Η ΕΚΛΟΓΗ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ
ΣΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ
ΣΚΗΝΗ
ΕΞΩΤ. Απόγευμα. Τέσσερις οδοιπόροι πλησιάζουν την κώμη με το όνομα Περιστέρι. Είναι ο Διδάσκαλος Αντώνιος με τους τρεις αγαπημένους μαθητές του, τον Περικλή, τον Μάριο και τον Δημήτρη.
Σαν φτάνουν στα σύνορα της πόλης, δίπλα σ’ένα τεράστιο πλατάνι, ο Διδάσκαλος κοντοστέκεται, σηκώνει την παλάμη του και απευθύνεται στους ιδρωμένους μαθητές του.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Σταθείτε! Ευλογημένα τούτα τα χώματα που'ναι να πατήσουμε αδελφοί. Ονομάτισαν αυτή την πόλη Περιστέρι, πάει να πει το αγαπημένο πτηνό του Πατρός μου.
Οι μαθητές ακούγοντας τα λόγια αυτά δείχνουν θαυμασμό μεγάλο.
Ο Μάριος, ο πιο ψηλός κι πιο όμορφος από τους μαθητές που’χει και τα καθήκοντα του Γραμματικού της συντροφιάς, παίρνει το λόγο:
ΜΑΡΙΟΣ
Διδάσκαλε, είμαστε όλοι κουρασμένοι. Ας σταματήσουμε πρώτα σε κάποια οικία να φάμε και να πιούμε να δροσερέψει ο στόμας μας να στερεώσει το κόκαλό μας και αργότερα μπαίνουμε στην ωραία αυτή κώμη.
Καρφώνει πάνω του το βλέμμα ο Διδάσκαλος.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Μόνο τη σάρκα σκέφτεσαι λοιπόν εσύ Μάριε; Καλώς λοιπόν σε είπαν κάποιοι Χαμουρέα. Τη φτηνή σου σάρκα πάλι χαμουρεύεσαι και τώρα που είσαι μαζί μου όπως πριν τη σάρκα των μοιχαλίδων.
Κι ευθύς ως ακούει την επίπληξη αυτή ο Μάριος κατεβάζει την κεφαλή.
Και τότε, το λόγο παίρνει ο Περικλής, με τις πλάτες τις φαρδιές, τα τριχωτά τα στήθια που’ χιε τη κοψιά αργάτη και τη καρδιά αγνή σα του μωρού:
ΠΕΡΙΚΛΗΣ
Στάζει ο ιδρώς απ' το γυμνό κρανίο μου Διδάσκαλε. Ζέστα πολύ κάνει ο Θεός σήμερα, λες και έχουν καεί τα σωθικά Του και πνέει καυτή και την ανάσα Του. Ας μείνουμε λιγάκι εδώ στη σκιά τούτου του γερο-πλάτανου να ξαποστάσουμε κι όταν μερέψει τη κάψα Του ο Θεός, μπαίνουμε στην ωραία πόλη.
Κι ευθύς ως ακούει τα λόγια αυτά ο Διδάσκαλος, γυρνά προς τον Περικλή και του απαντά.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Κι εσύ λοιπόν κουράστηκες Περικλή που άλλοτε σκαρφάλωνες τα χοντροπόδαρά σου στις πλαγιές και δε σε πρόφταιναν ούτε τ’ αγριοκάτσικα; Πως θα ανεβείς μωρέ την πιο μεγάλη απ' όλες τις πλαγιές, κείνη που οδηγεί στην Αγία Κατοικία αν θέλεις κάθε τόσο ξαποστήματα;
Κι ακούγοντας τα λόγια αυτά του Διδασκάλου ο Περικλής σκουπίζει το κρανίο του με το μανίκι και μένει σιωπηλός.
Μονάχα ο Δημήτριος, το τρυφερούδι, με τη ψυχή του ποιητή και τη φωνή του αγγέλου, ο πιο μικρός, ο αγαπημένος του Δασκάλου, δεν βγάζει μιλιά.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
(σηκώνει πάλι την παλάμη)
Πάμε λοιπόν, ακολουθάτε με!
Κι ευθύς πατούν τ’άγια χώματα της γαλήνιας κώμης.
ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ
ΣΚΗΝΗ
ΕΞΩΤ. Σε κάποιον από τους δρόμους της πόλης.
Περπατούν ώρα πολλή ανάμεσα σε δρόμους και σοκάκια, ο Διδάσκαλος κι οι τρεις μαθητές και φτάνουν έξω από σπίτι δίπατο, αρχοντικό.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
(σηκώνει την παλάμη)
Σταματήστε!
Κράζει ο Διδάσκαλος κι ακούει από πίσω του ανασεμιές γρήγορες, λαχανιάσματα.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
(τους δίνει λίγη ώρα να ξελαχανιάσουν)
Δώθε, τούτη την ωραία θύρα θα χτυπήσουμε. Περικλή αδερφέ μου, σύρε να μηνύσεις στους καλούς νοικοκυραίους τον ερχομό μας.
Κινά αμέσως, χτυπά ο Περικλής με τη γροθιιά του τη μανταλωμένη πόρτα, ακούγεται απάντηση από γυναίκειο στόμα.
ΦΩΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑΣ
Έρχουμαι, μη βαράτε τόσο δυνατά βλοημένοι, πόρτα είναι θα σπάσει!
Κι ευθύς η θύρα ανοίγει και στο έμπα φαίνεται θωριά γυναίκας ώριμης, αρχόντισσας στα ρούχα και στην όψη, στα πέρατα της νιότης μα στεκούμενης ακόμα, όμορφης.
Το βλέμμα της άγριο, το στόμα της πιο άγριο ακόμα.
ΓΥΝΑΙΚΑ
Ποιοι’ στε μωρέ, τι θέλετε στο απόγιομα που ησυχάζει ο κόσμος;
Τρομάζει ο Περικλής, βγάζει λόγο τρυφερό να την καλμάρει.
ΠΕΡΙΚΛΗΣ
Μην μας μαλώνεις κυρά. Ζήτουλες είμαστε μα άνθρωποι καλοί. Θαυμάσαμε το ωραίο αρχοντικό σου, λίγο ψωμί, λίγο κρασί και μια καλή κουβέντα και δε θα μας ματαδείς.
Καλά τα λόγια τα’ πε ο αδελφός μα η αρχόντισσα δεν γλύκανε.
ΓΥΝΑΙΚΑ
Πάτε μωρέ στα τσακίδια. Χορτάσαμε με σας τους κουρελήδες!
Ακούγοντας τα λόγια αυτά, ζυγώνει ο Διδάσκαλος, μεριάζει τον αδελφό, βγάζει γλυκιά φωνή και ωραίο λόγο.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Αρχόντισσα, σκληρή είναι η καρδιά σου. Μαλάκωσε, είμαστε άγιοι άνθρωποι δε θέλουμε κακό. Σποριάδες είμαστε του σπόρου του καλού. Δώσε μας λίγα από κείνα που συ έχεις πολλά και’γω κατονταπλάσια θα σου τα επιστρέψω.
Μερεύει το βλέμμα της γυναίκας, ανοίγει ξανά την πόρτα, τώρα πιο πολύ, πλησιάζει τον Διδάσκαλο, το βλέμμα της τον σαρώνει από πάνω ως κάτου.
ΓΥΝΑΙΚΑ
Συ’ σαι μωρέ ή δεν είσαι του Μηχανικού ο γιος που κίνησε να φέρει λένε την ‘μεταλλαγή’ κι άλλα τέτοια μοναστηριώτικα; Αυτός δεν είσαι ή γελιέμαι;
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Αυτός είμαι καλή αδελφή.
Κι απλώνει το άγιο χέρι στον ώμο της πυργοδέσποινας. Το πρόσωπό της τραχύ ακόμα, τα μάτια της θάλασσα από φωτιά.
ΓΥΝΑΙΚΑ
Κι ήρθες στο σπίτι μου να φέρεις νέους μπελάδες; Τι να την κάνω εγώ μωρέ την μεταλλαγή; Καλή’ μαι όπως είμαι κι αλλαγές δε θέλω.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
(γυρνώντας το βλέμμα του)
Δε διάλεξα τυχαία τούτο το σπίτι αδέλφια.
(έπειτα πάλι στη γυναίκα)
Πόνο μεγάλο έχεις στην ψυχή σου αδελφούλα μου και θέλεις λόγο άγιο και αγάπη. Μπορώ να σε κεράσω κι απ'τα δυο πολύ γιατί άλλη είναι η πηγή που τα προσφέρει κι είναι αστέρευτη.
Ευθύς ως ακούει εκείνη τα λόγια αυτά, αλλάζει μονομιάς και γλυκαίνει ένα χαμόγελο στο πρόσωπό της.
ΓΥΝΑΙΚΑ
Κοπιάστε το λοιπόν. Για λίγο, έστω.
Κι έτσι περνούν στο μεγάλο αρχοντικό, πρώτος ο Διδάσκαλος, ύστερα ο Περικλής με τον ιδρώτα να βρέχει τα πόδια του, πιο ύστερα ο Δημήτριος με το σφαλιστό το στόμα και στερνός ο Μάριος που’χει από ώρα και καλοβλέπει τη γυναίκα.
Η ΑΡΧΗ ΟΛΩΝ
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο εσωτερικό του αρχοντικού της γυναίκας.
Κάθονται χάμω, στο δροσερό το ξύλο, σιμά στο ανοιχτό παράθυρο, μπροστά ο Διδάσκαλος, δεξά του ο Περικλής, ζερβά του οι δυο αδελφοί.
Η κυρά φέρνει ψωμί, νερό, κεράσια κι άλλα φρούτα δροσερά.
Κόβει και ευλογεί ο Διδάσκαλος τα αγαθά, μοιράζει στους πεινασμένους αδελφούς, αρχίζουν οι μασέλες να χτυπάνε.
Κάθεται και η γυναίκα παράμερα και ήσυχα καρτερά.
Σαν έφαγαν κι ένιωσαν τη σάρκα να ψυχώνεται πάλι, ανοίγει ο Διδάσκαλος κουβέντα με την οικοδέσποινα.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Καλή μου αδελφή, ας είσαι ευλογημένη. Τούτα τα αγαθά που απλόχερα μας έδωσες τέλεψαν το σκοπό τους. Μετά τη σάρκα όμως η ψυχή, μετά το στόμα του κορμιού το στόμα το πνευματικό. Πες μου λοιπόν πώς είναι το όνομά σου;
ΓΥΝΑΙΚΑ
Με βάφτισαν Κατερίνα, ασκητή.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Eυλογημένη ας είσαι Αικατερίνη. Μα που είναι ο κύρης του σπιτιού; Ούτε παιδιά, ούτε υπηρέτες βλέπω. Άδειο το σπίτι, μια ψυχή τι να του κάνει;
Σώψυχος αναστεναγμός ανεβαίνει στο στόμα της κυράς.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
Mονάχη μένω, κύρη δεν έχω πια, τον χώρισα εγώ με χώρισε κι εκείνος, η γέφυρα που κάποτε μας ένωνε δεν κράτησε, έσπασε, στις δυο όχτες μείναμε, στη μια εγώ, στην άλλη εκείνος. Κι όσο για υπηρέτες, τι να τους κάμω; Δε θέλουν υπηρέτες τα μνήματα.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Γεμάτος θλίψη ο λόγος Κατερίνα, μα χωρίς κύρη σπιτικό δε νοείται. Νέα είσαι ακόμα, χωρίς γόνο, καλό' ναι να μην ασπρίσουν τα μαλλιά σου χωρίς χέρι αντρικό να τα χαϊδεύει.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
Νέα δεν είμαι πια γλυκόλογε ασκητή κι ούτε που θέλω χέρι αντρικό άλλο να μαγαρίσει το κορμί μου. Tάχτηκα πέρυσι στον Άγιο Πουθενά να μείνει πια το στόμα μου αφίλητο, να μείνει το κορμί αχάιδευτο.
Και τότε ο Μάριος σκύβει στ’αυτί του Διδασκάλου και ψιθυρίζει.
ΜΑΡΙΟΣ
Κακό που' ναι μονάχη η όμορφη κυρά Διδάσκαλε; Τι λες κι εσύ; Και ποιος είναι ο Άγιος Πουθενά; Πρώτη μου φορά που τον ακούω.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
(ψιθυριστά κι εκείνος)
Σφάλισ' το στόμα σου, για σε δουλεύω.
Στρέφει τα μάτια στην κυρά ο Διδάσκαλος, καρποί οι σκέψεις που έχουν από ώρα γεννηθεί, πρέπει τώρα να μπολιάσουν την ψυχή της.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Νωρίτερα είπες πως είμαι του Μηχανικού ο γιος, σωστά το είπες, με βάφτισαν Αντώνιο, στα πλούσια στρώματα μεγάλωσα με τη ψευτιά του κόσμου, τα χρήματα δηλαδή, του σατανά το νόμισμα να ρέει άφθονο στο σπιτικό μου. Ο πατερούλης μου ο καλός με προόριζε για διάδοχο, κείνος να φεύγει, εγώ να έρχομαι, έτσι το ήθελε, καλά έκανε. Μα, ο διάβολος δεν κέρδισε ακόμη ένα υπηρέτη του να σωρεύω πλούτη και να αθλητεύω στις ηδονές γιατί με κάλεσε Εκείνος που όταν χτυπήσει τη καμπάνα ο ήχος είναι τόσο δυνατός που η καρδιά κουφαίνεται στους ήχους του μάταιου κόσμου. Κι είχε για μένα αποστολή, Έργο ιερό, δικό Του έργο, δύσκολο μα στα δύσκολα η ευμορφιά. Κι από τότε, τον κόσμο γυρνάω γλυκιά κυρία, από χωριό σε πόλη, από βουνό σε θάλασσα. Κείνος τα βήματα οδηγεί, Κείνος μηνάει το προορισμό του ανθρώπου. Και το πρεπούμενο φέρνω σ' όποιον ο Πατέρας μου με διατάξει. Κείνος που δίψασε ήπιε νερό, κείνος που το σκοτάδι είχε σύντροφο παντοτινό ανάβλεψε, κείνος που'χε μάγουλα κόκκινα μπροστά στη κόρη, κόρη παντρεύτηκε κι ευφράνθηκε η ψυχή του. Tούτη' ναι αν θες με λόγια απλά η μεταλλαγή που ευαγγελίζομαι Τυχαίο δεν είναι να περάσω το κατώφλι τούτο αδελφή. Κι όπως θωρείς, δεν είμαι μόνος.
Και λέγοντας αυτά ο Διδάσκαλος δείχνει με την παλάμη του τους καλούς συντρόφους.
Ανοίγει γέλιο καρδιακό, κακαριστό η γυναίκα, γελούν όλοι, πιο πολύ ο Μάριος που χτίζει μέσα του ελπίδες. Κι όπως γελά η κυρά τραντάζει το ριχτό, φαίνονται μονομιάς τα λευκά μεριά της.
Κοιτάζει ο Περικλής το Μάριο κι εκείνος το Δημήτρη κι ύστερα όλοι μαζί την προικισμένη σε ομορφιές γυναίκα.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
Μεταλλαγή μου' παν πως διαλαλείς, προξενητής μου προέκυψες, να' σαι καλά άγιε ασκητή, μ' έκανες και άνοιξε η καρδιά μου. Μα σαν να πέρασε η ώρα βλέπω και δουλειές πολλές έχει τούτο το θηρίο.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
(την σταματά να μην σηκωθεί να φύγει)
Μη βιάζεσαι, λόγος ακόμα πρέπει να ειπωθεί καλή μου Κατερίνα. Να, ο αδελφός ο Μάριος από δω, γλυκοιτάζει σε από την πρώτη ώρα. Την επιστήμη ξέρει του νόμου του ανθρώπινου, ερμηνεύει τις Γραφές σωστά, μα πιάνουν και τα χέρια του. Μονάχος είναι, κορμί γυναίκας λαχταράει μα και συντροφιά ως τα βαθιά γεράματα. Πάρ' τον, δοκίμασέ τον κι αύριο μου λες την τελική σου λέξη.
Σηκώνεται απάνω η κυρά, κοιτάει τον Διδάσκαλο κι ύστερα σέρνει το βλέμμα της στον Μάριο που χτυποκαρδεί.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
Χρόνια πολλά με μαστιγώνει η μοναξιά, αβάσταχτη έχει γίνει. Αν είναι όπως τα λέει ο Δάσκαλος, δε βλάπτει να υποκύψω. Μια δοκιμή' ναι καλή και μια νυχτιά ίσον καμία. Ας μείνει απόψε εδώ ο νέος κι αύριο θα ξέρεις ασκητή στα σίγουρα τι'μαι αποφασισμένη
Όρθιος στέκεται ο Διδάσκαλος και η μορφή του αγιασμένη λάμπει χαρά.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Το καλό του Θεού να' ρθει στο στρώμα σας απόψε παιδιά μου. Πάμε εμείς οι υπόλοιποι, γυρτάδες είμαστε στον κόσμο, ας πάρουμε πάλι τα δρομιά.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
Σταθείτε! Νύχτωσε κιόλας και θα' στε κουρασμένοι. Σας τάισα, σας πότισα, δε μου' ρχεται να σας αφήσω ακρέβατους τη νύχτα. Πιο πέρα είναι ο στάβλος, θα σας στρώσω κι αύριο έχει ο Θεός.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
(χαρούμενος)
Σας το' πα μωρέ ή δε σας τό' πα πως τούτη η κώμη είναι βλογημένη;
Μπροστά η Κατερίνα, ακολουθεί ο Διδάσκαλος πιο πίσω ο Περικλής που χασμουριέται και τελευταίος ο Δημήτρης που πριν βγει απ’το σπίτι πλησιάζει τον Μάριο και του λέει με φωνή ίσα ν’ακούγεται:
ΔΗΜΗΤΡΗΣ
Τυχερέ, κοίτα να το χαρείς!
ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο στάβλο.
Ξημερώνει ο Θεός τον κόσμο και βρίσκει του μαθητές ναρκωμένους σε ύπνο ανάλαφρο, μαυλιστικό επάνω στ’άχερα του στάβλου.
Βρίσκει και τον Διδάσκαλο να διαλογίζεται τα ορατά και τ’αόρατα του κόσμου τούτου και του άλλου, ξυπνός από ώρα, καθιστός σε άβολη στάση.
Μπαίνει η κυρά να φέρει γάλα φρέσκο και ψωμί. Σαν βλέπει τον ασκητή στη θέση αυτή σαστίζει. Τα μάγουλά του έχουν χάσει το αίμα τους, τα μάτια του γυρισμένα ανάποδα. Ασυνήθιστη των μοναχών τη δούλεψη να βλέπει, ταράζεται, λέει να του μιλήσει μπας και συνέλθει.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
Μέρα καλή ασκητή. Λιγάκι γάλα αφήνω για σένα και τα παλικάρια.
Ο Διδάσκαλος δεν την ακούει. Βαθιά συλλογή έχει, ταξίδεμα αλαργινό και παίρνει ενόχληση. Κι ύστερα, λες και ανοίγουν οι πόρτες του κόσμου αυτού του σάρκινου και φυσάει αγέρας δροσερός, έρχεται στα σύγκαλά του και ανακάθεται. Παίρνει το χρώμα του λιγάκι να ροδίζει και χαμογελά γλυκά στην πρωινή γυναίκα.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Καλή σου μέρα με ευλογία ανοιχτοχέρα αρχόντισσα. Ύπνο γλυκό μας δώρισες σαν τα αγαθά τα χθεσινά. Να' σαι καλά.
Κι ευθύς αμέσως παίρνει την κούπα με το ολόδροσο το γάλα, βρέχει τα ξεραμένα χείλια, η καρδιά χτυπά ευχαριστημένη.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Τα αδέλφια μου κοιμούνται ακόμα, γι' αυτό λόγο δικό σου θέλω, εμπιστευτικό κυρά μου. Ήταν η νύχτα σου πλασμένη κατά το ποθούμενο, τρεις θα φύγουμε από δώ ή πάλι τέσσερις;
Γέρνει το κεφάλι η γυναίκα, κοιτάει τα σώματα των αδελφών, ακούει ρόγχο, ικανοποιείται.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
Λίγη η νύχτα, μια σταλιά ασκητή. Σύρτε στους δρόμους, κάνε δουλειά σου, άστε με μένα, ακόμα απόφαση δε πήρα. Μα το απόγιομα να μούρθετε ξανά και ή θα στον δώκω πίσω τον λεβέντη ή που σε γάμο θα σας κάνω πρώτους καλεσμένους.
Σμίγουν τα φρύδια του Άγιου.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Άλλη απάντηση καρτέραγα αδελφή μου μα, ως έχει θα υπακούσω. Δρόμους θα πάρουμε, λόγια θα πούμε όμορφα στα σπιτικά και τις πλατείες όλοι ν' ακούσουν κι όσοι το θέλουν κι όσοι δεν το θέλουν. Ίσα να γύρει ο ήλιος ξεπνεμένος θα'χουμε γυρίσει.
Βάζει φωνή δυνατή.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Ξυπνάτε αδέλφια, σας περιμένει ο Θεός να αρχινίσει τη δουλειά του!
Κι αμέσως η γυναίκα πισωπατεί και φεύγει να μην την δούνε οι χαυνωμένοι άντρες και ντραπούνε.
ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο καθιστικό του αρχοντικού της Κατερίνας.
Πλούσιο το δείπνο, έχει όλα τ’αγαθά. Κάθονται και τρώνε οι αδελφοί, μιλιά δεν έχει βγει απ’το στόμα. Μαζί τους τρώει πιο κει και η Κατερίνα. Κι έχει το πρόσωπό της μια γλύκα διαφορετική λες κι έχει απλώσει ο έρωτας μια ανάσα νιότης το κορμί της. Μερέψαν λες τα νεύρα της, ίσιωσε η φωνή της, πιο θηλυκιά από χτες φαινόταν σ' όλους. Μαζεύει κάθε τόσο τα περισσευούμενα από το φόρεμά της, φαίνονται οι λευκοί αστράγαλοι.
Ο ωραίος Μάριος πιο πέρα καθισμένος, τρώει με όρεξη ταύρου, για δυο αδελφούς, διπλή, τριπλή μερίδα. Χλομό τον είδαν οι αδελφοί και στην αρχή γελάσαν μεταξύ τους. Μα του προσώπου η αναιμιά είναι και στην καρδιά, αμίλητος, ακουβέντιαστος. Δεν πειράζει τον Περικλή ως συνήθως και στον Δημήτρη είπε μόνο "γεια σου αδελφέ μου".
Πολύ στενάχωρος είναι ο Διδάσκαλος, δεν θέλει τη θλίψη στην καρδιά των αδελφών. Κοιτάζει την κυρά, ξέρει ότι κείνη είχε φέρει τη σιωπή. Κι ύστερα για να διώξει της αμιλησιάς το δαίμονα, ρίχνει το δόλωμα που εργάζεται στ' αυτιά της οικοδέσποινας.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Τρώτε γοργά, να σείονται οι μασέλες. Φεύγουμε αδέλφια απόψε! Γλυκιά η νυχτιά, καλοκαιράκι. Ο μουσαφίρης μιας νυχτιάς καλός μα όχι πάρα πέρα. Τρώτε λοιπόν, τη σάρκα σας στηρίχτε, έχουμε δρόμο μπροστά μας και σκοτάδια.
Ευθύς ως τ’ακούει αυτά η κυρά ανακάθεται, άγρια ματιά στέλνει στον Άγιο, σηκώνει φωνή.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
Δε πάτε πουθενά, πουθενά σάς λέω. Η νύχτα έχει ορμήνιες άσχημες, άλλο να ήταν μέρα. Που θα πλαγιάσετε, πολύ είστε όλοι κουρασμένοι. Λέω να μείνετε, ναι, μια νύχτα ακόμα.
Γελάει από μέσα του ο Διδάσκαλος πολύ ευχαριστημένος.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
(μονολογώντας)
Έπεσες στη παγίδα το λοιπόν.
Γυρνά προς τη γυναίκα λόγο αλλιώτικο.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ.
Οι γρίφοι δε μ' αρέσουνε κυρά μου. Είπες απόφαση πως πήρες και σωστό δεν είναι το λόγο να μην τον κρατάς άμα τον δεσμευτείς. Έχε τα θάρρητα και πες μας την όποια απόφαση να δούμε και να πράξουμε.
Ανασεμιά προηγείται και ύστερα ο λόγος της. Ρίχνει βλέμμα χαμηλό στον Μάριο, τον βλέπει να μην την ελέγχει, παίρνει το θάρρος.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
Γλυκέ ασκητή, καλά το είπες όποιος τον λόγο πάρει να τονε κρατά. Μα, συγχώρα με, ακόμα είμαι μπερδεμένη. Τι το' θελες σε πειρασμό να βάλεις ένα κορμί ταγμένο στον Άγιο Πουθενά; Καλά να πάθεις. Πολλά είναι τα χρόνια που' χε χέρι αντρικό να με αγγίξει, σάστισα, οι λογισμοί μου ακόμα σε κουβάρι. Θέλω λοιπόν να πω, αδοκίμαστος θα μείνει ο μορφονιός ο Μάριος, με το σταράτο δέρμα αν μείνει μόνη του η μυρωδιά στο στρώμα μου. Κι αν πεις για τέχνη ερωτική, πολύ ενωρίς να πω άλλα ακόμα. Μα, θα' θελα ο φαλακρός με το βοϊδίσιο βλέμμα, τα χοντρά ποδάρια, την ευγενική μιλιά, απόψε να με συντροφέψει. Πιο στέρεα γνώμη να έχω ως αύριο σχηματίσει. Συμπάθα με ασκητή, γυναίκα είμαι, χώμα, πηλός, μη κρίνεις από σένα.
Ανοίγει ο Περικλής το στόμα του, του το κλείνει ο Δημήτρης μην μπουν οι μύγες μέσα.
Σμίγουν τα φρύδια του Μάριου μα δεν βγάζει κουβέντα.
Το βλέμμα του Διδασκάλου σαν μέρα βροχερή. Τα μάτια του δυο κάρβουνα αναμμένα.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Τέτοια που λες δεν ήθελα ν’ ακούσω Κατερίνα. Τι είναι ο άντρας λοιπόν, να μπει σε παλαίστρα ερωτική κι αν βγει νικητής έπαθλο παίρνει εσένα; Πολύ με σύγχυσες μα απόφαση εγώ δεν παίρνω. Κριτής σε άλλου το κορμί, τη σκέψη, εγώ δεν κινδυνεύω. Να οι αδελφοί, να και οι λογισμοί τους.
Ο Μάριος κοιτάει τον Περικλή κι εκείνος ξεροκαταπίνει.
ΠΕΡΙΚΛΗΣ
(στον Μάριο)
Τι γνώμη έχεις αδελφέ μου;
ΜΑΡΙΟΣ
Κάμε ό,τι θέλεις, εμπόδιο δεν σου γίνομαι. Ο Δάσκαλος για μας, εκείνον ρώτα.
Ο Δάσκαλος σιωπά. Ο Περικλής κοιτά την Κατερίνα.
ΠΕΡΙΚΛΗΣ
(σηκώνεται όρθιος)
Έρχομαι κυρά μου, αδελφέ μου, συγχώρα με.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Πάμε αδέλφια, εμείς στο στάβλο κατοικούμε, το μάθαμε πια.
ΤΟ ΙΔΙΟ ΒΡΑΔΥ ΣΤΟ ΣΤΑΒΛΟ
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στον στάβλο ο Διδάσκαλος Αντώνιος, ο Μάριος και ο Δημήτρης.
Έχει καθίσει ο ύπνος στα βλέφαρα του Δημήτρη, πιο μικρός, πιο ευαίσθητος από τους αδελφούς, κοιμήθηκε αμέσως.
Μα ο Μάριος έχει βαριά ανάσα, βογκητό, αδύνατο να βρει ησυχία. Βλέπει το Δάσκαλο στο στρώμα του να ετοιμάζεται άσκηση να κάνει, παίρνει το θάρρος, τον ζυγώνει.
ΜΑΡΙΟΣ
Διδάσκαλε, συμπάθα με που σ' ενοχλώ μα ο ύπνος δεν έρχεται απόψε.
Γυρνά βλέμμα γλυκό και λόγο γλυκύτερο ο ασκητής στο μαθητή του.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Το ξέρω αδελφέ μου. Σε περίμενα να' ρθεις να μου μιλήσεις. Έχει η καρδιά σου φόρτωση, έλα λοιπόν, μη λογαριάζεις την κούρασή μου, δώσε μου το βάρος, αντέχω.
ι ευθύς ο Μάριος ξεσπά σε κλάμα γοερό, ανοίγουν οι κρουνοί σταματημό δεν έχει. Μούσκεψε ο ώμος του Άγιου, περνάει ώρα μέχρι να συνέλθει.
ΜΑΡΙΟΣ
Συγχώρα με Άγιε ασκητή, ανάξιος, ανάξιος φάνηκα! Σε ντρόπιασα, συγχώρα με!
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
(τον μαλώνει για να τον συνεφέρει)
Έλα, στον άντρα το κλάμα με το μέτρο Μάριε. Πες μου τι έφερε η νύχτα η χθεσινή στο στρώμα της γυναίκας. Πες μου πού στάθηκες πολύς και πούθε λίγος, όλα τ' ακούει ο Δάσκαλος, έλα, άσε και λίγα δάκρυα γι' άλλη φορά.
Σφουγγίζει τα δάκρυα απ’τα κόκκινα μάτια του ο Μάριος κι αφήνει χείμαρρο τις λέξεις δίχως μπόδεμα ν’αλαφρώσει η καρδιά.
ΜΑΡΙΟΣ
Μέγαιρα αυτή η γυναίκα Άγιε, θεέ μου συγχώρεσέ με! Μέγαιρα, λάμια ερωτική, μεδούλι δε μου αφήκε! Χίλιοι δαιμόνοι κατοικούν στο ωραίο της κορμί, ο Πονηρός ο ίδιος! Κι ανάμεσα στα μακροπόδαρά της, είδα τη Κόλαση και τον Παράδεισο μαζί! Κι άγγελος να' σαι θα λυγίσεις στη φωτιά της, κι άγιος να' σαι θα προσκυνήσεις τα καπρίτσια της. Σάλεψε ο νους μου Δάσκαλε, τα λογικά μου είχα χάσει ώσπου να φέξει. Το κορμί μου ξεμεδουλιασμένο δεν κράταγε άλλο κι εκείνη ζήταγε να της σβήσω την άσβεστη ακόμα πύρα! Που να τη βρώ τη δύναμη Άγιε, άνθρωπος είμαι, στάχτη, αγέρας. Σαν έφεξε ο ήλιος μ' άφησε να χαρώ το στρώμα, ο ύπνος ο αδελφός να με κουρνιάσει. Μέχρι το μεσημέρι κοιμήθηκα κι ύστερα με τάισε τα αγιοβότανα τα δυναμωτικά κι άρχισε πάλι να χορεύει σα τη Σαλώμη στο κορμί μου. Μέχρις να' ρθείτε παρά λίγο να αποκάμω κι εκείνη ακόμα ρούφαγε από το μέλι αχόρταγα! Ο ίδιος ο Εωσφόρος την κατέχει σου λέω Διδάσκαλε, Δυνάμεις συγχωράτε με!
Κουνάει το κεφάλι ο Δάσκαλος, χαϊδεύει στοργικά τον πονεμένο αδελφό, πολλά περνούν απ’το λογισμό του μα κρατάει λογαριασμό.
Κι αργότερα, βλογάει τον καλό αδελφό, τον βάζει για ύπνο, να’ρθεί ο σκότος να τον συντροφέψει ως την αυγή να’χει αγαλλιάσει η ταραχή.
Νιώθει κούραση κι αυτός, γονατίζει, ψάλλει έναν ύμνο, λέει δυο λόγια ακατάληπτα, δικά του, γέρνει στο ταπεινό αχυρόστρωμα και κοιμάται.
ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ, ΓΥΡΩ ΣΤΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο καθιστικό του σπιτιού της Κατερίνας.
Αράζει η κυρά τα ωραία ποδάρια της στο κεντητό της στρώμα και παίρνει ρώγες σταφύλι, δροσίζει ο στόμας της, ευφραίνεται η ψυχή της.
Που είναι τα νεύρα, οι φωνές, οι απειλές της πρώτης μέρας; Ταξίδι έχουν φύγει, κανείς δεν τα ξανάδε.
Τρώει ο Διδάσκαλος σκυφτός, ανόρεχτος, μασουλάει και καμιά τρίχα απ' το δασό σαγόνι του, ξέρει τι λόγια είναι να’βγουν από της μητρομάνας τα σωθικά.
Αφήνει και κανά μουγκρητό να του ξεφύγει, να αλαφραίνει.
Τρώει ο Μάριος ήσυχος, μονάχα ακόμα θλιμμένος. Μαζί του συντροφιά στενή ο Δημήτρης που ρίχνει καμιά ματιά δειλή στα τροφαντά καπούλια της γυναίκας.
Κι ο Περικλής, που’χει στη πλάτη του μια νύχτα ολόκληρη κι ένα πρωινό στο στρώμα της κυράς έχει αρπάξει το αρνάκι απ'το σβέρκο και μοιάζει με λιμάρη πού'χει να δει φαί μήνες ολάκερους. Αρπάζουν τα παχουλά του δάχτυλα, σχίζουν το κρέας, πιάνουν σειρά οι μασέλες ύστερα ο στόμαχος.
Κοιτάζει που και που η γυναίκα τον καραφλό εραστή της, γελάει φχαριστημένη. Κι ύστερα βαριέστησε την αμιλησιά και είπε να της δώσει μια με τη φωνή της να την χαλάσει.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
Να' σαι καλά ασκητή που' ρθες στο σπιτικό μου. Αν άνεμος σ' έφερε να μου το θυμηθείς να ψέλνω τους ανέμους. Αν σ' έφερε η λιακάδα να γίνει ο ήλιος για μένανε Θεός να τονε προσκυνάω. Αν πάλι σ' έφεραν οι θολοί σου, ασκητάρικοι λογισμοί που εμείς οι άνθρωποι της μέριμνας αδύνατον να εξηγήσουμε, κάνε τους μια προσευχή και πες μου τη να την έχω προσκέφαλο το κάθε βράδυ. Με λόγια απλά, γυναικεία, να τα λέω, να χαίρομαι. Πως χθες και σήμερα δεύτερο άντρα είδε το στρώμα μου, θάμα για μένα, Άγιε, συγχώρα μου της σάρκας την ανάγκη. Φταίει άραγε ο καρπός ή το δέντρο που τον χτίζει; Και σήμερα πιο διάφανη είναι η καρδιά μου, πιο στέρεη, πιο κοντινή η απόφασή μου.
Έπαψαν όλοι το φαΐ κι άκουγαν τα λόγια της γυναίκας. Τρίβει ο Διδάσκαλος το παχύ το μούσι του απάνω στο πιάτο του και έχει τη λέξη στο στόμα.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Ωραία μας τα' πες Κατερίνα, γάργαρα τρέχουν οι λέξεις της ευγνωμοσύνης από κει που πριν δυο μέρες βγήκαν απειλές κι ήθελες να μας διώξεις. Στα πρώτα ο όμορφος αδελφός Μάριος σ' ανάστησε, γυναίκα σου θύμισε ότι είσαι κι όχι μοναχή, σ' έφερε στα καλά σου. Και ο αδελφός ο Περικλής, με το σεμνό το στόμα, το αντρίκειο σώμα σου' δωσε το περίσσευμα, και σε θωρώ σήμερα αρχόντισσα πιο καλά κι από βασίλισσα. Πες μας λοιπόν, στο δοκιμαστάρι τους έβαλες, δικαστής στου έρωτα τη τέχνη τους έστησες μπροστά σου, ποια απόφαση κατέληξες, να φύγουμε οι άλλοι, γιατί έχει κι άλλες πολιτείες ο Θεός θέλουν κι αυτές σαν τη βροχή, το λόγο της 'μεταλλαγής' να τους δροσίσει. Ο ασκητής που τεμπέλεψε και θρέφει το κορμί στον ίδιο τόπο, είναι χαμένος, σαπίζει ο νους του, οι προσευχές αραιώνουν, αρχίζει η σάρκα και του λέει τι και πως. Η άσκηση η μόνη του τροφός, γυναίκα, φίλη και αδελφή η ταλαιπωριά και η σκόνη του αγέρα.
Γυρνά το βλέμμα ο Περικλής πότε στο Δάσκαλο και πότε στη κυρά, η απόφασή της αγωνία μεγάλη γι' αυτόν.
Κι ο Μάριος έχει στυλώσει το μάτι του στην Κατερίνα, στοχάζεται τις ώρες που τον μάλαξε στο στρώμα της, καρτερά την τελική της γνώμη.
Μόνο ο Δημήτρης έχει κρυφτεί παράμερα και όπως το συνηθίζει κουβέντα δεν του βγαίνει.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
Μ' αρέσει να σ' ακούω Άγιε, καλά το λένε ότι ξέρεις τις λέξεις να διατάζεις. Θα'ρθω και στην απόφασή μου μα όχι απόψε και μη μου θυμώσεις. Τι το' θελες να'χεις μαζί σου τρεις και όχι δύο μαθητάδες; Δε λέω, όμορφος ο πρώτος, ο ψηλός με του Άδωνη το σώμα, πιο βάρβαρος ο δεύτερος, πιο αψύς, σαν αγροτάρης, σαν βοσκός, το θέλει κι αυτό η γυναίκα. Μα από την πρώτη μέρα εντύπωση μου έκαναν τούτου του νέου, του τρίτου στην παρέα σας τα πλανεμένα μάτια, μιλιά δεν έβγαλε, κουβέντα ακόμα να ακούσω από τα χείλη του, μα πρόσεξα, γυναίκειο μάτι βλέπεις έχω, όλα τα κόβει στη στιγμή, πως κοίταζε συνέχεια τις γάμπες μου και μου άρεσε αν θέλεις την αλήθεια. Δώσ’ μου τον Δάσκαλε καλέ, μια μέρα του Θεού είναι ακόμα ο κόπος σου χαμένος δεν θα πάει Αύριο τέτοια ώρα σου το υπόσχομαι και σε κοιτάω στα μάτια, τη γνώμη την οριστική θα έχεις, να το ξέρεις, τέταρτο να μου προξενέψεις δεν έχεις, τι φοβάσαι;
Πετάγεται όρθιος ο Δημήτρης, αλάφιασε, η καρδιά του λες κι ήθελε να σκίσει το κορμί να' βγει απόξω. Γλείφει τα ξεραμένα χείλη του, η ανάσα του σα ζώου σερνικού. Γουρλώνουν τα μάτια του, κόκκινη η μούρη του, οι αδελφοί δεν τον έχουν ματαδεί έτσι.
Τον γραπώνει απ' τον ώμο ο Δάσκαλος, δυνατό το χέρι του σαν θέλει, τρομάζει ο Δημήτρης, κάθεται πάλι κάτω, μα έρχεται σιμά στον Άγιο, να παίρνει δύναμη, να είναι ασφαλής.
Παίρνει φωνή αυστηρή ο ασκητής, σκύβουν κεφάλια οι άλλοι.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Άκου κυρά μου, τα αγαθά που έδωσες ο Θεός θα στα πλερώσει, γι' αυτά σε φχαριστούμε. Ήρθαμε της Θείας Mεταλλαγής σποριάδες μακρινοί, φτωχοί και κουρελήδες, στάχτη απ' τη στάχτη του Θεού, έτσι κάνουμε μήνους, χρόνια, δεν κουραστήκαμε, πάλι στάχτη θα γίνουμε, σε άλλους τόπους, πρόβατα και θα μας οδηγήσει ο Καλός Ποιμένας. Σε γνώρισα απ' την καλή δυο μέρες τώρα, ο διάβολος, με συγχωρείς, ν' ακούσεις την αλήθεια, φαίνεται κυβερνάει το λογισμό και το λευκό κορμί σου. Άσχημος σύμβουλος, κατακτητής μαυλιστικός, κι εγώ τον πολεμάω με όσα ο Πατέρας μου όπλα μού έχει δώσει. Ο πόλεμος από του Κάιν τη φλέβα έχει που κρατάει, δε σε κατηγορώ ούτε γι' αυτό, γυναίκα είσαι. Σ' άκουσα χτες, είπες απόφαση θα πάρεις, μας γέλασες. Σ' άκουσα σήμερα, πάλι τα ίδια. Να υποτάσσεται ο άνθρωπος στου Θεού τα βίτσια, είναι γραμμένος, αλλιώτικα δεν μπορεί να κάνει. Να υποτάσσεται άντρας στης γυναικός το άστατο βούλευμα, μοιάζει με καράβι σε θύελλα δίχως καπετάνιο. Ανεπίτρεπτο, δεν περπατάει ο κόσμος έτσι. Μέσα μου κι άλλος πόλεμος τώρα, καθώς ετούτος ο νεαρός παρθένος είναι, άλλο απ' της μάνας του δεν έχει δει βυζί, άλλο απ' της μήτρας που τον γέννησε δεν έχει ζήσει θέρμη. Σαν μπει στο κάστρο το δικό σου κι ύστερα τον διώξεις, κακό ασύλληπτο θα κάνεις, για πάντα θα σε μνημονεύει, ο Θεός του εσύ θα γίνεις, πάει ο αληθινός Θεός, ξόφλησε για κείνον. Κι όπου μακριά κι αν τονε σύρω, σένα θα τραγουδάει κάθε ημέρα, κάθε νυχτιά, σε κάθε βήμα του το ένα ποδάρι θα γυρνάει στο τόπο σου. Μεγάλη ευθύνη να στον μπιστευτώ, είναι ο Βενιαμίν του αδελφάτου μου, ο πιο γλυκός μου αδερφός, σχεδόν για γιό τον έχω.
Ακούνε όλοι σιωπηλοί, η κάθε λέξη του Δασκάλου χάραγμα στο μυαλό τους. Σκυφτός ο Μάριος, ακουβέντιαστος, το ίδιο ο Περικλής σκυμμένος κι η καράφλα του γυαλίζει την λυκόφωτη αχτίδα που τρυπώνει απ’το παραθύρι.
Μα ο Δημήτρης νιώθει τώρα ο εκλεκτός, δεν θέλει να μείνει αυτός απ' έξω. Τα κάλλη του έρωτα θέλει να γευτεί κι αυτός, γυναίκειο χάδι στα μεριά του, στα στήθια του να' ρθει επιτέλους η χαρά, να λέει αργότερα ερωτικά τραγούδια μαζί με προσευχές.
Σκύβει προς το Δάσκαλο που ξεφυσάει μαυρισμένος απ' τις σκέψεις κι όσα του λέει με δύναμη που δεν πίστευε ότι είχε.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ
Αγαπημένε Δάσκαλε, το ξέρεις, τη ζωή μου για σένα όποτε θες μπορώ να δώσω. Όταν με κάλεσες δεν σκέφτηκα στιγμή να ακολουθήσω. Θυμάμαι πάντοτε και κλαίω κείνη τη μέρα που συναντηθήκαμε, εγώ σε τόπο αφιλόξενο, μονάχος, πιο μοναχός κι απ’το σκοτάδι, σιγαλά να τραγουδώ, η μόνη παρηγόρια μου, φωνή να βγαίνει απ’τη ψυχή αντί να βγει μαχαίρι να στραφεί στον εαυτό μου που ένιωθα κιόλας βάρος ασήκωτο. Κι ήταν εκείνο το τραγούδι μου μια προσευχή, ο Κύριος να κάνει ένα θάμα, να σωθώ κι εγώ ο πεντάρφανος, να μη χαθώ. Κι εσύ εμφανίστηκες, σταλμένος από Κείνον, το δίχως άλλο, έγινε το θάμα, το χέρι σου μου άπλωσες, το’ σφιξα στο δικό μου, λέξη δεν είπες, δε χρειαζόταν κοντά σου ήρθα γοργά, ούτε λεπτό δεν άφησα χαμένο. Κι από τη μέρα εκείνη που ξαναγεννήθηκα, τα’ άγια χέρια σου σαν με ακουμπάν νομίζω είναι ο κεραυνός και σύγκορμος ριγώ, τον άγιο λόγο σου όταν ακούω, τραγούδι της νυχτιάς νομίζω είναι και αποκοιμιέμαι στα ουράνια σύννεφα. Τη θέλησή σου εκτελώ με μια ματιά σου, χωρίς λόγο να βγάλεις, θέλω μονάχα εσέ να ευχαριστώ. Ποτέ μου χάρη δε σου ζήτησα καμία. Μονάχα τώρα θέλω αυτή τη χάρη να μην την αρνηθείς σ' αυτόν που λες ότι είναι γιος σου. Παίρνω τα θάρρητα και στο ζητώ, θέλω με την κυρά κι εγώ να κοιμηθώ, πρώτη φορά να μάθω πως ψέλνουν τον έρωτα οι ανθρώποι, άνθρωπος κι εγώ Δάσκαλε, χώμα κι εγώ, σάρκα κι αυτή ζητάει αυτά που έχει στερηθεί. Πρώτη φορά που έτσι σου μιλώ, συγχώρα με, άλλο δεν θα πω, στη σιωπή την όποια απόφασή σου θα υπακούσω.
Όρθιος στέκεται ο ασκητής, νέφη σκεπάζουν το ωραίο του πρόσωπο, τα λόγια του μικρού του μαθητή σαν βέλη έχουν ματώσει τη καρδιά του. Σήκωσε η σάρκα του φωνή, τον κυρίεψε ο πόθος, τι να φταίει;
Μόνο που άλλα είχε σκεφτεί για κείνον, άλλα του ετοίμαζε που μόνο το άσπιλο, αφίλητο κορμί μπορεί να κάνει. Μα, δεν μπορούσε να αρνηθεί. Καταραμένη τι ώρα που' χε αυτή τη πόρτα βροντήξει, καταραμένη η στιγμή που' θελε τον προξενητή να κάνει, αυτός'χε το σφάλμα όχι οι αδελφοί. Πρόβατα υπάκουα εκείνοι, κείνος τους έμπασε στου λύκου τη φωλιά.
Κοιτάζει τη γυναίκα ολόισια στα μάτια, τον κοιτά κι εκείνη μια στιγμή, μετά το βλέμμα χαμηλώνει, ύστερα τον Δημήτρη που κάθεται σκυφτός και κάτι μόνος μουρμουράει.
Και τότε βγάζει την κρίση του, κι ο Θεός βοηθός.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Τα πρώτα βήματα, γυναίκα, του ανθρώπου στη ζωή ευαίσθητα, σαν το κλαράκι στου ανέμου την χαλάστρα διάθεση. Κρατάει ο πατέρας το κορμί μη πέσει, στεριώνει τα λιγνά καλάμια να' ναι το βήμα όπως πρέπει, έτσι κι ο Ουράνιος Πατέρας τα όμοια κρατάει τη ψυχή μη πέσει σαν το δρόμο Του θελήσει να πορέψει, ξέρω εγώ καλύτερα απ' αυτά, σου μιλάω αληθινά. Εκείνος κρίνει, Πάνσοφος, Κείνος μηνάει, εμείς τα όργανα, παίζουμε το σκοπό. Θέλει ο γλυκός μου γιος να σε ακολουθήσει στου έρωτα το δρόμο, πάρ'τον. Μονάχα ένα σου λέω, άκουσέ το Κατερίνα. Μην τον αφήσεις αύριο πιο μόνο από σήμερα. Τα βήματά του αμάθευτα, πρώτα και ασίγουρα, κοντά του να' σαι, δυνατά τα μπράτσα σου, ο έρωτας ν' ανθίσει ευγενικά δίπλα στο δικό σου δέντρο το έμπειρο. Όποια η απόφασή σου, δε σε δεσμεύω, μα μην τον σπάσεις κι ύστερα δεν μπορώ να τον κολλήσω. Έρχεται μέσα σου κείνο που θέλω να σου πω;
Σηκώνει το βλέμμα η γυναίκα, η φωνή της σιγαλή, σεμνή, στρωμένη.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
Στο υπόσχομαι ασκητή. Συγκλονισμένη είμαι απ' όσα ακούω, να ξέρεις, καλύτερη με αφήνεις αύριο ό,τι κι αν γίνει απ' ό,τι με εύρες. Άσε μου τον παρθένο νέο σε με, καλύτερη από μένα πρωτοβγάλτρα δεν ήταν να του τύχει, πίστεψέ με. Κι ό,τι κι αν αύριο ξημερώσει ο Θεός, πιο ακέραιο από σήμερα θα σου τον στείλω πίσω.
Μερεύει η μορφή του Δάσκαλου, τα χείλη χαμογέλασαν, η φωνή του χαμηλώνει.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
(σηκώνεται)
Πάμε λοιπόν εμείς οι υπόλοιποι αδέλφια. Ο στάβλος σπίτι μας κι απόψε.
Και σμίγοντας με τον Δημήτρη πού’χει το πρόσωπό του λάμψη διαφορετική, απιθώνει το άγιο χέρι στον λιγνό του ώμο και με φωνή απαλή να μην ακούσει άλλος, δυο κουβέντες του αφήνει για κληρονομιά για τη μεγάλη νύχτα.
ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΣΤΟ ΣΤΑΒΛΟ
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Μέσα στο στάβλο.
Καθιστός διαλογίζεται ο Δάσκαλος σε μια γωνιά του αχερώνα. Οι δυο αδελφοί, πεσμένοι δίπλα δίπλα στα μαλακά τα άχερα, ύπνο δεν έχουν. Κοιτούν τα δοκάρια στο ταβάνι λες κι είναι τ’άστρα τ’ουρανού.
Στενάζει πότε πότε ο Περικλής, στενάζει ευθύς αμέσως και ο Μάριος. Σε λίγο δεν αντέχει, βάρυνε η σιωπή, δεν αντέχεται απόψε. Θέλει άνθρωπο ο Περικλής να μοιραστεί μια δυο κουβέντες, άλλος δεν υπάρχει, μονάχα ο Μάριος.
Γυρνά το σώμα στον καλό αδελφό του, σκιές γεμίζει το άτριχο κεφάλι του.
ΠΕΡΙΚΛΗΣ
Κοιμάσαι αδελφέ; Το ξέρω, δεν κοιμάσαι. Ούτ’ εγώ. Σιγά μιλάω, ο Δάσκαλος δεν πρέπει να ενοχλείται. Έχω πολλά φορτώματα απόψε αδελφέ μου. Λες κι άλλαξε η ζωή μου σε μια μέρα, έτσι νιώθω.
Ακούει ο Μάριος το λόγο του αδελφού, γυρνά κι αυτός να είναι πιο σιμά του.
ΜΑΡΙΟΣ
Κι εγώ, αλήθεια σου μιλάω αδελφέ, τα ίδια νιώθω. Ντρέπομαι να τα σκέφτομαι μα ο νους μιλάει και η καρδιά χωρίς να με υπολογίζει. Θέλω τον ύπνο να έλθει μα δεν με ακούει, μονάχος, ξυπνητός μου φαίνεται θα μείνω να συλλογάμαι την όμορφη κυρά.
ΠΕΡΙΚΛΗΣ
Κι εγώ αυτήνε σκέφτομαι αδερφέ μου. Παρθένος δεν ήμουνα προτού να την γνωρίσω αλλά σαν αειπάρθενο μ' έκανε να μοιάζω σαν άρχισε να μου στορεί τον έρωτα, όχι το στόμα, το κορμί της πάνω στο τριχωτό δικό μου. Δυο τρεις φορές στ'άγουρα νιάτα μου είχα πλαγιάσει με θηλυκό μα αυτή είναι πλασμένη λες απ' όλα τα θηλυκά του κόσμου. Συμπάθα με που στα ξομολογούμαι όλα τούτα αδελφέ μα αν δεν μιλήσω απόψε θα σχιστώ, θα σκάσω, ο λογισμός, το σώμα, η ψυχή γιομάτα όλα από κείνη.
Στενάζει ο Περικλής, στενάζει ο Μάριος, ντουέτο το πηγαίνουν.
ΜΑΡΙΟΣ
Αχ, κι εμένα αδερφέ μου, τι τα θες, κι εμένα! Σκέφτομαι και τον αμόλευτο μικρό μας αδερφό που χαίρεται τώρα όσα εγώ προχτές κι εσύ εχθές στα άσπρα της σεντόνια. Από τη μια, δεν ντρέπομαι, το λέω, τι ζήλεια, τούτη η άρρωστη σκιά σκεπάζει τη καρδιά μου μα απ' την άλλη χαίρομαι που ο αδερφός μπαίνει προσκυνητής νεόφυτος στου έρωτα το δώμα.
ΠΕΡΙΚΛΗΣ
Κι εγώ καλέ μου Μάριε, έτσι όπως το' πες, τη μια η οργή, παράπονο, που μ'άφησε χωρίς να με διαλέξει κι από την άλλη σκέφτομαι τα λόγια του Δασκάλου, βάλσαμο αλλά πια, αλίμονο, τόσο προσωρινό!
ΜΑΡΙΟΣ
Σώπασε αδερφέ, μην σκιάζεσαι. Ό,τι κι αν γίνει αύριο, εμείς θα σεβαστούμε. Έτσι όπως πρέπει. Μπήκαμε στο αλώνι της και δείξαμε το δικό μας. Όποιον διαλέξει, υπακοή αμίλητη θα δείξουμε. Είμαστε αδέλφια Περικλή, για μια γυναίκα δεν θα βγάλουμε μαχαίρια.
ΠΕΡΙΚΛΗΣ
Να' σαι καλά αδελφέ μου, τα πιο ωραία λόγια άκουσα απόψε, εξόν απ'του Δασκάλου τις ουράνιες λέξεις. Ναι, για μια γυναίκα, όχι, ποτέ δεν θα γινούμε από αδελφοί εχτροί. Κι αν ξημερώσει άσχημα για μένα, καλά θα' ναι για σένα, άρα για όλους μας. Αυτό θα πει αγάπη. Κι αν θέλει το μικρό μας για άντρα της η Κατερίνα, χάρισμά της, στο γάμο τους πρώτος θα σύρω το χορό. Να' σαι καλά, μέρεψες τη ψυχή μου Μάριε, καλέ, ακριβέ αδελφέ μου.
ΜΑΡΙΟΣ
Καλή σου νύχτα, Περικλή, κι έτσι όπως είπες σήμερα κι εγώ σου είπα επίσης, όμοια κι αύριο με το καλό να πράξουμε.
Γέρνουν κι οι δυο στα στρώματα και πέφτουν αλαφροί. Κι ο ύπνος που πριν αρνιόταν, τώρα γλυκός τους.
ΑΚΟΜΗ ΠΙΟ ΑΡΓΑ…
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Μέσα στο στάβλο.
Σηκώνεται και ο Διδάσκαλος από τα χάμω, ένιωσε κούραση, πλησιάζει να πέσει κι αυτός. Δεν του αρέσει η μέρα που έρχεται, το νιώθει, κάτι άσχημο γεννιέται.
Σκύβει, προσεύχεται, λιώνει τη διάνοιά του στου Πατέρα τη φωτιά, δεν ανακουφίζεται. Αυτή η γυναίκα έχει δύναμη μεγάλη!
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
(ψιθυριστά)
Πρέπει να βρω το δρόμο να' ρθουν πίσω τα καλά μου πρόβατα.
(κλείνει τα μάτια)
Δείξε μου Εσύ το πως και αυτό θα γίνει. Δείξε μου θεέ μου.
Και μέχρι να σφαλίσει ο ύπνος τα άγια μάτια, η ψυχή το ίδιο ψέλνει.
ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ, ΜΕΣΗΜΕΡΙ, ΠΡΙΝ ΓΥΡΙΣΟΥΝ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ
ΣΚΗΝΗ
ΕΞΩΤ. Σε κάποια πλατεία. Ο Διδάσκαλος Αντώνιος και οι δυο μαθητές, ο Μάριος και ο Περικλής.
Καθισμένοι στης πλατείας τ’απόμερα σκιερά είναι ο Διδάσκαλος και οι δύο μαθητάδες. Ο ήλιος καίει όλη μέρα, σκούρηναν τα δέρματα, ρίγιασαν τα πρόσωπα, δίψασε τα σώμα.
Κάθονται και πίνουν απ’την πηγή, δροσέρεψαν λιγάκι. Είναι και οι τρεις τους σκεφτικοί, λίγες κουβέντες, τυπικές.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Ακούστε με αδέλφια, πάντα μ' ακούτε, παράπονο δεν έχω. Πριν χρόνια από το σπίτι το ζεστό σας πήρα, σαν τον ψαρά σας τράβηξα απ' τη καλή φωλιά σας. Εσύ καλέ μου Μάριε, που ερμήνευες τα Νομικά, τα περίπλοκα, τα μπερδεμένα και πληρωνόσουν από ενόχους και αθώους για να τους έχεις την ελπίδα ζωντανή, είχες μπαφιάσει, η ψυχή σου ήταν πια κλειστή, μόλις σου ένευσα όλα τα παράτησες και ηύρες στη Μεταλλαγή το νόημα της ύπαρξης. Κι εσύ καλέ μου Περικλή, μάστορης ήσουν άριστος, χτιστάρης, οικοδόμος, τα χέρια σου έπιαναν το άψυχο και του’διναν ψυχή, το ξύλο ή το σίδερο ή τη πέτρα ακόμη. Μα ευτυχισμένος δεν ήσουνα, ήρεμος, αλαφροπάτης και σαν με είδες το’ νιωσες, η μεταλλαγή μίλησε στη καρδιά σου, όλα τα αφήκες για το δρόμο Εκείνου που’ γινε και ο δικός σου δρόμος. Κι ύστερα, ο μικρός μας, ο Βενιαμίν, ο Δημητράκης μας, με τη ψυχή του Ορφέα, τη γλυκιά φωνή, ο ντροπαλός μας ο αδερφός που τον μπιστεύτηκε η Δύναμη σε μένα να τον περπατήσω στα μονοπάτια του Ουρανού. Ορφανεμένο τόνε βρήκα να τραγουδάει μελαγχολικά ένα βράδυ σε κάποιο άθλιο ίδρυμα για την σκληρή του μοίρα και μου σχίστηκε η καρδιά. Η θλίψη της φωνής, τα λόγια της καρδιάς του, η θεία φωνή ενός αγγέλου. Μόλις τα βλέμματά μας σταυρωθήκαν, ματώσαν κι οι ψυχές μας και τα δάκρυα ποτάμι. Πατέρα με είπε πριν ακόμη με αγγίξει και είμαι, είμαστε γι’ αυτόν, να ξέρετε, ο κόσμος όλος. Παράπονο δεν έχει ο Κύριος για τον εργολάβο Του. Πρόθυμα ήρθατε, κι οι τρεις, μαζί μου να γνωρίσετε Εκείνον τον Αγνώριστο, τον Αόρατο, τον Λόγο τον κρυμμένο. Και που δεν πήγαμε μαζί, και που δεν έβγαλε η περπατησιά μας. Μέρη πολλά γνωρίσαμε, ανθρώπους μαύρους, άσπρους, καλούς και άγριους, εχθρούς και φίλους κάναμε, πάει καλά ως εδώ. Τούτος ο δρόμος, ο δικός μου, σας το' χα πει, ανήφορος και χαλικοστρωμένος. Πληγιάζει η πατούσα στο ανέβασμα, η ψυχή αλαφραίνει κι άντε πάλι απ'την αρχή. Από τα που’ ρθαμε στο ωραίο Περιστέρι και αράξαμε στο σπίτι της κυράς, πολλά έχουν αλλάξει αδελφοί, κι εσείς κι εγώ το ξέρουμε, το να κρυφτούμε δεν μπορούμε πίσω από το δάχτυλό μας. Πήρε ο Θεός που κρίνει τις ψυχές γυναίκας μάτια, πρόσωπο και σώμα και μας κρίνει τρία μερόνυχτα τώρα. Κίνδυνος, κίνδυνος μεγάλος αδελφοί! Έχετε τη ψυχή στ' αυτιά σας τώρα δα που σας μιλάω;
Γνέφουν συμφωνώντας και οι δυο, συνεχίζει ο Άγιος.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Απόψε το απόγευμα ο κίνδυνος αδέρφια, παραφυλάει πίσω απ' τη πόρτα αυτής της βλογημένης. Εγώ σας έριξα στου λύκου τη φωλιά, αυτή σας δάγκασε με δόντια που δεν νιώθει το σαρκί, μονάχα η ψυχή πονάει. Μείνατε κι οι δυο από ένα βράδυ και μια μέρα και μονομιάς τη θέλετε κι οι δυο σας για γυναίκα. Και σήμερα, αχ, θεέ μου, πιότερο ανησυχώ για το μικρό αδελφάκι μας, τον ακριβό μας τον Δημήτρη, που' ναι αμάθευτος, αγνός και θα τον ξεμυαλίσει. Αν άντρες πιο μεστοί την πάτησαν σαν μαθητούδια, κείνος θα θέλει πια να μ' αρνηθεί ολότελα και να ντυθεί γαμπρός, όχι με νύφη τη ψυχή όπως κρυφά ποθούσα αλλά με την κυρά αυτή που θα τον έχει σκλάβο. Μα τώρα άλλο με καίει αδερφοί, άλλο με σιγοψήνει και ανοίξτε κι άλλο τη ψυχή, φάτε το, καταπιείτε το σαν προσευχή.
ΜΑΡΙΟΣ
(ταραγμένος)
Τι είναι αυτό Διδάσκαλε; Πολύ ανησυχούμε.
Κατένευσε στα λόγια του Μάριου και ο Περικλής.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Ένας μονάχα γίνεται γαμπρός καλά μου αδέλφια, ούτε δυο, ούτε τρεις. Ένας μονάχα στης γυναίκας το στρώμα άρχοντας, ένας ο κύρης. Η απόρριψη των άλλων δυο, να τι με αργοψήνει από τα χθες που πέσαμε για ύπνο. Έψαλλα στον Πατέρα μου να δείξει τον δρόμο της λευτεριάς. Τον τρόπο το καλό να μείνουν οι άλλοι δυο αδελφοί αγαπημένοι με τον τρίτο, τον εκλεκτό της χάρης της. Να μείνει η αγάπη που ως τα σήμερα άνθιζε στη ψυχή μας κι αύριο και μεθαύριο και πάντα. Να ορκιστείτε δεν σας το ζητώ, ανόσιο να ορκίζεσαι, για τους υποκριτές μονάχα, σας το δίδαξα νωρίς αυτό. Μα δώστε μου λόγο αντρίκειο πρώτα κι ύστερα αδερφικό να μείνετε όπως είστε αν είστε, όπως κι η καρδιά της Κατερίνας γύρει στον έναν ή στον άλλο ή στον τρίτο. Υποσχεθείτε μου, γλυκά αδέρφια να μην βγουν της ζήλιας και του φθόνου τα μαχαίρια απ' τα θηκάρια και χύσουμε αίμα αδερφικό. Εμπρός, ελάτε να δέσουμε τα χέρια, υπόσχεση από καρδιάς να δώσουμε σηκωθείτε!
Ευθύς πετάγονται οι μαθητές, δένουν σε κύκλο ιερό τα χέρια με τον Άγιο, δίνουν υπόσχεση μέσα απ' την καρδιά τους. Δόξα ο Κύριος, έρχεται πάλι στα πρωτινά του ο κόσμος!
ΑΡΓΑ ΤΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο καθιστικό της Κατερίνας.
Κλείνει σιγά σιγά τα κουρασμένα βλέφαρά του ο ήλιος, δειλοπατώντας πλησιάζει η νύχτα δροσερή, να πάρει τη σκυτάλη, αιώνιο έργο.
Όμορφες, καλοκαιρίσιες μυρωδιές μπαίνουν απ’τ’ολάνοιχτο το παραθύρι του αρχοντικού στη σάλα τη μεγάλη που έχουν καθίσει πάλι, αποφαγωμένοι, οι τέσσερις.
Στο ένα πλευρό ο Διδάσκαλος με τους αγαπημένους αδερφούς, απέναντι η γυναίκα, σε κεντητές ωραίες μαξιλάρες ξαπλωμένη, σαν τη Σεχραζάτ, γυαλίζει από υγεία και ομορφάδα η ματιά της, λευκότερο από ποτέ το δέρμα της, στραφταλίζει στις θαμπερές αχτίδες.
Δειλά βλεφαριάζει ο Μάριος, κρατάει την καρδιά του στην ιερή υπόσχεση.
Ακόμη πιο δειλά κρυφοκοιτάει ο Περικλής, σκύβει το κεφάλι, πολεμάει να ηρεμήσει τον χτύπο της καρδιάς του.
Και ο Δημήτρης; Τούτος μοιάζει νεραϊδοπαρμένος, χαμένος, σκιά του καλού αδελφού που' ξεραν όλοι. Μα έχει γλυκάνει κι η δικιά του όψη, έχει ομορφύνει λες σε μια βραδιά, έχει περάσει μέσα του το ηδονικό το μέλι.
Ο Δάσκαλος τους κοιτάζει αυστηρά, το βλέμμα του σπαθί τους κόβει την όρεξη. Υπόσχεση ιερή έχει δοθεί, απαραβίαστη.
Βλέπει και τον Δημήτρη, τον αγαπημένο του και μορφάζει στενάζοντας.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
Πάει η παρθενιά σου, τώρα ο κόσμος που σε γέννησε σε έχει ξανά δικό του.
Στρέφεται τέλος στη κυρά, δεν παίρνει άλλη αναβολή τούτη η ταλαιπωρία. Μα πριν προλάβει ο στόμας να αφήκει τη πρώτη συλλαβή, το δωμάτιο πλημμυρίζει ένα τραγούδι υπέροχο, μια αγγελική φωνή, απ’τον Δημήτρη.
Σαν το ρυάκι που σαν προσέξεις να το ακούσεις μοιάζει με ένα παραπονεμένο απ’τις Νεράιδες, σκοπό, έτσι σκορπίζεται στο χώρο ένας σκοπός θλιμμένος, όμορφος, τρυφερός, με λόγια που είναι σαν μαχαίρια μα και σαν βάλσαμο για τη ψυχή του ανθρώπου. Θείες χορδές δονούνται, φτιάχνουν το ουράνιο έργο, κάλεσμα ερωτικό που σου πιάνεται η ψυχή.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ
Μικρή μου καρδιά
πώς αγάπησες;
πώς αφέθηκες;
όταν σε άγγιξε εκείνη
πώς ρίγησες;
σαν κρίνος ένα Μαγιάτικο πρωινό
για τον κόσμο της Αθανασίας κίνησες
μα τώρα, αν πρέπει να χαθείς
να μη φοβάσαι
και μέσα από το θάνατό σου
να ξέρεις
αθάνατη θε να’σαι…
Τραγουδάει ο μικρός και κλαίνε ως και του σπιτιού τ’άψυχα αγκωνάρια. Είναι η φωνή τούτη σα να βγαίνει από μυθική σπηλιά, κάποιου αλλοπαρμένου φαύνου, κάποιου τρελαμένου Σιληνού, κάποιου σαϊτεμένου κύκνου που αργοπεθαίνει και το νερό πενθεί και όλη η μαγεμένη Φύση.
Και σαν σταματά να τραγουδά, η σιωπή κόβεται λες με το μαχαίρι. Οι χτύποι ακούγονται απ’τις καρδιές σαν τουμπερλέκι, ολάκερο το Σύμπαν ένα χτυποκάρδι, μια ανάσα, μια φλέβα που βροντάει.
Βλέπει τα σκούρα ο ασκητής, λέει να διαλύσει τη μαγεία, να’ ρθει το αίμα στα μάγουλα, να ξεκινήσει ο κόσμος πάλι τη τροχιά του.
Γυρνά, καρφώνει την κυρά, κείνη απαντάει το βλέμμα του, φτιάχνει τον ποδόγυρό της, μαζεύει τα μαλλιά της, ευπρεπίζεται, ετοιμάζεται να τον ακούσει.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Κυρά μου, δεν το περίμενα, κανείς από δω μέσα, πως θ’ άκουγα τον αδελφό μου να τραγουδάει ξανά, με αιφνιδίασε και μ’ έχει συγκλονίσει. Σπάνια τον απολαμβάναμε, αλήθεια, οι αδελφοί κι εγώ κι όταν το έκανε ήταν μόνο για τον Κύριο να Τον δοξολογάει. Και απόψε, τούτα τα λόγια… μα, ας το αφήσω τώρα, πάει, πέρασε, στο θέμα μας. Έφτασε το λοιπόν η ώρα. Πολλούς προλόγους ν’ αποφύγουμε, φλυαρίες ανόητες δεν παίρνει η στιγμή. Καρδιές κρεμώνται από' να λόγο απόψε, το μέλλον κάποιου αδελφού αλλάζει από αύριο με μιας! Πες μας λοιπόν, έχουμε'τοιμαστεί και θα σ' ακούσουμε.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
(ανακάθεται η κυρά στα μαξιλάρια, σέρνει το βλέμμα μια γύρα απ' όλους, στενάζει ελαφρά).
Άγιε ασκητή, συμπάθα με, από το στόμα τούτου του παιδιού πριν λίγο ακούστηκε ο Θεός να τραγουδάει, κόντεψε η καρδιά μου να σωπάσει, μα συνέρχομαι ήδη, καλώς το είπες, άλλους προλόγους ανάγκη δεν έχουμε. Αληθινά στο λέω, άργησα, πάλεψα πολύ, όλη τη μέρα ώσπου να κοπιάσετε αυτός είναι ο λογισμός μου. Απόφαση πήρα το λοιπόν και θα στην πω ευθύς.
Ζωηρεύουν τα βλέμματα, ισιώνουν τα κορμιά, οι χτύποι της καρδιάς ακούγονται σαν γδούπος στο γλυκοσούρουπο.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
Μονάχα που έχω μια χάρη να ζητήσω τελευταία, ασκητή, για καλό είναι.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
(ξεφυσώντας)
Τι είναι πάλι Κατερίνα, νισάφι πια! Πες το μα να' ναι όντως για καλό!
Ξεροκατάπιε μαλωμένη η Κατερίνα, βγαίνει με δυσκολία ο λόγος της.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
Σε σένα θέλω πριν απ' όλους την απόφαση να πω ασκητή μου. Ας μείνουν παρά έξω οι καλοί αδελφοί, αργότερα εσύ τα νέα θα τους πεις με τον σωστό τον τρόπο, όπως τα ξέρεις.
Σκοτείνιασε το βλέμμα ο Άγιος.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
(ψιθυριστά)
Τι μαγειρεύει πάλι αυτή η Σαλώμη; Θεέ μου, να υπακούσω, ίσως να είναι πάλι για καλό, εντάξει, θα υπακούσω.
(προς τους μαθητές)
Πηγαίντε καλά μου αδέλφια έως το στάβλο κι ως που να ακούσετε να τρέχει η νύχτα μια σταλιά θα σας προλάβω τα μαντάτα.
Στενάζουν με δυσφορία οι αδελφοί μα υπακούνε. Ένας μετά τον άλλο περνάνε το κατώφλι της κυράς, χάνονται στο σκοτάδι.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Όλα σου τα καπρίτσια κάνουμε γυναίκα, το βλέπεις. Εύχομαι μονάχα να έχουμε τέλος καλό, να ημερέψω κι εγώ που αισθάνομαι βαρύ το βλέμμα του Θεού στο σβέρκο μου. Λέγε το λοιπόν, τι έχεις πάρει απόφαση;
Σηκώνεται η κυρά, αφήνει ζεστές τις μαξιλάρες, έρχεται σιμά στον Δάσκαλο, κάθεται πάλι.
Γυναίκεια, θηλυκιά μυρωδιά μπαίνει στα πνεμόνια του ασκητή, δυσφορεί με το μαγαρισμό, σύρεται παρά πέρα.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
Γλυκέ ασκητή, γιατί μου φεύγεις; Γυναίκα είμαι, όχι φίδι, δεν δαγκάνω. Μη γνοιάζεσαι και δεν σε μαγαρίζω. Πλάσμα του Θεού κι εγώ, μη φέρεσαι μ' αυτό τον τρόπο.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
(ψιθυριστά)
Ύπαγε οπίσω μου Σατανά!
Ρίχνει βλέμμα πονηρό η κυρά στον ασκητή, ανοίγει ο στόμας της και η φωνή βγαίνει γλυκιά, μαυλιστική.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
Τρεις νύχτες και τρία πρωινά οι καλοί αδελφοί μού ζέσταναν το στρώμα. Πρώτος ο Μάριος, ο καλοκαμωμένος, ο ψηλός, όμοιος κυπαρίσσι, ζηλευτός για κάθε μια κοπέλα. Με ντελικάτα δάχτυλα άγγιξε το κορμάκι μου, έγιανε τι ψυχή μου που'χε ερημέψει τόσα χρόνια μοναχή. Η σάρκα μου λιμπίστηκε τον έρωτα, έπεσε με τα μούτρα. Μα είδα πως είναι λεπτολόγος, μυγιάγγιχτος, γκρινιάρης. Το κάθε τι το εξηγεί, ζητάει να το διαλύσει και σαν στον έρωτα μιλάς χάνεται τι ομορφάδα. Τέτοια γυναίκα δεν κάνω εγώ γι' αυτόν. Ύστερα ήρθε ο Περικλής, με τα χοντρά τα μπράτσα, τη καλή καρδιά και την πλατιά φαλάκρα. Έβγαλε νύχτα, δεν μπορώ να πω, χυμούς πολλούς κρύβει τούτο το αντρίκειο σώμα. Μα, είν' στεγνός, λιγόλογος κι εγώ γυναίκα που ζητάει και τον γλυκό τον λόγο, τον νυχτερινό. Χτες ξάπλωσε δίπλα μου ο νεότερος, ο μαθητής ο τρίτος, ο Δημήτρης. Παρθένος είπες, ναι, αλήθεια και ακόμα παραπάνω. Κανάτα ευκολοράγιστη ο γιος σου αυτός, με κούρασε ασκητή μου. Μέχρι να βρω τα χούγια του, να ανοίξω το πορτί του, ίδρωσα και δεν είμαι για να τον νταντεύω κάθε βράδυ. Μα χάρηκα τον έρωτά του καθώς σαν τη φωνή του είναι μαγικός και από άλλο κόσμο. Έτσι λοιπόν, τους χυμούς τους γλέντησα και των τριών, κάθε ένας κάτι άλλο, τούτες οι μέρες οι πιο ωραίες της ζωής μου Άγιε μου, να' σαι καλά μα κανείς τους δεν θα με κάνει δίπλα του γυναίκα νόμιμη, με γόνους, κύρης σ' αυτό το σπίτι δεν θα γίνει.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
(λυτρωμένος)
Δόξα σοι ο Θεός, αυτός λοιπόν ήταν ο δρόμος, πως δεν το σκέφτηκα, Εσύ τα ξέρεις όλα! Να' σαι καλά γυναίκα, τούτη η απόφαση η πιο δίκαιη, η πιο σωστή, να' σαι καλά, ευλογημένο αυτό το σπίτι!
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
(αγριεμένη)
Μια στιγμή όμως Δάσκαλε! Σού'πα γι' αυτούς τους τρεις απόφαση πως πήρα μα δεν τελείωσα, βιάστηκες κι άρχισες τους ψαλμούς σου. Πάρε το Μάριο, το Περικλή, το Δημητράκη, χάρισμά σου! Μα εγώ άντρα ζητάω πια, έμαθε το κορμί μου, άντρα λοιπόν θα πάρω και σήμερα τον θέλω, αφού στον πειρασμό με έβαλες κι αρνήθηκα τον Άγιο Πουθενά, μεγάλη η χάρη του!
Κι ευθύς σηκώνεται, τον πλησιάζει, γλείφει τα χείλη της, γυαλίζει το βλέμμα της, κάνει να διώξει από πάνω της το ρούχο!
Τρομάζει ο Άγιος, σηκώνεται, τα μάτια του γουρλώνουν σαν νιώθει τα λόγια της γυναίκας. Πισωπατεί.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Πάγαινε πίσω, μη πλησιάζεις! Δε μαγαρίζομαι εγώ, απ' το νου σου να με βγάλεις, θεέ μου συγχώρεσέ την, τι κάνει δεν γνωρίζει, ίδιο με τ' άλλα αρσενικά μ’ έχει και μένα, πίσω σατανά, μην έρχεσαι πιο δώθε, πίσω σου λέω, ΠΙΣΩ!
ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΩΡΑ, ΣΤΟ ΣΤΑΒΛΟ
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Μέσα στο στάβλο, οι τρεις μαθητές αναμένουν γεμάτοι αγωνία και ανυπομονησία τον Διδάσκαλο με την απόφαση της Κατερίνας.
Σε αναμμένα κάρβουνα οι καλοί αδελφοί πολλή ώρα τώρα καρτερούνε και σώνεται η υπομονή.
Απάνω κάτω από τη μια μεριά του στάβλου ως την άλλη περπατάει ο Μάριος, σκυφτός στο βλέμμα, φυσώντας ξεφυσώντας, περιμένοντας τον Δάσκαλο να φέρει το μαντάτο.
ΜΑΡΙΟΣ
(μονολογεί)
Ας είμαι εγώ, ας είμαι εγώ κι άλλο απ' τη ζωή δε θέλω!
Πιο πέρα ο Περικλής, στην πόρτα έχει τη μούρη του κολλήσει και σημαδεύει το βλέμμα του την πόρτα της κυράς. Κουνάει απ' τα νεύρα πόδια, χέρια, ιδρώνει η καράφλα του, παραμιλάει κι αυτός.
ΠΕΡΙΚΛΗΣ
(μονολογεί)
Εγώ θα είμαι, σίγουρο είναι, ποιος άλλος, Το είδα πως με κοίταγε, το βλέμμα της δε λάθεψα, για μένα ήταν. Μα γιατί ο Δάσκαλος αργεί τόσο πολύ; Καλό για κακό να το'ρμηνέψω;
Μονάχος καθιστός ο Δημήτρης, ο μικρός, ακόμα ζει τα όσα έχουν γίνει, ο νους του στο στρώμα απάνω είναι ακόμα ξαπλωτός και δίπλα το ορθοκάπουλο, σφιχτό λευκό της Κατερίνας σώμα να τον χαϊδολογάει, να τρέμει αυτός, να τρέμει όλο το σπίτι!
ΔΗΜΗΤΡΗΣ
(μονολογεί)
Θεέ μου, μια γυναίκα μου'φερε τον έρωτα στα στήθη και από τα χτες στα πόδια μου πόλεμος και δεν σβήνει. Ας είναι αυτή η γυναίκα της ζωής μου, κάθε νυχτιά να λιώνομαι για κείνη! Έλα Διδάσκαλε, μη το αργείς να μου το φανερώσεις, άλλο δε βαστάει η καρδιά!
Σέρνει ξαφνικά φωνή ο Περικλής και σβήνουν οι συλλογισμοί ολονών.
ΠΕΡΙΚΛΗΣ
Να'τος, αυτός είναι κι έρχεται…
μα, όχι, λάθεψε το μάτι μου μες στη θαμπάδα της βραδιάς, γυναίκας βήμα είναι, μα… τι να συμβαίνει τώρα;
Τρέχουν οι αδελφοί στο έμπα για να δουν και αυτό που τα μάτια βλέπουν πλακώνει την ψυχή. Μονάχη η Κατερίνα έρχεται στο σταβλί και ο Δάσκαλος άφαντος.
Ο Μάριος σκυθρώπιασε, χλομά, τρέμουν τα λόγια του, σα να μιλούσαν όλοι.
ΜΑΡΙΟΣ
Τι σκέρτσα είν'τούτα πάλι, ο νους μου δεν μπορεί να ξεδιαλύνει. Άλλος θα' ρχόταν κι έρχεται η κυρά. Αδέλφια, μπείτε μέσα μη μάς δει και μας χαρακτηρίσει φάλτσα.
Μπαίνει η κυρά στο στάβλο και βλέπει τρία κορμιά κουβάρι, σα να μιλούνε δήθεν αδιάφορα, σα να μην ξέρουν, κατανοεί, γελάει πονηρά. Στην αγκαλιά της έχει καλάθι, τρόφιμα γεμάτο, τ' αφήνει χάμω, πιάνει φωνή.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
Γεια σας λεβέντες. Μη ταράζεστε, ησυχάστε, ο Δάσκαλος απόψε δε θα κοιμηθεί εδώ.
Πετάγεται ο Περικλής, ζυγώνει τη γυναίκα.
ΠΕΡΙΚΛΗΣ
Τι είπες γυναίκα; Που είναι ο Άγιος, που τον έχεις; Ποτέ του δεν μας εγκατέλειψε, πάντα κοντά μας, που'ναι τώρα;
Έρχεται από πίσω ο Μάριος, παίρνει σκυτάλη.
ΜΑΡΙΟΣ
Τι λόγια είναι αυτά Κατερίνα; Μπας κι έπαθε η υγεία του; Καιρός είναι τώρα που τον βλέπω να χλομαίνει, η ασκητοσύνη ρίχνει το σώμα, μπας κι είναι άρρωστος να τρέξουμε;
Σέρνεται στερνός ο Βενιαμίν και λέει κι αυτός τα δυο του λόγια.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ
Αλήθεια λένε οι αδελφοί μου κυρά. Ποτέ ο Άγιος δεν μας άφησε μονάχους. Ίδιος ο Κύριος, όπου εμείς κι αυτός, όπου αυτός κι εμείς. Τι σου' πε όμως, πες μας να ξέρουμε τι θα μας βρει τη νύχτα;
Παίρνει το θάρρος και απλώνει τότε η γυναίκα τον λόγο τον τρομερό και ο Θεός βοηθός!
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
Ο Δάσκαλός σας πιο πολύ κι απ' τη ζωή του εσάς αγάπησε. Εσείς καλύτερα από μένα το ξέρετε, μάθημα δε σας κάνω. Πολλά σας έμαθε για τη ζωή, το ωραίο να γεύεστε, το κακό μακριά. Απ' τη τροφή του σε σας όταν χρειαζόταν έδινε, απ' το νερό του να ξεδιψάσετε πρώτα εσείς ύστερ' αυτός. Τον λόγο τον καλό σαν βάλσαμο όποτε οι έγνοιες σας βαραίναν. Την ευλογία του, την προσευχή του πάντα στη ψυχή σας. Μα όσα συμβήκαν τις στερνές ημέρες πολύ τον στεναχώρησαν. Θέλησε εσάς, τα αγαπημένα αδέλφια του να δοκιμάσει, είστε πιστοί για αμέσως με την πρώτη της σάρκας τη φωνή άλλο δρομί θα πάρει η καρδιά σας; Να το γιατί στο σπίτι μου ήρθε, τυχαία δήθεν και πρώτα εσένα Μάριε έστειλε στο κρεβάτι μου. Με το που δέχθηκες πληγή μεγάλη στη καρδιά του, με το που παρακάλαγες να είσαι ο άντρας μου, ξεχνώντας τον Διδάσκαλο, ακόμα πιο βαθιά χώθηκε η μαχαιριά. Ύστερα έστειλε εσένα Περικλή. Δεν άργησες καθόλου να υποκύψεις, σάρκα κι εσύ αλλά η αγάπη σου μικρή στον Άγιο. Τα ίδια κι εσύ Δημήτρη μου, πρώην παρθένε που ερωτεύτηκες την πρώτη χιλιοφίλητη γυναίκα που σου είπε τα λόγια του κορμιού. Και ξέχασες κι εσύ τα λόγια τα θεϊκά, τα λόγια της ψυχής που σου μπιστεύτηκε χιλιάδες νύχτες ο καλός ποιμένας σου. Τι σκύψατε τις κεφαλές; Νομίσατε πως είμαι κυρά, αρχόντισσα, ήρθε η καλοπέραση, σας χάιδεψε τα σκέλια και απαρνηθήκατε τον Δάσκαλό σας. Ναι, κοινή γυναίκα είμαι, πληρώνομαι και ηδονή προσφέρω. Μα έχω κι άλλα να σας πω, κουράγιο.
Είτε νεκρούς είχες μπροστά σου είτε αδελφούς, ήταν το ίδιο. Μιλιά δεν βγαίνει απ’τα ορθάνοιχτα στόματα, λες κι έπεσε ο κεραυνός και τους καρβούνιασε όλους, λόγος δεν βγαίνει, αδύνατον να βρούνε το κουράγιο.
Βρίσκει ευκαιρία η κυρά, συνεχίζει το μαστίγιο να σκίζει τις ψυχές τους.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
Τον πόνεσα τον κύρη σας και είπα να αλλάξω, να ζήσω τη ζωή του κόσμου, ηθική, φρόνιμη, σωστή, μαζί του. Κι ευθύς προσφέρθηκε κι αυτός δίπλα μου να σταθεί. Ναι, μην απορείτε. Ύστερα από την προδοσία σας, άλλαξε η καρδιά του. Είπε να αλλάξει το σκοπό, βαριέστησε να ασκητεύει, να γυρίζει, να πληγιάζουν τα πόδια του. Λαχτάρησε, άνθρωπος κι αυτός, ζεστό φαΐ, στέγη και χάδι γυναικείο, σώνει πια το καλογεριλίκι! Μου' πε το λοιπόν να σας το μεταφέρω, άντρας δικός μου είναι να γενεί, κύρης θα πει στο σπίτι μου και άρχοντας στην καρδιά μου.
Μα έχω κι άλλα να σας πω.
Ζητάει λοιπόν απόψε να σας στρώσω εδώ κι απ' αύριο, χαίρεται, κι αντέστε στο καλό, γυρνάτε σπίτια σας, Νέοι’ στε όλοι, δεν χάνεστε. Κείνον τώρα ξεχάστε τον, δεν έχει άλλο, στέρεψε η πηγή που πίνατε δωρεάν, καιρός να γλυκαθεί κι αυτός λιγάκι στη ζωή του.
Αυτά' χα να σας πω καλόπαιδα. Φαί να φάτε έφερα, νεράκι δροσερό, τίποτα δε θα λείψει. Κι απ' αύριο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του!.
Κανείς δεν πρόλαβε το τίποτα να πει, γυρνάει πλάτη η κυρά και χάνεται αφήνοντάς τους μόνους. Πιο μόνους από ποτέ, χαμένους, χαμένους πάλι τίποτα δε λέει, αφανισμένους!
Έχει ήδη πέσει στ' άχερο ο Μάριος και κλαίει γοερά να τον ακούσουν τ' άλογα πιο κει να τόνε συγχωρέσουν.
Ο Περικλής καρφώνεται στην πόρτα, όρθιο πτώμα και μιλιά δεν βγάζει.
Και ο Δημητράκης ανοίγει τη σταβλόπορτα ξαφνικά και μες στη νύχτα εξαφανίζεται.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ(;)
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο λουτρό και στην κάμαρη της Κατερίνας.
Ακούει η Κατερίνα το αντρίκιο μουγκρητό, σημασία δε δίνει, κανένας σε απόσταση δεκάδων μέτρων απ 'το ωραίο αρχοντικό της.
Είναι οι δυο τους το λοιπόν, μόνο τον έχει, με τους χαζούς τους μαθητές μακριά, τα έχει καταφέρει.
Στο παραμύθι πρώτη, σκαρφίστηκε στο φτερό την πιστευτή ιστορία. Μα το' λεγε η μάνα της: "0 Βελζεβούλης ο ίδιος θα' τρεμε μπροστά σου, έξω από δω!" και πλάνταζε στο γέλιο.
Και τώρα μόνος είναι ο ωραίος της καρδιάς της, στο καθαρό σεντόνι της, δεμένος χεροπόδαρα, με στόμα σφαλισμένο να μην ακούγονται οι κραυγές.
Χρειάστηκε να τον χτυπήσει βέβαια, τύψεις όμως δεν έχει, ποιος το' χε πει, «ο σκοπός αγιάζει και τα μέσα';». Έτσι, να’ ναι καλά όποιος κι αν το' πε. Κι ύστερα τον σήκωσε σιγά σιγά και δυνατά όπως ήταν, τον μετέφερε στο δώμα της για τα περαιτέρω.
Τώρα στο μπάνιο της, λουτρό της Αφροδίτης το' χε, ρίχνει τα μυρωδάτα λάδια στο κορμί της, ακριβά καλλυντικά, δώρα των πλούσιων ταξιδιάρηδων, την υγειά τους να’ χουνε κι αυτοί, έπιασαν τόπο τα χουβαρνταλίκια τους.
Έλουσε τη πλεξούδα της, άπλωσε χύμα τα ωραία μαλλιά να είναι πιο όμορφη από ποτέ για τον μοναδικό της.
Ακούει πάλι μουγκρητά, δεν πειράζει, έχει τον τρόπο εκείνη να μερεύει κι άγιους.
Μπαίνει ξανά στη κάμαρη, γυμνή, λουσμένη, μυρωδάτη. Κείνος στο στρώμα κοπανιέται, κράζει, κανένας δεν ακούει.
Μόλις την κοιτάει κλείνει τα μάτια του, γυρνά από κει την κεφαλή να μην βλέπει τον σαρκωμένο διάβολο και μαγαρίζεται η ψυχή του.
Εκείνη τον πλησιάζει, τον αγγίζει τρυφερά στα γυμνωμένα στήθια του, το άγγιγμά της λευτερώνει κι άλλα μουγκρητά.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
(ψιθυριστά στο αυτί του)
Με τον καιρό… με τον καιρό όλα διορθώνονται καλέ μου. Σύντομα θα' σαι δικός μου, ολόδικός μου ασκητή και μέχρι τότε φυλακισμένος στο μικρό μου δώμα, τη χαρά έτσι κι αλλιώς θα μου τη δίνεις. Κι αν δεν μου δίνεις θα την παίρνω μοναχή μου!
Κι ύστερα ξαπλώνει δίπλα του το πλούσιο κορμί της ν’αρχίσει κείνο το έργο που'ξερε καλύτερα κείνη απ' όλους.
ΤΕΛΟΣ