Αίσακος

 

Περνάγαμε το κλαδί της μυρτιάς

από τον ένα σύντροφο στον άλλο

τούτος ο νεκρόδειπνος

έχει το μεγαλείο της σιωπής

και της σιγής το φως

Ο ήρωας που κείται στο βελούδο της γης

μας περιμένει…

 

Περνάγαμε το πένθιμο κλαδί

από χέρι σε χέρι

λέγαμε δυο κουβέντες κι ύστερα δάκρυα

υμνούσαμε το Μέγα Σχίσμα

που τους θνητούς ποτέ δεν λησμονεί

αλλά και τον αιώνιο παλμό της δρόσινης ζωής

που δραπετεύει από τα Τάρταρα

και μας ποτίζει

για λίγο έστω

με συλλαβές βροχής

 

Το κλαδί έμεινε κάποτε μονάχο

ορφανό από ψελλίσματα ανθρώπων

που στέκουν τώρα βουβοί

δίπλα στο σιωπηλό πολεμιστή

 

Έρχεται η αυγή αδελφέ μου

και μεθυσμένους θα μας βρει

να ξέρεις

όχι από πόνο

αλλά από δριμιά κατάφαση Έρωτα

και δάφοινη φωτιά ψυχής

 

να ορμήξουμε εκεί

που το αιώνιο σε παίρνει απ’το στήθος

και σε αθανατίζει…