως ο άνθρωπός μας είναι χωμένος σε τίποτα σκατά που δεν τα βάζει ο νους σου… εκτός αν ο νους σου βάζει τίποτα και δεν μού το λες… ο καθωσπρεπισμός συνηθίζεται στις πιο πάνω τάξεις… γι αυτό το λέω…
Ο Καράλης δεν αγνοεί τη μπηχτή. Αντιδρά απλώς με ένα ανασήκωμα των φρυδιών και ένα ξεφύσημα σα να είχε δεχθεί γροθιά στο στομάχι.
ΚΑΡΑΛΗΣ
Ουάου… αληθινά δεν χαρίζεις κάστανα εσύ!
ΜΕΛΙΝΑ
Δεν θέλω τώρα να μού πεις… σκέψου όμως… αν υπάρχει κάτι… οτιδήποτε που τελικά θα μπορούσε να βοηθήσει, μη ντραπείς… να σού πω μια μικρή ιστοριούλα για να με πιάσεις;
ΚΑΡΑΛΗΣ
Ναι.
ΜΕΛΙΝΑ
Κάποτε είχα αναλάβει μια υπόθεση ‘εξαφάνισης’. Ο μάγκας ήταν οικογενειάρχης, ωραίος, με τη γυναίκα του, τα παιδιά του, τους λογαριασμούς του πληρωμένους και την Μερσεντές στο πάρκινγκ. Κάποια μέρα των ημερών χάθηκε απ’τα ραντάρ. Ανέλαβα την υπόθεση. Η γυναίκα του αρχικά δεν ήθελε να μού τη δώσει. Όμως ο Πήτερ έκανε χημειοθεραπείες τότε και δεν γινόταν αλλιώς. Κι ενώ η αστυνομία έψαχνε βαριεστημένα και κάποια μέρα τα παράτησε γιατί τι μας νοιάζει που κοπροσκυλιάζει ένας 45άρης που βαρέθηκε να βλέπει τη μούρη της γυναίκας του και ξελογιάστηκε από ένα πορνίδιο και τρώει τα λεφτάκια του και καλοπερνάει… εγώ έψαξα τα αρχεία του… τα βιβλία του, τα συρτάρια του, τα πάντα… διάβασα, ασχολήθηκα, σκέφτηκα, ξενύχτησα… ξέρεις τι κατάλαβα; Ο άνθρωπος αυτός είχε ένα μεγάλο βίτσιο… τόσο μεγάλο που του είχε ροκανίσει τον εγκέφαλο σαν αρουραίος… κι ήθελε πριν γεράσει να το ζήσει… όχι απλώς να πάρει μια μυρωδιά, να το γευτεί για λίγο κι έπειτα ξανά στα ίδια… ήθελε να το ζήσει ολοκληρωτικά… με τη γυναίκα του δεν μπορούσε… ο πόθος να το ζήσει του έκαιγε τα κύτταρα, δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Είχε τακτοποιηθεί οικονομικά, είχε σιχαθεί τη δουλειά, το μαγκανοπήγαδο, τη σαπίλα της αστικής τάξης που τον έθρεψε… σάπιος κι αυτός ίσως αλλά ήθελε να βουτηχτεί ως το λαιμό στο μεγάλο βούρκο…
ΚΑΡΑΛΗΣ
(συνεπαρμένος)
Δηλαδή;
ΜΕΛΙΝΑ
Δηλαδή τη μέγιστη, επικίνδυνη σαρκική και ψυχική και πνευματική και πες ό,τι θες ηδονή που ή θα τον εξόντωνε ή θα τον έφτανε στα ουράνια… και τη βρήκε… και τον βρήκα κι εγώ. Μέσα σε ένα μήνα τον εντόπισα… το πώς δεν έχει σημασία… το πού έχει όμως… ξέρεις που; Στα υπόγεια μιας Μίστρες… μιας Ντόμινας γερμανίδας, κάπου στο Αμβούργο… τον βρήκα κλειδωμένο σε ένα κλουβί με περιλαίμιο και αλυσίδα… κι ευτυχισμένο!
Ο Καράλης ξεροκαταπίνει και δεν τολμά να βγάλει άχνα.
ΜΕΛΙΝΑ
Τι έγινε σκέφτεσαι; Ο άνθρωπος τρομοκρατήθηκε όταν κατάλαβε τι σήμαινε η παρουσία μου εκεί… πίστευε ότι είχε χαθεί γι αυτόν τον κόσμο… ζούσε τη ζωή των ονείρων του… δεμένος με αλυσίδα να γλείφει τα βρόμικα πέλματα της αφέντρας του και να δέχεται το βούρδουλα στη σάρκα… και στο είναι του… ο άνθρωπος ήταν στον έβδομο ουρανό… υπόγειο μεν αλλά στον παράδεισο… τι έπρεπε να κάνω; Τυπικά έπρεπε να τον ξεμπροστιάσω, να τον κάνω βούκινο, να αναγκαστεί να γυρίσει μετανιωμένος στην συζυγική εστία. Ποιο το νόημα; Κι αν τον συγχωρούσε η γυναίκα του αυτός μετά από λίγο θα ξανάφευγε. Ήταν δυστυχισμένος κι είχε βρει τη βασιλεία των ουρανών… μέσα από εξευτελισμούς, μαστίγια και φτυσίματα στη μούρη… αυτό λαχταρούσε η ψυχή του… στα λέω γιατί έμεινα κοντά του, εκεί, στο υπόγειο δυο μέρες και μού τα είπε όλα… η Ντόμινά του μού έδωσε την άδεια να κάνω ό,τι θέλω… δεν την ενδιέφερε… είχε ένα σωρό σκλάβους… ο άνθρωπος με ικέτεψε να γυρίσω πίσω ‘άπρακτη’… να δηλώσω πως δεν τον βρήκα, κανένα ίχνος πουθενά… ας έβγαζε τα κάστανα απ’τη φωτιά η αστυνομία σε εκατό χρόνια… ποιος χέστηκε άλλωστε;
ΚΑΡΑΛΗΣ
(την κοιτά εκστατικός)
Και τι έκανες;
ΜΕΛΙΝΑ
Αυτό που μού ζήτησε. Μού αποκάλυψε μάλιστα και μια τραπεζική θυρίδα με μια τσάντα γεμάτη φίσκα με εκατόευρα. Μού είπε να κρατήσω όσα ήθελα και να τον αφήσω ήσυχο. Η γυναίκα του θα έβρισκε κάποιον άλλο, νέα ήταν ακόμα, όμορφη. Ο γιος φοιτητής, περιουσία υπήρχε, όλα τακτοποιημένα. Τελικά πήγα στη θυρίδα, κράτησα από τη τσάντα μονάχα τα έξοδά μου και γύρισα στην Αθήνα. Είπα στη σύζυγό του ότι δεν είχα βγάλει άκρη και πως η υπόθεση είχε φτάσει σε αδιέξοδο… μάλλον νεκρός ήταν ο άνθρωπος, άγνωστο πώς, άγνωστο από ποιους ή από τι… έπρεπε να αρχίσει να τον πενθεί και να συνεχίσει τη ζωή της… της επέστρεψα και την προκαταβολή και… η υπόθεση έκλεισε.
Ο Καράλης εκπνέει με θόρυβο σα να κρατούσε την αναπνοή του καμιά ώρα.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
Έχει ανάψει, η ιστορία αυτή τον έχει ‘φτιάξει το ξέρω. Έχει γνωρίσει κι αυτός ένα σωρό τέτοιους ανθρώπους στον περίγυρό του, δεν του είπα κάτι καινούργιο. Απλά όταν τα ακούς από κάποιον, όταν αφορούν εσένα ή έναν αγαπημένο σου, τότε είναι αλλιώς. Δεν είναι μια ταινία που την είδες και μετά πέφτεις για ύπνο ερεθισμένος ίσως από την ωραία πρωταγωνίστρια. Είναι κάτι χειροπιαστό. Κι αυτό σε ντροπιάζει.
Και η ντροπή φέρνει σιωπή. Και η σιωπή σκέψεις. Και οι σκέψεις μελαγχολία. Και αφού την άφησα να πλανιέται για λίγο, αποφάσισα να τη σπάσω.
ΜΕΛΙΝΑ
Από αύριο ξεκινάω τη δράση. Βγαίνω απ’το σπίτι που μούχλιασα τέσσερις μέρες να διαβάζω και παίρνω τους δρόμους. Δεν θ’αφήσω τίποτα άψαχτο. Όσο αόρατος κι αν είναι κανείς, κάπου υπάρχουν ίχνη του. Έχω και γνωριμίες και ανθρώπους που θα βοηθήσουν. Ξέρω και πώς θα κινηθώ και δεν θα πάρει πολύ καιρό. Βέβαια είμαι σίγουρη ότι ούτε η πρώην γυναίκα του θα ξέρει τίποτα ούτε στην εταιρία που δούλευε πριν χρόνια. Ούτε βέβαια και οι μακρινοί του θείοι και ξάδελφοι. Γιατί ό,τι έγινε, έγινε τους τελευταίους μήνες. Και με όλους αυτούς δεν είχε επαφή χρόνια τώρα. Η μητέρα του πέθανε πριν πολλά χρόνια έτσι;
ΚΑΡΑΛΗΣ
Ναι, πριν δεκαπέντε νομίζω.
ΜΕΛΙΝΑ
Και ο πατέρας του πέθανε πριν καν τον γνωρίσει.
ΚΑΡΑΛΗΣ
Ναι…
Η Μελίνα κουνά το κεφάλι της με νόημα.
ΜΕΛΙΝΑ
Το κλειδί είναι ο άνθρωπος που άδειασε το σπίτι. Αύριο θα είμαι εκεί και θα τα πούμε ένα γύρο με τον σπιτονοικοκύρη του. Αν βγει άκρη να ξέρεις από κει θα βγει… και…
ΚΑΡΑΛΗΣ
(με έντονο ενδιαφέρον)
Και;
ΜΕΛΙΝΑ
Μπορεί να μην είναι τίποτα… με απασχολεί όμως…
ΚΑΡΑΛΗΣ
Πες μου, ίσως να μπορώ να σε βοηθήσω.
ΜΕΛΙΝΑ
Γνωρίζεις κάποια Αντιγόνη; Στην αλληλογραφία σας δεν την αναφέρει. Τηλεφωνικά μιλούσατε;
ΚΑΡΑΛΗΣ
Όχι συχνά… Αντιγόνη είπες;
ΜΕΛΙΝΑ
Ναι… δεν ξέρω γιατί αλλά μού έχει καρφωθεί αυτό το άτομο…
ΚΑΡΑΛΗΣ
Δεν έχω ιδέα… ποια είναι αυτή; Ποτέ του δεν μού ανέφερε αυτό το όνομα.
ΜΕΛΙΝΑ
Δεν ήταν και πολύ παραγωγική η κουβέντα μας έτσι;
ΚΑΡΑΛΗΣ
Είναι νωρίς ακόμα για να έχουμε κάτι χειροπιαστό όμως βλέπω ότι είσαι οργανωμένη στη δουλειά σου και αισιοδοξώ. Τουλάχιστον να οδηγηθούμε κάπου. Έστω κι αν αυτό είναι…
ΜΕΛΙΝΑ
Θυμάσαι τι μού είπες στο σπίτι σου τις προάλλες;
ΚΑΡΑΛΗΣ
Τι απ’όλα;
ΜΕΛΙΝΑ
Πως μερικοί άνθρωποι δεν βρέθηκαν ποτέ.
ΚΑΡΑΛΗΣ
Ναι.
ΜΕΛΙΝΑ
Οι ζωντανοί που θέλουν να βρεθούν, βρίσκονται… αργά ή γρήγορα… ακόμα και σε υγρά υπόγεια, μέσα σε κλουβιά με αλυσίδες στο λαιμό…
Η Μελίνα ετοιμάζεται να σηκωθεί για να τον αποχαιρετήσει.
ΚΑΡΑΛΗΣ
(με βλέμμα συννεφιασμένο)
Ας ποντάρουμε στο ‘γρήγορα’ Μελίνα.
Σηκώνεται και ενώ είναι έτοιμη να τον αποχαιρετήσει, σκύβει και καρφώνοντας το βλέμμα της στο δικό του, τού λέει:
ΜΕΛΙΝΑ
Πριν έρθουν τα Χριστούγεννα θα έχω λύσει το μυστήριο.
Η Μελίνα τον αφήνει πίσω από την πλάτη της με τα φρύδια κατεβασμένα ως τη μύτη και το στόμα μισάνοιχτο.
Το χαλί του Σέρλοκ
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Παραμονή Χριστουγέννων. Απογευματάκι. Σε κάποιο μπιστρό-καφέ στη Γλυφάδα κάποιου φίλου της Μελίνας. Νεανικές συντροφιές, διακριτικό περιβάλλον, ωραία τζαζ μουσικούλα.
Η Μελίνα έχει δώσει ραντεβού με τον Μάνο Καράλη. Διαλέγει την αγαπημένη της γωνιά, χαιρετά κάποιους φίλους και παραγγέλλει ένα τέλειο διπλό καπουτσίνο. Αν θέλει μπορεί και να καπνίσει.
Ο καφές της έρχεται σχετικά γρήγορα κι εκείνη πίνει μια γουλιά. Έχει να πει πολλά στον Καράλη.
Χτυπά το κινητό. Ο Λάμπρος! Έχει τσιμπήσει μια πενθήμερη αδειούλα και θα ταξιδέψει στην πεθερά του, στο Αργοστόλι. Χριστούγεννα με όλας τας τιμάς. Πεθερικά, ξαδέλφια, μπόμπιρες, δέντρα στολισμένα και καλό φαί.
ΦΩΝΗ ΛΑΜΠΡΟΥ
Δεν έρχεσαι κι εσύ βρε ψυχή; Πάλι μονάχη θα τη βγάλεις τέτοιες μέρες;.
ΜΕΛΙΝΑ
Που να έρθω παιδί μου με τέτοια πολυκοσμία;
ΦΩΝΗ ΛΑΜΠΡΟΥ
Α, μην το λες. Η πεθερά μου έχει μεγάλο σπίτι. Θα βολευτούμε όλοι μια χαρά. Και θα κάνουμε και τις βόλτες μας.
ΜΕΛΙΝΑ
(με έναν κάπως γλυκερό τόνο)
Αχ βρε Λάμπρο, τι είναι αυτά που μού λες τώρα…
ΦΩΝΗ ΛΑΜΠΡΟΥ
Κοροϊδεύεις αλλά εσύ θα χάσεις. Κάτσε να σε φάει η σκουριά χριστουγεννιάτικα! Έχει σταματήσει και το πρωτάθλημα, μιζέρια!
ΜΕΛΙΝΑ
Όταν γυρίσεις με το καλό θα ανταμώσουμε. Ίσως πάμε μαζί και στο πρώτο ματς στο Καραϊσκάκη.
ΦΩΝΗ ΛΑΜΠΡΟΥ
Σώπα! Θυμάσαι που πέφτει;
Του στρώνει μερικά ‘γαλλικά’ από τις παλιές εποχές που το σκάγανε από το μάθημα και κάνανε βόλτες με τη μηχανή στην παραλιακή. Ωραίες εποχές.
ΛΑΜΠΡΟΣ
(ακούγονται κλάματα μωρού)
Έχεις αναλάβει κάτι καλό ε;
ΜΕΛΙΝΑ
Ναι… κάτι καλό.
ΦΩΝΗ ΛΑΜΠΡΟΥ
Μπας και θέλεις βοήθεια; Και δωρεάν έρχομαι, να ξέρεις. Άλλωστε, σού χρωστάω πολλά ρε ψυχούλα.
ΜΕΛΙΝΑ
(συγκινημένη)
Τίποτε δεν μου χρωστάς. Άντε, κλαίει ο μικρός, σε ζητάει.
ΦΩΝΗ ΛΑΜΠΡΟΥ
Ναι ο μπαγάσας. Μόνο μη μου βγει βάζελος Μελίνα. Θα τον κρεμάσω από κανά κατάρτι.
ΜΕΛΙΝΑ
Φτού! Φτού! Φτού! Κάνε μια γύρα και φτύσε κι εσύ τρεις φορές χαμένε! Βάζελος να σου βγει το παιδί! Τα λένε αυτά άγιες μέρες;
Ο Λάμπρος σκάει στα γέλια κι έπειτα από λίγο της εύχεται και κλείνει τη γραμμή.
Η Μελίνα πίνει άλλη μια γουλιά καφέ και ανάβει ένα τσιγάρο. Έχει τον ίδιο κόμπο στο λαιμό κάθε φορά που του μιλάει.
Κείνη την ώρα βλέπει τον Καράλη να μπαίνει στο μπιστρό. Και καταλαβαίνει από την ‘γλώσσα του σώματος’ ότι κάτι δεν πάει καλά.
Ο Καράλης την αναζητά με το βλέμμα και τελικά βλέπει το υψωμένο της χέρι και την πλησιάζει.
Δεν της χαμογελά και δεν έχει τη συνήθη του έκφραση. Είναι ‘κάπως’.
Ο Καράλης κάθεται στην άδεια καρέκλα απέναντί της και παραγγέλλει μονάχα ένα χυμό. Άλλο ένα σημείο ότι κάτι δεν πάει καλά.
Έχουν να τα πουν είκοσι μέρες, το πράγμα χτυπάει κόκκινο κι αυτός έχει μια διάθεση αλλόκοτη…
Ο Καράλης κάνει πάντως την προσπάθειά του. Φοράει το ωραίο του ‘Καναδέζικο’ ψευτοχαμόγελο και τους περιποιημένους του τρόπους και αφού αναλώνονται στα πρώτα δευτερόλεπτα σε κοινοτοπίες για την κίνηση στους δρόμους και το κρύο, μπαίνουν στο ‘ψητό’.
ΜΕΛΙΝΑ
Θα στο πω καθαρά και χωρίς περιστροφές Μάνο. Πιστεύω ότι ο φίλος σου έχει περάσει στην απέναντι όχθη.
Ο Καράλης ξεροκαταπίνει. Την καρφώνει με ένα βλέμμα απορίας αλλά όχι έκπληξης. Η γνωστή της ωμότητα έχει κάνει πάλι το θαύμα της.
ΜΕΛΙΝΑ
Όταν λέω ‘απέναντι όχθη’ δεν εννοώ ότι υποχρεωτικά κάνει παρέα με τους δικούς του στους ουρανούς. Λέω ότι είναι κάπου αλλού. Κι αυτό μάλλον χωρίς τη θέλησή του. Κουτούλησα σε πολλούς τοίχους όλες αυτές τις μέρες που ψάχνω. Δεν θα σου πω τις λεπτομέρειες αλλά μπορείς να πεις ότι σήκωσα ένα χαλί και κοίταζα σαν τον Σέρλοκ Χολμς με ένα παλιομοδίτικο φακό τη σκόνη. Κάπως έτσι. Το πράγμα θα μπορούσε να αποθαρρύνει τον οποιονδήποτε αλλά όχι εμένα. Γιατί ο φίλος σου αληθινά μοιάζει όχι με τον ‘άνθρωπο δίχως πρόσωπο’ αλλά με τον άνθρωπο δίχως ταυτότητα. Ελάχιστα στοιχεία, σχεδόν ανύπαρκτα. Ούτε καν μέλος σε κινηματογραφική λέσχη ή σε ορειβατικό σύλλογο… το ονοματεπώνυμό του πουθενά. Φυσικά δεν χρησιμοποίησα μονάχα ορθόδοξες μεθόδους… καταλαβαίνεις… και αφού έκανα ένα σωρό κύκλους γύρω από το ίδιο σημείο, η απάντηση ήρθε από κει που θα έπρεπε να το περιμένω…
ΚΑΡΑΛΗΣ
Δηλαδή;
ΜΕΛΙΝΑ
Η απάντηση βρίσκεται συνήθως εκεί κοντά που βρίσκεται και η ερώτηση. Αυτή είναι η θεωρία μου. Ας πούμε ότι είναι δυο μπουρμπουλήθρες που βγαίνουν στην επιφάνεια σχεδόν μαζί. Πρώτα η μια, μετά η άλλη. Μόνο που η πρώτη κάνει ‘μπαμ’ γιατί είναι μεγάλη και άσχημη. Η δεύτερη είναι μικρή και πονηρή. Κρύβεται καλά, δεν την παίρνεις χαμπάρι… η απάντηση βρίσκεται στο ιστολόγιο
ΚΑΡΑΛΗΣ
(ρουφώντας σχεδόν όλο το χυμό του σαν φάρμακο που είχε συστήσει ο γιατρός)
Που σημαίνει;
ΜΕΛΙΝΑ
(ανάβοντας τσιγάρο)
Θα σου τα πω διαφορετικά. Ο τύπος που άδειασε το σπίτι του βιαστικά και… χουβαρντάδικα… σού είχα πει ότι αυτός θα ήταν το κλειδί… και τώρα είμαι σίγουρη πως είναι… εκεί ζορίστηκα αρκετά να βγάλω άκρη. Δεν ήταν εύκολο. Κίνησα άλλους μηχανισμούς, λάδωσα μερικά γραναζάκια… πριν λίγες μέρες μπόρεσα να πω κι εγώ ‘μπίνγκο’ όπως στις αστυνομικές ταινίες.
ΚΑΡΑΛΗΣ
Έχεις τα στοιχεία αυτού του ανθρώπου δηλαδή;.
ΜΕΛΙΝΑ
Ναι… όχι αυτού που εκτέλεσε τις εντολές… αυτού που τις έδωσε… και το παράξενο είναι πως δεν έχει καμιά σχέση με το οικογενειακό περιβάλλον του Αφοσιωμένου. Είναι ένας επιχειρηματίας, μεγαλο-εργολάβος στην επαρχία… Σού έχω ετοιμάσει κι εγώ ένα στικάκι με όλα του τα στοιχεία.
Ονοματεπώνυμο, διεύθυνση, οικογένεια… μόνο για το που πήγε φαντάρος δεν έχω μέσα…
Ο Καράλης την κοιτά λες και έχει μόλις προσγειωθεί με το ατομικό της διαστημόπλοιο από το γειτονικό πλανήτη και έχει τρία κεφάλια και έξι χέρια.
ΚΑΡΑΛΗΣ
Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος;
ΜΕΛΙΝΑ
Είναι ο πατέρας αυτής της τύπισσας, της Αντιγόνης… αυτής που εμφανίζεται σε όλες τις τελευταίες αναρτήσεις του και…
Και τότε ξαφνικά πέφτει η πρώτη βόμβα και τα κάνει όλα ρημαδιό. Ο Καράλης λες και βγαίνει από το ‘πρόγραμμα 1’ και μπαίνει ξαφνικά στο ‘2’, αλλάζει ύφος, φυσά και ξεφυσά και σηκώνει την παλάμη του κάνοντας το παγκόσμιο σήμα για το ‘στοπ’.
Τώρα σουφρώνει η Μελίνα τα φρύδια της και τον κοιτά σαν χαζή. Το ένστικτό της δεν την έχει Ο Καράλης απασφάλιζε.
ΚΑΡΑΛΗΣ
Θέλω να σου πω κάτι Μελίνα. Για την ακρίβεια η συνάντησή μας αυτή εδώ αυτό το περιεχόμενο θέλω να έχει.
ΜΕΛΙΝΑ
Μήπως μπήκα σε άλλη αίθουσα; Βλέπω άλλο έργο τώρα;
Ο Καράλης την αγνοεί.
ΚΑΡΑΛΗΣ
Ήμουν σχεδόν βέβαιος πως θα έκανες καλή δουλειά αν και για να πω την αλήθεια η ταχύτητά σου με έχει αιφνιδιάσει… με έχει εντυπωσιάσει.
Δεν έχει αλλάξει μόνον ύφος, είχε αλλάξει και γλώσσα και στυλ και τα πάντα. Ως και το σώμα του έχει μια άλλη στάση πάνω στην καρέκλα.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
Εναλλακτική πραγματικότητα… Δεν πάμε καλά.
ΚΑΡΑΛΗΣ
Όμως θα ήθελα να σταματήσουμε εδώ!
Αυτή είναι η δεύτερη βόμβα. Και δεν την κοιτάζει στα μάτια πλέον αλλά το τραπεζάκι. Βάζει τα καθαρά του χέρια με το άψογο μανικιούρ πάνω στην επιφάνεια και αρχίζει να τα τρίβει λες και ήταν λερωμένα.
ΜΕΛΙΝΑ
Να σταματήσουμε;
ΚΑΡΑΛΗΣ
Ναι… δηλαδή… ήθελα να στο πω εδώ και λίγες ημέρες… βρήκα την ευκαιρία σήμερα μιας και πρόλαβες εσύ να κανονίσεις τη συνάντηση. Είχα σκοπό να σε καλέσω στο σπίτι μου. Να σε εξοφλήσω και να… να σου ζητήσω να κλείσουμε εδώ την υπόθεση αυτή.
Τώρα το βλέμμα του περιπλανιέται στο χώρο και μετά διασταυρώνεται για λίγο με το δικό της.
ΜΕΛΙΝΑ
Τι συμβαίνει Μάνο;
ΚΑΡΑΛΗΣ
Συμβαίνει ότι άλλαξα γνώμη και απόφαση Μελίνα. Αυτό… σκέφτηκα αν θέλεις και όλα όσα μού είχες πει την προηγούμενη φορά που βρεθήκαμε… εκείνο το παράδειγμα με τον άνθρωπο που εγκατέλειψε την οικογένειά του και αποφάσισε να ζήσει αυτό που αληθινά τον έκανε ευτυχισμένο…
ΜΕΛΙΝΑ
Στο υπόγειο του Αμβούργου.
ΚΑΡΑΛΗΣ
Μπράβο… ναι… τα σκέφτηκα όλα αυτά… δηλαδή… δεν ήθελα να σε σταματήσω αμέσως… πίστευα ίσως πως θα βρεθείς σε αδιέξοδο… πώς να στο πω… ο Αντρέας… ο Αντρέας ίσως με αυτή του την εξαφάνιση να θέλει να περάσει το μήνυμα σε όλους ότι ζει αυτό που επιτέλους τον κάνει ευτυχισμένο… με ποιο δικαίωμα εμείς σκαλίζουμε τα ίχνη του… με ποιο δικαίωμα τον έχουμε πάρει στο κατόπι… ο καθένας μας έχει το δικαίωμα τελικά να ζήσει και να πεθάνει αν θέλει… θέλω να πω, πέρα από θεολογικές ενστάσεις εδώ, δεν μιλώ για αυτοχειρία…
ΜΕΛΙΝΑ
Δεν μου τα λες καλά Μάνο! Καθόλου καλά!
Ο άνθρωπος απέναντί της βάζει τα χέρια του στα γόνατά του, αρχίζει να τρίβεται, να κουνιέται στη θέση του λες και έχουν τρυπώσει μυρμήγκια στην πλάτη του και τον τρώνε.
ΜΕΛΙΝΑ
Σε πήρε κανείς τηλέφωνο; Σε απείλησε κανείς;
ΚΑΡΑΛΗΣ
(δήθεν έκπληκτος)
Πώς σου πέρασε αυτό από το μυαλό;
Έπειτα χώνει το χέρι του στην καπαρντίνα του και βγάζει έναν φάκελο. Τον δίνει στην Μελίνα.
ΚΑΡΑΛΗΣ
Άνοιξέ τον σε παρακαλώ και δες το νούμερο. Θέλω να μού πεις αν είσαι σύμφωνη.
Ανοίγει απρόθυμη το φάκελο, βλέπει μια επιταγή, κοιτά το νούμερο και κοντεύει να αφήσει την τελευταία της πνοή στο μπιστρό του φίλου της, παραμονή Χριστουγέννων.
ΜΕΛΙΝΑ
Τι λεφτά είναι αυτά;
ΚΑΡΑΛΗΣ
Είναι η αμοιβή σου… συν ένα μπόνους… και η υπόθεση κλείνει εδώ Μελίνα.
Τον βλέπει έτοιμο προς αναχώρηση. Ήδη τα μυρμήγκια του τον έχουν καταφάει, δεν άντεχε άλλο.
ΜΕΛΙΝΑ
(στοχαστικά)
Μάλιστα. Το ποσό βέβαια είναι εξωφρενικό…
(μικρή παύση)
(με σκληρό τόνο)
Νόμιζα ότι σε ενδιέφερε τι απέγινε ο ‘αδελφικός’ σου φίλος κε Καράλη.
ΚΑΡΑΛΗΣ
Όπως σού είπα και πριν Μελίνα, όλα όσα μού είπες στην προηγούμενη συνάντηση με προβλημάτισαν…
ΜΕΛΙΝΑ
Ναι ε;
ΚΑΡΑΛΗΣ
Ακριβώς… δηλαδή σκέφτηκα τελικά, είναι πολύ εγωιστικό να θέλουμε να ξέρουμε τα πάντα… ποιοι είμαστε εμείς που θα κρίνουμε το πώς θέλει να ζήσει ή να εξαφανιστεί τέλος πάντων ο οποιοσδήποτε… που είναι στο κάτω κάτω ενήλικας και χωρίς υποχρεώσεις… δεν είναι δικαίωμά του να ‘πεθάνει’ αν το θέλει; Μόλις λίγο πριν είπες ότι σαν τον Σέρλοκ Χολμς σήκωσες το χαλί να ψάξεις τη σκόνη… στην περίπτωσή μας η ‘σκόνη’ μπορεί να είναι μια χαρά εκεί πέρα… ευτυχισμένη… όπως τόσοι και τόσοι που κάποια στιγμή εγκατέλειψαν τα εγκόσμια… άλλοι έγιναν μοναχοί, άλλοι κλέφτηκαν με κάποιο πρόσωπο… αυτά σκέφτηκα και… πολλά άλλα… δεν έχουν σημασία… πάντως εσύ έκανες τη δουλειά σου… και μάλιστα με το παραπάνω… είσαι άξια και σε συγχαίρω για την επιμονή και το ζήλο σου… γι αυτό και αποφάσισα να μεγαλώσω το ποσόν και… τέλος πάντων… γιορτινές μέρες είναι, προλαβαίνεις να κάνεις ένα ωραίο δώρο στον εαυτό σου…
Ο Καράλης σηκώνεται από τη θέση του.
Ρίχνει στη Μελίνα ένα τελευταίο βλέμμα ανάμεικτο από ενοχές, αγωνία και… φόβο… (ναι, υπήρχε και φόβος σ’αυτό το βλέμμα), της σφίγγει δειλά το χέρι, της εύχεται ‘Καλές Γιορτές’ με ένα ελεεινό χαμόγελο και περπατά με ασταθή, αδέξια βήματα ως την έξοδο του μπιστρό.
Η Μελίνα απομένει μόνη, ‘πλούσια’ και άλαλη να κοιτάζει μια επιταγή τραπέζης με ένα τρελό νούμερο.
Στο μυαλό της έρχεται πάλι η εικόνα του Ιησού στον πίνακα αυτού του Ολλανδού ζωγράφου. Ένας όρθιος, μελαγχολικός άντρας που ανακρίνεται από έναν αρχιερέα υπό το φως ενός και μόνο κεριού. Ένας σιωπηλός άνθρωπος που περιέχει ένα ολόκληρο σύμπαν από εκατομμύρια αστέρια.
ΜΕΛΙΝΑ
Μήπως σε οδηγούν κι εσένα καημένε Αντρέα στη δική σου σταύρωση; Ή μήπως τη ζεις κιόλας;
Η γάτα του Μάρλον
[ΕΝΑΛΛΑΓΗ ΣΚΗΝΩΝ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΩΝ ΣΧΕΤΙΚΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΑΦΗΓΗΣΗ]
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
ΠΗΤΕΡ
‘Ο καθένας μας έχει το δικό του καταφύγιο. Για κάποιους είναι ένα χόμπι, το διάβασμα, το ψάρεμα… για άλλους καταφύγιο είναι τα ταξίδια, μια παράνομη σχέση, ένας άλλος τρόπος… βρες το καταφύγιο και θα βρεις τον άνθρωπο… βρες το καταφύγιο και θα βρεις την απάντηση…’
Τα λόγια του δασκάλου μου… τα σοφά λόγια ενός ανθρώπου που κάθε φορά που ερχόταν στη μνήμη μου το πρόσωπό του με το βαθύ βλέμμα και το σπασμένο χαμόγελο, ήθελα να δακρύσω.
Μού έλειπε πολύ ο Πήτερ. Μερικές φορές με πονούσε τόσο η απουσία του που με έπιανε δύσπνοια. Είχαν περάσει τρία χρόνια από τότε που είχε κλείσει το δικό του βιβλίο και είχε κόψει το τελευταίο του εισιτήριο για εκείνο το ταξίδι χωρίς γυρισμό. Μου ήρθε στο μυαλό μια ωραία φράση από ένα μυθιστόρημα που μού διάβαζε παλιά ο πατέρας μου, τον Τάρας Μπούλμπα… ‘και κατέβηκαν οι άγγελοι, τον έπιασαν απ’τις αμασχάλες και τον ανέβασαν στον ουρανό’… τι ωραία εικόνα… έτσι το ζωγράφιζα μέσα μου, έτσι είχε γίνει για τον αγαπημένο μου δάσκαλο. Είχαν κατέβει εκείνο το απόγευμα στο νοσοκομείο που έδωσε τις στερνές του μάχες με τον καρκίνο, τον είχαν πιάσει απ’τις μασχάλες και τον είχαν ανεβάσει στον ουρανό… Δεν είμαι θρήσκα, δεν έχω ιδέα τι είναι ο Θεός, αν υπάρχει και αν μιλάει στους ανθρώπους. Μεγάλωσα με την αμφιβολία στα κύτταρά μου, ένα διαρκές πνεύμα αντιλογίας που καμιά φορά εξόργιζε τόσο τον πατέρα μου και τη μάνα μου που κλείνονταν μετά στο δωμάτιό τους σκασμένοι που ‘δεν έβγαζαν άκρη με αυτό το παιδί’.
Έτσι ήμουν και στο σχολείο και στις παρέες και παντού. Μού έλεγε κάποιος ένα, του αντιγύριζα δέκα. Μού έλεγε άσπρο, του έλεγα μαύρο. Ήταν ο πατέρας μου Παναθηναϊκός, εγώ για να του μπω στη μύτη έγινα Ολυμπιακός. Ο μόνος που είχε καταφέρει να βρει το κουμπί μου ήταν ο Πήτερ. Και το πώς τον γνώρισα το έλεγα στον Λάμπρο και δεν με πίστευε.
Είχαμε βγει από το σινεμά με μια παρέα και είχαμε πάει να φάμε και να πιούμε σε ένα φαστφουντάδικο κάπου στην Καλλιθέα. Τα μαγαζιά αυτά είχαν μετονομαστεί βέβαια σε εστιατόρια ‘ταχυφαγίας’ και τρίχες κατσαρές. Μπεργκεράδικα και δόξα στον Γιαραμπή έλεγα εγώ.
Θυμάμαι καλά το έργο που είχαμε δει. Ο κινηματογράφος ήταν ένα πάθος ή καλύτερα μια ‘μούρλα’ που είχα από μικρή. Με έβαζες μπροστά από μια οθόνη και δεν ξεκόλλαγα. Ό,τι κι αν έβλεπα μού άρεσε. Μπορούσα να λιώσω, να κοιμηθώ και να ξυπνήσω βλέποντας ταινίες αλλά δεν ξεκόλλαγα. Και μού άρεσαν περισσότερο οι ταινίες δράσης αλλά και με μυστήριο, ψυχολογικά διλήμματα, αινίγματα και γρίφους. Μου άρεσε να λύνω γρίφους, να φτιάχνω παζλ, να χώνομαι στο μυαλό των ‘ντετέκτιβ’ και να βρίσκω το δολοφόνο πριν απ’αυτούς. Ο πατέρας μου είχε καταλάβει το ψώνιο μου και μού έλεγε ότι δεν θα βρω προκοπή εκτός αν το ψώνιο μου το έκανα επάγγελμα. Μα ούτε κι αυτό το ήθελα γιατί τίποτε δεν ήθελα και τους έκανα όλους να γίνονται μελτιζανί απ’τα νεύρα τους που δεν ‘τρωγόμουνα με τίποτα’.
Λοιπόν θυμάμαι ότι είχαμε δει το ‘Νονό’. Θερινό σινεμαδάκι, απ’τα τελευταία που υπήρχαν ακόμα τότε στην Αθήνα. Στα θερινά σινεμά μπορούσες να δεις και παλιές ταινίες. Κάποιοι μερακλήδες έκαναν ειδικές προβολές για κάτι τύπους σαν κι εμένα που ήθελαν να απολαύσουν ωραίες, παλιές ταινίες σε μεγάλη οθόνη. Καλοκαίρι και Νονός ήταν η ηδονή σε ψυχή και σάρκα. Οι δικοί μου της παρέας δεν ήταν ενθουσιασμένοι αλλά εγώ ήμουν στον κόσμο μου. Όταν πήγαμε στο μπεργκεράδικο να φάμε αρχίσαμε να αναλύουμε την ταινία. Η πρώτη που παθιάστηκε, ως συνήθως ήμουνα εγώ.
«Όλη αυτή η σκηνή του γάμου, τι νόημα είχε;», πετάχτηκε ο ξύπνιος της παρέας, ο Σωτήρης και όρμηξα να τον καταπιώ μαζί με το βαρέλι Κόκα που είχα παραγγείλει.
«Η σκηνή του γάμου άσχετε γίνεται στην αρχή για να σου γνωρίσει ο σκηνοθέτης όλα τα πρόσωπα της οικογένειας και του έργου με τη μία… και ταυτόχρονα, σε άλλο επίπεδο», συνέχισα με φόρα, «για να σού δείξει πως γιόρταζαν οι Ιταλιάνοι μετανάστες του υποκόσμου τα πατροπαράδοτα έθιμά τους… πως κρύβονταν δηλαδή πίσω από βιτρίνες που είχαν ανάγκη για να κάνουν τις βρομοδουλειές τους στο παρασκήνιο».
Ο Σωτήρης είχε αναψοκοκκινίσει, χώθηκαν κι άλλοι στη κουβέντα, κάποιος τόλμησε να αμφισβητήσει τον Μάρλον με τα ‘μπαμπάκια’ στο στόμα. Σε αυτόν εξαπέλυσα άλλου τύπου επίθεση και με δυο λόγια όποιος τολμούσε να ξεμυτίσει τον έτρωγε η μαρμάγκα. Τα επιχειρήματα έδιναν κι έπαιρναν. Κάποια στιγμή σχεδόν καβγαδίζαμε πλέον και φωνάζαμε.
Από ένα διπλανό τραπέζι ο Πήτερ με την παρέα του δεν χρειαζόταν να έχει στήσει αυτί για να ακούει. Σχεδόν όλη η Καλλιθέα μας άκουγε. Και όπως μού είπε πολύ αργότερα, πρόσεχε ιδιαίτερα τις δικές μου παρατηρήσεις. Το πώς ανέλυα τα ψυχολογικά προφίλ, πώς τεκμηρίωνα τις πράξεις των ηρώων, πώς έδινα προσοχή στις λεπτομέρειες.
«Αν δώσεις βάση στο πως χαϊδεύει ο Μπράντο τη γάτα του, στην αρχή της ταινίας, μπορείς να βγάλεις πολλά συμπεράσματα», είχα πει κάποια στιγμή εκείνο το βράδυ στην Ανθή, μια από τις ‘φιλενάδες’ μου εκείνης της μακρινής εποχής που ευτυχώς ξεφορτώθηκα σύντομα.
«Τι συμπεράσματα βγάζεις δηλαδή από το πώς χαϊδεύει κάποιος τη γάτα του;»
«Η τρυφερότητα που δίνει ένας αρχιμαφιόζος προς ένα αθώο γατάκι ενώ λίγο μετά δίνει εντολή να απειληθεί ή και να δολοφονηθεί ένας αντίπαλος, κάνει τομή σε όλο το ψυχογράφημα του ήρωα. Είμαστε άγγελοι και δαίμονες. Μαζί. Και τα δυο. Ο Κόπολα στο σερβίρει πολύ ωραία από την πρώτη στιγμή αυτό. Το ίδιο συμβολίζει άλλωστε και η γάτα. Ένα αθώο πλάσμα που ταυτόχρονα γίνεται αμείλικτος θηρευτής. Μέσα σε μια στιγμή».
«Μπορεί να είναι κι έτσι», μού είχε πει βαριεστημένα η Ανθή που ήδη νύσταζε και είχε κουραστεί. Για εκείνη μια ταινία είναι μια ταινία, όλα τα άλλα δεν είχαν και τόση σημασία. Για μένα όμως κάθε ταινία ήταν μια σπουδή σε κάτι, μια μελέτη, μια ευκαιρία να λύσω το μυστήριο… ποιο μυστήριο; Δεν ήξερα ακόμη… το ένιωθα όμως… υπήρχε παντού γύρω μου, μέσα μου. Και το ότι δεν το είχα ακόμη λύσει με εκνεύριζε και με θύμωνε.
Κι αυτό το έπιασε με τις αντένες του ο σοφός μου δάσκαλος και γι αυτό πριν διαλυθεί η παρέα και χαθούμε, φρόντισε να ρίξει, δεν ξέρω πώς, μια καρτούλα μέσα στην τσάντα μου. Την άλλη μέρα το πρωί την είδα, την πήρα παραξενεμένη στα χέρια μου και διάβασα αυτό που μού είχε γράψει στην πίσω πλευρά. Στην μπροστινή υπήρχαν τα στοιχεία του. ‘Πήτερ Μανιαδάκης. Ερευνητής ιδιωτικών υποθέσεων’. Και το τηλέφωνό του.
Αν σε ενδιαφέρει η προοπτική να καλλιεργήσεις το ταλέντο σου και να ακονίσεις το μυαλό σου, τηλεφώνησέ μου.
Νόμιζα ότι μού κάνουν πλάκα βέβαια.
Όμως δεν μού έκαναν πλάκα. Και βέβαια αφού απέκλεισα όλα τα πιθανά σενάρια να μού είχαν στήσει φάρσα κάποιοι από την παρέα, αποφάσισα να τηλεφωνήσω. Δεν είχα ενδοιασμούς σε κάτι τέτοια και δεν κώλωνα ποτέ. Ήδη είχα αρχίσει να τρέχω στα γήπεδα παρέα με τους πιο φανατικούς της ομάδας μου, να ταξιδεύω σε άλλες πόλεις, να μετέχω ακόμα και στα ‘ντου’ που κάναμε για να αρπάξουμε κασκόλ ή να τρομοκρατήσουμε τους ‘λαγούς’, τους ‘βούλγαρους’ και τα ‘χανούμια’. Φρόντιζα βέβαια να μην το παρακάνω. Ήμουν τολμηρή και παθιαζόμουν αλλά μέχρι ενός σημείου. Κι ευτυχώς η παρέα του Λάμπρου που ήμασταν μαζί με είχε σώσει από πολλές αποκοτιές. Άλλωστε το ποδόσφαιρο ήταν περισσότερο εκτόνωση ‘περισσεύματος ενέργειας’ που έλεγε και ένας καλός μου καθηγητής στο Λύκειο. Δεν ταυτιζόμουν με τις βλακείες κάποιων άλλων. Ούτε είδα ποτέ τη μπάλα ιδεολογικά ή την ομάδα σαν ‘θρησκεία’. Όλα αυτά μού φαίνονταν γελοιότητες. Η παρέα μού άρεσε όμως. Και ειδικά των αγοριών. Και οι εκδρομές, τα συνθήματα, ο χαβαλές. Αλλά ως εκεί. Ευτυχώς, από πιτσιρίκα μπορούσα να βάζω ‘κόκκινες γραμμές’ και να μην τις παραβιάζω.
Εκείνο το καλοκαίρι όμως ήταν που άλλαξε όλη μου η ζωή.
Υπό το βλέμμα του Μπόγκαρτ
[ΕΝΑΛΛΑΓΗ ΣΚΗΝΩΝ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΩΝ ΣΧΕΤΙΚΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΑΦΗΓΗΣΗ]
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Ο Πήτερ Μανιαδάκης είχε το ωραιότερο γραφείο του κόσμου!
Ουάου, έκανα εντελώς αμερικάνικα από μέσα μου όταν πρωτομπήκα σε κείνο το μαγικό χώρο που έμελλε να γίνει το δεύτερο –μερικές φορές και πρώτο- σπίτι μου για τα επόμενα δεκαεφτά χρόνια της ζωής μου. Δηλαδή ως τα σήμερα. Αυτό δεν ήταν ‘όροφος γραφείων’, αυτό ήταν ένα απέραντο ‘πλέι-ρουμ’ που ένα άτομο σαν κι εμένα δεν είχε δει ούτε στα όνειρά του.
Το ραντεβού μας είχε κλειστεί με συνοπτικές διαδικασίες. ‘Τσακ-μπαμ’ που λένε. Τον κάλεσα στον αριθμό της κάρτας του τρεις μέρες μετά από εκείνο το επεισοδιακό βράδυ του σινεμά. Η περιέργειά μου ήταν πολύ μεγαλύτερη απ’τους όποιους ενδοιασμούς και τους φόβους μου. Κυκλοφορούν πολλοί μαλάκες εκεί έξω, ναι, αλλά κι εγώ δεν ήμουν ένα κοριτσάκι με ‘γαλλικά και πιάνο’. Όχι ότι είχα τίποτα ούτε με τα γαλλικά ούτε με το πιάνο. Μου άρεσε πολύ περισσότερο όμως ο δρόμος. Το έξω, η δράση, η κίνηση. Το μέσα, η μούχλα και η κατάθλιψη δεν ήταν για μένα.
Μού είχε απαντήσει ο ίδιος.
ΠΗΤΕΡ
Το ήξερα πως θα τηλεφωνήσεις…
μού είπε αμέσως με αυτή την ελληνοαμερικάνικη προφορά που στην αρχή μού έδινε στα νεύρα αλλά πολύ γρήγορα έπαψα να της δίνω σημασία. Οι άνθρωποι κολλάμε συνέχεια στα ‘από δω κι από κει’ και όχι στην ουσία. Ο Πήτερ ήταν άνθρωπος της ουσίας. Τόσο όσο δεν πήγαινε άλλο. Της ουσίας και της δράσης.
Εγώ δεν το ήξερα αλλά ήθελα να μάθω, άρχισα να αντιδρώ από τη φύση μου. Λίγο ακόμα και θα του την έλεγα. Γίνεται ο σκορπιός να μην σε τσιμπήσει; Τι διάολο σκορπιός θα είναι τότε;
Γέλασε εγκάρδια.
ΠΗΤΕΡ
Οκ… εντάξει. Θα σε περιμένω να… τσακωθούμε από κοντά το Σάββατο. Στις 10 το πρωί. Μην αργήσεις.
και σχεδόν μού έκλεισε και το τηλέφωνο. Ο μπάσταρδος. Είχε κότσια. Αυτό ήθελα κι εγώ. Επιτέλους, ένας άνθρωπος με αρχές!
Το ‘γραφείο’ του Πήτερ ήταν η πρώτη σφυριά που έφαγα στο κεφάλι. Ένας πελώριος χώρος που τον είχε χωρίσει με κάποια πάνελ. Υπήρχαν τρία μικρότερα γραφεία, με υπολογιστές και τηλέφωνα και τα σχετικά. Ένας ‘θάλαμος επιχειρήσεων’ που δεν ήξερα τι ήταν. Μια πελώρια κουζίνα που θα μπορούσες να απλώσεις και διπλό κρεβάτι. Με μεγάλο ψυγείο, φούρνο μικροκυμάτων, πλήρως οργανωμένη. Και μετά ανοιγόσουν στο μεγάλος πέλαγος. Το δικό του γραφείο ήταν υπερυψωμένο δυο σκαλοπάτια κι έπιανε σχεδόν όλο το μεγάλο τοίχο με τις τζαμαρίες από πίσω. Είχε νοικιάσει αυτό τον όροφο σε έναν ‘ουρανοξύστη’ στην Κηφισίας και είχε θέα τη μεγάλη λεωφόρο.
Χοντρή, γκρι μοκέτα να μην ακούγονται τα ‘τακ-τουκ’ απ’τα πατούμενα. Κάπου δεξιά υπήρχε ένα θεόρατο ενυδρείο με όλων των ειδών τα ψάρια μέσα. Απέναντι αριστερά πάνω σε πάγκους υπήρχαν βιτρίνες με αρχαία σπαθιά και μεσαιωνικά όπλα. Ολόγυρα στους τοίχους, αφίσες από επιλεγμένες παλιές, αμερικάνικες ταινίες. ‘Πολίτης Κέιν’, ‘Τζίλντα’, ‘Sunset Boulevard’, ‘Νοτόριους’ και πολλές άλλες.
Πιο κει ένα αληθινό ‘γκειμ-ρουμ’ με φλίπερς και κονσόλες με παιχνίδια της δεκαετίας του ’80 και ’90! Ο τύπος μιλάμε ότι το γλένταγε! ‘Χώρο αποσυμπίεσης’, έτσι μού το είχε περιγράψει κάποια μέρα. ‘Μπαίνεις, παίζεις, κοπανιέσαι, ηρεμείς, έρχεσαι στα ίσια σου, συνεχίζεις’. Πολύ σωστό και έξυπνο. Άλλοι πάνε στα γυμναστήρια, ο Πήτερ προτιμούσε τα φλιπεράκια.
Όλος ο υπόλοιπος χώρος ήταν σχεδόν άδειος. Και στο βάθος… ο ίδιος, να κάθεται σαν αυτοκράτορας σε μια κατάλευκη δερμάτινη πολυθρόνα διπλάσια από τον ίδιο που δεν ήταν δα και μικρόσωμος. Το αντίθετο. Ψηλός, κάπου 1.90, φαρδιές πλάτες, γυμνασμένος με ένα καθαρό, ωραίο, ‘αμερικάνικο’ χαμόγελο στο πρόσωπό του. Όταν ανταμώσαμε για πρώτη φορά ήμουν είκοσι κι αυτός 45. Έδειχνε όμως τριαντάρης.
Η πρώτη μου εντύπωση απ’το σουλούπι και τη φάτσα του ήταν 50-50. Δεν είχα κάτι εναντίον των αμερικανών αλλά δεν τρελαινόμουν κιόλας. Ευτυχώς ο Πήτερ δεν ήταν ο κλασικός λευκός με το μπέιζ μπολ και τον εθνικισμό στο πέτο.
Με υποδέχθηκε γελαστός, μού προσέφερε ένα ωραίο καφέ από την τεράστια καφεδομηχανή του με τις πολλαπλές επιλογές –τα επόμενα χρόνια την είχα λιώσει- και μου πρότεινε να στρωθώ σε μια από τις μυθικές του πολυθρόνες που αν ήσουν λίγο κουρασμένος τον έπαιρνες επιτόπου και δεν το καταλάβαινες.
ΠΗΤΕΡ
Χαίρομαι που γνωρίζω ένα τολμηρό κι έξυπνο κορίτσι, μού είπε με τη μία. Το όνομά μου το ξέρεις ήδη. Πήτερ Μανιαδάκης. Και το επάγγελμά μου το ξέρεις. Μερικοί μας λένε ακόμη ντέτεκτιβ… σύντομα όμως αυτό θα εκλείψει… απαγορεύεται βλέπεις…
ΜΕΛΙΝΑ
Εγώ είμαι η Μελίνα Χάντζου.
Χειραψία δυνατή, αντρίκια, γενναιόδωρη. Όπως όλα πάνω του, μέσα του, στη ζωή του. Οι γενναιόδωροι άνθρωποι κάνουν πλούσιους τους άλλους και μένουν φτωχοί οι ίδιοι, μού έλεγε ο πατέρας μου. Σ’αυτό έμοιαζαν όμως.
Πίσω απ’το κεφάλι του μια μεγάλη αφίσα. ‘Το γεράκι της Μάλτας’. Χόμφρεϊ Μπόγκαρτ. Ένας αληθινός θρύλος.
ΠΗΤΕΡ
Χαίρομαι λοιπόν που σε γνωρίζω Μελίνα.
Εγώ δεν ήμουν σίγουρη ότι είχα χαρεί. Και να είχα χαρεί πάλευα μέσα μου να μην το δείχνω. Ένιωθα όμως κάτι, ένιωθα πως αυτός ο άνθρωπος, αυτός ο χώρος, αυτός ο κόσμος μού ήταν οικείος. Αν πίστευα στις μετενσαρκώσεις και σε όλα αυτά θα έλεγα, να, αυτό το επάγγελμα έκανα στην προηγούμενη ζωή μου, άντρας, στην εποχή της ποτοαπαγόρευσης στο Σικάγο να κυνηγάω τη συμμορία του Αλ Καπόνε. Αλλά δεν πίστευα ούτε σε μετενσαρκώσεις, ούτε σε αναστάσεις Λαζάρων ούτε σε τίποτα. Μονάχα στη Μελίνα πίστευα.
Ο Πήτερ είχε γεννηθεί στη Βοστώνη από πατέρα έλληνα και μητέρα αμερικανίδα. Οι γονείς ανήκαν στην τάξη των μορφωμένων και εύπορων αστών που κέρδιζε ολοένα περισσότερους πόντους στην ταραγμένη και γεμάτη νέα δεδομένα εποχή μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Ο πατέρας του ήταν καθηγητής μαθηματικών σε κάποιο κολέγιο και η μητέρα του δημοσιογράφος σε κάποια τοπική εφημερίδα. Άνθρωποι προοδευτικοί, ανήσυχοι, σχεδόν στιγματισμένοι ως ‘κόκκινοι’. Ήταν δύσκολοι καιροί για ανθρώπους με φιλελεύθερες απόψεις, στην ουσία όλους που δεν ήταν δηλωμένοι Ρεπουμπλικάνοι. Η Αμερική του Αϊζενχάουερ διαδέχθηκε αυτή του Τρούμαν και όταν γεννήθηκε ο Πήτερ ο ψυχρός πόλεμος είχε πάρει διαστάσεις υστερίας. Ευτυχώς στον αμερικανικό βορρά τα μυαλά ήταν πιο ψύχραιμα και κατάφεραν να περάσουν αυτή τη δύσκολη δεκαετία της καχυποψίας και της ρουφιανιάς του ’50 χωρίς σοβαρά προβλήματα. Ο Πήτερ σπούδασε στο ίδιο κολέγιο που δίδασκε ο πατέρας του, οικονομικά και πολιτικές επιστήμες. Αργότερα φοίτησε και στο Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Όμως το μεράκι του ήταν άλλο. Ήταν άνθρωπος που ήθελε να ζει τις καταστάσεις με ένταση, δεν του ταίριαζε η ζωή του καθηγητή ενός κολεγίου ή του υπαλλήλου κάποιας πολυεθνικής. Ήθελε τη ζωή στους δρόμους. Το μυαλό του δούλευε ξυράφι, η αντίληψή του ήταν πάνω από το μέσο όρο. Ήταν κοινωνικός, καλλιεργημένος, όμορφος. Μπορούσε να σταθεί σε οποιοδήποτε ‘σαλόνι’, να αναπτύξει οποιοδήποτε θέμα, να ‘αντέξει’ οποιαδήποτε ανάκριση. Ξέφευγε από τις κακοτοπιές που έμπαινε με δική του πρωτοβουλία και εύκολα έβρισκε λύσεις σε δύσκολα προβλήματα. Είχε μια παράξενη συνδυαστική ικανότητα. Αναλυτική και συνθετική μαζί. Και όταν έλυνε ένα γρίφο στενοχωριόταν γιατί ήθελε τον επόμενο.
Και κάποτε αποφάσισε να κάνει το βίτσιο του επάγγελμα. Με περισσό θράσος για την ηλικία του άνοιξε ένα γραφείο ‘επίλυσης ιδιωτικών υποθέσεων’ στη Νέα Υόρκη και γνώρισε απρόσμενη επιτυχία. Πολύ σύντομα το πράγμα μεγάλωσε, πήρε διαστάσεις. Ήθελε μάλιστα να βάλει στη δουλειά και τον αδελφό του, τον Τόνι αλλά αυτός αποφάσισε να κάνει ακαδημαϊκή καριέρα, όπως ο πατέρας τους και αργότερα έφυγε για τον Καναδά.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 οι γέροντες γονείς αποφάσισαν να αγοράσουν ένα σπίτι σε ένα κτήμα στο Λαγονήσι και να γυρίσουν για πάντα στην Ελλάδα. Ο Πήτερ λίγα χρόνια αργότερα έκλεισε το γραφείο του και τους ακολούθησε. Δεν είχε καταλάβει γιατί το έκανε αυτό αφού είχε μια στρωμένη καριέρα και το χρήμα έρρεε άφθονο. Το έκανε όμως και δοκίμασε την τύχη του και στην Αθήνα. Τα πράγματα όμως εδώ δεν του ήρθαν αμέσως βολικά. Άλλη η νοοτροπία των συμπατριωτών μας, άλλη των αμερικανών. Τα κατάφερε όμως με πείσμα και εγωισμό και το γραφείο του πέτυχε. Ούτε κατά διάνοια βέβαια όσο στην Αμερική όμως ο Πήτερ αγάπησε την Ελλάδα, παντρεύτηκε κιόλας, έκανε μια μεγάλη οικογένεια και αγόρασε κι αυτός ένα κτήμα δίπλα σ’αυτό των γονιών του. Εκεί έχτισε ένα ωραίο σπίτι και ζούσε ευτυχισμένος κοντά σε όλους τους ανθρώπους που αγαπούσε. Ο μόνος που ερχόταν κι έφευγε επισκέπτης ήταν ο Τόνι. Αυτός είχε αποφασίσει να ‘πεθάνει’ στο Μόντρεαλ. Περί ορέξεως…
Μέχρι αργά το απόγευμα είχε κρατήσει κείνη η… αρμένικη πρώτη επίσκεψη στο γραφείο του Μανιαδάκη. Πράγμα τρελό και ανήκουστο για μένα. Μέχρι που παραγγείλαμε από τα ‘Κεντάκι’ να φάμε κοτόπουλο το μεσημέρι. Τόσο είχα χαλαρώσει και απολάμβανα τη συζήτηση, τις ατελείωτες ιστορίες του Πήτερ, τα αμερικάνικα αστεία του, τα πάντα. Δεν ήθελα να ξεκολλήσω. Λες κι έβλεπα σερί ταινίες χωμένη σε κάποιο κάθισμα μιας σκοτεινής αίθουσας. Και το φοβερό και ασύλληπτο ήταν ότι δεν τσακωθήκαμε. Ούτε μια φορά! Ούτε καν για τα ποδοσφαιρικά!
Ως τις πέντε που αποφάσισα να γυρίσω σπίτι γιατί οι δικοί μου θα είχαν αρχίσει να τρελαίνονται, είχε κλειδώσει η πρώτη μας ‘συνεργασία’. Τι συνεργασία δηλαδή… ο Πήτερ μού πρότεινε μια δοκιμαστική περίοδο για το καλοκαίρι…
ΠΗΤΕΡ
Θέλω να σε πάρω δίπλα μου… σαν εκπαιδευόμενη… αν δεν πας διακοπές δηλαδή… θα έχουμε αρκετή δουλειά. Θέλω να είσαι στο γραφείο αλλά θα έρχεσαι και μαζί μου… θα βλέπεις, θα ‘σημειώνεις’, θα ρωτάς, θα διαφωνούμε, θα τσακωνόμαστε, θα συμφωνούμε, θα τρώμε, θα πίνουμε, θα περνάμε καλά… ως το τέλος του καλοκαιριού θα ξέρουμε και οι δυο…
ΜΕΛΙΝΑ
Τι θα ξέρουμε;, τον ρώτησα με ύφος.
ΠΗΤΕΡ
Αν ταιριάζουν τα χνώτα μας, αν κάνεις γι αυτή τη δουλειά, αν σου αρέσει, αν μπορείς να την αντέξεις, αν… αν… αν…
ΜΕΛΙΝΑ
Εντάξει.
ΠΗΤΕΡ
Τώρα, όσο για το οικονομικό…
ΜΕΛΙΝΑ
Εκπαιδευόμενη δεν είπες; Κανονικά εγώ πρέπει να σε πληρώσω!
του πέταξα με έναν αυθορμητισμό που τον καθήλωσε.
ΠΗΤΕΡ
Κανονικά ίσως… όμως εγώ θα σου δίνω κι ένα μικρό ποσό. Έτσι αισθάνομαι, έτσι πρέπει. Έστω και το ελάχιστο κίνητρο είναι αναγκαίο.
ΜΕΛΙΝΑ
Αμερικάνικο σύστημα ε;
ΠΗΤΕΡ
Δοκιμασμένο και επιτυχημένο!
Σηκώθηκα να τον αποχαιρετήσω με βαριά καρδιά. Είχαν αρχίσει να χτυπάνε και τα τηλέφωνά του και δεν ήθελα Σάββατο απόγευμα να τον καθυστερώ άλλο.
ΠΗΤΕΡ
Ξεκινάμε από Δευτέρα λοιπόν. Στις εννιά το πρωί να είσαι εδώ.
ΜΕΛΙΝΑ
Θα είμαι ‘μπος’.
του είπα και γέλασε.
Κείνη τη μέρα γύρισα στο σπίτι μου στο Πέραμα παίρνοντας σαράντα συγκοινωνίες και το κέφι που είχα ήταν κάτι που δεν το είχα νιώσει ποτέ πριν στη ζωή μου. Ποια ζωή μου, θα πεις… 20 χρονών σκατό ήμουν… τι ήξερα από ζωή; Μπροστά μου όμως, με δάσκαλο και καθοδηγητή έναν άνθρωπο που εμπιστευόμουν το χαμόγελό του και το βλέμμα του, ανοιγόταν όντως μια ενδιαφέρουσα ζωή.
Σχέδιο δράσης
[ΕΝΑΛΛΑΓΗ ΕΙΚΟΝΩΝ ΚΑΙ ΣΚΗΝΩΝ ΣΧΕΤΙΚΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΑΦΗΣΗΓΗ]
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Δεν πέρασα ωραίες γιορτές. Για την ακρίβεια πέρασα θυμωμένες γιορτές. Μετά από αρκετά χρόνια, αφού δουλειά δεν είχα ενώ αντίθετα υπήρχε ένας σκασμός ευρώ για ξόδεμα και άφθονος χρόνος, αποφάσισα να χαρίσω όμορφες γιορτές στους δικούς μου. Έδωσα ένα ποσό στον πατέρα μου να ξελασπώσει απ’τις κωλοτράπεζες που του είχαν ρημάξει την ψυχή, ένα ποσό στη μάνα μου ν’αγοράσει επιτέλους ό,τι λαχταρούσε η δική της ψυχή και ένα άλλο για το σπίτι. Το σπίτι των γονιών μου δηλαδή που το είχα ‘εγκαταλείψει’ δέκα χρόνια πριν για να πιάσω το δικό μου διαμέρισμα. Όχι στο Πέραμα. Αλλά στα Εξάρχεια, στην Αθήνα.
Οι δικοί μου δεν είχαν δει ποτέ με καλό μάτι τη δουλειά μου –ο πατέρας μου έλεγε πως μια μέρα θα ‘φάω το κεφάλι μου’ με όλα τούτα που σκάλιζα για τον ένα και τον άλλο- και η μάνα μου απλά δεν ήθελε να ‘αδειάσει το σπίτι’. Ανησυχούσαν γενικά για μένα. Ήμουν από μικρή ατίθαση, παράξενη, ‘αγοροκόριτσο’. Έκανα παρέα μόνο με αγόρια, μού άρεσε το ποδόσφαιρο, είχα αφίσες του Μπρους Λη και του Μαραντόνα στο δωμάτιό μου. Δεν μεγάλωνα ‘φυσιολογικά’. Έβλεπα ταινίες τρόμου, ντυνόμουν σαν αλητάκι, μιλούσα με κομμένες λέξεις. Μπορεί να μην τους είχα φέρει καμιά αστυνομία σπίτι, ήμουν γενικά καλή μαθήτρια, όχι όμως και τίποτα σπουδαίο, δεν είχα πάρε δώσε με κωλο-ουσίες του κερατά, όμως δεν ήμουνα το κλασικό κορίτσι που ίσως είχαν στο μυαλό τους. Όταν τελείωσα το σχολείο κι έδωσα εξετάσεις, απέτυχα παταγωδώς. Δεν διάβαζα, δεν ήθελα να σπουδάσω τίποτα.
Τι θέλεις να κάνεις επιτέλους βρε παιδί μου;, με ρωτούσε η μάνα μου.
Να βρω τη θέση μου σε αυτό τον κόσμο, της απαντούσα. Ήταν μια ατάκα που είχα κλέψει από κάποια παλιά ταινία και η μάνα μου γυρνούσε την πλάτη της και έφευγε κάνοντας και τον σταυρό της.
Όμως δεν έλεγα ψέματα. Αυτό έψαχνα. Να βρω τη θέση τη δική μου σε αυτό τον κόσμο. Αν υπήρχε. Αν δεν υπήρχε…
Ώσπου έπεσα πάνω στον Πήτερ. Ας είναι καλά ο Κόπολα, ο Μάρλον, ο Νονός και η Ανθή που με είχε τσατίσει τόσο εκείνο το βράδυ με τα χασμουρητά της που είχα αρχίσει να φωνάζω για να με ακούσουν και οι νεκροί.
Κι όταν τους ανακοίνωσα μια μέρα του Σεπτέμβρη εκείνης της μοιραίας χρονιάς ότι θα γίνω ιδιωτικός ερευνητής υποθέσεων και θα δουλεύω σε ένα γραφείο με έναν 45άρη ελληνοαμερικανό, ο πατέρας μου κλείστηκε στο δωμάτιό του και άρχισε πάλι να καπνίζει ενώ το είχε κόψει για τρία χρόνια. Η μάνα μου; Έπιασε τις εκκλησίες και τα μοναστήρια ψάχνοντας παπά να με συζητήσει μπας και έρθω στα σύγκαλά μου. Ευτυχώς δεν τόλμησε να μού κουβαλήσει κανέναν γιατί θα είχαμε άλλα σκηνικά.
Πονεμένοι και ταλαιπωρημένοι άνθρωποι οι δικοί μου. Ο πατέρας στο μεροκάματο του τρόμου από νέος. Στην αμμοβολή, στα καρνάγια, όπου υπήρχε φως. Και όσο περνούσαν τα χρόνια το φως ξεθώριαζε. Η μάνα κρατούσε το σπίτι με περηφάνια και αξιοπρέπεια. Καλοί άνθρωποι, ήρεμοι, παραδοσιακοί, δεν μού είχαν στερήσει ποτέ τίποτα, δεν με είχαν ζορίσει για το παραμικρό. Ο πατέρας στα νιάτα του ήθελε να σπουδάσει, να γίνει δάσκαλος. Είχε μεράκι με τα γράμματα, διάβαζε βιβλία, μού μιλούσε για τον κόσμο των μορφωμένων ανθρώπων, μακριά από μουτζούρες, νυχτοκάματα και αγωνίες για τον επιούσιο. Όταν ήμουν μικρή μού διάβαζε βιβλία από μεγάλους λογοτέχνες για να κοιμάμαι τα βράδια. Μου άρεσε να τον ακούω. Μπορεί να ήταν πεθαμένος στην κούραση αλλά όταν ξεκινούσε να διαβάζει ζωντάνευε. Η φωνή του ζέσταινε, η ανάσα του ηρεμούσε, η ψυχή του άνοιγε. Έτσι έμαθα από τη φωνή του τον Ντοστογιέφσκι, τον Δουμά, τον Καζαντζάκη. Μπορεί να μην έγινα ποτέ αυτό που ονειρευόταν εκείνος για μένα, δασκάλα σε ένα σχολείο να μαθαίνω τα παιδιά του κόσμου την αλφαβήτα της ζωής όμως του χρώσταγα ό,τι όμορφο και φωτεινό υπάρχει στην ψυχή μου.
Τούτη τη χρονιά μπόρεσα μετά από χρόνια να τους δώσω κάποια άνεση, μια αληθινή ευκαιρία να γιορτάσουν ξέγνοιαστοι και χαμογελαστοί. Έτσι κι αλλιώς είχαν περισσέψει αρκετά και για μένα.
Όμως τα λεφτά δεν ήταν τώρα το πρόβλημά μου. Το πρόβλημά μου ήταν ο Καράλης. Από την παραμονή των Χριστουγέννων που μού έριξε τη βόμβα και σηκώθηκε κι έφυγε δεν μπορούσα να ησυχάσω. Τι στο δαίμονα είχε συμβεί; Ήμουνα σίγουρη, χίλια τα εκατό ότι κάποιος ή κάτι είχε μπει ανάμεσά μας. Κάποιος τον είχε ενοχλήσει, τον είχε φοβίσει. Μακάρι να ζούσε ο καλός μου δάσκαλος. Αν ήταν τώρα κοντά μου ο Πήτερ θα τον ρωτούσα, θα έπαιρνα τη συμβουλή του, θα συζητούσα όλα τα δεδομένα και όπως συνέβαινε πάντα όταν κόλλαγα κάπου, θα έβρισκε με ένα πλατύ χαμόγελο τη λύση. Όμως ο Πήτερ είχε φύγει μακριά. Ζούσε σε μια άλλη διάσταση τώρα. Κι εγώ έπρεπε, όπως το έκανα από τότε που έμεινα μόνη κι ανέλαβα το γραφείο του ώσπου να κλείσω όλες τις εκκρεμότητες με τις υποθέσεις του, να βρω τη λύση μόνη μου.
Καμιά φορά, σ’αυτή τη δουλειά, αισθανόμουν όπως ο Τομ Χανκς στο Ναυαγό. Αυτός είχε συντροφιά τον ‘Ουίλσον’, αυτή την μπάλα του βόλεϊ. Για να μην τρελαθεί από την απομόνωση σε κείνο το νησί που τον έριξε η μοίρα και το Χόλιγουντ, άρχισε να συνομιλεί με τον Ουίλσον… τον εαυτό του δηλαδή… είναι ένας πανάρχαιος μηχανισμός του εαυτού για να κρατήσει τα τέρατα της παράνοιας μακριά. Επινοείς κάποιον, αρχίζεις διάλογο μαζί του, η ενέργεια εκτονώνεται, το παράλογο τιθασεύεται… κερδίζεις χρόνο. Καμιά φορά αναρωτιόμουν αν αυτό δεν έκαναν και οι ερημίτες ασκητές. Επινοούσαν ένα Χριστό, άρχιζαν τις προσευχές, έδιναν διέξοδο στην τρέλα. Ίσως να μην υπάρχει άλλη λύση για να αντέξεις το σουρεαλισμό του βίου. Κάποιος σε έχει πετάξει σε αυτό τον πλανήτη. Δεν ξέρεις γιατί, δεν ξέρεις πως ούτε και τι πρόκειται να γίνει. Στην ουσία μια ζωή παλεύεις με τον εαυτό σου. Οι άλλοι είναι όλοι, μια επινόηση. Όταν ειρηνεύσεις με το μέσα σου, οι άλλοι δεν σε τρομάζουν. Ο εαυτός σου είναι η φυλακή σου.
Τέτοια και άλλα σκεφτόμουν όλες εκείνες τις μέρες που ακολούθησαν το ναυάγιο του μπιστρό με τον Καράλη να έχει βγάλει το πώμα από τη βάρκα και ο Τιτανικός βούλιαξε στα μαύρα νερά.
Από την άλλη, όσο περνούσαν οι μέρες, ο θυμός και το πείσμα μου άρχιζαν να αλλάζουν μορφή.
Και γιατί να μην συνέχιζα δηλαδή; Ποιος θα με σταματούσε; Είχα καταλήξει ποιος ήταν ο πιθανότερος ‘ένοχος’… γιατί να μην έκανα την αυτοψία μου να βγάλω ένα τελικό συμπέρασμα; Μπορεί όλα να έδειχναν πως αυτή η μυστηριώδης Αντιγόνη να βρισκόταν πίσω από την εξαφάνιση του Αφοσιωμένου αλλά αυτό παρέμενε μια υπόθεση, μια εικασία, ένα ενδεχόμενο. Ισχυρό μεν αλλά ενδεχόμενο. Αν έκανα μια επίσκεψη στο σπίτι της κι αφού είχα πληρώσει τόσα για τα λαδώματα για να μάθω διευθύνσεις και τηλέφωνα και διαπίστωνα ότι η γυναίκα αυτή και ο πατέρας της, ο Μιχάλης Βάινας, δεν είχαν καμιά σχέση ‘με το φόνο’, τότε θα πάταγα εγώ τη μεγάλη σφραγίδα CASE CLOSED. Εγώ, όχι ο Καράλης. Και τότε θα ηρεμούσα και θα μπορούσα να πάω παρακάτω.
Στο κάτω κάτω ο άνθρωπος με είχε χρυσοπληρώσει. Γιατί να μην έπιαναν τα λεφτά του τόπο;
Όσο περνούσαν οι μέρες και με το έμπα του νέου χρόνου, η απόφασή μου γινόταν πια σχέδιο δράσης μέσα μου. Και από τη στιγμή που ένας άνθρωπος της δράσης έχει ένα σχέδιο, τότε δεν γίνεται, θα πρέπει να το βάλει σε εφαρμογή.
Σκανάρισμα
ΣΚΗΝΗ
ΕΞΩΤ. Η Μελίνα ακολουθεί την γυναίκα και το σκύλο της στο εσωτερικό του κτήματος.
Περπατούν καμιά πενηνταριά μέτρα ως το σπίτι. Μπροστά η κυρία με το σκύλο, πίσω η Μελίνα. Παρατηρεί τα πάντα και καταγράφει.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
ΠΗΤΕΡ
Ο καλός επαγγελματίας βλέπει, σαρώνει, σκανάρει, αποθηκεύει. Δεν θα έχεις πάντα την ευχέρεια να φωτογραφίσεις ή να τραβήξεις βίντεο. Είσαι και τοπογράφος και μηχανικός και υδραυλικός και ηλεκτρολόγος… το μυαλό σου γίνεται ένα μεγάλο σχέδιο που έχει σημειωμένα τα σημαντικά, τα κρίσιμα, τα παράξενα…
Σχεδόν έβλεπα με το νου μου τον Πήτερ σε ένα από τα πολλά μαθήματά του. Τα υπερ-πολύτιμα μαθήματά του από την εμπειρία μιας ζωής. Ευτυχώς η μνήμη μου ήταν δυνατή, από τη φύση της. Δεν θα την έλεγα ακριβώς φωτογραφική αλλά την είχα προπονήσει κιόλας. Έτσι λοιπόν όση ώρα περπατούσαμε προς την είσοδο της βίλας κατέγραφα, σημείωνα, έφτιαχνα το τοπογραφικό του κτήματος. Αποστάσεις από τις πλευρές, το σπίτι του σκύλου, διαστάσεις της πρόσοψης και πολλά άλλα. Όταν θα έβρισκα ευκαιρία μπορεί να έφτιαχνα και ένα σκαρίφημα. Στο γραμμικό σχέδιο ήμουνα ξυράφι και είχα κάνει και κάποια μαθήματα δίπλα σε έναν μηχανικό, φίλο του πατέρα μου. Εκείνος νόμιζε ότι ήθελα να δώσω στο Πολυτεχνείο αλλά εγώ όσα μάθαινα τα αξιοποιούσα στη δουλειά.
Η γυναίκα δένει το σκύλο δίπλα στο σπιτάκι του και μετά προχωρά προς την πόρτα. Ανοίγει και περιμένει σιωπηλή να περάσει πρώτη η Μελίνα.
Άνοιξε και με περίμενε σιωπηλή να περάσω πρώτη.
Ανεπιθύμητη
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο εσωτερικό του σπιτιού. Η γυναίκα και η Μελίνα.
Η Μελίνα μπαίνει στο εσωτερικό του σπιτιού και ευγενικά αλλά ψυχρά η κυρία την οδηγεί στο σαλόνι. Η Μελίνα ρίχνει μια ‘φωτογραφική’ ματιά στο εσωτερικό. Το τζάκι, το σύνθετο, οι πάγκοι, η τραπεζαρία. Μεγάλο σπίτι, πολυτέλεια αλλά όχι κραυγαλέα χλιδή.
Κάθεται στον μεγάλο καναπέ σαν καλό κορίτσι και η γυναίκα κάθεται με ήρεμες, αθόρυβες κινήσεις απέναντί της, σε μια πολυθρόνα.
Δεν της προσφέρει ούτε νερό.
ΓΥΝΑΙΚΑ
Έχετε κάποια ταυτότητα;
Η Μελίνα την είχε έτοιμη και της την δίνει στο χέρι. Εκείνη ρίχνει μια ματιά και μετά την κοιτάζει αδιάφορα. Της την επιστρέφει ανέκφραστη.
ΓΥΝΑΙΚΑ
Λοιπόν κα Χάντζου, σας ακούω. Τι συμβαίνει με την Αντιγόνη;
Ο τόνος αυστηρός, ελεγχόμενος αλλά στα όρια.
ΜΕΛΙΝΑ
Εσείς είστε η κα Βάινα.
ΓΥΝΑΙΚΑ
Μάλιστα. Η μητέρα της Αντιγόνης.
Στο βάθος αριστερά η Μελίνα βλέπει μια φιγούρα, δίπλα στην μεγάλη σκάλα που ανεβαίνει στο επάνω πάτωμα. Μια θηλυκή φιγούρα. Ώσπου να εστιάσει το βλέμμα της έχει εξαφανιστεί.
ΜΕΛΙΝΑ
Η Αντιγόνη δεν είναι στο σπίτι;
ΜΗΤΕΡΑ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ
Σας ρώτησα κάτι κα Χάντζου και δεν μού απαντήσατε
ΜΕΛΙΝΑ
Ξέρετε κα Βάινα, ερευνώ μια εξαφάνιση.
Η γυναίκα συνοφρυώνεται ελαφρά.
ΜΗΤΕΡΑ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ
Εξαφάνιση;
ΜΕΛΙΝΑ
Μάλιστα. Την εξαφάνιση του Αντρέα Αφοσιωμένου.
Η γυναίκα μένει ατάραχη σαν παγόβουνο.
ΜΗΤΕΡΑ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ
Δεν μού λέει τίποτε το όνομα.
ΜΕΛΙΝΑ
Χμμ… όμως σίγουρα θα λέει πολλά στην κόρη σας.
Η Μελίνα νιώθει πάλι το σφίξιμο στο στήθος της.
ΜΗΤΕΡΑ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ
Αποκλείεται. Δεν υπάρχει κανείς που να γνωρίζει η κόρη μου και όχι εγώ.
ΜΕΛΙΝΑ
Ναι… όμως ξέρετε δεν πρόκειται για μια συνηθισμένη γνωριμία… εννοώ της παλιάς σχολής… πρόκειται για γνωριμία μέσω του ίντερνετ.
Η γυναίκα την κοιτάει κοίταξε με ένα βλέμμα που αν είχε υπερδυνάμεις από αυτές που διαβάζουμε στα κόμικς της Μάρβελ θα μού είχε εκσφενδονίσει βελάκια κατευθείαν στο λαιμό.
ΜΗΤΕΡΑ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ
Όπως σας είπα και πριν, όλα τα άτομα που γνωρίζει η Αντιγόνη είναι και φίλοι της οικογένειας. Έχετε κάτι άλλο να μού πείτε;
ΜΕΛΙΝΑ
Αν η Αντιγόνη είναι στο σπίτι… νομίζω πως είδα λίγο πριν μια άλλη κοπέλα.
Η γυναίκα γυρνά απότομα το κεφάλι της αριστερά και μετά πετάγεται από τη θέση της λες και κάποιος είχε πατήσει ένα κουμπί εκτόξευσης. Περπατάει γρήγορα ως τη σκάλα, κοιτάζει το εσωτερικό του σπιτιού κι έπειτα επιστρέφει. Δεν κάθεται. Την περιμένει όρθια σαν Βεληγκέκας.
ΜΗΤΕΡΑ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ
(κάπως ταραγμένη)
Νομίζω πως έχουμε τελειώσει κα Χάντζου.
Η Μελίνα σηκώνεται όρθια κι εκείνη τη στιγμή ξαναβλέπει την κοπέλα. Κατεβαίνει τη σκάλα. Ψιλή και λιγνή σαν την μάνα της αλλά σε φρέσκια έκδοση. Η κοπέλα παγώνει προς στιγμήν αλλά τελικά κατεβαίνει με αργά βήματα και πλησιάζει.
ΜΕΛΙΝΑ
Είστε η Ευμενία;
ΕΥΜΕΝΙΑ
Όχι.
ΜΕΛΙΝΑ
Η Ευμενία τότε;
Η γυναίκα γουρλώνει τα μάτια της και χάνει το στυλ της. Τώρα μοιάζει με τίγρη που βλέπει να απειλούνται τα μικρά της και βγάζει νύχια και δείχνει δόντια.
ΜΗΤΕΡΑ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ
Ποιος σας έχει δώσει πληροφορίες για την οικογένειά μας κα Χάντζου;
ΜΕΛΙΝΑ
Ελάτε τώρα κα Βάινα. Είστε μια από τις σημαντικότερες οικογένειες της πόλης. Όλοι σας γνωρίζουν. Ξέρω πολλά περισσότερα. Ο άντρας σας είναι εργολάβος οικοδομών και δημοσίων έργων. Και λέγεται Μιχάλης. Εσείς είστε η Μαρία Βάινα. Και έχετε δυο κόρες, την Ευμενία και την Αντιγόνη. Για να πω την αλήθεια, μόνο το όνομα του σκύλου σας δεν ήξερα αλλά το έμαθα κι αυτό σήμερα.
Το στόμα της Μαρίας Βάινα έχει γίνει μια τεντωμένη γραμμή. Το βλέμμα της έχει σκοτεινιάσει. Οι γροθιές της θα πρέπει να είχαν σφίξει. Βρίσκεται ολόκληρη σε συναγερμό.
ΜΗΤΕΡΑ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ
Θέλω να φύγετε τώρα από το σπίτι μου και να μην ξανάρθετε.
Η Μελίνα σηκώνει τις παλάμες της σε ένδειξη υπακοής και οπισθοχωρεί. Η πρώτη επαφή με το σόι είχε λάβει τέλος.
Νίκη μεταμφιεσμένη σε ήττα
ΣΚΗΝΗ
ΕΞΩΤ. Η επίσκεψη της Μελίνας έχει τελειώσει και τώρα βρίσκεται έξω από το σπίτι της οικογένειας Βάινα.
Με το που βγαίνει βλέπει στ’αριστερά της στα δέκα μέτρα το σκύλο να σηκώνεται στα πόδια του και να την καρφώνει. Είναι δεμένος όμως.
ΜΕΛΙΝΑ
Πάντως αν θέλετε, πείτε στην Αντιγόνη πως ερευνώ εκ μέρους ενός πολύ καλού φίλου του Αντρέα. Που ανησυχεί για το φίλο του. Ανησυχεί πολύ.
Πριν πάρει το δρόμο της επιστροφής, βγάζει μια καρτούλα με το όνομα και τον αριθμό του κινητού της και την αφήνει πάνω στο τραπεζάκι της βεράντας.
ΜΕΛΙΝΑ
Αν θελήσετε να τα πούμε. Μένω σε ένα ξενοδοχείο στην πόλη. Καλημέρα σας.
Η Μελίνα περπατά αργά και όταν βγαίνει από την κεντρική πύλη ψάχνει ένα σημείο να καθίσει. Αυτό το καταραμένο πράγμα την έχει μαγκώσει σε όλο της το σώμα λες και υπήρχαν παντού αρπάγες και θέλανε να με συνθλίψουν.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
Μπορεί η επίσκεψή μου να απέβη άγονη αλλά στην ουσία είναι μια νίκη μεταμφιεσμένη σε ήττα.
Και οδεύει προς το αυτοκίνητό της.
Η ρωγμή
[ΕΝΑΛΛΑΓΗ ΣΚΗΝΩΝ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΩΝ ΣΧΕΤΙΚΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΑΦΗΓΗΣΗ]
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
ΠΗΤΕΡ
Βρίσκεσαι σε μια πόλη που, ας υποθέσουμε, δεν έχεις ξαναβρεθεί ποτέ. Μια μέση ελληνική πόλη. Των 15 ή 20 χιλιάδων κατοίκων. Ωραία. Ψάχνεις πληροφορίες για ένα άτομο. Έχεις ήδη σκαλίσει πράγματα, έχεις ξεπατώσει όλο το ‘φέιςμπουκ’ και ό,τι άλλο σ’αυτά τα κέρατα, ξέρεις μερικά ονόματα και κάποια άλλα στοιχεία. Μπορεί να αληθεύουν, μπορεί και όχι. Εσύ όμως θέλεις δυνατά στοιχεία, ατράνταχτα, έγκυρα πράγματα. Τι κάνεις;
Θυμάμαι τον Πήτερ χωμένο στη θέση του οδηγού της ωραίας του Τζάγκουαρ. Εγώ δίπλα του άκουγα και ρουφούσα σαν σφουγγάρι. Είχαμε ‘ιδιαίτερο’. Του άρεσε να κάνει μάθημα λίγο πριν ξεκινήσουμε για κάποια δουλειά. Είχαμε και οι δυο ανεβασμένη αδρεναλίνη, δεν ήμασταν πλαδαροί στο γραφείο. Το μυαλό δουλεύει καλύτερα έτσι.
ΜΕΛΙΝΑ
Πρέπει να αρχίσω να ρωτάω.
ΠΗΤΕΡ
Ποιους; Πώς;
Θυμάμαι το βλέμμα του, το χαμόγελό του, ακόμα και το πουκάμισο που φορούσε.
ΜΕΛΙΝΑ
Χμμ… γιατί να μην αρχίσω από τον ξενοδόχο; Σ’αυτόν που θα έχω πιάσει δωμάτιο;
ΠΗΤΕΡ
Αυτόν θα τον αφήσεις τελευταίο. Δεν θα πέσεις πάνω του αμέσως. Όταν θα αρχίσουν τα κουτσομπολιά αυτός ίσως να είναι άνθρωπος που θα σε υπερασπιστεί.
ΜΕΛΙΝΑ
Α, χα… κατάλαβα… τότε θα αρχίσω τις γύρες…
ΠΗΤΕΡ
Σωστά… την πόλη τη μαθαίνεις από τα κτήρια… από τους δρόμους… και από τα μαγαζιά… εσένα σε ενδιαφέρουν περισσότερο τα μαγαζιά.
ΜΕΛΙΝΑ
Μαγαζιά που συχνάζουν οι κουτσομπόληδες…
Το βλέμμα του Πήτερ άστραψε.
ΠΗΤΕΡ
Βλέπεις; Αρχίζεις και ρολάρεις… για συνέχισε… ποια είναι αυτά τα μαγαζιά που συχνάζουν οι κουτσομπόληδες;
ΜΕΛΙΝΑ
Τα καφενεία, ας πούμε, είπα. Κατένευσε αλλά περίμενε και συνέχεια.
ΜΕΛΙΝΑ
Τα… κουρεία; Τα σφαιριστήρια… χμμ… τι έχει μείνει;
Ο Πήτερ χαμογέλασε.
ΠΗΤΕΡ
Έχει σημασία σε ποια μπορείς να μπεις εσύ. Στα κουρεία οπωσδήποτε όχι. Και τα κομμωτήρια δεν νομίζω να τα έχεις τιμήσει ποτέ, είπε και γελάσαμε και οι δυο. Ανάθεμα κι αν είχα πατήσει ποτέ σε κομμωτήριο.
ΠΗΤΕΡ
Να έχεις υπόψη σου ότι μπορεί να χρειαστούν αρκετές ημέρες ώσπου να μάθεις αυτά που θέλεις. Στην αρχή δεν θα μιλάς, θα ακούς. Θα μπείς σε ένα καφέ, θα στρογγυλοκαθίσεις δίπλα σε μια μεγάλη παρέα και θα ακούς. Μετά θα το επαναλάβεις σε άλλο καφέ με άλλες παρέες. Αναλόγως τι ψάχνεις. Κάποια στιγμή θα ρωτήσεις κιόλας. Διακριτικά, με πρόφαση. Ένα γκαρσόνι, ένα μπάρμαν, οποιονδήποτε σε ‘εμπνεύσει’… ακόμα και περιπτερά ή ψιλικατζή… πρέπει να αυτοσχεδιάζεις. Κι αυτό δεν διδάσκεται, θα το μάθεις στην πράξη. Ποιο είναι το τρίπτυχό μας;
‘Υπομονή – οργάνωση - αυτοσχεδιασμός’. Το είχα μάθει απέξω.
Έτσι μπράβο. Η υπομονή είναι η ύψιστη αρετή του επαγγέλματός μας. Πρέπει να την ασκήσεις γιατί υστερείς σ’αυτήν. Είσαι ορμητική και αγριεύεις εύκολα. Η οργάνωση είναι εκ των ων ουκ άνευ… και ο αυτοσχεδιασμός είναι αυτό που θα σε σώζει πάντα από το απρόβλεπτο. Το οποίο είναι απολύτως βέβαιο ότι θα είναι πανταχού παρόν.
Άκουγα και σημείωνα.
ΜΕΛΙΝΑ
Ξέρεις τι με τρελαίνει σε σένα ε;
Με κοίταξε, θυμάμαι με κείνο το βλέμμα ‘να δούμε τι θα μας ξεφουρνίσεις πάλι’.
ΠΗΤΕΡ
Τι;
ΜΕΛΙΝΑ
Οι ‘ελληνικούρες’ σου… σε χαίρομαι μπος. Αυτό το ‘εκ των ων ουκ άνευ’ με πέθανε.
Βάλαμε τα γέλια και οι δυο. Ήταν αυτές οι στιγμές που έχω προίκα και νιώθω ο πλουσιότερος ανθρωπος του κόσμου.
ΠΗΤΕΡ
Λοιπόν, συνεχίζουμε. Μην υπερεκτιμήσεις ποτέ το ταλέντο σου ή τις δυνατότητές σου. Ταπεινά και αθόρυβα θα κινείσαι. Πάντα. Και να είσαι βέβαιη πως τις πολυτιμότερες πληροφορίες θα τις πάρεις από κει που δεν το περιμένεις. Να είσαι πάντα ανοιχτή, οι κεραίες σου τεντωμένες, σε υπερένταση… οτιδήποτε ακούς ή μαθαίνεις μπορεί να έχει αξία, σημασία. Ο πιο ασήμαντος ανθρωπάκος μπορεί να είναι το διαμάντι που είχες στο πέτο σου από την αρχή και νόμιζες πως είναι βότσαλο.
Δυο μέρες είχαν περάσει από την ‘αποτυχημένη’ μου πρώτη επίσκεψη στο… μέγαρο της οικογένειας Βάινα. Τα δυο αυτά 24ωρα δεν άφησα μέρος και σημείο της πόλης που να μην επισκεφτώ. Καφενεία, καφετέριες, μπιλιαρδάδικα, στοιχηματζίδικα του ΟΠΑΠ… τι αναζητούσα; Οποιαδήποτε ‘ειδική’ πληροφορία για την οικογένεια. Αυτά που γνώριζα εγώ δεν επαρκούσαν. Έψαχνα για την περίφημη ρωγμή όπως την έλεγε ο Πήτερ. Τι είναι η ρωγμή; Είναι αυτό που αν το εκμεταλλευτείς σωστά μπορεί να γίνει ρήγμα και το ρήγμα δίοδος για να εισέλθεις στο ‘δωμάτιο’. Κάτι σαν ρι-φι-φι ας πούμε. Η ρωγμή μπορεί να είναι οτιδήποτε. Μια εκδήλωση που μαζεύεται όλη η οικογένεια, ας πούμε. Μια ‘αδυναμία’ του ανθρώπου που σε ενδιαφέρει. Μια παράνομη σχέση ας πούμε. Κάτι απ’όπου μπορείς να πιαστείς για να πιέσεις καταστάσεις. Με τον κατάλληλο χειρισμό βέβαια.
Τι είχα ‘ψαρέψει’ ως τώρα από τις γύρες μου, τις κουβεντούλες που είχα ανοίξει, τις δήθεν ‘αθώες’ ερωτήσεις μου για το σπιτικό του Βάινα; Σχεδόν τίποτε. Η ψαριά μου ήταν φτωχή, ασήμαντη. Όσα ήξερα από την Αθήνα μού επαναλαμβάνονταν ξανά και ξανά. Και μάλιστα με καχύποπτο, απρόθυμο ύφος. Δεν έπρεπε να τεντώσω τα σχοινιά. Έπρεπε απλώς να βρω κάποιον άλλο δρόμο. Κι έμενε στην ουσία ένας ακόμα.
Οι ταμπέλες με τα στοιχεία του Βάινα υπήρχαν σε αρκετά σημεία της πόλης. Ο τύπος είχε πάρει εργολαβία τις μισές οικοδομές της πόλης και οι εργάτες και επιστάτες θα μπορούσαν να είναι πρωτογενές υλικό. Είχα σκοπό να το δοκιμάσω αν και ήθελε μεγάλη προσοχή. Ένας εργαζόμενος μπορεί να σε προδώσει στο αφεντικό του και να βρεθείς ξαφνικά πίσω απ’τα κάγκελα. Ή μπαουλιασμένος στο ξύλο σε κανά στενοσόκακο. Όχι. αυτό θα το επιχειρούσα στο τέλος. Όμως δεν χρειάστηκε. Γιατί η καλή μου τύχη μού χαμογέλασε.
Η υπομονή είναι πικρή αλλά…
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Σε ένα μεγάλο, κεντρικό καφέ της πόλης. Απόγευμα.
Η Μελίνα είναι ντυμένη κάπως πιο θηλυκά από το συνηθισμένο της ‘μιλιτέρ’ λουκ. Έχει λύσει τα μαλλιά της. Θέλει να δείχνει πιο ‘ταιριαστή’ στο περιβάλλον.
Διαλέγει το καλύτερο τραπέζι της μεγάλης αίθουσας. Από πίσω της κανείς, ο τοίχος. Και μπροστά της η μισή καθωσπρέπει πόλη που τρώει πάστα, πίνει καφέ ή τσάι και θάβει την άλλη μισή.
Παραγγέλνει ένα διπλό καπουτσίνο και βάζει πάνω στο τραπέζι το ipad πιο πολύ για να δείχνει ‘απασχολημένη’ παρά οτιδήποτε άλλο.
Κάποια στιγμή έρχεται και κάθεται δεξιά της, στο άδειο τραπέζι ένας παράξενος τύπος. Παλιομοδίτικη κοψιά σε πρόσωπο, κινήσεις και ντύσιμο. Σαν ήρωας παλιάς ταινίας της Φίνος Φιλμς. Κάθεται ήρεμα και αρχοντικά στην πολυθρόνα του, σηκώνει τον αρχαιολογικής αξίας χαρτοφύλακά του και άρχισε να βγάζει…
Και τι δεν βγάζει. Πρώτα ένα μεγάλο, λευκό μαντήλι. Το στρώνει πάνω στο τραπέζι μπροστά του. Μετά μερικά άλλα μαντηλάκια, πιο μικρά. Αυτά παίρνουν ‘θέση μάχης’ πιο κει. Αφού τελειώνει, βγάζει και μερικά υγρά μαντηλάκια κι αρχίζει να καθαρίζει τα χέρια του λες κι έχει βγει από κανέναν υπόνομο.
Τον πλησιάζει ο σερβιτόρος.
ΣΕΡΒΙΤΟΡΟΣ
Καλησπέρα κε Ιωσήφ. Το συνηθισμένο;
ΚΟΣ ΙΩΣΗΦ
Καλησπέρα Θωμά. Ναι, το συνηθισμένο. Περιμένω μια κυρία. Μόλις την δεις να…
ΣΕΡΒΙΤΟΡΟΣ
Ναι, ξέρω κε Ιωσήφ.
Ο σερβιτόρος με σβέλτες κινήσεις γυρνά το σώμα του και φεύγει.
Κι έπειτα ο τύπος στρέφει την προσοχή του κατευθείαν στη Μελίνα!
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Δεν ήμουν ασυνήθιστη να με καμακώνουν στις καφετέριες αλλά τούτος εδώ έχει πολλά κότσια, έπρεπε να το ομολογήσω. Δεν φτάνει που έχει την ηλικία της μάνας μου, έχει και το βλέμμα της. Με ‘κόβει’ από πάνω ως κάτω και δεν λέει να πάρει το βλέμμα του από πάνω μου.
Αποφασίζω να κάνω την παλαβή. Επικεντρώνομαι σε ‘αυτό’ που δήθεν με έχει απορροφήσει στην οθόνη.
Ο σερβιτόρος επιστρέφει με ένα δίσκο. Αφήνει πρώτα ένα ποτήρι με νερό, μια καράφα γεμάτη και ένα φλιτζάνι με ελληνικό καφέ που αχνίζει. Κάτι δεν έχει γίνει σωστά όμως.
ΚΟΣ ΙΩΣΗΦ
Αχ βρε Θωμά! Δεν υπάρχει πετσετούλα κάτω απ’την κούπα!
Ο σερβιτόρος αντιδρά λες και τον έχει τσιμπήσει ηλεκτρικό ρεύμα.
ΣΕΡΒΙΤΟΡΟΣ
Χίλια συγνώμη!
Πάει εσπευσμένα προς το μπαρ. Σε δευτερόλεπτα επιστρέφει και απλώνει ένα ωραίο τετράγωνο πετσετάκι κάτω απ’το φλιτζάνι.
ΣΕΡΒΙΤΟΡΟΣ
Όλα καλά;
ΚΟΣ ΙΩΣΗΦ
Όλα μια χαρά.
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Λίγο ήθελα να σκάσω στα γέλια αλλά έκανα υπομονή. Ήταν η πρώτη φορά από την ώρα που είχα πατήσει το πόδι μου σε αυτή την σκατούπολη που διασκέδαζα τόσο.
ΚΟΣ ΙΩΣΗΦ
Θα πιστεύετε ίσως ότι είμαι παρανοϊκός!
Η Μελίνα αιφνιδιάζεται κάπως.
ΜΕΛΙΝΑ
Ε, όχι και παρανοϊκός!
ΚΟΣ ΙΩΣΗΦ
Ιωσήφ Κεντρόπουλος. Πρώην τμηματάρχης του πάλαι ποτέ Υπουργείου Γεωργίας.
Ευγένεια, τυπικότητα, καλοί τρόποι. Ο άνθρωπος κερδίζει πόντους.
ΜΕΛΙΝΑ
Μελίνα Χάντζου.
ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Άνευ επαγγελματικής ιδιότητος;
ΜΕΛΙΝΑ
Άνευ.
ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Αυτό σημαίνει πως έχω να κάνω με έναν άνθρωπο με πολλές ιδιότητες όπου καμιά δεν κατέχει προνομιακή θέση έναντι των άλλων. Είμαι βέβαιος πως δεν είστε ‘από τα μέρη μας’, καθώς λένε.
ΜΕΛΙΝΑ
Σωστά, δεν είμαι.
Ο κος Ιωσήφ τακτοποιεί ξανά τα ήδη τακτοποιημένα μαντηλάκια του και κοιτώντας τα χέρια του αποφαίνεται ότι είναι καθαρά και δεν προβαίνει σε νέο καθαρισμό.
ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Συνήθως οι άνθρωποι που επισκέπτονται την πόλη μας είναι απλώς περαστικοί. Δυστυχώς ο τόπος αυτός δεν κέρδισε κανέναν άλλο τίτλο εκτός από αυτού ενός σταθμού μετεπιβίβασης. Κάπως θλιβερό ακούγεται αλλά από την άλλη όλο τούτο… ω, μα αυτόν τον κύριο τον γνωρίζω!
Η Μελίνα σκοκάρεται. Ο Κεντρόπουλος έχει σηκωθεί από την καρέκλα του και πλησιάζει προς το τάμπλετ. ‘Σκρολάροντας’ η Μελίνα είχε αφήσει μια φωτογραφία του Μάνου Καράλη με τον Αντρέα Αφοσιωμένο στην οθόνη. Είναι μια φωτο από εκδρομή τους. χαμογελούν ανέμελα και οι δυο.
ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Μα, ναι… τον γνωρίζω… είναι νεότερος εδώ… πολύ νεότερος, όμως…
Η Μελίνα νιώθει την καρδιά της να χτυπά σαν τρελή.
ΜΕΛΙΝΑ
Είστε… είστε βέβαιος;
ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Μα, φυσικά. Δεν έχει περάσει δα και τόσος πολύς καιρός… ενάμιση… δυό χρόνια ίσως… η μνήμη μου στέκει ακόμη κραταιά, σας βεβαιώ κα Χάντζου
ΜΕΛΙΝΑ
Πού… πότε… πώς τον είδατε;
Ο τμηματάρχης είναι έτοιμος να μού απαντήσει όμως εκείνη τη στιγμή κάνει την είσοδό της η κυρία που περίμενε. Ντυμένη για βραδινή μάλλον κι όχι απογευματινή έξοδο, πλησιάζει, χαιρετά, κάθεται στη θέση της και απορροφά ολοκληρωτικά την προσοχή του.
ΜΕΛΙΝΑ
(μέσα απ’τα δόντια της)
Γ… την πουτ… μου!
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Δεν ξέρω πόσες βλαστήμιες κατέβασα μέσα μου για τη στιγμή που είχε διαλέξει η μαντάμ να μας διακόψει. Πέντε λεπτάκια ήθελα ακόμα!
Δεν είχα σκοπό ν’αφήσω τον Κεντρόπουλο να πάει χαμένο… ούτε γι αστείο… είχα επιτέλους πέσει στην πισίνα με τη μερέντα και δεν επρόκειτο να βγω πριν κάνω όλες μου τις βουτιές!
Χτυπά το κινητό της. Ο Λάμπρος.
ΗΧΟΙ ΚΑΙ ΦΩΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ. ΦΩΝΗ ΛΑΜΠΡΟΥ
Κόκκινος, κόκκινος, κόκκινος Θεός… καλησπέρα!
Φασαρία, φωνές, χαμός. Κάποιοι τραγουδούν…
ΜΕΛΙΝΑ
Τι κάνεις παιδί μου; Πού είστε;
ΦΩΝΗ ΛΑΜΠΡΟΥ
Μόλις βγήκαμε απ’το ‘ναό’! Τρία ρίξαμε… φάγαμε κι ένα… καλά είσαι;
Με δυσκολία τον άκουγα. Ήταν όλη η παρέα μαζί του. Νέα συνθήματα, χαμός γινόταν.
ΜΕΛΙΝΑ
Μπράβο… α, ρε θρυλάρα!
ΦΩΝΗ ΛΑΜΠΡΟΥ
Δεν μπορείς να μιλήσεις;
ΜΕΛΙΝΑ
Δεν μπορώ αγόρι μου ψηλό και παντρεμένο… πάτε να τα πιείτε τώρα;.
ΦΩΝΗ ΛΑΜΠΡΟΥ
Πάμε στου Καραμουζάκια το σπίτι… εκεί θα τα πιούμε… πήρα να δω αν είσαι καλά…
ΜΕΛΙΝΑ
Είμαι πολύ καλά και να μην πιείς πάρα πολύ γιατί μετά θα οδηγήσεις, εντάξει;
ΦΩΝΗ ΛΑΜΠΡΟΥ
Δυο μπιρίτσες θα πιω ‘φροϊλάιν’…
ΜΕΛΙΝΑ
Θα σε πάρω εγώ αύριο, μεθαύριο να τα πούμε βρε ψυχή. Να περάσετε καλά.
ΦΩΝΗ ΛΑΜΠΡΟΥ
Εντάξει. Έχεις χαιρετίσματα από τα παιδιά.
ΜΕΛΙΝΑ
Ποια παιδιά Λάμπρο;.
ΦΩΝΗ ΛΑΜΠΡΟΥ
Ο Νίκος απ’το Κερατσίνι, ο Σέβεν απ’τη Νίκαια… ο Βότσαλος, ο ‘Ντέταρι’ απ’τη γειτονιά σου…
ΜΕΛΙΝΑ
Μπα, είναι και ο Ντέταρι εκεί; Πώς έτσι;
ΦΩΝΗ ΛΑΜΠΡΟΥ
Μόνο εσύ λείπεις… δεν πειράζει… καλό βραδάκι!
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Κλείνω τη γραμμή με ένα γλυκόπικρο συναίσθημα. Θα ήθελα να ήμουν μαζί τους. Θα μαζευτούν στο σπίτι του Καραμουζάκια, θα φάνε τα μεζεδάκια τους, θα πιουν τις μπιρίτσες τους, θα τραγουδήσουν όλα τα συνθήματα, ξανά πάλι, θα πειράζουν ο ένας τον άλλο, θα κουτσομπολεύουν άτομα, θα ξοδέψουν ένα τόνο ενέργειας, θα ηρεμήσουν, σπίτι μετά για νανάκια.
Γυρνώ το βλέμμα μου στον Κεντρόπουλο. Απλώνει και διπλώνει τα μαντηλάκια του, σκουπίζει τα χέρια του, πίνει γουλίτσες απ’τον καφέ του και συζητά με την κυρία απέναντί του.
Υπομονή – οργάνωση - αυτοσχεδιασμός. Ακούω τη φωνή του Πήτερ μέσα στο κεφάλι μου.
Θυμάμαι κι ένα ρητό που έλεγε ο πατέρας μου καμιά φορά… Η υπομονή είναι πικρή αλλά ο καρπός της γλυκός.
Υπομονή το λοιπόν!
Με τον Κεντρόπουλο
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στην ίδια καφετέρια. Η Μελίνα παραγγέλλει και δεύτερο καφέ, διαβάζει τα νέα της ομάδας από τρία, τέσσερα σάιτς, στέλνει μερικά μέιλ, πέφτει έπειτα χαζολογώντας σε μερικά δημοσιεύματα για διάφορους ηλίθιους της ‘σόου-μπιζ’.
Κοιτά το ρολόι της. Η ώρα δεν περνά.
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Αυτή η μαντάμ δεν λέει να ξεκολλήσει τον… απαυτό της απ’το κάθισμα. Και γιατί ζαλίζει τον άνθρωπο; Για ρουσφέτι, τι άλλο; Έχει έναν ακαμάτη γιο και θέλει να τον ‘χώσει’ στο δημόσιο. Πιστεύει ότι ο Κεντρόπουλος έχει ακόμα ‘τα μέσα’ και αν μπορεί να μιλήσει, να παρέμβει, να τηλεφωνήσει… πόσο υποχρεωμένη θα του ήταν, πόσο μεγάλη εκδούλευση θα έκανε στην οικογένειά της… γιατί ο γιος της είναι ‘καλό παιδί’ και άξιος και κείνο και το άλλο και… και ο καημένος ο Κεντρόπουλος πασχίζει να ξεγλιστρήσει απ’τη μέγγενη αυτής της κυράτσας αλλά πού… ευγενικός, καλοπρόθετος, γλυκός άνθρωπος.
Τον έχω συμπαθήσει λοιπόν. Κάνει μπαμ δε ο εκνευρισμός του από το ‘πρέσινγκ’ που τού ασκεί η μαντάμ. Έχει αρχίσει να διπλώνει και να ξεδιπλώνει μαντηλάκια με νευρικές, γρήγορες κινήσεις.
Βάζω στοίχημα ότι εύχεται να ξεκουμπιστεί μια ώρα αρχύτερα για να βρει την ηρεμία του ο χριστιανός.
Κάποια στιγμή, σαν από μηχανής θεός, μπαίνει στην καφετέρια ένας άλλος άντρας, τους πλησιάζει και χωρίς να βγάλει το παλτό του κάθεται δίπλα στην κυρία.
Είναι ο άντρας της που της κάνει παρατηρήσεις γιατί τον έστησε σε κάποιο ραντεβού. Οι τρεις τους τα λένε επί τροχάδην κι έπειτα ακούγονται (δόξα στον Πανάγαθο) οι καληνύχτες.
Ο Κεντρόπουλος σηκώνεται, τους σφίγγει τα χέρια, το ζευγάρι παίρνει το δρόμο για την έξοδο.
Η Μελίνα βλέπει τον άνθρωπο να εκπνέει μια μεγάλη ποσότητα αέρα και να κάθεται φαρδύς πλατύς ξανά στο κάθισμά του. Βγάζει κι ένα υγρό μαντήλι, σκουπίζει τα χέρια του κι έπειτα γυρνά το βλέμμα του σε μένα.
ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν το πιστεύω λοιπόν πως ακόμη συμβαίνουν όλα τούτα…
Η Μελίνα τον βλέπει εξουθενωμένο και διστάζει να τον ζορίσει περισσότερο.
ΜΕΛΙΝΑ
(μέσα απ’τα δόντια της)
Όμως δεν έχω σκοπό να τον αφήσω να μού φύγει. Κόντεψα να βγάλω ρίζες πια σε κείνη την καρέκλα μου!
(δυνατά αλλά ευγενικά)
Να έρθω να καθίσω σε σας;
ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
(ευγενέστατα)
Παρακαλώ!
ΜΕΛΙΝΑ
(φορώντας το γλυκύτερο χαμόγελό της)
Με συγχωρείτε αν σας ταλαιπωρώ κε Ιωσήφ, μα είναι μεγάλης σημασίας για μένα.
Και μετακομίζει με το τάμπλετ της στο τραπέζι του Κεντρόπουλου. Κάθεται απέναντί του.
Της ρίχνει μια γρήγορη ματιά και χαμογελάει.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
Φως φανάρι. Με έχει συμπαθήσει. Νομίζω και τον Αντρέα πρέπει να συμπάθησε. Αλλιώς δεν θα έδινε σημασία. Έτσι δεν λειτουργούμε όλοι μας;
ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
(ρίχνοντας κλεφτές ματιές και στην οθόνη του τάμπλετ όπου φαινόταν μια άλλη φωτο του Αντρέα)
Είστε φίλη του; Συγγραφέας κι εσείς;
ΜΕΛΙΝΑ
Θα σας μιλήσω ειλικρινά κε Ιωσήφ γιατί… δεν ξέρω το γιατί, δεν έχει σημασία. Ερευνώ την εξαφάνισή του. Είμαι ερευνήτρια ιδιωτικών υποθέσεων.
Το βλέμμα του πρώην τμηματάρχη που δεν του άρεσε καθόλου να κάνει ρουσφέτια, έλαμψε. Το χαμόγελό του γίνεται πλατύ όμως αμέσως η έκφραση του προσώπου του σκοτεινιάζει.
ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Κινδυνεύει;
ΜΕΛΙΝΑ
Εσείς θα μού πείτε.
ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
(κάπως αυστηρά)
Πείτε μου πρώτα γιατί ερευνάτε κι έπειτα, να είστε σίγουρη, θα σας πω όσα γνωρίζω.
Τώρα αρχίζει το ματς…
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στην ίδια καφετέρια. Η Μελίνα αφηγείται εν τάχει στον Κεντρόπουλο όσα την αφορούν και όσα γνωρίζει για τον Αντρέα Αφοσιωμένο αλλά και τον Μάνο Καράλη.
ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Χρειάζομαι γλυκόζη!
Παραγγέλνει δυο πάστες παρά τις αντιρρήσεις της Μελίνας. Τα γλυκά έρχονται αμέσως, εκείνος καταβροχθίζει τη δική του με δυο κουταλιές. Η Μελίνα απλά δοκιμάζει τη δική της.
ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
(σκουπίζοντας ξανά τα χέρια του)
Η οικογένεια Βάινα, είναι από τις μεγάλες πληγές αυτού του τόπου… πληγή και κατάρα μαζί!
ΜΕΛΙΝΑ
Κατάρα;
ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
(αγνοώντας την παρατήρησή της)
Οι πληροφορίες σας δεν είναι εντελείς κα Χάντζου. Δεν γνωρίζετε επί παραδείγματι πως η Αντιγόνη είναι εδώ και πολλά χρόνια καθηλωμένη σε αναπηρικό αμαξίδιο. Πως η οικογένεια είχε κι ένα ακόμη μέλος. Το μικρό Ερρίκο. Το παιδί αυτό σκοτώθηκε πέφτοντας από τη στέγη του σπιτιού… επίσης δεν γνωρίζετε πως ο Μιχάλης Βάινας δεν είναι ο φυσικός, ο ‘βιολογικός’ πατέρας των κοριτσιών. Του Ερρίκου ναι… όχι όμως της Ευμενίας, ούτε της Αντιγόνης.
Η Μελίνα είχε πατήσει ήδη το πλήκτρο της ηχογράφησης στο τάμπλετ γιατί δεν ήθελε να χάσει ούτε λέξη. Ο Κεντρόπουλος το είδε, κατένευσε και συνέχισε.
ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
(με προοδευτικά όλο και σκληρότερο τόνο)
Ο Μιχάλης Βάινας, είναι ο άνθρωπος που με ανάγκασε να παραιτηθώ και να συνταξιοδοτηθώ πρόωρα από την υπηρεσία μου κα Χάντζου. Δεν είμαι άνθρωπος των μεγάλων παθών, αυτόν τον αχρείο όμως τον μισώ! Γιατί είναι ένας ελεεινός, επικίνδυνος άνθρωπος. Και δεν σας είπα τυχαία πως αποτελεί πληγή και κατάρα για την πόλη μας. Είναι εκμαυλιστής! Ολετήρας και διαφθορέας!.
Η Μελίνα ακούει με κομμένη την ανάσα. Ο Κεντρόπουλος είχε πάρει φόρα και δεν έλεγε να βάλει φρένο.
ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Ο πατέρας των κοριτσιών, ο Κυριάκος Ζέλας, ήταν φίλος μου. Αγαπημένος φίλος. Και εξαιρετικός εκπαιδευτικός. Όμως η γυναίκα του, η τωρινή ‘κυρία’ Βάινα, ήταν πολυέξοδη, φαντασμένη και… θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου!.
ΜΕΛΙΝΑ
Εξώλης και προώλης;
Ο Κεντρόπουλος την κοιτά κοίταξε με ένα βλέμμα που δεν χρειαζόταν ‘μετάφραση’.
ΜΕΛΙΝΑ
Τον χώρισε;
ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Όχι απλά τον χώρισε, τον πέταξε σαν σκυλί! Αφού πρώτα ο άνθρωπος καταχρεώθηκε παντού για να της ικανοποιεί όλες τις παράλογες απαιτήσεις της, τον έριξε στα πλοκάμια του εκβιαστή εραστή της και έπειτα… προέβησαν από κοινού σε μια… σε μια ‘συμφωνία’.
Ο Κεντρόπουλος είναι εμφανώς ταραγμένος. Πίνει λίγο νερό, παίρνει μιαν ανάσα και συνεχίζει.
ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Βάινας του ‘χάρισε’ τα χρέη με αντάλλαγμα την Μαρία! Πήραν διαζύγιο, εξεδιώχθη ο άνθρωπος από το σπίτι του και τη θέση του πήρε ο αλητήριος.
ΜΕΛΙΝΑ
Μάλιστα. Και ο… πως τον είπατε….
ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Αυτοκτόνησε! Μάλιστα! Από την ντροπή του! Όχι όμως εδώ. Είχε ήδη φύγει. Τα βρόντηξε όλα και έφυγε για το Βέλγιο, στην αδελφή του… δεν έζησε πολύ… τρία χρόνια μόλις… μια πέρα πήρα ένα γράμμα…
Η Μελίνα σκύβει το κεφάλι συγκλονισμένη.
ΜΕΛΙΝΑ
Μα… τα κορίτσια… πώς…
ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Το ζεύγος της ανομίας, η πόρνη της Βαβυλώνος και ο δολοφόνος εραστής της, φρόντισαν να τον παρουσιάσουν από την πρώτη στιγμή ως κάθαρμα… να τον συκοφαντήσουν, να βρωμίσουν την εικόνα του στα κορίτσια… επινόησαν ακόμα και φωτογραφίες αγκαλιά με την υποτιθέμενη ερωμένη του για να κάνουν τα παιδιά να τον σιχαθούν… άθλια, τρομερή πλεκτάνη! Κι όλα τούτα για τα τρισκατάρατα τα λεφτά! Τη μεγάλη, άνετη ζωή, τη βίλα που έχτισε ο Βάινας για να στεγάσει το βόθρο της ρυπαρής του σάρκας και την μοιχαλίδα πόρνη του!.
Μένουν και οι δυο σιωπηλοί για λίγο.
ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Τον προειδοποίησα τον καλό αυτό άνθρωπο που αναζητάς. Τον προειδοποίησα να μην μείνει για πολύ στον σκοτεινό αυτό πύργο της Λεγεώνος!
ΜΕΛΙΝΑ
Πιστεύετε ότι… θέλω να πω, η Αντιγόνη…
ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Το κορίτσι αυτό είναι θύτης και θύμα μαζί κυρία Χάντζου…
ΜΕΛΙΝΑ
Μελίνα… Θύτης και θύμα;
ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν μπορώ να γνωρίζω βέβαια τι έχει συμβεί με τον ατυχή Αντρέα. Όμως δεν αποκλείω καθόλου να διαβιοί αιχμάλωτος και σιδηροδέσμιος ακόμη της τρομερής θηλυκής τριάδος των μαγισσών!
ΜΕΛΙΝΑ
(πιάνοντας το στήθος της νιώθοντας σφίξιμο)
Μήπως… μήπως είστε κάπως…
ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Υπερβολικός; Χα! Δεν γνωρίζετε τίποτα για όσα συμβαίνουν στις μικρές πόλεις καλή μου κα Χάντζου. Νομίζει ο κόσμος ότι οι μεγάλες πόλεις είναι οι εστίες του κακού… δεν γνωρίζει το σκοτάδι και τη φρίκη που υπάρχει στις οικογένειες της επαρχίας… μακριά από τα φώτα, την πολυκοσμία, το πολύβουον μιας μεγάλης πολιτείας… όμως… δεν έχω άλλα να σας πω… νομίζω πως ήδη έχετε όλες τις πληροφορίες που θέλετε.
Ο συνταξιούχος τμηματάρχης, αρχίζει να μαζεύει σιγά σιγά τα μαντηλάκια του από το τραπέζι.
ΜΕΛΙΝΑ
(τον σταματά)
Κι όμως, είναι κάτι ακόμα που θέλω να μού πείτε κε Κεντρόπουλε.
ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Σας συγχαίρω για την ευσυνειδησία σας κοπέλα μου. Παρότι ο εντολέας σας ανέκρουσε πρύμναν, εσείς δεν το βάζετε κάτω. Είστε άξια του μισθού σας. Όμως σε τι άλλο μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;.
ΜΕΛΙΝΑ
(μετά από μικρό δισταγμό)
Θέλω να ‘μπω’ στο σπίτι… καταλαβαίνετε… έχετε καμιά ιδέα;
Ο άντρας κουνά το κεφάλι του κουρασμένα.
ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν ξέρω… τούτο σίγουρα αποτελεί μέρος της δουλειάς σας.
Όμως έπειτα το βλέμμα του φωτίστηκε ξανά.
ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Πόσο του μηνός έχουμε;
ΜΕΛΙΝΑ
(απορημένη)
Σήμερα; 15.
ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Μάλιστα…
(κάνοντας κάποιους υπολογισμούς)
…την Κυριακή… όχι αυτήν, την επομένη… ναι… είναι η επέτειος των γάμων της αδελφής της… ακατανόμαστης… το γνωρίζω καλά… κάνουν παραδοσιακά γιορτή… κάθε χρόνο… θα είναι όλοι μαζεμένοι εκεί… υπάρχει σοβαρή πιθανότητα η βίλα να είναι άδεια… δεν ξέρω…
Ο Κεντρόπουλος σηκώνεται εμφανώς κουρασμένος. Μαζί του και η Μελίνα. Βγαίνουν παρέα από την καφετέρια και αναπνέουν τον ψυχρό, καθαρό αέρα της σκοτεινής πόλης.
ΚΕΝΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
(για πρώτη φορά της αγγίζει το χέρι)
(για πρώτη φορά στον ενικό)
Καλό μου παιδί. Ό,τι κι αν κάνεις, μην το κάνεις μόνη! Κι αν με θελήσεις ξανά, σημείωσε έναν αριθμό τηλεφώνου.
Η Μελίνα συγκινημένη ανοίγει το κινητό της και πληκτρολογεί τον αριθμό που της δίνει.
ΜΕΛΙΝΑ
Κε Ιωσήφ… Μού επιτρέπετε να σάς φιλήσω;.
Ο ηλικιωμένος άντρας χαμογελά. Τον ασπάζεται στο μάγουλο. Ο άντρας της ανταποδίδει τον ασπασμό φιλώντας της απαλά το χέρι και χαμογελώντας γλυκά.
Έπειτα η Μελίνα τον βλέπει να απομακρύνεται περπατώντας με ένα σταθερό, ρυθμικό βήμα και μένει μόνη μέσα στο φλεβαριάτικο ψύχος να ανασαίνει δύσκολα.
ΜΕΛΙΝΑ
(μονολογώντας)
Τώρα αρχίζει το πάρτι!
Και παίρνει το δρόμο για το ξενοδοχείο της.
[ΕΝΑΛΛΑΓΗ ΕΙΚΟΝΩΝ ΚΑΙ ΣΚΗΝΩΝ]
Την επομένη ημέρα της συνάντησης με τον Κεντρόπουλο, η Μελίνα δεν ξυπνά πολύ καλά και αποφασίζει να επιστρέψει στην Αθήνα.
Με μεγάλη ταλαιπωρία και υψηλό πυρετό φτάνει στο σπίτι της και πέφτει στο κρεβάτι της.
Τηλεφωνά στη μητέρα της κι εκείνη πηγαίνει στο διαμέρισμά της τρελή από ανησυχία.
Μαζί της έχει μια σακούλα με φάρμακα.
Ο Κεντρόπουλος με ράσα
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο σπίτι της Μελίνας, στα Εξάρχεια.
Περνούν τρεις μέρες. Το πρωί της τέταρτης ημέρας η Μελίνα ξυπνά απύρετη αλλά πολύ αδύναμη. Με δειλά βήματα πηγαίνει ως το μπάνιο και όταν βλέπει το είδωλό της τρομάζει.
ΜΕΛΙΝΑ
Σαν σκιάχτρο σε ταινία τρόμου παλιάς δεκαετίας!
[Το απόγευμα της ίδιας ημέρας]
Η Μελίνα ακούει από το δωμάτιό της συζητήσεις στο σαλόνι. Η μητέρα της έχει κάποιο καλεσμένο. Παραξενεύεται. Σηκώνεται σιγά σιγά από το κρεβάτι, αγνοώντας τη ζαλάδα και τον ίλιγγο. Περπατά ως το διάδρομο και στήνει αυτί έξω από την κλειστή πόρτα του σαλονιού.
ΦΩΝΗ ΜΗΤΕΡΑΣ
Τώρα που θα ξυπνήσει, να έρθεις μέσα να διαβάσεις μιαν ευχή παπά μου
Η Μελίνα κοντεύει να λιποθυμήσει από αυτό που ακούει!
ΠΑΠΑΣ
(κάπως απρόθυμα)
Θα της μιλήσω, θα της μιλήσω.
Η Μελίνα δεν αντέχει και σπρώχνει την πόρτα. Κάνει την εμφάνισή της και η μάνα της πετάγεται από τη θέση της.
ΜΗΤΕΡΑ ΜΕΛΙΝΑΣ
Ο Χριστός και η Παναγία! Σηκώθηκες;
Το βλέμμα της Μελίνας πέφτει πάνω στον παπά που κάθεται έκπληκτος στην πολυθρόνα του και την κοιτά.
ΜΕΛΙΝΑ
Τι έγινε ρε μάνα, την κηδεία μου κανονίζετε;
ΜΗΤΕΡΑ ΜΕΛΙΝΑΣ
Τρελάθηκες κορίτσι μου; Έχεις ακόμα πυρετό… έλα, έλα, πάμε στο κρεβάτι σου… άχου, λολάθηκε η κόρη μου…
Σπρώχνει η μητέρα τη Μελίνα από το μπράτσο και σιγά σιγά την οδηγεί ξανά στο δωμάτιό της. Κοιτάζει ο παπάς τη σκηνή και χαμογελά πίσω απ’τα παχιά μουστάκια του.
ΜΕΛΙΝΑ
Σαν τον Παπαμιχαήλ στον ‘Παπαφλέσα’ είναι αυτός!
Μπαίνουν στο δωμάτιο και η Μελίνα ξαπλώνει στο κρεβάτι. Πάει να πιάσει τα τσιγάρα της αλλά η μητέρα της αρπάζει το πακέτο και το πετάει μακριά.
ΜΗΤΕΡΑ ΜΕΛΙΝΑΣ
Άστο το παλιοτσίγαρο, ακούς!
ΜΕΛΙΝΑ
Καλά… και διώξε τον τράγο να μην τον ξαναδώ!
Η μητέρα κάνει το σταυρό της, μουρμουρίζει και κάτι ξόρκια και βοηθά τη Μελίνα να σκεπαστεί ολόκληρη.
Όταν μετά από λίγο εκείνη βγαίνει από το δωμάτιο, η Μελίνα σηκώνεται, βρίσκει το πακέτο και ανάβει ένα τσιγάρο. Σχεδόν αμέσως την πιάνει βήχας.
Ρίχνει μια ματιά στο ημερολόγιο που είχα κολλημένο στον τοίχο απέναντί της με την ενδεκάδα του Θρύλου.
ΜΕΛΙΝΑ
(μουρμουρίζει)
Τρίτη… κοντοζυγώνει η Κυριακή.
Σβήνει το τσιγάρο και πέφτει στο κρεβάτι.
ΜΕΛΙΝΑ
(νυσταγμένα)
Κάτι μου λέει ότι θα ονειρευτώ τον Κεντρόπουλο με ράσα.
Πλήρης ανάρρωση
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο διαμέρισμα της Μελίνας.
Την επόμενη μέρα η Μελίνα ξυπνάει πολύ καλύτερα. Πετάγεται από το κρεβάτι της γεμάτη ενέργεια. Πάει στην κουζίνα, βλέπει τη μάνα της να κάνει δουλειές, την πλησιάζει και της δίνει ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο.
Η γυναίκα αιφνιδιάζεται, γυρνά και κοιτά την κόρη της, κάνει το σταυρό της, δοξάζει τον Θεό που η κόρη της έχει και πάλι τα κέφια της.
ΜΗΤΕΡΑ ΜΕΛΙΝΑΣ
Να φας κάτι… σού έχω και χυμό.
Η Μελίνα δεν την ακούει. Επιστρέφει στο δωμάτιό της για να ντυθεί.
ΜΗΤΕΡΑ ΜΕΛΙΝΑΣ
Που πας; Θα φύγεις;
ΜΕΛΙΝΑ
Ναι… κι αν θέλεις κι εσύ να γυρίσεις στον μπαμπά. Είναι μονάχος τόσες μέρες.
Έπειτα βγάζει χρήματα από το πορτοφόλι της και μπαίνει ξανά στην κουζίνα.
ΜΗΤΕΡΑ ΜΕΛΙΝΑΣ
Τι είναι αυτά; Χρήματα έχω παιδί μου, δεν θέλω.
ΜΕΛΙΝΑ
Πάρτα μανούλα μου… έλα…
Τα παίρνει απρόθυμα εκείνη και γυρνά στις δουλειές της.
ΜΗΤΕΡΑ ΜΕΛΙΝΑΣ
Θα σου φτιάξω φαί να έχεις… μην αρχίσεις να τρώς πάλι τα παλιο-μπούρκεν… πώς τα λένε αυτά…
ΜΕΛΙΝΑ
Καλά!
(ψιθυριστά)
Έχω σκοπό να γονατίσω πολλά ‘μπούρκεν’ σήμερα!
ΜΗΤΕΡΑ ΜΕΛΙΝΑΣ
Σε πήρε χθες πάλι ο Λάμπρος παιδί μου. Ήθελε να έρθει από δω αλλά του είπα ότι κοιμόσουν…
ΜΕΛΙΝΑ
Εντάξει μαμά, θα τον δω κι αυτόν σήμερα, αύριο… τον θέλω κιόλας.
Η Μελίνα δίνει μια τσιμπιά στο μάγουλο της μητέρας της και μετά σκάνε και οι δυο στα γέλια.
ΜΕΛΙΝΑ
Χαίρομαι να σε βλέπω να γελάς βρε μαμά.
ΜΗΤΕΡΑ ΜΕΛΙΝΑΣ
(της δίνει έναν απαλό μπάτσο στο κεφάλι)
Τρελοκόριτσο!
ΜΕΛΙΝΑ
Λοιπόν, τώρα σε αφήνω… να προσέχεις τον μπαμπά.
ΜΗΤΕΡΑ ΜΕΛΙΝΑΣ
(σοβαρά)
Μελίνα… πριν φύγεις… θέλω να σού πω. Κάτσε λιγάκι στο σαλόνι κι έρχομαι.
ΜΕΛΙΝΑ
Ωχ… μη με καθυστερείς τώρα…
ΜΗΤΕΡΑ ΜΕΛΙΝΑΣ
Κάτσε είπα!
‘Η Γραφή δεν διαβάζεται όπως τα άλλα βιβλία παιδί μου’
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο μικρό σαλόνι του σπιτιού της Μελίνας.
Η Μελίνα κάθεται σαν καλό κορίτσι στον καναπέ και την περιμένει. Έρχεται μετά από λίγο και κάθεται απέναντί της. Έχει ένα περίεργο ύφος. Αυτό έχει πάντα όταν δυσκολεύεται να ξεστομίσει κάτι.
ΜΕΛΙΝΑ
Τι είναι βρε μαμά;
ΜΗΤΕΡΑ
Άκου Μελίνα… και με μη με διακόψεις… δεν ξέρω με τι τραβιέσαι τον τελευταίο καιρό, που έχεις μπλέξει… ό,τι κι αν είναι αυτό να το παρατήσεις… είναι… το κακό!
(μουρμουρίζοντας και κάτι ξόρκια)
ΜΕΛΙΝΑ
Ποιο κακό;
ΜΗΤΕΡΑ ΜΕΛΙΝΑΣ
Ξέρω τι σου λέω. Μην ειρωνεύεσαι… γι αυτό έφερα τον πατέρα Ευθύμιο εχθές… αυτό σε αρρώστησε παιδί μου… μην το γελάς… μην γίνεσαι θεομάχος!
ΜΕΛΙΝΑ
(γελώντας)
Τι γίνομαι; Θεομάχος; Ποιος στην είπε αυτή τη λέξη μανούλα μου; Ο παπα-Ευθύμης;
ΜΗΤΕΡΑ ΜΕΛΙΝΑΣ
Να ακούς τι σού λέω! Μην κοροϊδεύεις και μην τα παίρνεις αυτά τα πράγματα στ’αστεία… κείνο που σε αρρώστησε είναι το… καταλαβαίνεις τι σού λέω; Να το παρατήσεις και αν δεν θες να έρχεσαι στην εκκλησία να πιάσεις να διαβάζεις τη Γραφή… κάθε μέρα… από λίγο.
ΜΕΛΙΝΑ
Σαν φάρμακο ας πούμε ε;
ΜΗΤΕΡΑ ΜΕΛΙΝΑΣ
Κάνε μου αυτή τη χάρη παιδί μου… σε παρακαλώ… δεν τα ξέρετε όλα εσείς οι νεότεροι… υπάρχουν πράγματα που κανείς μας δεν τα ξέρει… πώς να στο πω… παλαιά… αρχαία… δυνάμεις… το… αμ, δεν το ξαναλέω!
ΜΕΛΙΝΑ
Εντάξει μαμά μου… εντάξει… μπορεί να πιάσω να διαβάζω λιγάκι τη Γραφή… για χάρη σου. Από πού ν’αρχίσω όμως; Τι θα έλεγε επ’αυτού ο πατήρ Ευθύμιος;
ΜΗΤΕΡΑ ΜΕΛΙΝΑΣ
Η Γραφή δεν διαβάζεται όπως τα άλλα βιβλία παιδί μου. Την παίρνεις και την ανοίγεις τυχαία… σε μια σελίδα… και διαβάζεις… έτσι διαβάζεται.
Η γυναίκα κάνει και την απαραίτητη θεατρική αναπαράσταση με ένα αόρατο βιβλίο.
ΜΕΛΙΝΑ
Ναι ε; Να και κάτι που δεν το ήξερα.
ΜΗΤΕΡΑ ΜΕΛΙΝΑΣ
Ναι Μελίνα. Ο Λόγος του Θεού δεν είναι μυθιστόρημα να πιάνεις από την αρχή… ανοίγεις κάθε μέρα και διαβάζεις… κι ό,τι διαλέξεις σημαίνει πως οδήγησε το χέρι σου το Άγιο Πνεύμα.
ΜΕΛΙΝΑ
Εντάξει μαμά μου. Έτσι θα κάνω. Για χάρη σου, να ξέρεις.
ΜΗΤΕΡΑ ΜΕΛΙΝΑΣ
Ναι μάτια μου γλυκά, για χάρη μου.
Η Μελίνα βλέπει τη μητέρα της να της χαμογελά και σηκώνεται απ’τη θέση της.
ΜΗΤΕΡΑ ΜΕΛΙΝΑΣ
Που θα πάς;
ΜΕΛΙΝΑ
Στο γραφείο.
ΜΗΤΕΡΑ ΜΕΛΙΝΑΣ
Ποιο γραφείο καλέ;
ΜΕΛΙΝΑ
Το γραφείο μαμά μου. Το έχω εγώ τώρα το γραφείο. Δεν στο έχω πει; Χρόνια τώρα.
ΜΗΤΕΡΑ ΜΕΛΙΝΑΣ
Του αμερικάνου;
ΜΕΛΙΝΑ
Ναι.
ΜΗΤΕΡΑ ΜΕΛΙΝΑΣ
Καλά.
Η Μελίνα δίνει άλλη μια τσιμπιά στο μάγουλο της μητέρας της, σκύβει και τη φιλάει.
ΜΕΛΙΝΑ
(ψιθυρίζει)
Σ’αγαπώ πολύ.
Οι δυο γυναίκες αγκαλιάζονται.
Γίνεσαι ευσυγκίνητη…
ΣΚΗΝΗ
ΕΞΩΤ. Στην είσοδο της πολυκατοικίας της η Μελίνα. Μόλις βγαίνει από το ασανσέρ. Κοντοστέκεται. Σκουπίζει κάποια δάκρυα. Βάζει γυαλιά ηλίου.
ΜΕΛΙΝΑ
Γίνεσαι ευσυγκίνητη… γερνάς!
(ανασκουμπώνεται, σκουπίζει τα μάτια της)
Μετά από τέσσερις μέρες σαπίλας, ώρα για δράση! Έχουμε μεγάλη μέρα μπροστά μας!
Και βγαίνει στους δρόμους της Αθήνας.
Σε ετοιμότητα
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Η Μελίνα τηλεφώνησε αμέσως μετά στον Στέφανο, παλιό φίλο και συνεργάτη στο σπίτι του Στέφανου, στο γραφείο του Πήτερ Μανιαδάκη. Έχουν να ανταμώσουν χρόνια αλλά εκείνος την καλεί αμέσως σπίτι του για να μιλήσουν καθώς έχει ευχέρεια χρόνου.
Ο Στέφανος 35 ετών, είναι ψυχολόγος και ψυχοθεραπευτής και εργάζεται σε κάποιο ιδιωτικό Κέντρο Συμβουλευτικής.
Κάθονται στο σαλόνι. Η Μελίνα του έχει εμπιστευτεί τα δεδομένα της υπόθεσης που ερευνά και όσα έχουν συμβεί ως εκείνη τη στιγμή.
Η πρώτη αντίδραση του Στέφανου:
ΣΤΕΦΑΝΟΣ
Μελινάκι… παράτα τα!
Η Μελίνα εκπλήσσεται αρνητικά από την αντίδραση του παλιού της φίλου και συνεργάτη. Πίνει μια γουλιά καφέ και ανάβει τσιγάρο. Ο Στέφανος δεν καπνίζει και την αγριοκοιτάζει.
ΜΕΛΙΝΑ
Δηλαδή να τον αφήσω τον Αφοσιωμένο στη μοίρα του;
ΣΤΕΦΑΝΟΣ
Ποια μοίρα του Μελίνα;
ΜΕΛΙΝΑ
(αγριεμένη)
Δεν περίμενα να το ακούσω από σένα αυτό. Από τον Στέφανο που ήξερα κάποτε δηλαδή. Τον Στέφανο που έβαζε στο κέντρο τον άνθρωπο και μπλα μπλα μπλα…
Ο παλιός της φίλος και συνεργάτης ανακάθεται στην πολυθρόνα του όπως μάλλον έκανε με τους πελάτες του στις συνεδρίες. Έχει πάρει τη στάση ‘σε ακούω προσεκτικά, είμαι όλος δικός σου’. Δεν αντιδρά στην επίθεση της Μελίνας.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ
(μετά από κάποια παύση)
Ο τύπος αυτός… ο Βάρνας…
ΜΕΛΙΝΑ
(τον διορθώνει)
Βάινας.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ
Μπράβο… αυτός… Μελίνα… αυτός ο άνθρωπος δεν αστειεύεται… αν επιχειρήσεις καμιά από τις παλιές σου ‘ταρζανιές’ και μπουκάρεις στο κτήμα και κάτι δεν πάει καλά, που το πιθανότερο είναι κάτι να στραβώσει, δεν πρόκειται να έχεις καλά ξεμπερδέματα... όχι μόνο επειδή σίγουρα οπλοφορεί, άνθρωπος του υποκόσμου είναι, αλλά ίσως σε περιμένουν ‘εκπλήξεις’ στη βίλα… που δεν τις έχεις ίσως φανταστεί…
ΜΕΛΙΝΑ
Έχω μεγάλη φαντασία, το ξέρεις.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ
Μελίνα… τι ψάχνεις ακριβώς;
ΜΕΛΙΝΑ
Έναν αιχμάλωτο ψάχνω Στεφάν… ο οποίος ίσως να βρίσκεται στα μπουντρούμια του Βάινα και περιμένει…
ΣΤΕΦΑΝΟΣ
…τον Ράμπο να τον απελευθερώσει!
Η Μελίνα σηκώνεται από τη θέση της.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ
Τι έπαθες; Που πάς;
ΜΕΛΙΝΑ
Φεύγω. Για να μην σου χιμήξω.
(κοντοστέκεται)
Εσύ ρε Στέφανε; Εσύ που κάποτε μού έκανες διαλέξεις για την αρωγή στον συνάνθρωπο και το πόσο σημαντικό είναι να είμαστε υποστηρικτικοί και κείνο και το άλλο… και το ασκείς και για επάγγελμα;… κρίμα!
Νιώθει το χέρι του να την τραβάει από το μπράτσο και να την καθίζει με το ζόρι ξανά στη θέση της.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ
Κάτσε βρε τρελοκομείο που αμέσως παρεξηγήθηκες κι έβγαλες τα πιστόλια να πυροβολήσεις!
Ξαφνικά βάζουμε και οι δυο τα γέλια. Ο Στέφανος μόλις είχε χρησιμοποιήσει μια αγαπημένη έκφραση του Πήτερ: ‘βάλε τα πιστόλια σου στις θήκες κοπελιά’…
Η συγκίνηση έπειτα και των δυο είναι έντονη στην ανάμνηση του Πήτερ.
ΜΕΛΙΝΑ
Αν ήσουν κάποιος άλλος θα σού είχα φέρει τον καφέ στο κεφάλι… ή το ποτήρι με το νερό! Είναι δυνατόν να έχεις τέτοιο κυνισμό στις λέξεις σου απέναντι σε έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να είναι ένας φίλος σου ή συγγενής σου; Τον παρατάμε να σαπίσει επειδή είμαστε κότες;
ΣΤΕΦΑΝΟΣ
Εντάξει… ίσως να έχεις δίκιο… μίλησα με κυνισμό και… εντάξει… ας ηρεμήσουμε… και…
ΜΕΛΙΝΑ
Ακόμα και αν είναι νεκρός… εγώ θέλω να το διαπιστώσω… να σιγουρευτώ… και να πληρώσουν τα καθάρματα που τον ‘καθάρισαν’… για όποιους λόγους…
Ο Στέφανος την κοιτά με ένα διαπεραστικό βλέμμα.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ
(πιο γλυκά και βαθυνόητα)
Η ταπεινή μου άποψη είναι πως ο άνθρωπος αυτός είναι ήδη νεκρός Μελίνα μου.
ΜΕΛΙΝΑ
Δεν σου κρύβω ότι κι εγώ αυτό φοβάμαι… όμως… αυτό το σκοτεινό συναίσθημα που έχω κάθε φορά που πλησιάζω στον πυρήνα αυτής της υπόθεσης, με κάνει να ελπίζω ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα…
ΣΤΕΦΑΝΟΣ
Και επίσης πιστεύω πως ο άνθρωπος αυτός από τον Καναδά…
ΜΕΛΙΝΑ
Ο Καράλης;
ΣΤΕΦΑΝΟΣ
Ναι… ο ‘φίλος’… έχει επίσης εμπλοκή με το θέμα.
ΜΕΛΙΝΑ
(κουνώντας το κεφάλι της)
Έχω κάνει κι εγώ σκέψεις επ’αυτού.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ
Ο Βάινας δεν είναι τυχαίο πρόσωπο… κινεί νήματα, είναι χωμένος σε κυκλώματα… και είναι βέβαιο ότι εκβιάζει τον Καράλη… δεν ξέρουμε πώς… δεν έχει σημασία τώρα… έσκασε ένα βουνό λεφτά για να του κόψει τα φτερά… ένα μικροποσό έδωσε σε σένα, ένα χαρτζιλίκι.
ΜΕΛΙΝΑ
(παίρνοντας τη σκυτάλη)
Για να τον βοηθήσει σε άλλες βρομοδουλειές ίσως…
ΣΤΕΦΑΝΟΣ
Είναι βέβαιο πως έγινε μια τέτοιου είδους συναλλαγή. Ο Βάινας φυσικά δεν θέλει να σκαλίσει κανείς την υπόθεση… αν ο Αφοσιωμένος είναι όμως ζωντανός, όπως εσύ νιώθεις και το ένστικτό σου δεν σε πρόδωσε, όπως θυμάμαι, σχεδόν ποτέ, τότε τα πράγματα αλλάζουν.
Ο Στέφανος στηρίζει το κεφάλι του στην παλάμη του σε μια στάση στοχασμού. Το μυαλό του τώρα δουλεύει με όλες τις στροφές του.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ
Αυτό που φοβάμαι περισσότερο είναι πως ο Βάινας σε περιμένει.
ΜΕΛΙΝΑ
Επειδή έκανα εκείνη την επίσκεψη στο σπίτι τους.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ
Και άφησες και την κάρτα σου… έχουν ήδη κινητοποιηθεί… όλοι τους… και είναι βέβαιο πως έχουν μάθει για τα ‘ψαχουλέματά’ σου στην πόλη… ρώτησες κόσμο, μίλησες με τον Κεντρόπουλο… σε είδαν άνθρωποι, τα ξέρουν όλα… και ως τώρα σίγουρα έχουν μάθει και για σένα και…
ΜΕΛΙΝΑ
Για τους δικούς μου!
ΣΤΕΦΑΝΟΣ
Προς το παρόν δεν κινδυνεύει κανείς…
ΜΕΛΙΝΑ
Περιμένουν να δουν τι θα κάνω…
ΣΤΕΦΑΝΟΣ
Ακριβώς… είναι σε ετοιμότητα αλλά δεν θα ρισκάρουν καμιά άλλη ‘επιθετική’ ενέργεια εναντίον σου… έχω την αίσθηση…
ΜΕΛΙΝΑ
Ναι…
ΣΤΕΦΑΝΟΣ
Πως θα επιχειρήσουν να εξαγοράσουν κι εσένα… προσωπικά πλέον…
Κοιτά τον παλιό της φίλο σιωπηλή.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ
Θα δεχθείς κάποια ‘επίσκεψη’… ίσως πρώτα ένα τηλεφώνημα… έτσι λειτουργούν αυτά τα ζώα… πρώτα με το γλυκό κι αν αρνηθείς…
Η Μελίνα ξεροκαταπίνει.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
Αυτό να έχει αισθανθεί η μάνα μου και μού έλεγε συνεχώς για ‘το κακό’; Αυτός είναι ο πυρετός; Που στο διάολο έχω μπλέξει;
Σηκώνεται από τη θέση της. Αυτή τη φορά ήρεμα και βαριά. Βαδίζει αργά προς την εξώπορτα και νιώθει τον Στέφανο να την ακολουθεί σιωπηλός.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ
(την κρατάει από τον ώμο)
Μελινάκι… Θέλω σε παρακαλώ να σκεφτείς πολύ σοβαρά όλες σου τις κινήσεις… δεν είναι ‘προδοσία’ αν αποφασίσεις να την παρατήσεις την υπόθεση… είναι μάλλον το πιο έξυπνο πράγμα που μπορείς να κάνεις Αν όμως αποφασίσεις να προχωρήσεις…
Γυρνά και τον κοιτά σκυθρωπή.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ
…να ξέρεις είμαι εδώ… για οτιδήποτε θελήσεις…
Χαμογελά και τον αγκαλιάζει. Και για πρώτη φορά μετά από καιρό, αφήνει τον εαυτό της ελεύθερο σε ένα κλάμα που ερχόταν από τα έγκατα του είναι της.
Η ανάμνηση του Πήτερ είναι εκείνη τη στιγμή, μέσα σε αυτή την αγκαλιά του Στέφανου ένα σπαθί που την διαπερνά κατάψυχα.
Της παίρνει ώρα να συνέλθει ενώ ο φίλος της την χαϊδεύει στα μαλλιά…
ΜΕΛΙΝΑ
(όταν ο λυγμός εκτονώνεται και μπορεί να μιλήσει)
Σ’ευχαριστώ.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ
(ψιθυριστά)
Να προσέχεις… σε παρακαλώ…
Και βγαίνει από το διαμέρισμά του.
Ψυχική επίθεση
[ΕΝΑΛΛΑΓΗ ΕΙΚΟΝΩΝ ΚΑΙ ΣΚΗΝΩΝ ΣΧΕΤΙΚΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΑΦΗΓΗΣΗ
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Δεν ξέρω γιατί, ξαφνικά όση ενέργεια είχα το πρωί είχε εξανεμιστεί. Από την άλλη ένιωθα ένα λυτρωτικό άδειασμα. Όλα αυτά τα χρόνια, δεν είχα κλάψει ούτε μια φορά για τον Πήτερ. Πενθούσα κάθε μέρα την απώλειά του όμως δεν έκλαιγα. Κάποιες φορές το είχα προσπαθήσει αλλά δεν μπορούσα. Και λίγο πριν λες και η παρουσία του Στέφανου να ήταν ο καταλύτης, όλο μου το είναι τραντάχτηκε συθέμελα και η καρδιά μου συντρίφτηκε. Έτσι ένιωθα και τώρα. Ένιωθα πως έπρεπε να κλάψω, για ώρες ίσως για μέρες για την απώλεια του πιο αγαπημένου μου ανθρώπου μετά τους γονείς μου. Είχα υποσχεθεί όμως να επισκεφτώ τον Λάμπρο. Ήθελα να τον δω. Είχε πάρει μια μέρα άδεια και με είχε καλέσει για φαγητό με την οικογένειά του. Δεν ήθελα να τον προδώσω. Ο Λάμπρος ήταν ο πιο πιστός, ο καλύτερός μου φίλος. Σύμμαχος και αδελφός. Και άλλωστε ίσως να μού έκανε καλό να ξεφύγω από όλα τούτα τα σκοτεινά και δυσοίωνα που με περιτριγύριζαν σαν σκοτεινό δάσος.
Μπήκα στο αυτοκίνητό μου, έψαξα για ένα σταθμό με χαλαρή μουσική και αποφάσισα να πάω κόντρα στη χιονοστιβάδα της κατάθλιψης.
Δεν θα νικήσεις εσύ, εγώ θα νικήσω, είπα φωναχτά και έβαλα μπρος.
Γύρισα στο σπίτι ξεθεωμένη, γύρω στις οχτώ το βράδυ. Δεν είχα κάνει λάθος. Η επίσκεψή μου στο φίλο μου και την οικογένειά του ήταν σα να περνούσα σε ένα άλλο σύμπαν, μια άλλη διάσταση. Όπως στα έργα επιστημονικής φαντασίας που το διαστημόπλοιο μπαίνει ξαφνικά σε μια περίεργη ‘δίνη’ στο απέραντο μαύρο του διαστήματος και ύστερα από λίγο βγαίνει σε μια άλλη πραγματικότητα. Τόσο πολύ και βαθιά είχε επιδράσει η συντροφιά του καλού μου φίλου. Είχα την ευκαιρία να δω και το βλαστάρι του, το ‘γαυράκι’ του, να πω απλές, καθημερινές. ‘φυσιολογικές’ κουβέντες με ανθρώπους αγαπημένους. Μετά το φαγητό είδαμε μια ταινία δράσης στο σαλόνι όλοι μαζί, σχολιάζαμε τους πρωταγωνιστές, κάναμε χαβαλέ, κύλησε χαρούμενα η ώρα. Ώσπου κάποια στιγμή όλα αυτά με τον Βάινα, τον υπόκοσμο, τις απειλές και τα σκοτεινά συναισθήματα έμοιαζαν σα να συνέβαιναν σε κάποιαν άλλη, όχι σε μένα.
Ο Λάμπρος βέβαια, δεν είχε ξεγελαστεί. Με ήξερε απ’την καλή κι απ’την ανάποδη και παρά το χαρούμενο κλίμα της συντροφιάς, κάποια στιγμή είχε σκύψει και με είχε ρωτήσει: Είσαι καλά; Όλα καλά; Αυτό ήταν το συνθηματικό του, κάτι σαν κώδικας. Αυτό το ‘όλα καλά;’ ήταν σα να με ρωτούσε τι συμβαίνει; τι έχεις; Γύρισα και τον κοίταξα με ένα ύφος που είμαι σίγουρη πως το κατάλαβε. Μπορούσαμε να συνεννοούμαστε σιωπηλά. Δεν ήθελα να του μιλήσω, όχι ακόμα. Ακόμα μπορούσα να τα βγάλω πέρα μόνη μου. Με χτύπησε στον ώμο και δεν με ξαναρώτησε. Όμως όταν έβγαινα πια από το σπίτι αποχαιρετώντας τους, ο Λάμπρος περπάτησε μαζί μου ως το αυτοκίνητο.
Πέρασα τέλεια σήμερα, του είπα και χαμογελούσα εγκάρδια.
Αν χρειαστείς οτιδήποτε… εννοώ οτιδήποτε… μη διστάσεις!, μού είπε σκύβοντας στο παράθυρο ενώ εγώ είχα κάτσει κιόλας στη θέση του οδηγού. Τού έσφιξα το χέρι με δύναμη. Ήταν ένας τρόπος κι αυτός να πω ‘ευχαριστώ’.
Σε όλη τη διαδρομή του γυρισμού είχα μια εύθυμη διάθεση. Και ένιωθα μέσα μου αυτή την ειρήνη που αισθάνεται κανείς όταν έχει ανταλλάξει ενέργεια με ανθρώπους που έχουν αύρα φωτεινή και ψυχή μεγάλη. Όμως όταν μπήκα ξανά στο μοναχικό μου διαμέρισμα, η μελαγχολία σιγά σιγά επέστρεψε σαν πρωινή καταχνιά και άρχισε να με σκεπάζει πάλι. Είδα στην κουζίνα το φαγητό που είχε μαγειρέψει η μάνα μου και χαμογέλασα.
Πρέπει να μάθεις να μαγειρεύεις, είπα στον εαυτό μου και άνοιξα το καπάκι της κατσαρόλας να δω το φαγητό. Όχι πως πεινούσα όμως ένα μεζέ θα τον δοκίμαζα. Τι καλό να μού είχε ετοιμάσει άραγε η καλή μου η μανούλα;
Άκουσα τον ήχο του κινητού μου. Την ίδια στιγμή ένα πλάκωμα στο στήθος με παρέλυσε. Άφησα το καπάκι να πέσει πάνω στην κουζίνα και πισωπάτησα. Προσπαθούσα να αναπνεύσω και δεν μπορούσα! Με έπιασε πανικός.
Γύρισα το σώμα μου, έκανα μερικά βήματα και βρέθηκα σε έναν ίλιγγο και μια σκοτοδίνη τόσο μεγάλης ισχύος που σχεδόν λύγισα τα γόνατά μου. Δεν γονάτισα όμως. Συνέχισα έστω και με δυσκολία να περπατάω ως το δωμάτιο, σύρθηκα μέσα και σχεδόν σωριάστηκα πάνω στο κρεβάτι μου.
Σκατά!, είπα και πάλεψα να πάρω ανάσα… κάποια στιγμή η μέγγενη χαλάρωσε, ο λαιμός μου άνοιξε και ρούφηξα το οξυγόνο με απληστία.
Το γαμ… το κινητό δεν έλεγε να σταματήσει.
Ένιωθα πρησμένο το πρόσωπό μου, στους κροτάφους μου μια τρομακτική πίεση, τα μάτια μου ήθελαν να πεταχτούν απ’τις κόχες. Το φαινόμενο δεν σταματούσε. Είχα πάρει μιαν ανάσα αλλά…
Όλα ψέματα…, ψιθύρισα και ξαφνικά, το φαινόμενο σταμάτησε λες και κάποιος είχε πατήσει την ‘παύση’ σε ένα πληκτρολόγιο. Άρχισα να εισπνέω και να εκπνέω ρυθμικά, έτριβα το κεφάλι μου, ανακάθισα στο κρεβάτι για να συνέλθω. Σιγά σιγά ‘επέστρεφα’…
ερρύσω την ψυχήν μου εκ θανάτου…
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο διαμέρισμα της Μελίνας. Δεχόμενη ‘ψυχική’ επίθεση.
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Ακούω το διαολεμένο τον ήχο του κινητού και μου έρχεται να το πετάξω στον τοίχο και να το κάνω κομμάτια. Αντί γι αυτό σηκώνομαι, ψάχνω την τσάντα μου, το βγάζω από μέσα και κάθομαι στην καρέκλα του γραφείου μου. Κοιτάω την οθόνη… απόκρυψη.
Χάιδεψα το πράσινο πλήκτρο και προσπαθώντας να καλμάρω όλο μου το είναι, δέχτηκα την κλήση.
ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΩΝΗ
Καλησπέρα Μελίνα.
Γυναικεία φωνή. Άγνωστη. Ψύχραιμη, κάπως κυνική.
ΜΕΛΙΝΑ
Ποιος είναι;
Βήχω ελαφρά. Το φαινόμενο είναι σε αποδρομή αλλά…
ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΩΝΗ
Νομίζω πρέπει να αλλάξεις γραμματοσειρά στην καρτούλα σου… πολύ συνηθισμένη, πολύ… πασέ!
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Ακούω τη φωνή αυτού του νεαρού κοριτσιού, δεν την κάνω πάνω από 20, 22 ετών και δεν αισθάνομαι τίποτα παρά ένα ρίγος. Σηκώνομαι από την καρέκλα μου χωρίς να ελέγχω το σώμα μου. Είμαι βέβαιη…
ΜΕΛΙΝΑ
Αντιγόνη;
ΦΩΝΗ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ
Επίσης πρέπει να αλλάξεις κομμωτή… και στάιλιστ… εν είχε ποτέ σου… δεν μοιάζεις με κορίτσι αλλά με ένα αλητάκι που σκαρφαλώνει μάντρες και πλακώνεται στις γροθιές με τον οποιονδήποτε έξω από μπαράκια και οίκους ανοχής…
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Η φωνή της δεν πρόδιδε την φόρτιση, τον εκνευρισμό, το μίσος της. Είχε μια απαλή αύρα, μια ρυτίδα οργής κρυμμένη πίσω από την αλαζονεία και την οίηση που έμοιαζε να αναβλύζει πολύ φυσικά από μια διαταραγμένη ψυχή.
ΜΕΛΙΝΑ
Που είναι ο Αντρέας;
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
δεν είχε λαθέψει η μικρή. Δεν ήμουν ένα συνηθισμένο κοριτσάκι και πράγματι, είχα πλακωθεί αρκετές φορές έξω από μπαράκια σε ημισκότεινα σοκάκια. Μια φορά τα είχα βάλει μονάχη μου με ένα τσούρμο οπαδούς του ΠΑΟΚ μόνο και μόνο γιατί κάποιος μού είχε τραβήξει το κασκόλ έξω από ένα σταθμό του Μετρό. Αν δεν ήταν εκεί κοντά ο Λάμπρος και τα παιδιά τώρα θα ήμουν μακαρίτισσα, δεν υπάρχει αμφιβολία. Έτσι όμως είχα κερδίσει το σεβασμό εχθρών και φίλων. Δεν θα ήμουν μεζεδάκι για την όρεξη της κοπελιάς. Η αναμέτρηση είχε αρχίσει!
ΦΩΝΗ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ
Έχεις κάνει έρωτα ποτέ;.
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Η μικρή έχει θράσος, ξιπασιά και έλλειψη αγωγής. Είναι ωμή, ακατέργαστη, πρωτόγονη. Στο ρινγκ για λασπομαχία λοιπόν! Ολοταχώς.
ΜΕΛΙΝΑ
Εννοείς αν έχω γαμηθεί; Από άντρα;.
ΦΩΝΗ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ
Είμαι σίγουρη ότι έχεις γαμηθεί. Όχι μια φορά, πολλές. Έξω από κάποια κερκίδα ας πούμε, μπορεί κάποια μέρα να σε πέρασε ένα πούλμαν από οπαδούς κάποιας ομάδας… θα το φχαριστηθηκες, είμαι σίγουρη… αλλά δεν σε ρώτησα αυτό κοπελιά… σε ρώτησα αν έχεις κάνει έρωτα… με σάρκα, συναίσθημα, ψυχή και μυαλό… έχεις ιδέα τι θα πει να δίνεσαι και να σού δίνονται ολοκληρωτικά;
ΜΕΛΙΝΑ
Είσαι από τη Γραμμή των Ψυχολόγων της Καφετέριας; Γιατί οι μαλακίες που ρωτάς κάτι τέτοιο δείχνουν… πού είναι ο Αντρέας; Είναι ζωντανός;
ΦΩΝΗ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ
Σε κάποια άλλη εποχή, την ημέρα που χώθηκες στο σπίτι μας και έκανες τις αυθάδικες ερωτήσεις σου για την οικογένειά μας, θα είχα διατάξει να σε δέσουν και να σε μαστιγώσουν… όχι στην πλάτη όμως… στα βυζιά… θα σου κατέστρεφα τα χοντρά σου στήθια, μια για πάντα… κι ύστερα στη μούρη… με τον κνούτο! Όπως έκαναν οι Ρώσοι Βογιάροι στους μουζίκους, έτσι, για τη διασκέδασή τους! Και αυτό το τελευταίο θα το απολάμβανα εγώ, η ίδια!
ΜΕΛΙΝΑ
Μπορείς άραγε;
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
αμέσως συνειδητοποίησα ότι είχα μεταφέρει την αντιπαράθεση, το μακελειό πες καλύτερα, σε ένα γήπεδο που δεν είχα το ηθικό δικαίωμα. Είχα διαλέξει ένα πεδίο που δεν μπορούσε λόγω της αναπηρίας της να αντιπαλέψει. Και το μετάνιωσα. Παρά τα σκληρά λόγια που μου έφτυνε κατά πρόσωπο.
Ένιωσα τη σιγή σαν ηλεκτρικό φορτίο που είχε γεμίσει την ατμόσφαιρα. Και τους παλμούς μου να ανεβαίνουν.
ΦΩΝΗ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ
Θέλω να σού πω γιατί σού τηλεφώνησα…
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Κάνει αυτή τη ντρίπλα και ανακουφίζομαι, αν είναι δυνατόν! Το πορνίδιο αυτό με σφυροκοπούσε ανελέητα κι εγώ σκεφτόμουν την πληγωμένη της καρδιά. Παράξενα, τρελά πράγματα.
Τι ήταν όμως αυτό που με είχε ‘χτυπήσει’ πριν το τηλεφώνημα; Αυτή το έλεγχε; Είχε τέτοιες δυνάμεις; Ή μήπως μαζί με την μητέρα και την αδελφή της; Είναι πράγματι μάγισσες όπως είχε αφήσει να εννοηθεί ο Κεντρόπουλος;
Δεν είναι ώρα για να τα σκέφτομαι όλ’αυτά όμως τα σκεφτόμουν!
ΦΩΝΗ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ
Θα έχεις συνηθίσει βέβαια να σε απειλούν σε όλη σου τη ζωή αφού κάνεις αυτό το… ας τα πούμε επάγγελμα, να σκαλίζεις την ιδιωτική ζωή των ανθρώπων, να ρουφιανεύεις, να ξεθάβεις νεκρούς, να πληρώνεσαι για να κάνεις δυστυχισμένους κάποιους ανθρώπους… είσαι μια πόρνη που απλά νοικιάζεται στον πλειοδότη… σαν πόρνη λοιπόν θα σού μιλήσω… αύριο το πρωί θα έχεις σε όποιο λογαριασμό θέλεις 200 χιλιάρικα… γονάτισε, φίλησέ μου το χέρι, ευχαρίστησέ με και ξεκουμπίσου απ’τη ζωή μου…
Ο Στέφανος είχε δίκιο! Θα επιχειρήσουν να σε εξαγοράσουν…
ΜΕΛΙΝΑ
Αλλιώς;
Η Μελίνα αναζητά το πακέτο με τα τσιγάρα μου. Έχει ανάγκη από πίσσα και νικοτίνη, επειγόντως.
ΦΩΝΗ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ
Άσε τα ‘αλλιώς’… τα ‘αλλιώς’ δεν είσαι έτοιμη να τα αντιμετωπίσεις… γιατί δεν θα αφορούν εσένα… ελπίζω να καταλαβαίνεις… μπορεί να είσαι ‘μπανάλ’ τύπος, όμως μυαλό έχεις… αρκετό… λοιπόν, τι λες; Να κλείσουμε τη συμφωνία; Δεν μπορείς να πεις, είμαι τρομερά γενναιόδωρη για ένα μούτρο σαν του λόγου σου…
ΜΕΛΙΝΑ
Η μάνα σου σε έμαθε να μιλάς έτσι ή έχεις κάνει μεταπτυχιακά στον Βάινα; Γιατί απ’ό,τι ξέρω, ο πατέρας σου ήταν ένας εκλεκτός και μορφωμένος άνθρωπος.
ΦΩΝΗ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ
Αυτό δεν έπρεπε να το πεις… προσπέρασα τον υπαινιγμό σου για την αναπηρία μου αλλά νομίζω πως για κατακάθια της δικής σου πάστας δεν χρειάζεται ούτε οίκτος, ούτε δεύτερη ευκαιρία… σου εύχομαι να το απολαύσεις το παιγνίδι… εγώ πάντως ήδη το απολαμβάνω…
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Η γραμμή κλείνει ξαφνικά και την ίδια στιγμή, σαν μπαλόνι που ξεφουσκώνει μονομιάς, σωριάζομαι στην καρέκλα μου. Ένας φοβερός πονοκέφαλος κοπανάει τα μηλίγγια μου και αναζητώ σε κάποιο συρτάρι αναλγητικά. Αντί γι’αυτά βρίσκω τη Βίβλο. Την είχε αφήσει εκεί η μανούλα μου. Θυμήθηκα τα πρωινά της λόγια. Την παίρνεις και την ανοίγεις τυχαία… σε μια σελίδα… και διαβάζεις.
Θέλω να διώξω απ’την ψυχή μου και το μυαλό μου όλη αυτή τη βρομιά που μόλις με είχε λούσει λες και κάποιος είχε αδειάσει ένα κουβά με κόπρανα στο κεφάλι μου. Ίσως η Γραφή να ήταν μια λύση.
Παίρνω το μαύρο, χοντρό, δερματόδετο βιβλίο και το ακουμπώ πάνω στο γραφείο μου. Ανοίγω τυχαία, σε κάποια σελίδα… έπεσα σε έναν Ψαλμό… νε’… άρχισα να διαβάζω φωναχτά, αγνοώντας το σφυροκόπημα στο κεφάλι μου…
«Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, ὅτι κατεπάτησέ με ἄνθρωπος, ὅλην τὴν ἡμέραν πολεμῶν ἔθλιψέ με. κατεπάτησάν με οἱ ἐχθροί μου ὅλην τὴν ἡμέραν, ὅτι πολλοὶ οἱ πολεμοῦντες με ἀπὸ ὕψους…»
Με τα αρχαία δεν τα πήγαινα ποτέ καλά. Όμως οι λέξεις δεν με φοβίζουν τώρα όπως κάποτε… δεν είναι εχθροί, είναι φίλοι… τις υποδέχομαι διαφορετικά… διαβάζω αργά, ήρεμα… οι τελευταίες φράσεις με καθηλώνουν…
«…ἐπὶ τῷ Θεῷ ἤλπισα, οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος. ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, εὐχαί, ἃς ἀποδώσω αἰνέσεώς σου, ὅτι ἐρρύσω τὴν ψυχήν μου ἐκ θανάτου καὶ τοὺς πόδας μου ἐξ ὀλισθήματος· εὐαρεστήσω ἐνώπιον Κυρίου ἐν φωτὶ ζώντων»
…ἐρρύσω τὴν ψυχήν μου ἐκ θανάτου καὶ τοὺς πόδας μου ἐξ ὀλισθήματος…, επαναλαμβάνω αργά και νιώθω στην ψυχή μου μια αναστάτωση, ένα παράξενο μούδιασμα. Σα να βλέπω την εικόνα της μάνας μου. Με κοιτά και χαμογελά. Η Γραφή δεν είναι μυθιστόρημα, είχε πει, να πιάσεις από την αρχή σώνει και καλά… κι όπου πέσεις κάτι σημαίνει… κάτι θέλει να σού πει…
Τι είχα πάθει ξαφνικά;
Εγώ μόλις χθες είχα δει τον παπά στο σπίτι κι είχα βάλει τις φωνές και τώρα…
Κλείνω τη Βίβλο και αφήνω το Δαβίδ και τους Ψαλμούς του στην ησυχία τους… προς το παρόν… βρίσκω τελικά ένα κουτί με αναλγητικά και ήπια δύο.
Αποφασίζω να αναπαυτώ. Είμαι ξεθεωμένη.
Η Μελίνα χώνεται κάτω από το στρώμα.
ΜΕΛΙΝΑ
Διακόσιες χιλιάδες ευρώ!, Σκέψου τι θα μπορούσες να κάνεις με τόσα λεφτά!
Ο πονοκέφαλος είχε αρχίσει κιόλας να περνάει.
Στο παιδικό δωμάτιο…
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο πατρικό σπίτι της Μελίνας, στο Πέραμα. Είναι στο παιδικό της δωμάτιο. Γεμάτο αυτοκινητάκια, παιχνίδια ηλεκτρονικά, αφίσες του Ολυμπιακού, του Μπρους Λη και παλαιών ηθοποιών του Χόλιγουντ.
[ΕΝΑΛΛΑΓΗ ΣΚΗΝΩΝ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΩΝ ΣΧΕΤΙΚΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΑΦΗΓΗΣΗ]
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Τι σημαίνει άραγε όταν κανείς θέλει να γυρίσει ξανά στο παιδικό του δωμάτιο; Με την προϋπόθεση βέβαια ότι αυτό υπάρχει ακόμη. Η δική μου θεωρία είναι απλή: Όταν θέλεις να γυρίσεις στο παιδικό σου δωμάτιο, να κλειστείς εκεί μέσα και να ‘μην βλέπεις άνθρωπο’, σημαίνει ότι φοβάσαι. Ότι κάτι και λιγότερο κάποιος σε έχει φοβίσει. Μπορεί να είναι ένα μεγάλο ζόρι, μπορεί να είναι το άγνωστο, μπορεί να περνάς μια δύσκολη φάση με μια σχέση σου, μπορεί απλά να τα έχεις κάνει σκατά και έχεις την αίσθηση, ή την ψευδαίσθηση, το ίδιο κάνει, ότι αν χωθείς σ’αυτή την ασφαλή φωλιά που έκανες κάποτε τα πρώτα σου όνειρα, τα πρώτα τηλεφωνήματα, έγραψες τα πρώτα σου ποιήματα ή έκλαψες για το πρώτο σου αμόρε, όλα θα γίνουν πάλι όπως ήταν… όλα θα πάνε καλά… οι πληγές θα γιάνουν, τα γδαρσίματα στην ψυχή θα επουλωθούν, τα χαστούκια θα πάψουν να πονούν τόσο… ναι, τέτοιες ψευδαισθήσεις έχουμε όλοι και δεν συνάντησα ποτέ κανέναν που να μην έχει… γιατί μονάχα οι νεκροί δεν έχουν ψευδαισθήσεις…
Και όταν τελευταία λέω ‘νεκρός’, ‘νεκροί’, το μυαλό μου πάει κατευθείαν σε ένα πρόσωπο… τον Αντρέα Αφοσιωμένο. Που ο άνθρωπος μπορεί να είναι ζωντανός κι εγώ τον κλαίω, έλα που όμως όλα μου τα καμπανάκια βαράνε αντίθετα και θέλω δεν θέλω έτσι τον σκέφτομαι…
Η μάνα μου χάρηκε και στενοχωρήθηκε μαζί όταν με είδε φάντη μπαστούνι με μια τσάντα πράγματα να της κουβαλιέμαι στο Πέραμα… πόσα χρόνια είχα να το κάνω αυτό; Πολλά… αλλά έτσι είναι και οι μανάδες όλου του κόσμου –άλλη θεωρία αυτή-… στην αρχή πετάνε από τη χαρά τους όταν σε βλέπουν μετά σκοτεινιάζουν και έρχονται και σε ρωτάνε ‘πού έμπλεξες παιδί μου;’ Μονάχα που η μανούλα μου δεν μου το ρώτησε αυτό γιατί ήξερε ότι απάντηση δεν θα έπαιρνε.
Και ο πατέρας μου χάρηκε που με είδε. Εκείνος από την εποχή που βγήκε στη σύνταξη κι επειδή δεν ήταν άνθρωπος του καφενείου ή του στοιχήματος και της μπάλας, υπέφερε πολύ από μοναξιά. Είχε κανά δυο φίλους καλούς βέβαια, πήγαινε, τους έβλεπε, έπαιζαν ταβλάκι, έπιναν κανένα ουζάκι, μάλωνε για τα πολιτικά, γυρνούσε σπίτι μετά φουρκισμένος. Μαλακός σαν βούτυρο ο πατέρας σε όλα… εκτός απ’τα πολιτικά. Αυτό ήταν το χούι του, το κουμπί του. Το πατούσες και… πλήρωνες τις συνέπειες μετά.
Είναι κιόλας Σάββατο. Από την Πέμπτη έχω έρθει στο σπίτι των δικών μου και έχω βολευτεί μια χαρά στο δωματιάκι μου. Η μάνα μου το έχει πάντα καθαρό, σα να με περιμένει κάθε μέρα να γυρίσω απ’το σχολείο.
Μου φτιάχνει και πρωινό, έρχεται κάθε τόσο να μού πει τα κουτσομπολιά της γειτονιάς ή κάποιας θείας ή θείου. Και βέβαια ποιοι πέθαναν. Έχει μανία με τους θανάτους η μάνα μου.
Την Παρασκευή με το ‘καλημέρα’ κι ενώ μου έφερε το δίσκο με τον καφέ και το κουλούρι. Πάντα καφέ με κουλούρι η μητέρα μου. Δεν άλλαζαν αυτά. Και καφές ωραίος, αχνιστός, ελληνικός. Και πικρός, όπως τον πίνω.
ΜΗΤΕΡΑ ΜΕΛΙΝΑΣ
Ξέρεις ποιος πέθανε;
ΜΕΛΙΝΑ
Ποιος πέθανε βρε μαμά, έλεος, πρωί πρωί…
ΜΗΤΕΡΑ ΜΕΛΙΝΑΣ
Τη θυμάσαι τη Γεωργία του Ζαλούκα; Του Μιχάλη που είχε το ψιλικατζίδικο στην πλατεία;
Κάτι θυμόμουν αμυδρά. Ήπια μια γουλιά καφέ να ανοίξει το μάτι. Κουλούρι δεν ήθελα.
ΜΗΤΕΡΑ ΜΕΛΙΝΑΣ
Ε, η αδελφή της… η Βενετία. Νέα γυναίκα… πενήντα δυο χρονών.
ΜΕΛΙΝΑ
Θεός σχωρέστην!.
ΜΗΤΕΡΑ ΜΕΛΙΝΑΣ
Της βρήκαν κάτι στα έντερα… δεν ξέρω… έκανε εγχείρηση αλλά αυτό είχε προχωρήσει και…
ΜΕΛΙΝΑ
(για να αλλάξω θέμα)
Μαμά… έκανα αυτό πού μού είπες… με τη Γραφή.
ΜΗΤΕΡΑ ΜΕΛΙΝΑΣ
(σταυροκοπήθηκε)
Μπράβο… δόξα σοι ο Κύριος. Πάω να δω τι θα κάνουμε για φαγητό. Τι να μαγειρέψω;
ΜΕΛΙΝΑ
Μα, δεν με ρώτησες πώς και τι! Μου κάνει εντύπωση.
ΜΗΤΕΡΑ ΜΕΛΙΝΑΣ
Αυτά τα πράγματα δεν τα συζητάνε Μελίνα… ό,τι έκανες το ξέρεις εσύ και ο Θεός… κεφτεδάκια θα κάνω με πατάτες… που σου αρέσουν… και του πατέρα σου…
Τα έπαιρνε πολύ σοβαρά τα θρησκευτικά ζητήματα η μάνα μου και δεν την αδικούσα. Τελευταία σκεφτόμουν ότι έπρεπε να τα παίρνω κι εγώ πιο σοβαρά.
Στο πιο άγριο δίλημμα…
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο παιδικό δωμάτιο της Μελίνας, στο σπίτι των γονιών της, στο Πέραμα.
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Αυτές οι δυο μέρες που πέρασαν στο πατρικό μου σπίτι, μετά το τηλεφώνημα τής Αντιγόνης και το πατατράκ που είχα βιώσει –δεν είχα πει τίποτα βέβαια στους δικούς μου- με βοήθησαν πολύ. Έχω βάλει σε τάξη τις σκέψεις μου, έκανα μια αναδρομή σε όλα όσα είχαν συμβεί από την ώρα που είχα πατήσει το πόδι μου στο σπίτι του Καράλη, λίγους μήνες πριν, είχα ξαναζήσει όλες τις επαφές, τις συνομιλίες, τα πάντα.
Ο Πήτερ δεν σταματούσε να μου τονίζει τη σημασία της οργάνωσης της σκέψης.
ΦΩΝΗ ΠΗΤΕΡ
Το μυαλό σου είναι το μόνο που μπορείς αληθινά να εμπιστεύεσαι. Καλά είναι τα κομπιούτερ, τα προγράμματα, καλά και άγια. Όμως στο τέλος πάντα μόνον τον εαυτό σου έχεις. Αν δεν του έχεις εμπιστοσύνη τότε χάθηκες… οργανώνοντας το μυαλό σου, τις σκέψεις σου, τις επιλογές σου, έχεις πάντα τον έλεγχο… κι έτσι παίρνεις τις σωστές αποφάσεις… και το κλειδί είναι η αναδρομή… αν δεν θυμάσαι να τα γράφεις… κράτα ημερολόγιο των δράσεών σου, των σκέψεων, των κινήσεών σου… αν βαριέσαι να το κάνεις, κάθε τόσο να σταματάς και να τα πιάνεις όλα από την αρχή… δεν υπάρχει περίπτωση να μην βρεις κάτι που να παρέλειψες, παραθεώρησες… είναι σίγουρο…
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Ήταν σίγουρο… ο Πήτερ δεν έπεφτε έξω. Είχε κι αυτός μαθηματικό μυαλό όπως ο πατέρας του και ο αδελφός του. Μονάχα που αυτός το αξιοποίησε σε άλλο τομέα. Εγώ από την άλλη δεν έχω το μυαλό του Πήτερ αλλά έχω γαϊδουρινή υπομονή, μουλαρίσια επιμονή και μνήμη ελέφαντα. Όλο το ζωικό βασίλειο δηλαδή.
Αυτές τις τρεις μέρες έδωσα στον εαυτό μου περιθώριο να πάρει την κρίσιμη απόφαση.
Όσο πλησιάζει η Κυριακή το άγχος μου μεγαλώνει. Ο Κεντρόπουλος είχε επισημάνει αυτή την Κυριακή ως μια μεγάλη ευκαιρία. Μοναδική ίσως. Όμως δεν ξέρω, δεν έχω αποφασίσει τίποτα ακόμη. Και δεν ντρέπομαι να το ομολογήσω, φοβάμαι.
Και το χειρότερο, δεν ξέρω τι ακριβώς φοβάμαι. Και αυτό με εκνευρίζει και με πεισμώνει χειρότερα. Γιατί ελάχιστες φορές έχω φοβηθεί σ’αυτή τη δουλειά. Και τούτη είναι μια απ’αυτές.
Και δεν φοβάμαι μονάχα για μένα… η Αντιγόνη το είχε θέσει ξεκάθαρα: τα ‘αλλιώς’ δεν είσαι έτοιμη να τα αντιμετωπίσεις… γιατί δεν θα αφορούν εσένα… Είχε απειλήσει τους δικούς μου, όχι έμμεσα, άμεσα… μπορεί να ήταν ένας απλός εκφοβισμός, μια πιστολιά στον αέρα… όμως είχα το δικαίωμα να το ρισκάρω;
Έρχεται και ξανάρχεται στο μυαλό μου η μορφή εκείνου του μελαγχολικού Ιησού, αυτού του Ολλανδού ζωγράφου… έχω την αίσθηση πως ο εγκαταλελειμμένος συγγραφέας είναι όπως ο μοναχικός αυτός Ιησούς που περίμενε δικαιοσύνη από τον σκληρό αρχιερέα. Ένας αθώος άνθρωπος που έπεσε στα νύχια μιας τρελής που τον έχει ερωτευτεί και θέλει να τον ‘κλειδώσει’ για πάντα στο δωμάτιό της σαν παιδικό παιχνίδι. Ένας αθώος που έχει οδηγηθεί στο σταυρό του. Ένα θύμα. Υπάρχουν πολλοί άρρωστοι στον κόσμο και δεν έχω συναναστραφεί και λίγους. Όμως εδώ η εμπλοκή μου με είχε φέρει πολύ κοντά στον πυρήνα μιας κανονικής σπείρας. Μιας τριάδας μαγισσών που κατά τον Κεντρόπουλο, είναι εξαιρετικά επικίνδυνη και ενός εγκληματία κι εκβιαστή του υποκόσμου που παριστάνει τον καλό σύζυγο και στοργικό ‘πατέρα’. Με πιάνει αηδία και ανακατωσούρα και μόνο που τους σκέφτομαι.
Βρέθηκα στο πιο άγριο δίλημμα της ζωής μου. Αριστερά μου ανοιγόταν ο δρόμος της ‘εύκολης’ επιλογής. Να τα ξεχάσω όλα, να δώσω προτεραιότητα στη ζωή των δικών μου και τη δική μου φυσικά. Και βέβαια να εγκαταλείψω στην όποια τύχη του τον Αφοσιωμένο, αν ήταν ακόμα ζωντανός. Και δεξιά ανοιγόταν ο ζόρικος δρόμος, ο δρόμος ‘της αρετής’. Να βάλω πάνω απ’όλα τα συνείδησή μου, την αξία του ανθρώπου, του οποιουδήποτε ανθρώπου… την ηθική και το δίκιο.
Ο Αντρέας Αφοσιωμένος, ζωντανός ακόμα, ίσως ονειρεύεται και προσεύχεται κάθε μέρα να βρεθεί ‘ένας δίκαιος άνθρωπος’ για να τον σώσει. Και η μοίρα ή ό,τι κι αν είναι αυτό, έχει διαλέξει να είμαι εγώ αυτός.
Και νεκρός όμως αν είναι, όπως πολύ φοβάμαι, ζητά δικαίωση. Και η σατανική αυτή τριάδα ίσως ετοιμάζεται να ‘ζωγρήσει’ το επόμενο θύμα της.
Ναι, ίσως να είναι το πιο δύσκολο Σάββατο της ζωής μου.
Κι αυτό που δεν μπορείς…
ΣΚΗΝΗ
ΕΞΩΤ. Απόγευμα Σαββάτου. Στη βεράντα του σπιτιού των γονέων της Μελίνας. Εκείνη κάθεται σε μια καρέκλα και καπνίζει, βυθισμένη στις σκέψεις της μπροστά στο δίλημμα που αντιμετωπίζει.
Κάποια στιγμή βγαίνει στη βεράντα ο πατέρας της και κάθεται στην άλλη καρέκλα. Είναι σιωπηλός, απλά την κοιτά.
Η Μελίνα σβήνει το τσιγάρο της στο τασάκι.
ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
(συνωμοτικά)
Μου δίνεις κι εμένα ένα;
Μετά από ένα ισχαιμικό επεισόδιο που είχε πριν δυο χρόνια, πάλευε να κόψει το τσιγάρο. Δεν τα είχε καταφέρει εντελώς.
Η Μελίνα βγάζει ένα τσιγάρο από το πακέτο και του το ανάβει. Το παίρνει και τραβάει μια γενναία ρουφηξιά.
ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
Ήθελα να σου πω κάτι Μελινάκι.
Η Μελίνα κοιτά το πρόσωπό του. Δεν είναι πολύ μεγάλος ο πατέρας της. Δεν έχει κλείσει καν τα 65. Όμως δείχνει μεγαλύτερος. Οι ταλαιπωρίες μιας τραχιάς, δύσκολης ζωής που έμοιαζε με διαρκή ανηφόρα, τον έχουν γεράσει πρόωρα. Το σώμα του παραμένει σε καλή κατάσταση, γυμνασμένο και σφιχτό. Όλα τα χρόνια που έλιωνε στην αμμοβολή αν μη τι άλλο είχαν χτίσει ένα ‘πέτρινο’ κορμί. Όμως η έκφρασή του είναι πια μόνιμα κουρασμένη, μελαγχολική.
ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
(τραβώντας μια ρουφηξιά ακόμη)
Έχουμε καιρό να τα πούμε εμείς οι δυο, ε;
ΜΕΛΙΝΑ
Πολύ καιρό.
ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
Θυμάσαι τα καλοκαίρια, όταν ήσουνα μικρή που παίζαμε σ’αυτό το μπαλκονάκι;
ΜΕΛΙΝΑ
(χαμογελώντας)
Μου φαινόταν τόσο μεγάλο τότε.
ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
Ήσουν ατίθασο και ζόρικο παιδί… και δεν ήθελες να σε αγκαλιάζει κανένας… θυμάσαι;
ΜΕΛΙΝΑ
Εκτός από σένα.
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Μονάχα τη δική του αγκαλιά ανεχόμουν. Όταν με έπιανε η μάνα μου έβαζα τις φωνές, σήκωνα τη γειτονιά στο πόδι. Ούρλιαζα σαν υστερική. Όταν όμως ερχόταν εκείνος απ’τη δουλειά, μες στη μουτζούρα, την κούραση και τον ιδρώτα και άνοιγε την αγκαλιά του χωνόμουν μέσα της και δεν ήθελα να βγω. Και μου άρεσε να μυρίζω τις μπογιές και τις μουράβγιες και τον αντρίκιο ιδρώτα της δουλειάς του. Κι εκείνος έκρυβε καμιά φορά μια ‘ΙΟΝ’ αμυγδάλου που ήξερε ότι ήταν η μόνη σοκολάτα που έτρωγα –σε όλα είχα ιδιοτροπίες- και κάποια στιγμή την έβγαζε και μου την έδινε. Και ο κόσμος ήταν τότε πιο όμορφος και του έσφιγγα τα δυνατά του μπράτσα και δεν ξεκολλούσα από πάνω του.
Τα μάτια της έχουν θολώσει.
ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
Θυμάσαι πώς σε έλεγε η θειά σου, η Ασημίνα;
Της έρχεται στο η χαμένη από χρόνια πια μεγαλύτερη αδελφή του πατέρα.
ΜΕΛΙΝΑ
Στριμμένο άντερο… έτσι με έλεγε
Ο πατέρας βγάζει έναν ήχο, κάτι ανάμεσα σε κοφτό γέλιο και βήχα.
ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
Ήξερα πως δεν θα έπαιρνες το συνηθισμένο δρόμο Μελίνα… από μικρή ήσουνα για άλλα πράγματα. Ούτε καν κούκλες δεν ήθελες στο δωμάτιό σου. Το βλέπαμε όλοι. Μην κοιτάς που εγώ ήθελα να σε δω δασκάλα… έτσι το είχα πλάσει στο μυαλό μου… αλλά τι σημασία έχει τι θέλουν οι γονείς… αργότερα το κατάλαβα… σημασία έχει τι γεμίζει τον άνθρωπο… βαθιά, στην ψυχή του!
Η Μελίνα χαμογελά.
ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
Και μπορεί να γκρίνιαζα που και που για το επάγγελμα που διάλεξες… όμως, αυτό διάλεξες… και ήσουν καλή… και προόδευσες… ήθελα βέβαια και άλλα για σένα… κάποιον να μας πεις μια μέρα πως γνώρισες… ξέρεις… από την άλλη, έλεγα στον εαυτό μου, μικροαστικά κατάλοιπα είναι και σκουπίδια στο μυαλό αυτά, διώξτα!
Αρχίζει να θερμαίνεται ο πατέρας. Και μπαίνει σιγά σιγά στα πολιτικά. Ζητάει κι άλλο τσιγάρο.
ΜΕΛΙΝΑ
Τελευταίο μπαμπά.
Κουνά το κεφάλι του. Παίρνει το τσιγάρο και το ανάβει. Θέλει να πει, είναι η ώρα που θέλει να βγάλει πράγματα από μέσα του.
ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
Τελευταία νιώθω πως συμβαίνει κάτι άλλο όμως… Δεν ξέρω τι… το νιώθω όμως… κάτι που σε έχει ζορίσει πολύ… σε έχει στενοχωρήσει… το βλέπω… δεν χρειαζόμουν τη μάνα σου για να το δω… έχω κι εγώ μάτια και βλέπω.
ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
Μπαμπά…
Εκείνος σηκώνει την παλάμη του και την σταματά.
ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
Εγώ να σου δώσω συμβουλές… το ξέρεις, δεν πρόκειται να το κάνω… δεν το έκανα ποτέ. Μονάχα ένα πράγμα θέλω να σου πω… και τίποτε άλλο…
Έγινε μια παύση που νόμιζες πως θα μπορούσες να ακούσεις τους χτύπους απ’τις δυο καρδιές.
ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
Ένα από αυτά που έμαθα Μελινάκι μετά από 65 χρόνια ζωής, είναι πως ο άνθρωπος ξέρει το σωστό… ξέρει τι είναι το σωστό, το δίκιο, το ίσιο… το ξέρει… όμως ο άνθρωπος δεν κάνει σχεδόν ποτέ αυτό που θέλει… ή αυτό που πρέπει… κι ας το ξέρει… κάνει αυτό που μπορεί….
Την τελευταία του λέξη την ακολούθησε κατανυκτική σιγή λες και είχαν σωπάσει όλα γύρω μας. Λες και ήμασταν οι δυο τους οι τελευταίοι άνθρωποι στον πλανήτη.
ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
Κι εσύ κορίτσι μου… σε όλη σου τη ζωή ως τώρα, άλλο δεν κάνεις παρά αυτό που μπορείς… και ακόμη παραπέρα… κι αυτό που δεν μπορείς…
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Γύρισε το κεφάλι του και στο υγρό του βλέμμα είδα για μια στιγμή τα πάντα. Τα παιδικά μου χρόνια, τις αγκαλιές μας, τις γιορτές και τα πασχαλινά τραπέζια, τα φιλιά του, τη ζεστασιά της ανάσας του, τη μοναξιά του, την αγάπη του…
Η Μελίνα σηκώνεται και με δάκρυα στα μάτια τον πλησιάζει κι εκείνος, όπως τότε, όπως παλιά, ανοίγει τη θεόρατη αγκαλιά του και την κλείνει μέσα της… και την κρατά εκεί, να κλαίει με αναφιλητά για ώρα…
Κυριακάτικο πρωινό…
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Ξημερώματα Κυριακής. Στο παιδικό δωμάτιο της Μελίνας.
Η Μελίνα πετάγεται απ’το κρεβάτι λες και υπήρχε κάποιο γιγάντιο ελατήριο ενσωματωμένο στο στρώμα και ένα κουμπί το είχε ενεργοποιήσει.
Κοιτά το ρολόι της. Τέσσερις παρά δέκα. Κοιτά έπειτα το κινητό της. Μένει για μια στιγμή αναποφάσιστη. Για μια στιγμή όμως μόνο. Κι έπειτα το αρπάζει και αναζητά το πρόσωπο που θέλει να καλέσει. Ταυτόχρονα σχεδόν, σαν σε παράκρουση, αρχίζει να ντύνεται.
Στο μυαλό της η φράση του πατέρα της: κι αυτό που δεν μπορείς…
ΜΕΛΙΝΑ
(μονολογώντας)
Ο καλός μου ο πατέρας έδωσε την απάντηση…
Καλεί τον Λάμπρο. Εκείνος απαντά νυσταγμένος αλλά με το που την ακούει ξενυστάζει αμέσως.
ΜΕΛΙΝΑ
Λάμπρο…
ΦΩΝΗ ΛΑΜΠΡΟΥ
(λες και ακολουθεί κάποιο ήδη γνωστό σχέδιο δράσης)
Πες μου ώρα και τόπο…
ΜΕΛΙΝΑ
Έρχομαι από κει. Θα είμαι κάτω απ’το σπίτι σου σε είκοσι λεπτά. Πρώτα θα σού εξηγήσω και μετά…
ΦΩΝΗ ΛΑΜΠΡΟΥ
Θα σε περιμένω.
Έτσι απλά. Χωρίς περιττές φλυαρίες.
Η… επιστράτευση του Λάμπρου
ΣΚΗΝΗ
ΕΞΩΤ. Μισή ώρα μετά. Έξω από το σπίτι του Λάμπρο.
Ο Λάμπρος πράγματι περιμένει όρθιος, ντυμένος καλά, με ένα σάκο στο χέρι. Έχει κρύο του θανατά τέτοια ώρα αλλά εκείνος απτόητος. Τον έχει σηκώσει απ’το συζυγικό του κρεβάτι, τον είχα ‘επιστρατεύσει’ λες κι ήταν στραβόγιαννο κι αυτός δεν έλεγε κουβέντα. Αντίθετα μπαίνει στη θέση του συνοδηγού φρέσκος φρέσκος λες και ξεκινούν για καλοκαιρινή εκδρομή.
ΜΕΛΙΝΑ
Καλημέρα.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Καλημέρα κορίτσαρε. Έχεις πιει καφέ;
ΜΕΛΙΝΑ
Όχι, θα σταματήσουμε να εφοδιαστούμε. Καφέ, κρουασάν, τυρόπιτες, ό,τι λαχταράει η ψυχή σου. Τα πάντα δικά μου, μην διανοηθείς να αγγίξεις πορτοφόλι σήμερα.
Ο Λάμπρος δεν απαντά αλλά κουνάει το κεφάλι του.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Πάμε λοιπόν.
ΜΕΛΙΝΑ
Πρώτα να σου πω.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Θα μου πεις στη διαδρομή.
Ηθικόν ακμαιότατον!
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Σε κάποιο μεγάλο κατάστημα της εθνικής οδού λίγη ώρα μετά.
Πίνουν ωραίο ζεστό καφέ λίγο έξω από την Αθήνα. Καταβροχθίζουν τα σχετικά τυροπιτοειδή και νιώθουν σαν άνθρωποι.
Ο Λάμπρος πίνει τον καφέ του και την κοιτά χαμογελαστός.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Καιρό έχω να σε δω έτσι Μελινάκι… πάμε για κανένα ντου;
ΜΕΛΙΝΑ
Νιώθεις την αδρεναλίνη ήδη να ανεβαίνει;
Κουνά το κεφάλι του.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Χρόνια είχα να νιώσω έτσι… άρχισα να μουχλιάζω… καλό και το γήπεδο, δε λέω αλλά…
Η Μελίνα κοιτά ολόγυρα. Κάποιοι ξενύχτηδες με ντύσιμο ‘βαρύ’. Τα έχουν πιει, έχουν βγει απ’τα σκυλάδικα κι έχουν έρθει να γεμίσουν τα στομάχια τους. Σε λίγο θα κουτουλάνε από τη νύστα.
ΜΕΛΙΝΑ
Λάμπρο… πρέπει να σου πω… αυτό που πάμε να κάνουμε είναι…
ΛΑΜΠΡΟΣ
Δεν είναι η πρώτη φορά. Ξέρεις ότι δεν κωλώνω πουθενά. Για σένα… στα έχω πει αυτά… μετά από κείνο το γεγονός με τους μπάτσους στο ΟΑΚΑ…
Η Μελίνα σηκώνει το χέρι της να πάψει. Δεν σταματά ποτέ να επαναλαμβάνει τι είχε κάνει για κείνον όταν τον είχαν συλλάβει μαζί με άλλα παιδιά ύστερα από μια συμπλοκή με άντρες των ΜΑΤ έξω από το ΟΑΚΑ σε ένα ματς με τον Παναθηναϊκό. Είχε βάλει λυτούς και δεμένους τότε, είχε πληρώσει δικηγόρους, είχε χρησιμοποιήσει και τον Πήτερ με τις γνωριμίες του και τελικά ο φίλος της είχε πέσει ‘στα μαλακά’. Το ίδιο θα έκανε κι εκείνος για κείνη. Μετά από εκείνη την περιπέτεια δέθηκαν για πάντα.
ΜΕΛΙΝΑ
Το σημερινό είναι διαφορετικό Λάμπρο. Είναι δύσκολο. Και επικίνδυνο.
Βλέπει το φίλο της να κάνει έναν παράξενο μορφασμό. Σκύβει το τεράστιο σώμα του και το κεφάλι του σχεδόν τν ακουμπά.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Θα μπουκάρουμε κάπου, σωστά;
Εκείνη νεύει καταφατικά.
ΜΕΛΙΝΑ
Μμμ… ναι… αυτό είναι το ένα μέρος… το ‘καταδρομικό’ ας πούμε… όμως δεν ξέρουμε τι μας περιμένει… ποιοι μας περιμένουν… πώς μας περιμένουν… για την ακρίβεια, δεν ξέρω τίποτα. Μονάχα που έχω μπει μια φορά εκεί… κανονική επίσκεψη δηλαδή… όμως τώρα…
ΛΑΜΠΡΟΣ
(τη διακόπτει χαμογελώντας)
Είδες το σάκο που κουβαλάω;
ΜΕΛΙΝΑ
Ναι.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Σε κάθε ερώτηση, εκεί μέσα έχω την απάντηση.
Ικανοποιημένος με την ατάκα του καταβροχθίζει άλλα δυο μικρά κρουασανάκια βουτύρου που του αρέσουν πολύ.
Τον κοιτά με νόημα.
ΜΕΛΙΝΑ
Από πού έκλεψες την ατάκα αυτή Λάμπρο;
ΛΑΜΠΡΟΣ
(σαν μπόμπιρας που τον τσάκωσε η μαμά να κάνει σκανταλιά)
Δική μου είναι.
ΜΕΛΙΝΑ
Δική σου ή του Κλιντ; Γιατί δεν νομίζω να υπάρχει ατάκα του ‘μεγάλου’ που να μην την ξέρεις…
Βάζουν κι οι δυο τα γέλια.
ΜΕΛΙΝΑ
Όταν θα φτάσουμε στην Κ., θα κάνουμε έξω από την πόλη μια στάση. Θα πιούμε πάλι καφέ και θα περιμένουμε να περάσει λίγη ώρα. Είναι ακόμη πολύ νωρίς. Κι εκεί θα σου αναλύσω τι έχω στο μυαλό μου γι αυτή την… επιχείρηση σήμερα. Είσαι σύμφωνος;
Ο Λάμπρος τη χαιρετά στρατιωτικά.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Ό,τι πεις μπος!
Χαμογελούν ξανά και οι δυο.
ΜΕΛΙΝΑ
Ηθικόν…
ΛΑΜΠΡΟΣ
…ακμαιότατον!
Στην τελική ευθεία
ΣΚΗΝΗ
ΕΞΩΤ. Γύρω στις οχτώ το πρωί. Κάπου στα περίχωρα της Κ. Μέσα στο αυτοκίνητο. Η Μελίνα και ο Λάμπρος που έχει πάρει έναν υπνάκο.
Ομίχλη και καταχνιά. Η Μελίνα οδηγεί στον επαρχιακό δρόμο και αναζητά κάποια καντίνα για συμπλήρωμα σε καφέ και θερμίδες. Επίσης για να συζητήσουν το σχέδιο δράσης με την ησυχία τους.
Βρίσκει τελικά σε κάποιο σημείο μια καντίνα ανοιχτή. Ο Λάμπρος αφυπνίζεται την κατάλληλη στιγμή και επιδοκιμάζει.
Η Μελίνα εφοδιάζεται με όλα τα απαραίτητα κι ευλογημένα ‘βρόμικα’ που θα μπορούσαν να χορτάσουν διμοιρία και δυο ζεστούς, υπέροχους νες.
Χώνεται ξανά στο αυτοκίνητο με τη θέρμανση στο φουλ. Ολόγυρα ερημιά. Χωράφια, παρατημένες ιδιοκτησίες και διερχόμενα αυτοκίνητα αραιά και που.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Δεν πάμε να κρυφτούμε κάπου;
ΜΕΛΙΝΑ
Έχεις δίκιο.
Η Μελίνα βρίσκει ένα άδειο κτήμα με ένα σαπισμένο τροχόσπιτο. Πηγαίνει το αυτοκίνητο πίσω από το τροχόσπιτο. Μια ιδανική κρυψώνα.
ΜΕΛΙΝΑ
Πώς νιώθεις;
ΛΑΜΠΡΟΣ
(μπουκωμένος)
Τέλεια.
ΜΕΛΙΝΑ
Ωραία… όσο θα τρώς εγώ θα σου πω τα πάντα. Πώς ξεκίνησε όλο αυτό, τι δουλειά γυρεύουμε εδώ πέρα και τι σχέδιο έχω στο κεφάλι μου’. Εσύ τρώγε, πίνε και άκου… και όπου θέλεις ρώτα. Μετά θα μου πεις τι σκέφτεσαι…
Ο Λάμπρος κουνά το κεφάλι του και εκείνη αρχίζει ήρεμα και αποφεύγοντας τα περιττά να του διηγείται τα πάντα. Όταν τελειώνει όσα είχε να του πει και πριν συζητήσουν το ‘σχέδιο δράσης’, κάνει μια παύση. Βλέπει το φίλο της να ρουφάει άπληστα μια κόκα κόλα και να μένει σιωπηλός.
ΜΕΛΙΝΑ
Τι σκέφτεσαι;
ΛΑΜΠΡΟΣ
Ευχαρίστως θα έριχνα δυο μπουκέτα σε αυτό το μ…πανο! Να σου μιλήσει έτσι… δηλαδή, εδώ που τα λέμε όλοι για χαστούκια είναι… και η μάνα της και ο αρχιμαλάκας ο άντρας της…
Ο Λάμπρος ρίχνει μια με τη κλεισμένη του γροθιά στην πόρτα και τραντάζεται ολόκληρο το αυτοκίνητο. Έχει θυμώσει πολύ με όσα του είχε διηγηθεί η Μελίνα.
Δεν ήταν ό,τι καλύτερο να βρεθεί άνθρωπος αντιμέτωπος με τον Λάμπρο. Ήταν πάνω από 1.90 με σωματοδομή παλαιστή του ‘Ρέστλινγκ’ και ειδικά όταν θύμωνε μπορούσε να γκρεμίσει ντουβάρια.
Αφήνει να περάσει λίγος χρόνος.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Τι έχεις σκεφτεί;
ΜΕΛΙΝΑ
Αυτό που με προβληματίζει περισσότερο είναι ο σκύλος. Εσύ ξέρεις από σκυλιά. Αυτός είναι εκπαιδευμένος. Βέλγικο λυκόσκυλο, αληθινός κίλερ.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Κατάλαβα. Γι αυτό θες να είμαστε μαζί. Τα ξέρω αυτά τα σκυλιά. Τα ξέρω καλά. Όταν επιτεθούν δεν καταλαβαίνουν τίποτα. Ξέρω έναν που εκπαίδευε σκυλιά για αγώνες. Τους κάνουν φοβερά πράγματα. Τα έχουν για καιρό στο σκοτάδι, τα δέρνουν, τα αγριεύουν του θανατά. Παλιομαλάκες! Τα βασανίζουν τα ζώα.
ΜΕΛΙΝΑ
Ναι, έτσι είναι. Και ο Βάινας γι αυτό τον έχει στη βίλα. Μονάχα αυτόν υπακούει. Κοίτα, θα βρούμε έναν τρόπο και θα πηδήξουμε τον τοίχο… δεν θα δυσκολευτούμε… αμέσως θα τρέξει κατά πάνω μας… το σπιτάκι του απέχει καμιά πενηνταριά μέτρα απ’την πύλη…
Ο Λάμπρος κούνησε το κεφάλι του.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Όταν μας πλησιάσει θα πρέπει να διαλέξει σε ποιον θα ορμήσει πρώτα. Θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι και οι δυο. Θα τυλίξουμε το μπουφάν γύρω απ’το χέρι… να, έτσι… θα κοιτάξω να τον ‘μουρντάρω’ να την πέσει σε μένα… μόλις με αρπάξει θα πέσω στο χώμα… εσύ θα κρατάς το ρόπαλο και…
Ο Λάμπρος έκανε μια αναπαράσταση με τα χέρια του όλης της σκηνής.
ΜΕΛΙΝΑ
Θα τον ξεκάνω, δεν έχω άλλη λύση. Δεν το θέλω αλλά πρέπει.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Αν όλα πάνε καλά, με ένα χτύπημα θα πέσει σέκος. Μετά είμαστε ελεύθεροι να μπούμε μέσα.
ΜΕΛΙΝΑ
Καλά το είπες, αν όλα πάνε καλά… αν δεν υπάρχει καμιά άλλη έκπληξη ας πούμε…
ΛΑΜΠΡΟΣ
Τι έκπληξη; Κι άλλο σκυλί; Χα!, σου είπα Μελίνα μου, ο σάκος μου έχει όλες τις απαντήσεις.
ΜΕΛΙΝΑ
Τι έχεις φέρει μαζί σου; ‘Χράπα-χρούπα;’
ΛΑΜΠΡΟΣ
Όχι ρε… κάτι άλλο… πολύ ‘σπέσιαλ’… θα πάθεις πλάκα… δεν το έχεις ξαναδεί… τι είχε ο ‘Ντέρτι Χάρυ’;
Γουρλώνει τα μάτια της.
ΜΕΛΙΝΑ
Δεν το πιστεύω!
ΛΑΜΠΡΟΣ
Ας τολμήσει να ξεμυτίσει κανένας μαλάκας και θα τον τινάξω τριάντα μέτρα μακριά με αυτό το πράγμα!
ΜΕΛΙΝΑ
(τρομαγμένη)
Άκου Λάμπρο, όχι… δεν θα το κάνουμε έτσι… δεν σε πήρα από την οικογένειά σου για να γεράσεις στη φυλακή… κι εσύ κι εγώ δηλαδή… όχι… αν δούμε ότι τα πράγματα ζορίζουν πολύ… πολύ απλά θα την κάνουμε… θα γυρίσουμε στο αμαξάκι μας και βουρ για Αθήνα…
Κουνάει το κεφάλι του διαφωνώντας.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Μα, τι λες τώρα ρε κορίτσι; Κάναμε τόσα χιλιόμετρα για να το βάλουμε στα πόδια;
ΜΕΛΙΝΑ
Ναι, θέλω να μου το υποσχεθείς.
ΛΑΜΠΡΟΣ
(αγριεμένος, σφίγγοντας τη γροθιά του)
Δεν υπόσχομαι τίποτα. Θα φάει η μούρη τους χώμα!
ΜΕΛΙΝΑ
Αν είναι έτσι, τότε γυρίζουμε πίσω τώρα. Πες στην Ελένη ότι κάναμε μια εκδρομούλα, φάγαμε, ήπιαμε και γυρίσαμε… αυτό ήταν.
Η Μελίνα βάζει μπρος τον κινητήρα και πιάνει το λεβιέ των ταχυτήτων. Η πελώρια παλάμη του φίλου της αγκαλιάζει σφιχτά την δική της.
ΜΕΛΙΝΑ
Με πονάς Λάμπρο…
ΛΑΜΠΡΟΣ
Κλείστο! Σβήσε τον κινητήρα.
Η Μελίνα μένει αναποφάσιστη για λίγο. Γυρνά και τον κοιτάζει κατάματα.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Σβήστον σου είπα!
Γυρνά το κλειδί και ο κινητήρας σταματά. Παίρνουν και οι δυο μια βαθιά ανάσα.
ΛΑΜΠΡΟΣ
(απρόθυμα)
Εντάξει. Θα γίνει όπως θέλεις… θα έχω μαζί μου τα ροπαλάκια μου… έχω στρώσει πολλούς στα κράσπεδα μ’αυτά… τα ξέρεις… κάποτε… Εντάξει…
ΜΕΛΙΝΑ
Μου το υπόσχεσαι;
Το αριστερό του χέρι σκεπάζει ακόμα το δικό της πάνω απ’το λεβιέ. Τον νιώθει σα να χαλαρώνει και να το αποσύρει.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Στο υπόσχομαι. Πάμε τώρα; Τώρα που είμαι ζεστός;
ΜΕΛΙΝΑ
Δεν σου είπα τι θα κάνουμε μετά…
ΛΑΜΠΡΟΣ
Θα μου τα πεις όλα επιτόπου. Πάμε.
Η Μελίνα κοιτά το ρολόι της. Κοντεύει εννιά.
Μέσα στο κτήμα
ΣΚΗΝΗ
ΕΞΩΤ. Κοντά στην ιδιοκτησία του Βάινα. Η Μελίνα οδηγεί προσεκτικά και παρκάρει αρκετά μακριά από την κεντρική πύλη ανάμεσα από κάποιους θάμνους. Το αυτοκίνητο δεν είναι αθέατο αλλά δεν έχει άλλη λύση.
Σβήνει τη μηχανή και πιάνει το στέρνο της. Ο Λάμπρος το παρατηρεί.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Τι έχεις;
ΜΕΛΙΝΑ
(χωρίς να πείθει)
Τίποτα.
Βγαίνουν από το αυτοκίνητο. Το κρύο είναι τσουχτερό. Ερημιά παντού ολόγυρα, ψυχή. Η πύλη του κτήματος βρίσκεται καμιά εκατοστή μέτρα παρακάτω στον δρόμο.
Η Μελίνα ανοίγει το πορτ-μπαγκάζ για να οργανωθούν και τότε νιώθει έναν δυνατό ίλιγγο που την κάνει να πισωπατήσει. Ο Λάμπρος τη στηρίζει και την κρατά στα χέρια του.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Ζαλίζεσαι;
ΜΕΛΙΝΑ
Είναι αυτό το ίδιο πράγμα που με πιάνει… κάθε φορά που ζυγώνω ό,τι έχει σχέση με την Αντιγόνη… και τον Αφοσιωμένο.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Θα πάω μόνος, μην σε νοιάζει. Σε δέκα λεπτά θα γυρίσω με το συγγραφέα. Θα τον πάρω αγκαλιά αν χρειαστεί σα νυφούλα.
Η εικόνα την κάνει να γελάσει.
ΜΕΛΙΝΑ
Σταμάτα να τα λες αυτά!
ΛΑΜΠΡΟΣ
Εντάξει τώρα;
Ταυτόχρονα ανοίγει το σάκο του σαν τον Αη Βασίλη να μοιράσει τα δώρα στα παιδιά. Το τι περιείχε αυτός ο σάκος ήταν πέραν κάθε φαντασίας.
ΜΕΛΙΝΑ
Χριστέ μου, ο Τζόνυ Ράμπο είσαι;
ΛΑΜΠΡΟΣ
Χα!
Εκείνος ‘αρματώνεται’ κανονικά. Σιδηρογροθιά, τα ροπαλάκια του με την αλυσίδα, ένα κυνηγετικό μαχαίρι και κάμποσα άλλα.
Στον πάτο του σάκου υπάρχει κι ένα δερμάτινο, μαύρο κουτί.
ΜΕΛΙΝΑ
Εκεί έχεις το κανόνι;
Το βλέμμα του έλαμψε.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Θέλεις να το δεις; Να το καμαρώσεις;
Κάνει να το βγάλει αλλά τον εμποδίζει.
ΜΕΛΙΝΑ
Άλλη ώρα. Τώρα να πηγαίνουμε.
Αρματώνεται κι εκείνη αλλά ελαφρύτερα. Με τη σιδηρογροθιά της και το πτυσσόμενο ρόπαλό της. Δεν θέλει τίποτε άλλο.
Περπατούν όσο πιο αθόρυβα μπορούν προς την ιδιοκτησία του Βάινα και προσπερνούν την πύλη αρκετά μέτρα. Η Μελίνα είχε ήδη εντοπίσει από την προηγούμενη φορά ένα σημείο του τοίχου που είχε κάποιες εξοχές. Το βρίσκουν εύκολα.
ΜΕΛΙΝΑ
Θα ανέβω πρώτη.
Αρχίζει να αναρριχάται με προσεκτικές κινήσεις.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Καλά τα πας, συνέχισε.
Φτάνει στην κορυφή του τοίχου και τότε ένα δυνατό κύμα την συνταράσσει πάλι. Παίρνει βαθιές ανάσες και το φαινόμενο περνάει.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Είσαι εντάξει;
Ταυτόχρονα αρχίζει κι αυτός να ανεβαίνει πίσω της.
ΜΕΛΙΝΑ
Μια χαρά.
Μέσα από τα κλαδιά και τα φύλλα των μεγάλων, πυκνοφυτεμένων δέντρων η Μελίνα βλέπει τη βίλα. Τίποτε άλλο. Δεν φαίνεται ούτε ακούγεται ψυχή ζώσα.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
Ίσως ο Κεντρόπουλος να έχει δίκιο. Μπορεί να έχουν φύγει όλοι. Δεν φαντάζονται ότι έχω τόσο θράσος να κάνω τον κομάντο Κυριακάτικα στο κτήμα τους.
Ο Λάμπρος την φτάνει και αρχίζει να κοιτάζει προς τα κάτω από τη μέσα μεριά.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Θα πηδήξουμε;
Φέρνει το μεγάλο του σώμα σιγά σιγά από την άλλη πλευρά.
ΜΕΛΙΝΑ
Θα κάνουμε θόρυβο αλλά πρέπει.
Ο Λάμπρος προσγειώνεται χωρίς προβλήματα. Έπειτα στερεώνεται γερά στα πόδια του και της κάνει νόημα να πέσει.
Φέρνει κι εκείνη το σώμα της και το κρεμάει από την εσωτερική πλευρά του τοίχου και αφήνεται να προσγειωθεί. Ο Λάμπρος τη βοηθά να σηκωθεί αμέσως. Μένουν ακίνητοι ανάμεσα στα δέντρα καλά κρυμμένοι προς το παρόν.
ΜΕΛΙΝΑ
Τι δέντρα είναι αυτά; Λέιλαντ;
ΛΑΜΠΡΟΣ
Ναι… τα βάζουν για τις περιφράξεις…
Αριστερά και δεξιά τους όσο μπορούν να δουν υπάρχουν συστάδες από αυτά τα πυκνά δέντρα.
ΜΕΛΙΝΑ
Πρέπει να βγούμε τώρα.
ΛΑΜΠΡΟΣ
(σαρώνει με το βλέμμα του)
Δεν βλέπω το σκύλο.
ΜΕΛΙΝΑ
Λέω να πάμε περιμετρικά, μέσα από τους καλλωπιστικούς θάμνους και τα δέντρα, όσο έχουμε προστασία… μόλις περάσουμε το ύψος του σκυλόσπιτου και βγούμε στην πίσω πλευρά, κοντά στην πισίνα…
Και τότε τον ακούν.
Κι αμέσως μετά τον βλέπουν.
Δεν κατάλαβε κανείς μας από πού είχε ξεφυτρώσει αλλά το βλέπουν να τρέχει προς το μέρος τους. Ένα κατάμαυρο τέρας, γέννημα της κολάσεως που καλπάζει σαν το διάολο και σε δευτερόλεπτα θα τους φτάσει.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Άστο σε μένα.
Βγάζει το μπουφάν του, τυλίγει το αριστερό του χέρι και στο δεξί κρατά τα ροπαλάκια του.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Έλα βρε γαμημένε, έλα!
Παίρνει θέση και η Μελίνα δίπλα του. Βγάζει το ρόπαλό της, το ανοίγει ενώ έχει και τη σιδηρογροθιά στο αριστερό.
ΜΕΛΙΝΑ
Πρόσεξέ τον Λάμπρο!
Την ίδια στιγμή που το πυκνότριχο μαύρο λυκόσκυλο με τα λευκά του δόντια γυμνωμένα και σάλια του να τρέχουν απ’τη μουσούδα του, κάνει ένα τεράστιο σάλτο και αρπάζει το χέρι του Λάμπρου γκρεμίζοντάς τον στο έδαφος.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Πουστόσκυλο!
Η Μελίνα πλησιάζει το φρενιασμένο τέρας που έχει δαγκώσει το μπουφάν του Λάμπρου και το ξεσκίζει τινάζοντάς το αριστερά και δεξιά και του καταφέρνει ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι.
Το μεγαλόσωμο ζώο περισσότερο αιφνιδιάζεται και εγκαταλείποντας τον Λάμπρο στρέφεται προς εκείνη. Δεν χάνει την ψυχραιμία της. Την ίδια στιγμή που τα κόκκινα μάτια του την έχουν καρφώσει και βγάζοντας ένα τρομακτικό γρύλλισμα ετοιμάζεται να πέσει πάνω της, του καταφέρνει ένα συντριπτικό χτύπημα που το πετάει σαν τσουβάλι αριστερά, κοντά στα πόδια της.
Ο Λάμπρος σηκώνεται. Το μπουφάν του αποτελεί πλέον παρελθόν αλλά ο ίδιος δεν έχει ούτε γρατζουνιά. Πλησιάζουν το μεγάλο ζώο προσεκτικά.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Τέλειωσέ το…
Ο Βίλι ανασαίνει γρήγορα αλλά βγάζει κι ένα θρηνητικό ήχο. Γύρω από το κεφάλι του μια πυκνή μαύρη λίμνη. Ο Λάμπρος δεν περιμένει άλλο και το αποτελειώνει με ένα δυνατό χτύπημα.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Αυτό ήταν!
ΜΕΛΙΝΑ
Δεν γινόταν αλλιώς.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Το πρώτο στάδιο τελείωσε.
ΜΕΛΙΝΑ
Είσαι καλά; Σε δάγκωσε πουθενά;
ΛΑΜΠΡΟΣ
Παρά λίγο. Ευτυχώς τον τσάκισες. Μου χρωστάς ένα μπουφάν.
Χαμογελούν και οι δυο. Παίρνουν μιαν ανάσα αλλά η ώρα περνάει.
ΜΕΛΙΝΑ
(τον πιάνει από το χέρι)
Πάμε, γρήγορα.
Ρίχνουν στο νεκρό ζώο μια τελευταία ματιά και έπειτα αρχίζουν να τρέχουν προς τη βίλα.
Οι κραυγές του Λάμπρου
ΣΚΗΝΗ
ΕΞΩΤ. Κυριακή πρωί και κρύο. Η Μελίνα και ο Λάμπρος αφού εξουδετέρωσαν το Βίλι, συνεχίζουν στο εσωτερικό του κτήματος.
Καθώς τρέχουν σαν τους παλαβούς προς τη βίλα, η Μελίνα βλέπει δεξιά της, όπως το θυμόταν, το μεγάλο σκυλόσπιτο του μακαρίτη πλέον Βίλι και φωνάζει στον Λάμπρο να κρυφτούν προσωρινά εκεί, ανάμεσα στο σκυλόσπιτο και την πρόσοψη της βίλας. Ό Λάμπρος καταλαβαίνει αμέσως και σε δευτερόλεπτα βρίσκονται κουλουριασμένοι σχεδόν, αθέατοι, πίσω από το ξύλινο σπίτι που κάποτε φιλοξενούσε το βελγικό λυκόσκυλο της οικογένειας.
Παλεύουν να ρυθμίσουν την αναπνοή τους.
ΜΕΛΙΝΑ
Κάτι δεν πάει καλά φίλε.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Τι θες να πεις;.
ΜΕΛΙΝΑ
Δεν ξέρω… όλα μου φαίνονται πολύ ήσυχα… υπερβολικά ήσυχα.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Παγίδα;
ΜΕΛΙΝΑ
Ίσως… είμαι σίγουρη ότι ξέρουν πως είμαστε εδώ…
ΛΑΜΠΡΟΣ
Δεν θα ρισκάριζαν να σκοτωθεί ο σκύλος
ΜΕΛΙΝΑ
Ναι… από την άλλη…
ΛΑΜΠΡΟΣ
Το πιο πιθανό είναι πως δεν φαντάζονταν πως είχες τα κότσια να έρθεις… σε υποτίμησαν.
(μικρή παύση)
(σε έξαψη)
Τι κάνουμε τώρα;
ΜΕΛΙΝΑ
Ένας θα πάει από πίσω… ο άλλος εδώ, στην κεντρική πόρτα… θα δοκιμάσουμε την τύχη μας... δοκίμασε τα παράθυρα, τις μπαλκονόπορτες, οτιδήποτε.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Κι αν αρχίσει να βαράει συναγερμός;
ΜΕΛΙΝΑ
Αποκλείεται να έχει συναγερμό ο Βάινας.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Γιατί;
ΜΕΛΙΝΑ
Λες να θέλει να μαζευτούν οι μπάτσοι στο σπίτι του; Μακάρι… ας έρθουν… ίσως μας βοηθήσουν να βρούμε τον Αντρέα.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Είσαι πολύ σίγουρη.
ΜΕΛΙΝΑ
Πιστεύω ότι θα βρούμε κάποιο άνοιγμα να μπούμε.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Μην σε νοιάζει… αν δεν βρούμε ξέρω τι θα κάνω.
ΜΕΛΙΝΑ
Λέω να πάω εγώ από πίσω.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Θα πάω εγώ... άντε, καλή τύχη….
ΜΕΛΙΝΑ
Δεν φέραμε τα ‘γουόκι-τόκι’ μαζί μας.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Τα έχω στο σάκο. Δεν τα πήρα γιατί κάνουν θόρυβο. Έχουμε τα κινητά...
ΜΕΛΙΝΑ
Ωραία… να τα βάλουμε στη δόνηση.
Καταπιάνονται να ρυθμίσουν τα κίνητά τους.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Όλα εντάξει;
ΜΕΛΙΝΑ
Όλα οκ… πήγαινε… προσεκτικά.
Η Μελίνα τον βλέπει να σηκώνει το θεόρατο σώμα του και να περπατάει σκυμμένος σύρριζα στον τοίχο. Λίγο πιο κάτω υπήρχε μια διαμόρφωση ο κήπος, κάτι θάμνους. Τους πέρασε χωρίς πρόβλημα και τον έχασα απ’τα μάτια μου.
Εκείνη κοιτάει αριστερά. Δεν φαίνεται κανείς. Σηκώνεται και με αργά βήματα πλησιάζει τη μεγάλη βεράντα. Σε δευτερόλεπτα είναι έξω από την μεγάλη πόρτα της βίλας που τη θυμάται καλά από την πρώτη της επίσκεψη. Δοκιμάζει να την ανοίξει αλλά βέβαια είναι κλειδωμένη.
Απομακρύνεται και συνεχίζει αριστερά, προς την άλλη πλευρά του σπιτιού. Στρίβει τη γωνία και περπατά σιγά σιγά. Δεν έχει ξανάρθει από αυτή την μεριά της ιδιοκτησίας. Λίγο πιο κει βλέπει ένα παράθυρο μισάνοιχτο στο ύψος της.
Κοντοζυγώνει αλλά πριν προλάβει να πανηγυρίσει ακούει τις κραυγές του Λάμπρου!
Λάρα Κροφτ
ΣΚΗΝΗ
ΕΞΩΤ. Στο πίσω μέρος της βίλας. Ο Λάμπρος και η Μελίνα δεν τα καταφέρνουν.
Η Μελίνα ακούει καθαρά το βογκητό, τις βλαστήμιες και τις κατάρες του φίλου της. Δεν γνωρίζει ακόμα όμως τι του συμβαίνει.
ΛΑΜΠΡΟΣ
(ουρλιάζοντας)
Γαμώ την πουτάνα μου!
Η Μελίνα έχει καθηλωθεί με την πλάτη στον τοίχο κάτω απ’αυτό το μισάνοιχτο παράθυρο που το είχε δει σαν δώρο εξ ουρανού.
ΜΕΛΙΝΑ
(φτύνοντας στο χώμα)
Πώς τα σκατώσαμε έτσι;
Γιατί τον έμπλεξα σε αυτή τη γαμημένη ιστορία τον Λάμπρο; Γιατί;
ΛΑΜΠΡΟΣ
Σήκω φύγε Μελίνα! Σήκω φύγε!
Η Μελίνα ακούει την πονεμένη κραυγή του Λάμπρου.
Βαδίζει προσεκτικά προς την πηγή των κραυγών, στο πίσω μέρος της βίλας. Όταν ξεμυτάει από τη γωνία, αυτό που αντικρίζει την παγώνει.
Ο Λάμπρος είναι ξαπλωμένος στο έδαφος, λίγα μέτρα μακριά από την πισίνα και το δεξί του πόδι είναι μαγκωμένο σε μια από αυτές τις μεγάλες παγίδες για αρκούδες! Το παντελόνι του είναι μουσκεμένο στο αίμα. Ο Λάμπρος σφαδάζει από τους πόνους και χτυπά με τη γροθιά του το γρασίδι.
Προχωρά προς το μέρος του και τότε στα δεξιά της την βλέπει.
ΜΕΛΙΝΑ
(μονολογώντας)
(νιώθοντας το πλάκωμα στο στήθος της)
Αυτή είναι… η Αντιγόνη!
Νιώθει τα μέλη της μουδιασμένα. Νιώθει ίλιγγο που γίνεται σκοτοδίνη και τα πόδια της λυγίζουν.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Φύγε Μελινάκι… όσο είναι καιρός… πουτάνα, θα σε σκίσω!…
Στα δεξιά της, πάνω στη βεράντα της αυλής βρίσκονται τρεις άνθρωποι. Έστω και θολά διακρίνει αυτή τη σκύλα, καθισμένη σε ένα αμαξίδιο ενώ αριστερά και δεξιά της δυο άντρες με καραμπίνες στοχεύουν κατευθείαν πάνω τους. Ο ένας στον Λάμπρο, ο άλλος σε κείνη!
ΑΝΤΙΟΝΗ
(χλευαστικά)
Να και η Λάρα Κροφτ! Μεγάλη μου τιμή! Καλώς ήλθατε στο φτωχικό μας!
Περιπαικτικά γέλια από τους άντρες με τις καραμπίνες.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Χαμηλώστε τα όπλα παιδιά… δεν βλέπετε; Έχουμε μπροστά μας δυο ανήμπορους συνανθρώπους μας.
Εκείνη τη στιγμή η Μελίνα δεν αντέχει άλλο και γονατίζει.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Στο είχα πει να γονατίσεις μπροστά μου. Χαίρομαι που το κάνεις… έστω και κάτω απ’αυτές τις συνθήκες.
Η Μελίνα παλεύει να πάρει ανάσα. Μέσα στη σκοτούρα της ακούει μια τις οιμωγές του φίλου της και μια τα χλευαστικά σχόλια και τις θριαμβολογίες της Αντιγόνης.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Θα πρέπει να με υποτίμησες πάρα πολύ κοπελιά για να πιστέψεις ότι θα με έπιανες στον ύπνο. Βέβαια, θυσιάσαμε τον καλό μας Βίλι. Δεν πειράζει, ο Μιχάλης έχει φροντίσει να τον αντικαταστήσει. Χρειάζονται και θυσίες σ’αυτή τη ζωή! Τι λες, συμφωνείς καργιόλα του Περάματος;
Νέα τρανταχτά γέλια από τους άντρες. Ο πονοκέφαλος, ο ίλιγγος, το ανακάτωμα, γίνονται αφόρητα. Αδειάζει το στομάχι της για να συνέλθει. Του κάκου. Νιώθει εξάντληση, ανημπόρια, παραίτηση.
Τελικά σωριάζεται στο υγρό γρασίδι.
Προλαβαίνει να νιώσει δυνατά χέρια να την ανασηκώνουν.
Έπειτα τίποτα.
Κόκκινο νερό
ΣΚΗΝΗ ΟΝΕΙΡΟΥ ΜΕΛΙΝΑΣ
Ο μπαμπάς στέκεται όρθιος, δίπλα σε αυτή τη μεγάλη, άσπρη βάρκα. Όσο τον πλησιάζω μπορώ να διαβάσω τι γράφει στα ‘μάγουλα’ της πλώρης. ‘Μελίνα’! Ο μπαμπάς με καλεί. Έχει σκύψει, με κοιτά χαμογελαστός και με καλεί. Εγώ τον πλησιάζω, αρχίζω να τρέχω προς εκείνον. Είναι τόσο νέος, όμορφος και γελαστός ο μπαμπάς. ‘Κοίτα… αυτή είναι η βάρκα μας… η βάρκα σου… έχει τ’όνομά σου’, μου λέει καθώς με αρπάζει με τα δυνατά του χέρια και με σηκώνει ψηλά. Αρχίζω να γελώ. Μπορώ να μυρίσω το σώμα του, να φιλήσω τα μαλλιά του… και μπορώ να δω… να δω τα πάντα από εκεί ψηλά, πιο ψηλά απ’όσο είχα βρεθεί ποτέ, ασφαλής στα δυο του ατσάλινα μπράτσα. ‘Κοίτα, κοίτα τη βάρκα μας αγάπη μου’, λέει ο μπαμπάς και τότε, σκύβω να δω το εσωτερικό της. Βλέπω κόκκινο… κόκκινο νερό… αρχίζω να φωνάζω, να ουρλιάζω... η βάρκα είναι πλημμυρισμένη… ξέχειλη σχεδόν από αίμα! ‘Μπαμπά! Μπαμπά!’, φωνάζω αλλά δεν με ακούει… δεν με ακούει κανείς… ‘Μπαμπά!’
Επαφή με την Ευμενία
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Η Μελίνα και ο Λάμπρος σε κάποιο υπόγειο της βίλας όπου βρίσκονται αιχμάλωτοι της Αντιγόνης.
Εκείνη ξυπνά μέσα σε αγωνία και βήχα. Σε ζάλη και θολούρα. Η καρδιά της χτυπά δυνατά, έχει ιδρώσει.
Είναι ακόμη επηρεασμένη από το όνειρο που είδε.
ΜΕΛΙΝΑ
Πού είμαι;
Επιθεωρεί με βλέμμα θολό το χώρο γύρω της. Ημισκότεινος, γεμάτος πράγματα. Παλιά έπιπλα, κούτες, εργαλεία, ξύλινοι πάγκοι, χίλια δυο σκουπίδια.
Την πλημμυρίζει και μια αψιά μυρωδιά από μπογιές.
ΜΕΛΙΝΑ
Τι είναι εδώ;
Είναι ακουμπισμένη σε έναν υγρό, βρόμικο τοίχο. Γυρνά το κεφάλι της πρώτα δεξιά. Δίπλα της ένα σάπιο ντιβάνι με ένα ξεσκισμένο στρώμα. Γυρνά έπειτα αριστερά. Κάποιος βρίσκεται εκεί, ένας μεγαλόσωμος άντρας… κοιμάται.
Ήμουν
ΜΕΛΙΝΑ
Λά… Λάμπρο!
Ο φίλος της είναι ακουμπισμένος στον τοίχο όπως κι εκείνη και δείχνει να κοιμάται.
Η Μελίνα σιγά σιγά τα θυμάται όλα. Κοιτά προς το πληγωμένο του πόδι. Η εικόνα την αποθαρρύνει. Όλο του το παντελόνι από το σημείο της αρπάγης, την οποία έχουν ήδη αφαιρέσει και κάτω είναι μουσκεμένο στο αίμα. Την πιάνει πανικός. Κάνει να κινήσει το σώμα της για να εξετάσει το τραύμα του από κοντά όμως διαπιστώνει ότι δεν μπορεί. Τα χέρια της είναι δεμένα από τους καρπούς με μεταλλικούς κρίκους στον τοίχο. Το ίδιο και του Λάμπρου.
ΜΕΛΙΝΑ
Άει στο διάολο!
Αποφασίζει να συνεφέρει το φίλο της.
ΜΕΛΙΝΑ
Λάμπρο… είσαι καλά;
Ο Λάμπρος δείχνει να αντιδρά. Γυρνά σιγά σιγά το κεφάλι του προς το μέρος της και την κοιτά σαν χαμένος με μισόκλειστο βλέμμα.
ΛΑΜΠΡΟΣ
(χαμηλόφωνα και βραχνά)
Μελίνα…;
ΜΕΛΙΝΑ
Έλα βρε Λάμπρο, με κοψοχόλιασες! Είσαι καλά; Ανόητη ερώτηση θα μου πεις. Ποιος είναι καλά απ’τους δυο μας; Όμως με ανησυχί το πόδι του.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Μια χ…
Δεν αποσώνει τη φράση του. Προσπαθώντας να σηκώσει το σώμα του συνειδητοποιεί πως είναι αδύνατο.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Τι σκατά… Πού… που στο διάολο είμαστε;
ΜΕΛΙΝΑ
Μας έχουν δεμένους εδώ μέσα… κάποιο υπόγειο είναι… δεν ξέρω.
Ο Λάμπρος ξεφυσά απογοητευμένος.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Το πόδι μου…
Κάνει να το λυγίσει. Εισπράττει ένα μορφασμό πόνου.
ΜΕΛΙΝΑ
Πρέπει να βρω τρόπο να βγούμε από δω μέσα και να την κάνουμε… αρκετά… ας πάει στα τσακίδια και ο Αφοσιωμένος και η Αντιγόνη και όλοι τους…
ΛΑΜΠΡΟΣ
Με πυροβόλησαν;
ΜΕΛΙΝΑ
Όχι… πάτησες μια παγίδα… δεν θυμάσαι ε;
Ο Λάμπρος κουνά το κεφάλι του ελαφρά. Έπειτα το γέρνει πάλι αριστερά.
ΜΕΛΙΝΑ
Γαμώ την πουτάνα μου!
Εκείνη τη στιγμή ακούγονται βήματα στη σκάλα εμπρός και αριστερά. Ένα ζωηρό φως πλημμυρίζει το χώρο.
Κάποιος κατεβαίνει.
Προσπαθεί πάλι να απελευθερώσει τους καρπούς της, μάταια. Είναι περισσότερο μια κίνηση απελπισίας και θυμού.
Ένας κοντοστούπης, ξανθοτρίχης με κόκκινα μάγουλα και αλεπουδίσιο βλέμμα κάνει σε λίγο την εμφάνισή του εμπρός της. Κρατά και την καραμπίνα του. Ρίχνει μια γρήγορη ματιά σιωπηλός και ανέκφραστος.
ΜΕΛΙΝΑ
Πρέπει να φέρεις γιατρό για το πόδι του!
Εκείνος κάνει ότι δεν ακούει. Συνεχίζει να κοιτάζει ερευνητικά σα να ψάχνει.
ΜΕΛΙΝΑ
Τι κοιτάζεις σαν ηλίθιος; Σού είπα, πήγαινε να ειδοποιήσεις ένα γιατρό… ή καλύτερα ασθενοφόρο… πρέπει να πάμε σε νοσοκομείο!
ΑΛΒΑΝΟΣ
Βούλωνέ το!
ΜΕΛΙΝΑ
Άντε γαμήσου!
ΑΛΒΑΝΟΣ
Θα έρθεις πάνω, μαζί μου… εσύ.
Αυτό που αναζητούσε μάλλον πριν ήταν ένας τρόπος να αποδεσμεύσει τη Μελίνα χωρίς να ρισκάρει να του χιμήξει.
ΜΕΛΙΝΑ
Δεν πάω πουθενά. Πες στο πορνίδιο την αφεντικίνα σου αν δεν φροντίσει το τραύμα του Λ… του φίλου μου δεν θα τη βγάλει καθαρή… θα της φέρω όχι την αστυνομία εδώ μέσα αλλά και το στρατό… θα τη χώσω πολύ βαθιά… ή στη φυλακή ή στο χώμα… έτσι πες της…
ΑΛΒΑΝΟΣ
(ήρεμα)
Γύρνα πλάτη. Θα σου λύσω τα χέρια.
ΜΕΛΙΝΑ
Βρε άει στα τσακίδια!
ΛΑΜΠΡΟΣ
Τι έγινε; Μελίνα;.
Ο Λάμπρος έχει ξυπνήσει από τις φωνές και κοιτά μια εκείνη και μια τον κοντοπίθαρο.
Ο τύπος πλησιάζει τον Λάμπρο και σηκώνει την καραμπίνα ακριβώς πάνω απ’το κεφάλι του.
ΑΛΒΑΝΟΣ
Γύρνα πλάτη.
Κοιτάει την καραμπίνα να σημαδεύει το φίλο της και αποφασίζει πως δεν υην παίρνει για ρίσκα. Γυρνά σιγά σιγά το σώμα της στην αντίθετη πλευρά.
ΑΛΒΑΝΟΣ
Καλά, γύρε καλά! Μη στρίψεις κεφάλι
Τον νιώθει έπειτα να έρχεται από πάνω της, να σκύβει και προσεκτικά να ξεκλειδώνει τις χειροπέδες της από το κρίκο. Είναι ελεύθερη τώρα! Και το μυαλό της αρχίζει να παίρνει στροφές.
Ο τύπος απομακρύνεται γρήγορα και στέκεται σε απόσταση ασφαλείας με την καραμπίνα να σημαδεύει εμένα τώρα.
ΑΛΒΑΝΟΣ
Σήκω… πάμε πάνω.
Η Μελίνα τον κοιτάει στα μάτια και τον μετράει. Προφανώς είναι ένας δευτεροκλασάτος παρατρεχάμενος του Βάινα. Δεν τα έχει ξανακάνει αυτά τα πράγματα, φαίνεται σα χαμένος.
ΜΕΛΙΝΑ
(τρίβοντας τους καρπούς της)
Δεν σηκώνομαι, σου είπα αν δεν φέρεις γιατρό.
ΛΑΜΠΡΟΣ
(με κλειστά μάτια και γερμένο το κεφάλι)
Ναι, πες του να πάει να γαμηθεί
Ο αλβανός βρίσκεται σε μια κατάσταση σύγχυσης. Είναι φανερό ότι παλεύει να αποκτήσει έλεγχο της κατάστασης αλλά δεν ξέρει πως. Μέχρι στιγμής καλά τα πήγαινε αλλά τον είδα να τρέμει και να μην πιστεύει ότι ‘μας έχει’.
ΜΕΛΙΝΑ
Αυτό θα κάνω. Θέλω να δω το πόδι σου.
Η Μελίνα μετακινεί το σώμα της.
ΑΛΒΑΝΟΣ
(ιδρωμένος)
Σήκω γιατί θα ρίξω!
ΜΕΛΙΝΑ
Σού είπα, αν δεν έρθει γιατρός…
Κι άλλα βήματα στη σκάλα. Πιο αλαφροπάτης ο καινούργιος που κατεβαίνει τώρα.
ΦΩΝΗ ΕΥΜΕΝΙΑΣ
Ο γιατρός έρχεται.
Γυναικεία φωνή.
Έπειτα από λίγο εμφανίζεται εμπρός τους μια νέα γυναίκα.
ΜΕΛΙΝΑ
Μπορεί να μην είμαι στα καλύτερά μου αλλά σε έχω ξαναδεί εσένα. Την πρώτη φορά… ναι… Ποια είσαι;
ΕΥΜΕΝΙΑ
Νομίζω πως ξέρεις ήδη ποια είμαι.
Κουβαλάει μια μεγάλη τσάντα. Την αφήνει κάτω και την κοιτάει ήρεμα.
ΕΥΜΕΝΙΑ
Θα περιποιηθώ εγώ το τραύμα του φίλου σου. Πήγαινε επάνω.
Ανοίγει την τσάντα και δείχνει το περιεχόμενό της στην Μελίνα. Αντισηπτικά, γάζες και τα σχετικά.
Η Μελίνα σηκώνεται σιγά σιγά από το πάτωμα και τεντώνει τα μέλη της που πονούν. Σιγά σιγά σηκώνεται όρθια.
ΜΕΛΙΝΑ
Το τραύμα είναι σοβαρό. Είσαι γιατρός;
ΑΛΒΑΝΟΣ
(με τεντωμένη την καραμπίνα και τον ιδρώτα να τρέχει νερό)
Προχώρα
ΜΕΛΙΝΑ
Σκάσε εσύ, μιλάω με τη κυρά σου, δε βλέπεις;
ΕΥΜΕΝΙΑ
Δεν είμαι γιατρός αλλά ξέρω από τραύματα. Και πολύ πιο σοβαρά απ’αυτό. Οι δαγκάνες της παγίδας ήταν στομωμένες… επίτηδες… το τραύμα του φίλου σου δεν θα είναι πολύ βαθύ.
Η Μελίνα της ρίχνει ένα ερευνητικό βλέμμα και τη ‘σκανάρει’ με την γνωστή της ταχύτητα.
ΜΕΛΙΝΑ
Τέλος πάντων.
Γυρνά και ρίχνει μια τελευταία ματιά στο φίλο της. Αναπνέει ήρεμα και δεν δείχνει να αντιλαμβάνεται τι γίνεται.
ΜΕΛΙΝΑ
Εσύ είσαι η Ευμενία λοιπόν.
ΕΥΜΕΝΙΑ
(σοβαρά)
Ναι… τώρα πηγαίνετε.
Η Ευμενία παίρνει θέση πάνω από το πληγωμένο πόδι του Λάμπρου.
Η Μελίνα κάνει ένα βήμα και ακούει πάλι τον κοντό.
ΑΛΒΑΝΟΣ
Σιγά… όχι εξυπνάδα!
Η Μελίνα θέλει να βάλει τα γέλια αλλά συγκρατείται.
Αρχίζει να προχωρά προς τη σκάλα. Η Αντιγόνη την περιμένει.
Στη φωλιά του δράκου
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο υπνοδωμάτιο της Αντιγόνης.
[ΕΝΑΛΛΑΓΗ ΕΙΚΟΝΩΝ ΚΑΙ ΣΚΗΝΩΝ ΠΟΥ ΣΥΝΟΔΕΥΟΥΝ ΤΗΝ ΑΦΗΓΗΣΗ]
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Η πρώτη μου εντύπωση όταν μπαίνω μέσα σ’αυτό το δωμάτιο είναι πως δεν πρόκειται ούτε για κρεβατοκάμαρα ούτε για οτιδήποτε είναι συνηθισμένος να αντικρίζει κανείς σε ένα φυσιολογικών ανθρώπων.
Περισσότερο μου θυμίζει κάτι ταινίες τρόμου που έβλεπα στις οποίες ο παρανοϊκός πρωταγωνιστής έχει μετατρέψει κάποιο χώρο σε ένα ιδιόμορφο και ανατριχιαστικό μουσείο εκθεμάτων. Με αλλόκοτη και σουρεαλιστική διακόσμηση απολύτως συμβατή με τον ψυχισμό του.
Και πριν απ’όλα, το δωμάτιο είναι χωρισμένο στα δυο με μια τεράστια, βαριά, κρεμ κουρτίνα, σαν παραβάν. Το δεξί μέρος που βρίσκομαι εγώ, περιέχει ένα μεγάλο, πολυτελές διπλό κρεβάτι, τέρμα στον τοίχο, με ουρανό και γλυπτά ανάγλυφα που είναι καλυμμένο ολόγυρα από λεπτοφυές σαν ιστό ύφασμα.
Δεν μπορώ να διακρίνω παρά μονάχα μια φιγούρα να βρίσκεται ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Παλαβά πράγματα. Υπάρχουν και δυο καρέκλες και σε μια από αυτές με ‘έσπρωξε’ με την καραμπίνα του ο κοντοστούπης να καθίσω, λίγα μέτρα μακριά από το μεγάλο κρεβάτι με την ‘κουνουπιέρα’.
Παρατηρώ τους τοίχους. Εδώ κι αν γίνεται γλέντι. Αντί για ταπετσαρία, τους τοίχους καλύπτουν παντού σελίδες με διάφορα κείμενα, ποιήματα και φωτογραφίες της Αντιγόνης και… του Αφοσιωμένου! Δεκάδες για να μην πω εκατοντάδες σελίδες και φωτογραφίες σε ένα τερατώδες παζλ που σε πιάνει ζαλάδα όπου κι αν γυρνάς το βλέμμα σου. Δεν μπόρεσα να μην νιώσω ένα ρίγος. Ήταν η πρώτη φορά που η αποστολή μου επιβραβευόταν και πανηγυρικά μάλιστα. Αν μη τι άλλο είχα μπει στη φωλιά του δράκου. Και ο δράκος έκανε την ωραία κοιμωμένη πίσω από μια λευκή κουρτίνα στο κρεβάτι του.
Ο αλβανάκος ανακουφίζεται που με βλέπει να κάθομαι σαν αρσακειάδα στη θεσούλα μου χωρίς να κάνω αταξίες και οπισθοχωρεί μερικά βήματα ως το παραβάν. Γυρνώ και του ρίχνω μια ματιά. Στέκεται όρθιος και ακίνητος σαν τσολιάς στα ανάκτορα. Του κλείνω το μάτι συνωμοτικά. Δεν αντιδρά. Συνεχίζει να ιδρώνει και να ξεϊδρώνει.
Τι να γίνεται άραγε με το φίλο μου στο υπόγειο; Τον περιποιέται καλά η Ευμενία ή θα έχουμε περιπέτειες με το πόδι του; Η σκέψη αυτή με μελαγχολεί. Αλλά για λίγο. Εδώ είναι το βασίλειο της τρέλας. Και σε αυτό το βασίλειο δεν μένεις με τις σκέψεις σου για πολύ.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
(χωμένη πίσω απ’την κουνουπιέρα της)
Να λοιπόν που συναντιόμαστε… επιτέλους!
ΜΕΛΙΝΑ
Ναι, είχα μια φαγούρα ξέρεις να συναντηθούμε…
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Δεν σε πιστεύω… αφιέρωσες χρόνο και χρήμα μόνο και μόνο για να μπεις σε αυτό το δωμάτιο… ρισκάρισες, κινδύνεψες σοβαρά… αλλά τα κατάφερες… το σέβομαι αυτό… κατά κάποιο τρόπο έχω αρχίσει να σε συμπαθώ.
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Ακούω τη φωνή της να έρχεται καθαρή και γάργαρη και για μια στιγμή νιώθω και πάλι εκείνο το φοβερό πλάκωμα στο στήθος που με είχε παραλύσει και είχα σωριαστεί κατάχαμα όταν την πρωτοσυνάντησα, έξω από το σπίτι. Όμως είναι περισσότερο σαν σουβλιά που με χτύπησε για λίγο και πέρασε. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως πηγή αυτής της δύναμης είναι η παρανοϊκή κοπελιά που έχω απέναντι μου. Τι είδους δυνάμεις διαθέτει λοιπόν αυτό το σατανικό πλάσμα ώστε να μπορεί να με ‘σουβλίζει’ στην Αθήνα, σε τέτοια απόσταση; Πρέπει να είμαι πιο προσεκτική. Ίσως να μην είναι μόνη της. Εκτός από την Ευμενία μπορεί να είναι κρυμμένοι καμιά δωδεκάδα παλαβιάρηδων σε κάποιο άλλο δωμάτιο της βίλας και να έπαιζαν με κέρινες κούκλες και καρφίτσες. Τα έχω διαβάσει αυτά τα ‘βουντού’ σκατά. Έχω δει κι ένα κάρο ταινίες. Δεν παίζουν με αυτά τα πράγματα. Έχω βρομόστομα μεν και δεν κρατιέμαι εύκολα αλλά αν ήταν ο Πήτερ από μια γωνιά θα μου έλεγε:
ΦΩΝΗ ΠΗΤΕΡ
Κούλαρε Μελίνα… όταν είσαι στη φωλιά της αρκούδας δεν μιλάς, δεν λαλάς και δεν χορεύεις. Κάθεσαι σαν την κοτούλα σε μια γωνίτσα και περιμένεις…
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Τι; Δεν ξέρω. Ίσως μια ευκαιρία να δω τον Αφοσιωμένο να ξεπροβάλλει από καμιά μυστική πόρτα στον τοίχο. Όλα είναι πιθανά.
ΜΕΛΙΝΑ
Υπάρχουν και άνθρωποι που συμπαθείς; Εκτός από τον εαυτό σου;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
(ξεσπάει σε γέλια)
Έχεις πλάκα τελικά… όλοι οι απλοϊκοί άνθρωποι έχουν πλάκα. Γι αυτό και δεν είναι εύκολοι αντίπαλοι.
(με απότομα αλλαγμένο ύφος)
Όχι πως δεν θα πληρώσεις βέβαια για το εξωφρενικό σου θράσος!
ΜΕΛΙΝΑ
Πού είναι; Πού τον κρύβεις;
Την είδα να ανασαλεύει πάνω στο κρεβάτι της.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Κανονικά θα έπρεπε να βρίσκεστε στα κρατητήρια της αστυνομίας τώρα. Και οι δυο σας. Παραβιάσατε μια ιδιοκτησία, μπουκάρατε σαν κοινοί σαλταδόροι και διαρρήκτες και τώρα θα έπρεπε να ψάχνετε για δικηγόρο…
ΜΕΛΙΝΑ
Γιατί δεν τηλεφωνάς στους μπάτσους λοιπόν κούκλα μου να τελειώνει το παραμύθι; Θα τους βάλω να ψάξουν και το αρχοντικό σου. Κάτι μου λέει πως θα βρουν πολύ ενδιαφέροντα πράγματα εδώ μέσα.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Σκασμός, τσουλάκι!
Η Μελίνα αισθάνεται έναν οξύ πόνο στο στήθος που τη διπλώνει στα δυο. Πέφτει από την καρέκλα στο χαλί και δεν μπορεί να σταθεί στα γόνατα.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Αυτές είναι οι συνέπειες όταν με θυμώνουν! Να το θυμάσαι!
Μετά από λίγο ο πόνος υποχωρεί και μπορεί να εισπνεύσει βγάζοντας μια κραυγή.
Βλέπει τον κοντό να την πλησιάζει και να τη βοηθά να ξανακαθίσει στην καρέκλα της σαν καλός συνοδός σε κάποιο ραντεβού. Της παίρνει κάμποση ώρα να ξαναβρεί τον κανονικό ρυθμό της η καρδιά της.
ΜΕΛΙΝΑ
Είσαι… τελείως τρελή!
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Τρελή; Αν εγώ είμαι τρελή πώς αποκαλείς τον εαυτό σου και το φίλο σου που παραβιάσατε την ιδιοκτησία μου χωρίς κανένα λόγο και κανένα δικαίωμα;
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Μπορώ να δω μέσα απ’τη λευκή κουρτίνα του κρεβατιού ότι έχει ανασηκωθεί κάπως. Με κάποιο τρόπο έχει φέρει το σώμα της πιο κοντά. Η εικόνα είναι ανατριχιαστική. Λες και κρυβόταν ένα αποκρουστικό πλάσμα εκεί μέσα που στη θέα του και μόνο θα προκαλούσε φρίκη και τρόμο. Μήπως όμως τελικά αυτό δεν συνέβαινε; Στο μυαλό μου, δεν ξέρω γιατί, έρχεται ξανά το παράξενο όνειρο με τον πατέρα και τη βάρκα… ποιος είναι ο συμβολισμός; Ποιο είναι το μήνυμα;
ΜΕΛΙΝΑ
Κανένα δικαίωμα είπες; Εσύ είχες το δικαίωμα να κρατάς αιχμάλωτο έναν άνθρωπο;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Σε ποιον αναφέρεσαι;
ΜΕΛΙΝΑ
Ξέρεις σε ποιον αναφέρομαι.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Και πώς βγάζεις το συμπέρασμα πως κρατείται αιχμάλωτος; Ποιος σού έβαλε αυτή την ιδέα στο κεφάλι;
ΜΕΛΙΝΑ
Ωραία. Αν δεν είναι αιχμάλωτος, τότε γιατί όλ’αυτά; Γιατί δεν εμφανίζεται; Γιατί έχεις οχυρωθεί πίσω απ’όλα τούτα και έχεις μπράβους οπλοφόρους και εκβιάζεις ανθρώπους και απειλείς και τρομοκρατείς; Αν ο Αντρέας δεν είναι αιχμάλωτος κι αν είναι ακόμα ζωντανός, αν είναι εδώ μαζί σου με τη θέλησή του, τότε, σε ρωτώ ξανά Αντιγόνη… πού είναι;.
Γίνεται μια μικρή παύση. Η Μελίνα την βλέπει πάλι να γέρνει πίσω στο στρώμα της.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ο Αντρέας είναι εδώ Μελίνα… μαζί μου… μαζί μας!
ΜΕΛΙΝΑ
(αιφνιδιασμένη)
Τι… τι θέλεις να πεις;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Γιαν!
Ο μικρόσωμος άντρας τραβάει ένα σχοινί που κρέμεται από την κορυφή και η κουρτίνα ανοίγει στα δυο σαν σκηνή θεάτρου.
Ανοίγει η αυλαία
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Η Μελίνα ‘φιλοξενούμενη’ στο δωμάτιο της Αντιγόνης. Η μεσαία κουρτίνα ανοίγει σαν αυλαία και αποκαλύπτεται μια παράξενη σκηνή.
Η Μελίνα αντικρίζει την πλάτη μιας πολυθρόνας. Μπροστά της ένα μεγάλο γραφείο. Πάνω του βιβλία, χαρτιά, η οθόνη ενός υπολογιστή. Δεξιά κι αριστερά από το μεγάλο γραφείο, βιβλιοθήκες που φτάνουν ως την οροφή με τα ράφια τους γεμάτα βιβλία.
Αυτό που αντίκρισα μου έφερε ένα μούδιασμα στο σαγόνι και στα άκρα. Το συναίσθημα ήταν πρωτόγνωρο. Η αυλαία είχε ανοίξει κι αυτό που αποκάλυπτε ήταν η πλάτη μιας πολυθρόνας. Μπροστά της ένα μεγάλο γραφείο. Πάνω του
Η Μελίνα κοιτά σαν μαγεμένη. Σιωπηλή.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ο αγαπημένος μου κάθεται στην πολυθρόνα του Μελίνα. Και δεν είναι αιχμάλωτος. Ποτέ δεν ήταν…
Το μόνο που μπορεί να διακρίνει είναι το αριστερό χέρι ενός άντρα πάνω στο μπράτσο της μεγάλης πολυθρόνας. Ένα χέρι ακίνητο. Κάτω από την πολυθρόνα μπορεί να δει τα δυο πόδια του καθισμένου ανθρώπου. Έχει σχεδόν παγώσει.
ΜΕΛΙΝΑ
Γιατί δεν σηκώνεται; Γιατί δεν μιλάει;.
Κάτι ετοιμάζεται να απαντήσει η Αντιγόνη αλλά δεν προλαβαίνει.
Νέα γεγονότα λαμβάνουν χώρα στο αρχοντικό του Βάινα.
Τρελάδικο
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο υπνοδωμάτιο της Αντιγόνης. Φωνές ακούγονται απ’το διάδρομο.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Μελίνα, βγες έξω… βγες έξω, πάμε να φύγουμε!
ΜΕΛΙΝΑ
(αιφνιδιασμένη)
Λάμπρο!
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
(με ανήσυχη φωνή)
Γιαν!
ΛΑΜΠΡΟΣ
Μελίνα, έλα… μη φοβάσαι, δεν μπορούν να σε αγγίξουν! Βγες έξω!
Ο Γιαν βγαίνει από το δωμάτιο με την καραμπίνα του προτεταμένη κι εγώ σηκώνομαι να τον ακολουθήσω.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
(την σταματά)
Μην διανοηθείς να κάνεις βήμα. Σε σημαδεύω με ένα περίστροφο!
ΛΑΜΠΡΟΣ
Μελίνα, κρατάω την αδελφή της τρελής εδώ πέρα… μη φοβάσαι… αν τολμήσουν να σε πειράξουν θα της σπάσω το σβέρκο σαν κλαράκι… σήκω κι έλα να την κάνουμε!
Η Μελίνα είναι σε μια κατάσταση αιώρησης. Έχει σηκωθεί εκατοστά από την καρέκλα της σε μια ετοιμότητα φυγής αλλά η Αντιγόνη παραμένει ψύχραιμη. Και κυνική.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Κάνε ένα βήμα και θα σου συνθλίψω το κρανίο. Μια σφαίρα απ’αυτό το πράγμα αρκεί να σε στείλει στο διάολο… και μετά θα ασχοληθούμε με το μαλάκα το φίλο σου.
ΜΕΛΙΝΑ
Λάμπρο… πού είσαι;
ΛΑΜΠΡΟΣ
Έξω στο διάδρομο είμαι μάτια μου… κρατάω την… πώς τη λένε αυτή… και με μια κινησούλα μου το λαιμουδάκι της θα σπάσει στα δυο… θέλω να φύγουμε από δω πέρα… έλα…
ΜΕΛΙΝΑ
Είσαι μόνος σου;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
(φαίνεται να το διασκεδάζει)
Σωστή ερώτηση, μπράβο!
ΛΑΜΠΡΟΣ
Όχι… με σημαδεύουν οι δυο τύποι με τις καραμπίνες… δεν θα τολμήσουν να ρίξουν όμως… πάμε να φύγουμε… σε λίγο θα πλακώσουν κι άλλοι… θα γίνει χαμός εδώ μέσα.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
(με φωνή θριάμβου)
Χμ… έξυπνος ο φίλος σου… φαίνεται ότι η Ευμενία τον πληροφόρησε πως από στιγμή σε στιγμή επιστρέφουν οι δικοί μου…
ΜΕΛΙΝΑ
Καλά, δεν σε απασχολεί η αδελφή σου;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Κοίτα το δικό σου χάλι κι άσε την αδελφή μου!
Η Μελίνα βλέπει μονάχα μια σκιά. Δεν μπορεί να είναι βέβαιη ότι η Αντιγόνη κρατάει κάποιο όπλο.
ΜΕΛΙΝΑ
Λάμπρο… σήκω φύγε! Φύγε μόνος σου!.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Δεν πάω πουθενά Μελίνα. Μαζί ήρθαμε, μαζί θα φύγουμε…
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
(χλευαστικά)
Ω, πολύ συγκινητικό!.
ΜΕΛΙΝΑ
Σκάσε!
Λάμπρο… πώς είναι το πόδι σου; Μπορείς και περπατάς;
ΛΑΜΠΡΟΣ
Μια χαρά είναι το πόδι μου… κουτσαίνω λίγο αλλά δεν έχω τίποτα… με ξέρεις… δεν μασάω… βγες έξω… περνάει η ώρα…
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Μια κατάσταση πρωτόγνωρη στη ζωή μου. Μπροστά μου μια ημίτρελη με ‘σημαδεύει’ με ένα πιστόλι, πίσω μου ο καλύτερός μου φίλος είχε γραπώσει απ’το λαιμό την αδελφή τής ημίτρελης και με περιμένει να αποδράσουμε απ’το τρελάδικο. Και εκτός των άλλων, αυτός για τον οποίο γίνεται όλος αυτός ο χαμός καθισμένος σε μια καρέκλα μέσα στο δωμάτιο παριστάνει το ζωντανό αλλά δεν δίνει σημεία ζωής. Δεν μιλάει, δεν κουνιέται… και δεν φτάανουν όλ’αυτά… έρχεται από στιγμή σε στιγμή ‘το ιππικό’ με το Βάινα και ποιος ξέρει ποιους ακόμα να κόψει κεφάλια… ψυχραιμία Μελινάκι, δεν μπορεί, θα βρεθεί μια λύση.
Κι όσο κι αν φανεί θεοπάλαβο αυτό που θα πω, πεθαίνω από περιέργεια να δω ποιος κάθεται στην καρέκλα!
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Πες του να αφήσει την Ευμενία και να ξεκουμπιστεί απ’το κτήμα μου… υπόσχομαι να μην τον πειράξω… κανείς δεν θα τον πειράξει…
Σκέφτηκα αμέσως την πρόταση της Αντιγόνης. Έχει λογική.
ΜΕΛΙΝΑ
Λάμπρο… άκουσέ με… βγες μόνος σου ως την πύλη, άσε την Ευμενία και φύγε… θα σου δώσω τα κλειδιά του αυτοκινήτου… θα τη βρω εγώ τη λύση… μην στενοχωριέσαι φίλε μου… πήγαινε σπίτι σου… πρώτα όμως σε ένα νοσοκομείο να δουν το πόδι σου… ναι, έτσι να κάνεις… με ακούς;
Ο Λάμπρος δεν απαντά αμέσως. Το σκέφτεται.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Κι εσύ;
ΜΕΛΙΝΑ
Δεν θα πάθω τίποτα. Ως το απόγευμα θα είμαι σπίτι μου… θα βρω την άκρη… πήγαινε σιγά σιγά ως την πύλη τώρα… και μην πειράξεις την Ευμενία… εντάξει;
ΛΑΜΠΡΟΣ
Γαμώ την πουτάνα μου, γαμώ!
ΜΕΛΙΝΑ
Αντιγόνη, δώσε διαταγή στα ‘ντόπερμαν’ με τις καραμπίνες να μην τον πειράξουν… γα την ακρίβεια κάλεσέ τους μέσα, εδώ, να τους βλέπω
Η Αντιγόνη το κάνει. Έπειτα από λίγο οι δυο σωματοφύλακες βρίσκονταν μέσα στο δωμάτιο με τις καραμπίνες τους χαμηλωμένες.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ικανοποιημένη;
ΜΕΛΙΝΑ
Ναι… Λάμπρο… φύγετε τώρα… στην πύλη να αφήσεις την Ευμενία.
Η Μελίνα δίνει τα κλειδιά του αυτοκινήτου σε ένα από τα μαντρόσκυλα της βίλας και μετά από λίγο ακούει τον Λάμπρο.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Φεύγω κορίτσι… αλλά να ξέρεις ότι δεν θα μείνω με σταυρωμένα τα χέρια… αν ως το βράδυ δεν μου τηλεφωνήσεις ότι είσαι καλά θα γυρίσω με όλο το σύνδεσμο εδώ χάμω… στο λέω κι εσένα μουρλέγκω εκεί μέσα… πείραξέ της μια τρίχα και θα σε γαμήσω κι εγώ και άλλοι εκατό που θα έχω μαζί μου… το άκουσες;
Η Αντιγόνη δεν απαντά.
Περνούν μερικά λεπτά πηχτής, παράξενης σιωπής. Η ανάσα τα Μελίνας έχει βαρύνει, νιώθει κουρασμένη, ανήμπορη, φορτισμένη.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
Να είναι άραγε αυτές οι τελευταίες μου ώρες; Τουλάχιστον ξέμπλεξα τον Λάμπρο.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Έχεις διαβάσει για τον Τιτανικό καλή μου; Κάτι τέτοιο έγινε και με την επιχείρηση διάσωσης που σκαρφιστήκατε σήμερα
ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
Σωστός Τιτανικός αποδείχθηκε η ‘καταδρομική επιχείρηση’ που είχα ‘σχεδιάσει’… και η αλήθεια πάντα πονάει… έτσι δεν λένε;
Δεν περνά πολλή ώρα και η Ευμενία κάνει την εμφάνισή της στο δωμάτιο. Έχουμε γίνει πολλοί τώρα. Μια κανονική ‘οικογενειακή’ συγκέντρωση.
Η ψηλή τρίβει το λαιμό της και χωρίς να την πάρω χαμπάρι γιατί τα βήματά της είναι πιο αθόρυβα κι από της γάτας, έρχεται εμπρός μου κι αφού μού ρίχνει ένα θανατηφόρο βλέμμα, σηκώνει το χέρι της και μου αστράφτει ένα χαστούκι.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
(χειροκροτώντας)
Χα! Μπράβο αγάπη μου!
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Όλα εντάξει;
ΕΥΜΕΝΙΑ
Ναι.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Γιαν, Λούη, στις θέσεις σας εσείς!
Οι δυο άντρες βγαίνουν από το δωμάτιο και μένουμε οι τρεις μας… α, ξέχασα… είναι και το ζόμπι στην καρέκλα.
ΕΥΜΕΝΙΑ
(πιάνοντας το λαιμό της)
Γιατί έδιωξες τον Γιαν;
ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
Η λαβή του φίλου μου θα σου μείνει αξέχαστη. Μάλλον θα χρειαστείς κολάρο για κανά μήνα να έλθεις στα ίσα σου.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Δεν τον χρειάζομαι Ευμενία… ούτε εσένα σε χρειάζομαι… ο αρκουδιάρης αυτός κόντεψε να σε ξεκάνει… πρέπει να δεις το λαιμό σου… όταν γυρίσει ο Μιχάλης…
ΕΥΜΕΝΙΑ
Καλά είμαι. Θα μείνω εδώ.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Όχι… έχουμε να πούμε κάτι… δικά μας με την Λάρα Κροφτ του Περάματος από δω… πήγαινε στο δωμάτιό σου να αναπαυτείς… αν χρειαστώ κάτι θα φωνάξω τον Γιαν.
Η Ευμενία γυρνά το λιγνό της σώμα και με τον ίδιο αθόρυβο τρόπο, χωρίς να πει άλλη κουβέντα, βγαίνει από το δωμάτιο.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
Και τώρα οι τρεις μας. Η τρελή, το ζόμπι κι εγώ.
Αυτός φταίει
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο υπνοδωμάτιο της Αντιγόνης. Η Μελίνα στην πολυθρόνα της και η Αντιγόνη πίσω από την κουνουπιέρα της.
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Όλες εκείνες τις πρώτες ημέρες, μετά τη συνάντησή μου με τον Καράλη, τις είχα περάσει διαβάζοντας τα κείμενα του Αντρέα Αφοσιωμένου. Ποιήματα, σκέψεις, διηγήματα… δεν είχα αφιερώσει ποτέ μου τόσο πολύ χρόνο μελετώντας κάποιο συγγραφέα. Και τώρα, τα περισσότερα απ’αυτά τα έβλεπα μπροστά μου. Παντού ολόγυρα, όπου έστρεφα το βλέμμα μου. Εκείνα τα τρία ποιήματα, ‘Κόκκινη Άρκτος’, ‘Λευκή Άρκτος’ και ‘Νυκτέρια Άρκτος’… το διήγημά του ‘Προκρούστης’, ένα άλλο, το ‘Μέλαινας Υετός’… ναι, τα θυμόμουν… τα έβλεπα τοιχοκολλημένα, τη μια σελίδα δίπλα στην άλλη, πάνω απ’την άλλη… ένα μακάβριο παζλ, ένα όργιο τρέλας… κι άλλα, το ‘Μικρό Μέγα’, το θυμόμουν κι αυτό, ένα μεγάλο ποίημα από τρίστιχα, να κι άλλο ένα, το ‘Ξένος’, ένα άλλο, το ‘Άνθρωποι ενιαύσιας θητείας’… όλος ο Αφοσιωμένος είχε γίνει ταπετσαρία στο δωμάτιο αυτής της γυναίκας που κρυβόταν τώρα πίσω από μια φιλτιρέ κουρτινίτσα και με κρατούσε δέσμια… όπως κι εκείνον… ή μήπως όχι;
ΜΕΛΙΝΑ
Γιατί το κάνεις αυτό;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ποιο;
ΜΕΛΙΝΑ
Γιατί κρύβεσαι πίσω από αυτό το πράγμα; Έχεις καμιά μεταδοτική ασθένεια;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Πολλές ταινίες βλέπεις!
ΜΕΛΙΝΑ
Θέλω να σε δω… να δω με ποια γυναίκα μιλάω…
ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
Θα πρέπει να την αιφνιδίασα με τούτο τον ελιγμό. Ο Πήτερ με είχε δασκαλέψει και σ’αυτό. Οι αιφνιδιασμοί είναι πάντα τα χαμένα κλειδιά για τις κλειδωμένες πόρτες. Αν και το σημερινό ναυάγιο μού είχε διδάξει κάτι άλλο. Ότι έπρεπε να σχεδιάζω καλύτερα τις επιχειρήσεις μου. Και να μην παίρνω ανθρώπους πλέον στο λαιμό μου. Την είχα υποτιμήσει τη μικρή, το παραδέχομαι. Ή μάλλον, είχα εκτιμήσει υπερβολικά τον εαυτό μου.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
(με κάποιο τρέμουλο στη φωνή της)
Νόμιζα πως ήθελες να δεις τον Αντρέα.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Δεν ξέρω… μπορεί ο Αφοσιωμένος να μην είναι τελικά το θύμα της υπόθεσης… θέλω να πω… μπορεί ο αδύναμος κρίκος να είσαι εσύ.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
Να, κι ένα ακόμη ποίημα πάνω δεξιά, στη γωνία εκτυπωμένο σε κρεμ χαρτί, ‘Επήλυδες φόνοι’. Μα, πού τους έβρισκε αυτούς τους τίτλους; Δεν τους καταλάβαινα ποτέ τους ποιητές.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Δεν είμαι ούτε θύμα ούτε θύτης Μελίνα… Κι αν θέλεις να…
ΜΕΛΙΝΑ
Θέλω να πω, είσαι μια γυναίκα που ερωτεύτηκε έναν ποιητή… και δεν διάλεξες εσύ να είσαι… να είσαι ανάπηρη τέλος πάντων… τι άλλο μπορούσες να κάνεις; Να πας εσύ στο σπίτι του; Έπρεπε να έρθει εκείνος σε σένα… κι εγώ αυτό θα έκανα εδώ που τα λέμε…
Πάλι σιγή. Πάλι βαραίνει η ατμόσφαιρα.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Διάβασες… διάβασες τα έργα του;
ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
Τώρα ήταν ξεκάθαρο. Παίζαμε σε άλλο γήπεδο. Αχ, βρε Πήτερ, πόσα ήξερες και με είχες μάθει. Λίγο περισσότερο μυαλό να είχα στην κούτρα μου μόνο… Η Αντιγόνη είχε συγκινηθεί… είχαμε περάσει σε ‘επαφές άλλου τύπου’.
ΜΕΛΙΝΑ
Βέβαια… σχεδόν όλα. Να, τώρα βλέπω εκεί ένα από τα καλύτερά του, αριστερά, πάνω από το πορτατίφ σου. ‘Ήλιοι εσωτερικού χώρου’. Πράγματι θαυμάσιο. Κι αυτό ειδικά θα πρέπει να σε είχε αγγίξει ιδιαίτερα. Δεν θυμάμαι αν στο είχε αφιερώσει κιόλας. Ένας ‘ήλιος εσωτερικού χώρου’ κι αυτή… έτσι σε έβλεπε
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Δηλαδή… μπορείς να με καταλάβεις;
ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
Αυτή είναι μια ερώτηση παγίδα… και δεν πρέπει να πιαστώ σ’αυτήν.
ΜΕΛΙΝΑ
Σαν γυναίκα μπορώ να σε καταλάβω Αντιγόνη. Εκατό τοις εκατό… όμως…
Και τότε το βλέπει. Το λευκό κουρτινάκι αρχίζει να μαζεύεται και σε μια στιγμή την έχει μπροστά της, σε απόσταση λίγων μέτρων, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, με το κεφάλι της ανάμεσα στα χέρια της.
Κλαίει!
Σκέφτεται προς στιγμήν να σηκωθώ και να την πλησιάσει αλλά με ένα τέτοιο άτομο με τόσο ευμετάβλητο ψυχισμό δεν μπορεί να είμαι απρόσεχτη.
Αποφασίζει να την περιμένει. Αν ηρεμήσει και μπορέσουν να συζητήσουν λίγο ακόμα, πριν καταφτάσει ο Βάινας με το ‘στόλο’ του…
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
(με αναφιλητά και σπασμένες συλλαβές)
Δεν έφταιγα εγώ… αυτός… αυτός φταίει!
Το στήθος της ανασηκώνεται και τραντάζεται ολόκληρη. Η Μελίνα μπορεί να δει μονάχα τα λεπτά της χέρια και τα καστανόξανθα μαλλιά της. Το πρόσωπό της είναι ακόμα κρυμμένο.
ΜΕΛΙΝΑ
Εννοείς ο Αντρέας;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Όχι… όχι… αυτός!
ΜΕΛΙΝΑ
Ο άνθρωπος στην καρέκλα;
Η Μελίνα σηκώνεται με απαλές κινήσεις ενώ εκείνη κατεβάζει τα χέρια της και την κοιτάει με τα μάτια της υγρά. Τώρα η Μελίνα μπορεί για πρώτη φορά να δει το πρόσωπό της. Είναι όμορφη, ακόμα κι έτσι, ταλαιπωρημένη.
Γυρνά η Μελίνα το σώμα της προς τα πίσω και αρχίζει να πλησιάζει με αργά βήματα την πολυθρόνα. Σαν τον Ιντιάνα Τζόουνς που περνά με βήματα ακροβάτη από τη μια μεριά του βουνού στην απέναντι πάνω σε κείνη τη σχοινένια γέφυρα. Κι από κάτω του το χάος.
Η καρδιά χτυπά σαν τρελή.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
Πού έχω μπλέξει η θεόμουρλη κι εγώ;
Ξαφνικά στο νου της η βάρκα του πατέρα με το όνομά της στη μάσκα της πλώρης και πήχτρα στο αίμα.
Λίγο πριν προσπεράσει την πολυθρόνα και δει0 επιτέλους ποιος κάθεται, γυρνά το βλέμμα της στην Αντιγόνη. Την κοιτά σιωπηλή, ανέκφραστη.
Κάνει το τελευταίο βήμα και περνά τη μεγάλη δερμάτινη πολυθρόνα. Στρέφει το βλέμμα της στον άνθρωπο που κάθεται, βγάζει μια κραυγή και νιώθει μια ζαλάδα που παραλίγο να σωριαστεί στο χαλί.
Αυτό που βλέπει δεν το χωρά ο νους της!
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Αυτός φταίει για όλα Μελίνα! Για όλα!!
Η Μελίνα χρειάζεται επειγόντως κάπου να καθίσει, δεν είναι καλά. Τα γόνατά της έχουν κοπεί.
Γυρνά το σώμα της, κάνει ένα βήμα προς τα πίσω και τότε νιώθει το πάτωμα να ορμά καταπάνω της…
Στο κρεβάτι της…
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο δωμάτιο της Αντιγόνης.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Όταν ξεκίνησα να τον διαβάζω, είχα πόλεμο μέσα μου… ξέρεις πώς είναι να έχεις μέσα σου πόλεμο; Ίσως να ξέρεις… σημαίνει να βρίσκεσαι απέναντι σε όλους και όλα… σημαίνει να έχεις απέναντί σου ως και τον εαυτό σου… περισσότερο μάλιστα αυτόν… σημαίνει να μην εμπιστεύεσαι κανέναν, να μην αγαπάς κανέναν… ως και ο ίδιος μου ο πατέρας με είχε προδώσει… η δική του προδοσία ήταν η πρώτη που βίωσα αλλά όχι και η τελευταία… μα εκείνου εδικά δεν τη συγχώρεσα ποτέ… κι ύστερα άρχισε να με προδίδει το ίδιο μου το σώμα… δεν μπορείς να το καταλάβεις αυτό… τι σημαίνει να μην υπακούει πια το σώμα σου, τα μέλη σου… να σε προδίδει ο ίδιος ο εαυτός σου… ήταν κάτι που στην αρχή με τρόμαξε τόσο πολύ που δεν έτρωγα, δεν κοιμόμουν, δεν ήθελα να υπάρχω… με συντηρούσαν με φάρμακα και με ορούς… πέρασαν πολλά χρόνια για να συμφιλιωθώ με αυτό το νεκρό σώμα… και δεν το κατάφερα ποτέ εντελώς… πώς θα μπορούσα άλλωστε; Ήμουν μια νέα κοπέλα που ακόμα δεν είχε προλάβει να ζήσει… να ερωτευτεί, να αγαπήσει, να γελάσει και να κλάψει για έναν έρωτα, ένα χωρισμό… δεν είχα προλάβει να ζήσω κι ήθελα να πεθάνω… και ξέρεις ποιο είναι το μεγαλύτερο αντίδοτο στο θάνατο; Μέσα από το δικό μου εργαστήρι, το εργαστήρι της μοναξιάς μου το ανακάλυψα… το μίσος!...»
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Τα λόγια έφταναν στο πονεμένο μου κεφάλι καθώς συνερχόμουν πια και μπορούσα να ακούω, να αντιλαμβάνομαι, να αισθάνομαι τον εαυτό μου. Μου μιλούσε… η Αντιγόνη… η φωνή της ήταν ήρεμη αλλά σκληρή… ερχόταν από τα δεξιά μου… πολύ κοντά μου…
Πού βρισκόμουν;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
…μέσα από τα ποιήματά του μπόρεσα σιγά σιγά να δω διαφορετικά τα πράγματα… όχι αμέσως, μην φανταστείς… δεν ήταν εύκολο… είχα εκπαιδεύσει τόσο σκληρά τον εαυτό μου μέσα σ’αυτό το εργαστήρι της μοναξιάς που δεν ήταν καθόλου εύκολο να με αγγίξει οτιδήποτε… σα να φορούσα μια πανοπλία… ολόσωμη… σαν κι αυτή που είχαν οι ιππότες κάποιων άλλων εποχών… μια πανοπλία που δεν έπρεπε να αφήνει να την διαπερνάει τίποτα… το παραμικρό… καλό ή κακό… αυτό μου είχε πει κάποτε κι εκείνος από το τηλέφωνο… έχεις ‘χτίσει’ επάλληλες θωρακίσεις Αντιγόνη που δεν αφήνουν τίποτε να τις διαπεράσει… πώς μπορεί να σχετιστεί ένας θωρακοφόρος με οτιδήποτε;… πώς μπορεί να ερωτευτεί, να ρισκάρει, να αγαπήσει; Κάπως έτσι ήταν τα λόγια του… θυμάμαι εκείνη τη λέξη, ‘θωρακοφόρος’… τον πείραζα πάντα για τις λέξεις που διάλεγε… και μαζί τον λάτρευα γι αυτές… διέφερε τόσο πολύ απ’όλους τους ηλίθιους που υπήρχαν και υπάρχουν ολόγυρα… τους κενούς, ασήμαντους κακομοίρηδες που περιμένουν να κερδίσουν εκατό ευρώ στο στοίχημα για να νιώσουν οι νικητές της ζωής… νικητές της θλίψης είναι… την άλλη μέρα το πρωί φτωχότεροι από πριν… εσωτερικά κυρίως… πνευματικά… μα εκείνος… εκείνος ήταν ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου…»
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Κατάλαβα πως ήμουν ξαπλωμένη. Μπορούσα να δω τον ‘ουρανό’ αυτού του κρεβατιού... ξυλόγλυφες απεικονίσεις… το στερέωμα, άστρα, πλανήτες… ένας ωραίος ‘ξύλινος’ ουρανός πριν πέσεις για ύπνο… με είχαν βάλει στο κρεβάτι της και μύριζα το άρωμά της… κι εκείνη μου μιλούσε… καθισμένη στην ειδική καρέκλα της… στα δεξιά μου, στο πλευρό μου… σχεδόν στο προσκεφάλι μου!
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
…ξέρεις πόσες φορές έχω σκεφτεί το θάνατο;… πριν γνωρίσω εκείνον, τον σκεφτόμουν κάθε μέρα… ένιωθα ότι γερνούσα, δεν μεγάλωνα όπως τα άλλα κορίτσια της ηλικίας μου… γερνούσα και πέθαινα… και τώρα ξέρεις τι πιστεύω Μελίνα; Πως αυτό που με σταματούσε κάθε φορά απ’το να τελειώσω με αυτή τη μισή και άθλια ζωή μου ήταν ότι θα ερχόταν στη ζωή μου αυτός… κάτι με σταματούσε πάντα… την τελευταία στιγμή… δεν ήξερα τι ήταν… ήμουν χωμένη βαθιά στο εργαστήρι μου… στο λαβύρινθο του μυαλού μου και έτρεχα όπως τα ποντικάκια που έχουν οι επιστήμονες στα πειράματά τους… έτρεχα σαν τρελή μέσα στους διαδρόμους της μοναξιάς μου… και κάθε φορά που έβρισκα την έξοδο, ξέρεις τι έγραφε με μεγάλα φωτεινά γράμματα από πάνω; Θάνατος!...
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Γύρισα το κεφάλι μου αργά και την είδα καθισμένη στην καρέκλα της, φορώντας ένα σκουρόχρωμο πουκάμισο που της έπεφτε μεγάλο και με τα μαλλιά της λυτά στους ώμους. Ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπα από τόσο κοντά. Τα μάτια της είχαν μια περίεργη λάμψη. Το πρόσωπό της ήταν ήρεμο, η φωνή της απαλή, σχεδόν ψιθυριστή. Αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά, αν δεν είχαμε ανταμώσει κάτω από αυτές τις συνθήκες…
Και τότε μου… επιτέθηκε ο άντρας στην καρέκλα! Έκλεισα τα μάτια μου ζώντας ξανά τη φρίκη… ένα ακέφαλο αντρικό σώμα καθισμένο στην πολυθρόνα… αίματα… παντού αίματα… στο πουκάμισο, το παντελόνι, την καρέκλα… ποτάμι το αίμα… το αριστερό χέρι πάνω στο μπράτσο… το δεξί… Χριστέ μου… το δεξί χέρι ‘ακουμπούσε’ το κεφάλι που είχε τοποθετηθεί πάνω στα πόδια… το κεφάλι ενός άντρα που είχα γνωρίσει μερικούς μήνες πριν… το κεφάλι του Μάνου Καράλη!
Έστρεψα το βλέμμα μου μακριά απ’το δικό της και προσπάθησα να ανασηκώσω το σώμα μου. Δεν ένιωθα πολύ καλά τα χέρια και τα πόδια μου. Οι κινήσεις μου ήταν σαν σε αργή κίνηση. Τι μού είχαν κάνει; Κάποια ένεση ίσως;
ΜΕΛΙΝΑ
Γιατί…
ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕΛΙΝΑΣ
Ακούω τη φωνή μου λες και δοκίμαζα κάποια μικροφωνική εγκατάσταση. Κάποια ηχεία μου επέστρεφαν τη φωνή μου διπλή, σε αντίλαλο.
Τι στο διάολο μου έχουν κάνει;
ΜΕΛΙΝΑ
Γιατί τον σκότωσες;
Η Αντιγόνη δεν φαίνεται να δίνει σημασία.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
…όμως όταν ήρθε εκείνος στη ζωή μου, τα μεγάλα φωτεινά γράμματα άλλαξαν… Ζωή… Έρωτας… Ευτυχία! Σου φαίνεται ανόητο; Παιδιάστικο; Γελοίο; Μπορεί… ειδικά αν σκεφτεί κανείς πως είχα ερωτευτεί έναν ποιητή που τα μισά του κείμενα μιλούσαν για το θάνατο… κι όμως… ίσως γι αυτό… ίσως γι αυτό να τον ένιωσα απ’την αρχή τόσο κοντά μου… ένιωθα πως μπορούσε να με καταλάβει… πως έγραφε για μένα… πως ήταν μέσα στην ψυχή μου… πως η ψυχή μου ήταν μέσα σ’αυτόν! Το έχεις νιώσει ποτέ αυτό;…
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Προσπάθησα να κουνήσω το αριστερό μου χέρι. Ζύγιζε εκατό κιλά και δεν σηκωνόταν απ’το στρώμα με τίποτα. Το ίδιο και το δεξί. Ήμουν κι εγώ καθηλωμένη λοιπόν… όπως εκείνη… ξαπλωμένη πάνω στο κρεβάτι της, άκουγα την ιστορία της… την εξομολόγησή της… το μυαλό μου πήγε στον Λάμπρο… στους δικούς μου… τι ώρα να ήταν; Είχε νυχτώσει άραγε;
Τουλάχιστον το μυαλό μου δούλευε ακόμα.
ΜΕΛΙΝΑ
Γιατί…
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
(θυμωμένα)
Σε άκουσα την πρώτη φορά! Βούλωσέ το!… θέλεις να μάθεις γιατί του πήρα το κεφάλι; Δεν του το πήρα εγώ… μόνος του το έφαγε!
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Βρισκόμουν σε κάποιο από τα επίπεδα της Κόλασης του Δάντη ή γυρίζαμε ταινία με ζόμπι και παρανοϊκούς επιστήμονες; Ζούσα ήδη στις μέρες της Αποκάλυψης; Ό,τι κι αν συνέβαινε, δεν μπορεί να το ζούσα όλο αυτό… δεν ήταν αλήθεια… αποκλείεται να είχα δει τον Καράλη αποκεφαλισμένο να κολυμπά μέσα στο ίδιο του το αίμα…
Το αίμα… η βάρκα ήταν ξέχειλη από αίμα… όμως το όνομα της βάρκας… ήταν το δικό μου… Θεέ μου… ας με γλίτωνες απ’αυτή την κωλοκατάσταση και Σου υπόσχομαι να έρχομαι μαζί με τη μάνα μου κάθε Κυριακή στην εκκλησία.
Και τότε… σαν φάντασμα που κάνει την αιφνίδια εμφάνισή του την κρίσιμη στιγμή του θρίλερ, είδα τον Αντρέα Αφοσιωμένο.
Και ήμουν χίλια τα εκατό σίγουρη πως ήταν αυτός! Και ήταν στα δυο μέτρα μπροστά μου, στα πόδια του κρεβατιού.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Καλωσόρισες αγάπη μου!
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Σε αυτό το θέατρο του παραλόγου που ήθελα δεν ήθελα, είχα γίνει κι εγώ πρωταγωνίστρια, δεν με εξέπληττε πλέον τίποτε. Ούτε καν το καλωσόρισμα ενός παραμορφωμένου πτώματος πάνω σε αναπηρική καρέκλα.
Οι αδρανοποιημένες αισθήσεις μου δεν με βοηθούσαν να επεξεργαστώ όλες τις πληροφορίες που εισέπραττα από το περιβάλλον αλλά νομίζω πως εκείνη τη στιγμή ήταν που πρωτάκουσα, σαν καμπάνες αναστάσιμες, κάποιες σειρήνες περιπολικών.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Έχουμε καλεσμένους αγάπη μου.
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Η Αντιγόνη συνομιλούσε με το μακελεμένο άντρα που καθόταν στην καρέκλα που είχε φέρει στο δωμάτιο η Ευμενία. Την ίδια στιγμή που άκουγα πιο δυνατά τις σειρήνες περιπολικών να ζυγώνουν το κτήμα, είδα την Ευμενία να με πλησιάζει με μια τεράστια σύριγγα στο χέρι και την Αντιγόνη να κρατά από το χέρι τον αγαπημένο της συγγραφέα.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ο Βίλι σου έφαγε το πρόσωπο, ε αγάπη μου; Και ξέρεις γιατί; Γιατί εκείνο το απόγευμα προσπάθησες να το σκάσεις… κρύφτηκες στην αποθήκη αλλά ο Βίλι ήξερε κι άλλη τρύπα και μπήκε μέσα… ώσπου να τον αντιληφθείς… γλυκέ μου… δεν έπρεπε να το σκάσεις… τς, τς, τς… πόσο ανόητα φέρονται καμιά φορά και οι πιο έξυπνοι άνθρωποι…
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Άκουγα το παραλήρημα της μικρής και τη στιγμή που ετοιμαζόμουν να φωνάξω βοήθεια άρχισαν κραυγές από ανθρώπους και πυροβολισμοί να μου στέλνουν μηνύματα ελπίδας.
Η Ευμενία στέκεται αναποφάσιστη πάνω από τη Μελίνα με τη μεγάλη σύριγγα.
ΜΕΛΙΝΑ
Μην το κάνεις Ευμενία!.
Κι όμως, την βλέπει να κατεβάζει τη βελόνα πάνω της… και μετά όλα μαύρα.
Μπαντίτος
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Μια εβδομάδα μετά. Απόγευμα. Σε κάποια ιδιωτική κλινική. Σαλόνι του ορόφου με καλόγουστα έπιπλα, μεγάλες γλάστρες σε κάποιες γωνίες, πίνακες στους τοίχους και σχετική ησυχία.
Η Μελίνα κάθεται σε ένα μεγάλο καναπέ, μακριά από τους άλλους ασθενείς, μακριά από όλους. Φοράει τις πυτζάμες της και το μπουφάν της. Φαίνεται αρκετά ταλαιπωρημένη.
ΜΕΛΙΝΑ
(χαμογελώντας)
Το μυαλό μου είναι σαν τον πουρέ που έφτιαχνε καμιά φορά ο πατέρας…
Έχει μαζί της το κινητό της. Το βγάζει από την τσέπη της. Μαζί με ένα ζευγάρι ακουστικά.
ΜΕΛΙΝΑ
Ας βάλουμε λίγη μουσική… ουφ…
Ξαφνικά βλέπει μπροστά της, στα λίγα μέτρα να την πλησιάζει ένας ψηλός άντρας που φοράει κι ένα πέτσινο σακάκι. Είναι προφανές ότι κατευθύνεται σ’εκείνη.
ΜΕΛΙΝΑ
(μονολογώντας)
Που τον ξέρω αυτόν… σίγουρα τον ξέρω…
Ο άντρας πλησιάζει περισσότερο. Την κοιτά στα μάτια και χαμογελά. Το πρόσωπό του είναι σκαμμένο.
ΜΕΛΙΝΑ
Μα, αυτό το σακάκι που το βρήκε; Φορούσε ένα τέτοιο ο Αλέκος Αλεξανδράκης σε μια παλιά ταινία… το πρόσωπό του όμως…
Ο άντρας έρχεται από πάνω της. Της δίνει το χέρι του.
ΖΑΓΚΛΗΣ
Καλησπέρα Μελίνα. Είμαι ο επιθεωρητής Λεωνίδας Ζαγκλής.
Ο επιθεωρητής κάθεται σε μια πολυθρόνα αριστερά της και η Μελίνα έχει το χρόνο να τον παρατηρήσει.
ΜΕΛΙΝΑ
Αυτό το στραβό χαμόγελο… Α! Θυμήθηκα! Εσείς… ήσασταν σε κείνο το ντου… στο Βαϊναίικο… θυμάμαι αυτό το ‘μεξικάνικο’ χαμόγελο… δεν θυμάμαι και πολλά άλλα…
ΖΑΓΚΛΗΣ
Μεξικάνικο;
ΜΕΛΙΝΑ
Έχω μανία με ταινίες εγώ… μην δίνετε σημασία… να μιλάω στον ενικό… δεν με περνάς και πολλά χρόνια.
ΖΑΓΚΛΗΣ
Και βέβαια.
ΜΕΛΙΝΑ
Λοιπόν ο Σέρτζιο Λεόνε διάλεγε μερικούς τέτοιους για ‘δεύτερους’ ρόλους. Μπαντίτος… μερικοί ήταν πολύ γοητευτικοί αλλά τους ‘καθάριζε’ νωρίς.
Ο Ζαγκλής την ακούει και χαμογελάει. Έπειτα επιθεωρεί το χώρο γύρω του.
ΖΑΓΚΛΗΣ
Δεν είναι άσχημα εδώ ε;
ΜΕΛΙΝΑ
Μια χαρά είναι. Δεν ξέρω βέβαια πού βρήκαμε τα λεφτά… τέλος πάντων.
Μια ασθενής με τη συνοδό της κάθονται δίπλα στη Μελίνα. Ο Ζαγκλής σηκώνεται από τη θέση του.
ΖΑΓΚΛΗΣ
Θέλεις να περπατήσουμε λίγο έξω; Δεν έχει κρύο.
ΜΕΛΙΝΑ
Και βέβαια.
Στο σιντριβάνι
ΣΚΗΝΗ
ΕΞΩΤ. Ο επιθεωρητής Λεωνίδας Ζαγκλής και η Μελίνα σε ένα παγκάκι, δίπλα σε ένα σιντριβάνι που δεν είναι εν λειτουργία.
ΖΑΓΚΛΗΣ
Ένας γιατρός που ρώτησα μέσα είπε πως πάει καλά η αποκατάστασή σου… σύντομα θα γυρίσεις σπίτι σου…
Ο αστυνομικός βάζει και βγάζει τα χέρια του στις τσέπες του σακακιού του από φανερή αμηχανία.
ΖΑΓΚΛΗΣ
(της ρίχνει μια ‘μεξικάνικη’ ματιά)
Στάθηκες πολύ τυχερή ξέρεις Μελίνα.
ΜΕΛΙΝΑ
Δηλαδή; Η αμνησία μου ξέρεις έχει βαρέσει κόκκινο.
ΖΑΓΚΛΗΣ
Όλα αυτά που… θέλω να πω… όλα όσα αποκαλύφθηκαν… που βοήθησες εσύ να αποκαλυφθούν… έχουν σοκάρει σχεδόν όλη τη χώρα… ευτυχώς εδώ δεν σε ενοχλούν δημοσιογράφοι ε;
ΜΕΛΙΝΑ
Δεν έτυχε να πέσω πάνω σε κανέναν.
ΖΑΓΚΛΗΣ
Από το κινητό σου δεν ενημερώνεσαι;
ΜΕΛΙΝΑ
Για έναν παράξενο λόγο, δεν το χρησιμοποιώ παρά μονάχα για να ακούω μουσική… σε τρέλανα τώρα ε;
ΖΑΓΚΛΗΣ
(χαμογελά)
Δεν είσαι η μόνη ‘παλιομοδίτισα’ στην… γειτονιά.
Χαμογελούν και οι δυο.
ΖΑΓΚΛΗΣ
Δεν θα μείνω και πολύ γιατί θα παγώσουμε εδώ. Νομίζω όμως ότι πρέπει να τα μάθεις όλα. Και θα ήθελα να στα πω εγώ.
ΜΕΛΙΝΑ
Η αλήθεια είναι Λεωνία μου ότι θέλω να μάθω… έχω χάσει όλα τα καλά επεισόδια. Τα τελευταία… είμαι στο σκοτάδι. Στην κυριολεξία.
Κείνη την ώρα κάνει την εμφάνισή της η Φόνη, μια παχουλή, χαμογελαστή νοσηλεύτρια. Πλησιάζει τη Μελίνα, ρίχνει και μια ματιά στον επιθεωρητή.
ΦΟΝΗ
Σε πέντε λεπτά να επιστρέψεις στο δωμάτιό σου. Θα περάσουν οι γιατροί.
ΜΕΛΙΝΑ
Εντάξει Φόνη μου.
ΖΑΓΚΛΗΣ
Πάμε λοιπόν. Θα έρθω και αύριο.
ΜΕΛΙΝΑ
Ναι, αλλά πιο νωρίς.
Σηκώνονται και κατευθύνονται στο δωμάτιο της Μελίνας.
‘Μεξικάνικο’ χαμόγελο
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο δίκλινο δωμάτιο της Μελίνας.
Η Μελίνα έχει ξαπλώσει για να περιμένει τους γιατρούς. Ο Ζαγκλής δεν φεύγει από κοντά της. Κάθεται σε μια καρέκλα δίπλα της.
ΜΕΛΙΝΑ
Πες μου όμως κάτι. Έστω κάτι.
ΖΑΓΚΛΗΣ
Τι θυμάσαι;
ΜΕΛΙΝΑ
Τι θυμάμαι… καλή ερώτηση… Θυμάμαι το τρελοκομείο που είχα μπλέξει… το δωμάτιο της μικρής… τον Καράλη… Χριστέ μου… τη ζαλάδα που είχα…
ΖΑΓΚΛΗΣ
Τι άλλο;
ΜΕΛΙΝΑ
Θυμάμαι τις μαλακίες που μου έλεγε η Αντιγόνη… μίλαγε, μίλαγε… το κρεβάτι της… ωχ… ναι… και τον Αφοσιωμένο… τον θυμάμαι τον φουκαρά πάνω στην αναπηρική καρέκλα… με το πρόσωπό του… Θεέ μου…
ΖΑΓΚΛΗΣ
Ας το αφήσουμε.
ΜΕΛΙΝΑ
Όχι, όχι…
(μελαγχολικά)
Δεν τους πρόλαβα… Ήταν και οι δυο νεκροί.
ΖΑΓΚΛΗΣ
Ευτυχώς όμως ο Λάμπρος πρόλαβε να μας οδηγήσει εγκαίρως και γλιτώσαμε εσένα.
Κείνη την ώρα κάνει την είσοδό του ο γιατρός μου με την κουστωδία του και ο Ζαγκλής σηκώνεται, της σφίγγει το χέρι, της χαμογελά ‘μεξικάνικα’, όπως της αρέσει και βγαίνει από το δωμάτιο.
Πριν φύγει, στέκεται στο κατώφλι και της κάνει τη γνωστή χειρονομία ‘αύριο’.
Η Μελίνα χαμογελά.
Μια θεόρατη αγκαλιά
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Την επόμενη μέρα. Απόγευμα. Τούτη τη φορά ο επιθεωρητής Ζαγκλής και η Μελίνα κάθονται σε δυο καρέκλες στο μικρό βεραντάκι του δωματίου και απολαμβάνουν τον απογευματινό ήλιο.
ΖΑΓΚΛΗΣ
Μπορώ να σου πω χωρίς υπερβολή, πως οι πιθανότητές σου ήταν λιγότερες από 5% από τη στιγμή που έκανες την αποκοτιά να μπουκάρεις στο κτήμα του Βάινα εκείνη την Κυριακή.
ΜΕΛΙΝΑ
Αποκοτιά; Πολύ ευγενικός είσαι. Δεν λες μαλακία για όσκαρ!
Ο Ζαγκλής δεν λέει τίποτα.
ΜΕΛΙΝΑ
Ήμουνα για φύτεμα δηλαδή!
ΖΑΓΚΛΗΣ
(κουνάει το κεφάλι του)
Δεν ξέρω τι σχέδια είχε η Αντιγόνη για σένα, θα τα μάθουμε αυτά στην πορεία, βλέπεις όλοι τους πλέον… παραθερίζουν στον Κορυδαλλό προφυλακισμένοι… όμως σίγουρα δεν θα γλίτωνες με τίποτα λιγότερο από μια μαρτυρική αιχμαλωσία…
ΜΕΛΙΝΑ
Μεγάλη σπείρα οι Βαϊναίοι έτσι;
Ο επιθεωρητής γυρίζει το κεφάλι του και την κοιτάει.
ΖΑΓΚΛΗΣ
Κι ακόμα δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα. Τουλάχιστον τρεις με τέσσερις οικογένειες εμπλέκονται στα εγκλήματά τους.
ΜΕΛΙΝΑ
Ουάου!
(γελώντας)
Σαν χαζοαμερικανάκι έκανα ε;
Ο Ζαγκλής γελάει εγκάρδια.
ΖΑΓΚΛΗΣ
Χάρη σε σένα πάντως το βρομερό κύκλωμα θα εξαρθρωθεί. Και η τοπική κοινωνία θα σου οφείλει μεγάλη χάρη. Μάλιστα αύριο θα έρθει να σε επισκεφτεί κάποιος Κεντρόπουλος.
Το βλέμμα της Μελίνας ζωηρεύει.
ΜΕΛΙΝΑ
Ο κος Ιωσήφ; Αλήθεια;
ΖΑΓΚΛΗΣ
Πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος. Μας έχει βοηθήσει πολύ όμως. Και ενδιαφέρθηκε αμέσως για σένα. Κανονικά έχουν απαγορευτεί τα επισκεπτήρια… εκτός από τους δικούς σου… και οι φίλοι σου δεν μπορούν ακόμα να έρθουν και διαμαρτύρονται… σιγά σιγά… θα γίνουν όλα…
ΜΕΛΙΝΑ
Γι’αυτό δεν έχω δει τον Λάμπρο ακόμα;
Ο αστυνομικός χαμογελά με νόημα.
ΖΑΓΚΛΗΣ
Σου έλειψε ο φίλος σου;
ΜΕΛΙΝΑ
(με σπασμένη φωνή)
Πολύ… αν δεν ήταν αυτός…
ΖΑΓΚΛΗΣ
Αν δεν ήταν αυτός, πολύ απλά σήμερα δεν θα συζητούσαμε εδώ. Γι’ αυτό και πήρα την πρωτοβουλία… ας πούμε ότι αποφάσισα απόψε να σου κάνω ένα μικρό δώρο.
Ο αστυνομικός σηκώνεται και κάνει ένα νεύμα προς κάποια κατεύθυνση. Σε λίγο μπροστά στη Μελίνα είναι ο Λάμπρος με μια τεράστια ανθοδέσμη με κόκκινα και άσπρα τριαντάφυλλα και κορδέλα του Θρύλου.
ΛΑΜΠΡΟΣ
Μελινάκι!
Ο Λάμπρος ανοίγει τη θεόρατη αγκαλιά του και η Μελίνα στην κυριολεξία χώνεται μέσα ξεσπώντας σε κλάματα.
Κλαίνε και οι δυο για κάμποση ώρα.
Όταν ξεχωρίζουν, εκείνη ψάχνει με το βλέμμα της τον Ζαγκλή.
Δεν τον βλέπει πουθενά.
ΠΥΛΗ ΕΞΟΔΟΥ
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Ημέρα εξιτηρίου για την Μελίνα. Ημέρα γιορτής και χαράς. Όλοι οι αγαπημένοι της, τα δικά της πρόσωπα είναι στο σαλόνι για να τη συνοδεύσουν ως την εξωτερική πύλη της κλινικής. Οι γονείς της που χαμογελούν. Ο Λάμπρος και δυο ακόμη από το σύνδεσμο που όμως είναι ήσυχοι και κρατούν ανθοδέσμες και γλυκά. Ο Στεφάν, δυο φίλες και γειτόνισσες της Μελίνας από τα Εξάρχεια.
Κι ένας ακόμη, ο επιθεωρητής Ζαγκλής, χωρίς το πέτσινο σακάκι, αντίθετα με ένα ωραίο σακάκι που του πηγαίνει πολύ, που στέκεται κάπου πιο κει για να μην ‘ενοχλεί’.
Η Μελίνα είναι ντυμένη με τα γνωστά της ρούχα. Έχει λυμένα τα μαύρα της μαλλιά. Είναι πολύ όμορφη αν και ακόμα λίγο χλομή. Φιλιέται και αγκαλιάζεται με όλους αλλά με το βλέμμα της ψάχνει ολόγυρα κάποιον άλλο. Δεν αργεί να τον εντοπίσει.
Τον πλησιάζει.
ΖΑΓΚΛΗΣ
Σήμερα αληθινά λάμπεις!
ΜΕΛΙΝΑ
Κι εσύ επιτέλους έχεις ντυθεί ωραία.
Γελούν και οι δυο.
ΖΑΓΚΛΗΣ
Ήθελα να είμαι κι εγώ παρών σε αυτή την ευτυχισμένη στιγμή. Ήθελα επίσης να σου πω κάτι.
ΜΕΛΙΝΑ
Τι;
ΖΑΓΚΛΗΣ
(με αμηχανία και αδεξιότητα)
Να δηλαδή… αισθάνομαι πως έχουμε να πούμε πολλά εμείς οι δυο και…
ΜΕΛΙΝΑ
Διαπιστώνω ότι οι μέθοδοι φλερτ στο αστυνομικό σώμα έχουν απαρχαιωθεί.
Κουνά το κεφάλι του συμφωνώντας.
ΖΑΓΚΛΗΣ
Βγάλε με από τη φρικτή αυτή θέση σε παρακαλώ. Πες μου ότι θα δεχθείς να βγούμε μια από αυτές τις μέρες… να πάμε κάπου σαν άνθρωποι… να μοιραστούμε λίγο χρόνο… κάποιες στιγμές…
ΜΕΛΙΝΑ
Σε βγάζω από τη δύσκολη θέση κε επιθεωρητά.
Ο Ζαγκλής γυρνά και την κοιτά. Χαμογελά ανακουφισμένος.
ΜΕΛΙΝΑ
(απομακρυνόμενη)
Περιμένω τηλεφώνημα.
Έπειτα γυρνά προς τους άλλους που την περιμένουν. Κάνει μερικά βήματα διστακτικά και μετά αποφασίζει να πέσει με δύναμη πάνω στο Λάμπρο και να τον προκαλέσω, όπως παλιά, να παραβγούν στο τρέξιμο ως την εξωτερική πύλη της κλινικής.
ΤΕΛΟΣ