σε μια στάση λεωφορείων

 

Τον είδα πάλι

σε μια στάση λεωφορείων

ορθός, ασπρομάλλης

φορούσε εκείνο το μπουφάν που του άρεσε

και τα παπούτσια του

τα αθλητικά

που του είχα αγοράσει κάποτε

πριν μια αιωνιότητα

 

τον πλησίασα λοιπόν

ήξερα πως δεν είναι αυτός

κι όμως

ήθελα να τον δω

να δω το πρόσωπό του

 

χαμογελούσε άραγε αυτός;

είχε το βλέμμα γλυκό

ή τραχύ;

 

να είχε άραγε πρόσωπο;

ή μήπως ήταν άλλη μια σκιά

άλλος ένας αισθητοποιημένος μου λυγμός

άλλη μια πελεκημένη στα σύννεφα

μυστική μου προσευχή;

 

να υπήρχε άραγε κανείς

με σάρκα και οστά

μέσα σ’αυτό το μπουφάν;

 

δεν το έμαθα ποτέ

 

Κάθισα αποκαμωμένος

σε μια γωνιά

κι έβγαλα μέσα απ’την ανάσα μου

σαν εκτόπλασμα

όλο τον πόνο

τον σμίλεψα για ώρα

μοναχός

 

ώσπου να πάρει την μορφή του

και το γλυκό χαμόγελο που είχε

 

και ξεχάστηκα…