Η Α Φ Υ Π Ν Ι Σ Η
Ι. Η Πτώση
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Κάποιο δωμάτιο νοσοκομείου. Μικρό και μονόκλινο. Οι τοίχοι φθαρμένοι, το καλοριφέρ κάτω απ’το μοναδικό παράθυρο είχε δει καλύτερες μέρες. Στο κρεβάτι που είναι ακουμπισμένο στον ένα τοίχο, απέναντι από το παράθυρο και δίπλα από την πόρτα, είναι ξαπλωμένος και σκεπασμένος με το σεντόνι του, ένας ηλικιωμένος άντρας.
Δίπλα στο κρεβάτι, στη μοναδική καρέκλα, κάθεται μια μελαχρινή κοπέλα, 20 – 22 ετών. Το βλέμμα της είναι συμπονετικό, βαθύ και σκοτεινό.
Είναι πολύ πρωί.
ΚΟΠΕΛΑ
(με φωνή μελωδική, δροσερή αλλά και με μια δόνηση ανησυχίας)
Καλημέρα πατέρα!
Ο άντρας, νωχελικά, μισοκοιμισμένος ακόμα, κατεβάζει το σεντόνι του στο ύψος του σαγονιού του.
ΚΟΠΕΛΑ
(πασχίζοντας να καλύψει την ταραχή της)
Πώς κοιμήθηκες;
Ο άντρας δεν δείχνει να αντιδρά βλέποντας την κοπέλα. Απαντά μάλλον μηχανικά.
ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ
Καλά…
Το κορίτσι σηκώνεται και τακτοποιεί τα σκεπάσματα του πατέρα της. Οι κινήσεις της επιδέξιες, φροντιστικές. Αποφεύγει να τον κοιτάξει κατάματα.
ΚΟΠΕΛΑ
(ξανακάθεται)
Δεν είναι και τόσο άσχημα εδώ πέρα, ε;
(μη περιμένοντας απάντηση)
Σε λιγάκι θα έρθει το πρωινό σου.
Η κοπέλα δεν τον κοιτάζει στα μάτια αλλά κάπου στο ύψος του λαιμού του.
Ο άντρας επιθεωρεί σα χαμένος το δωμάτιο. Μοιάζει σαν να μην το αναγνωρίζει. Κοιτάζει την κοπέλα επιφυλακτικά, σαν να τη βλέπει για πρώτη φορά στη ζωή του.
ΚΟΠΕΛΑ
(τεντώνοντας από τη θέση της το σεντόνι του γέροντα με στοργή)
Κρυώνεις;
Ο άντρας φαίνεται μάλλον εκνευρισμένος.
ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ
(απότομα)
Όχι.
Το κορίτσι μαζεύεται στη θέση της. Ανοίγει ένα βιβλίο στα γόνατά της και κάνει πως διαβάζει.
Ο άντρας της ρίχνει μια καλύτερη ματιά. Έπειτα στρέφει το βλέμμα του δεξιά. Βλέπει ένα ποτηράκι νερό πάνω στο κομοδινάκι σκεπασμένο με ένα πιατάκι.
Η κοπέλα νομίζει πως ο πατέρας της θέλει νερό και σπεύδει να τον εξυπηρετήσει, εκείνος όμως της πιάνει το χέρι δυνατά και της δίνει να καταλάβει ότι δεν θέλει νερό.
Το κορίτσι ξανακάθεται και με μελαγχολικό ύφος αρχίζει πάλι να ‘διαβάζει’.
Έξω από το δωμάτιο δυναμώνουν σιγά σιγά οι θόρυβοι από το νοσοκομείο που ξυπνάει. Κάποιες νοσοκόμες πηγαινοέρχονται βαριεστημένα ή κουρασμένα. Σουρσίματα από παπούτσια και τσόκαρα νοσηλευτών.
Ο άντρας ανασηκώνεται ελαφρά από τη θέση του. Επιθεωρεί ξανά το χώρο ολόγυρα.
ΚΟΠΕΛΑ
Πείνασες; Όπου να’ναι θα έρθει το πρωινό.
Ο άντρας την κοιτάζει και ξανά το ύφος του μοιάζει σαν να μην έχει ιδέα ποια είναι και τι θέλει εκεί.
Δεν της απαντά και ξαπλώνει πάλι.
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο ίδιο δωμάτιο νοσοκομείου.
Ο άντρας κατεβάζει το σκέπασμα, και κοιτάζει την κοπέλα στα μάτια.
Αποφασίζει για πρώτη φορά να της απευθύνει το λόγο.
ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ
Εσύ είσαι καλά;
ΚΟΠΕΛΑ
Καλά είμαι μπαμπά.
Ο άντρας σηκώνει λίγο το σώμα του στο στρώμα. Προσέχει την πυτζάμα του. Γαλάζια και μπλε με ρίγες. Χαμογελά.
Φαίνεται σαν να τη βλέπει κι αυτή πρώτη φορά.
ΚΟΠΕΛΑ
(μετά από σύντομη παύση)
Πέρασα και απ’τη μητέρα χθες.
Έπειτα, παρατάει το βιβλίο της, βγάζει ένα χαρτομάντιλο από την τσέπη της και σκουπίζει τα μάτια της.
ΚΟΠΕΛΑ
Την άλλη εβδομάδα συμπληρώνονται πέντε χρόνια… απίστευτο…
Ο άντρας την κοιτάζει με αληθινή συμπόνια. Η κοπέλα έχει στυλώσει το βλέμμα της στο χαρτομάντιλο που διπλώνει και ξεδιπλώνει με τα όμορφα, λεπτά της δάχτυλα.
Ο άντρας ξαφνικά κοιτάζει τα δικά του δάχτυλα. Δεν είναι λεπτά και μακριά. Μάλλον το αντίθετο.
Ο κλινήρης γέρων ξαφνικά αρχίζει να κάνει κάτι παράξενο. Διατρέχει με τις παλάμες του το σώμα του. Πιέζει, ψηλαφεί, χαϊδεύει. Δεν πονά πουθενά. Δείχνει ικανοποιημένος.
Ξαφνικά ενσκήπτει η δόνηση.
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο ίδιο δωμάτιο νοσοκομείου. Ο κλινήρης γέρων και η ‘κόρη’ του.
Η δόνηση.
Ο ηλικιωμένος άντρας την αντιλαμβάνεται αμέσως. Πρόκειται για κάτι παράξενο, σαν μια πηγή ενέργειας να έχει εισβάλλει από το πουθενά.
Ο άντρας δείχνει νευρικός, φοβισμένος.
Με το βλέμμα του περιτρέχει όλο το δωμάτιο. Δεν διακρίνει τίποτε.
Αποφασίζει να ξαπλώσει πάλι κάτω απ’το σεντόνι του. Τον έχει κόψει κρύος ιδρώτας.
Η παρείσακτη ενέργεια δεν λέει να κοπάσει. Δυναμώνει κιόλας. Ο άντρας φέρνει το μαξιλάρι πάνω απ’το πρόσωπό του για να μην βλέπει τίποτα. Και με τα χέρια του κλείνει τ’αυτιά του για να μην τον ενοχλεί το βουητό.
Η κοπέλα αντιδρά αμέσως. Με ψυχραιμία όμως. Λες και όλο τούτο το έχει αντιμετωπίσει πολλές φορές.
ΚΟΠΕΛΑ
(τον μαλώνει τρυφερά)
Μην σκεπάζεσαι τώρα μπαμπά, έλα… σε λίγο θα έρθει το πρωινό…
Με μια ανακλαστική κίνηση ο άντρας την αρπάζει απ’τον καρπό και την ακινητοποιεί.
Το βλέμμα της κοπέλας καρφώνεται πάνω του. Το ύφος της έχει αλλάξει.
ΚΟΠΕΛΑ
(με την παλάμη της να στενάζει μέσα στη χούφτα του πατέρα της)
Μπαμπά! Με πονάς, άσε με!
Ο άντρας την ελευθερώνει.
Εκείνη τρίβει τον πονεμένο της καρπό με το άλλο χέρι και σηκώνεται όρθια.
ΚΟΠΕΛΑ
(υψώνοντας τον τόνο της φωνής της)
Τι σε έπιασε τώρα;
Περνούν λίγα δευτερόλεπτα αμηχανίας. Τελικά η κόρη χαμογελά στον πατέρα.
Ο άντρας παίρνει αμυντική στάση. Ένα μαλωμένο παιδί μετά την αταξία του έτοιμο να δεχθεί την κατσάδα της μαμάς.
ΚΟΠΕΛΑ
Το ξέρω ότι σου έχουν σπάσει τα νεύρα εδώ μέσα, δέκα μέρες τώρα. Όμως, τι είχαμε πει με τον Γεωργίου; Θυμάσαι;
Ο άντρας την κοιτάει ανέκφραστος. Προφανώς ούτε το όνομα αυτό του λέει τίποτα.
Κοιτάζει σιωπηλός την κόρη του.
ΚΟΠΕΛΑ
(ξεφυσώντας)
Καλά, θα στο θυμίσω εγώ. Είπαμε πως αυτή η επέμβαση πρέπει να γίνει. Και θα γίνει όταν θα τελειώσουν όλες οι εξετάσεις. Ναι ή όχι μπαμπά;
Ο άντρας ανεβοκατεβάζει το κεφάλι ζωηρά. ‘Βεβαίως’.
ΚΟΠΕΛΑ
Οι εξετάσεις έγιναν, αύριο θα έχουμε τα αποτελέσματα και αν όλα είναι καλά, μεθαύριο…
Ξαφνικά η πόρτα ανοίγει διάπλατα και μια χοντρούλα νοσοκόμα με επιθετικό βλέμμα και συριχτή φωνή βάζει τέλος στην εξιστόρηση της κόρης μου.
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο ίδιο μονόκλινο δωμάτιο νοσοκομείου. Ο ηλικιωμένος ασθενής και η κόρη του. Και η φουριόζα νοσοκόμα.
ΝΟΣΟΚΟΜΑ
(με δυνατή φωνή)
Καλημέρααα, τι κάνουμε;
Η ζωηρή νοσοκόμα επιθεωρεί το δωμάτιο στα πεταχτά, ανεβάζει εντελώς τα στόρια στο παράθυρο και ανοίγει με μια αποφασιστική κίνηση το ένα φύλλο.
Φως και παγωμένος άνεμος εισβάλλουν θριαμβευτές στο μικρό χώρο.
ΝΟΣΟΚΟΜΑ
(σε τυπικό ‘πληθυντικό νοσοκομείων’)
Φάγαμε πρωινό;
ΚΟΠΕΛΑ
Όχι ακόμα.
ΝΟΣΟΚΟΜΑ
(χωρίς να ρίχνει ούτε βλέμμα σε κανέναν)
Σε πέντε, δέκα λεπτά…
Κι έπειτα, το ίδιο φουριόζικα όπως είχε μπουκάρει, αποχωρεί αφήνοντας επιδεικτικά ορθάνοιχτη την πόρτα. Το ρεύμα που δημιουργείται ξαφνικά μεταβάλλει το χώρο σε ψυγείο όμως η κοπέλα δεν αντιδρά. Ξανακάθεται απλά στην καρέκλα της πειθήνια.
ΚΟΠΕΛΑ
(πιάνοντας πάλι το βιβλίο της)
Σε λίγο θα το κλείσω. Να φύγει η μυρωδιά.
Ο ηλικιωμένος άντρας κουκουλώνεται κάτω απ’τα σεντόνια του.
Η ενέργεια, η δόνηση, έχει εξαφανιστεί.
Ο άντρας κοιτάζει εξεταστικά μια την κόρη του και μια τη ντουλάπα απέναντι ή το παράθυρο ή το ταβάνι.
Αποφασίζει τελικά να κλείσει τα μάτια του και να περιμένει το πρωινό του.
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο ίδιο δωμάτιο νοσοκομείου.
ΦΩΝΗ
Ρώτησε αν θες να μάθεις…
Τι είναι αυτό;
Μια φωνή… Ο άντρας την ακούει καθαρά…
Ο άντρας κατεβάζει πανικόβλητος τα σκεπάσματά του και τον βλέπει.
Στέκεται ακίνητος και χαμογελαστός στην απέναντι και δεξιά γωνιά του δωματίου.
Ένας νεαρός, όχι πάνω από 20 χρόνων με άναρχη κόμμωση και παράξενα ρούχα. Ένα βαρύ καφέ παλτό που δεν ταιριάζει με την ηλικία του και ένα γκρί παντελόνι. Έχει τα χέρια μέσα στις τσέπες και τον κοιτά σαν αξιοπερίεργο φαινόμενο. Με ένα ηλίθιο, πλατύ, αλήτικο χαμόγελο.
Ο γέροντας κοιτά την κόρη του. Δεν έχει αντιληφθεί τίποτα.
Η κοπέλα μάλιστα σηκώνεται και με απαλές κινήσεις κλείνει το παράθυρο και κατεβάζει το στόρι ως τη μέση.
ΚΟΠΕΛΑ
(μονολογεί περισσότερο)
Αρκετά ξεπαγιάσαμε εδώ μέσα.
Ο άντρας κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια.
Ο νεαρός με το παλτό είναι δίπλα της, σχεδόν την αγγίζει!
Το μελαχρινό κορίτσι γυρνά και ξανακάθεται στο καρεκλάκι.
Ο παλτοφορεμένος εξακολουθεί να χαμογελάει με θράσος.
ΚΟΠΕΛΑ
(σχολιάζοντας κάτι απ’το βιβλίο της)
Αυτοί οι Γάλλοι λοιπόν έχουν ένα μοναδικό τρόπο να… μπαμπά;
Η κοπέλα πετά το βιβλίο στην καρέκλα και έρχεται πάνω από τον πατέρα της με ένα βλέμμα γεμάτο ανησυχία, σχεδόν πανικό.
ΚΟΠΕΛΑ
Τι έχεις; Άσπρισες!
ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ
(με δυσφορία)
Καλά είμαι!
Η κοπέλα παίρνει τη θερμοκρασία του με την παλάμη της και το σφυγμό του.
Την ίδια στιγμή κάνει την είσοδό του στο δωμάτιο ένας πανύψηλος κρεμανταλάς με άσπρη ποδιά κι ένα δίσκο. Χωρίς να πει κουβέντα τον αφήνει πάνω στο κομοδινάκι και κάνοντας μεταβολή εξαφανίζεται περνώντας ξυστά δίπλα από το μάγκα με το παλτό και το μάγκικο χαμόγελο.
ΠΑΛΤΟΦΟΡΕΜΕΝΟΣ
Ρώτησε
Αν θες να μάθεις
Αν το τολμάς
Και αν το νιώθεις…
Ο άντρας ακούει ολοκάθαρα τη φωνή και η σουρεαλιστική σκηνή με την… άγνωστη ‘κόρη’ του να τον πιέζει στο μέτωπο έχοντας τα στήθη της στο λαιμό του και τον εισβολέα να ειρωνεύεται θρασύτατα τον κάνουν να θέλει να ουρλιάξει.
ΑΗΧΗ ΚΡΑΥΓΗ ΤΟΥ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΥ ΑΝΤΡΑ
ΤΙ ΣΤΟ ΔΑΙΜΟΝΑ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΕΔΩ ΠΕΡΑ, Ε;
ΜΕ ΑΚΟΥΕΙ ΚΑΝΕΙΣ;
Η κοπέλα αποφασίζει να αναστείλει τα νοσηλευτικά της καθήκοντα και στρέφεται στο δίσκο. Μια κρέμα, ένα μήλο και ένα ποτήρι πορτοκαλάδα.
ΚΟΠΕΛΑ
Καλύτερα να φας τώρα πατέρα.
Φάε την κρέμα σου. Τα μήλα δεν σου αρέσουν… θα το φάω εγώ αυτό. Πιες και την πορτοκαλάδα σου. Για να σε δω… χμ… δείχνεις καλύτερα…
Ο άντρας παίρνει την κρέμα στα χέρια του και τη φέρνει στη μύτη του. Η μυρωδιά του αρέσει και αρχίζει να την τρώει με όρεξη.
ΚΟΠΕΛΑ
(καθαρίζοντας το μήλο με ένα μαχαιράκι)
Θυμάσαι τι έλεγε η μαμά;
ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ
(απολαμβάνοντας την κρέμα του)
Μμμ…
ΚΟΠΕΛΑ
Λίγο καλό φαί σε κάνει να τα βλέπεις όλα πιο αισιόδοξα… έτσι έλεγε… κι εσύ της απαντούσες…
Ξαφνικά, παρατά το καθάρισμα του μήλου και τον κοιτά χαμογελαστή.
ΚΟΠΕΛΑ
Τι της απαντούσες μπαμπά;
Ο ηλικιωμένος άντρας σταματά να τρώει, την κοιτάζει για μια στιγμή με σαστιμάρα κι έπειτα, ξεσπά σε γέλια.
ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ
Χα, χα!
ΚΟΠΕΛΑ
(νοσταλγικά)
Αχ, βρε μπαμπά… όταν κάνατε αστεία οι δυο σας…
Κόβει μια φέτα μήλου και το δαγκώνει.
Ο άντρας αφού καταβροχθίζει την κρέμα του αφήνει το άδειο κεσεδάκι στο δίσκο.
ΚΟΠΕΛΑ
Πεινούσες ε; Πιες και την πορτοκαλάδα σου.
Ο άντρας πίνει και την πορτοκαλάδα. Γλείφει τα χείλη του.
Η κόρη τρώει και την τελευταία φέτα του μήλου της και δίνει στον πατέρα τα ένα μαντιλάκι να σκουπιστεί. Έπειτα παίρνει το δίσκο στα λεπτά της χέρια.
ΚΟΠΕΛΑ
Τον πάω μέσα στα κορίτσια.
Η κοπέλα με το δίσκο ανά χείρας βγαίνει από το δωμάτιο και αφήνει τον πατέρα της μόνο.
Και τότε τον ακούει ξανά.
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο ίδιο μονόκλινο δωμάτιο νοσοκομείου. Ο ηλικιωμένος άντρας, η ‘κόρη’ του και… κάποιος ακόμα…
ΦΩΝΗ ΠΑΛΤΟΦΟΡΕΜΕΝΟΥ
Αν το τολμάς…
Ο άντρας κλείνει τα μάτια του και πιέζει με τις παλάμες του τ’αυτιά του. Δεν θέλει πλέον να ακούει.
ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ
Κοιμάμαι… θέλω να ξυπνήσω
(με κλιμακούμενη ένταση)
Θέλω να ξυπνήσω…
τώρα!
ΘΕΛΩ ΝΑ ΞΥΠΝΗΣΩ!
ΤΩΡΑ!
Η κοπέλα μπαίνει ξανά στο δωμάτιο ανήσυχη. Δεν είναι όμως μόνη. Τη συνοδεύει ένας αστυφύλακας κι ένας νοσοκόμος.
Ο άντρας συνεχίζει να ψέλνει την ίδια φράση ‘ΘΕΛΩ ΝΑ ΞΥΠΝΗΣΩ!’.
Η κόρη και οι άλλοι δυο έχουν μαζευτεί πάνω απ’το κεφάλι του και τον κοιτούν ανέκφραστοι.
ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ
Να βγω εγώ;
ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ
(ζυγώνοντας τον άντρα)
Είναι απλά μια κρίση.
Ο ασθενής συρρικνώνεται στο στρώμα του και κολλά την πλάτη του στον τοίχο.
ΚΟΠΕΛΑ
(με ένα ψεύτικο χαμόγελο)
Μην… μην φοβάσαι μπαμπά… Δεν θέλουμε να σου κάνουμε κακό… Να… δες, ο αστυνομικός θα φύγει…
Γυρίζει το κεφάλι της προς τον ένστολο άντρα που αποχωρεί με αργά βήματα από το δωμάτιο.
ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ
(απευθυνόμενος στην κοπέλα)
Θα τα καταφέρετε;
ΚΟΠΕΛΑ
Φυσικά! Μην σε νοιάζει. Πήγαινε. Σε πέντε λεπτά θα τον έχω έτοιμο…
ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ
Τώρα κανονικά θα έπρεπε… τέλος πάντων!
Λέγοντας αυτά βγάζει κάτι από την τσέπη του και της το κλείνει στη χούφτα.
Ένεση! Είναι μια ένεση!
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο ίδιο μονόκλινο δωμάτιο νοσοκομείου. Ο ηλικιωμένος άντρας, η κόρη του και… κάποιος ακόμα…
ΦΩΝΗ ΠΑΛΤΟΦΟΡΕΜΕΝΟΥ
Αν το τολμάς…
Ο νοσοκόμος ρίχνει μια τελευταία ματιά στον ασθενή. Τον βλέπει πιο ήρεμο, πιο ‘συνεργάσιμο’, ικανοποιείται, κάνει μεταβολή και βγαίνει απ’ το δωμάτιο.
Η κοπέλα τον ακολουθεί στην πόρτα.
ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ
Αν ζορίσουν τα πράγματα…
ΚΟΠΕΛΑ
Μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά.
Η κοπέλα κλείνει απαλά την πόρτα. Έπειτα παίρνει πάλι την καρέκλα της και κάθεται δίπλα στον… ‘πατέρα’ της.
Ο ηλικιωμένος ξαπλώνει ανάσκελα στο κέντρο του κρεβατιού και της χαμογελά. Ψεύτικα κι αυτός.
ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ
Να σε ρωτήσω κάτι;
Η κοπέλα αιφνιδιάζεται. Ό,τι έχει κάνει την κίνηση να ανοίξει τη χούφτα της με τη σύριγγα αλλά το αναβάλλει. Τον κοιτά με αληθινή απορία.
ΚΟΠΕΛΑ
Ναι… ό,τι θέλεις πατέρα.
ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ
Τι είναι εδώ; Γιατί με έφερες; Από τι πάσχω;
Τα φρύδια της σμίγουν και τα χείλη της έχουν γίνει μια ίσια γραμμή. Το βλέμμα της σκοτεινιάζει κι άλλο.
ΚΟΠΕΛΑ
Τι… τι εννοείς;
ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ
Εννοώ αυτό που ρώτησα… γιατί με φέρανε εδώ; Τι δουλειά έχει ο αστυφύλακας; Τι έκανα; Είμαι επικίνδυνος; Πείραξα κανέναν;
ΦΩΝΗ ΠΑΛΤΟΦΟΡΕΜΕΝΟΥ
Αν το τολμάς…
ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ
(ψιθυρίζοντας)
Τολμάω όπως βλέπεις ρε αρχίδι! Τολμάω!
Η ‘κόρη’ γέρνει το σώμα της στην πλάτη της καρέκλας. Έχει μπερδευτεί. Δεν περίμενε τον καταιγισμό των ερωτήσεων, δεν ξέρει τι να κάνει.
ΚΟΠΕΛΑ
(απιθώνοντας το περιεχόμενο της χούφτας της στο κομοδινάκι… μια μια σύριγγα με μια τεράστια βελόνα)
Δεν… δεν θυμάσαι τίποτα πατέρα;
ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ
Όχι, πες μου λοιπόν. Και μετά κάνε μου την ένεση. Μετά κάντε μου ό,τι θέλετε.
Ο άντρας βλέπει με την άκρη του ματιού του τον τίτλο του βιβλίου της στο κομοδίνο: ‘Η Πτώση’. Συγγραφέας κάποιος Αλμπέρ Καμύ.
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Το ίδιο μονόκλινο δωμάτιο νοσοκομείου. Ο γέρων ασθενής και η... ‘κόρη’ του.
ΚΟΠΕΛΑ
(το βλέμμα της καρφωμένο σε κάποιο σημείο στον τοίχο, μακριά από τον πατέρα της)
Δεν γύρισες καλά από εκεί πατέρα… δεν γύρισες καλά…
(Η φωνή της παλεύει να σταθεροποιηθεί. Μέσα της αγωνίζεται να επιλέξει τις κατάλληλες λέξεις και να τις βάλει στη σειρά).
Στην αρχή νόμιζα πως έφταιγε η προσαρμογή… χρειαζόσουν χρόνο… όλοι όσοι γυρνούν από τέτοια μέρη κι έχουν δοκιμαστεί τόσο σκληρά χρειάζονται χρόνο… πίστευα πως μετά από μερικούς μήνες θα ήσουν και πάλι καλά… όπως παλιά… όταν ζούσε κι η μητέρα… αλλά εσύ χειροτέρευες…
Νάτο πάλι το χαρτομάντιλο. Τα δάκρυα, το κόμπιασμα στη φωνή.
ΚΟΠΕΛΑ
Επισκέφτηκα κρυφά κι ένα νευρολόγο που μένει στην πολυκατοικία μας… δεν τον ξέρεις… μετακόμισε όταν εσύ έλειπες… μου είπε να σε παρακολουθώ στενά, να σε προσέχω… και να φροντίσω να μην έχεις επαφές με τους παλιούς σου… ‘φίλους’…
Η τελευταία λέξη την κάνει να σιγήσει σχεδόν λες κι είναι απαγορευμένη.
ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ
(ανυπόμονα)
Λοιπόν;
ΚΟΠΕΛΑ
Ήμουν μόνη, η μητέρα είχε φύγει, εσύ μόλις είχες γυρίσει… πανικοβλήθηκα, έχασα το θάρρος μου αλλά ο γιατρός αυτός με βοήθησε. Μου έδωσε και κάτι ηρεμιστικά και στα έβαζα στο χαμομήλι σου το βράδυ για να κοιμάσαι. Που να ξέρω… πώς να το ξέρω βρε μπαμπά ότι αυτός ο γιατρός…
Γυρίζει και την κοιτά. Το βλέμμα του δεν έχει συμπάθεια ή αντιπάθεια, τρυφερότητα ή αποστροφή. Είναι ένα άδειο βλέμμα.
Της απλώνει το χέρι. Εκείνη το αρπάζει και το κλείνει στα δικά της.
ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ
(απαλά)
Συνέχισε σε παρακαλώ.
ΚΟΠΕΛΑ
Σιγά σιγά έγινα πληροφοριοδότης του. Ήθελε να ξέρει τα πάντα για σένα. Με ποιους μιλούσες, τι διάβαζες, αν είχες επαφές με τους παλιούς σου φίλους… από το Κόμμα… δεν έδινε σημασία πλέον σε ό,τι αφορούσε στην υγεία σου. Εσύ χειροτέρευες μέρα με τη μέρα, είχες εφιάλτες από το κελί σου και τα… βασανιστήρια κι αυτός ενδιαφερόταν αν είχες επαφές με την Οργάνωση…
Αφήνει το χέρι του και ξαναφυσά τη μύτη της. Παίρνει τα πάνω της, η φωνή της στερεώνεται πάλι.
ΦΩΝΗ
…να μάθεις…
ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ
(ψιθυριστά)
Βούλωστο!
ΚΟΠΕΛΑ
Πώς να ξέρω ότι τον είχαν βάλει από την Ασφάλεια για να μας παρακολουθεί; Που να το φανταστώ; Ίσως να ήμουν αφελής, ίσως πάλι να ήθελα να πιαστώ από μια σανίδα… ήταν καλός, ευγενικός, μου έδινε χρήματα να σε φροντίζω…
Η κοπέλα σταματά για λίγο και φέρνει την παλάμη της στο κεφάλι της.
ΚΟΠΕΛΑ
Ήμουν απελπισμένη πατέρα. Τα χρέη μας είχαν φουσκώσει, ήσουν άνεργος κι εγώ μια απλή πωλήτρια σε ένα βιβλιοπωλείο να περιμένω το διορισμό μου σε κάποιο σχολείο που ποτέ δεν θα’ρχόταν γιατί εσύ… Φως από πουθενά. Σε έβλεπα κι εσένα να πετάγεσαι τα βράδια μούσκεμα στον ιδρώτα και να φωνάζεις από τους εφιάλτες και δεν ήξερα πια τι να κάνω… μέχρι και την αυτοκτονία σκέφτηκα…
Ο άντρας δεν σχολιάζει τίποτα. Στρέφει το βλέμμα του στα δάχτυλα των χεριών του. Γυρίζει τις παλάμες του, τις εξετάζει κι αυτές.
Έπειτα, περιγράφει με τα χέρια του το πρόσωπό του. Αγγίζει ουλές, παράξενες ανωμαλίες, σημεία που πονούν.
ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ
(σιγανά)
Ποιος ήμουν;
Ποιος είμαι;
(στρέφεται στην κόρη.
Έχεις ένα καθρεφτάκι;
ΚΟΠΕΛΑ
Απαγορεύεται πατέρα, το ξέρεις
(παρόλα αυτά ανοίγει ήδη το τσαντάκι της που τόση ώρα το είχε χωμένο σε ένα συρτάρι του κομοδίνου)
ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ
Θέλω να δω… Για μια στιγμή μόνο.
Απρόθυμα του δίνει ένα μικρό καθρεφτάκι, το κρατά μακριά του για λίγο, παίρνει μιαν ανάσα και το φέρνει στο ύψος των ματιών του.
Αυτό που βλέπει σχεδόν του ανατινάζει την καρδιά.
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο ίδιο δωμάτιο νοσοκομείου. Ο ηλικιωμένος ασθενής, η κόρη του και... κάποιος ή κάτι ακόμα…
Η ηλικιωμένος άντρας έχει πετρώσει στη θέα του ειδώλου του στον μικρό καθρέφτη.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΥ ΑΝΤΡΑ
Αυτός ο άνθρωπος δεν είμαι εγώ… δεν μπορεί να είμαι εγώ… ο άντρας αυτός, είναι ένα τέρας!
Γυρίζει και καρφώνει το πιο θυμωμένο, πύρινο βλέμμα του στη δήθεν κόρη του.
Εκείνη αποκρίνεται με τους λυγμούς της.
Ξανά στο είδωλο.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΥ ΑΝΤΡΑ
Ο άντρας αυτός έχει επιστρέψει από κάποια αδιανόητη κόλαση… ένας νεκρός που περπατά ανάμεσα στους ζωντανούς… κάποιος που απέδρασε απ’τον Άδη…
Ποιος είναι αυτός;
Ποιος είμαι εγώ;
ΠΑΛΤΟΦΟΡΕΜΕΝΟΣ
Εγώ είσαι…
Εσύ είμαι…
ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ
(ψιθυριστά)
Σκάσε αλήτη!
ΚΟΠΕΛΑ
(με υγρή φωνή)
Δώστο μου…
(έχει απλώσει το χεράκι της με την παλάμη ανοιγμένη)
Δώστο μου, σε παρακαλώ πατέρα!
ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ
(με θυμό)
Σκάσε! Δεν είμαι ο πατέρας σου!
Τα σκληρά λόγια του τη βυθίζουν σε μεγαλύτερο κοπετό.
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο ίδιο δωμάτιο νοσοκομείου. Ο ‘πατέρας’, η ‘κόρη’ και ο άλλος…
Τα δάχτυλα του άντρα ταξιδεύουν στο πρόσωπό του. Κατά μήκος αυτής της τρομακτικής ουλής που διατρέχει οριζόντια όλο το πρόσωπο και τον κάνει να μοιάζει με κλόουν της Αποκάλυψης.
ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ
Μια μάσκα… ένα προσωπείο…
Χαϊδεύει με το χέρι του απαλά την ουλή… από αριστερά προς τα δεξιά… και πάλι πίσω… δεν τον πονά… εξωτερικά… τον σφάζει στα σπλάχνα του…
ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ
(φωνάζει στο κενό)
Ποιος είναι… αυτός;
ΚΟΠΕΛΑ
(του αρπάζει το καθρεφτάκι με απόγνωση)
Πατέρα!
Ο άντρας παλεύει να το ξαναπάρει αλλά εκείνη το έχει κιόλας κρύψει στο τσαντάκι της και έχει απομακρυνθεί.
Ετοιμάζεται να ειδοποιήσει τον κρεμανταλά νοσοκόμο που περιμένει σαν μαντρόσκυλο απ’έξω.
Ο άντρας ξαπλώνει ξανά καταβεβλημένος μουρμουρίζοντας.
ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ
Τα μαλλιά μου… το δέρμα μου… οι γραμμές των ματιών μου… το σχίσιμο στο στόμα… ένα τέρας…
(αναλύεται σε λυγμούς)
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο ίδιο μονόκλινο δωμάτιο νοσοκομείου. Ο ηλικιωμένος άντρας, η ‘κόρη’ του… και ο άλλος… πάντα κι αυτός…
ΚΟΠΕΛΑ
Θα έρθουν σε λίγο για τη θεραπεία σου.
Ο άντρας αρπάζει τη σύριγγα από το κομοδίνο.
ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ
(ήρεμα)
Έχεις καμιά φωτογραφία μου; Κάποια παλιά; Πριν…
ΚΟΠΕΛΑ
(ψάχνει πάλι απρόθυμα στο τσαντάκι της)
Ναι, έχω μία… φοράς εκείνο το καφέ παλτό που σου είχε κάνει δώρο η μητέρα…
Η μικρή ασπρόμαυρη φωτογραφία έρχεται κάτω από το κεφάλι του… ανοίγει τα μάτια του… ξέρει τι θα αντικρίσει… τα κλείνει ξανά…
Ο αλήτης εμφανίζεται πάλι… παίρνει τη θέση του στη γωνία… με το παγωμένο του χαμόγελο στο κάποτε όμορφο νεανικό του πρόσωπο…
ΠΑΛΤΟΦΟΡΕΜΕΝΟΣ
Μην το κάνεις… μην…
Ο ηλικιωμένος άντρας πατάει με δύναμη τη σύριγγα στο μπράτσο του.
ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ
Το κάνω όπως βλέπεις!
Σας αφανίζω όλους…
Δες με! Τολμώ και το κάνω!
Η κόρη του δεν τον εμποδίζει.
Το σώμα του σωριάζεται πάνω στο στρώμα.
Το βλέμμα του μένει ανοιχτό πάνω στο βιβλίο του Αλμπέρ Καμύ.
Η Πτώση…
Η Λήθη…
Το Τίποτε…
ΙΙ. Χαρακώματα
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Μονόκλινο δωμάτιο νοσοκομείου. Θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει κάποιος κατηγορίας ‘λουξ’. Σχετικά μικρό βέβαια αλλά πολυτελές. Στον ένα τοίχο με τη μεγάλη διάσταση ακουμπά ένα μεγάλο, σύγχρονο κρεβάτι που φιλοξενεί έναν ηλικιωμένο άντρα ασθενή. Δίπλα του υπάρχει ένα όμορφο κομοδίνο με συρτάρια.
Απέναντί του και στα δεξιά, ένα πλατύ παράθυρο με στόρια και κρεμ κουρτίνες. Στον ακριβώς απέναντι τοίχο, της μικρότερης διάστασης, δεσπόζει μια μεγάλη οθόνη τηλεόρασης ‘πλάσμα’.
Δίπλα από το κομοδίνο του ασθενούς, υπάρχει μια ακόμη πόρτα, κλειστή.
Είναι πολύ πρωί ακόμα.
Στο δωμάτιο μόλις έχει εισέλθει ένας νέος άντρας, 30, το πολύ 35 ετών. Ψηλός, καλοντυμένος, μάλλον ακριβά ντυμένος, με αέρα αυτοπεποίθησης και κύρους.
ΓΙΟΣ
Καλημέρα πατέρα… άργησα; Δεν άργησα!
Ο άντρας που είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι κατεβάζει αργά με τα ακροδάχτυλά του το σεντόνι λίγο κάτω απ’ το ύψος των ματιών του.
Βλέπει τον επισκέπτη που τον έχει αποκαλέσει ‘πατέρα’. Εκείνος στέκεται από πάνω του και τον κοιτά με αβρότητα. Με γλυκύτητα ίσως.
ΓΙΟΣ
(σηκώνει μια μεγάλη τσάντα, τη δείχνει στον ‘πατέρα’ του και την αποθέτει ξανά στο πάτωμα δίπλα του)
Here we are! Τα έχω όλα εδώ. Ώπα! Ό,τι μου ζήτησες!
Ο άντρας στο κρεβάτι επιθεωρεί με το βλέμμα του το δωμάτιο, την διακόσμηση, την επίπλωση.
ΓΙΟΣ
(χαμογελώντας)
Όπου να’ ναι έρχεται και η μητέρα!. Ξέρεις τώρα πως είναι… τακτοποιεί εκκρεμότητες στο γραφείο, τηλεφωνήματα, όλα τα σχετικά… αξημέρωτα έπιασε δουλειά!
Ο άντρας δεν αντιδρά στη νέα πληροφορία. Αρκείται να κάνει ένα νεύμα.
ΓΙΟΣ
(με ένα πεταχτό, αισιόδοξο τόνο)
Today is the day… σωστά; Τι λες; Είσαι έτοιμος να γυρίσεις και πάλι στα ‘χαρακώματα;’
Ο άντρας του χαμογελά απλά κι ο φλύαρος γιος κάθεται στη μοναδική καρέκλα και βγάζει από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του ένα μεγάλο κινητό και βυθίζεται στον μαγικό του κόσμο.
Ο ασθενής ρίχνει μια ματιά στις πυτζάμες του. Μαύρες, σατέν, απαλές.
Με την άκρη του ματιού του, εξασκημένου να μην αφήνει τίποτα να πέσει κάτω, ο γιος παρακολουθεί τον πατέρα του ελαφρά απορημένος.
ΓΙΟΣ
(αφήνει το κινητό στο κομοδίνο)
Είσαι οκ;
ΠΑΤΕΡΑΣ
(ουδέτερα)
Ναι… μια χαρά.
(σχεδόν από μέσα του)
Τι είναι τα ‘χαρακώματα’;
ΓΙΟΣ
(γελώντας)
Μήπως θέλεις να πάς… στο μπάνιο;
ΠΑΤΕΡΑΣ
(κάπως ξερά)
Όχι.
ΓΙΟΣ
(με επιμονή)
Let me guess… το πρωινό σου αναζητάς ε; Χε, χε… σήμερα αργεί λίγο γιατί έδωσα εντολή για κάτι πολύ σπέσιαλ. Η Νάταλι το φρόντισε βέβαια, να είμαι δίκαιος αλλά…
Ο άντρας δείχνει να αντιδρά στο άκουσμα του νέου ονόματος.
ΠΑΤΕΡΑΣ
Που… πού είναι η Νάταλι;
ΓΙΟΣ
Ω, έλα τώρα πατέρα. Την ξέρεις τη Νάταλι! Χαμένη στις ποιητικές της περιπλανήσεις. Όμως ελπίζω σήμερα να έρθει στην ώρα της επιτέλους. Έχω κανονίσει τα πάντα. Το αργότερο στις 11.00 φεύγουμε! Και παρήγγειλα να είναι όλοι εδώ! Αλλιώς θα κόψω μερικούς κώλους στο επόμενο ΔΣ, να είσαι σίγουρος γι αυτό! Καλά η μητέρα… ο Νίκος είναι στην εταιρία αλλά δεν τον φοβάμαι. Ως τις 10.30 το αργότερο θα είναι εδώ. Στρατιώτης στο καθήκον! Με τη Νάταλι ή όχι εμείς στις 11.00 αναχωρούμε από δω μέσα. Δυο τρεις κουβέντες στα ‘θηρία’ που θα’ναι μαζεμένα απ’ έξω και… φσσστ!
Ο άντρας δείχνει ζαλισμένος από όλη αυτή τη φλυαρία.
ΓΙΟΣ
(ανακάθεται στην καρέκλα του)
Λοιπόν, δεν θα το πιστέψεις. Τι μου έλεγε ο διευθυντής του νοσοκομείου χτες… Ξέρεις τι υπήρχε εδώ πριν;
ΠΑΤΕΡΑΣ
Τι εννοείς εδώ;
ΓΙΟΣ
Εδώ, σ’αυτό το οικόπεδο. Υπήρχε ένα παλιό κτήριο που οι στρατιωτικοί το είχαν χρησιμοποιήσει για ανακρίσεις. Έφερναν εδώ πολιτικούς κρατούμενους, καταλαβαίνεις. Στα υπόγεια είχαν γίνει τρομερά πράγματα!
Η πόρτα μισανοίγει και μια όμορφη κοπέλα κάνει την εμφάνισή της.
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο ίδιο πολυτελές μονόκλινο δωμάτιο νοσοκομείου. Ο ‘γιος’, ο ‘πατέρας’ ασθενής και μια κοπέλα.
ΚΟΠΕΛΑ
Καλημέρα σας. Μπορώ να…
ΓΙΟΣ
(χαρούμενα)
Come inside Julie…
Η Τζούλι κάνει δυο δειλά βήματα και στέκεται στα πόδια του κρεβατιού του ασθενή.
ΤΖΟΥΛΙ
(με μεταξένια φωνή)
Πώς είστε σήμερα;
ΓΙΟΣ
Ο πατέρας είναι έτοιμος να ριχτεί ξανά ‘στα χαρακώματα’ Τζούλι.
Η Τζούλι χαμογελά ευγενικά. Φορά ένα αυστηρό, σκούρο ταγέρ και μια φούστα ως τα γόνατα. Δεν λείπουν και τα ψηλά τακούνια. Ξανθιά, μεσαίου ύψους με ήρεμη αν και κάπως βαρετή αρχιτεκτονική οστών. Μια γυναίκα που θα την προσέξεις αν στην δείξουν αλλά θα την ξεχάσεις σε λίγα λεπτά. Η ιδανική γραμματέας. Ελκυστική αλλά όχι χυδαία.
ΓΙΟΣ
Έχουμε δουλίτσα να κάνουμε ε;
ΤΖΟΥΛΙ
Ναι, έχουμε λίγη… τώρα βέβαια αν ο κ. πρόεδρος δεν μπορεί…
Σαν βόμβα σκάει στον άντρα η νέα πληροφορία.
ΓΙΟΣ
Και βέβαια μπορεί. Αλλά όχι ακόμη. Σε μισή ωρίτσα μάλλον Τζούλι. Προς το παρόν θα δουλέψουμε μαζί. Come with me please. Έχω να σου υπαγορέψω κάτι. Έχεις το εργαλείο σου μαζί;
ΤΖΟΥΛΙ
Ναι, φυσικά!
Σε πολύ λίγο ο άντρας έχει μείνει μόνος.
Δείχνει ανακουφισμένος.
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο λουξ δωμάτιο νοσοκομείου. Ο άντρας μόνος.
Σηκώνεται απ’το κρεβάτι και αποφασίζει να κάνει μερικά βήματα μέσα στο στενό χώρο.
Δοκιμάζει χέρια και πόδια. Όλα δείχνουν να δουλεύουν καλά. Αρθρώσεις, λαιμός, μέση. Δεν πονά πουθενά.
ΑΝΤΡΑΣ
(μονολογεί)
Τι στο καλό τότε ζητάω εδώ μέσα;
Κοιτά το τηλεχειριστήριο πάνω στο κομοδίνο. Προς στιγμήν αποφασίζει να ανοίξει την τηλεόραση αλλά τελικά το μετανιώνει.
ΑΝΤΡΑΣ
Και τι σόι πρόεδρος είμαι;
Βλέπει την πόρτα δίπλα στο κομοδίνο. Προφανώς το λουτρό. Αποφασίζει να μπει για να φρεσκάρει τον εαυτό του.
Δεν προλαβαίνει.
Πίσω του αισθάνεται μια νέα παρουσία.
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο ίδιο λουξ δωμάτιο νοσοκομείου. Ο άντρας και κάποια νέα παρουσία.
Ο άντρας γυρνά το κεφάλι του. Μια όμορφη γυναίκα στέκεται όρθια δίπλα στο κρεβάτι του και τον κοιτά χαμογελαστή. Καλοντυμένη, περιποιημένη από την κορυφή ως τα νύχια… μια γυναίκα που ανασαίνει την αριστοκρατική της καταγωγή από μακριά… όμως έχει κάτι εύθραυστο το χαμόγελό της… κάτι αβέβαιο… κάτι πολύ ερεθιστικό…
ΣΥΖΥΓΟΣ
Καλημέρα αγάπη μου!
ΑΝΤΡΑΣ
Μπήκες αθόρυβα.
ΣΥΖΥΓΟΣ
Χα, χα. Δεν μου το έχεις ξαναπεί αυτό! Τι καλά, ξαναβρίσκεις το χιούμορ σου!
Τον πλησιάζει με τρυφερές προθέσεις.
ΣΥΖΥΓΟΣ
Απορώ που δεν έχεις ανοίξει ακόμα την τηλεόραση. Καλά κάνεις… όλα τα κανάλια μας έχουν πρώτο θέμα. Συζητήσεις, αναλύσεις, κουτσομπολιά. Άσε καλύτερα.
Παίρνει τα χέρια του στα δικά της. Τώρα που τη βλέπει από κοντά του φαίνεται μεγαλύτερη. Μια καλοστεκούμενη 60άρα ίσως. Μια πολύ ελκυστική γυναίκα όμως που πρέπει να έχει δαπανήσει περιουσίες για την αναχαίτιση της φθοράς. Τα έχει καταφέρει.
Η γυναίκα κατεβάζει το δεξί της χέρι χαμηλά ενώ τον φιλά αισθησιακά στο λαιμό.
ΣΥΖΥΓΟΣ
Μμμ… με πεθύμησε κανείς;
Η στύση του την αιφνιδιάζει ευχάριστα. Αποφασίζει όμως να μην προχωρήσει.
ΣΥΖΥΓΟΣ
Δεν έχουμε χρόνο… θα παίξουμε στο σπίτι απόψε, ε πρόεδρέ μου;
Ο άντρας δείχνει σαστισμένος.
ΣΥΖΥΓΟΣ
Πήγαινε στο μπάνιο… εγώ θα είμαι έξω να τακτοποιήσω το εξιτήριο… σε λίγο θα αρχίσει το τρελοκομείο…
Η γυναίκα κάνει μεταβολή και ξαφνικά σκύβει ψάχνοντας δήθεν κάτι στο πάτωμα. Ο τουρλωμένος πισινός της είναι ένα ωραιότατο θέαμα που δεν εξυπηρετεί όμως την κατάστασή του εκείνη τη στιγμή.
ΣΥΖΥΓΟΣ
Για να έχεις να ονειρεύεσαι κάτι… Το βράδυ θα είναι δικός σου.
Τακτοποιείται, πιέζει απαλά τα άψογα μαλλιά της, καθαρίζει τη φωνή της, του δίνει ένα απαλό φιλί και βγαίνει από το δωμάτιο.
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο ίδιο λουξ δωμάτιο νοσοκομείου. Ο άντρας ξανά μόνος.
Ο άντρας, αναστατωμένος ακόμα, κάθεται στο κρεβάτι του.
ΑΝΤΡΑΣ
(ξεφυσώντας)
Ας κάνουμε μια ανακεφαλαίωση. Ακριβό μονόκλινο δωμάτιο με όλα τα ξενοδοχειακά αξεσουάρ που είναι περιττά στον ασθενή αλλά απαραίτητα στους συγγενείς και επισκέπτες, γιος με Λονδρέζικη μόρφωση και άψογο ντύσιμο, σύζυγος από τα πάνω κοινωνικά ράφια, σέξι γραμματέας… επίσης μια αγνοούμενη εισέτι κόρη και… προεδριλίκια…
(ξεφυσάει και πάλι)
Ποιος είμαι;
(και το επόμενο ερώτημα)
Πώς είμαι;
Είναι αποφασισμένος να μάθει. Ανοίγει την πόρτα του λουτρού και στέκεται μπροστά στο είδωλό του στον καθρέφτη.
Το είδωλό του δεν τον απογοητεύει.
Είναι ένας άντρας σίγουρα πάνω από εξήντα χρόνων αλλά δείχνει τουλάχιστον δέκα χρόνια νεώτερος. Άφθονο μαλλί, συμμετρικά χαρακτηριστικά μεσογειακής αρρενωπής κατασκευής.
ΑΝΤΡΑΣ
Ένας γοητευτικός κωλόγερος.
Κι έπειτα παρατηρεί κάτι.
Ξεκινά κάτω από το αριστερό του αυτί και διατρέχει όλο το πρόσωπο ως τον άλλο κρόταφο. Μια καμπύλη που είναι ευδιάκριτη όταν χαμογελά.
Ένα σημάδι που ίσως κάποτε να ήταν έντονο, τρομακτικό.
Μια παραμόρφωση.
Και τότε δέχεται την επίθεση στο κεφάλι του.
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο δωμάτιο κατηγορίας λουξ κάποιου νοσοκομείου. Στο λουτρό. Ο άντρας είναι μόνος του. Και δεν αισθάνεται καλά.
Η επίθεση ξεκινά σαν μια απλή ζαλάδα και γρήγορα γίνεται ολόκληρη τρικυμία. Χάνει την ισορροπία του και σωριάζεται κάθιδρος στα πλακάκια του μπάνιου. Ύστερα παίρνει σειρά μια έντονη δυσφορία, στηθάγχη και παράλυση των αριστερών άκρων.
ΑΝΤΡΑΣ
Πεθαίνω…
Και τότε αρχίζει μια τρελή αλληλουχία εικόνων.
ΕΜΒΟΛΙΜΗ ΣΚΗΝΗ ΑΠΌ ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ
…κάποιο βρωμερό κελί, φωνές αγριεμένων βασανιστών, βούρδουλας, κραυγές πόνου… ηρεμία, ανάσες, χαλάρωση της γροθιάς στο στήθος…
Παλεύει να σηκωθεί, αποτυγχάνει.
Νέες εικόνες.
ΕΜΒΟΛΙΜΗ ΣΚΗΝΗ ΑΠΌ ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ
…ένα αυτοκίνητο, περιπολικό μάλλον, ένστολοι που τον σέρνουν σε ένα διάδρομο μεγάλου κτηρίου με τοίχους στο χρώμα του θανάτου.
Μια κοπέλα τον ακολουθεί φωνάζοντας, θολά είδωλα, κάποιο ξεχαρβαλωμένο ραδιόφωνο ακούγεται από κάποιο δωμάτιο… παλιό λαϊκό τραγούδι γεμάτο παράσιτα…
Ο άντρας επιχειρεί να ορθώσει ανάστημα. Το πετυχαίνει. Σηκώνεται, κάθεται στο καπάκι της τουαλέτας. Μπροστά του ο νιπτήρας. Ανοίγει τη βρύση, τεντώνει το κεφάλι του, ετοιμάζεται για παγωμένο ντους.
Δεν προλαβαίνει.
Νέα ταινία. Νέες εικόνες.
ΕΜΒΟΛΙΜΗ ΣΚΗΝΗ ΑΠΌ ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ
…ένα μονόκλινο δωμάτιο με φθαρμένους τοίχους, γιατροί και νοσοκόμες πάνω απ’το κεφάλι του, χαμηλόφωνες συζητήσεις, συνωμοτικά σχέδια, άνθρωποι που σχεδιάζουν πράγματα για εκείνον χωρίς εκείνον… ύστερα μια σύριγγα, μια παλάμη που του κλείνει το στόμα, περίδεσμοι στους καρπούς, σκοτάδι…
Αδειάζει το περιεχόμενο του στομαχιού του στο νιπτήρα, ανοίγει τη βρύση, χώνει βιαστικά το κεφάλι του, βιώνει το δυσαρεστο-ευχάριστο σοκ της παγωνιάς στο σβέρκο του… αρχίζει να συνέρχεται…
Τελευταία μένει μια μονάχα εικόνα.
ΕΜΒΟΛΙΜΗ ΣΚΗΝΗ ΑΠΌ ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ
…ένας νεαρός άντρας ντυμένος με ένα παλιομοδίτικο παλτό κι ένα πλατύ, παράξενο χαμόγελο στο πρόσωπο…
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Ο άντρας στο λουτρό του δωματίου του στο νοσοκομείο.
Ο άντρας τρομάζει, σηκώνει απρόσεχτα το κεφάλι, χτυπάει στη βρύση, ματώνει.
ΑΝΤΡΑΣ
Σκατά!
Βρίσκει χαρτί υγείας, το ξετυλίγει, κόβει ένα γενναίο κομμάτι, το μαζεύει, πιέζει το τραύμα. Το χαρτί ποτίζεται αμέσως, η αιμορραγία είναι μεγάλη.
Πάει να σηκωθεί, ζαλίζεται, αδύνατο να φτάσει ως το κρεβάτι.
Ξαφνικά θυμάται κάτι.
ΑΝΤΡΑΣ
Τι είναι αυτά που είχα ζητήσει απ’ το γιο μου μέσα στην τσάντα;
Κάθεται πιο αναπαυτικά στην τουαλέτα. Περιμένει να σταματήσει το αίμα. Κοιτάζει ολόγυρα για κάποιο κουτί πρώτων βοηθειών. Βάζει τα γέλια.
ΑΝΤΡΑΣ
Είμαι μέσα σε νοσοκομείο και ψάχνω τις πρώτες βοήθειες!
Το γέλιο τον τραντάζει, του φέρνει δάκρυα και ξορκίζει την ταινία τρόμου που τον τσάκισε.
ΑΝΤΡΑΣ
Άκου πρώτες βοήθειες σε δωμάτιο νοσοκομείου!
Βάζει τα γέλια πάλι, δεν κρατιέται, δεν θέλει να κρατηθεί! Αριστερά του μια σκιά.
Κάποιος εμφανίζεται.
ΑΝΤΡΑΣ
Ο γιος μου… αυτός θα είναι.
Δεν τον διακρίνει καλά. Φοράει ακριβά δερμάτινα παπούτσια… βάζει τις φωνές, δεν τον ακούει… δεν ακούει τίποτα...
Ο μάλλον γιος ξαναβγαίνει από το μπάνιο… σίγουρα πάει να φέρει βοήθεια…
ΑΝΤΡΑΣ
πρώτη βοήθεια άραγε;
Σκάει πάλι στα γέλια… το γέλιο ενός παρανοϊκού ή το παρανοϊκό γέλιο ενός λογικού;
Το τραύμα του τον πονάει καθώς κοπανιέται έτσι απ’ τα γέλια, χάνει την ισορροπία του ακόμη και καθιστός, βλέπει τα πράγματα να γέρνουν, τα πλακάκια τον πλησιάζουν, ορμάει με χίλια να τα συναντήσει, η μύτη του χτυπάει, νέα αιμορραγία… σκοτάδι…
Ημίφως…
Ένα τρεμάμενο είδωλο…
Ένα παλιό, φθαρμένο βιβλιαράκι ξεχασμένο από αμέτρητα χρόνια σε ένα συρτάρι… οδυνηρή ως και η προσπάθεια ανάκλησης… Ο Αλμπέρ Καμύ που καπνίζει…
Παλεύει να διαβάσει τον τίτλο… γιατί; τι σημασία έχει; Τι σημασία έχει οτιδήποτε;
Η Πτ… ένα ένα τα γράμματα έρχονται και χάνονται…
…ώση…
Νέο κύμα γέλιου μέσα στο σκοτάδι του… Ποια πτώση; Μήπως η δική του;
Δεν μπορεί να σταματήσει το τσουνάμι του γέλιου που τον πνίγει…
Σκοτάδι… οριστικά…
ΙΙΙ. Μετάσταση
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Το ίδιο μονόκλινο δωμάτιο νοσοκομείου. Λιτή επίπλωση, στην ουσία μονάχα ένα κρεβάτι με έναν άντρα ξαπλωμένο.
[ΑΦΗΓΗΤΗΣ]
Ένιωσα ότι ξημέρωσε πριν ανοίξω τα μάτια μου. Πρώτο αντέδρασε το δεξί μου χέρι πάνω απ’ το σεντόνι που άρχισε να ζεσταίνεται γλυκά και τούτο το τρυφερό χάδι του ήλιου χυνόταν αργά αργά σε όλο μου το σώμα. Πρώτα η μέση, η τσακισμένη, διαλυμένη μου μέση, ύστερα το στήθος, ο λαιμός, τελευταίο το κεφάλι.
Αν έφτασε η ζέστη στα πόδια μου δεν θα το μάθω ποτέ μου πλέον.
Αφήνω να περάσουν μερικά λεπτά για να απολαύσω το βίωμα ολοκληρωτικά όπως του αξίζει. Είναι τέτοιες στιγμές που λες πως η ιερότητα σου χαρίζεται κι είναι δώρο χιλιάκριβο, ατίμητο. Να είσαι ζωντανός, να ξυπνάς και να υποδέχεσαι το βασιλιά του στερεώματος σε όλο σου το είναι… κι ας είσαι μισός, κι ας έμεινες κάποτε μισός… η αρτιότητα έχει όρους του είναι κι όχι της σάρκας…
Αφήνω να περάσουν μερικά λεπτά κι ύστερα, πριν η ηδύτητα μετατραπεί σε θλίψη, αναζητώ με τα δάχτυλα του δεξιού μου χεριού αυτό το χειριστήριο που μου έχουν δώσει. Έχει όλα τα πλήκτρα πάνω. Ένα για να ανεβοκατεβάζει το πάνω μέρος του κρεβατιού, ένα άλλο για να σημαίνει συναγερμός, άλλο για να καλείται η νοσοκόμα βάρδιας… υπάρχουν και κάποια ακόμα πλήκτρα, δεν τα έχω χρησιμοποιήσει ποτέ…
Βρίσκω εύκολα το μικρό αντικείμενο και φέρνω το δείκτη πάνω από το πλήκτρο ειδοποίησης της νοσοκόμας. Μια στιγμή μονάχα πριν το πατήσω, νιώθω κάτι παράξενο.
Δεν είμαι μόνος στο δωμάτιο!
Το βίωμα είναι τόσο πειστικό που με κάνει να ανατριχιάσω. Ως και η σμπαραλιασμένη μου ράχη το μεταδίδει όπου μπορεί πια να το μεταδώσει.
Κάτι υπάρχει μέσα στο δωμάτιο.
Κάτι ή κάποιος…
Ναι, έχω σοκαριστεί αλλά περιέργως δεν έχω φοβηθεί. Δεν ξέρω γιατί αλλά σχεδόν καλωσορίζω το αναπάντεχο συμβάν όπως ο ερημίτης τον συνάνθρωπο. Στη δική μου έρημο τούτο είναι κάτι καινούργιο, κάτι που επιτέλους συμβαίνει. Υπάρχουν βέβαια και οι καθημερινές συναντήσεις με την Ελευθερία, ας την έχει πάντα ο θεός καλά… όμως αυτές έχουν ένα άλλο χαρακτήρα… ας τον πούμε περισσότερο επαγγελματικό. Εσωτερικά, στα έγκατα του είναι μου μοιάζω με αφιλόξενο, σκοτεινό, άνυδρο πλανήτη.
Και τούτο το κάτι είναι μια σταγόνα δροσιάς…
Χαμογελώ με τις σκέψεις μου και αποφασίζω να μην πατήσω το πλήκτρο. Όχι ακόμη. Θέλω να επιτρέψω στο αναπάντεχο να συμβεί. Αν είναι όντως κάτι κακό, καλόδεχτο κι αυτό. Έχω πάρει τις αποφάσεις μου για μένα και την κατάστασή μου καιρό τώρα. Αν είναι κάτι καλό όμως…
Ονειρεύεσαι μάλλον γέρο… ή το χειρότερο, ελπίζεις… ελπίζεις ακόμη…
Είναι κακό να ελπίζει κανείς;
Ίσως σε κάποιες περιπτώσεις να μην έχεις άλλη επιλογή.
Ίσως να είναι κάτι ανακλαστικό στην ψυχή όπως η κίνηση των βλεφάρων του νεκρού.
Ακόμη κι αν έχουν νεκρωθεί όλα μέσα σου, μια σταγόνα αρκεί να…
Κρύο… ναι, το νιώθω, το νιώθω, είμαι βέβαιος!
Ένα ρεύμα με σαρώνει από την κορυφή του κεφαλιού ως κάτω, χαμηλά, ως εκεί που έχω ακόμα επαφή με το σώμα μου… ένα ρεύμα σαν ριπή με μαστιγώνει… ευεργετικά και υπέροχα. Μπορεί στα κατάβαθα του είναι μου να έχω ριγήσει όμως ζω κάτι συναρπαστικό, μοναδικό, ασύλληπτο.
Όταν το Καλό σε έχει εγκαταλείψει, το Κακό μοιάζει παράδοξα καλό… αυτό δεν σε ξεχνάει όπως φαίνεται…
Αναζητώ πάλι το αντικείμενο με τα πλήκτρα και το κρατώ σφιχτά μέσα στη χούφτα μου. Όπως ο απειλούμενος διαβάτης που περνάει κάποιο σκοτεινό δρομάκι και κρατάει την πέτρα για να την ρίξει στον κακόβουλο άνθρωπο ή το λυσσασμένο σκύλο. Μπορεί όταν βγει απ’ το δύσκολο κομμάτι να περιγελά τον εαυτό του, όμως ο τρόμος είναι αρχαιότερος από τη λογική.
Ευτυχώς!
Κλείνω τα μάτια. Ο ήλιος σηκώνεται αργά αργά και απλώνει το φως και τη θερμότητα μέσα στο μικρό μου δωμάτιο.
Η μάχη με την παγωμένη ριπή μαίνεται.
Η προαιώνια μάχη του φωτός με το σκότος.
Χαμογελώ. Το ταπεινό δωμάτιό μου, σε κάποια ξεχασμένη κλινική της πόλης μου έχει μετατραπεί σε θέατρο της φοβερής αναμέτρησης των δυνάμεων της δημιουργίας! Οι μεγάλοι διδάσκαλοι του παρελθόντος δεν λάθευαν σε τούτο. Ο κάθε άνθρωπος είναι το Δέντρο, είναι η Δημιουργία, είναι το πεδίο της μάχης του καλού με το κακό… από τη στιγμή που το Αχανές τον… ξερνάει στην ενσάρκωση, στην παχυλή ύλη ώσπου να τον καλέσει πάλι πίσω για να δώσει λογαριασμό. Έδωσες τη μάχη σου; Ποια θέση πήρες; Νίκησες ή έχασες, αδιάφορο… μπήκες στο στίβο ή φοβήθηκες κι έκατσες στην άκρη να βλέπεις τα θεριά να σωριάζονται στην άμμο;
Έζησες ή ήσουν επισκέπτης στη ζωή;
Μάτωσες ή προτίμησες την ασφάλεια της κερκίδας;
Νέα ριπή… τούτη τη φορά σαρώνει την κοιλιά μου κι νιώθω πως ανασηκώνομαι μια ίντσα από το στρώμα μου… η ζέστη απ’ το παράθυρο δεν φτάνει να κάψει τον εχθρό… μα ο αγώνας δεν έχει κριθεί ακόμα…
Σφίγγω στην κλειστή μου χούφτα το πληκτρολόγιο… λίγο έλειψε να πατήσω κατά λάθος κάποιο πλήκτρο… δεν θέλω ακόμα… ίσως τούτη η μέρα να είναι η τελευταία μου… θέλω να είναι διαφορετική, γεμάτη, συναρπαστική…
Αρχίζουν οι πονοκέφαλοι, οι εικόνες να χορεύουν μέσα στο κεφάλι μου…
Όπως μέσα έτσι κι έξω… όπως άνω έτσι και κάτω…
Θυμήθηκα τις παλιές ερμητικές μου περιηγήσεις… όλα εκείνα που με έκαναν κάποτε να μελετώ με πάθος σκοτεινά συγγράμματα και σκονισμένες αλήθειες…
Μάχη εκτός… μάχη εντός…
Δεν γίνεται αλλιώς…
Το διπλό πέλεκυ να θυμάσαι, έλεγε ένας παλιός δάσκαλος… Η λάβρυς… το διπλό τσεκούρι των Μινωιτών… δεν υπάρχει ιερότερο σύμβολο σε όλη την αρχαιότητα, μυστικό κι όμως σαφές, συμμετρικό, αρμονικό, φονικό, υπέροχο!
Νιώθω το τράνταγμα στη μέση μου, μια σουβλιά στα νεφρά μου… Κάτι μοχθηρό και άσχημο υλοποιείται προς στιγμήν και ανασαίνει στ’ αυτιά μου… και με κλειστά τα μάτια το βλέπω… το ακούω, το γεύομαι…
Η πληγή στο πρόσωπό μου, με πονά πάλι… ύστερα από τόσα χρόνια ξυπνά κι αυτή…
Η κατάσταση χειροτερεύει…
Ο χρόνος μου λιγοστεύει…
Και τότε ορμώ ξαφνικά στο τούνελ του χρόνου, βαθιά μέσα στο σκοτεινό πηγάδι, σε κείνο το φριχτό κελί μιας άλλης εποχής που μοιραζόμουν με τους άλλους δυο…
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο ίδιο δωμάτιο με τον ξαπλωμένο άντρα στο κρεβάτι.
Σε μια καρέκλα δίπλα του κάθεται μια κοπέλα. Η Ελευθερία. Έχει εμπρός της ένα λάπτοπ ανοιχτό πάνω σε ένα μικρό τραπεζάκι. Φοράει γυαλιά. Έχει ένα πρόσωπο συμπαθητικό, σοβαρό.
Ο άντρας τής υπαγορεύει…
ΑΝΤΡΑΣ
Ο Άρχοντας μού έδωσε χρόνια αλλά μού πήρε όλα τ’ άλλα… με ελευθέρωσε αμέτρητες φορές για να με υποδουλώσει αιώνια… Αυτός, ο Χιλιονόματος… Θέλω να γράψεις όσα θα σου πω… να μη διστάσεις, να μη φοβηθείς… δεν κινδυνεύεις, κανείς δεν κινδυνεύει πια από μένα… μονάχα να μην διαστρεβλώσεις όσα θα σου πω… μην τα αλλοιώσεις, έτσι όπως θα στα αφηγούμαι να τα γράφεις, κλείνε τ’αυτιά σου αν τρομάζεις, κλείνε τα μάτια σου στις ανίερες λέξεις… άνοιγέ τα πάλι, μη στενοχωριέσαι, είσαι ασφαλής… Μακάρι να είχα άλλον τρόπο να το κάνω, δεν έχω… Μακάρι να είχα δύναμη στα χέρια, στα μάτια, στο σώμα, δεν έχω… έζησα πολύ περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε… είδα και την άλλη όψη του κόσμου, είδα μέσα στο Αχανές, Αυτός μού επέτρεψε να δω, Αυτός με τιμώρησε να δω… Ήμουν νέος όταν τον κάλεσα, ένας μωρός εργάτης, ένας λειτουργός της αρχαίας επιστήμης… δεν ήξερα πως έπαιζα με τη φωτιά… κάηκα… δεν πρέπει άλλος να αιχμαλωτιστεί στο κάτεργο που κλείστηκα εγώ… αυτοθέλητα… να το υπογραμμίσεις τούτο… αυτοθέλητα…
Έρχεσαι όλο αυτό το διάστημα εδώ καλό μου κορίτσι για να με βοηθήσεις… σ’ευχαριστώ μέσα από τη γέρικη καρδιά μου… είσαι έξυπνη, χαρούμενη, υγιής, δυνατή… κοντά σου αισθάνομαι πως μπορώ να επιτελέσω το στερνό μου έργο… η συνδρομή σου είναι πέρα από πολύτιμη, πάνω από σπουδαία… να ξέρεις πως χωρίς εσένα Ελευθερία, θα είχα κιόλας σαπίσει… θα περιδιάβαινα κιόλας στους ερημότοπους της Σεόλ και θα κρυβόμουν απ’ τα κοράκια του Αχανούς… σκληρή η αιωνιότητα για τους καταραμένους…
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο ίδιο δωμάτιο. Ο άντρας μόνος του, χωρίς την Ελευθερία.
ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΑ ΕΙΚΟΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ ΑΝΤΡΑ
[ΑΦΗΓΗΤΗΣ – ΦΩΝΗ ΑΝΤΡΑ]
…δεν ξέρω ποια διεστραμμένη δύναμη μάς είχε ταιριάξει και τους τρεις σε κείνο το βρωμερό υπόγειο… εμάς τους τόσο αταίριαστους σε όλα… τρεις άνθρωποι από τόσο διαφορετικούς κόσμους… ούτε καν τα νιάτα μας δεν είχαμε κοινό… εκείνοι οι δυο ίσως… ίσως και την ανοησία να πιστεύουμε ακόμη τότε πως ο κόσμος αυτός μπορεί να αλλάξει.
Περνούσαν οι μέρες και οι νύχτες κι εμείς σαπίζαμε. Μια έπαιρναν τον έναν, μια τον άλλο… ανακρίσεις, φάλαγγες, εικονικές εκτελέσεις… παραδόξως κανείς μας δεν έλεγε να ‘σπάσει’… πιο πολύ από ντροπή ίσως, από ψωροπερηφάνια ακόμη… είχαμε φάει το γάιδαρο, λέγαμε, δεν θα κιοτεύαμε στην ουρά.
Ο ένας ήταν από μεγάλο σόι. Ξεπεσμένο όμως και κακότυχο. Τον είχαν προδώσει απ’ τις πρώτες κιόλας μέρες του κινήματος και τον συνέλαβαν με τις πυτζάμες, στην κυριολεξία. Δεν είχε φέρει καμιάν αντίσταση. Ψηλός, καλοφτιαγμένος, γόης. Σπουδαγμένος, πολυλογάς, καπάτσος. Είχε φλογερή καρδιά, πύρινες ιδέες και μεγάλη γλώσσα. Παρά λίγο να του την κόψουν μια μέρα που τους έβρισε πατόκορφα όλους με τις πιο ευρηματικές βωμολοχίες. Κάποιοι γελούσαν κιόλας. Κείνο το βράδυ τον κουβαλήσαν στο κελί σαν σακί πατάτες. Πίστεψα πως δεν θα έβγαζε τη νύχτα. Έφτυνε αίμα επί ώρες. Πέρασε ξυστά ο Χάρος άπειρες στιγμές από κοντά του αλλά δεν έλεγε να το βάλει κάτω. Γερός, πεισματάρης, τον θαύμαζα. Κι όμως δεν έλεγα να πάρω ακόμη την απόφαση.
Ο άλλος ήταν μια διαφορετική περίπτωση. Στενομούρης, λιγομίλητος, καχύποπτος. Με ένα βλέμμα σαν του φιδιού. Κοκκαλιάρης αλλά χοντρομάγουλος, καμπούρης, αναρμόνιστος… κάθε φορά που τον κοιτούσες έβλεπες άλλον άνθρωπο. Απ’ την αρχή τον αντιπάθησα, απ’την αρχή μας αντιπάθησε. Όμως ήταν ξεροκέφαλα πιστός, έντιμος, αλύγιστος. Ήρθε η στιγμή που άρχισα να τον θαυμάζω κι αυτόν για άλλους λόγους. Μια μέρα τον πήραν για να τον τελειώσουν. Κι όχι εικονικά, είχε έρθει το θανατόχαρτό του, θα ήταν ο πρώτος απ’ τους τρεις. Λίγη ώρα πριν τον στήσουν στον τοίχο έπεσε πάνω σε έναν παλιό του συμμαθητή. Τον βοηθούσε κάποτε στα μαθήματα, τον ξελάσπωνε στα διαγωνίσματα, έδειξε ανθρωπιά αυτός, τον ξανάστειλε πίσω στο κελί. Του’ δωσε παράταση λίγες μέρες, άλλο δεν θα μπορούσε να κοροϊδεύει τους από πάνω. Μπήκε σαν τον αναστημένο Λάζαρο μέσα στο κελί, χλομός, αμίλητος, κατσούφης κι έκατσε στη γωνιά του.
Ξαφνικά έκραξε ‘Μάνα!’ κι άρχισε να κλαίει γοερά… Το κοκκαλιάρικο κορμί του κοπανιόταν πάνω στο γδαρμένο τοίχο και με τα νύχια του έγδερνε το κεφάλι του. Μα ούτε και τότε πήρα την απόφαση…
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο ίδιο μονόκλινο δωμάτιο.
Ο άντρας υπαγορεύει. Η Ελευθερία πληκτρολογεί.
ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΑ ΕΙΚΟΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ ΑΝΤΡΑ
ΑΝΤΡΑΣ
…Θέλω να σου πω δυο λόγια μονάχα για μένα Ελευθερία… για το σκεύος, την πήλινη κανάτα, το κουφάρι… είχα πολύ άσχημη γέννα, η μάνα μου πέθανε δυο ώρες μετά τον τοκετό, ο πατέρας μου κόντεψε να τρελαθεί απ’ τη λύπη του… δεν άντεχε να με βλέπει, τη λάτρευε τη μάνα μου, με στιγμάτισε για το θάνατό της… με πέταξε σαν περιττό φορτίο στην αδελφή του, σε ένα ορεινό χωριό… κείνη ήταν μια γυναίκα τρομερή, σκύλα και μάγισσα… ναι, ακόμη τότε μπορούσες να βρεις αληθινές μάγισσες… όχι σαν κι αυτές στα παραμύθια ή στα λαϊκά τραγούδια της συμφοράς… μάγισσες που κατείχαν την ιερή τέχνη και την ασκούσαν επί πληρωμή… ειδικά σε κάποια κωλοχώρια όπως αυτό που ζούσε εκείνη με τον άντρα της και την κόρη της σαν γουρούνια στη λάσπη… εκεί με πέταξε ο πατέρας μου να σαπίσω να μην μάθει ποτέ κανείς τίποτε για μένα… η θειά μου εκτός από όλα τα άλλα ήταν και ωραία γυναίκα… ο άντρας της ακαμάτης, χαρτοπαίκτης, ανεπρόκοπος, μια μέρα σηκώθηκε κι έφυγε και δεν τον ξανάδαμε ποτέ… οι άντρες του χωριού ανέλαβαν τη χήρα και την ορφανή… εμένα δεν με υπολόγιζαν… η θεια μου δεν δούλεψε ποτέ της, δεν χρειάστηκε… ήξερε ν’ ανοίγει πρόθυμα τα όμορφα της πόδια και όλα τα προβλήματα λύνονταν αυτοστιγμεί… κι έτσι ασκούσε με δεξιότητα και τις δυο αρχαίες τέχνες… κι όσο μεγάλωνα και καταλάβαινα τον κόσμο και τον εαυτό μου μ’ έζωναν οι ροές και οι αύρες από τούτες τις σκοτεινές δυνάμεις που ανάσαιναν μέσα σε κείνο το βλάσφημο σπίτι… και δεν άργησε να’ ρθει η μέρα που η θεία μου θα με έδενε για τα καλά στο άρμα του Κερασφόρου…
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο ίδιο μονόκλινο δωμάτιο. Ο άντρας μόνος.
ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΑ ΕΙΚΟΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ ΑΝΤΡΑ
[ΑΦΗΓΗΤΗΣ – ΦΩΝΗ ΑΝΤΡΑ]
…Την απόφαση την πήρε Αυτός για μένα.
Μια μέρα μπήκε ένας χωροφύλακας μέσα στο κελί, με άρπαξε απ’ τον καρπό και με έβγαλε έξω στο διάδρομο. Είχα τα χάλια μου, βρωμοκοπούσα ξεραμένα κάτουρα και ιδρώτα, έκλεισε τη μύτη του πριν μου μιλήσει.
«Τη Δευτέρα… σας έχουν για τη Δευτέρα! Δεν ξέρω τι θα κάνεις, κοίτα να γλιτώσεις του λόγου σου…»
Ο χωροφύλακας τούτος ήταν ένα απλό, λαϊκό παιδί από κάποιο ξεροβούνι της Ελλάδας. Ήταν δεν ήταν 25 χρόνων τότε, ο μόνος που μας είχε σπλαχνιστεί κι ιδιαίτερα εμένα. Μας έφερνε κανένα πακέτο τσιγάρα, λίγο ψωμί, που και που λίγο κρασί, μας έλεγε τα νέα του έξω κόσμου. Μου έδινε μολύβι και χαρτί να του γράφω γράμματα στη γυναίκα του γιατί ντρεπόταν να υποχρεώνεται σε συναδέλφους του. Όποτε είχε βάρδια στο υπόγειο πεταγόταν, ανταλλάσσαμε δυο λέξεις, μας ζέσταινε κάπως την καρδιά.
«Άσε τώρα τις παλληκαριές και κοίτα να γλιτώσεις το τομάρι σου! Αυτό σου λέω μονάχα, τη Δευτέρα σας ντουφεκάνε όλους!», είπε, μου έδωσε ψωμί, γάλα και τσιγάρα και με ξανάβαλε γρήγορα στο κελί.
Τους κοίταξα και τους δυο και αναλογίστηκα και την κατάστασή μου. Κείνοι ήταν νέοι, εγώ δεν ήμουν, όσο κι αν ξεγελούσε η όψη μου. Άλλη λύση δεν υπήρχε, είχαμε μονάχα το Σαββατοκύριακο, προλάβαινα δεν προλάβαινα.
«Ακούστε με, έχω να σας πω», είπα και δεν σάλεψε κανείς τους. Ο ένας ροχάλιζε πάνω στο κουρελιάρικο στρώμα του, ο άλλος είχε γυρίσει την πλάτη και έβηχε κι έφτυνε. Πάλι θα είχε πυρετό και δεν μιλούσε. Μονάχα αρνιόταν πλέον το κάθε τι, αναχωρούσε σιγά σιγά για τον άλλο κόσμο.
«Ελάτε να φάμε κάτι και μετά έχω να σας πω το πώς θα φύγουμε από δω μέσα», τους είπα πάλι και τους είδα να αργοσαλεύουν επιτέλους…
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο ίδιο δωμάτιο. Ο άντρας και η Ελευθερία.
ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΑ ΕΙΚΟΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ ΑΝΤΡΑ
ΑΝΤΡΑΣ
…Δεν θέλω να πω πολλά για κείνη την περίοδο Ελευθερία. Σημασία έχει ότι μεγάλωσα και σπούδασα δίπλα σε κείνη τη γυναίκα πράγματα που κανένα βιβλίο δεν θα βρεις να γράφει ούτε και άνθρωπο να μιλήσει να σου πει. Πράγματα που γεννήθηκαν μαζί με τον Κόσμο και τους Αιώνες. Πράγματα που σκέφτεται κανείς και πασχίζει να χωρέσει στο κεφάλι του. Τα αρνείται, πρέπει να τα αρνείται γιατί αλλιώς η λογική του κλονίζεται, σπάει σαν κλαράκι και αφανίζεται στα χάη της τρέλας. Μα εγώ ήμουνα ξεχωριστός, έτσι μου έλεγε η θεία μου, με είχε δει από νωρίς, με είχε κιόλας χρίσει. Δεν έπρεπε η αρχαία τέχνη να μείνει δίχως υπηρέτη, όλη ετούτη η γνώση να πάει στα χαμένα. Ήμουν δυνατός και αδίστακτος, σκληρός και επιδέξιος μαζί. Το μυαλό μου έκοβε, η ματιά μου σάρωνε γρήγορα τα πάντα, ήξερα να σιωπώ, να πράττω χωρίς λάθη, να φυλάω μυστικά, να διακρίνω τα χρήσιμα απ’ τα άχρηστα. Και τα άχρηστα έπρεπε να πετιώνται στα σκουπίδια, έλεγε η θεία μου και γυρνούσε κι έδειχνε με το βλέμμα της την κόρη της που μεγάλωνε σα ζώο σε κλουβί. Είναι καλοφτιαγμένη, το δέρμα της είναι άσπρο, το μυαλό της κλούβιο, έλεγε η μάγισσα, θα αρέσει στον Άρχοντα. Καθόλου άχρηστη το λοιπόν, ίσως πεις. Μα δυστυχώς για εκείνη, τα προσόντα της δεν ήταν για να κληρονομήσει την τέχνη. Ήταν για να γίνει τροφή για το Στόμα. Κι αυτός που θα σερβίριζε το φαγητό στον Σκοτεινό ήμουν εγώ…
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο ίδιο δωμάτιο. Ο άντρας μόνος.
ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΑ ΕΙΚΟΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ ΑΝΤΡΑ
[ΑΦΗΓΗΤΗΣ – ΦΩΝΗ ΑΝΤΡΑ]
Κείνο που κυρίως χρειαζόμουν κι απ’ τους δυο ήταν ένα κομμάτι σάρκας, τρίχες και αίμα. Αυτά απαραίτητα αλλά δεν έφταναν. Είχα δουλειά να κάνω. Κι έπρεπε να βοηθήσουν και οι δυο. Μα είχαν αντιρρήσεις και μου δυσκόλευαν το έργο.
«Αυτό είναι τρέλα, αποκλείεται!», έλεγε ο γόης που είχε λιώσει απ’ το βήχα και είχε γίνει η μούρη του σαν ξεπλυμένο καραβόπανο.
«Θα πάμε στην κόλαση», μουρμούριζε ο ποντικομούρης μέσα απ’ τα κιτρινιασμένα δόντια του.
«Εγώ δεν πιστεύω στην κόλαση», έλεγε ο άλλος κι έφτυνε το αίμα στον τοίχο.
«Εγώ πιστεύω ότι η κόλαση είναι εδώ μέσα και τη Δευτέρα το τίποτα», αντιγύριζε ο άλλος και σφύριζε η φωνή του σαν του φιδιού.
«Κάντε ό,τι θα σας πω. Είναι η μόνη λύση. Θέλω χαρτί να γράψω το κοντράτο με τον Άρχοντα. Δεν προλαβαίνουμε να βρούμε τα υλικά που πρέπει μα και το χαρτί μας κάνει».
«Θες και μελάνι», είπε ο ένας.
«Έχουμε. Το αίμα και των τριών μας», είπα και δεν άκουσα μιλιά. «Και τώρα βοηθάτε με με τις σφραγίδες. Πρέπει ως αύριο να τις έχουμε χαράξει. Ελπίζω να θυμάμαι, λάθη δεν χωράνε, βουλώστε το και πιάστε να δουλεύετε», τους είπα και δεν σήκωνα αντιρρήσεις.
«Πώς θα τις φτιάξεις;», με ρώτησε ο καμπούρης. «Κάτι σκαμπάζω, δούλεψα τυπογράφος μια εποχή».
«Θα χαραχτούν στο πάτωμα, στους τοίχους με ό,τι έχουμε, μπρος, στη δουλειά», τους φώναξα και καταπιαστήκαμε κι οι τρεις στο απελπισμένο έργο.
Τι ήξεραν; Τι είχα πει; Όσα έπρεπε να ξέρουν… αν πετυχαίναμε, βγαίναμε ζωντανοί από δω μέσα… μα όχι ακέραιοι…
Άλλα δεν έπρεπε να ξέρουν…
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο ίδιο δωμάτιο. Ο άντρας και η Ελευθερία.
ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΑ ΕΙΚΟΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ ΑΝΤΡΑ
ΑΝΤΡΑΣ
…Αγαπητή μου φίλη Ελευθερία… καλό μου παιδί… συναισθάνομαι, αλήθεια στο λέω το πώς νιώθεις τούτη τη στιγμή που ακούς και καταγράφεις όλα τούτα που σου ιστορώ… δεν στο κρύβω πως δεν έλαβα την απόφαση να τα εξωτερικεύσω χωρίς βασανιστική σκέψη, χωρίς πολλούς ενδοιασμούς… δεν είναι πράγματα να τα ακούει ένας υγιής και ισορροπημένος άνθρωπος αυτά… όλα τούτα που είναι γεννήματα εχιδνών του πνεύματος… όλα τούτα που είναι απορροές και βδελύγματα από τους ρυπαρούς αποθέτες του Αχανούς… μα από την άλλη, κάποια στιγμή ως και το ανίερο, το βλάσφημο, το νοσηρό θα πρέπει να εξωτερικεύεται, να εκτίθεται, να αναδύεται στην επιφάνεια… γιατί, αναρωτιέσαι… Γιατί οι άνθρωποι δεν είναι μονάχα καλοί, δεν είναι μονάχα κακοί… Γιατί είμαστε παιδιά της ύλης και του πνεύματος… είμαστε παιδιά του σκότους και του φωτός… μπορεί οι περισσότεροι να διαλέγουν, ευτυχώς για όλους μας, το δρόμο του φωτός μα από κοντά είναι και το σκότος… μέσα στα όνειρα, στις λάγνες σκέψεις, στους λογισμούς καταστροφής… σε κάθε πράξη του καλού ελλοχεύει και το φίδι που θέλει να το σκοτώσει… σε κάθε ενέργεια καλή υφέρπει μια σκιά που θέλει να την υπονομεύσει, να την καταπιεί… μην αναρωτιέσαι το γιατί… κανείς δεν ξέρει, δεν μας πέφτει λόγος… έτσι τα δημιούργησε Εκείνος κι εμείς απλά στρατιωτάκια είμαστε, όπως μας βαράν χορεύουμε… αν διαμαρτύρεσαι πως τάχα υπάρχει αυτό που κάποιοι λένε ελεύθερη βούληση, ας μην μπούμε τώρα σε αυτή την περιοχή της ψευδαίσθησης… θες να την έχεις; Έχε την, καλή είναι για όσους νιώθουν δυνατοί και σίγουροι και άτρωτοι και αθάνατοι… μα ελεύθερη βούληση είναι απλά ένας ακόμη ελιγμός για να ξεφεύγουμε από τη Μεγάλη Αλήθεια…
Σε κούρασα όμως και πρέπει να συνεχίσουμε, να με συμπαθάς… όταν κάποιος έχει τα χρόνια τα δικά μου κι ίσως να μην φαντάζεσαι πόσα είναι αυτά, του αρέσει να κηρύσσει, να νουθετεί, να σηκώνει το δάχτυλο και να δείχνει το δρόμο… κι ας είναι ο ίδιος το χειρότερο παράδειγμα που θα μπορούσε ν’ ακολουθήσει κανείς…
Ας είναι… δεν λέω άλλα για κείνα τα χρόνια της νεότητάς μου… δεν θέλω, περισσότερο, δεν μπορώ… και δεν προλαβαίνω… θέλω να πάω γοργά σε κείνο τον άνθρωπο που βρέθηκε στο σκοτεινό κελί αντάμα με τους δυο συντρόφους του και μετά από πολλά χρόνια που είχε παρατήσει το σκοτεινό έργο κι έκανε μια τίμια δουλειά όπως όλοι οι άλλοι για να ζήσει, αναγκάστηκε να ξαναπιάσει τις επικλήσεις, τις ικεσίες, τα ματωμένα συμβόλαια με τον Άρχοντα… για να γλιτώσει το τομάρι του και το τομάρι των συντρόφων του… δεν ήθελα φίλη μου να σαπίσω σε κείνο το ανήλιαγο μπουντρούμι κι ούτε να με στήσουν σε ένα τοίχο και να με πυροβολήσουν επειδή είχα παλέψει για κάποιες ιδέες που θεωρούσα καλές και σπουδαίες… με έπιασε μια μανία, μια λαχτάρα να ζήσω… με έπιασε ένα ντελίριο ζωής, αδύνατο να στο μεταφέρω, ένα τρέμουλο θανάτου… μέσα απ’ τα έγκατα αναδύθηκε μια τεράστια άρνηση να αφήσω να με σκοτώσουν, ένα πελώριο όχι, μια κραυγή αρχαία, πελώρια, μεγαλύτερη από μένα… είπα από μέσα μου, κάνε ό,τι μπορείς, σώσου, σώσε και τους φουκαράδες αυτούς… όσα έμαθες, ευκαιρία να αξιοποιήσεις και ας πάνε όλα τα άλλα στα τσακίδια… με κάθε τίμημα; Με κάθε τίμημα… είχα μαζέψει πολλά κρίματα κιόλας στη ζωή μου, είχα ασκήσει την ανίερη τέχνη, είχα ένα γερό κομπόδεμα, ανάγκη για λεφτά δεν είχα αλλά είχα ανάγκη να αποδείξω ότι μπορώ… κι έτσι, έπεσα με τα μούτρα κείνες τις δυο μέρες, τις τελευταίες αν αποτύγχανα της ζωής μου και της ζωής των άλλων δυο να φτιάξω τις ιερές σφραγίδες, τα σύμβολα, να χαράξω τον κύκλο, τα σημάδια… πάλευα να θυμηθώ την ισχυρή επίκληση, πάλευα να θυμηθώ μέσα από τη θολούρα του μυαλού μου και το πεινασμένο βλέμμα των συντρόφων μου… λάθος δεν χωρούσε… ως την Κυριακή τα μεσάνυχτα έπρεπε να είμαστε έτοιμοι, με το κοντράτο ανοιχτό και υπογραμμένο, με τις ματωμένες λέξεις πάνω… και στο πάτωμα πιο κει, κομμάτια απ΄ τη σάρκα και τις τρίχες όλων μας… αίμα δεν μας περίσσευε θα πεις ούτε και κρέας… τα κόκκαλα είχαμε απομείνει και οι τρεις, ρετάλια ανθρώπων… όμως ήταν το έσχατο όπλο μας, το διαβατήριο να περάσουμε τον Αχέροντα χωρίς να μας γραπώσει ο Θάνατος, το τελευταίο εισιτήριο στη ζωή…
Και αλήθεια, λίγο πριν σημάνουν τα μαύρα μεσάνυχτα της Κυριακής, τα είχαμε ετοιμάσει όλα! Και στεκόμασταν γονατιστοί, εξουθενωμένοι, χλωμοί, καταματωμένοι, πιασμένοι απ’ τις παλάμες μέσα στον κύκλο και ψέλναμε… τι; Τις επωδούς, τα ξόρκια, τα βρώμικα λόγια που είχα ανακαλέσει και τα είχαν αποστηθίσει και οι δυο…
Οι τοίχοι ολόγυρα είχαν γεμίσει με κύκλους και κυκλάκια και ιερογλυφικά και σύμβολα που για όλους ήταν ακατάληπτα όμως για μένα είχαν νόημα και ευχόμουν να μην είχα παραλείψει τίποτα… αλίμονό μας… το παραμικρό λάθος θα στοίχιζε το λαιμό μας κομμένο και το κεφάλι μας πεταμένο στο πάτωμα… οι σκοτεινές δυνάμεις δεν συγχωρούν, δεν σπλαχνίζονται, δεν δίνουν άλλη ευκαιρία… και για να έρθει ο ίδιος ο Άρχοντας να υπογράψει θα έπρεπε να είναι όλα στην εντέλεια, όλα κατά πως πρέπει… ήταν; Δεν ήταν;
Σύντομα θα το μαθαίναμε κι οι τρεις…
ΙV. Ελευθερία
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο ίδιο μονόκλινο δωμάτιο νοσοκομείου. Ο άντρας ξαπλωμένος. Μόνος.
ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΑ ΕΙΚΟΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ ΑΝΤΡΑ
[ΑΦΗΓΗΤΗΣ – ΦΩΝΗ ΑΝΤΡΑ]
Δεν είμαι στο κρεβάτι… δεν είμαι καν στη γη… είμαι ψηλά, ανάλαφρος, αιωρούμαι… ακούω φωνές, σκύβω, από κάτω μου ανθρώπινες φιγούρες! Μέσα σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου… όχι οποιοδήποτε δωμάτιο, όχι οποιοδήποτε νοσοκομείο… άνθρωποι με λευκές μπλούζες και μια κοπέλα με μαύρα μαλλιά… δεν βλέπω τι κάνουν… είναι σκυμμένοι όλοι πάνω από ένα κρεβάτι… κάποιος πεθαίνει ίσως… ακούω το ρόγχο του, νιώθω την αγωνία του θανάτου… για κάποιο λόγο μπορώ να τον αισθανθώ, για κάποιο λόγο τον ξέρω… άνθρωποι μπαίνουν και βγαίνουν στο δωμάτιο, η μαυρομαλλούσα κοπέλα κλαίει, δεν ακούω καλά, όλα έρχονται θολά ως εδώ πάνω… είμαι εδώ πάνω, ναι… κολλημένος σχεδόν στο ταβάνι… πιο ελαφρύς από ένα φτερό… πιο διάφανος από το φως! Κανείς δεν με αντιλαμβάνεται… οι τύποι με τα άσπρα βγαίνουν προς στιγμήν, ο άνθρωπος μένει στο κρεβάτι μόνος… έχει τη μάσκα του θανάτου… έχει την ακινησία του τίποτα…
Ξαφνικά, βάρος, οδυνηρή πτώση, πόνος, τανάλιες που με σφίγγουν, σφυριά που με κοπανάνε… ορμάω με λύσσα… κάποιος με καλεί… κάποιος με εφελκύει…
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο ίδιο δωμάτιο. Ο άντρας και η Ελευθερία. Είναι πολύ πρωί.
Η Ελευθερία μπαίνει στο δωμάτιο. Στο ένα της χέρι κρατά το λάπτοπ με το οποίο εργάζεται.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
(με ευχάριστη, ευγενική φωνή)
Καλημέρα σας. Πώς είστε σήμερα;
Ο άντρας με την τσακισμένη μέση, ανοίγει τα μάτια του και φαίνεται πως αυτό του είναι επώδυνο. Μορφάζει ίσως από κάποιο ισχυρό πονοκέφαλο.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Ήρθα λίγο νωρίτερα σήμερα αλλά να σας πω την αλήθεια είχα αγωνία να μου πείτε τη συνέχεια…
Ο άντρας στρέφει το βλέμμα του στην πηγή της φωνής. Μια συμπαθητική νεαρή γυναίκα, όχι πάνω από 30… έχει κιόλας πάρει την καρέκλα και είχε καθίσει και τον κοιτά χαμογελαστή. Τα μαλλιά της είναι κοντοκουρεμένα, καστανοκόκκινα. Το πρόσωπό της έχει μια ζεστή, απροσποίητη καλοσύνη.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
(ανοίγοντας την τσάντα της)
Βγάζω και το λάπτοπ μου και είμαστε έτοιμοι!
Ο άντρας δεν φαίνεται να αναγνωρίζει τη γυναίκα. Δεν αντιδρά, δεν λέει τίποτε. Κάνει να κουνηθεί αλλά το μισό του σώμα δεν υπακούει.
Τον κόβει κρύος ιδρώτας.
Σα να συνειδητοποιεί για πρώτη φορά εκείνη τη στιγμή την αναπηρία του.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
(σε ετοιμότητα)
Μισό λεπτό!
Η Ελευθερία αρπάζει ένα μαραφέτι, πατά κάτι και το μισό κρεβάτι αρχίζει να ανασηκώνεται αργά αργά.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Καλά είναι εδώ;
Η γυναίκα τον κοιτά με τρυφερότητα.
ΠΑΡΑΛΥΤΟΣ ΑΝΤΡΑΣ
(ξέπνοα)
Ναι…
Νιώθει ξανά το σφυροκόπημα στο κεφάλι του και πιάνει τον κρόταφό του.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
(με ενδιαφέρον)
Πονάτε; Πάω να φωνάξω τη νοσοκόμα να σας φέρει κάτι
Η κοπέλα βγαίνει με γοργά βήματα.
Και μένει μόνος στο δωμάτιο.
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο ίδιο δωμάτιο νοσοκομείου. Ο παράλυτος άντρας μόνος.
Ο άντρας επιθεωρεί το δωμάτιο. Μια τηλεόραση απέναντί του, πιο πάνω δεξιά ένα κλιματιστικό, το παράθυρο, μια καρέκλα για τον επισκέπτη, το κομοδινάκι του. Το κρεβάτι του είναι μεγάλο και φαρδύ.
Κι αυτός ξαπλωμένος και ανασηκωμένος ελαφρά από τη μέση και πάνω.
Έπειτα αρχίζει να επιθεωρεί τον εαυτό του.
Πρώτα κοιτά τα χέρια του.
Χέρια ανθρώπου ηλικιωμένου, καλύτερα υπέργηρου. Το δέρμα τσιγαρόχαρτο, κιτρινισμένο, γεμάτο κηλίδες και στάμπες. Οι φλέβες χοντρές και πράσινες νομίζεις πως όπου να’ ναι θα ξεπροβάλλουν πάνω απ’το φτενό μανδύα τους.
Σηκώνει τα σκεπάσματα για να δει το κορμί του. Η πρώτη εικόνα είναι το ίδιο μελαγχολική. Ένας κοκκαλιάρης γέρος χωμένος μέσα σε μια γαλάζια πυτζάμα της συμφοράς. Τα πόδια του δεν θέλει να τα κοιτάζει. Φαντάζουν δυο καλαμάκια άχρηστα, αποσυνδεδεμένα από το υπόλοιπο σώμα, απλές προεξοχές σε ένα σαραβαλιασμένο ανθρωπάκι.
Δάκρυα τρέχουν απ’τα μάτια του.
Κείνη τη στιγμή δυο ζωηρές γυναίκες εισβάλλουν στο δωμάτιο.
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο ίδιο δωμάτιο νοσοκομείου. Ο παράλυτος άντρας και δυο γυναίκες.
Η πρώτη είναι η φίλη με τα κοντά μαλλιά και τις κοφτές κινήσεις. Η άλλη είναι μια νοσηλεύτρια με θεόρατο μπούστο, ξανθιά, αλαζονική χαίτη και καχύποπτο βλέμμα. Πανύψηλη σαν δέντρο.
ΞΑΝΘΙΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΡΙΑ
Θα σας δώσω κάτι για τον πονοκέφαλο.
Γεμίζει το ποτήρι του με λίγο νερό από το μπουκάλι που είναι πάνω στο κομοδινάκι. Υπάρχει κι ένα βιβλίο εκεί.
ΞΑΝΘΙΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΡΙΑ
(προστακτικά)
Ανοίξτε το στόμα…
Βάζει ένα χαπάκι στη γλώσσα του άντρα. Αυτός κλείνει το στόμα του και το καταπίνει.
ΞΑΝΘΙΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΡΙΑ
Έτσι μπράβο!
(τινάζει την ξανθιά της αλογοουρά και στριφογυρίζει το δέντρινο σώμα της)
Εγώ πάω, σας αφήνω να δουλέψετε. Κάτι άλλο Ελευθερία;
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Όχι ευχαριστώ!
ΞΑΝΘΙΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΡΙΑ
Ο γιατρός δεν θα έρθει πριν τις 10… έχετε πολλή ώρα…
Και με αυτά τα λόγια, χοροπηδηχτή και ζωηρή βγαίνει από το δωμάτιο.
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο ίδιο μονόκλινο δωμάτιο. Ο παράλυτος άντρας μόνος με την Ελευθερία.
Η Ελευθερία κάθεται ξανά στην καρέκλα της και κρατά στο απαλό της χέρι τρυφερά τη δεξιά παλάμη του γέροντα.
Ο άντρας της χαμογελά με ευγνωμοσύνη. Στρέφει το βλέμμα του στο κομοδίνο. Κάτι ακουμπά πάνω στο ποτήρι. Μια φωτογραφία. Με το αριστερό του χέρι την αναζητά, η Ελευθερία τον βοηθά αμέσως να την πάρει. Την φέρνει στο ύψος των ματιών του, περιεργάζεται την εικόνα, παλεύει να βγάλει άκρη.
Ένας νεαρός με ξέπλεκα μαλλιά χωμένος σε ένα βαρύ παλτό. Χαμογελά πλατιά με ένα παράξενο ύφος. Δεν τον αναγνωρίζει. Γυρνά τη φωτογραφία ανάποδα. Ένα ποίημα γραμμένο με καλλιτεχνικό γραφικό χαρακτήρα.
Ρώτησε
Αν θες να μάθεις
Αν το τολμάς
Και αν το νιώθεις
Αληθινά αν το ζητάς
Μην κοιτάζεις χαμηλά
Ύψωσε το κεφάλι σου
Σήκωσε τα μάτια σου
Στ’άστρα
Και ρώτησε!
Χαμογελά μελαγχολικά…
ΠΑΡΑΛΥΤΟΣ ΑΝΤΡΑΣ
Εγώ πριν από αιώνες… ποιος ξέρει;
Φορτισμένη μέρα.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
(παίρνοντας τη φωτογραφία και βάζοντάς την στη θέση της)
Λοιπόν, ας μην βιαστούμε σήμερα. Μην σας πιέσω αφού δεν αισθάνεστε πολύ καλά… Ξέρετε τι προτείνω; Να, ανοίγω το εργαλείο μου τώρα… ωραία… λοιπόν… προτείνω να σας διαβάσω όσα δουλέψαμε την τελευταία φορά κι αν έχουμε να συμπληρώσουμε κάτι… μα, στην ουσία έχουμε τελειώσει! Το συνειδητοποιείτε; Δεν είναι υπέροχο; Τα καταφέραμε!
Ο άντρας κοίταξε την κοπέλα με ένα ζεστό βλέμμα. Και χαμογέλασε. Κι έτσι όπως έπεφτε ο ήλιος στα μαλλιά της δημιουργούσε μια εικόνα που του ξυπνούσε θερμά συναισθήματα και κουράγιο.
Έπειτα ο άντρας νιώθει κάτι άλλο.
Μια ανησυχία, ένα ρίγος… σαν σαλαμάνδρα πάνω στο βράχο, σα φίδι που αναρριχιέται στο δέντρο…
Κάτι γίνεται μέσα του… και δεν είναι καλό…
Η Ελευθερία σφίγγει το νεκροζώντανο δεινόσαυρο με το παχουλό της χέρι, μου έριξε μια συνωμοτική ματιά και τον ρωτά:
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Τι λέτε; Να αρχίσω να διαβάζω; Είστε έτοιμος;
Ο άντρας δείχνει, προς το παρόν τουλάχιστον να είναι έτοιμος.
Κάνει ένα νεύμα κατάφασης στην Ελευθερία κι εκείνη δεν χάνει δευτερόλεπτο.
ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΑ ΕΙΚΟΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ ΑΝΤΡΑ
[ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ – ΑΦΗΓΗΤΗΣ. ΦΩΝΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΑΡΧΙΚΑ ΚΙ ΕΠΕΙΤΑ ΦΩΝΗ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ ΑΝΤΡΑ. ΠΡΟΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΞΑΝΑ ΦΩΝΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ]
…Πεθάναμε στα πόδια μας, είναι η αλήθεια, εκείνο το φοβερό Σαββατοκύριακο… ίσως το τελευταίο της ζωής μας… έτσι κι αλλιώς το τελευταίο… ό,τι κι αν ήμασταν αν αποδρούσαμε με τη βοήθεια των σκοτεινών δυνάμεων, όποιοι κι αν ήμασταν από τη Δευτέρα το πρωί, σίγουρα δεν θα ήμασταν εμείς οι τρεις μα κάποιοι άλλοι που θα τους έμοιαζαν… και θα κυκλοφορούσαμε ανάμεσα στον κόσμο σαν ομοιώματα κάποιων που έζησαν κάποτε στα σώματα που πλέον θα χρησιμοποιούσαμε εμείς… σαν ξενιστές… όμως, όλα αυτά μπορούσαν να περιμένουν το αύριο καλή μου φίλη, γιατί το σήμερα… το σήμερα είναι πάντα αμείλικτο… δεν είχε άδικο τελικά αυτός παράξενος Ναζωραίος που επέπληξε εκείνον που νοιαζόταν για το αύριο ενώ δεν είχε εξασφαλίσει το σήμερα… πόσο αλαζονικό είναι αν το καλοσκεφτείς… οικοδομείς ένα σπίτι που δεν ξέρεις αν θα αξιωθείς να κατοικήσεις… τέλος πάντων, μη σε κουράζω με αμπελοφιλοσοφίες… ήρθε η Κυριακή το βράδυ όπως σου είπα κι ήμασταν τρία ανθρώπινα κουρέλια μέσα στον κύκλο… είχαμε εναποθέσει την τελευταία μας ελπίδα στο Σκοτάδι και κανείς δεν ήξερε τι πόρτες θα άνοιγαν και ποια Στόματα θα μας περίμεναν… ύστερα ήταν και το Συμβόλαιο… αυτό ήταν ένα σημείο που δεν το είχα μοιραστεί με τους συντρόφους μου… τα λύτρα που είχα προσφέρει για να εφελκύσω τον Άρχοντα, ήταν τα χειρότερα, τα τρομερότερα για την Ατραπό… στην ουσία του τα προσέφερα όλα… με αντάλλαγμα το θάνατο και την ανάστασή μας μετά από κάμποσες ώρες… νεκροφάνεια το λένε αλλιώς, το ξέρεις βέβαια… ήταν ο μόνος τρόπος να βγουν τα σώματά μας από κείνο τον υπόγειο τάφο… αν όλα πήγαιναν όπως τα ήθελα θα έμπαιναν οι δεσμοφύλακες λίγο μετά τα μεσάνυχτα, θα μας έβρισκαν τουμπανιασμένους στο πάτωμα, θα μας κουβαλούσαν και θα μας πέταγαν σε μια γωνιά στο δωμάτιο που έπαιζε το ρόλο νεκροτομείου… ήξερα, το είχα ακούσει από το φίλο μου το χωροφύλακα πως δεν υπήρχαν μέτρα ασφαλείας εκεί πέρα. Οι νεκροί δεν το κουνάνε ρούπι, δεν έχουν τέτοιες κακές συνήθειες, τι να φυλάξεις; Εμείς όμως μετά από κάμποση ώρα θα συνερχόμασταν, θα σηκωνόμασταν σαν νεκροζώντανοι κάποιας μέλαινας αποκάλυψης και θα σουλατσάραμε πάλι ανάμεσα στους ζωντανούς… αυτό ήταν το σχέδιο…
Η Ελευθερία σταματά να διαβάζει. Ο άντρας γυρνά το βλέμμα του πάνω στο πρόσωπό της. Αυτά που διαβάζει είναι εξωφρενικά αλλά για κάποιο λόγο του ήταν οικεία.
Ο άντρας νιώθει ξανά αυτό το ερπετό μέσα του να γουργουρίζει, να ανέρχεται πιο γοργά.
Ο χρόνος του σώνεται.
Βλέπει την έκφραση της γυναίκας. Έχει σκυθρωπιάσει, το ένα της χέρι τρέμει λίγο αλλά είναι δυνατή, αποφασισμένη, παίρνει πάλι τα γκέμια.
Βγάζει κι ένα μπουκαλάκι νερό απ’ το τσαντάκι της, πίνει λίγο, συνεχίζει να διαβάζει από την οθόνη που έχει μπροστά της.
ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΑ ΕΙΚΟΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ ΑΝΤΡΑ
[ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ – ΑΦΗΓΗΤΗΣ. ΦΩΝΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΑΡΧΙΚΑ ΚΙ ΕΠΕΙΤΑ ΦΩΝΗ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ ΑΝΤΡΑ. ΠΡΟΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΞΑΝΑ ΦΩΝΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ]
…Θυμάμαι καλά Ελευθερία… λίγο πριν αρχίσω να ψέλνω τις καταραμένες ωδές… αγκαλιασμένος από τους δυο συντρόφους μου, τον ένα είχα αριστερά και τον άλλο δεξιά μου… ένιωθα τη βαριά ανάσα τους, μύριζα τον ιδρώτα τους, σχεδόν είχα γίνει πια ένα μαζί τους… ένιωσα λοιπόν να ξέρεις εκείνη τη στιγμή για πρώτη φορά στη ζωή μου βαθιά συμπόνια… κι αγάπη ακόμα, ναι, αγάπη γι αυτά τα δυο πλάσματα… για λίγο μόνο ώσπου ν’ αρχίσουν όλα, ένιωσα την καρδιά μου να ζεσταίνεται, τα σπλάχνα μου να ανοίγουν και να τους χωράνε μέσα! Τι ήταν αυτό, δεν το ήξερα, δεν το είχα ξανανιώσει… είχα ζήσει ως τότε μια ολόκληρη ζωή μέσα στην παγωνιά… δεν μπορείς ίσως να το κατανοήσεις αυτό και σου εύχομαι ποτέ να μην το αισθανθείς… μια ολόκληρη ζωή γεμάτη από τη νεκρότητα… ναι, τούτη τη λέξη διαλέγω τώρα που τα ανακαλώ όλα αυτά… τη νεκρότητα… και κείνη την οριακή στιγμή ένιωσα να θερμαίνεται η ψυχή μου κι ολόκληρος γέμισα με στοργή και συμπόνια για τους δυο αυτούς ανθρώπους που είχαν στηρίξει όλες τους τις λιγοστές ελπίδες πάνω μου… ποιος ήμουν εγώ; Ο κανένας ίσως… κι από την άλλη ήλπιζα να ξεγελάσω τον Πολύφημο, να αποδράσω από την ειρκτή μας και στο φευγιό να του φωνάξω, ‘είμαι ο Κανένας και σε χαιρετάω!’… ποιος ήταν ο Πολύφημος; Ποιος άλλος; Ο Χάρος…
Ας συνεχίσω όμως γιατί χρονοτριβώ… τρέμαμε και οι τρεις σαν τα ψαράκια έξω απ’ το νερό κι ενώ είχα αρχίσει να επαναλαμβάνω τις επικλήσεις με όση δύναμη είχαν τα πνευμόνια μου, το αισθανθήκαμε… τι ήταν; Πρώτα η μυρωδιά… έπνιξε το κελί μας, αποσύνθεση ιστών… αποφορά σάπιων πτωμάτων… σαπίλα από νεκροταφεία, το πρώτο σημάδι ήταν θετικό, οι εμπροσθοφυλακές του Άρχοντα είχαν φτάσει, μας έζωναν ολόγυρα απ’ τον κύκλο, έπρεπε να μείνουμε στέρεοι τώρα, να μη δειλιάσουμε γιατί τα φαινόμενα θα πλήθαιναν… ο ένας απ’ τους δυο συντρόφους μου λύγισε προς στιγμήν, γονάτισε, γονατίσαμε όλοι να μην σπάσει ο κύκλος… του έδωσα θάρρος, ο ένας στον άλλο έδινε θάρρητα να μην τσακίσουμε… ύστερα ήρθαν τα βουητά, οι ανάσες, οι βρυχηθμοί, οι ρόγχοι της κόλασης… αν σήκωνα το κεφάλι μου θα τους έβλεπα… οι ‘φύλακες’ είχαν πλημμυρίσει το κελί, στριμώχνονταν ποιος θα πρωτοβρεί τη χαραμάδα να ορμήξουν όλοι σαν αγέλη λύκων να μας κατασπαράξουν… οι σύντροφοί μου έκλαιγαν, εγώ έψελνα να σκεπάσω το φόβο τους, έσφιγγα τα χέρια, μάτωσαν τα δάχτυλά μου… μετά ήρθαν οι χτύποι… τα στρώματα πετάχτηκαν στον αέρα, η σκόνη έγινε στρόβιλος ολόγυρα, φωνές και σαματάς και ήχοι που σε τρέλαιναν… ουρλιαχτά και οιμωγές και κλάματα μωρών… τα είχα ζήσει όλα τούτα και στο παρελθόν μα εκείνη τη μέρα κάτι άλλο συνέβαινε, κάτι μεγαλύτερο, κάτι που δεν είχα ξανανιώσει… κι έπειτα ήρθε η πίεση στ’ αυτιά, στα μάτια, στα κρανία… οι πονοκέφαλοι, οι μύτες σπάσανε, τα δόντια ράγισαν, φτύναμε αίμα στο πάτωμα και νομίζαμε πως θα πεταχτούν τα μάτια μας στους τοίχους… κράτησαν ώρα πολλή, δεν ξέρω πόση όλα τούτα και πάνω στο κρίσιμο σημείο που αισθανόμουνα στο σβέρκο μου τις ανασαιμιές των δαιμόνων και στο κορμί μου τις ριπές του Άδη, όλα σταμάτησαν… κοπήκαν μαχαίρι! Όλα μαζί, απότομα! ‘Προσέχτε μην ξεχωρίσουμε!’, τους είπα, ήξερα πως ήταν ένας ακόμη ελιγμός, μια δοκιμασία του Σκοτεινού… ‘Βαστάτε!’, τους έκραζα και μαζί στον εαυτό μου που δεν θα άντεχε πολύ ακόμη… και τότε συνέβη…
Η Ελευθερία σταματά, απιθώνει την οθόνη της πάνω στο κομοδινάκι και φέρνει το χέρι της που τρέμει πάλι στο πρόσωπό της.
Ο άντρας ακούει την ανάσα της, σα λαχανιασμένου ζώου, σα τρομαγμένου κουνελιού. Πίνει λίγο νεράκι.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Θα βγω για λίγο έξω, να με συγχωρείτε.
Παίρνει την τσάντα της μαζί και βγαίνει από τα δωμάτιο με βήματα γοργά.
Ο παράλυτος άντρας την κοιτάζει σαν να την αποχαιρετά.
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Ο άντρας μόνος στο δωμάτιο νοσοκομείου.
[ΑΦΗΓΗΤΗΣ – ΦΩΝΗ ΑΝΤΡΑ]
Η δική μου κατάσταση χειροτερεύει ολοένα. Τα λεπτά μου λιγοστεύουν, τρέχουν σαν την άμμο στην κλεψύδρα. Κείνο το φίδι έχει πυρώσει τα αρχαία μάτια του και το κεφάλι του έχει πρηστεί.
Κι ανεβαίνει.
Σύντομα νιώθω το ψύχος στην κοιλιά μου… αν μπήξεις τώρα σουβλί δεν θα το νιώσω… παραλύω σιγά σιγά, ο θάνατος ανεβαίνει προς την καρδιά μου… γλείφω τα χείλια μου, νιώθω κάτι στη γλώσσα μου, φέρνω το ροζιασμένο μου χέρι στο πρόσωπο! Η γραμμή στο πρόσωπό μου είναι έντονη, πρησμένη και καίει! Χαράζω με το δάχτυλό μου την πορεία της από το ένα μάγουλο στο άλλο, τα νεφρά μου χτυπούν συναγερμό, τραντάζομαι πάνω στο στρώμα.
Θυμάμαι!
Σαν φλας από προβολέα που ανάβει ξαφνικά αστράφτει κάτι στο κεφάλι μου και οι μνήμες ξεδιπλώνονται εμπρός μου η μια μετά την άλλη, ανάγλυφες, ζωντανές, τρομακτικές, αβάσταχτες.
ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΑ ΕΙΚΟΝΩΝ ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
[ΑΦΗΓΗΤΗΣ – ΦΩΝΗ ΑΝΤΡΑ]
Ο κύκλος είχε σπάσει… και τα φαινόμενα διαδέχονταν το ένα το άλλο σαν αστραπές. Πρώτα βρεθήκαμε κι οι τρεις τιναγμένοι σαν αχυρένιες κούκλες στις γωνιές του κελιού, ύστερα κρεμαστήκαμε ανάποδα απ’ το ταβάνι, σκάσαμε κάτω πάλι σαν άψυχες κούκλες. Πρόλαβα ν’ αρπάξω τους ετοιμοθάνατους συντρόφους μου απ’ τα χέρια, τους κράτησα όπως ο ναυαγός τη σανίδα στο κύμα. Δεν πνιγήκαμε. Μονάχα μια στιγμή, μέσα στα ουρλιαχτά, τις κραυγές από τον άλλο κόσμο, τα συρίγματα των δαιμόνων στ’ αυτιά μου, μονάχα μια στιγμή πριν χάσω τις αισθήσεις μου, πρόλαβα να δω το κοφτερό σπαθί που πέρασε τα πρόσωπα και των τριών μας από το ένα αυτί ως το άλλο, τα ποτάμια αίματος, τις φωνές, τη μπόχα που είχε γίνει βαριά σα λάσπη στα πνευμόνια κι ύστερα…
σκοτάδι…
Ξυπνήσαμε μέσα στο νεκροτομείο… σα Λάζαροι, σκυθρωποί, μελανιασμένοι, μαυροπράσινοι απ’ το θάνατο που μας είχε στα σπήλαιά του για δυο μέρες… σιωπηλοί, ήσυχοι σαν σκιές ξετρυπώσαμε από κει μέσα, βγήκαμε αθέατοι στους δρόμους της πόλης, χαθήκαμε… δεν ανταμώσαμε ποτέ πια…
Το συμβόλαιο… είχε τηρηθεί! Είχα πετύχει… έτσι έδειχναν τα πράγματα… Γλιτώσαμε, ζήσαμε, αποδράσαμε από τον Άδη…
Όχι εντελώς… όχι ακριβώς…
[ΑΦΗΓΗΤΗΣ – ΦΩΝΗ ΑΝΤΡΑ]
Το φίδι έχει παραλύσει όλο μου το σώμα, τα χέρια μου παγώνουν πια ξεράδια ακίνητα στα σεντόνια, η καρδιά μου παλεύει με όση γενναιότητα έχει να αποσώσει ό,τι μπορεί απ’ την πνοή μέσα μου… το ψύχος κερδίζει τη μάχη…
ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΑ ΕΙΚΟΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ ΑΝΤΡΑ
[ΑΦΗΓΗΤΗΣ – ΦΩΝΗ ΑΝΤΡΑ]
Θυμήθηκα και κάτι ακόμα… κείνο το σύμβολο με το αίμα που είχε χύσει κάποιος δαίμονας στο πάτωμα ως επικύρωση του συμβολαίου… ο ουροβόρος όφις ναι μα κι ένα φλεγόμενο σπαθί πάνω σε ανθρώπινο κρανίο… υπήρχαν κι άλλα, δεν μπορούσα να ξεδιαλύνω όμως κατάλαβα, ούρλιαξα από μέσα μου, πάλεψα να βγάλω φωνή να προειδοποιήσω την καλή μου φίλη… δεν έπρεπε να γυρίσει πίσω, δεν έπρεπε να μου κλείσει εκείνη τα γέρικά μου βλέφαρα, ήμουν καταραμένος, όπως και οι άλλοι δυο… όμως εκείνοι είχαν πεθάνει πια από χρόνια… και είχαν ζήσει την τελευταία τους μέρα μέσα στη λήθη… τον όρο που είχε προσθέσει ο Άρχοντας…
Ύστερα ξαφνικά με πλημμύρισε μια θάλασσα επίγνωσης που έκανε τα κύτταρά μου να μουδιάσουν…
Δεν θυμόμουν απλά… είδα… τους είδα… τους είδα ξανά, ναι… με τα εσωτερικά μου μάτια… εδώ… σ’αυτό το δωμάτιο… γέροι πια… βυθισμένοι στη λήθη της στερνής ημέρας τους… τους είδα… είδα την αγωνία στα πρόσωπά τους… αγνώριστα, γερασμένα… εκτός από εκείνη τη φοβερή γραμμή στο πρόσωπο… τους είδα, τους ένιωσα… σχεδόν μπορούσα να τους μιλήσω…
Θυμόμουν με μια ένταση που νόμιζα πως θα γινόταν έκρηξη στο κεφάλι μου!
Όμως γιατί; Γιατί εγώ ξαναθυμόμουν… Γιατί;
Ήμουν ο τελευταίος, έκλεινα τον κύκλο, έσβηνε η κατάρα σε μένα, ψόφαγα εγώ και τελειώναν όλα… γιατί;
[ΑΦΗΓΗΤΗΣ – ΦΩΝΗ ΑΝΤΡΑ]
Ξάφνου καταλαβαίνω… νιώθω τη γλώσσα του ερπετού να τρεμοπαίζει στο λαιμό μου, δεν έχω πια παρά μονάχα στιγμές, πρέπει να μιλήσω στην Ελευθερία… πρέπει…
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο ίδιο μονόκλινο δωμάτιο.
Η Ελευθερία χιμάει μέσα στο δωμάτιο, γουρλώνει τα μάτια της με αυτό που βλέπει, ουρλιάζει για βοήθεια…
[ΑΦΗΓΗΤΗΣ – ΦΩΝΗ ΑΝΤΡΑ]
Δεν έχω φωνή πια να της μιλήσω, πρέπει να αντέξω λίγο ακόμα, πρέπει…
Μέσα από ένα θολό παραπέτασμα βλέπω γιατρούς και νοσοκόμες να ορμάνε, να έρχονται από πάνω μου, το κεφάλι μου σηκώνεται στον αέρα, το σώμα μου έχει παγώσει… δεν ακούω, βλέπω… οι άνθρωποι έχουν την έκφραση της φρίκης, μιλούν έντονα μεταξύ τους, άηχες κραυγές…
Στρίβω μέσα στο χαμό το κεφάλι μου δεξιά και βλέπω την Ελευθερία να μιλάει πανικόβλητη σε ένα νοσοκόμο… δεν μπορώ να κάνω τίποτε πια… έχουν αργήσει πολύ, πάρα πολύ…
Συγνώμη, ψελλίζω και δεν με ακούει κανείς… μα βλέπω την Ελευθερία να γυρνάει το κεφάλι της, να με κοιτάζει με τρόμο και απορία κι ύστερα… στερνή εικόνα πριν κλείσουν τα βλέφαρα τα φως του κόσμου, ύστερα την βλέπω…
Σχηματίζεται στο όμορφο πρόσωπό της… Μια αχνή, κόκκινη γραμμή… που πιάνει από το ένα αυτί, διασχίζει σαν μαχαιριά όλο το πρόσωπο και τελειώνει κάτω απ’ το άλλο…
Ύστερα ένας χοντρός σωλήνας που χώνεται στο στόμα μου… γδούποι μουντοί πάνω στο στήθος μου…
…όλα και τίποτα, ένα…
ΤΕΛΟΣ