Δολοφόνος

 

Θέλω να γράψω για σένα

προσπαθώ

παλεύω

μέρες και μήνες τώρα

νύχτες που απλώνονται μπροστά

και πίσω

αιώνιες νύχτες…

 

δεν μπορώ…

 

η ψυχή δεν υπακούει

τα χέρια δεν ακούνε

τα δάχτυλα παγώνουν…

 

είμαι ακόμα καθισμένος

σε κείνο το παγκάκι

συνέχεια εκεί

συνέχεια… δεν φεύγω

λέω πως δεν πρόκειται ποτέ να φύγω

πού να πάω;

 

εσύ είσαι μέσα

ζεις και δεν ζεις

υπάρχεις

πάντοτε θα υπάρχεις

ξαπλωμένος σε κείνο το θάλαμο

με τους σωλήνες να σφίγγουν το στόμα σου

κλειστά τα μάτια

το στήθος σου να βράζει

το μέτωπό σου υγρό

ψυχρών μηχανημάτων

ανάσες δάνειες

 

υπάρχεις

και δεν υπάρχεις

ζεις και δεν ζεις

 

όλα μισά

θραύσματα

ακατανόητα, ομιχλώδη

όλα ένα αίνιγμα

άλυτο

ένας αγώνας άτρυτος

να είσαι, να σταθείς

να μείνεις…

 

κι είμαι σε κείνο το παγκάκι

μέσα στο πάρκο

με την αιωνιότητα στους ώμους

γυρτός, ολόμονος

πιο μόνος απ’όσο αντέχει ένας άνθρωπος

και περιμένω…

τι;

δεν ξέρω…

 

περιμένω…

 

ένα σημείο γίνομαι

συρρικνώνομαι

ένα σημείο…

 

κοιτάζω ανθρώπους γύρω μου

υπάρχουν κι άλλοι σαν κι εμένα;

δεν μ’ενδιαφέρει

δεν τους ακούω

δεν τους βλέπω

η φωνή τους φτάνει ως τ’αυτιά μου

θόρυβος

βοές, οχλήσεις

περισπασμοί…

 

όλα είναι πια περισπασμοί

ως και η καρδιά μου που χτυπάει

η ανάσα μου, το μούδιασμα στα χέρια

το σώμα μου που διαμαρτύρεται

η δύσπνοια

η ψυχή μου που έχει πιαστεί από ένα βλέμμα

μια συλλαβή, ένα νεύμα

για να μην γίνει θρύμματα…

 

δεν ξέρω

τίποτε δεν ξέρω…

μιλώ στον εαυτό μου

δεν με ακούω

 

μιλώ στο χτες

και απαντούν σκιές

μιλώ σε άγνωστους, πρωτόγονους θεούς

κανείς δεν μού απαντάει…

 

θέλω να γράφω πια μονάχα για σένα

και δεν έχω χέρια

έχω ποτάμια πύρινα

που με διατρέχουν

κατάρρυτο από αίμα και τρόμο

το είναι μου

 

δεν έχω λέξεις

έχω το πρόσωπό σου

έχω την τελευταία σου αγκαλιά

έχω τα τελευταία σου φιλιά

περιουσία μου όλη

ένα σου βλέμμα

 

στο σκοτεινό δωμάτιο

στο καρεκλάκι

κάθομαι

δίπλα στο κρεβάτι

ησυχία

σιωπή

 

όλα σιωπούν

ψέματα…

εκτός απ’την αλήθεια

όταν τα υπόλοιπα κοιμούνται

εκείνης η κραυγή με ξεκουφαίνει

 

η αλήθεια δεν σιωπά

η αλήθεια δηώνει…

 

θέλω για σένα μόνο πια να γράφω

αλλά δεν μπορώ

γεμίζει το στερέωμα άηχες κραυγές

πονάω, ματώνω

δεν είναι αυτό

δεν είναι τίποτε αντάξιό σου

το να πεθάνω δεν είναι αντάξιό σου

το να εξακολουθώ να ζω

δεν είναι αντάξιό σου…

 

να σε θυμάμαι…

πώς;

άψυχος που αναθυμάται αψύχους

άζωος που ανακαλεί νεκρούς

να σε θυμάμαι…

πώς;

 

με την αλήθεια

ή με το ψέμα;

 

εντάφιος που μνημονεύει τάφους

ή ζωντανός που αναβιώνει

όσα προλάβαμε να δούμε εμείς οι δυο;

 

προλάβαμε;

για μια στιγμή μονάχα

ναι… προλάβαμε…

 

μού έσφιξες το χέρι εκείνο το πρωινό

θυμάσαι;

και γύρισες το βλέμμα στο ανοιχτό παράθυρο

 

τι κοιτούσες;

 

θέλω μονάχα πια για σένα πια να γράφω

όχι μελάνια και πένες και σύμβολα

μα ούτε και δάκρυα και οιμωγές και θρήνους

 

ν’αφήσω την ψυχή μου ελεύθερη

να γράφει εκείνη

να σού μιλά

να σού αφηγείται

και να καταγγέλλει

τον άδικο

τον πρόωρο

τον αδόκητο χαμό σου…

 

ψέματα

εσύ ξέρεις…

 

εσύ ξέρεις ποιον ακούς

 

εσύ ξέρεις πως ακούς

πως σου μιλά

πως σου ομολογεί

πως σου ανοίγει την καρδιά του

 

ο αδελφός σου

 

ο άνθρωπος που σε αγάπησε όσο κανείς

 

ο δολοφόνος σου…