Η ΩΡΑ ΤΟΥ ΥΠΟΓΕΙΟΥ
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο χώρο της εργασίας. ‘Επιχειρήσεις Λαμπρινάκη’. Στη μεγάλη αίθουσα υπάρχουν τέσσερα γραφεία αλλά μονάχα σε δυο κάθονται εργαζόμενοι. Παντού κούτες με προϊόντα. Καφετιέρες, ανεμιστήρες, συσκευές μασάζ, χίλια δυο.
Ένας άντρας και μια γυναίκα. Ο Άνθιμος και η Μαρκέλλα. Κάθονται σε διπλανά γραφεία έτσι που να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο.
Εκείνος γύρω στα 40. Φαίνεται διαρκώς κουρασμένος, άθυμος. Κάποτε ήταν πολύ εμφανίσιμος, ομορφόπαιδο. Τώρα είναι παρατημένος. Ντυμένος με ό,τι να’ναι. Ακούρευτος, αξύριστος.
Μετά τον Λαμπρινάκη είναι ο αμέσως επόμενος στην ιεραρχία της πάλαι ποτέ ανθούσας επιχείρησης.
Η Μαρκέλλα, λίγο νεότερη, είναι η κλασική υπάλληλος γενικών καθηκόντων. Ως γραμματέας προσελήφθη, στην ουσία κάνει τα πάντα πλέον. Παχουλή, τροφαντή, τέρας εργατικότητας και υπόδειγμα αφοσίωσης. Έχει ζωηρό βλέμμα και πλατύ, εγκάρδιο χαμόγελο. Μπορεί να μην είναι η καλλονή που θα πειράξουν τα καμάκια στο δρόμο όμως έχει έναν τρυφερό εσωτερικό κόσμο και νοιάζεται αληθινά για τους φίλους της.
Και όταν το θέλει είναι και πολύ τσαχπίνα!
Ο Άνθιμος, πίσω από την οθόνη του υπολογιστή του, ταξιδεύει πάλι. Του συμβαίνει συχνά αυτό. Όπως σχεδόν σε όλους τους ανθρώπους που έχουν ένα βαθύ, ανεπούλωτο τραύμα.
Όταν το αντιλαμβάνεται η Μαρκέλλα, πάντα φροντίζει να τον επαναφέρει στην… πραγματικότητα.
Όπως τώρα.
ΕΜΒΟΛΙΜΗ ΣΚΗΝΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΟΥ ΑΝΘΙΜΟΥ
ΕΞΩΤ. Μια παραλία γεμάτη κόσμο. Οικογένειες με παιδιά που χαλούν τον κόσμο. Ολυμπιονίκες της αμμουδιάς που κοπανάνε ρακέτες πάνω απ’το κεφάλι του. Νέοι, γέροι, αλλοδαποί και ντόπιοι, όλοι στριμωγμένοι σε ένα οικόπεδο ήλιου. Δεν τον ενδιαφέρει. Ούτε ο θόρυβος απ’τις ρακέτες, ούτε η ζέστη, ούτε η πολυκοσμία. Έχει δίπλα του το ομορφότερο κορίτσι του κόσμου. Κι είναι το κορίτσι του. Η σχέση του. Ο άνθρωπός του.
Την βλέπει να χαμογελά και ο ήλιος κρύβεται πίσω από τα μάτια της. Τίποτε δεν έχει γεννηθεί πριν από εκείνη. Τίποτε δεν έχει σημασία σε όλο το σύμπαν. Την βλέπει να χαμογελά και όλο του το είναι ανθίζει.
Πίσω απ’τον ώμο της…
ΜΑΡΚΕΛΛΑ
(με προοδευτική αύξηση της έντασης στη φωνή της)
Άνθιμε… Άνθιμε!
ΑΝΘΙΜΟΣ
(βγαίνοντας από το ‘ταξίδι’ του)
Εε… Μαρκέλλα!
ΜΑΡΚΕΛΛΑ
(δουλεύοντας παράλληλα)
Πού ταξίδευες πάλι;
ΑΝΘΙΜΟΣ
(μονολογώντας περισσότερο)
Που ταξίδευα πάλι… στον ίδιο τόπο, στον ίδιο χρόνο… ίδιες εικόνες, ίδιοι άνθρωποι… ίδιο τέλος…
ΜΑΡΚΕΛΛΑ
(Το πλατύ χαμόγελο μαζεύεται. Ταυτόχρονα τα φρύδια της γωνιάζουν ελαφρά πάνω από τη μύτη της.
Η όψη της είναι αστεία)
(κοφτά)
Σε θέλει ο Λαμπρινάκης.
Ο Άνθιμος πετάει το μολύβι που κρατάει στο χέρι και στριφογυρίζει με την καρέκλα του.
ΑΝΘΙΜΟΣ
(μουρμουράει)
Με θέλει ο μαλάκας δηλαδή!
ΜΑΡΚΕΛΛΑ
(χαμογελάει)
Τι έκανες πάλι;
ΑΝΘΙΜΟΣ
(σταματάει τις περιστροφές και γυρίζει το βλέμμα του πάνω της)
Δεν λες καλύτερα τι δεν έκανα; Και τι δεν κάνω;
Η Μαρκέλλα παραμερίζει μια κούτα με μια τοστιέρα που της εμποδίζει κάπως το οπτικό πεδίο και τον κοιτάζει με απορία.
ΜΑΡΚΕΛΛΑ
Τι δεν έκανες;
ΑΝΘΙΜΟΣ
Δεν τα βρόντηξα μια και καλή όταν έπρεπε μάτια μου. Και δεν του έφερα εκείνο τον ψευτο-ανεμιστήρα στο κεφάλι όταν ήρθε ο πελάτης και μας ξέχεζε κανονικά. Αυτό του έπρεπε. Και λίγα είπε. Γιατί όλα αυτά που πουλάει είναι πιο σκατά κι από τον ίδιο.
Η Μαρκέλλα ξεφυσά και χώνεται στις καταστάσεις της.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΑΡΚΕΛΛΑΣ
Ωραίο το πρωινό θάψιμο στον Λαμπρινάκη αλλά έχουμε και δουλειά. Ένα βουνό δουλειά. Από τότε που μείναμε δυο άτομα στην εταιρία αυτή για να κάνουν τη δουλειά που πριν μοιράζονταν πέντε...
ΜΑΡΚΕΛΛΑ
(με μητρικό ύφος)
Έλα, πήγαινε τώρα.
Και δεν σηκώνει καν το βλέμμα της από τα χαρτιά της.
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο γραφείο του Λαμπρινάκη.
Το αφεντικό είναι ένας υπέρβαρος, μάλλον παχύσαρκος, για την ακρίβεια, υπέρ-παχύσαρκος άντρας, γύρω στα 50, με λιγοστά μαλλιά και αφθονία λίπους. Τα μάτια του μετά βίας διακρίνονται σαν δυο κουμπότρυπες περικυκλωμένες από σάρκα.
Είναι στριμωγμένος ανάμεσα στο γραφείο του και μια σειρά από ράφια από πίσω του που περιέχουν ένα εκατομμύριο πράγματα. Το ίδιο χάος επικρατεί παντού στο χώρο.
Ο Άνθιμος στέκεται σε μια απόσταση… ασφαλείας.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΘΙΜΟΥ
Ο Λαμπρινάκης και η κοιλιά του.
Ο Λαμπρινάκης και ο κώλος του.
Ο Λαμπρινάκης και τα νεύρα του.
ΛΑΜΠΡΙΝΑΚΗΣ
(αλαφιασμένος)
Τι έχεις πάθει τελευταία εσύ; Μου λες;
ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΘΙΜΟΥ
(βαριεστημένα)
Τι έγινε πάλι;
ΛΑΜΠΡΙΝΑΚΗΣ
Πήρε αυτός ο Λούρδης… Ζούρδης…
ΑΝΘΙΜΟΣ
Λουβής… ε, τι θέλει;
ΛΑΜΠΡΙΝΑΚΗΣ
Ήταν έξαλλος! Μου τα έψαλλε κανονικά. Δεν μπορούσα να τον καλμάρω!
ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΘΙΜΟΥ
Ο Λαμπρινάκης και το ίδιο έργο κάθε μέρα, νύχτα μέρα μέχρι να χιονίσει στη κόλαση!
ΛΑΜΠΡΙΝΑΚΗΣ
Αντί για το φούρνο μικροκυμάτων του έστειλες τον αρτοπαρασκευαστή και ένα τηγάνι… μα, τι διάολο… τα έχεις παίξει εντελώς μου φαίνεται!
Το βλέμμα του Άνθιμου αλλάζει. Σκοτεινιάζει. Μαυρίζει.
Ο υπερ-σούπερ-πληθωρικός άντρας απέναντί του σαν να αντιλαμβάνεται ότι υπερέβη τα εσκαμμένα και η αλλάζει φωνή και ύφος.
ΛΑΜΠΡΙΝΑΚΗΣ
Πρόσεχε βρε Άνθιμε… τελευταία… τέλος πάντων… φρόντισε να παραλάβει το φούρνο του… κανόνισέ το αμέσως σε παρακαλώ…
Ο Άνθιμος κάνει μεταβολή για να φύγει πριν ολοκληρώσει τη φράση του το αφεντικό. Όμως μια ατάκα της τελευταίας στιγμής τον ακινητοποιεί.
ΛΑΜΠΡΙΝΑΚΗΣ
Η ώρα του υπογείου…
Ακούει τις λέξεις πίσω απ’την πλάτη του. Γυρίζει αργά και κοιτά τον εργοδότη του.
ΑΝΘΙΜΟΣ
Πώς;
ΛΑΜΠΡΙΝΑΚΗΣ
(απορημένος)
Γιατί το έγραψες αυτό; Σου λέει κάτι; Τίτλος ταινίας είναι;
ΑΝΘΙΜΟΣ
(επαναλαμβάνει)
Η ώρα του υπογείου…
ΛΑΜΠΡΙΝΑΚΗΣ
Ήταν γραμμένο τρεις, τέσσερις φορές μου είπε ο Ζούρλας πάνω στο κουτί του αρτοπαρασκευαστή.
ΑΝΘΙΜΟΣ
(διορθώνει)
Λουβής!
Τελικά, κάνει μεταβολή και γυρίζει με αργά βήματα στο γραφείο του χωρίς να δώσει συνέχεια στη συζήτηση.
ΑΝΘΙΜΟΣ
(αφού κάθεται ξανά στην καρέκλα του)
Η ώρα του υπογείου… Τι στο δαίμονα είναι πάλι αυτό;
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο χώρο του γραφείου.
Ο Άνθιμος παρακολουθεί την Μαρκέλλα να απολαμβάνει με κλειστά τα μάτια την τυρόπιτα και το μεσημεριανό της καφέ και τη ζηλεύει.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΘΙΜΟΥ
Για μένα πια η απόλαυση ενός ταπεινού γεύματος μοιάζει σαν χαμένος παράδεισος.
Ο Άνθιμος θέλει να πει κάτι όμως δεν τολμά να διακόψει την ιεροτελεστία της Μαρκέλλας. Κοιτά το ρολόι του. Περασμένες 12 το μεσημέρι.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΘΙΜΟΥ
Ως τις 12.30 δεν βγάζω μιλιά. Δεν τολμώ να το ρισκάρω!
Χαμογελώντας σταματά να κοιτάζει την συνάδελφό του που επιδίδεται στο μοναχικό της όργιο με άφατη και μυστικιστική ηδύτητα και γυρνά το βλέμμα του στην οθόνη του υπολογιστή του.
Άλλο ένα ταξίδι θα ξεκινήσει σε λίγο.
ΣΚΗΝΗ ΑΠΌ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΟΥ ΑΝΘΙΜΟΥ
ΕΞΩΤ. Στην ίδια εκείνη παραλία με τον πολύ κόσμο… Ο Άνθιμος μαζί με την Άννα, την αγαπημένη του…
Ο μπόμπιρας με το κόκκινο σορτσάκι και το μισοφαγωμένο παγωτό τον κοιτά επίμονα σαν αξιοπερίεργο θέαμα. Λίγο πιο πίσω η μητέρα του ξαπλωμένη ανάσκελα παλεύει να διαβάσει κάποιες σελίδες ενός ευπώλητου μυθιστορήματος με εντυπωσιακό τίτλο, ‘Στον τροχό του πάθους’, ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων.
Ο άντρας δίπλα της, καθισμένος στην ψάθα του, μιλά με ένταση στο κινητό του. Το θέμα του μοιάζει να τον έχει απορροφήσει. Η ΑΕΚ χρειάζεται εξτρέμ όχι δεύτερο επιθετικό. Και τερματοφύλακα αξιόπιστο. Ο συνομιλητής του προφανώς διαφωνεί και η ανταλλαγή επιχειρημάτων τον έχει ξανάψει. Κάθε τόσο σκουπίζεται με μια πετσέτα και βάζει - βγάζει με νευρικότητα τα γυαλιά-καθρέφτες του. Όταν κάτι είναι τόσο προφανές όσο το ότι λείπει το εξτρέμ που θα πλαγιοκοπεί τις αντίπαλες άμυνες και ο γκολκήπερ που δεν θα κάνει εξόδους του Μεσολογγίου στις σέντρες, πώς διάολο ο φίλος του επιμένει στις μαλακισμένες απόψεις του που του σερβίρουν οι εφημερίδες και τα σάιτ; Κάποια πράγματα δηλαδή φωνάζουν, έλεος πια!
Τον βλέπει πίσω από τον ώμο της. Τον βλέπει σαν σκιά που ορθώνεται πίσω από μια ισχυρή πηγή φωτός. Μπορεί να σταθεί οτιδήποτε δίπλα στον ήλιο και να διεκδικήσει το χώρο του; Κι όμως, αυτό μπορεί. Και τον κάνει να ριγήσει. Η Άννα του χαμογελά. Έχει θυμηθεί μια παλιά ιστορία από τα παιδικά της καλοκαίρια στη Σαντορίνη και η αφήγηση την έχει συνεπάρει. Πάντα συνέβαινε αυτό όταν θυμόταν τα καλοκαίρια εκείνα στο νησί της. Νιώθει περισσότερο παρά ακούει το γέλιο της, τους γλυκούς ήχους που φέρνουν στο στόμα οι αναμνήσεις ευτυχισμένων εποχών.
Δεν είναι μόνος. Η σκιά του συνοδεύεται με μια ακόμη. Έχουν κάνει την εμφάνισή τους δυο άντρες, δυο υψηλόσωμες αντρικές φιγούρες πάνω από κάποιον και μιλούν με ένταση. Δεν είναι ελληνικά αυτά που έφταναν στ’αυτιά του. Μοιάζουν ρώσικα αλλά δεν είναι. Ίσως Σερβικά. Σύντομα θα λυθεί το αίνιγμα.
Νιώθει την παρόρμηση να προστατεύσει την αγαπημένη του από κάποιον αόρατο κίνδυνο που την απειλεί. Εκείνη παλεύει να του πει κάτι, μάλλον έχει τελειώσει η αφήγηση της Σαντορίνης κι έχει περάσει σε κάτι άλλο που την έχει σοβαρέψει. Δεν την ακούει. Βλέπει τα χείλη της να σχηματίζουν λέξεις αλλά δεν ακούει. Φέρνει το σώμα του κοντά της, την αγκαλιάζει ενώ με την άκρη του ματιού του και όλες τις αισθήσεις του σε συναγερμό καταγράφει όσα γίνονται στη γειτονική αντροπαρέα. Η Άννα απορεί, αντιδρά, τον ψέγει που δεν δίνει σημασία στα λόγια της.
Ο μπόμπιρας αφήνει το μισοφαγωμένο παγωτό του να πέσει στην άμμο και γυρίζει το σωματάκι του αναζητώντας την ασφάλεια της μητέρας του.
Και τότε συμβαίνει…
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στον ίδιο εργασιακό χώρο.
Πάλι πίσω. Πάλι ο υπολογιστής, η οθόνη, το πληκτρολόγιο, οι καταστάσεις των πελατών, τα κουτιά με τα πολύ-μίξερ που του έπιαναν το μισό γραφείο, η μολυσμένη ανία και θάνατο, τοξική σχεδόν ατμόσφαιρα του χώρου…
ΜΑΡΚΕΛΛΑ
(σκουπίζοντας το στόμα της και πίνοντας μια από τις τελευταίες γουλιές του καφέ της)
Πρέπει να μιλήσουμε.
ΑΝΘΙΜΟΣ
(προσπαθώντας να ‘διώξει’ το συναίσθημα του ταξιδιού)
Τι θέλεις να πούμε ‘Σούζι Κιου’;
ΜΑΡΚΕΛΛΑ
(με μορφασμό, παρατώντας τον ξεζουμισμένο φραπέ της πάνω στο γραφείο της)
Ακόμα κολλημένος με το ‘Σούζι Κιου’;
ΕΜΒΟΛΙΜΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΣ ΤΟΥ ΑΝΘΙΜΟΥ ΑΠΌ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Το γραφείο χρόνια πριν… σε εκείνη την ωραία εποχή που υπάρχει ακόμη κόσμος στο γραφείο και τα πειράγματα δίνουν και παίρνουν.
Δεν υπάρχει μονάχα περισσότερος κόσμος. Υπάρχει διάθεση, όρεξη για αστεία… υπάρχει ο Μάκης.
Ο Μάκης τους είχε υποδεχθεί όλους, τους είχε διδάξει τα πρώτα βήματα, τους έδινε κουράγιο, τους έβγαζε τα παρατσούκλια τους. Η Μαρκέλλα ήταν η Σούζι Κιου…
ΜΑΡΚΕΛΛΑ
(με έναν υπόρρητο λυγμό στη φωνή της)
(αναφερόμενη στον Μάκη)
Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί μου το κόλλησε αυτό.
ΑΝΘΙΜΟΣ
Μα, στο είχα εξηγήσει εγώ παιδί μου.
ΜΑΡΚΕΛΛΑ
Εκείνος ποτέ του δεν μου είπε.
ΑΝΘΙΜΟΣ
Δεν σε είχε δει εκείνο το πρωί στο ασανσέρ να περπατάς σεινάμενη-κουνάμενη λες κι ήσουν κάποια ποπ σταρ σε παραλία της Καλιφόρνια;
Η Μαρκέλλα χαμογελά στραβά, ορθώνει το εύσωμο παράστημά της και αρχίζει να τραντάζει τα μεγαλοπρεπή της στήθια πέρα δώθε χασκογελώντας.
ΜΑΡΚΕΛΛΑ
Αυτά του άρεσαν νομίζω!
Έπειτα χαλαρώνει και ξαναπαίρνει τη γνωστή της στάση. Οι καλές αναμνήσεις δεν πρέπει να διαρκούν πάρα πολύ. Χάνουν τη γεύση τους και φέρνουν κατάθλιψη.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΘΙΜΟΥ
Χωρίς την Μαρκέλλα δεν θα υπήρχε καμιά ελπίδα επιβίωσης εδώ χάμω, ούτε δευτερόλεπτο. Χωρίς την Μαρκέλλα δεν θα απέμενε ούτε καν το οξυγόνο σε αυτή την σπηλιά!
ΑΝΘΙΜΟΣ
(την επαναφέρει με αυστηρό δήθεν ύφος)
Λέγε… τι έχεις να μου πεις;
ΜΑΡΚΕΛΛΑ
Το ‘μαγαζί’ πάει κατά διαόλου μίστερ… αυτό βέβαια δεν είναι καινούργιο.
ΑΝΘΙΜΟΣ
Ποιο είναι το καινούργιο;
ΜΑΡΚΕΛΛΑ
Ότι σύντομα πρέπει να αρχίσουμε να ψάχνουμε για δουλειά.
Το ύφος της συνοφρυώνει τον Άνθιμο.
ΑΝΘΙΜΟΣ
Πρώτη φορά σε βλέπω τόσο ανήσυχη. εσύ θα βγεις από δω μέσα μετά από τα έπιπλα Μαρκέλλα.
(συνειδητοποιώντας ότι έχει ξεστομίσει μια χοντράδα)
Με συγχωρείς… δεν…
ΜΑΡΚΕΛΛΑ
(αγνοώντας τα τελευταία του λόγια)
(τον κοιτά σοβαρά)
Έχω ακούσει συζητήσεις… ξέρω τι σου λέω…
ΑΝΘΙΜΟΣ
Έχεις τίποτε κατά νου;
ΜΑΡΚΕΛΛΑ
(με ετοιμότητα)
Το Κλίβελαντ.
ΑΝΘΙΜΟΣ
Θα πάς τελικά στην αδερφή σου;
ΜΑΡΚΕΛΛΑ
Συνέχεια μου γράφει, μου πιπιλάει το μυαλό… τα έχουν καταφέρει μια χαρά εκεί πέρα…
ΑΝΘΙΜΟΣ
(μελαγχολικά)
Μάλιστα…
ΕΜΒΟΛΙΜΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΘΙΜΟΥ
Η Μαρκέλλα με την αδελφή της, τον άντρα της και τα παιδιά της, όλους μαζί σε κάποια εκδρομή στις αμερικάνικες λίμνες. Τη σκηνή θα πρέπει να συμπληρώνει κι ένας σκύλος. Μεγαλόσωμος και μαλλιαρός μάλλον.
Άνθρωποι που ‘τα έχουν καταφέρει’… θέλει να ουρλιάξει κάθε φορά που άκουγε αυτή τη φράση.
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στον ίδιο εργασιακό χώρο. Ο Άνθιμος με την Μαρκέλλα.
ΑΝΘΙΜΟΣ
(χωρίς να συνειδητοποιεί ακριβώς τι λέει)
(ψελλίζοντας)
Η ώρα του υπογείου…
Η Μαρκέλλα γυρίζει και τον κοιτά με σμιγμένα φρύδια.
ΜΑΡΚΕΛΛΑ
Τι πράγμα;
ΑΝΘΙΜΟΣ
Τίποτα… μια φράση… κάτι που έχει κάποια σημασία αλλά δεν ξέρω ποια…
ΜΑΡΚΕΛΛΑ
(με κάποια αύρα ενοχής στη φωνή της)
Είναι ο τίτλος ενός ποιήματος Άνθιμε.
ΑΝΘΙΜΟΣ
(Ένα ρίγος διατρέχει τη ραχοκοκαλιά του)
Τι… τι εννοείς;
ΜΑΡΚΕΛΛΑ
Είναι ένα ποίημα… ένα ποίημα κάποιου… δεν θυμάμαι τώρα το όνομά του… ένα ποίημα που μού είχε φέρει εδώ στο γραφείο η Άννα…
ΑΝΘΙΜΟΣ
(λες κι έχει σκάσει ένα Μπινγκ-Μπανγκ στο κεφάλι του)
Τι… τι είπες τώρα;
Η Μαρκέλλα σηκώνεται από το γραφείο της και τον πλησιάζει.
ΜΑΡΚΕΛΛΑ
(παίρνει μια άλλη καρέκλα και κάθεται μπροστά του)
Ήταν εκείνη η μέρα… η τελευταία… ήρθε από δω να σε πάρει… θυμάσαι… φεύγατε για διακοπές… είχες πάρει την άδειά σου… τι μέρα κι εκείνη… τη θυμάμαι την Άννα… έλαμπε ολόκληρη…
Στα έγκατα του είναι του οι εκρήξεις διαδέχονται η μια την άλλη… τα δάκρυα κυλούν ποτάμι από τα μάτια του.
ΜΑΡΚΕΛΛΑ
Μου είπε πολλά για σας… έκανε αστεία, γελούσε, έλεγε, έλεγε… μα κάποια στιγμή όταν εσύ ήσουνα μέσα με τον Λαμπρινάκη, με κοίταξε κάπως περίεργα και μου έδωσε σε ένα χαρτάκι ένα ποίημα που είχε διαβάσει σε ένα βιβλίο… με συγχωρείς μα δεν θυμάμαι τίποτε άλλο… το χαρτί το φύλαξα όμως… το ξέρεις πως όλα τα φυλάω!
Η παλάμη της τον σφίγγει δυνατά στον ώμο κι εκείνος αρπάζεται απ’το μπράτσο της και αναλύεται σε λυγμούς.
Βυθίζονται για λίγο σε κείνη την άγια σιγή που ντύνει σπλαχνικά την ενσυναίσθηση ανάμεσα στα ανθρώπινα πλάσματα.
Πόσο κράτησε; Δευτερόλεπτα; Λεπτά;
ΜΑΡΚΕΛΛΑ
(τον αφήνει κάποια στιγμή και το χέρι του πέφτει σα νεκρό στο σώμα του... είναι ήδη κουρέλι)
Κάτσε να στο φέρω…
Με την άκρη του θολού από τα δάκρυα ματιού του βλέπει τη φιγούρα της συναδέλφου του να ψάχνει σκυμμένη σε κάποιο συρτάρι του γραφείου της.
Δεν αργεί πολύ να το εντοπίσει. Η ευλογημένη ευταξία της Μαρκέλλας!
ΜΑΡΚΕΛΛΑ
Το βρήκα… αυτό είναι…
Τον πλησιάζει ξανά με το χαρτάκι στο χέρι της. Κοιτώντας τον στα μάτια το αφήνει απαλά πάνω στο γραφείο του.
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στον ίδιο εργασιακό χώρο. Άνθιμος και Μαρκέλλα.
Ο Άνθιμος κοιτά το χαρτί για μια στιγμή. Το οπτικό πεδίο είναι υγρό. Σκουπίζει τα μάτια του και το ψηλαφεί με καθαρό βλέμμα. Ένα μικρό κομματάκι χαρτί. Το παίρνει στα χέρια του και το χαϊδεύει τρυφερά.
Κάποιοι στίχοι αραδιασμένοι ο ένας κάτω από τον άλλο. Ο γραφικός χαρακτήρας της Άννας.
ΜΑΡΚΕΛΛΑ
Ίσως να μην…
Δεν αποσώνει τη φράση της. Τη σταματά ένα του νεύμα.
Αρχίζει να διαβάζει. Όχι από μέσα του. Ψιθυριστά στην αρχή, με ένταση και τρέμουλο μετά.
Στο τέλος άηχα…
ΑΝΘΙΜΟΣ
Είμαστε αθάνατοι
γιατί κάποτε
ήμασταν παιδιά
δεν χρειάζεται να βυθιστώ στο τωρινό σου βλέμμα
δεν χρειάζεται να λαχταράς το τωρινό μου άγγιγμα
εμένα θα έχεις πάντα ολόκληρη
και άφθαρτη
κρυμμένη
σε κάποια βάθη ανεξερεύνητα
για όλους
όχι όμως για σένα
κι εγώ αν κάποτε θελήσω
να σε αναζητήσω όπως εκείνη τη βραδιά
δίπλα στου καλοκαιριού το κύμα
φτάνει να περπατήσω σε μια απόμακρη αμμουδιά
και θα σε συναντήσω
η ώρα του υπογείου
η πιο μεγάλη
αυτή που όλα τα περιέχει
μας καλεί
κι όμως δεν θα μας κρύψει στο άπειρο
η ώρα του υπογείου που σήμανε
να χωριστούμε μας καλεί
ξένοι να γίνουμε και πάλι…
μα εμείς αγάπη μου
δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε
γιατί υπήρξαμε κάποτε παιδιά
κι είμαστε αθάνατοι…
Κλείνει το χαρτάκι με ευλάβεια στην χούφτα του και γυρνά το βλέμμα του στην Μαρκέλλα που είναι δακρυσμένη, ψύχραιμη όμως και τον κοιτά με την ετοιμότητα της νοσοκόμας που δεν θα διστάσει να παρέμβει εάν ο ασθενής καταρρεύσει.
ΑΝΘΙΜΟΣ
Σε… σε πειράζει να το πάρω;
ΜΑΡΚΕΛΛΑ
Όχι καλέ μου…
Ο Άνθιμος σηκώνεται αργά αργά από την καρέκλα του και τακτοποιεί τα πράγματά του.
ΜΑΡΚΕΛΛΑ
Αν σε ζητήσει ο Λαμπρινάκης…
ΑΝΘΙΜΟΣ
(της πετάει σχεδόν στο πρόσωπο τη φράση)
Να του πεις ότι ξέρει που πρέπει να πάει για να γαμηθεί!
Κάνει δυο βήματα προς την έξοδο, έπειτα σταματά, κάνει μεταβολή, γυρίζει πίσω με ταχύ βήμα, σκύβει πάνω από την Μαρκέλλα και της δίνει ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο.
Της χαϊδεύει το πρόσωπο κι έπειτα κάνει ξανά μεταβολή και τρέχοντας σχεδόν εγκαταλείπει τον όροφο.
ΣΚΗΝΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΟΥ ΑΝΘΙΜΟΥ
ΕΞΩΤ. Στην παραλία με την πολυκοσμία…
Ο ένας από τους δυο όρθιους άντρες λέγεται Ίβιτσα Σεμπρένοβιτς. Φορά ένα παρδαλό πουκάμισο που το έχει βγάλει έξω από το παντελόνι του και ο αέρας το φουσκώνει και το ξεφουσκώνει σαν πανί.
Ο άλλος, νεότερος σε ηλικία αυτός, είναι ο Ντράζεν Πλιόβιτς. Αυτός έχει ένα ηλίθιο ύφος λες και κάποια γροθιά τον έχει παραμορφώσει μόνιμα. Φορά ένα εφαρμοστό μπλουζάκι για να τονίζει τους καλογυμνασμένους μυς του. Τα χέρια του είναι γεμάτα τατουάζ. Έχει τατουάζ σε όλο του το σώμα, ακόμα και στο λαιμό του.
Οι δυο άντρες στέκονται όρθιοι και μιλούν έντονα σε έναν τύπο που κάθεται σε μια πετσέτα φορώντας μονάχα το μαγιό του. Αυτός είναι ο Κρίστο Λέμπριτσα.
Ο Σεμπρένοβιτς, Σέρβος, γύρω στα πενήντα και άνθρωπος του υποκόσμου, είναι ο πιο ομιλητικός, ο πιο τσατισμένος. Κάνει διαρκώς χειρονομίες και ζητά από τον Λέμπριτσα να σηκωθεί και να τους ακολουθήσει. Ο χτισμένος στα γυμναστήρια Πλιόβιτς, συμπατριώτης του Σεμπρένοβιτς, δεν λέει πολλά. Επιθεωρεί γύρω του την κατάσταση σαν μαντρόσκυλο που φυλάει το κοπάδι.
Την ίδια ακριβώς στιγμή που ο μπόμπιρας αφήνει το παγωτό του να πέσει στην άμμο, ο Άνθιμος βλέπει το περίστροφο που έχει χωμένο ο Σεμπρένοβιτς μέσα από τη ζώνη στην περιοχή του κόκκυγα. Το αίμα παγώνει στις φλέβες του, αγκαλιάζει την Άννα που κάτι του λέει και φέρνει το σώμα του όσο μπορεί μπροστά.
Το ένστικτό του έχει χτυπήσει από ώρα συναγερμό. Η έντονη λογομαχία των τριών αντρών δεν πρόκειται να οδηγήσει κάπου καλά και με την πολυκοσμία ολόγυρα περνά σχεδόν απαρατήρητη. Εκείνος όμως έχει ‘λοκάρει’ τον Σεμπρένοβιτς που φαίνεται εκτός εαυτού και τη στιγμή που ρίχνει μια κλωτσιά στ’αχαμνά του εμβρόντητου Λέμπριτσα και με το δεξί του χέρι να αρπάζει το περίστροφο από τη μέση του για να τον σημαδέψει, κάνει μια βουτιά εμπρός από το σώμα της Άννας και την πιέζει με το χέρι του να παραμείνει στη θέση της ακίνητη.
Ο Σέρβος κακοποιός τον βλέπει. Ρίχνει ένα απορημένο βλέμμα πάνω του, πάνω στην Άννα κι έπειτα προτείνει το περίστροφό του. Ακούγονται κάποια ουρλιαχτά από ολόγυρα και η παραλία αρχίζει να αδειάζει στο σημείο εκείνο. Ο μπόμπιρας έχει εξαφανιστεί κιόλας στην αγκαλιά της μητέρας του που προσπαθεί να μείνει ψύχραιμη ενώ ο άντρας της με το κινητό στο χέρι κοιτά αποσβολωμένος τη σκηνή.
Τότε είναι που αποφασίζει να κάνει την κίνησή του ο Λέμπριτσα. Πετάγεται όρθιος, αρπάζει τον Σεμπρένοβιτς από το λαιμό κι οι δυο άντρες αρχίζουν τη σωματική πάλη. Ο Πλιόβιτς εμπλέκεται δευτερόλεπτα μετά.
Ακούγονται τρεις πυροβολισμοί.
Η πρώτη σφαίρα τραυματίζει μια ηλικιωμένη γυναίκα κάπου τριάντα μέτρα μακριά. Είναι απίθανο το πώς περνά ξυστά καμιά δεκαριά ανθρώπους που βρίσκονταν ενδιάμεσα αλλά βρίσκει στο δεξί μηρό την άτυχη γυναίκα. Ευτυχώς ο τραυματισμός δεν είναι θανάσιμος. Τυχερή άτυχη λοιπόν.
Ο δεύτερος πυροβολισμός δεν έχει καμιά δυσάρεστη συνέπεια. Η σφαίρα χώνεται στην άμμο κι αυτό ήταν όλο.
Η τρίτη σφαίρα είναι αυτή που σκοτώνει την Άννα…
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στ δωμάτιο ψυχοθεραπείας της Θεώνης. Εκείνος κάθεται σε μια από τις πολυθρόνες. Εκείνη απέναντί του, στη δική της.
Η Θεώνη είναι μια γοητευτική και κομψά ντυμένη ψυχοθεραπεύτρια, λίγο πάνω από τα πενήντα, με μεγάλη εμπειρία.
Έχει ένα ύφος που δεν προδίδει κανένα συναίσθημα αλλά δεν θα αποκαλούσε κάποιος ψυχρό. Τα μάτια της είναι έξυπνα, αεικίνητα και το βλέμμα της διαπεραστικό.
Τούτη την ώρα κρατά στα χέρια της το χαρτί με το ποίημα και διαβάζει φορώντας γυαλιά πρεσβυωπίας.
ΘΕΩΝΗ
(βγάζει τα γυαλιά της και κοιτάζει τον Άνθιμο στα μάτια με σοβαρό ύφος)
Θέλεις λοιπόν να σου πω τι πιστεύω;
Στο δεξί της χέρι κρατά το χαρτί που της έχει δώσει ο Άνθιμος λίγη ώρα πριν, στην αρχή της συνεδρίας.
ΑΝΘΙΜΟΣ
Ναι, βέβαια… μα, γι αυτό ήρθα.
ΘΕΩΝΗ
(το ύφος της ψυχοθεραπεύτριας γίνεται πιο αυστηρό)
Μετά από δυο χρόνια σχεδόν.
Ο Άνθιμος σκύβει το κεφάλι.
ΘΕΩΝΗ
Θα σου πω αφού το θέλεις τι πιστεύω γι αυτό το ποίημα και για ό,τι άλλο. Μπορεί να εγκατέλειψες τη θεραπεία ξαφνικά πριν δυο χρόνια κι ενώ είχαμε σημειώσει κάποια αξιοσημείωτη πρόοδο, επί 8 μήνες σχεδόν, όμως παραμένω η θεραπεύτριά σου. Με μια έννοια και φίλη σου. Θέλω το καλό σου και μετά από όλα όσα σου έχουν συμβεί νιώθω ειλικρινά πως αξίζει να γυρίσεις επιτέλους σελίδα στη ζωή σου. Συγχώρησε το κλισέ αλλά… ταίριαζε.
(σχετικά μεγάλη παύση)
Μην νομίζεις πως σε μαλώνω. Δεν είσαι το άτακτο παιδί που χρειάζεται νουθεσία ή τιμωρία. Ξέρεις καλά πως δεν ακολουθώ τέτοιες μεθόδους. Ανησυχούσα όμως, δεν στο κρύβω. Το σημαντικό είναι πάντως πως απόψε είσαι και πάλι εδώ. Και βλέπουμε.
ΑΝΘΙΜΟΣ
(σηκώνει ξανά το βλέμμα του)
Ναι.
ΘΕΩΝΗ
Δεν σκοπεύω επίσης να συνεχίσω από εκεί που σταματήσαμε τότε. Ξέρεις πως πάντα εστιάζω στο ‘εδώ και τώρα’… σε ρωτάω λοιπόν, ποιο είναι αυτό το ‘εδώ και τώρα’ που σε έκανε να με αναζητήσεις;
Ο Άνθιμος παίρνει μια βαθιά ανάσα. Δεν ξέρει από που ν’αρχίσει.
ΑΝΘΙΜΟΣ
Συμβαίνουν μυστηριώδη πράγματα Θεώνη.
ΘΕΩΝΗ
Να τα πάρουμε από την αρχή; Ακόμη και το πλέον αξεδιάλυτο μυστήριο έχει κάποια αρχή…
ΑΝΘΙΜΟΣ
Ναι… ωραία… Το ποίημα αυτό δεν είναι η αρχή. Είναι η αφορμή όμως. Με έχει αναστατώσει πολύ. Πέντε μέρες τώρα δεν μπορώ να βγάλω άκρη. Κάνω βόλτες μόνος μου τα βράδια, πάω κι έρχομαι στη δουλειά σαν ζόμπι… δεν καταλαβαίνω…
ΘΕΩΝΗ
Πιάσε την αρχή Άνθιμε…
ΑΝΘΙΜΟΣ
Ας τα πάρουμε λοιπόν απ’την αρχή…
Ο Άνθιμος αρχίζει να εξιστορεί στη Θεώνη τα γεγονότα από τη στιγμή που τον κάλεσε ο Λαμπρινάκης στο γραφείο του.
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο δωμάτιο ψυχοθεραπείας. Ο Άνθιμος και η Θεώνη.
Ο Άνθιμος συνεχίζει την εξιστόρησή του.
ΑΝΘΙΜΟΣ
(αναστατωμένος)
Πώς είναι δυνατόν να έχω γράψει με μεγάλα γράμματα και χοντρό μελάνι αυτή τη φράση σε αυτές τις κούτες; Η Ώρα του Υπογείου… Μα τι διάολο, κενό μνήμης έχω; Υπνωτισμένος ήμουν; Και έκανα και λάθος με την παραγγελία. Μάλλον θα πρέπει να έχω κάνει κι άλλα λάθη που είτε τα κάλυψε η Μαρκέλλα είτε δεν έχουν ‘σκάσει’ ακόμα.
ΘΕΩΝΗ
Το θέμα αυτό είναι πράγματι παράξενο και θα επανέλθουμε. Μετά;
ΑΝΘΙΜΟΣ
Μετά είναι το τρελό με την Μαρκέλλα και το ποίημα. Πώς είναι δυνατόν Θεώνη να μου είχε κρύψει το ποίημα η Άννα; Πώς είναι δυνατόν να το άκουσα για πρώτη φορά μετά από πέντε χρόνια; Και η Μαρκέλλα… γιατί το κρατούσε κρυφό και καταχωνιασμένο στο συρτάρι της;
ΘΕΩΝΗ
Ο ποιητής; Η ποιήτρια μάλλον
ΑΝΘΙΜΟΣ
(ξαπλώνει στην πλάτη της καρέκλας του)
Με απασχολεί όλες αυτές τις ημέρες. Και που δεν έψαξα και σε ποιο βιβλιοπωλείο δεν πήγα και δεν ρώτησα… τίποτα… δεν βρήκα τίποτα…
ΘΕΩΝΗ
Ούτε στο ίντερνετ;
ΑΝΘΙΜΟΣ
Ούτε.
ΘΕΩΝΗ
Ώστε δεν ξέρουμε τον ποιητή… ούτε η Μαρκέλλα τον θυμόταν;
Ο Άνθιμος κοιτά συνοφρυωμένος την ψυχοθεραπεύτριά του.
ΑΝΘΙΜΟΣ
Θέλεις να πεις πως είναι παράξενο η Μαρκέλλα να θυμάται τα πάντα κι όχι αυτό ε;
ΘΕΩΝΗ
Προς το παρόν συλλέγουμε τα στοιχεία. Δεν είναι και πολλά. Νομίζω όμως πως ο πυρήνας είναι το ίδιο το ποίημα.
ΑΝΘΙΜΟΣ
Και δεν έχω ιδέα από ποίηση.
ΘΕΩΝΗ
Η Άννα;
ΑΝΘΙΜΟΣ
Το ίδιο… ποτέ δεν μου είχε αναφέρει κάτι σχετικά… άλλα βιβλία υπήρχαν ένα σωρό στο σπίτι… ίσως και κάποια ποιητική συλλογή για να μην λείπει από τη βιβλιοθήκη…
ΘΕΩΝΗ
Αποκλείεις να το είχε γράψει η ίδια;
Ο Άνθιμος μένει βουβός κοιτάζοντας το κενό.
ΘΕΩΝΗ
Μοιάζουμε λίγο με τον Σέρλοκ Χολμς και τον δόκτορα Ουώτσον, έτσι;
Γελούν και οι δυο. Λυτρωτικά.
ΘΕΩΝΗ
Θα σου πω όμως τι πιστεύω εγώ για το ποίημα. Το οποίο δεν σου κρύβω πως με άγγιξε… πρόκειται για ένα όμορφο ποίημα, σκοτεινό και φωτεινό μαζί… δεν είμαι κι εγώ πολύ της ποίησης… Νομίζω όμως πως έχω έναν συλλογισμό…
ΑΝΘΙΜΟΣ
Σε ακούω Θεώνη μου. Με μεγάλη αγωνία.
ΘΕΩΝΗ
Νομίζω πως η Μαρκέλλα δεν στο έδειξε όλα αυτά τα χρόνια γιατί πρόκειται για ένα ποίημα χωρισμού…
ΑΝΘΙΜΟΣ
(δείχνει αιφνιδιασμένος και καθηλωμένος. Σα να τον έχει χτυπήσει κεραυνός)
Χωρισμού;
ΘΕΩΝΗ
Ναι… αυτό πιστεύω… αν το διαβάσεις προσεκτικά… όμως όχι ενός χωρισμού αυτοθέλητου αλλά εξαναγκασμένου…
ΑΝΘΙΜΟΣ
Με μπέρδεψες τώρα.
ΘΕΩΝΗ
Η ποιήτρια αναφέρεται στην ‘ώρα του υπογείου’… πιστεύω πως εννοεί το θάνατο… απευθύνεται στον αγαπημένο της… του μιλά για την αγάπη τους που δεν μπορεί να αγγίξει ο θάνατος, ο χωρισμός… ύστερα… είναι οι πρώτοι και οι τελευταίοι στίχοι… οι ωραιότεροι του ποιήματος νομίζω…
(αρχίζει να διαβάζει αργά και καθαρά)
Είμαστε αθάνατοι / γιατί κάποτε / ήμασταν παιδιά … μα εμείς αγάπη μου / δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε / γιατί υπήρξαμε κάποτε παιδιά / κι είμαστε αθάνατοι…
Ο Άνθιμος έχει κλείσει τα μάτια του και παλεύει να συγκρατήσει τα δάκρυα που τρέχουν στο πρόσωπό του. Η Θεώνη του προσφέρει με ετοιμότητα ένα χαρτομάντιλο.
ΘΕΩΝΗ
Γνωριζόσασταν από παιδιά με την Άννα, έτσι δεν είναι;
Ο Άνθιμος πετάγεται από την καρέκλα του, βηματίζει ως τον τοίχο και κοπανάει τη γροθιά του. Σχεδόν αμέσως αρχίζει να τραντάζεται από λυγμούς.
Η Θεώνη δεν αντιδρά στο ξέσπασμά του και λίγα λεπτά τον αφήνει χωρίς να παρέμβει. Κάποια στιγμή σηκώνεται και τον οδηγεί ήρεμα στη θέση του. Γεμίζει ένα ποτήρι νερό και του το βάζει στο χέρι.
Εκείνος πίνει μια γουλιά. Της χαμογελά.
ΘΕΩΝΗ
(ξανακάθεται απέναντί του)
Νιώθεις καλύτερα;
Ο Άνθιμος πίνει όλο το νερό του ποτηριού και κάνει ένα νεύμα κατάφασης.
Στην πραγματικότητα νιώθει απαίσια.
ΘΕΩΝΗ
Συνεπώς έχουμε κάποιες απαντήσεις στα ερωτήματά μας Άνθιμε. Η Άννα είναι εκείνη που έγραψε το ποίημα. Ήταν άρρωστη και ήξερε πως ήταν το τελευταίο σας καλοκαίρι. Εμπιστεύτηκε το ποίημά της στην Μαρκέλλα για να στο δώσει σε κάποια μελλοντική περίσταση. Η Μαρκέλλα το έκρυψε αλλά ο τραγικός θάνατος της Άννας ακύρωσε την όποια δέσμευσή της. Έτσι έμεινε το ποίημα αυτό θαμμένο… ως τώρα…
Ο Άνθιμος ακούει την ψυχοθεραπεύτριά του σιωπηλός… όλα τούτα είναι πολλά για να τα διαχειριστεί… ύστερα από τόσα χρόνια πάλης με την κατάθλιψη νιώθει να ξανακυλά στο ίδιο σκοτεινό μονοπάτι.
Σηκώνεται με κουρασμένο ύφος, ζητά συγνώμη από τη Θεώνη και αποχωρεί από το γραφείο της σέρνοντας τα βήματά του.
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο σπίτι του Άνθιμου.
(μετά από τρεις ημέρες)
Το υπνοδωμάτιό του. Κλασικό δωμάτιο εργένη. Σχετική ακαταστασία με ρούχα και βιβλία από δω κι από κει.
Στο κομοδίνο του μισοτελειωμένοι χυμοί, τσαλακωμένα πακέτα τσιγάρα, δυο τασάκια ξέχειλα.
Ο Άνθιμος κοιμάται μπρούμυτα.
Ξυπνά. Η διάθεσή του αρκετά καλή. Τεντώνει τα μέλη του, τρίβει το πρόσωπό του.
ΑΝΘΙΜΟΣ
Τι μέρα να είναι;
Σηκώνεται, παραπατάει λίγο, βρίσκει την ισορροπία του. Οδεύει προς την τουαλέτα. Όταν βλέπει το πρόσωπό του στον καθρέφτη τρομάζει.
ΑΝΘΙΜΟΣ
Ποιος είσαι εσύ;
Πλένεται και αποφασίζει να ξυριστεί. Τελικά το μετανιώνει. Θυμάται το κινητό του.
ΑΝΘΙΜΟΣ
Πω, πω… ποιοι να με έχουν πάρει;
Θυμάται πως έφυγε από τη Θεώνη κακήν κακώς…
ΑΝΘΙΜΟΣ
Και δεν την πλήρωσα τη γυναίκα. Γαμώτο… τι μαλάκας που είμαι!
Ξαναγυρίζει στο δωμάτιό του. Ψάχνει το κινητό του. Το βρίσκει τελικά μέσα σε ένα συρτάρι που το έχει καταχωνιάσει.
Με το που το αγγίζει και το κινητό ‘ζωντανεύει’ αρχίζουν να βαράνε ειδοποιήσεις για μηνύματα και κλήσεις.
ΑΝΘΙΜΟΣ
Ε, βέβαια… Θα σας δω σε λίγο όμως…
Η μπαταρία έχει σχεδόν πεθάνει. Το βάζει για φόρτιση. Βλέπει την ημερομηνία. Νέο σοκ.
ΑΝΘΙΜΟΣ
Τρεις μέρες! Ο Χριστός και η Παναγία! Θα νομίζουν ότι πέθανα!
Πηγαίνει στην κουζίνα, ανοίγει το ψυγείο του, δεν υπάρχει τίποτε μέσα. Θέλει να φτιάξει καφέ αλλά δεν βρίσκει ούτε καφέ, ούτε ζάχαρη.
ΑΝΘΙΜΟΣ
Χέστα, θα πάρω απ’έξω.
Γυρίζει στο δωμάτιό του. Με το κινητό σε φόρτιση, αποφασίζει να διαβάσει τα μηνύματα. Υπάρχουν τρία από τη Θεώνη.
ΑΝΘΙΜΟΣ
Ωχ…
Βλέπει το πρώτο μήνυμα. Λίγες ώρες μετά τη συνεδρία – ναυάγιο.
ΠΡΩΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΘΕΩΝΗΣ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
Καλησπέρα. Θέλω να μου τηλεφωνήσεις όποτε μπορέσεις. Σκέφτομαι κάτι…
Πηγαίνει στο δεύτερο. Την επόμενη μέρα.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΗΝΥΜΑ ΘΕΩΝΗΣ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
Καλησπέρα Άνθιμε. Εύχομαι να είσαι καλά. Πάρε με σε παρακαλώ να συζητήσουμε κάτι.
ΑΝΘΙΜΟΣ
Σκατά τα έκανα πάλι…
Πάει στο τρίτο. Λίγη ώρα πριν ξυπνήσει!
ΤΡΙΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΘΕΩΝΗΣ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
Άνθιμε καλημέρα. Τι συμβαίνει; Δεν λαμβάνεις τα μηνύματα ή μήπως έχεις βυθιστεί και πάλι; Ό,τι κι αν συμβαίνει τηλεφώνησέ μου ή έλα από δω το απόγευμα, μετά τις 5.00. Είναι σημαντικό.
ΑΝΘΙΜΟΣ
(συγκινημένος από την επιμονή της)
Αχ, βρε Θεώνη… είσαι ψυχούλα τελικά!
Αποφασίζει να της τηλεφωνήσει αμέσως.
ΑΝΘΙΜΟΣ
Καλημέρα Θεώνη… Ναι, είχα βυθιστεί, το βρήκες… σήμερα έγινε η ανάδυση. Νιώθω καλύτερα… ναι και θα έρθω το απόγευμα… κατά τις 5.30 να μου πεις… αν ξέχασα να σε πληρώσω να με συμπαθάς… εντάξει, καλημέρα…
Κλείνει το κινητό ικανοποιημένος.
Με περισσότερη ενέργεια, αποφασίζει να ντυθεί καλά και να κινήσει για το γραφείο.
Στέλνει και μήνυμα στη Μαρκέλλα.
ΜΗΝΥΜΑ ΑΝΘΙΜΟΥ ΣΤΗ ΜΑΡΚΕΛΛΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
Έρχομαι από κει Σούζι Κιου… ετοιμάσου για πάρτι…
Γελάει βροντερά. Μιμείται τον αείμνηστο Σπύρο Καλογήρου στις παλιές ελληνικές ταινίες.
ΑΝΘΙΜΟΣ
Θα έχουμε πρωινό ‘ματς’ με τον Λαμπρινάκη. Πω, πω… και είμαι σε φόρμα!
Αρχίζει να σιγοτραγουδά το γνωστό ‘Αρχίζει το ματς’ του Λουκιανού Κηλαηδόνη και τελικά ξαναμπαίνει στο μπάνιο για να ξυριστεί.
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στον εργασιακό χώρο του Λαμπρινάκη.
Ο Άνθιμος μπουκάρει φουριόζος στο χώρο του γραφείου. Η Μαρκέλλα μόλις τον βλέπει πετάγεται σαν ελατήριο από τη θέση της. Η έκφρασή της είναι μια μάσκα ανησυχίας.
ΜΑΡΚΕΛΛΑ
Που είσαι χριστιανέ μου! Ζεις;
Ο Άνθιμος τσιμπά στο μάγουλο την εμβρόντητη Μαρκέλλα και περνά στο εσωτερικό του ορόφου με τη γνώριμη μπόχα και την ακαταστασία. Τούτη τη φορά όμως το διασκεδάζει. Κάθεται αναπαυτικά στην καρέκλα του και στροβιλίζεται δυο φορές με σκανταλιάρικο ύφος.
ΜΑΡΚΕΛΛΑ
(με ανάμικτα συναισθήματα)
Μπας κι έχεις χαπακωθεί;
ΑΝΘΙΜΟΣ
(απτόητος)
(τραγουδιστά)
Τι κάνεις Μαρκελλάκι; Ήσουνα καλό παιδάκι;
Εισπράττει ένα χασκόγελο από την τροφαντή συνάδελφό του με τη χρυσή καρδιά.
ΜΑΡΚΕΛΛΑ
Δευτερόλεπτα πριν πάρω το μήνυμά σου ετοιμαζόμουν να σου τηλεφωνήσω…
(χαλαρώνει κάπως… θυμόσοφα)
Κεφάτος σήμερα λοιπόν έτσι; Κόντρα στην κόντρα; Καλά κάνεις μωρέ!
ΑΝΘΙΜΟΣ
(γελαστά)
Κερνάω καφεδοτυρόπιτα! Πάρε, πάρε!
Ενθουσιασμένη η Μαρκέλλα δεν το σκέφτεται καθόλου. Στο λεπτό έχει δώσει την παραγγελία της και αυτόματα ανεβαίνει και η δική της διάθεση.
ΜΑΡΚΕΛΛΑ
Δεν ξέρω τι παίρνεις Θύμιο μου αλλά βλέπω πως έχει αποτέλεσμα… μέχρι και ρούχα άλλαξες! Και ξυρίστηκες!
ΑΝΘΙΜΟΣ
(γελάει όταν ακούει το ‘Θύμιο’ που σημαίνει ότι η φίλη του έχει αληθινά κέφια)
Μα σήμερα είναι μια σπουδαία μέρα Μαρκέλλα μου. Σήμερα γάμος γίνεται…
(αρχίζει να τραγουδάει το γνωστό δημοτικό άσμα)
Δηλαδή όχι ακριβώς γάμος αλλά τέλος πάντων…
Η Μαρκέλλα τον κοιτά και σταυροκοπιέται.
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. ‘Η οργή των νίντζα’.
Στον ίδιο εργασιακό χώρο.
Τη στιγμή Τη στιγμή ακριβώς που ο ταχυμεταφορέας αφήνει στο γραφείο της Μαρκέλλας την παραγγελία τους, η πόρτα του γραφείου της διευθύνσεως ανοίγει και ένα πλάσμα με τιράντες, γυαλιά και καμιά εκατοστή περιττά ξυγκοσάκουλα πάνω του, εμφανίζεται στο άνοιγμα.
ΑΝΘΙΜΟΣ
‘Η οργή των νίντζα’!
ΜΑΡΚΕΛΛΑ
(πνίγοντας το γέλιο της)
Σταμάτα!
ΛΑΜΠΡΙΝΑΚΗΣ
(στο κατώφλι παρακολουθώντας)
Τρώμε και πίνουμε βλέπω ε;
ΑΝΘΙΜΟΣ
(χαρωπά)
Και γλεντάμε!
Ο Άνθιμος πληρώνει το νεαρό και πίνει στα πεταχτά και μια γουλιά από τον ωραίο παγωμένο καφέ του πριν επιδοθεί ολόψυχα στη μάχη με το πλάσμα!
ΛΑΜΠΡΙΝΑΚΗΣ
Α, γλεντάτε κιόλας!
ΑΝΘΙΜΟΣ
(ρουφώντας επιδεικτικά με θόρυβο τον καφέ του)
Και σε καλούμε να μας συντροφέψεις εφέντη!
ΛΑΜΠΡΙΝΑΚΗΣ
Άνθιμε, έλα τώρα εδώ… τώρα! Έχουμε να μιλήσουμε. Πολύ σοβαρά! Μην μου ανεβάζεις την πίεση!
ΑΝΘΙΜΟΣ
Κι άλλο να την ανεβάσω αφεντικό; Πάει και πιο πάνω;
Η Μαρκέλλα δεν συμμετέχει στα δρώμενα. Έχει ήδη βυθιστεί στις ηδονές των γεύσεων.
Ο Λαμπρινάκης δεν δίνει συνέχεια και κρύβεται ξανά στη… φωλιά του.
Ο Άνθιμος δίνει ένα πεταχτό φιλί στη Μαρκέλλα και οδεύει κι αυτός προς εκεί.
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο γραφείο του Λαμπρινάκη.
Ο Άνθιμος εισέρχεται σχεδόν χορεύοντας.
ΑΝΘΙΜΟΣ
Έχετε γεια φακέλοι, παραγγελιές και τέλη!
ΛΑΜΠΡΙΝΑΚΗΣ
(έχοντας πάρει κιόλας τη γνωστή ‘χτιστή’ του θέση πίσω από το γραφείο του)
Μου παριστάνεις τον παλαβό Άνθιμε; Πρόσεξε σε παρακαλώ γιατί ένας θεός ξέρει πως κρατήθηκα και δεν κατήγγειλα τη σύμβασή σου τρεις μέρες τώρα που παραθέριζες ποιος ξέρει που!
ΑΝΘΙΜΟΣ
(στο ίδιο ύφος, πιο ήρεμος όμως)
Και θα είχες και τα χίλια δίκια εφέντη μου. Και καλό θα ήταν να τους έπαιρνες ένα τηλέφωνο εκεί στην Επιθεώρηση για να τους αναφέρεις ότι αναγνωρίζεις τις χίλιες περίπου ώρες υπερ-εργασίας που έχεις υπογράψει και ποτέ δεν πλήρωσες, κάτι παλιά δώρα που ποτέ δεν έδωσες, κάτι Σάββατα και Κυριακές που τις βαφτίσαμε καθημερινές… ναι, έχω όλα τα στοιχεία αφεντικό μου… σαν εργατικό μυρμήγκι τα μαζεύω δέκα χρόνια τώρα και είμαι έτοιμος για επιθεώρηση!
Το βλέμμα του Λαμπρινάκη περιτρέχει το κενό, κατεβαίνει ξανά στη γη κι έπειτα πάλι στους ουρανούς… το χρώμα στα μάγουλά του έχει εκείνη την ωραία μελιτζανί απόχρωση του εγκεφαλικού…
Ο Άνθιμος έχει ένα τσίμπημα ανησυχίας.
ΛΑΜΠΡΙΝΑΚΗΣ
(ηρεμώντας και αλλάζοντας σκοπό)
Μα καλά, τρεις μέρες; Δεν μπορούσες να ενημερώσεις; Σου αρνήθηκα ποτέ εγώ μια αδειούλα, ένα έξτρα ρεπό; Δεν μπορούσες; Δέκα χρόνια σου αρνήθηκα ποτέ οτιδήποτε;
ΑΝΘΙΜΟΣ
(μουρμουρίζοντας)
Όπισθεν ολοταχώς το ξυγκο-θωρηκτό Αβέρωφ!
(με κανονική ένταση)
Έτσι κι αλλιώς ρε Λαμπρινάκη ο Τιτανικός βυθίζεται… εσύ γιατί παίζεις το βιολοντσέλο σου στο κατάστρωμα;
Το αφεντικό κουνάει το κεφάλι του.
ΛΑΜΠΡΙΝΑΚΗΣ
Η Μαρκέλλα τα λέει αυτά; Αχ, πόσο έξω έχετε πέσει όλοι σας εδώ μέσα!
(χώνει το χέρι του σε μια στοίβα από χαρτιά πάσης φύσεως. Με θαυμαστό τρόπο τραβά από το σωρό το σωστό χαρτί και το ανεμίζει με καμάρ)
Ξέρεις βρε αχάριστε τι είναι αυτό;
ΑΝΘΙΜΟΣ
Η διαθήκη σου;
ΛΑΜΠΡΙΝΑΚΗΣ
(χαμογελά)
Αυτή θα τη διαβάσετε αφού τα τινάξω, μη προτρέχεις!
ΑΝΘΙΜΟΣ
Οκ μπος… τι είναι αυτό το χαρτί;
ΛΑΜΠΡΙΝΑΚΗΣ
Σε λίγους μήνες θα είσαι εσύ το μεγάλο αφεντικό εδώ μέσα! Αυτό λέει αυτό το χαρτί! Σε δυο μήνες προσλαμβάνω εκπαιδευόμενους… θα τους αναλάβεις εσύ… θα φέρω και γραμματέα για χάρη σου… και συ νομίζεις ότι ο Λαμπρινάκης είναι ένας ελέφαντας χωρίς καρδιά… αχάριστος και κτήνος!
Ο Άνθιμος κάνει να πιάσει το μαγικό χαρτί αλλά αυτό με θαυμαστό τρόπο ξαναβουτά μέσα στη στοίβα, στην παλιά του θέση.
Μπορεί να ήταν σαν λουκάνικα Μυκόνου τα δάχτυλα του αφεντικού όμως διέθεταν ευλυγισία και ταχύτητα ταχυδακτυλουργού!
ΑΝΘΙΜΟΣ
Εντάξει αφεντικό, θα δούμε… φέρε τους εκπαιδευόμενους και τη γραμματέα εσύ και βλέπουμε…
ΛΑΜΠΡΙΝΑΚΗΣ
Και σε προορίζω για το γραφείο του Μάκη…
Ο Άνθιμος για πρώτη φορά εκείνη την ημέρα νιώθει μια σκιά μελαγχολίας και φροντίζει να την αποδιώξει πριν γίνει σκοτεινός ουρανός.
ΑΝΘΙΜΟΣ
Καλά, εντάξει… πάω μέσα τώρα… η Μαρκέλλα θα έχει σκαρφαλώσει στα ταβάνια…
ΛΑΜΠΡΙΝΑΚΗΣ
Πήγαινε και πέσε με τα μούτρα στη δουλειά… ένας τόνος δουλειά έχει μαζευτεί και η άλλη τα έχει παίξει μόνη της…
Ο Άνθιμος φτάνει στην πόρτα, σταματά, πισωπατά και ξανάρχεται στη θέση που είχε πριν.
Σκύβει πάνω από το κεφάλι του Λαμπρινάκη και του ψιθυρίζει στ’αυτί:
ΑΝΘΙΜΟΣ
Δεν ξέρω τι θα κάνεις με την εταιρία και σε ποιον την προορίζεις αλλά ένα έχω να σου πω. Αν πειράξεις τη Μαρκέλλα ή της φας έστω και ένα ευρώ, κάνε καράβι να φύγεις ή άνοιξε λάκκο να χωθείς… μεγάλο λάκκο… πολύ μεγάλο… να σε χωράει!
Ακολουθεί πυκνή, ιδρωμένη σιωπή κι έπειτα ένας βραχνός ήχος, βαριές ανάσες, ψίθυροι, βογκητά και άλλα παρόμοια που βγαίνουν από τα έγκατα του πλάσματος.
Ο Άνθιμος αποφασίζει πως η μάχη είχε κερδηθεί ολοκληρωτικά, ο εχθρός έχει καταναυμαχηθεί και είναι ώρα να ασχοληθεί και λίγο με τη δουλειά που όντως είχε πέσει όλη στις πλάτες της Μαρκέλλας.
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στον ίδιο εργασιακό χώρο. Άνθιμος και Μαρκέλλα.
Η Μαρκέλλα με έκδηλη αγωνία με το που τον βλέπει να επιστρέφει καρφώνει το βλέμμα της πάνω του.
ΜΑΡΚΕΛΛΑ
Τι έγινε; Πώς πήγε;
Ο Άνθιμος την πλησιάζει, της παίρνει τρυφερά το χέρι και το ασπάζεται.
ΑΝΘΙΜΟΣ
Όλα πήγαν κατ’ευχήν μάτια μου… και κάθε μέρα από δω και πέρα θα κερνάω εγώ καφεδοτυρόπιτα…
ΜΑΡΚΕΛΛΑ
Κάθε μέρα;
ΑΝΘΙΜΟΣ
Ναι όμορφη κι ευγενική ψυχή. Κάθε μέρα ώσπου να δύσει ο ήλιος στην ανατολή και ο Πάπας να πετάξει τα ράσα του και να γίνει ντράμερ σε μπάντα χέβι μέταλ!!
Η Μαρκέλλα το σκέφτεται για μια στιγμή κι έπειτα αρχίζει να γελάει κακαριστά και νευρικά, τόσο δυνατά που κακό δαιμόνιο δεν θα στεκόταν ούτε δευτερόλεπτο ολόγυρά της.
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο γραφείο της Θεώνης.
Έξι παρά είκοσι. Ο Άνθιμος χτυπά το κουδούνι του γραφείου της Θεώνης και τρία λεπτά μετά είναι καθισμένος στη γνωστή του θέση απέναντί της.
ΘΕΩΝΗ
(αφού κάθεται στην πολυθρόνα της)
Πώς είσαι σήμερα; Βλέπω ενδυματολογική αλλά και γενικότερη αναβάθμιση.
Ο Άνθιμος δεν μπορεί να μην της ρίξει μια ματιά καθαρά αρσενική. Η Θεώνη είναι μια ελκυστική γυναίκα. Ντυμένη πάντα αυστηρά και κομψά. Τα καστανόξανθα μαλλιά της πέφτουν ωραία στους λεπτούς της ώμους. Έχει ευγενικά και αριστοκρατικά χαρακτηριστικά.
ΑΝΘΙΜΟΣ
Ναι, είπα να δώσω τη μάχη καλοντυμένος σήμερα.
ΘΕΩΝΗ
Έδωσες μάχη;
ΑΝΘΙΜΟΣ
Και καταναυμάχησα τον εχθρό όπως ο Κουντουριώτης τους Τούρκους στους βαλκανικούς πολέμους…
ΘΕΩΝΗ
(χαμογελώντας)
Με το θωρηκτό Αβέρωφ; Εκεί που υπηρέτησες ε;
ΑΝΘΙΜΟΣ
Ναι, σωστά!
ΘΕΩΝΗ
Μετά την τριήμερη βύθιση αναδύθηκες ορεξάτος και κεφάτος λοιπόν…
ΑΝΘΙΜΟΣ
Φάση της διπολικής διαταραχής Θεώνη;
ΘΕΩΝΗ
Άσε τις εξυπνάδες με μένα Άνθιμε… ξέρεις πως δεν συνηθίζω να χρησιμοποιώ τις παραδοσιακές διαγνώσεις… δεν είσαι διπολικός πάντως, αν αυτό νομίζεις… η κατάθλιψη είναι μια βαθύτερη έννοια… μην τα ψυχιατρικοποιούμε όλα…
ΑΝΘΙΜΟΣ
Οκ… να με συμπαθάς… σήμερα τους πειράζω όλους… ας μην το παρακάνω όμως… Ωπ, καλά που το θυμήθηκα!
Βγάζει από την τσέπη του τα χρήματα της προηγούμενης συνεδρίας.
ΘΕΩΝΗ
Καλά, άφησέ τα στο γραφείο… δεν σε κάλεσα γι αυτό βρε παιδί μου απόψε…
ΑΝΘΙΜΟΣ
Ναι αλλά θα το ξεχνούσα πάλι… έχω προσθέσει και τα σημερινά… λοιπόν; Τι συμβαίνει;
ΘΕΩΝΗ
(σοβαρά)
Με απασχολεί το ζήτημα του κενού μνήμης…
ΑΝΘΙΜΟΣ
Ναι…
ΘΕΩΝΗ
Σκέφτηκα τις προάλλες όταν έφυγες πως μπορούμε να κάνουμε κάτι γι αυτό… Θέλω να πω, πιστεύω πως υπάρχει κάτι στην ιστορία εκείνης της φοβερής μέρας που για κάποιο λόγο θάφτηκε κάτω από το οδυνηρό μεγάλο γεγονός… και δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να το ανασύρουμε από… την ύπνωση…
Ο Άνθιμος κοιτάζει στα μάτια τη Θεώνη σκεφτικός.
ΘΕΩΝΗ
Να ξέρεις, δεν την χρησιμοποιώ… πολύ σπάνια… μια δυο φορές όμως με έχει βοηθήσει…
ΑΝΘΙΜΟΣ
Ύπνωση ε;
ΘΕΩΝΗ
Δεν είναι κάτι τρομερό… κάποτε τη συνήθιζαν πολύ οι ψυχίατροι… τώρα πλέον πολύ σπάνια…
ΑΝΘΙΜΟΣ
Τι ψάχνουμε όμως Θεώνη;
ΘΕΩΝΗ
Ψάχνουμε την πλήρη σειρά των γεγονότων που αφορούν στο ποίημα… έχω την αίσθηση… την υποψία πες πως εκείνη την ημέρα, λίγο πριν ξεσπάσει το κακό, η Άννα σου μιλούσε για ο ποίημά της…
ΑΝΘΙΜΟΣ
Μα… δεν το είχε δώσει εμπιστευτικά στην Μαρκέλλα;
ΘΕΩΝΗ
Ναι… όμως δεν αποκλείεται να το μετάνιωσε στην πορεία και να θέλησε να στο αποκαλύψει η ίδια… μπορεί να σου είχε αναφέρει κάτι… τον τίτλο ας πούμε… η πληροφορία ενεγράφη αλλά σκεπάστηκε από τα τρομερά που ακολούθησαν…
Ο Άνθιμος ξαπλώνει στην πολυθρόνα του.
ΑΝΘΙΜΟΣ
(μετά από μικρή παύση)
Δεν θέλω.
ΘΕΩΝΗ
(προετοιμασμένη για μια αρνητική απάντηση)
Θέλεις να πεις πως φοβάσαι;
ΑΝΘΙΜΟΣ
Δεν ξέρω… ίσως να μην θέλω πλέον να ξεδιαλύνω το μυστήριο του ποιήματος… είτε το έγραψε η Άννα είτε όχι, είτε μου το είχε φανερώσει κι εγώ το απώθησα κάπου βαθιά και μετά από πέντε χρόνια αναδύθηκε και το έγραψα στις κούτες του Λουβή είτε απλά όλα αυτά είναι μέσα στο κουβάρι του εσωτερικού μου κόσμου, δεν θέλω να ξεδιαλύνω το μυστήριο… όχι μέσα από κάποια διαδικασία ύπνωσης ή κάποια άλλη ανάλογη…
Η Θεώνη τον ακούει σιωπηλή.
ΑΝΘΙΜΟΣ
Μερικά πράγματα γίνονται για πολύ συγκεκριμένους λόγους… έτσι πρεσβεύω τώρα Θεώνη μου. Ο νους ή η ψυχή μου για λόγους πνευματικής ισορροπίας ή συναισθηματικής ανακούφισης με προστάτευαν όλα αυτά τα χρόνια από μια ακόμη οδυνηρή αποκάλυψη… αυτή έγινε, τις συνέπειές της θα τις πληρώνω για κάμποσα χρόνια ακόμα… όμως… μην σου φανεί τρελό… μπορεί να μην θέλω να ξεμπερδέψω οριστικά από την κατάθλιψη… Γιατί κι αυτή είναι γέννημα δικό μου, είναι κομμάτι μου, μπορώ πλέον να την κουμαντάρω… με ξέρει και την ξέρω, αν καταλαβαίνεις τι θέλω να πω… τα χειρότερα πέρασαν… κάθε τόσο, το ξέρω, θα με επισκέπτεται σαν ανεπιθύμητος συγγενής και θα μου φορτώνεται για λίγες μέρες στο σπίτι… δεν πειράζει… καλοδεχούμενη! Κάποια στιγμή θα φύγει και θα με αφήσει στην προσωρινή ησυχία μου… άλλωστε είναι και κάτι άλλο…
ΘΕΩΝΗ
(ξεφυσώντας)
Τι;
ΑΝΘΙΜΟΣ
Όλα αυτά με συνδέουν με έναν τρόπο μυστικό, ιδιωτικό και ερωτικό ακόμη με την Άννα… αν μου έλεγε κάποιος, ‘βρέθηκε φίλε το μαγικό χαπάκι για την κατάθλιψη… το παίρνεις και παφ!, όλα πάνε περίπατο… θα ξυπνάς το πρωί και δεν θα σε βασανίζει τίποτα… όλα τα πρόσωπα, οι καταστάσεις, τα γεγονότα που σε τραυμάτισαν πάνε περίπατο… το θαύμα της χημείας κυρίες και κύριοι… τι λες, το θέλεις;’ Ε, λοιπόν θα του απαντούσα να πάρει το χαπάκι του και να το βάλει εκεί που ξέρει και να με συμπαθάς που μιλάω έτσι. Γιατί εγώ δεν θέλω να ξεπεράσω οριστικά την Άννα, δεν θέλω να ξυπνήσω ένα πρωί και να μην θυμάμαι το γέλιο της κι ας με γδέρνει ως τα έγκατά μου… δεν θέλω να πάψω να είμαι ‘άρρωστος’ από τον μεγαλύτερο έρωτα της ζωής μου και να γίνω ‘υγιής’ και καθαρός… και απόλυτα μόνος… Με νιώθεις Θεώνη;
Η ψυχοθεραπεύτρια κάνει έναν μορφασμό που φανερώνει σαστιμάρα, θαυμασμό, απορία και ανησυχία μαζί…
ΘΕΩΝΗ
Τι έγινε αυτές τις τρεις μέρες μου λες; Γιατί ό,τι κι αν έγινε, όπου κι αν ταξίδεψες, σε όποια θάλασσα μέσα σου κι αν βούτηξες κείνο που μπορώ να πω είναι πως επέστρεψες εντελώς διαφορετικός… δεν ξέρω αν συμφωνώ… ως θεραπεύτρια δεν συμφωνώ… ως γυναίκα και φίλη σου όμως… τολμώ να πω σε θαυμάζω…
Ο Άνθιμος σηκώνεται από την πολυθρόνα του. Είναι συγκινημένος όπως και η Θεώνη. Την αγκαλιάζει και την ασπάζεται τρυφερά.
ΑΝΘΙΜΟΣ
Με βοήθησες πολύ όλ’αυτά τα χρόνια… να το ξέρεις… κι ας μην ερχόμουν… όσα έγιναν στη θεραπεία μας εργάζονται ακόμη μέσα μου… όμως, να… δεν θέλω να ‘θεραπευτώ’ άλλο… είμαι καλά… συμφιλιώθηκα με την ‘αρρώστια’ μου και τη φιλοξενώ σε μια γωνιά του εαυτού μου… μαζί της θα γεράσω και θα πεθάνω, το πήρα απόφαση… τρελός ή λογικός, τι σημασία έχει; Όχι φτωχός όμως… όχι ορφανός… όχι μόνος…
Η Θεώνη τον κοιτάζει με ένα υγρό βλέμμα.
ΘΕΩΝΗ
(συνοδεύοντάς τον στην έξοδο)
Να προσέχεις φίλε μου.
Βλέπει τον Άνθιμο να χάνεται στο βάθος του διαδρόμου κι έπειτα το βλέμμα της πέφτει στην ταμπέλα της εξώπορτας με τα έγγλυφα χρυσά γράμματα.
Αγγίζει με τα όμορφα μακριά της δάχτυλα την λέξη ‘ψυχοθεραπεύτρια’ και χαμογελώντας μπαίνει στο εσωτερικό του γραφείου της.
ΤΕΛΟΣ